Σχέσεις κοινών συμφερόντων των καπιταλιστών αλλά και ανταγωνισμού
Ενδεικτικό το πρόσφατο ταξίδι του Ερντογάν και οι συναντήσεις του με την αμερικανική ηγεσία και επιχειρηματίες
Ο Ερντογάν ξεκίνησε την επίσκεψή του στις 30/3, με ομιλία σε επιχειρηματίες των ΗΠΑ, προβάλλοντας τη χώρα του ως προορισμό ασφαλών επενδύσεων, με ευνοϊκή νομοθεσία και ανταγωνιστικό περιβάλλον. Στη συνάντηση συμμετείχαν μάνατζερς από μεγάλα μονοπωλιακά συγκροτήματα όπως η «Lockheed Martin», η «Procter & Gample», η «Βoeing», η «Citygroup», η «Coca Cola» και πολλά άλλα. Τους κάλεσε να επενδύσουν πιο μαζικά και να αναπτύξουν συνεργασίες με τουρκικές επιχειρήσεις. Τόνισε, μάλιστα, ότι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΠΑ έφτασαν τα 17,5 δισ. δολάρια, όταν αντίστοιχα με χώρες της ΕΕ είναι στα 150 δισ. δολάρια, γεγονός που χρησιμοποίησε για να δείξει τις μεγάλες δυνατότητες που υπάρχουν. Μάλιστα, είπε στους επιχειρηματίες να μη φοβηθούν την περιοχή παρά τα προβλήματα που έχει, γιατί «η κυβέρνησή του δεν θα επιτρέψει στην τρομοκρατία να καταστρέψει τη δημοκρατία και τη δημόσια τάξη».
Η αναφορά αυτή ήταν μια έμμεση επισήμανση ότι δήθεν θα αντιμετωπίσει το ίδιο το «Ισλαμικό Κράτος» (που συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία του στη Συρία και το Ιράκ) και το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) και τις «σύμμαχες δυνάμεις του στη Βόρεια Συρία».
Συγκλίσεις και αποκλίσεις
Στην συνάντηση στις 31/3 με τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν,
υπήρξε μια εφ' όλης της ύλης συζήτηση και ανασκόπηση των διμερών
σχέσεων, όπου συμμετείχαν από την πλευρά των ΗΠΑ ο αναπληρωτής υπουργός
Εξωτερικών, Αντονι Μπλίνκεν, η υφυπουργός Βικτόρια Νούλαντ και αρμόδια για ζητήματα Ευρασίας και ο Μπρετ Μακ Γκουρκ,
ειδικός προεδρικός απεσταλμένος υποτίθεται για την καταπολέμηση του
«Ισλαμικού Κράτους». Από τουρκικής πλευράς συμμετείχαν ο υπουργός
Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο υφυπουργός Εξωτερικών, Φεριντούν Σινιρλίογλου, ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών (ΜΙΤ), Χακάν Φιντάν κι ο εκπρόσωπος Τύπου της τουρκικής προεδρίας, Ιμπραήμ Καλίν.Οπως ήταν φυσικό, στη συζήτηση κυριάρχησε η πορεία του πολέμου στη Συρία, που από κοινού ξεκίνησαν και οι δύο αστικές τάξεις μαζί με άλλες δυνάμεις, επεμβαίνοντας με πρόσχημα τα δημοκρατικά δικαιώματα και την αντίθεση στην κυβέρνηση του Μπασάρ Ασαντ (που τα προηγούμενα χρόνια συνεργάζονταν), επέμβαση που οδήγησε μέσα από την ενίσχυση της «αντιπολίτευσης» στη διόγκωση της εγκληματικής οργάνωσης των τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους». Οι δύο πλευρές εμφανίστηκαν τώρα να δηλώνουν τη δέσμευσή τους για την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας του ΙΚ», ενώ ο Μπάιντεν εξέφρασε και τη συμπαράστασή του για τις πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις στην Αγκυρα. Το σημείο που εκφράστηκε απόκλιση εκτιμήσεων ήταν σχετικά με το ρόλο των Κούρδων στη Συρία. Η Τουρκία θεωρεί τους Κούρδους της Συρίας (Δημοκρατικό Κόμμα Ενωσης - PYD και τις ένοπλες Μονάδες Προστασίας του λαού - YPG) τρομοκράτες και παρακλάδι του ΡΚΚ, αλλά και συμμάχους του καθεστώτος Ασαντ και της Ρωσίας, ενώ οι ΗΠΑ τους αντιμετωπίζουν ως τουλάχιστον προσωρινούς «συμμάχους» στη Βόρεια Συρία, υποτίθεται για την αντιμετώπιση του «Ισλαμικού Κράτους». Επίσης, έγινε γνωστό ότι εκφράστηκε δυσαρέσκεια της Τουρκίας για τη συμμετοχή που είχε ο Μπερτ Μακ Γκουρκ, ο ειδικός προεδρικός απεσταλμένος για την «καταπολέμηση του ΙΚ», σε συνάντηση με στελέχη του PYD και του YPG, καθώς και ενός πρώην μέλους του ΡΚΚ, όπως γράφτηκε στη φιλοκυβερνητική τουρκική εφημερίδα «Σαμπάχ».
Παράλληλα, η μεγαλύτερη ανησυχία της κυβέρνησης Ερντογάν και της τουρκικής αστικής τάξης είναι η επιδίωξη αυτών των Κούρδων να δημιουργήσουν αυτόνομο κουρδικό κράτος εντός της Συρίας, στα σύνορα με την Τουρκία, πράγμα που θα συμπαρασύρει εξελίξεις στη νοτιοανατολική Τουρκία και τους εκεί κουρδικούς πληθυσμούς.
Ο Ερντογάν, μάλιστα, είπε ότι δεν «υπάρχουν καλοί και κακοί τρομοκράτες» και επέκρινε τις ΗΠΑ αλλά και τους συμμάχους της ΕΕ ότι αντιμετωπίζουν τους Κούρδους ευνοϊκά. Είναι φανερό ότι επιχείρησε να αποσπάσει κατηγορηματική αντίθεση στη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, κάτι που δεν πέτυχε, καθώς προφανώς τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή «ζυγίζονται» παίρνοντας υπόψιν πολλούς παράγοντες.
Το ίδιο κλίμα κατανόησης, αλληλοεκτίμησης αλλά όχι πλήρους ταύτισης επαναλήφθηκε και στη συνάντηση που είχε ο Ερντογάν με τον Αμερικανό Πρόεδρο, Μπαράκ Ομπάμα, στο Λευκό Οίκο (που πραγματοποιήθηκε, αν και όπως ειπώθηκε, δεν είχε προγραμματιστεί), στο περιθώριο της «Διάσκεψης για την πυρηνική ασφάλεια». Στη συνάντηση αυτή, ο Ομπάμα επανέλαβε τη δέσμευσή του να δώσει στήριξη για την ασφάλεια της Τουρκίας (όπως έγινε μετά το επεισόδιο με την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού από τουρκικά μαχητικά στα σύνορα με την Τουρκία) όπως και για την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας του ΙΚ». Συμπλήρωσε, επίσης, ότι οι δύο χώρες μπορούν να συμβάλουν στην «περιφερειακή ασφάλεια» και στην αντιμετώπιση του «προσφυγικού κύματος», αυτού που η δική τους επέμβαση έχει διογκώσει, με τα εκατομμύρια τους ξεριζωμένους στην Τουρκία, στο Λίβανο και την Ιορδανία, που πολλοί από αυτούς επιχειρούν το επικίνδυνο πέρασμα στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Ταυτόχρονα, ο Αμερικάνος Πρόεδρος εξέφρασε τα συλλυπητήριά του για εκείνους που σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν στην τρομοκρατική επίθεση στο Ντιγιάρμπακιρ στις 31/3.
Στόχος η ανάδειξη των δυνατοτήτων της τουρκικής αστικής τάξης
Ο
Ερντογάν αξιοποίησε την παρουσία του στις ΗΠΑ για να εμφανίσει τη χώρα
του ως δήθεν παράγοντα ειρήνης στην περιοχή. Μιλώντας στο «Ινστιτούτο
Μπρούκινγκς» (το υποτίθεται μη κυβερνητικό ερευνητικό κέντρο κοντά στους
Δημοκρατικούς, όπου είχε δώσει τα διαπιστευτήριά του και ο δικός μας
...Αλέξης Τσίπρας), εκτός από τη Συρία αναφέρθηκε και στο Παλαιστινιακό
και το Κυπριακό, που δήθεν ενδιαφέρεται να λυθούν για το καλό όλων των
λαών, ενώ στην ουσία θέλει να ανοίξουν δρόμοι για τους καπιταλιστές ώστε
να εκμεταλλευτούν τον πλούτο και τους εργαζόμενους των χωρών.Χαρακτηριστικά, μιλώντας για το Κυπριακό, ο Ερντογάν ισχυρίστηκε ότι η Τουρκία είναι η «μητέρα πατρίδα των Τουρκοκυπρίων» και ότι είναι μία από τις εγγυήτριες δυνάμεις στην Κύπρο. Επίσης, ότι είναι αποφασισμένη να διασφαλίσει μία διαρκή και δίκαιη διευθέτηση στο κυπριακό πρόβλημα και μέσα στο 2016, προβάλλοντας τι άλλο;.. τις σημαντικές επιχειρηματικές ευκαιρίες και πρωτίστως την αξιοποίηση του ενεργειακού πλούτου. Ταυτόχρονα, μίλησε για το «υδάτινο σχέδιο ειρήνης», αναφερόμενος στη μεταφορά νερού από την Τουρκία, από τον περασμένο Οκτώβρη, στα κατεχόμενα εδάφη του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους.
Απαντώντας σε ερώτηση για το ζήτημα των διώξεων δημοσιογράφων, τη συνέδεσε με τη «δράση διάφορων τρομοκρατικών οργανώσεων», συμπεριλαμβανομένων των Κούρδων αλλά και του λεγόμενου κινήματος «χιζμέτ» του πρώην συμμάχου του, ιμάμη επιχειρηματία και τώρα σφοδρού πολέμιού του, Φετουλάχ Γκιουλέν, που δραστηριοποιείται στις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, ισχυρίστηκε ότι «αυτοί που φωνάζουν εναντίον της Τουρκίας έξω από το κτίριο (εκείνη την ώρα υπήρχε μια διαδήλωση Κούρδων και αντίπαλων της πολιτικής της τουρκικής κυβέρνησης), αλλά και πολλοί σύμμαχοι δεν έχουν ιδέα τι συμβαίνει στην Τουρκία». Ετσι, κάλεσε «τα έθνη να έχουν μια κοινή στάση κατά της τρομοκρατίας» και σημείωσε με νόημα ότι «πολλά από τα κράτη - μέλη της ΕΕ φαίνεται να έχουν αποτύχει να αποδίδουν σημασία σε αυτή μας την πρόσκληση για δράση».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο φιλοκυβερνητικό Τύπο οι σχολιασμοί για τα αποτελέσματα στο ταξίδι του Ερντογάν, πέρα από τα εγκώμια στον ηγέτη, επικεντρώνονται στην προσπάθεια που έκανε «να δώσει την πραγματική εικόνα της Τουρκίας, που πρέπει να εκτιμηθεί ως σημαντικός παράγοντας που μπορεί να συμβάλει στη σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας».
Χαρακτηριστικό το άρθρο του Τσεμίλ Ερτέμ στη «Σαμπάχ», που επισημαίνει ανάμεσα σε άλλα ότι «η σταθερότητα σε κεντρικές χώρες όπως η Τουρκία είναι επίσης σταθερότητα για τις ΗΠΑ». Και εξηγεί ότι «δεν θεωρώ ότι οι ΗΠΑ και η Ρωσία θα μείνουν στη διπολική λογική που ίσχυε την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Η πολιτική του Ρώσου Πρόεδρου Πούτιν πρέπει να είναι κάτι μη αποδεκτό για τις ΗΠΑ. Και εδώ είναι ξεκάθαρη η σημασία της Τουρκίας στην αναχαίτιση της πολιτικής του Πούτιν». Και ο αστός αναλυτής κλείνει το άρθρο του επισημαίνοντας το «μεγάλο ενδιαφέρον που έδειξαν οι αμερικανικές πολυεθνικές για τα μηνύματα του Ερντογάν, επιβεβαιώνουν ότι η Τουρκία είναι αποφασιστικός παράγοντας στην παγκόσμια οικονομία». Το αντικειμενικό, πάντως, γεγονός είναι ότι η τουρκική αστική τάξη επιχειρεί με βάση την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχύ της να κατοχυρώσει αναβαθμισμένο ρόλο στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, κάτι το οποίο μόνο νέους κινδύνους φέρνει, τόσο για το λαό της γειτονικής χώρας όσο και για την ευρύτερη περιοχή όπου οξύνεται ο ανταγωνισμός των κεφαλαιοκρατών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου