Αντιδράσεις, ερωτήματα και στοχεύσεις...
Σχετικά με την τοποθέτηση του Γ. Φαμπρ ως καλλιτεχνικού διευθυντή στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου
Αναμφίβολα,
ένα από τα γεγονότα της βδομάδας που πέρασε ήταν η πρώτη συνέντευξη
Τύπου του Γιαν Φαμπρ, που επιλέχτηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ως ο
νέος καλλιτεχνικός διευθυντής («επιμελητής» δήλωσε ο ίδιος) του
Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Στη συνέντευξη ανακοινώθηκε ότι το Φεστιβάλ Αθηνών μετονομάζεται σε Διεθνές Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, ενώ δόθηκε και το στίγμα του νέου «διεθνούς» θεσμού: το φετινό έτος θα είναι ουσιαστικά αφιερωμένο στο έργο του ίδιου του Φαμπρ και της ομάδας του, οι ελληνικές καλλιτεχνικές παραγωγές πέρα από αυτές των θεσμικών φορέων (Εθνικό Θέατρο, Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, Εθνική Λυρική Σκηνή) θα απουσιάζουν, ενώ τα επόμενα δυο χρόνια θα αποτελούν μάλλον ένα έλασσον κομμάτι, που στόχος είναι να «οσμωθεί» με την «α λα Φαμπρ» καλλιτεχνική παραγωγή. Επιπλέον, ανακοινώθηκε ότι θα δημιουργηθεί Ακαδημία Νέων Καλλιτεχνών, που θα περιλαμβάνει σεμινάρια και εργαστήρια, πάσο ελεύθερης εισόδου κ.τ.λ. κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ.
Οι ανακοινώσεις αυτές, χαρακτηριστικές της αντίληψης του αστικού κοσμοπολιτισμού για την Τέχνη, με αφορμή τις οποίες βουλευτές του ΚΚΕ κατέθεσαν και σχετική Ερώτηση (βλέπε χτεσινό «Ριζοσπάστη»), προκάλεσαν τη δικαιολογημένη αγανάκτηση πολλών μαζικών φορέων στο χώρο του Πολιτισμού, για την απαράδεκτα προσβλητική αντιμετώπιση του εγχώριου καλλιτεχνικού δυναμικού από την κυβέρνηση. Σε τέτοιο βαθμό που η κυβέρνηση προσπάθησε να ελιχθεί και να καθησυχάσει, με πρωθυπουργικά «τουίτ» και δηλώσεις, ότι κάπως και κάπου θα βρεθεί μια θέση και για ορισμένες από τις «αξιόλογες» ελληνικές παραγωγές, με τα αστικά κριτήρια πάντα. Ομως, το θέμα έχει μεγάλη «ουρά», η οποία δεν πρέπει να ξεχνιέται, ούτε και να θολώνει.
Κι από αυτή την άποψη, η πολιτική αυτή δε θα μπορούσε ίσως να βρει πιο επάξιο «επιμελητή» από τον ίδιο τον κ. Φαμπρ, μέσα στα έργα του οποίου ο κ. Μπαλτάς βλέπει τον... Σπινόζα και ο πρωθυπουργός μια ευκαιρία ώστε «η Ελλάδα να βρεθεί στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού και διεθνούς ενδιαφέροντος», των μπίζνες της «πολιτιστικής βιομηχανίας».
Το έργο του οποίου μας καλεί, όπως γράφει, η «Αυγή» να στρέψουμε «το ενδιαφέρον (...) στο "άλογο", στο ανεξήγητο, στη γλώσσα που σωπαίνει ή γίνεται κραυγή» («Αυγή»). Αλλά και όπως δήλωσε ο ίδιος ο καλλιτέχνης, να σκεφτούμε σαν «εθνική ομάδα» και να «γεφυρώσουμε τα όρια», να αφήσουμε δηλαδή πίσω όχι τις εθνικές, πολιτιστικές και γλωσσικές διαφορές που επικαλέστηκε, αλλά τις ταξικές μας διαφορές, μπαίνοντας κάτω απ' τις σημαίες της αστικής τάξης. Αφήνοντας πίσω όλα εκείνα που κάνουν αδύνατο «να μοιραστούμε τη σκηνή», όχι μόνο του θεάτρου, αλλά όλης της κοινωνίας. Και απ' αυτή την άποψη, το κάλεσμά του είναι όντως ένα κάλεσμα για να «πασχίσουμε για το ασύλληπτο και το ανέφικτο».
Αυτά τα μηνύματα του έργου του ο κ. Φαμπρ τα περιφέρει χρόνια τώρα στις ακριβοπληρωμένες πασαρέλες της ευρωενωσιακής «πολιτιστικής βιομηχανίας», συνήθως με «μεταμοντέρνο» περιτύλιγμα από ιπτάμενες γάτες, ωμά συκώτια, αίμα, σπέρμα και άλλα υλικά με τα οποία ο κ. Φαμπρ και οι συν αυτών τάχα «προκαλούν» την εξουσία, τόσο που εκείνη δεν παραλείπει να τους ταΐζει τακτικά με τα γνωστά κονδύλια των επιχειρηματικών ομίλων και της ΕΕ, για να εξοικειώνουν τον κόσμο με τη σάπια τέχνη της σάπιας κοινωνίας τους.
Γι' αυτό και ο πρωθυπουργός δεν παρέλειψε να μιλήσει για την ανάγκη ο Φαμπρ «να βοηθήσει τους Ελληνες καλλιτέχνες», προφανώς να του μοιάσουν. Γι' αυτό και στήνονται οι «ακαδημίες» εκπαίδευσης νέων καλλιτεχνών, που όπως ειπώθηκε, «θα πάρουν τη σκυτάλη» μετά το τέλος της τετραετίας, για να περιφέρουν την αθλιότητα της αστικής τέχνης στους επόμενους και για να θυμίζουν στους υπόλοιπους που δε δέχονται ένα τέτοιο ρόλο την έκκληση του Μπρεχτ «στους νέους ζωγράφους», που όπως έλεγε, βόσκουν στο «μικρό λιβάδι» της αστικής τέχνης «που δεν φυτρώνει πια χορτάρι»:
«Για εκατοντάδες χρόνια απεικονίζατε τις συνήθειες εκείνων που ζωγραφίζατε. Η τελευταία σας μόδα ήταν: να ζωγραφίζετε τις δικές σας συνήθειες (τα αποτελέσματα στάθηκαν αποδοτικά για το γιατρό και το μαζοχιστή!). Σας συμβουλεύω: ζωγραφίζετε τις συνήθειες εκείνων που πρέπει να δουν τους πίνακές σας».
Στη συνέντευξη ανακοινώθηκε ότι το Φεστιβάλ Αθηνών μετονομάζεται σε Διεθνές Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, ενώ δόθηκε και το στίγμα του νέου «διεθνούς» θεσμού: το φετινό έτος θα είναι ουσιαστικά αφιερωμένο στο έργο του ίδιου του Φαμπρ και της ομάδας του, οι ελληνικές καλλιτεχνικές παραγωγές πέρα από αυτές των θεσμικών φορέων (Εθνικό Θέατρο, Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, Εθνική Λυρική Σκηνή) θα απουσιάζουν, ενώ τα επόμενα δυο χρόνια θα αποτελούν μάλλον ένα έλασσον κομμάτι, που στόχος είναι να «οσμωθεί» με την «α λα Φαμπρ» καλλιτεχνική παραγωγή. Επιπλέον, ανακοινώθηκε ότι θα δημιουργηθεί Ακαδημία Νέων Καλλιτεχνών, που θα περιλαμβάνει σεμινάρια και εργαστήρια, πάσο ελεύθερης εισόδου κ.τ.λ. κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ.
Οι ανακοινώσεις αυτές, χαρακτηριστικές της αντίληψης του αστικού κοσμοπολιτισμού για την Τέχνη, με αφορμή τις οποίες βουλευτές του ΚΚΕ κατέθεσαν και σχετική Ερώτηση (βλέπε χτεσινό «Ριζοσπάστη»), προκάλεσαν τη δικαιολογημένη αγανάκτηση πολλών μαζικών φορέων στο χώρο του Πολιτισμού, για την απαράδεκτα προσβλητική αντιμετώπιση του εγχώριου καλλιτεχνικού δυναμικού από την κυβέρνηση. Σε τέτοιο βαθμό που η κυβέρνηση προσπάθησε να ελιχθεί και να καθησυχάσει, με πρωθυπουργικά «τουίτ» και δηλώσεις, ότι κάπως και κάπου θα βρεθεί μια θέση και για ορισμένες από τις «αξιόλογες» ελληνικές παραγωγές, με τα αστικά κριτήρια πάντα. Ομως, το θέμα έχει μεγάλη «ουρά», η οποία δεν πρέπει να ξεχνιέται, ούτε και να θολώνει.
Τι Φεστιβάλ;
Η
μια πλευρά αφορά τον ίδιο το χαρακτήρα του Φεστιβάλ, ο οποίος για μια
ακόμη φορά κρύφτηκε μέσα στον κουρνιαχτό μιας αντιπαράθεσης ανάμεσα σε
δύο διαφορετικά αλλά συγκοινωνούντα δοχεία της αστικής αντίληψης για την
Τέχνη: το «κοσμοπολίτικο» και το «εθνοκρατικό». Γιατί οι εξαγγελίες
αυτές αξιοποιήθηκαν και για να φουντώσει πάλι μια αντιπαράθεση που είχε
ξαναγίνει στα τέλη του περασμένου Δεκέμβρη, με αφορμή την αιφνιδιαστική
παύση του τότε καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ. Για την
αντιπαράθεση εκείνη, που πέρα από άλλες στοχεύσεις έπαιρνε και αυτή τη
χροιά, έγραφε τότε ο «Ρ»: «Το βασικότερο πρόβλημα που δεν θίγεται,
είναι ο ίδιος ο χαρακτήρας του Φεστιβάλ: Η λειτουργία, δηλαδή, ενός
σημαντικού θεσμού ως Ανώνυμης Εταιρείας, που τα προηγούμενα χρόνια
διατήρησε και ενίσχυσε την αναπαραγωγή του αστικού πολιτισμού, την
περιβόητη "σύνδεση με τον τουρισμό" και τον "κοσμοπολίτικο" χαρακτήρα
του. (...) Με βάση και τα παραπάνω, το Φεστιβάλ παρέμεινε μακριά από τις
πραγματικές ανάγκες του λαού, απ' αυτό που είναι κοινωνικά χρήσιμο και
αναγκαίο. Αυτήν την κατεύθυνση όχι απλά δεν την αμφισβητεί, αλλά
αντίθετα την υλοποιεί και την ενισχύει και η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -
ΑΝΕΛ». Για το περιεχόμενο του Φεστιβάλ δε μιλάνε, όμως, οι
περισσότεροι απ' όσους υπερασπίζονται με παχιά λόγια ένα τάχα
«εθνοκρατικό» Φεστιβάλ.
Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση...
Οπως
χαρακτηριστικά ανέφερε και η Ερώτηση που κατέθεσαν την περασμένη
Παρασκευή βουλευτές του ΚΚΕ στη Βουλή, όλα αυτά «έρχονται να υπηρετήσουν
ένα βαθύτατα αντιδραστικό στόχο, που προωθούσαν άλλωστε πιο χαλαρά και
οι προηγούμενες διοικήσεις του Φεστιβάλ, αφού αποτελεί κατεύθυνση της
ΕΕ: Την επιτάχυνση των διεργασιών για τη διαμόρφωση ενός καλλιτεχνικού
δυναμικού και ταυτόχρονα ενός νεανικού κυρίως και μορφωμένου κοινού,
απόλυτα προσδεμένων στην πολιτική του κεφαλαίου, σε μια περίοδο που
αποκαλύπτεται ολοκληρωτικά η βαρβαρότητα του καπιταλιστικού συστήματος,
δημιουργώντας προϋποθέσεις γενικότερης αμφισβήτησής του. Με άλλα λόγια,
στόχος είναι η δημιουργία μιας κρίσιμης μάζας προσοντούχων νέων
ανθρώπων, εμποτισμένων με τις αντιλήψεις του αστικού κοσμοπολιτισμού,
που χωρίς εθνικές "προκαταλήψεις", όπως π.χ. τα κυριαρχικά δικαιώματα
της χώρας και προπαντός χωρίς ταξικές "αγκυλώσεις" και αντιθέσεις, θα
εκστασιάζεται και θα μεταλαμπαδεύει τις κίβδηλες αξίες, τη σάπια ηθική
και το παρακμιακό γούστο της αστικής τάξης, που εκφράζει η τέχνη του κ.
Φαμπρ. Κυρίως, όμως, η νέα αυτή γενιά θα πρέπει να είναι ολοσχερώς
εξοικειωμένη με την ανία, το θάνατο, το αίμα, την ωμότητα, τη βία, τη
χυδαιότητα και γενικά με όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν το
απάνθρωπο, αηδιαστικό, εγκληματικό πρόσωπο του άγριου καπιταλιστικού
κόσμου, όπως "καθρεφτίζεται" εξευγενισμένα στο αβυσσαλέα αδιέξοδο και
βαθιά κατεστημένο μεταμοντέρνο πνεύμα του κ. Φαμπρ, των ντόπιων και
ξένων συνεργατών του και πάνω απ' όλους της κυβέρνησης, που τους επέλεξε
και βίαια τους επιβάλλει».Κι από αυτή την άποψη, η πολιτική αυτή δε θα μπορούσε ίσως να βρει πιο επάξιο «επιμελητή» από τον ίδιο τον κ. Φαμπρ, μέσα στα έργα του οποίου ο κ. Μπαλτάς βλέπει τον... Σπινόζα και ο πρωθυπουργός μια ευκαιρία ώστε «η Ελλάδα να βρεθεί στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού και διεθνούς ενδιαφέροντος», των μπίζνες της «πολιτιστικής βιομηχανίας».
Το έργο του οποίου μας καλεί, όπως γράφει, η «Αυγή» να στρέψουμε «το ενδιαφέρον (...) στο "άλογο", στο ανεξήγητο, στη γλώσσα που σωπαίνει ή γίνεται κραυγή» («Αυγή»). Αλλά και όπως δήλωσε ο ίδιος ο καλλιτέχνης, να σκεφτούμε σαν «εθνική ομάδα» και να «γεφυρώσουμε τα όρια», να αφήσουμε δηλαδή πίσω όχι τις εθνικές, πολιτιστικές και γλωσσικές διαφορές που επικαλέστηκε, αλλά τις ταξικές μας διαφορές, μπαίνοντας κάτω απ' τις σημαίες της αστικής τάξης. Αφήνοντας πίσω όλα εκείνα που κάνουν αδύνατο «να μοιραστούμε τη σκηνή», όχι μόνο του θεάτρου, αλλά όλης της κοινωνίας. Και απ' αυτή την άποψη, το κάλεσμά του είναι όντως ένα κάλεσμα για να «πασχίσουμε για το ασύλληπτο και το ανέφικτο».
Αυτά τα μηνύματα του έργου του ο κ. Φαμπρ τα περιφέρει χρόνια τώρα στις ακριβοπληρωμένες πασαρέλες της ευρωενωσιακής «πολιτιστικής βιομηχανίας», συνήθως με «μεταμοντέρνο» περιτύλιγμα από ιπτάμενες γάτες, ωμά συκώτια, αίμα, σπέρμα και άλλα υλικά με τα οποία ο κ. Φαμπρ και οι συν αυτών τάχα «προκαλούν» την εξουσία, τόσο που εκείνη δεν παραλείπει να τους ταΐζει τακτικά με τα γνωστά κονδύλια των επιχειρηματικών ομίλων και της ΕΕ, για να εξοικειώνουν τον κόσμο με τη σάπια τέχνη της σάπιας κοινωνίας τους.
Γι' αυτό και ο πρωθυπουργός δεν παρέλειψε να μιλήσει για την ανάγκη ο Φαμπρ «να βοηθήσει τους Ελληνες καλλιτέχνες», προφανώς να του μοιάσουν. Γι' αυτό και στήνονται οι «ακαδημίες» εκπαίδευσης νέων καλλιτεχνών, που όπως ειπώθηκε, «θα πάρουν τη σκυτάλη» μετά το τέλος της τετραετίας, για να περιφέρουν την αθλιότητα της αστικής τέχνης στους επόμενους και για να θυμίζουν στους υπόλοιπους που δε δέχονται ένα τέτοιο ρόλο την έκκληση του Μπρεχτ «στους νέους ζωγράφους», που όπως έλεγε, βόσκουν στο «μικρό λιβάδι» της αστικής τέχνης «που δεν φυτρώνει πια χορτάρι»:
«Για εκατοντάδες χρόνια απεικονίζατε τις συνήθειες εκείνων που ζωγραφίζατε. Η τελευταία σας μόδα ήταν: να ζωγραφίζετε τις δικές σας συνήθειες (τα αποτελέσματα στάθηκαν αποδοτικά για το γιατρό και το μαζοχιστή!). Σας συμβουλεύω: ζωγραφίζετε τις συνήθειες εκείνων που πρέπει να δουν τους πίνακές σας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου