ΤΟ ΚΚ ΧΙΛΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ. ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε βασικό πυρήνα του σοσιαλδημοκρατικού πόλου εναλλαγής στην αστική διακυβέρνηση και η προβολή του στόχου της «κυβέρνησης της Αριστεράς» όπως αποτυπώθηκε και τελευταία στο ιδρυτικό του συνέδριο και η δεδηλωμένη άρνηση του ΚΚΕ να συμμετάσχει ή να την στηρίξει ξαναφέρνουν στην επικαιρότητα τη συζήτηση για τη στάση των ΚΚ απέναντι σε κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού που αυτοχαρακτηρίζονται ως «αριστερές», «αντιιμπεριαλιστικές», «αντιμονοπωλιακές».
Από ένα μεγάλο φάσμα πολιτικών δυνάμεων του οπορτουνισμού οι κυβερνήσεις αυτές προβάλλονται είτε ως καθεαυτό πολιτικός στόχος είτε ως μια εξέλιξη που μπορεί να συμβάλει στην όξυνση της ταξικής πάλης, που μπορεί να γίνει κρίκος γι’ ανατροπή στο επίπεδο της εξουσίας, εφόσον έχει τη στήριξη του εργατικού κινήματος.

Σε αυτήν την κατεύθυνση αξιοποιούνται και ιστορικά παραδείγματα. Το πιο προσφιλές παράδειγμα είναι αυτό της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας (1970-1973) υπό τον Σαλβαντόρ Αλιέντε, στην οποία συμμετείχε το ΚΚ Χιλής. Η κυβέρνηση αυτή προβάλλεται ως κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικού και αντιμονοπωλιακού προσανατολισμού που οδήγησε σε σύγκρουση με την αστική εξουσία και την αστική τάξη.
Το παράδειγμα της Χιλής χρησιμοποιείται με σκοπό να αντιπαρατεθούν με την πολιτική γραμμή του ΚΚΕ, την οποία επικρίνουν ως σεχταριστική και αριστερίστικη. Στην πραγματικότητα η πείρα της Χιλής διαψεύδει τις εκτιμήσεις τους. Επιβεβαιώνει τις θέσεις του μαρξισμού. Η κυβέρνηση και το κοινοβούλιο είναι τμήματα του αστικού κρατικού μηχανισμού. Το αστικό κράτος (το κοινοβούλιο και η κυβέρνηση ως τμήματά του) πρέπει να τσακιστεί με την επανάσταση. Γι’ αυτό καμιά «αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή» κυβέρνηση δεν μπορεί να συγκρουστεί με το κεφάλαιο και την εξουσία του, ούτε μπορεί να εκφράσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ούτε ν’ ανοίξει το δρόμο για την αλλαγή των συσχετισμών δύναμης υπέρ της εργατικής τάξης.
Η ουσία της πολιτικής γραμμής αυτών των δυνάμεων (και ανεξάρτητα από επιμέρους διακηρύξεις) στο δίλλημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» απαντάει «μεταρρύθμιση». Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο ότι επικρίνουν το ΚΚΕ ότι παραπέμπει τη λύση των λαϊκών προβλημάτων στο σοσιαλισμό.
Η ιστορία έχει δείξει ότι κυβερνήσεις που δρούσαν στο έδαφος του καπιταλισμού με τη στήριξη, συμμετοχή ή ανοχή των κομμουνιστικών κομμάτων δεν μπόρεσαν να λύσουν σε μόνιμη βάση ούτε τα οξυμένα καθημερινά προβλήματα της εργατικής τάξης (π.χ. ψωμί, στέγη, μόρφωση). Αντίθετα η ιστορία δείχνει ότι οι ονομαζόμενες παλιότερα ως «κατακτήσεις» του εργατικού κινήματος ήταν -όσον αφορά το γενικότερο χαρακτήρα τους- περισσότερο προϊόντα και ανάγκη της καπιταλιστικής ανάπτυξης, στοιχείο εκσυγχρονισμού της. Βεβαίως αυτό δεν αναιρεί την επίδραση της ταξικής πάλης στη διαμόρφωσή τους και κυρίως του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων σε συνθήκες ύπαρξης της ΕΣΣΔ. Σε κάθε περίπτωση δε βγήκαν ποτέ από τα όρια που επιβάλλει κάθε φορά η ανάγκη της διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου.
Η οπορτουνιστική αρθρογραφία που έχει αναπτυχθεί το προηγούμενο διάστημα επιχειρεί ν’ αποσυνδέσει τη συμβιβαστική στάση του ΚΚ Χιλής από τη στάση του απέναντι στην κυβέρνηση, από την ίδια του τη στρατηγική. Ν’ αναγάγει την υποχωρητικότητα και το συμβιβασμό που έδειξε το ΚΚ Χιλής μέσα στην κυβέρνηση Αλιέντε ως αποτέλεσμα λαθών τακτικής, έλλειψη αποφασιστικότητας υποτίμησης του συσχετισμού δυνάμεων κλπ. Να ένα παράδειγμα αρθρογράφου που εκφράζει μια παρόμοια λαθεμένη άποψη: «Ο σχηματισμός της κυβέρνησης Αλιέντε, τα πρώτα φιλολαϊκά μέτρα της και οι πρώτες εθνικοποιήσεις μαζί με την ένταση της αντίδρασης του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας άρχουσας τάξης διαμόρφωσαν συνθήκες επαναστατικής κατάστασης το διάστημα 1970-1973. Οπως σημείωνε ο Λένιν, επαναστατική κατάσταση υπάρχει σε μία χώρα όταν η κυρίαρχη τάξη δεν μπορεί να συνεχίσει να κυβερνά όπως πριν, ενώ οι καταπιεζόμενες τάξεις δεν μπορούν να συνεχίζουν να ζουν όπως μέχρι σήμερα. Είναι φανερό ότι αυτό συνέβαινε στη Χιλή. Ακόμη περισσότερο, το λαϊκό κίνημα που οδήγησε στο σχηματισμό της κυβέρνησης της “Λαϊκής Ενότητας” και η πολιτική που η τελευταία ακολούθησε συνιστούσαν την έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας. Αλλά μόνο την έναρξη. Τελικά η “Λαϊκή Ενότητα” δεν τόλμησε να επιλύσει το ζήτημα της εξουσίας που είχε τεθεί επί τάπητος»1.
Η γραμμή όμως του λεγκαλισμού, της πάση θυσία προσήλωσης στο δημοκρατικό, νόμιμο, συνταγματικό δρόμο που είχε διαλέξει το ΚΚ Χιλής δεν είναι τυχαία. Η διαγωγή αυτή του ΚΚ Χιλής δεν είναι άσχετη από τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει το ΚΚ Χιλής εισερχόμενο σε μια κυβέρνηση αστικού χαρακτήρα και πρώτ’ απ’ όλα από το πρόγραμμα της «λαϊκής ενότητας» με το οποίο ανέλαβε τη διακυβέρνηση, πρόγραμμα το οποίο κινούνταν σταθερά μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Είναι δηλαδή η συμμετοχή του στη «λαϊκή» (αστική στην ουσία) κυβέρνηση του Σαλβαντόρ Αλιέντε που επέβαλε από τα πράγματα μια τέτοια συμβιβαστική στάση. Γιατί είναι αυταπάτη ότι το ΚΚ Χιλής θα μπορούσε να κάνει αλλιώς ενόσω είχε αυτήν τη στρατηγική, που την υλοποιούσε έμπρακτα με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση της «λαϊκής ενότητας».
Η πείρα άλλωστε της Οκτωβριανής Επανάστασης δείχνει ότι οι μπολσεβίκοι δε θα μπορούσαν να θέσουν ζήτημα εξουσίας αν έμεναν εγκλωβισμένοι στην προγενέστερη γραμμή της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» και δεν προχωρούσαν σε περαιτέρω επεξεργασία (όπως και έκαναν τον Απρίλη του 1917) ή ακόμα περισσότερο αν δέχονταν να συμμετάσχουν στην προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση όπως και πρότειναν πολλοί μπολσεβίκοι που εκείνη την περίοδο είχαν συσπειρωθεί γύρω από την «Πράβντα» και υποστήριζαν την παλιότερη γραμμή των «δύο τακτικών».
Η πείρα της Χιλής, όπως θα δούμε, δείχνει το αντίθετο, ότι η λαθεμένη στρατηγική των σταδίων και του ειρηνικού, κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό που ακολουθούσε το ΚΚ Χιλής καθόρισε τελικά και τη λεγκαλιστική, μη συγκρουσιακή με το αστικό κράτος στάση του. Με άλλα λόγια, η ίδια η επιλογή συμμετοχής του σε μια κυβέρνηση αστική επέβαλε αντικειμενικά αυτήν τη στάση.
Η όλη πολιτική της «Λαϊκής Ενότητας» στη Χιλή και γενικότερα η εξιδανίκευση του Προέδρου Σαλβαντόρ Αλιέντε αξιοποιήθηκε την εποχή εκείνη στη Λατινική Αμερική, αλλά και στην Ευρώπη, για να καλλιεργηθούν αυταπάτες για την υποτιθέμενη ύπαρξη ενός άλλου δημοκρατικού και ειρηνικού δρόμου για το σοσιαλισμό, σε αντίθεση με την πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα έβγαλε λαθεμένα συμπεράσματα από την ήττα του λαϊκού κινήματος στην Χιλή. Αντί να γίνει χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι είναι αδύνατο ν’ ανοίξει δρόμος προς το σοσιαλισμό μέσα από τη συμμαχία με ένα τμήμα της αστικής τάξης, μέσα από τη διεκδίκηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ότι αυτή η γραμμή οδηγεί στον εγκλωβισμό, τη χειραγώγηση και τελικά στον αφοπλισμό του εργατικού κινήματος, το συμπέρασμα ήταν ότι η κυβέρνηση Αλιέντε πήγε πολύ πιο μακριά απ’ ό,τι θα έπρεπε, ότι τρόμαξε τους οπαδούς αστικών κομμάτων κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για το πραξικόπημα. Το παράδειγμα της Χιλής αξιοποιήθηκε από το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα και ιδιαίτερα από το ΚΚ Ιταλίας για να θεμελιωθεί η ανάγκη του «ιστορικού συμβιβασμού», δηλαδή της συμμαχίας του ΚΚ με τα «δημοκρατικά» αστικά κόμματα (Χριστιανοδημοκράτες) στο όνομα της αντιμετώπισης του φασισμού. Στην Ελλάδα αυτή η γραμμή εκφράστηκε το 1974 με τη γραμμή της Εθνικής Δημοκρατικής Αντιδικτατορικής Ενότητας (ΕΔΑΕ) του «ΚΚΕ Εσωτ.», τη συνεργασία δηλαδή με τη ΝΔ απέναντι στο ενδεχόμενο ενός νέου πραξικοπήματος.
Η εικόνα που προβαλλόταν ήταν ο ειρηνικός μετασχηματισμός των παλιών δομών, χρησιμοποιώντας ή μετατρέποντας τους υπάρχοντες νομικούς, διοικητικούς, στρατιωτικούς και πολιτικούς θεσμούς. Ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στην κοινοβουλευτική παράδοση της Χιλής, στη σταθερότητα του κοινοβουλευτικού συστήματος, σε αντίθεση με άλλα κράτη της Λατινικής Αμερικής που βίωναν μακρόχρονες δικτατορίες. Επίσης έδιναν έμφαση στη συνταγματική αναφορά ότι ο στρατός δεν εμπλέκεται στις πολιτικές εξελίξεις, σε αντίθεση πάλι με το συνταγματικά αναγνωρισμένο ρόλο του στρατού σε άλλα λατινοαμερικανικά κράτη ως θεματοφύλακα της αστικής εξουσίας. Τα παραπάνω υποστήριζαν ότι παρείχαν τη βάση για μια τέτοια ειρηνική αλλαγή. Η στρατηγική πίσω από την ηγεσία του Αλιέντε ήταν ότι η μετάβαση στο σοσιαλισμό θα ήταν μια πορεία βήμα προς βήμα. Υποστηριζόταν ότι, έχοντας αποκτήσει «μέρος» της εξουσίας, η «Αριστερά» θ’ αποκτούσε σιγά-σιγά και το υπόλοιπο μέρος, μετασχηματίζοντας τελικά την κυβερνητική εξουσία σε πραγματική εξουσία του λαού. Η ιστορική πείρα βέβαια για άλλη μια φορά έδειξε διαφορετικά. Αποδείχτηκε ότι οι νομοτέλειες της ταξικής πάλης δεν μπορούν να παρακαμφθούν, ότι η ταξική πάλη διεξάγεται αντικειμενικά ανεξάρτητα από τη θέληση ή την ωριμότητα της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, του ΚΚ. Η αστική τάξη της Χιλής επένδυσε τόσο στην προσπάθεια ενσωμάτωσης του ΚΚ Χιλής μέσω της συμμετοχής στην αστική κυβέρνηση όσο και στην άμεση βίαιη αντιμετώπισή του, ειδικά σε συνθήκες που διεξάγεται διαπάλη μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού σε διεθνές επίπεδο. Σε αυτές τις συνθήκες αποδείχτηκε για άλλη μια φορά, όπως συνέβη και στην Ιταλία, ότι, ακόμα κι αν τα ΚΚ έχουν λαθεμένη οπορτουνιστική γραμμή, δεν αποσπούν με ευκολία την ανοχή ή στήριξη τμημάτων της αστικής τάξης· έτσι εμποδιζόταν η συμμετοχή σε κυβέρνηση του ευρωκομμουνιστικού Ιταλικού ΚΚ ακόμα και όταν είχε αποκηρύξει την ΕΣΣΔ και διαβεβαίωνε ότι δεν είχε ως στόχο ούτε καν την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ. Ετσι οι Χιλιανοί κομμουνιστές πλήρωσαν με βαρύ φόρο αίματος την ανατροπή της κυβέρνησης Αλιέντε από το πραξικόπημα του Α. Πινοσέτ, έχοντας οι ίδιοι συμβάλει με τη στάση και τη γραμμή τους στην καλλιέργεια αυταπατών για την αστική εξουσία στην Χιλή, για τμήματα της αστικής τάξης, για τη δυνατότητα μετεξέλιξης του αστικού κράτους σε λαϊκή εξουσία, στον αποπροσανατολισμό από κάθε προσπάθεια οργάνωσης της επαναστατικής πάλης.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΚ ΧΙΛΗΣ

Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (Partido Obrero Socialista) ιδρύθηκε το 1912 κάτω από την επίδραση και υπό την αιγίδα του Λουίς Εμίλιο Ρεκαμπερέν, παλιού αναρχικού τυπογράφου εργάτη. Υστερα από την Οκτωβριανή Επανάσταση, στο συνέδριο του 1922 μετονομάστηκε σε ΚΚ και προσχωρεί στην Κομμουνιστική Διεθνή. Την περίοδο 1925-1935 τέθηκε εκτός νόμου.
Στο 8ο Συνέδριό του (1927) το ΚΚ Χιλής διακήρυττε: «Το Κόμμα προοδευτικά θα συντονίζει την μπολσεβικοποίησή του. Οι κομμουνιστές δεν μπαίνουν στη βουλή για να στερεώσουν το καπιταλιστικό καθεστώς, μα για να το γκρεμίσουν. Με το δημοκρατικό τρόπο δε θα επιτύχουμε τη χειραφέτηση του προλεταριάτου, μα με τον επαναστατικό. Η απελευθέρωσή του δε γίνεται στη βουλή, αλλά στα σοβιέτ»2.
Ωστόσο το ΚΚ Χιλής στη συνέχεια ακολούθησε την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου για την αντιμετώπιση του φασισμού που υιοθέτησε η ΚΔ στο 7ο Συνέδριό της (1935). Τα ΚΚ συνεργάστηκαν με σοσιαλδημοκρατικές και άλλες αστικές δυνάμεις που θεωρούνταν «δημοκρατικές», σε αντιπαράθεση με τις φασιστικές, και συμμετείχαν σε κυβερνήσεις στη Γαλλία, την Ισπανία (όσον αφορά την Ευρώπη) στο Μεξικό και τη Χιλή (όσον αφορά τη Λατινική Αμερική). Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής γραμμής, μια σειρά ΚΚ της Λατινικής Αμερικής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου υποστήριξαν κυβερνήσεις που θεωρούνταν ως «αντιφασιστικές», π.χ. του δικτάτορα Σομόζα στη Νικαράγουα, του -μετέπειτα δικτάτορα- Μπατίστα στην Κούβα. Εκείνη την περίοδο (1943-1945) το ΚΚ Χιλής θεωρείται (όπως και άλλα ΚΚ της Λ. Αμερικής) ότι βρέθηκε υπό την επήρεια της γραμμής Μπράουντερ. Ο Μπράουντερ, που ήταν Γενικός Γραμματέας του ΚΚ ΗΠΑ, υποστήριζε ότι ύστερα από τη νίκη κατά του φασισμού πρέπει να γίνει μια συμφωνία μεταξύ των νικητριών δημοκρατικών καπιταλιστικών χωρών από τη μια και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου από την άλλη. Σύμφωνα με τον Μπράουντερ, αυτό μπορούσε να φέρει ουσιαστική βελτίωση στις συνθήκες ζωής των μαζών, ταχεία εκβιομηχάνιση, καθώς και μια μακριά περίοδο ειρήνης, που θα κάνει δυνατό τον ειρηνικό μετασχηματισμό του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό.
Οπως φάνηκε στη συνέχεια, δεν ήταν απλώς η επιρροή της γραμμής του Μπράουντερ -η οποία καταδικάστηκε από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα το 1945- που οδήγησε το ΚΚ Χιλής να στηρίζει αστικές κυβερνήσεις. Η αντίληψη του διαχωρισμού της αστικής τάξης σε φασιστική και μη είχε βαθιά επίδραση για δεκαετίες στα ΚΚ. Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει το μέλος της Πολιτικής Επιτροπής και της Γραμματείας του ΚΚ Χιλής Ορλάντο Μίλιας, εκτιμώντας πολλά χρόνια αργότερα το ρόλο που έπαιξε η «δημοκρατική» πτέρυγα της αστικής τάξης στον αγώνα κατά του φασισμού: «Σήμερα, ορισμένοι από τους συνεργούς του φασισμού παρουσιάζονται σα δημοκράτες, παραμένουν όμως, όπως και πριν, αντικομμουνιστές. Κάνοντας διάκριση από αυτούς, πρέπει να αναγνωρίσουμε τις υπηρεσίες εκείνων που, αν και καθοδηγούμενοι από διαφορετικές ιδεολογίες, συνέβαλαν στην επιτυχία του αγώνα της αντιχιτλερικής συμμαχίας... Οι λαοί εκφράζουν ευγνωμοσύνη στον Ρούζβελτ, στον Ντε Γκολ, σε όλους τους κρατικούς παράγοντες που μπόρεσαν να σταθούν πάνω από τις προκαταλήψεις, στο όνομα του υπέρτατου χρέους, να ταχθούν ενάντια στο φασισμό και να πάρουν μέρος στη συντριβή του. Στην ήπειρό μας, ανάλογη θέση πήραν πολλοί πολιτικοί ηγέτες και εκπρόσωποι κυβερνήσεων»3.
Στη Χιλή το «Λαϊκό Μέτωπο» δημιουργήθηκε το 1936. Το 1938 υποδεικνύεται ως υποψήφιος του «Λαϊκού Μετώπου» για την προεδρική εκλογή εκείνου του χρόνου ο καθηγητής Πέντρο Αγκίρε Θέρντα, μέλος του Ριζοσπαστικού Κόμματος. Τον Αγκίρε Θέρντα τον υποστήριζαν το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Ριζοσπαστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Δημοκρατικό Κόμμα και διάφορες ομάδες οπαδών του στρατηγού Ιμπάνιεθ. Ο Ιμπάνιεθ ήταν γνωστός για τα κατασταλτικά μέτρα που πήρε ενάντια στο λαϊκό κίνημα. Η διακυβέρνησή του έμεινε γνωστή ως «Δικτατορία Ιμπάνιεθ 1927-1931». Το «Λαϊκό Μέτωπο» στη Χιλή υποστηρίχτηκε επίσης από το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα και από το κίνημα των Μαπούτσε4.
Η κυβέρνηση του «Λαϊκού Μετώπου» στη Χιλή αναδείχτηκε την ίδια χρονιά το 1938 και έπεσε το 1941, χρονιά όπου διαλύθηκε και το «Λαϊκό Μέτωπο». Η κυβέρνηση αυτή δεν τράβηξε την ταξική πάλη προς τα εμπρός, αλλά λειτούργησε ως «προστάτης της αστικής δημοκρατίας» στο όνομα της απόκρουσης του φασιστικού κινδύνου.
Ο ίδιος ο Σαλβαντόρ Αλιέντε ήταν ένας από τους υπουργούς του Πέντρο Αγκίρε Θέρντα. Σε συνέντευξη που έδωσε στον Ρεζί Ντεμπρέ, ερωτηθείς για την υποτιθέμενη αποτυχία του «Λαϊκού Μετώπου» και της κυβέρνησης Αγκίρε Θέρντα, απαντάει αντικειμενικά:
«Ντεμπρέ: Λοιπόν! Αυτό που δεν πέτυχε είταν η πολιτική μιας συμβιβαστικής συνεργασίας, θεμελιωμένης σε απλούς εκλογικούς συνδυασμούς ανάμεσα σε εργατικά και σε αστικοδημοκρατικά κόμματα. Πώς, σύντροφε πρόεδρε, μπορείτε να βεβαιωθείτε ότι οι αποτυχίες στο παρελθόν δε θα επαναληφθούν σήμερα στα 1971 στη Χιλή;
Σαλβαντόρ Αλιέντε: Πρώτα-πρώτα υποστηρίζω, Ρεζί, ότι το Χιλιανό Λαϊκό Μέτωπο δεν απότυχε, για έναν απλούστατο λόγο: Γιατί το Λαϊκό Χιλιανό Μέτωπο δεν είχε σκοπό του τον επαναστατικό μετασχηματισμό της Χιλής. Ο Θέρντα παρουσίασε ένα πρόγραμμα που έλεγε: “Ψωμί, στέγη, ρούχα”... Με άλλα λόγια, ένα ουμανιστικό πρόγραμμα και όχι ένα πρόγραμμα με σοσιαλιστικό και επαναστατικό περιεχόμενο. Οποιος σκέφτεται ότι ο Θέρντα ήταν επαναστάτης πρέπει λογικά να συμπεράνει πως απότυχε...»5.
Βεβαίως η κυβέρνηση Πέντρο Αγκίρε Θέρντα τελικά δεν μπόρεσε να λύσει ούτε τα προβλήματα που επικαλέστηκε ότι θα έλυνε (ψωμί, στέγη, ρούχα), γιατί εν τέλει η οριστική και ουσιαστική επίλυσή τους δεν μπορεί ν’ αποσπαστεί από το ζήτημα «ποια τάξη έχει την εξουσία» και «ποιος είναι ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής».
Το 1942 επαναλήφθηκαν εκλογές και το ΚΚ Χιλής έδωσε την υποστήριξή του στον Χουάν Αντόνιο Ρίος (ο οποίος και κέρδισε) από κοινού με το Σοσιαλιστικό, το Ριζοσπαστικό, το Δημοκρατικό Κόμμα κ.ά. Ο Χουάν Αντόνιο Ρίος είχε υποσχεθεί «ουδετερότητα» στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ωστόσο, επειδή όταν αυτός αναδείχτηκε στη διακυβέρνηση αρνήθηκε να διακόψει διπλωματικές σχέσεις με τις δυνάμεις του Αξονα, το ΚΚ Χιλής απέσυρε την υποστήριξή του.
Μετά από τον πόλεμο το ΚΚ Χιλής στήριξε από κοινού με το Ριζοσπαστικό Κόμμα το 1946 την υποψηφιότητα για την Προεδρία του Γκαμπριέλ Γκονθάλεθ Βιντέλα (Ριζοσπαστικό Κόμμα), ο οποίος και κέρδισε τις εκλογές διατηρώντας τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας στα χρόνια 1946-1952. Μάλιστα το ΚΚ Χιλής πήρε μέρος στην αστική κυβέρνηση Βιντέλα για ένα χρόνο με τρεις υπουργούς.6
Ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚ Χιλής έλεγε ύστερα από την είσοδο του ΚΚ Χιλής στην κυβέρνηση: «Η εργατική τάξη κατανοεί τις ευθύνες της σαν ηγέτιδα δύναμη απέναντι στην κυβέρνηση. Οι εργάτες έχουν με ενθουσιασμό ανταποκριθεί στο κάλεσμα του ΚΚ για να αυξηθεί η παραγωγή και για να λύσουν τα προβλήματά τους και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους κάνοντας πλήρη χρήση των αναγκαίων διαδικασιών και αποφασίζοντας να καταφύγουν σε απεργία μόνο σαν ένα εξαιρετικό μέτρο». Την ίδια περίοδο σε αναφορά του το ΚΚ Χιλής έλεγε: «Αντιμέτωποι με το άμεσο καθήκον της συνεργασίας με την κυβέρνηση στον αγώνα για την αύξηση της παραγωγής, η Συνομοσπονδία Χιλιανών Εργατών και το κόμμα μας έχουν πανηγυρικά δηλώσει ότι -χωρίς να παραιτούνται από το ιερό δικαίωμα της απεργίας- αυτή θα χρησιμοποιηθεί μόνο σαν τελευταίο καταφύγιο, όταν όλα τα άλλα μέσα για να επιτευχθεί συμφωνία με τους εργοδότες και τις επιχειρήσεις έχουν εξαντληθεί». Ενώ το στέλεχος του ΚΚ Χιλής Galo Gonzales έλεγε: «Το κόμμα θα πραγματοποιήσει όλες τις δυνατές προσπάθειες για να εξασφαλίσει ότι οι εργασιακές συγκρούσεις θα επιλυθούν με αρμονία ανάμεσα στους εργοδότες και τους εργάτες».7
Ωστόσο, παρόλο που το ΚΚ Χιλής συμμετείχε στην κυβέρνηση, ο Βιντέλα δε δυσκολεύτηκε να σπάσει τη συμμαχία με το ΚΚ και να δημοσιεύσει το Νόμο περί Προστασίας της Δημοκρατίας. Με βάση αυτόν τον νόμο εξαπολύθηκε ένας από τους πιο άγριους διωγμούς των μελών και στελεχών του ΚΚ Χιλής. Ο νόμος αυτός της κυβέρνησης Βιντέλα (που εκλέχτηκε με τις ψήφους του ΚΚ Χιλής) έμεινε γνωστός ως ο «Καταραμένος Νόμος», με βάση τον οποίο οι κομμουνιστές τέθηκαν εκτός νόμου, χιλιάδες συλλήφθηκαν, φυλακίστηκαν, στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Οι εμπειρίες συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία όμως δε σταματάνε εδώ. Το 1952 το ΚΚ Χιλής υποστηρίζει την προεδρική υποψηφιότητα του Σαλβαντόρ Αλιέντε, ο οποίος όμως ηττήθηκε σ’ εκείνες τις εκλογές. Νικητής των εκλογών αναδείχτηκε ο Κάρλος Ιμπάνιεθ. Μετά από τη νίκη του Ιμπάνιεθ η Πολιτική Επιτροπή του ΚΚ Χιλής διακηρύσσει: «Το Κομμουνιστικό Κόμμα διατίθεται να έχει αποφασιστική συμβολή έτσι ώστε η κυβέρνηση του Κάρλος Ιμπάνιεθ να μπορέσει να δράσει για το καλό της χώρας. Γι’ αυτό θα υποστηρίξει όλα τα πρακτικά μέτρα που αυτή η κυβέρνηση θα υιοθετήσει για το καλό του λαού και του έθνους». Υστερα από ένα χρόνο, στο «Principios», θεωρητικό όργανο της ΚΕ του ΚΚ Χιλής, αναφέρεται: «Ο στόχος μας είναι να προσπαθήσουμε να λύσουμε αρμονικά τις συγκρούσεις μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου, χρησιμοποιώντας όλα τα απαραίτητα μέσα. Και υποστηρίζουμε ότι η καταφυγή σε απεργία, ένα δικαίωμα που αναγνωρίζεται από τον Κώδικα της Εργασίας, πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο όταν όλα τα άλλα μέσα έχουν αποτύχει».8
Το 1964 το ΚΚ Χιλής συγκροτεί εκ νέου κοινό μέτωπο με τους σοσιαλδημοκράτες. Πιο συγκεκριμένα, από κοινού με το Σοσιαλιστικό Κόμμα συγκροτεί το «Επαναστατικό Μέτωπο Λαϊκής Δράσης» υποστηρίζοντας τον Αλιέντε ενάντια στον Φρέι, υποψήφιο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος που τελικά επικράτησε. Η κυβέρνηση Φρέι, μέχρι την πτώση της το 1970, προσπάθησε να προωθήσει μεταρρυθμίσεις στην αγροτική οικονομία που περιλάμβαναν ανακατανομή μεγάλου τμήματος των γαιών. Από την άλλη, η κυβέρνηση Φρέι επιδίωξε να προσελκύσει επενδύσεις από το εξωτερικό, τις ΗΠΑ και την καπιταλιστική Ευρώπη, για ν’ αναπτύξει τη χιλιανή καπιταλιστική οικονομία, ενώ επίσπευσε αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα, γεγονός που όξυνε τις ταξικές αντιθέσεις.
Το ΚΚ Χιλής τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 υποστήριζε ενεργά τις απόψεις του ειρηνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό· υποστήριζε ότι η πορεία προς το σοσιαλισμό θα περνούσε μέσα από ένα αντιιμπεριαλιστικό, αντι-ολιγαρχικό και δημοκρατικό στάδιο, ύστερα από το οποίο και στο μέτρο του δυνατού μπορούσε να βαδίσει χωρίς εμφύλιο στο σοσιαλισμό.
Χαρακτηριστικά ο ΓΓ του ΚΚ Χιλής Λουίς Κορβαλάν έλεγε: «Υποστηρίξαμε πάντα -το επαναλαμβάνουμε και σήμερα, παρόλα τα πρόσφατα γεγονότα- ότι υπάρχει στη Χιλή πραγματικά η δυνατότητα να κατευθύνουμε σε αίσιο τέλος την αντιιμπεριαλιστική και αντι-ολιγαρχική επανάσταση και να βαδίσουμε προς το σοσιαλισμό χωρίς εμφύλιο πόλεμο, όσο κι αν η πάλη των τάξεων θα είναι έντονη ασφαλώς…»9.
«Συνεχίζουμε και θα συνεχίσουμε να κρατάμε στο χέρι τη σημαία ενάντια στον εμφύλιο πόλεμο, προσπαθώντας να υπερνικήσουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το έθνος»10.
Ακόμα και μετά από το πραξικόπημα του Αουγκούστο Πινοσέτ, ο Λουίς Κορβαλάν επέμενε: «Η πείρα κάθε κόμματος ανήκει σε όλους. Αυτή συμπεριλαμβάνεται σα συστατικό μέρος στο θησαυροφυλάκιο της παγκόσμιας πείρας… Παρά το γεγονός ότι η χιλιανή επανάσταση πνίγηκε στο αίμα, εμείς θεωρούμε ότι η ήττα μας δεν αποκλείει τη δυνατότητα ειρηνικού δρόμου σε μια σειρά χώρες»11.
Για να κατανοήσουμε βέβαια τις θέσεις του ΚΚ Χιλής, αλλά και την υπερπροβολή που είχε το λεγόμενο «χιλιανό πείραμα» από το κομμουνιστικό κίνημα τη δεκαετία του 1970, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας την κατάσταση ιδεολογικοπολιτικής κρίσης που βρισκόταν εκείνη την περίοδο το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, κατάσταση που οι ρίζες της βρίσκονται πίσω στο χρόνο.
Το ΚΚΣΕ είχε διακηρύξει από το 1956 στο 20ό Συνέδριό του την ύπαρξη «ποικιλίας μορφών περάσματος στο σοσιαλισμό». Ταυτόχρονα το ΚΚΣΕ είχε κάνει άξονα της εξωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ενωσης την ειρηνική συνύπαρξη σοσιαλισμού - καπιταλισμού, πολιτική που διακηρύχτηκε εν μέρει στο 19ο και ολοκληρωμένα στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, γεγονός που από τη μια αντανακλούσε προβλήματα στη στρατηγική και την πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων, αλλά από την άλλη επιδρούσε στην αναπαραγωγή τους. Στη συνέχεια διαμορφώθηκε το ρεύμα του ευρωκομμουνισμού, που είχε ως αναφορά του (όπως γενικότερα η οπορτουνιστική πολιτική) τις εθνικές ιδιομορφίες και τις δυνατότητες του κοινοβουλευτικού ρεφορμισμού.
Πρόκειται δηλαδή για μια περίοδο που ο οπορτουνισμός έχει κυριαρχήσει στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, έχει διαβρώσει τα ΚΚ με τη λογική του ρεφορμισμού, του κοινοβουλευτισμού, της υπεράσπισης της «πατρίδας». Η μεγάλη πλειοψηφία των κομμουνιστικών κομμάτων έχουν προσχωρήσει στη στρατηγική των σταδίων, παραπέμποντας στις καλένδες την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού, για το σοσιαλισμό. Πολλά από τα κομμουνιστικά κόμματα έχουν δοκιμαστεί ήδη από το κεφάλαιο στη διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομίας μέσω της εισδοχής τους σε αστικές κυβερνήσεις, γεγονός που είχε άμεσες και μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες για το λαό και το εργατικό κίνημα. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, δεν πρέπει λοιπόν να εκπλήσσει ο εξωραϊσμός της πολιτικής της κυβέρνησης της «Λαϊκής Ενότητας» από τα κομμουνιστικά κόμματα την εποχή εκείνη.12

Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ «ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ». Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΠΟΥ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΣΑΝ.

Στις 17 Δεκέμβρη του 1969 στο Σαντιάγκο της Χιλής υπογράφηκε το βασικό πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, στο Σοσιαλιστικό κόμμα του Αλιέντε και άλλα αστικά πολιτικά κόμματα.
Πιο συγκεκριμένα, το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» υπογράφηκε από: Το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Ριζοσπαστικό Κόμμα, την Κίνηση της Ενωμένης Λαϊκής Δράσης, την Ανεξάρτητη Λαϊκή Δράση και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (PSD).
Το ισχυρότερο κόμμα της «Λαϊκής Ενότητας» ήταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Αλιέντε. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα ιδρύθηκε στις 19 Απρίλη του 1933, αν και οι ρίζες του βρίσκονται σε διάφορες μικρότερες σοσιαλιστικές οργανώσεις που είχαν στηρίξει το κίνημα του Γκρόβε και του Μάτε13. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα ισχυριζόταν ότι αποδεχόταν το μαρξισμό «ως μέθοδο ερμηνείας της πραγματικότητας» και όχι βέβαια ως «καθοδηγητική θεωρία».14 Πρόκειται για σοσιαλδημοκρατικό κόμμα αστικού χαρακτήρα, προσαρμοσμένο όμως στη λατινοαμερικανική πραγματικότητα. Οπως και άλλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, χρησιμοποιούσε εκτεταμένη «αντιιμπεριαλιστική δημαγωγία», γεγονός που του έδινε τη δυνατότητα (ιδιαίτερα σε κάποια τμήματα του κόμματος αυτού) να εμφανίζεται ως «αριστερή» πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας. Ο λαθεμένος διαχωρισμός της σοσιαλδημοκρατίας σε αριστερή και δεξιά, που κυριαρχούσε για χρόνια στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, οδηγούσε το ΚΚ Χιλής να έχει μακρόχρονη συνεργασία μαζί του, λιγότερο ή περισσότερο στενή, από τα χρόνια του Λαϊκού Μετώπου τη δεκαετία του 1930. Το κόμμα αυτό χρησιμοποιούσε επιφανειακή «αντιιμπεριαλιστική ρητορική», που ταύτιζε την αντιιμπεριαλιστική πάλη με την εναντίωση στις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, ταυτίζοντας συγκεκριμένα τον αντιιμπεριαλισμό με τον αντιαμερικανισμό. Γι’ αυτό η ρητορική αυτή συνδυαζόταν με τον απατηλό στόχο της «εθνικής απελευθέρωσης» της Χιλής. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα διαστρέβλωνε τη λενινιστική ανάλυση για το χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού ως του σύγχρονου καπιταλισμού που σαπίζει και πεθαίνει, αξιοποιώντας και αντιφάσεις, λαθεμένες ερμηνείες που κυριαρχούσαν στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
Ο ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος Σαλβαντόρ Αλιέντε σε συνέντευξή του έλεγε:
«Ντεμπρέ: Πότε συνειδητοποιήσατε το πρόβλημα του ιμπεριαλισμού; Πότε ανακαλύψατε την αντιιμπεριαλιστική σας κλίση; Οι άλλοι δεν την ανακάλυψαν ποτέ ή την ανακάλυψαν και την εγκατέλειψαν... Πότε μπήκατε στις “αντιιμπεριαλιστικές” γραμμές;
Αλιέντε: Νομίζω ότι αυτοί που διάβασαν τον Λένιν και ιδιαίτερα το “Ο ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού” κατέχουν πια τις θεωρητικές βάσεις. Αυτό το ζήτημα του ιμπεριαλισμού είναι πρωταρχικής σημασίας για τις υπανάπτυκτες χώρες και ιδιαίτερα για τη Λατινική Αμερική. Οι σοσιαλιστές κατάλαβαν ότι ο εχθρός “υπ’ αριθ. 1” είταν ο ιμπεριαλισμός. Γι’ αυτό και δώσαμε προτεραιότητα στην εθνική απελευθέρωση και συνεχίζουμε και τώρα. Στα τελευταία χρόνια, η διείσδυση και η δεσποτεία του ξένου κεφαλαίου μεγάλωσαν μέχρι σημείου που να κάνουν αόρατη την εθνική μπουρζουαζία»15.
Εδώ ο χιλιανός καπιταλισμός χαρακτηρίζεται υπανάπτυκτος με αόρατη «εθνική μπουρζουαζία». Ο ιμπεριαλισμός, από την άλλη, με την έννοια της δεσποτείας του ξένου κεφαλαίου, μετατρέπεται σε υπ’ αριθμόν 1 εχθρό. Ετσι όμως ο κύριος και βασικός εχθρός της εργατικής τάξης, που είναι η δικιά της αστική τάξη, χάνεται από το προσκήνιο και μένει στο απυρόβλητο. Η θέση αυτή του Σοσιαλιστικού Κόμματος ουσιαστικά αποτελεί «μαρξιστικό καμουφλάρισμα» διακηρύξεων, που στην πραγματικότητα εξέφραζαν επιδιώξεις τμημάτων της αστικής τάξης για επαναδιαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ, οι οποίες είχαν κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή της Λατινικής Αμερικής.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα αντιμετωπιζόταν από το ΚΚ Χιλής ως σύμμαχο κόμμα, έχει όμως αξία να δούμε την τοποθέτηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος σε σχέση με το ΚΚ. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα από την ίδρυσή του είχε σκοπό ν’ αντιμετωπίσει τον επονομαζόμενο από τη σοσιαλιστική ηγεσία «σεχταρισμό» του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής. Είναι χαρακτηριστικό τι λέει ο ίδιος ο Σαλβαντόρ Αλιέντε σε συνέντευξή του στον Ρεζί Ντεμπρέ:
«Αλιέντε: Πραγματικά, όταν ιδρύσαμε το Σ.Κ., το Κομμουνιστικό Κόμμα υπήρχε, αλλά αναλύσαμε τη χιλιανή πραγματικότητα και σκεφτήκαμε ότι υπήρχε θέση για ένα κόμμα που, παρόλο που έχει ομοιογενή φιλοσοφική και δογματική σκέψη, μια μέθοδο για το μαρξισμό για την εξήγηση της ιστορίας, θα είταν ένα κόμμα που δε θα είχε δεσμό διεθνιστικό τύπου. Αυτό όμως δε σήμαινε ότι απαρνιόμαστε τον προλεταριακό διεθνισμό.
Ντεμπρέ: Πιστεύω ότι σε αυτήν την εποχή υπήρχε κάποιος σεχταρισμός...
Αλιέντε: Το ξέρεις πολύ καλά. Το Κ.Κ. φαινόταν σαν ένα κόμμα πιο “ερμητικό”, πιο κλειστό. Σκεφτόμαστε ότι χρειαζόταν ένα κόμμα, το ξαναλέω πάνω στη βάση της ίδιας σκέψης, που θα είχε μια πιο πλατιά αντίληψη, μια απόλυτη ανεξαρτησία, με μια άλλη τακτική, που θα εφαρμοζόταν ιδιαίτερα στα προβλήματα της Χιλής, με μια θέση στο περιθώριο των διεθνών σχέσεων»16.
Επίσης το γεγονός ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα αναφερόταν στο σοσιαλισμό δεν μπορεί να κρύψει ότι στην πραγματικότητα αναφερόταν σ’ ένα μεταρρυθμιστικό δρόμο για το σοσιαλισμό, όπως άλλωστε και κάθε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, εννοώντας στην πραγματικότητα υλοποίηση μιας ορισμένης πολιτικής μεταρρυθμίσεων και κρατικών παρεμβάσεων.
Ο ίδιος ο Σαλβαντόρ Αλιέντε, περιγράφοντας αυτόν το «νέο δρόμο» προς το σοσιαλισμό, αναφέρει: «Για μένα επανάσταση δε σημαίνει αναγκαστικά αίματα και βία. Για μένα η επανάσταση έχει μια άλλη έννοια: Να δημιουργήσει, να μετασχηματίσει, να σπείρει, να δώσει στη ζωή νέο περιεχόμενο, μια καινούρια ηθική! Για μένα επανάσταση συνίσταται στην αντικατάσταση από την πλειοψηφία της μειοψηφίας, που κρατούσε την εξουσία προηγουμένως. Υπάρχουν τάσεις στην άκρα Αριστερά που προσδίδουν στη λέξη επανάσταση ένα περιεχόμενο πολύ πιο ριζοσπαστικό, που δεν αποκλείει -αν χρειαστεί- τον ένοπλο αγώνα. Κάθε χώρα έχει τη δική της πραγματικότητα. Στη Χιλή, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ένοπλη αναμέτρηση με την πρωτοβουλία της κυβέρνησης... Εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι δυνατό να οικοδομηθεί στη Χιλή μια σοσιαλιστική κοινωνία με μέσα ειρηνικά, παρά και αντίθετα από τους αστικούς μας θεσμούς, παρά τις, απ’ όλες τις μεριές, δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει ο χιλιανός μας δρόμος για το σοσιαλισμό»17.
Για την ιστορία, μπορούμε ν’ αναφέρουμε ότι την ίδια εποχή το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Φρανσουά Μιτεράν είχε ακόμα πιο ριζοσπαστική φρασεολογία, μην έχοντας αφαιρέσει από τη διακήρυξη αρχών του την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε την πείρα από το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα.
Το Ριζοσπαστικό Κόμμα, που συμμετείχε επίσης στη «Λαϊκή Ενότητα», ήταν ένα παλιό αστικό κόμμα. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, το κόμμα παρουσιάστηκε συχνά στην κυβέρνηση της καπιταλιστικής Χιλής και πρόεδροι της χώρας ήταν συνέχεια, από το 1932 έως το 1952, τρεις πολιτικοί που προέρχονταν από τις γραμμές του. Οι ρίζες του βρίσκονται πίσω στο 1853, όταν είδε το φως μια διάσπαση του Φιλελεύθερου Κόμματος κάτω από την ηγεσία του Πέντρο Λέον Γκάλο. Οι βασικές θέσεις του κόμματος καθορίστηκαν στο συνέδριο του 1888 και περιλάμβαναν βασικές αστικές μεταρρυθμίσεις όπως: Διαχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος, στοιχειώδης λαϊκή εκπαίδευση δωρεάν και υποχρεωτική, καλυτέρεψη της νομικής κατάστασης της γυναίκας.18 Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά από τα στελέχη του Ριζοσπαστικού Κόμματος που ήταν είτε υπουργοί είτε διατηρούσαν υπεύθυνες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό επί προεδρίας Βιντέλα (όταν δηλαδή κυνηγήθηκαν άγρια οι κομμουνιστές) αναδείχτηκαν εκ νέου υπουργοί ή στελέχη της κρατικής διοίκησης επί προεδρίας Σαλβαντόρ Αλιέντε.
Το Ενιαίο Κίνημα Λαϊκής Δράσης ιδρύθηκε το 1968 από δυνάμεις του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και ιδιαίτερα δυνάμεις της νεολαίας του. Πρόκειται για «συντηρητικό» αστικό κόμμα που είχε επιρροή στο χωριό και ανέδειξε από τις γραμμές του τον Ιάκωβο Τσόντσολ ως υπουργό Γεωργίας της «Λαϊκής Ενότητας». Υστερα από την εκλογή του Αλιέντε, στη «Λαϊκή Ενότητα» εντάχτηκαν και άλλες δυνάμεις από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, που διασπάστηκαν από αυτό με το όνομα Χριστιανική Αριστερά (1971).
Επίσης στη «Λαϊκή Ενότητα» συμμετείχαν και άλλοι μικρότεροι αστικοί σχηματισμοί, όπως το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και η Λαϊκή Ανεξάρτητη Ενωση.

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Η πλατφόρμα του προγράμματος ήταν σοσιαλδημοκρατική και σε καμία περίπτωση δεν έθιγε την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ούτε βεβαίως το κεντρικό ζήτημα της αστικής εξουσίας.
Το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» πρόβαλλε μια σειρά μεταρρυθμίσεων στο εποικοδόμημα και στην οικονομία οι οποίες κινούνταν μέσα στο έδαφος της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Ηταν πρόγραμμα σοσιαλδημοκρατικού (αστικού) χαρακτήρα που όμως βαφτιζόταν από το ΚΚ Χιλής ως «δρόμος για το σοσιαλισμό».
Σύμφωνα με τον Ορλάντο Μίλιας, μέλος της ΠΕ της ΚΕ του ΚΚ Χιλής, οι «βασικές ιδέες του ενιαίου προγράμματος της Λαϊκής Ενότητας, που υιοθετήθηκε το 1969, προβλήθηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής στο 10ο εθνικό του συνέδριο (1954)»19.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν ήταν ο αστικός χαρακτήρας του προγράμματος της «Λαϊκής Ενότητας», αλλά ότι η στρατηγική του ΚΚ το οδηγούσε να ταυτιστεί με ένα τέτοιο πρόγραμμα.

«ΛΑΪΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟ ΚΡΑΤΟΣ»

Το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας», ως προς το πολιτικό ζήτημα, έθετε το στόχο της επέκτασης των δημοκρατικών κατακτήσεων και της οικοδόμησης (μέσω της μεταβολής των θεσμών) μιας «Λαϊκής Εξουσίας και ενός Λαϊκού Κράτους». Η αναφορά του προγράμματος για σταδιακή μετάβαση σε κάποια αόριστη και θολή «Λαϊκή Εξουσία» δεν πρέπει να ξεγελάει. Η αναφορά αυτή στη «Λαϊκή Εξουσία» ακολουθεί αντίστοιχες αναφορές που υπάρχουν σε πολλά αστικά συντάγματα ύστερα από τη Γαλλική Επανάσταση. Για τα συντάγματα αυτά, η αστική αντιπροσωπευτική δημοκρατία συνιστά την ουσία της «Λαϊκής Εξουσίας». Ο στόχος λοιπόν της «Λαϊκής Εξουσίας» είχε αστικοδημοκρατικό περιεχόμενο στην ανάλυση του προγράμματος της «Λαϊκής Ενότητας». Γι’ αυτό ο στόχος που τίθεται είναι η επέκταση της δημοκρατίας. Αναφέρεται: «Η Λαϊκή κυβέρνηση θα εγγυηθεί την άσκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και θα σεβαστεί τις ατομικές και κοινωνικές διασφαλίσεις ολόκληρου του λαού»20. Ο όρος δηλαδή της «Λαϊκής Εξουσίας» στο πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» χρησιμοποιούνταν για να υπογραμμίσει τον αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα των αλλαγών που επιδιώκονταν.
Αλλού αναφέρεται: «...η Λαϊκή νίκη θα ανοίξει το δρόμο για το δημοκρατικότερο πολιτικό σύστημα στην ιστορία της χώρας. Σε σχέση με τις πολιτικές δομές, η Λαϊκή κυβέρνηση έχει το διπλό καθήκον: Να διαφυλάξει, να επεκτείνει και να δραστηριοποιήσει τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης και να μεταβάλει τους ισχύοντες θεσμούς, εγκαθιδρύοντας ένα νέο κράτος όπου η εργατική τάξη και γενικά ο λαός θα ασκεί την πραγματική εξουσία. […] Η Λαϊκή κυβέρνηση θα στηρίξει την ισχύ και την εξουσία της κατά κύριο λόγο στην υποστήριξη που της παρέχει ο οργανωμένος λαός. Αυτή είναι η δική μας αντίληψη για μια ισχυρή κυβέρνηση... Η Λαϊκή κυβέρνηση θα είναι πολυκομματική. Θα συμμετέχουν σε αυτήν όλα τα επαναστατικά κόμματα, κινήματα και τάσεις. Με τον τρόπο αυτό θα αποτελέσει μια αληθινά δημοκρατική και αντιπροσωπευτική εκτελεστική εξουσία... Η Λαϊκή κυβέρνηση θα σεβαστεί τα δικαιώματα της αντιπολίτευσης, εφόσον θα ασκούνται μέσα σε νόμιμα πλαίσια...»21.
Το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» με το στόχο του εκδημοκρατισμού και της «διεκδίκησης αληθινά αντιπροσωπευτικής εκτελεστικής εξουσίας» συνηγορούσε σε αυταπάτες για τον ταξικό χαρακτήρα της αστικής εξουσίας, των αντιπροσωπευτικών θεσμών σε συνθήκες καπιταλιστικής κυριαρχίας. Απέκρυπτε ότι στον καπιταλισμό το κεφάλαιο ασκεί τη δικτατορία του είτε μέσω της αναστολής των κοινοβουλευτικών και αντιπροσωπευτικών θεσμών είτε μέσω της λειτουργίας τους. Ο Ενγκελς υποστηρίζει ότι το κεφάλαιο κάποιες φορές ασκεί την εξουσία με τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς πιο σίγουρα απ’ ό,τι χωρίς αυτούς.
Οσον αφορά τους μηχανισμούς καταστολής, το πρόγραμμα αναφερόταν ειδικά στο στρατό και στην αστυνομία. Για το στρατό έθετε το στόχο «διασφάλισης» του εθνικού χαρακτήρα του και της άρνησής του να χρησιμοποιηθεί ενάντια στο λαό ή για τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων. Ελεγε δηλαδή ανάλογα πράγματα με αυτά που λένε πάρα πολλά προγράμματα αστικών κομμάτων. Την ίδια στιγμή δεν έθιγε καν το απλό ζήτημα διακοπής των κοινών στρατιωτικών γυμνασίων με τις ΗΠΑ, των διάφορων στρατιωτικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων που «πρόσφερε» ο αμερικανικός στο χιλιανό στρατό, καθώς και γενικότερα των στενών στρατιωτικών σχέσεων του στρατού των ΗΠΑ με το χιλιανό κράτος.
Οσον αφορά το ζήτημα της αστυνομίας, το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» ανέφερε: «Η αστυνομία θα πρέπει να αναδιοργανωθεί ώστε να μη χρησιμοποιηθεί ποτέ πια σαν καταπιεστική δύναμη ενάντια στο λαό, αλλά αντίθετα να εκπληρώνει τον προορισμό της, που είναι να υπερασπίζει το λαό από αντικοινωνικές ενέργειες. Οι αστυνομικές μέθοδοι θα εξανθρωπιστούν και θα εξασφαλίζουν απόλυτο σεβασμό στην αξιοπρέπεια και στην ακεραιότητα του κάθε ατόμου»22.
Ομως η αστυνομία δεν έχει κυρίως ως προορισμό της να υπερασπίζει το λαό από αντικοινωνικές ενέργειες. Η αστυνομία και γενικότερα οι μηχανισμοί καταστολής στον καπιταλισμό είναι μηχανισμοί καταπίεσης της εργατικής τάξης και του λαού από την κυρίαρχη τάξη. Οι λειτουργίες της, που έχουν να κάνουν με την «τήρηση της τάξης», έχουν στόχο να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη και ασφαλή αναπαραγωγή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» προέβαλλε την ανάγκη αντικατάστασης της Βουλής και της Γερουσίας από τη «Λαϊκή Συνέλευση». Δεν άλλαζε το χαρακτήρα της Προεδρικής Δημοκρατίας. Περιέγραφε ως εξής τους αντιπροσωπευτικούς, κοινοβουλευτικούς θεσμούς: «...η Λαϊκή συνέλευση θα είναι το ανώτατο όργανο της εξουσίας. Η Λαϊκή συνέλευση θα δώσει εθνική έκφραση στη Λαϊκή κυριαρχία. Μέσα από αυτή θα περνάνε και θα εκφράζονται τα διάφορα ρεύματα και απόψεις. Θα θεσπιστούν ειδικοί κανόνες για να καθοριστούν και να συντονιστούν οι αρμοδιότητες και οι υπευθυνότητες του Πρόεδρου της Δημοκρατίας, των υπουργών, της Λαϊκής συνέλευσης, των περιφερειακών και τοπικών οργανισμών και των πολιτικών κομμάτων, ώστε να εξασφαλίζεται αποδοτική νομοθετική λειτουργία, αποτελεσματική διακυβέρνηση και πάνω απ’ όλα σεβασμός προς τη θέληση της πλειοψηφίας...»23.
Ο κοινοβουλευτισμός και τα διάφορα αντιπροσωπευτικά σώματα στην αστική κοινωνία δεν εκφράζουν καμία Λαϊκή κυριαρχία αλλά την κυριαρχία της αστικής τάξης, είναι μηχανισμοί της δικτατορίας της. Ο Λένιν γράφει: «Ο κοινοβουλευτισμός ως κυβερνητικό σύστημα είναι δημοκρατική μορφή κυριαρχίας της αστικής τάξης. Σε μια ορισμένη στιγμή της ανάπτυξής του έχει ανάγκη από μια ψευτοΛαϊκή αντιπροσωπία, που μολονότι παρουσιάζεται σαν οργάνωση της κοινωνικής θέλησης ανεξαρτήτως τάξεων, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μηχανή καταναγκασμού και καταπίεσης στα χέρια του κεφαλαίου»24.
Τέλος, το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» περιγράφει το νέο κράτος που επιδιώκει να οικοδομήσει υπό τον τίτλο «Λαϊκό Κράτος».
Είναι καθαρό ότι πρόκειται για μέτρα εκσυγχρονισμού της λειτουργίας του αστικού κράτους, και μάλιστα σ’ ένα αστικό κράτος με προωθημένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Σύμφωνα με πολλούς δημοσιολόγους της εποχής, χαρακτηριστικό του χιλιανού καπιταλισμού ήταν η σχετικά ανεπτυγμένη αστική δημοκρατία συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Σημείωναν την υψηλή παράδοση σε αστικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς που χαρακτήριζε την αστική κοινωνία της Χιλής. Αναφέρεται, για παράδειγμα, ότι ο πρώτος αλληλοβοηθητικός εργατικός σύνδεσμος διαμορφώθηκε στη Χιλή το 1847, ο πρώτος νόμος για την καθολική ψηφοφορία μπήκε σε εφαρμογή το 1854, η πρώτη κοινωνική νομοθεσία που εφαρμόστηκε αποτελεσματικά (που περιλάμβανε και την κυριακάτικη ανάπαυση) ήταν το 1907, ένας από τους πιο σύγχρονους αστικούς νόμους για την υποχρεωτική λαϊκή εκπαίδευση το 1909 κ.ά.25
Το πρόβλημα δεν αφορά τις αστικές δυνάμεις της «Λαϊκής Ενότητας» που υιοθετούσαν τέτοιες θέσεις, το πρόβλημα είναι πως από την πλευρά του ΚΚ μια σειρά αστικοί εκσυγχρονισμοί στο αστικό κράτος θεωρούνταν ως βήμα για τη μεταβολή του ταξικού περιεχομένου του κράτους. Αυτές οι αναθεωρητικές αντιλήψεις για το κράτος, που στην ανεπτυγμένη μορφή τους αποκρυσταλλώθηκαν και θεωρητικά στο ευρωκομμουνιστικό οπορτουνιστικό ρεύμα, είχαν βαθιά επίδραση στους θεωρητικούς και προγραμματικούς προσανατολισμούς του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, εκφράσεις των οποίων βλέπουμε μέχρι σήμερα σε διάφορες περιπτώσεις ακόμα και όσων διεκδικούν τον τίτλο του λενινιστή για τον εαυτό τους.
Σε κείμενο που αναφέρεται στην κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας», η μαρξιστική - λενινιστική θέση για την ανάγκη «τσακίσματος της αστικής κρατικής μηχανής» αντικαθίσταται από τη θέση του σταδιακού μετασχηματισμού του αστικού κρατικού μηχανισμού σε προλεταριακό, ανάλογα με την εξέλιξη του συσχετισμού των δυνάμεων. Να πώς περιγράφεται από τον αρθρογράφο η ανάγκη του μετασχηματισμού του αστικού κράτους της Χιλής, στον οποίο «κακώς» δεν προχώρησε ο Αλιέντε:
«Οι πολιτικές αλλαγές έπρεπε να περιλαμβάνουν οπωσδήποτε το στράτευμα και την αστυνομία με την απομάκρυνση των φασιστικών, φιλοϊμπεριαλιστικών και φιλομονοπωλιακών στοιχείων, το ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό των δομών ή και την κατάργηση κάποιων από αυτές και, κυρίως, την εισαγωγή του εργατικού και λαϊκού παράγοντα με τη μορφή της πολιτοφυλακής. Η κυβέρνηση είχε ερείσματα και στις ένοπλες δυνάμεις που μπορούσε να τα αξιοποιήσει. Λίγο πριν το πραξικόπημα, όταν η επιρροή της κυβέρνησης είχε σχετικά φθαρεί, υπολογίζεται ότι το 40% των στρατηγών ήταν με το μέρος του Αλιέντε. Πολύ μεγαλύτερη επιρροή είχε βεβαίως στους κατώτερους και μεσαίους αξιωματικούς.
Στη στρατιωτική πολιτική της κυβέρνησης Αλλιέντε συνοψίστηκαν οι αντιφάσεις και τα προβλήματά της. Η “Λαϊκή Ενότητα”, τόσο πριν όσο και μετά την εκλογική της νίκη, επικέντρωσε την προσοχή της στη διεύρυνση της επιρροής της στο προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων είτε με τη μορφή της προσέλκυσης στο πολιτικό της πρόγραμμα είτε με τη μορφή της ουδετεροποίησης και της εξασφάλισης τήρησης της νομιμότητας. Ο κρατικός μηχανισμός δεν είναι μόνο το προσωπικό του. Είναι ιδίως δομές, κοινωνικοοικονομικές και ιδεολογικοπολιτικές σχέσεις και συμφέροντα. Οποιαδήποτε παρέμβαση, για να είναι ουσιαστική, πρέπει να θίγει και αυτές τις παραμέτρους […]
Ο συσχετισμός των δυνάμεων βελτιώθηκε για την κυβέρνηση το 1971, όπως έδειξαν και τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών. Στο σημείο εκείνο ήταν ίσως δυνατή η έναρξη τολμηρών παρεμβάσεων στους πολιτικούς θεσμούς και κυρίως στο στράτευμα, στη λογική που προαναφέρθηκε. Στο βαθμό που ο συσχετισμός των δυνάμεων το επέτρεπε, οι αλλαγές αυτές έπρεπε να γίνουν, είτε εντός του ισχύοντος συνταγματικού και νομικού πλαισίου είτε εκτός. Λόγω των εκλογικών συσχετισμών το 1971 θα μπορούσαν να γίνουν ακόμη και νομότυπα προκειμένου να διευρυνθεί η νομιμοποιητική τους βάση […]
Η κυβέρνηση Αλλιέντε πραγματοποίησε τα πρώτα βήματα στο διάστημα 1970-1972, αλλά στη συνέχεια ο βηματισμός της έμεινε μετέωρος και, κατά συνέπεια, κατέστη ευάλωτη. Αν πραγματοποιούνταν το άλμα αυτό, υπήρχε σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας και κατάκτησης της κρατικής εξουσίας από την εργατική τάξη και το λαό»26.
Η εργατική τάξη εδώ φτάνει στην κατάκτηση της εξουσίας μέσω μιας σειράς παρεμβάσεων στον αστικό κρατικό μηχανισμό, στους θεσμούς, στο προσωπικό του κ.α. Η αντίληψη αυτή, που είναι μακριά από τη σκέψη του Λένιν, δεν είναι βέβαια καινούργια. Πρόκειται για «αναπαλαίωση» θέσεων της σοσιαλδημοκρατίας, που για δεκαετίες είχαν απήχηση και στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος, και σε διεθνές επίπεδο έχουν ακόμα μεγάλη απήχηση.
Αντίθετα με τον αρθρογράφο, ο Λένιν υποστηρίζει ότι: «…η εργατική τάξη πρέπει να σπάσει, να τσακίσει, να ανατινάξει όλη την κρατική μηχανή»27. Και αλλού διαβεβαιώνει ότι: «Η σκέψη του Μαρξ είναι ότι η εργατική τάξη πρέπει να σπάσει, να τσακίσει την έτοιμη κρατική μηχανή»28.
Ο Λένιν με το έργο του «Κράτος και επανάσταση», σε αντίθεση με τον αρθρογράφο, έδειξε ότι το κράτος της εργατικής τάξης θα είναι κράτος που θα συγκροτηθεί στη βάση των θεσμών που θα γεννήσει η επαναστατική εργατική και λαϊκή πάλη και όχι του κοινοβουλίου ή των αστικών θεσμών τοπικής διοίκησης. Το κράτος είναι μηχανισμός καταπίεσης μιας τάξης απέναντι σε μια άλλη, το κράτος έχει πάντα χαρακτήρα ταξικής δικτατορίας. Αυτό ισχύει και για το κράτος της εργατικής τάξης, που είναι δικτατορία της εργατικής τάξης, δηλαδή μια εξουσία που η εργατική τάξη δεν την μοιράζεται με κανέναν, ούτε και με τους συμμάχους της. Το κράτος της εργατικής τάξης υπερασπίζει τις σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής.
Ο Ενγκελς στον καιρό του είχε ασκήσει καταλυτική κριτική στο πρόγραμμα της Γκότα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας για τη χρήση του όρου «λαϊκό κράτος». Γράφει:
«...είναι καθαρή ανοησία να μιλά κανείς για ελεύθερο λαϊκό κράτος. Οσον καιρό το προλεταριάτο χρειάζεται ακόμη το κράτος, το χρειάζεται όχι προς το συμφέρον της ελευθερίας, αλλά της καταστολής των αντιπάλων του και από τη στιγμή που θα πορεί να μιλάει κανείς για ελευθερία, παύει να υπάρχει το κράτος σαν τέτοιο»29.
Ο Λένιν στο «Κράτος και επανάσταση» στέκεται αναλυτικά στις απόψεις αυτές του Ενγκελς. Υπογραμμίζει τις ευθύνες της σοσιαλδημοκρατίας για το ότι «το γράμμα του Ενγκελς έμεινε θαμμένο 36 χρόνια»30. Επικρίνει και τον Μπέμπελ που επαναλάμβανε τα παλιά λάθη περί «λαϊκού κράτους»:
«Αν πάρουμε το βιβλιαράκι του Μπέμπελ “Οι σκοποί μας”, θα βρούμε εκεί ολότελα λαθεμένες κρίσεις για το κράτος: “Το κράτος πρέπει να μεταβληθεί από κράτος βασισμένο στην ταξική κυριαρχία, σε λαϊκό κράτος”. Αυτά γράφονται στην ένατη έκδοση του βιβλίου. Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι η γερμανική σοσιαλδημοκρατία ποτιζόταν με την επίμονη επανάληψη των οπορτουνιστικών συλλογισμών για το κράτος, προπάντων όταν οι επαναστατικές διασαφηνίσεις του Ενγκελς μπαίνανε στο συρτάρι και όλες οι συνθήκες ζωής για πολύ καιρό “ξεσυνήθιζαν” τον κόσμο από την επανάσταση»31.
Η χρησιμοποίηση του όρου «Λαϊκό κράτος» στιγματίζεται από τον Λένιν ως οπορτουνισμός που βοηθάει μαζί με τις συνθήκες της ζωής να «ξεσυνηθίζει ο κόσμος από την επανάσταση».
Η υιοθέτηση του στόχου εκδημοκρατισμού του αστικού κράτους δεν μπορεί ν’ ανοίξει το δρόμο για το σοσιαλισμό, αντίθετα, στην πραγματικότητα βοηθά ώστε εργατικά-λαϊκά στρώματα να ενσωματώνονται στη γραμμή ορισμένων αστικών εκσυγχρονισμών, να δημιουργούνται αυταπάτες για τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους.

Η «ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ»

Η «νέα οικονομία» που ευαγγελιζόταν η «Λαϊκή Ενότητα» δεν ήταν άλλη από την καπιταλιστική οικονομία. Σύμφωνα με το πρόγραμμα της «Λαϊκή Ενότητας», σε αυτήν τη νέα οικονομία θα συνυπήρχε ο κρατικός, ο ιδιωτικός και ο μικτός τομέας.
Οσον αφορά τον κρατικό τομέα, αναφέρεται: «Η διαδικασία του μετασχηματισμού της οικονομίας μας αρχίζει με τη δημιουργία ενός ισχυρού κρατικού τομέα, που θα αποτελείται από τις επιχειρήσεις που τώρα ανήκουν στο κράτος, μαζί με εκείνες που θα απαλλοτριωθούν. Σαν ένα πρώτο μέτρο, θα κρατικοποιηθούν όλοι οι φυσικοί πόροι που βρίσκονται στα χέρια του ξένου κεφαλαίου και των ντόπιων μονοπωλίων, όπως τα μεγάλα ορυχεία χαλκού, σιδήρου και νιτρικού άλατος. Ετσι αυτά που θα αποτελέσουν τον κρατικοποιημένο τομέα είναι τα ακόλουθα:
1. Η μεγάλη μεταλλευτική βιομηχανία χαλκού, νιτρικού άλατος, ιωδίου, σιδήρου και γαιανθράκων.
2. Το χρηματοδοτικό σύστημα της χώρας, ιδιαίτερα οι ιδιωτικές τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρίες.
3. Το εξωτερικό εμπόριο, μεγάλες εταιρίες και μονοπώλια διανομής,
4. Βιομηχανικά μονοπώλια στρατηγικής σημασίας.
5. Γενικά όλες οι δραστηριότητες που επηρεάζουν την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας, όπως η παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, οι σιδηροδρομικές, αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές...»32.
Στο πρόγραμμα επίσης διευκρινίζεται ότι «όλες αυτές οι απαλλοτριώσεις θα πραγματοποιηθούν με πλήρη προστασία των συμφερόντων του μικρού μετόχου»33.
Η κρατικοποίηση στον καπιταλισμό δε συνιστά κοινωνικοποίηση, γιατί το αστικό κράτος είναι κράτος των καπιταλιστών. Ετσι οι επιχειρήσεις που κρατικοποιούνται περνάνε στην ιδιοκτησία του συλλογικού καπιταλιστή, όπως αναφέρει ο Ενγκελς. Η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα δεν πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στην κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία και στην ιδιωτική καπιταλιστική ιδιοκτησία.
Οι κρατικοποιήσεις θεωρούνταν από τη «Λαϊκή Ενότητα» εργαλείο για ν’ «απελευθερωθεί η Χιλή από την εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο»34, ωστόσο ταυτόχρονα διευκρινιζόταν ότι, κάτω από προϋποθέσεις, τμήμα του ξένου κεφάλαιου δε θα απαλλοτριωνόταν. Χαρακτηριστικά αναφερόταν ότι απελευθέρωση από το ξένο κεφάλαιο σήμαινε και «καθορισμό των προϋποθέσεων κάτω από τις οποίες το ξένο κεφάλαιο που δε θα απαλλοτριωθεί θα μπορεί να λειτουργεί»35.
Οσον αφορά τον τομέα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αναφέρεται: «Ο τομέας αυτός αποτελείται από εκείνες τις βιομηχανικές, μεταλλευτικές και αγροτικές δραστηριότητες και υπηρεσίες, στις οποίες η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής υπάρχει ακόμα»36. Διευκρινιζόταν ότι: «Αυτές οι επιχειρήσεις αριθμητικά θα είναι οι περισσότερες»37.
Οσον αφορά το λεγόμενο «μικτό τομέα» της οικονομίας (παραπλανητικός όρος που χρησιμοποιεί η σοσιαλδημοκρατία) αναφέρεται: «Ο τομέας αυτός θα αποτελείται από εταιρίες που συνδυάζουν κρατικό και ιδιωτικό κεφάλαιο. Τα δάνεια ή οι πιστώσεις που οι οργανισμοί οικονομικής ανάπτυξης παρέχουν σε αυτές τις επιχειρήσεις θα έχουν τη μορφή συνεισφορών, έτσι ώστε το κράτος θα είναι συνεταίρος και όχι πιστωτής»38.
Σήμερα ο παραπάνω όρος αντικαταστάθηκε από τον όρο «δημόσιος έλεγχος», «δημόσιος χώρος» ή εξασφάλιση του «δημόσιου συμφέροντος», που χρησιμοποιεί ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλες δυνάμεις. Πριν προχωρήσουμε, να σημειώσουμε ότι θεωρούμε λαθεμένη την κριτική που ασκήθηκε στη «Λαϊκή Ενότητα» εκτιμώντας το «βάθος» του προγράμματός της με βάση τον αριθμό των κρατικοποιήσεων που πρότεινε κλπ. Γιατί το κύριο πρόβλημα που έλυνε λαθεμένα το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» -και βασικά το ΚΚ Χιλής που υποστήριζε το εν λόγω πρόγραμμα- είναι ποια τάξη πρέπει να βρεθεί στην εξουσία για να το υλοποιήσει. Ακριβώς γιατί τα πολιτικά καθήκοντα της σοσιαλιστικής επανάστασης, δηλαδή η λύση του προβλήματος της εξουσίας, προηγούνται από το κοινωνικό περιεχόμενό της, δηλαδή του μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων.
Τηρουμένων των αναλογιών, μια αντίστοιχη λαθεμένη κριτική ασκεί σήμερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο ΣΥΡΙΖΑ, προβάλλοντας στο προσκήνιο τις λεγόμενες υποχωρήσεις του ΣΥΡΙΖΑ (από «κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος» σε «δημόσιο έλεγχό του», από «κατάργηση των δανειακών συμβάσεων» σε «διαπραγμάτευσή τους», από το «καμία θυσία για το ευρώ» στην άποψη ότι «το ευρώ είναι το εθνικό μας νόμισμα»). Πρόκειται για μια κριτική που αφήνει άθικτο τον πυρήνα του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ που είναι η υπεράσπιση της καπιταλιστικής εξουσίας και της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και έτσι δεν αναδεικνύει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι, ως αστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, συνεπής και φερέγγυος στην υπεράσπιση του καπιταλιστικού συστήματος. Αλλωστε υπάρχει δυνατότητα και για την εφαρμογή και άλλων εναλλακτικών μιγμάτων διαχείρισης του καπιταλισμού (αμφισβητώντας τις δανειακές συμβάσεις, διαχειρίζοντας την ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ ή την ΕΕ, κρατικοποιώντας επιχειρήσεις), υπηρετώντας την ανασυγκρότηση της καπιταλιστικής οικονομίας. Η εργατική τάξη όμως δεν πρέπει να επιλέξει μίγμα διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά να παλέψει για την ανατροπή του κεφαλαίου και της εξουσίας του.
Να σημειώσουμε εδώ ότι η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» αναγνώρισε το χρέος προς το εξωτερικό και ανέλαβε την υποχρέωση να το εξοφλήσει. Στα 3 δισεκατομμύρια δολάρια χρέος που παρέλαβε η κυβέρνηση Αλιέντε, προστέθηκαν αργότερα άλλα 727 εκατομμύρια δολάρια, έπειτα από την εθνικοποίηση του χαλκού. Αυτό συνέβηκε γιατί πολλές από αυτές τις εταιρίες είχαν δανειστεί από το εξωτερικό για να χρηματοδοτήσουν το επενδυτικό τους πρόγραμμα και έτσι η «Λαϊκή Ενότητα», κρατικοποιώντας τις εταιρίες χαλκού, αποδεχόταν να επωμιστεί και τα χρέη τους. Μέσα σε αυτά τα χρέη ήταν και χρέη τις εταιρίας «Κονεκότ», που είχε την έδρα της στις ΗΠΑ.39

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

Στις 4 Σεμπτέβρη του 1970 η «Λαϊκή Ενότητα» με επικεφαλής τον Σαλβαντόρ Αλιέντε αποκτά τη σχετική πλειοψηφία στις εκλογές. Τ’ αποτελέσματα των εκλογών ήταν τα εξής:
Σαλβαντόρ Αλιέντε («Λαϊκή Ενότητα») 1.075.616 ψήφοι, 36,3%
Χορχέ Αλεσάντρι («δεξιά» κόμματα) 1.036.278 ψήφοι, 35%
Ραδομίρο Τόμιτς (Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα) 824.849, ψήφοι 27,8%.40
Ο Αλεσάντρι πήρε μέρος ως ανεξάρτητος με την υποστήριξη των «δεξιών» κομμάτων, ενώ ο Τόμιτς είχε επιλεγεί από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα που μέχρι τότε ήταν στο τιμόνι της διακυβέρνησης. Λίγες ώρες μετά από την αναγγελία των εκλογικών αποτελεσμάτων, ο Τόμιτς πήγε στο σπίτι του Αλιέντε και αναγνώρισε τη δημόσια νίκη του τελευταίου. Ωστόσο η ανάληψη της διακυβέρνησης από την πλευρά της «Λαϊκής Ενότητας» σημαδεύτηκε εξαρχής από τη δημόσια δήλωση και δέσμευση νομιμοφροσύνης απέναντι στο αστικό καθεστώς, τη συνταγματική νομιμότητα και τη διακήρυξη προσήλωσης στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, δηλαδή τη δικτατορία του κεφαλαίου.
Σύμφωνα με το χιλιανό σύνταγμα, αν κανένας υποψήφιος δεν κερδίζει την απόλυτη πλειοψηφία, τότε τα δύο σώματα του Κογκρέσου αποφασίζουν ανάμεσα στους δύο πρώτους υποψηφίους. Για ν’ αναγνωριστεί ως πρόεδρος λοιπόν ο Αλιέντε χρειαζόταν τις ψήφους των Χριστιανοδημοκρατών βουλευτών και γερουσιαστών. (Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα είχε 45 έδρες, η «Λαϊκή Ενότητα» 80 και η «Δεξιά» 45).
Οι χριστιανοδημοκράτες ζήτησαν συνταγματικές εγγυήσεις ότι το δημοκρατικό σύστημα δε θα άλλαζε, πράγμα που η «Λαϊκή Ενότητα» υποσχέθηκε. Πιο συγκεκριμένα, δημιουργήθηκε μια κοινή επιτροπή Χριστιανοδημοκρατών - Λαϊκής Ενότητας για τη σύνταξη του «Καταστατικού Συνταγματικών Εγγυήσεων», στο οποίο δεσμεύονταν όλες οι πλευρές και το οποίο θα εξασφάλιζε τη διάρκεια του «δημοκρατικού καθεστώτος» στη Χιλή.41 Οι χριστιανοδημοκράτες που μέχρι τότε κυβερνούσαν, ύστερα από αυτό συμφώνησαν να ψηφίσουν τον Αλιέντε, εξασφαλίζοντας τη νίκη του.
Ομως πέρα από τον Τόμιτς και τους χριστιανοδημοκράτες, στις 20 Οκτώβρη ο Αλεσάντρι, που είχε την υποστήριξη των υπόλοιπων «δεξιών» κομμάτων, κάλεσε τους υποστηρικτές του να μην ψηφίσουν τον ίδιο, παραιτήθηκε από υποψήφιος στην επικείμενη ψηφοφορία στο Κογκρέσο κι εξέφρασε την επιθυμία να πετύχει η μελλοντική κυβέρνηση. Στις 21 ο Αλιέντε επισκέφτηκε τον Αλεσάντρι στο σπίτι του κι εξέφρασε τις ευχαριστίες του.
Είναι λοιπόν φανερό ότι ο Αλιέντε και η «Λαϊκή Ενότητα» έγινε ανεκτή αρχικά από ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα της αστικής τάξης της Χιλής, όπως αυτό εκφραζόταν μέσα από τα πολιτικά κόμματα που είτε συμμετείχαν είτε στήριξαν είτε ανέχτηκαν την κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας».
Οι μέρες των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις δυνάμεις της «Λαϊκής Ενότητας» και των υπόλοιπων αστικών κομμάτων, παρόλο που έκλεισαν με συμβιβασμό ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, ήταν μέρες όπου επικρατούσε κλίμα έντασης. Είναι αρκετά χαρακτηριστικό ότι εκείνες τις μέρες δολοφονήθηκε ο αρχηγός του στρατού και φίλα προσκείμενος στη «Λαϊκή Ενότητα» Ρένε Σνάιντερ. Ο Ρένε Σνάιντερ, ενώ ήταν στο αυτοκίνητό του και κατευθυνόταν προς το υπουργείο Αμυνας, παρεμποδίστηκε από οχτώ αυτοκίνητα γεμάτα από οπλισμένους άντρες οι οποίοι τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν.
Η ανάληψη της διακυβέρνησης της «Λαϊκής Ενότητας» συνοδεύτηκε λοιπόν από «εγγυήσεις» που ζητήθηκαν για σεβασμό της «δημοκρατικής ομαλότητας». Το ΚΚ Χιλής σε καμία περίπτωση δεν αντιτάχτηκε στα παραπάνω. Μάλιστα η συμμετοχή του ΚΚ Χιλής στην κυβέρνηση (με τρία υπουργεία) δυνάμωσε τις ελπίδες σε σοσιαλδημοκράτες και άλλους «δημοκρατικούς παράγοντες» της εποχής για παραπέρα και πιο ανοιχτή σοσιαλδημοκρατικοποίησή του.
Να τι έγραφε αρθρογράφος της εποχής για τις ελπίδες παραπέρα εκφυλισμού του ΚΚ εξαιτίας της συμμετοχής του στη διακυβέρνηση: «Μέσα στο στρατόπεδο των νικητών -στο ΚΚ και στη δεξιά πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος- μπορεί επίσης να γίνουν αλλαγές. Η δυνατότητα αριστερών αποσχίσεων μέσα στο ΚΚ που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται πριν από τις εκλογές έχει αποφευχθεί για αόριστο χρονικό διάστημα. Σαράντα χρόνια τώρα το Χιλιανό ΚΚ ακολουθεί ανεπιφύλακτα τη γραμμή της Μόσχας. Ακολούθησε αυτήν τη γραμμή σε όλες τις της μανούβρες [...] Τώρα, κάτω από νέες συνθήκες, για πρώτη φορά στην ιστορία του Χιλιανού Κομμουνιστικού Κόμματος, η εξάρτηση αυτή μπορεί να γίνει λιγότερο ολοκληρωτική, αφού η συμμετοχή του στην κυβέρνηση Αλιέντε μπορεί να δημιουργήσει νέες πηγές χρηματοδότησης των εντύπων, υπαλλήλων και ολόκληρου του γραφειοκρατικού μηχανισμού. Οι Χιλιανοί κομμουνιστές ίσως μπορέσουν να ακολουθήσουν μια ανεξάρτητη γραμμή, βλέποντας τη χιλιανή πραγματικότητα από τη δική τους σκοπιά»42.
Η κυβέρνηση Αλιέντε στα πρώτα της βήματα προσπαθεί να υλοποιήσει το «εθνικό» πρόγραμμα της κρατικά προστατευμένης καπιταλιστικής ανάπτυξης που υποσχέθηκε. Πράγματι κατάθεσε στη βουλή νομοσχέδια για την κρατικοποίηση των ορυχείων χαλκού και σιδήρου, των ιδιωτικών τραπεζών και προσπάθησε να επιταχύνει την αγροτική μεταρρύθμιση.
Η απόφαση της κυβέρνησης Αλιέντε να περάσει την παραγωγή χαλκού υπό κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία προκάλεσε διενέξεις και σκληρά παζάρια με τις αμερικανικές εταιρίες που δραστηριοποιούνταν μέχρι τότε σε αυτόν τον τομέα. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε ως πράξη και απόδειξη του «πατριωτισμού» της κυβέρνησης της «Λαϊκής Ενότητας», που προστάτευε τα συμφέροντα της Χιλής απέναντι στους «ξένους ιμπεριαλιστές δυνάστες» κλπ.
Την ίδια περίοδο υπάρχει μια σχετική ανάταση του λαϊκού κινήματος. Απεργίες ξεσπάνε, κάποιες καταλήγουν σε καταλήψεις επιχειρήσεων. Στην ύπαιθρο γίνονται επιτάξεις φυτειών από μεροκαματιάρηδες αγρότες, ενώ οι ινδιάνοι Μαπούτσε μετατοπίζουν τις περιφράξεις για να επανακτήσουν τμήμα της γης που είχαν χάσει.43
Η κυβέρνηση του Αλιέντε θορυβείται από το κίνημα και προσπαθεί να συγκρατήσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, να την καλανιζάρει στους δικούς της σχεδιασμούς.
Στις δημοτικές εκλογές του Απρίλη του 1971 οι υποψήφιοι της «Λαϊκής Ενότητας» αυξάνουν τα ποσοστά τους στο 50,86%. Τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών του 1971 αναλυτικά ήταν:

  Ψήφοι Ποσοστό %
Σοσιαλιστικό Κόμμα 631.939 22,89
Κομμουνιστικό Κόμμα 479.206 17,36
Ριζοσπαστικό Κόμμα 225.851 8,18
Σοσιαλιστικό - Λαϊκό Κόμμα 29.123 1,05
Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 38.077 1,38
Σύνολο Λαϊκής Ενότητας 1.404.196 50,86
Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα 723.623 26,21
Εθνικό Κόμμα 511.679 18,53
Ριζοσπαστική Δημοκρατία 108.192 3,91
Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα 13.435 0,49
Σύνολο κομμάτων αντιπολίτευσης 1.356.929 49,14

Στο μεταξύ δυναμώνουν οι αντιθέσεις ανάμεσα στην παράταξη των χριστιανοδημοκρατών με επικεφαλής τον Φρέι και των δυνάμεων που υποστηρίζουν τη «Λαϊκή Ενότητα». Αφορμές βρίσκονται διάφορες. Χαρακτηριστική είναι η δολοφονία τον Ιούνη του 1971 του Πέρεζ Σουχόβικ, πρώην υπουργού Εσωτερικών του Φρέι από τη VOP, ομάδα που -σύμφωνα με τις δυνάμεις που υποστήριζαν τη «Λαϊκή Ενότητα»- καθοδηγείται από τη CIA. Από την άλλη, ο Τύπος της Δεξιάς προσπαθεί να συνδέσει τη δολοφονία με τη «Λαϊκή Ενότητα».
Σιγά-σιγά ο αρχικός ενθουσιασμός για τις προοπτικές που ανοίγονται από τη διακυβέρνηση τις «Λαϊκής Ενότητας» για τα λαϊκά στρώματα αρχίζει να περιορίζεται. Εμφανίστηκαν προβλήματα στον οικονομικό τομέα (πληθωρισμός, κόστος ζωής, προβλήματα ανεφοδιασμού σε προϊόντα πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης κ.ά.). Το 1971, με την παρακίνηση του Εθνικού Κόμματος, οι κυρίες του «καλού κόσμου», πλαισιωμένες από στελέχη της ακροδεξιάς οργάνωσης «Πατρίς και ελευθερία», οργανώνουν διαδήλωση κρατώντας άδειες κατσαρόλες.
Από το 1972, στους κόλπους της «Λαϊκής Ενότητας» ξεσπάει αντιπαράθεση ανάμεσα σε αυτούς που δε θέλουν συνεργασία με τους χριστιανοδημοκράτες και στους πιο μετριοπαθείς που υποστηρίζουν ότι πρέπει να ξεκινήσει διάλογος με τους χριστιανοδημοκράτες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα τάσσεται σταθερά υπέρ της συνεργασίας με τους χριστιανοδημοκράτες.
Ο ΓΓ του ΚΚ Χιλής Λουίς Κορβαλάν σχολιάζει στις 25 Μάη 1972 την κατάσταση ως μια πολύ σοβαρή κρίση του πολιτικού προσανατολισμού και της ηγεσίας της «Λαϊκής Ενότητας». Ζήτησε να διαχωρίσουν τη θέση τους από το MIR44 και ν’ αρχίσουν επαφές με τους χριστιανοδημοκράτες.45
Ταυτόχρονα το Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής απαιτεί την αποπομπή του υπουργού Οικονομικών Βουσκόβικ, ο οποίος θεωρήθηκε ότι πήρε πολύ «αριστερές θέσεις». Τελικά αποφασίζεται να ξεκινήσουν επίσημα συνομιλίες με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα. Η έναρξη των επίσημων συνομιλιών της «Λαϊκής Ενότητας» με τους χριστιανοδημοκράτες γίνεται στις 12 Ιούνη του 1972. Τελικά οι διαπραγματεύσεις καταλήγουν σε ναυάγιο, καθώς οι χριστιανοδημοκράτες με επικεφαλής τον Φρέι συνάπτουν ένα εκλογικό σύμφωνο μαζί με το Εθνικό Κόμμα, σύμφωνο που έμεινε στην ιστορία για το χαρακτήρα «αντιμαρξιστικού μετώπου» που είχε. Η στάση του ΚΚ Χιλής απέναντι στους χριστιανοδημοκράτες είναι χαρακτηριστική της πολιτικής που ακολουθούσε. Πολιτική κατευνασμού της άρχουσας τάξης και διαβεβαίωσής της ότι δε θα τεθεί σε κίνδυνο η εξουσία της, ότι όλα θα κινηθούν στο νόμιμο δημοκρατικό δρόμο.
Τον Ιούνη του 1972 τα ηγετικά στελέχη των κομμάτων της «Λαϊκής Ενότητας» άρχισαν συνομιλίες κεκλεισμένων των θυρών σε μια σύσκεψη που την ονόμασαν «η σύνοδος του Λο Κούρο». Εκεί το ΚΚ μέσω των στελεχών του υποστήριξε την ανάγκη «οργάνωσης της στρατηγικής της υποχώρησης» για να «παγιωθούν» τ’ αποτελέσματα της πρώτης περιόδου. Η λεγόμενη «στρατηγική της υποχώρησης», σύμφωνα με τον Μίλιας, στέλεχος του ΚΚ Χιλής, συνίσταται «στην τόνωση της άμυνας της Λαϊκής κυβέρνησης, στη συντήρησή της και στη συνέχιση του έργου της»46. Γιατί, όπως αναφέρει ο Μίλιας, «θα ήταν θλιβερό να εξακολουθήσουμε να αυξάνουμε τον αριθμό των εχθρών μας, αλλά, αντίθετα, χρειάζεται να κάνουμε παραχωρήσεις»47. Ταυτόχρονα ο Μίλιας βεβαιώνει ότι «ο έλεγχος των εργατών στην ιδιωτική βιομηχανία δεν έχει καμία σχέση με το βασικό πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας»48. Στην πραγματικότητα η πολιτική γραμμή «παγίωσης των κατακτήσεων» της πρώτης περιόδου που πρότεινε το ΚΚ Χιλής, πολιτική που ήταν συνδεδεμένη με το στόχο προσεταιρισμού των χριστιανοδημοκρατών, ήταν πολιτική «παγίωσης» και σταθεροποίησης του καπιταλιστικού συστήματος μέσα από την προσπάθεια για άμβλυνση της ταξικής πάλης.
Παρόλη τη συμβιβαστική, κατευναστική στάση του ΚΚ Χιλής και της «Λαϊκής Ενότητας» γενικότερα, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις διάφορες μερίδες της αστικής τάξης και ανάμεσα στην εργατική τάξη και στο κεφάλαιο συνέχισαν να οξύνονται στη Χιλή και αποκαλύπτουν τη δικιά τους λογική.
Οι αντιπαραθέσεις δυναμώνουν το Σεπτέμβρη του 1972. Προκλήσεις, βίαια επεισόδια, σαμποτάζ, συναυλίες από κατσαρόλες, σχέδια για πραξικόπημα που βγαίνουν στη δημοσιότητα. Ταυτόχρονα, μαζικές διαδηλώσεις στους δρόμους από οπαδούς της προεδρίας Αλιέντε. Στις 12 Οκτώβρη αρχίζει λοκ άουτ στα εργοστάσια από τους ιδιοκτήτες. Οι εργάτες σε πολλές περιπτώσεις καταλάμβαναν εργοστάσια, οργάνωναν κυκλώματα διανομής με βάση τις οργανώσεις στις επιχειρήσεις.
Διαμορφώθηκαν νέα όργανα πάλης των εργατών, που δεν προέρχονταν από τα παραδοσιακά συνδικάτα. Είναι τα «cordones industrials» (βιομηχανικές ζώνες), εργατικές οργανώσεις μέσα στις βιομηχανικές ζώνες, και τα «commandos communales» (κοινοτικές διοικήσεις). Τα «commandos communales», που εμφανίζονται ως απάντηση στο λοκ άουτ των εργοδοτών, παίζουν ρόλο στην οργάνωση της περιφρούρησης και της επαγρύπνησης, στην πρόληψη απέναντι στα σαμποτάζ, εξασφαλίζουν τη διανομή τροφής και ειδών πρώτης ανάγκης, συντονίζουν δραστηριότητες μεταφοράς, ανεφοδιασμού σε πρώτες ύλες κλπ.
Το ΚΚ Χιλής δε μελέτησε τον ενδεχόμενο ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν τα «cordones industrials» και τα «commandos communales» σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης ως όργανα ταξικής οργάνωσης ανεξάρτητης από την αστική τάξη και το κράτος της, ως όργανα μαχητικής δράσης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Ούτε βεβαίως είχε τον προσανατολισμό ν’ αναζητήσει πιθανές μορφές που μπορεί να πάρει η οργάνωση της επαναστατικής πάλης σε μια πορεία όξυνσης της ταξικής πάλης και διαμόρφωσης συνθηκών επαναστατικής κατάστασης. Μάλιστα αντιμετώπισε αυτές τις οργανώσεις ως συμπληρωματικές του αστικού κρατικού μηχανισμού ή, πιο σωστά, ως οργανώσεις που οφείλουν να υποταχτούν στις προτεραιότητες της αστικής κυβέρνησης του Σαλβαντόρ Αλιέντε.
Χαρακτηριστικά το στέλεχος του ΚΚ Χιλής Χόρχε Ινσούνσα αναφέρει ότι τα «κοινοτικά κομάντος (σ.σ. commandos communales) δεν πρέπει να θεωρηθούν ως παράλληλη εξουσία και ότι έχει μεγάλη σημασία να αναζητηθεί η φόρμα που θα συνδέσει τα έργα των κοινοτικών κομάντος με τα έργα των κυβερνητικών οργανισμών»49. Για το ίδιο θέμα αναφέρει: «Οι αγώνες του Οκτώβρη υπογράμμισαν και πάλι το γεγονός ότι η κύρια δύναμη του λαϊκού κινήματος βρίσκεται στις μάζες, στην κινητοποίησή τους, στην ανάπτυξη των δημιουργικών πρωτοβουλιών του. Η μερίδα αυτή της εξουσίας, την οποία κατέκτησε ο λαός, μπορεί να αναπτυχθεί και να εδραιωθεί υπό τον όρο ότι θα συνδυάσει στενά τις ενέργειες του κράτους με τη δραστηριότητα των λαϊκών μαζών...»50.
Ενδιαφέρον έχει και η άποψη της ηγεσίας του συνδικαλιστικού κινήματος CUT για τις νέες μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης και του λαού. Ο Χόρχε Γκοντόι από το Κεντρικό Ενιαίο Συνδικάτο Εργαζομένων αντιμετωπίζει τα κοινοτικά κομάντος ως οργανώσεις συμπληρωματικές ή υποταγμένες στο επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα. Επίσης υποστηρίζει ότι δεν είναι αναγκαίο να διατηρηθούν. Να τι λέει στην εφημερίδα «Τσίλε Ου»:
«Τσίλε Ου: Μάθαμε ότι ορισμένα συνδικαλιστικά στελέχη αποσύρθηκαν από μερικά κοινοτικά κομάντος. Πού οφείλεται αυτό;
Χόρχε Γκοντόι: Σε ορισμένα συνδικαλιστικά στελέχη είχε δημιουργηθεί κάποια σύγχυση. Εκείνο που έχει σημασία είναι να διευκρινίσουμε πως οι νέες μορφές οργάνωσης δεν πρέπει να έρχονται σε σύγκρουση με τη γενική κατεύθυνση του εργατικού κινήματος.
Τσίλε Ου: Πιστεύετε μήπως ότι πρέπει να διατηρηθούν όλες οι μορφές οργάνωσης και λειτουργίας που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της απεργίας;
Χόρχε Γκοντόι: Οι εργάτες στη διάρκεια της οκτωβριανής απεργίας δημιούργησαν έξοχες μορφές προμήθειας και κυκλωμάτων διανομής τροφίμων, μορφές που επέτρεψαν στον πληθυσμό να μην υποφέρει καθόλου από την απεργία. Εντούτοις, ορισμένες μορφές που υπήρξαν θαυμάσιες για εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να τις διατηρήσουμε και σήμερα που η κατάσταση έχει αλλάξει»51.
Οπως είναι φυσικό , οι οργανώσεις αυτές εκφυλίστηκαν γρήγορα.
Από την πλευρά της κυβέρνησης επακολούθησε μια νέα απόδειξη προσήλωσης στο νόμιμο κοινοβουλευτικό δρόμο και στο σύνταγμα, που ήταν η συμμετοχή τριών κορυφαίων αξιωματικών του στρατού στην κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας». Μία μέρα μετά από την εισδοχή των στελεχών του στρατού στο νέο υπουργικό συμβούλιο του Αλιέντε, ο στρατηγός Πρατς εξήγησε στο «Τσίλε Ου» το νόημα της συμμετοχής τους.
Ο στρατηγός Πρατς ήταν, μέχρι την υπουργοποίησή του, αρχηγός του Στρατού Ξηράς. Τη θέση του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου πήρε ύστερα από αυτό ο Αουγκουστίνο Πινοσέτ, ο μελλοντικός δικτάτορας. Ο στρατηγός Πρατς στη συνέντευξή του δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών: «Ερώτηση: Πώς καθορίζετε το ρόλο των ένοπλων δυνάμεων στο εσωτερικό του νέου υπουργικού συμβουλίου της Λαϊκής κυβέρνησης;
Απάντηση: Πρόκειται περί μιας συνεργασίας με την κυβέρνηση, ενώπιον του καθήκοντος να περισωθεί η κοινωνική ειρήνη, η οποία απειλείται σοβαρώς από τις δραματικές συνέπειες των απεργιών…
Ερώτηση: Καθορίσατε τη συμμετοχή στην κυβέρνηση των ένοπλων δυνάμεων ως ένα “πατριωτικό καθήκον”, διά να συμβάλετε εις την κοινωνική ειρήνη της Χιλής και να την παγιώσετε, καθώς επίσης και να προάγετε την “ομόνοια μεταξύ των Χιλιανών”. Ποια συγκεκριμένα μέτρα σκοπεύετε να υιοθετήσετε προκειμένου να επιτύχετε το σκοπό αυτό;
Απάντηση: Να εφαρμόσουμε με σθένος και άνευ διακρίσεως τους ισχύοντας νόμιμους κανονισμούς, εις τρόπον ώστε όλοι οι τομείς της δημόσιας ζωής να επανακτήσουν την πίστη και την εμπιστοσύνη τους στο γεγονός ότι οι αλλαγές στις κοινωνικές δομές θα πραγματοποιηθούν μέσα στα δημοκρατικά πλαίσια νομιμότητος, όπως σαφώς καθορίζει το πρόγραμμα της κυβερνήσεως. […]
Ερώτηση: Ορισμένοι κύκλοι της Αριστεράς έχουν τη γνώμη πως η παρουσία των ένοπλων δυνάμεων στην κυβέρνηση ενέχει τον κίνδυνο να αναχαιτίσει την ανάπτυξη του κινήματος των μαζών. Εσείς τι γνώμη έχετε πάνω σε αυτό;
Απάντηση: Η ανάπτυξη του κινήματος των μαζών είναι νόμιμος μέσα στη δυναμική του σύγχρονου κόσμου και εφόσον καναλιζάρεται μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας. Οι λαϊκοί ηγέται της Χιλής αντιλαμβάνονται εξάλλου ότι ο στρατός δεν είναι στην υπηρεσία συγκεκριμένων και ειδικών στρωμάτων της κοινωνίας, αλλά ότι ο ρόλος του είναι να προστατεύει τα πάγια συμφέροντα της πατρίδος»52.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα παγιδευόταν όλο και πιο πολύ στην ενσωμάτωση, καθώς όχι μόνο συνέχισε να συμμετέχει στην κυβέρνηση και μετά από αυτόν τον ανασχηματισμό, αλλά εκτιμούσε τη συμμετοχή των στρατιωτικών στην κυβέρνηση ως σημάδι της νίκης του λαού απέναντι στη λεγόμενη «Δεξιά».
Ταυτόχρονα με την είσοδο των στρατιωτικών στην κυβέρνηση και σε μία ακόμα προσπάθεια της κυβέρνησης Αλιέντε να «εξημερώσει» τις μάζες, υπουργοποιήθηκαν ο πρόεδρος και ο γραμματέας των εργατικών συνδικάτων.
Να σημειώσουμε ότι, παρά τις διενέξεις μεταξύ της αμερικανικής κυβέρνησης και της κυβέρνησης της «Λαϊκής Ενότητας» ιδιαίτερα με αφορμή το ζήτημα του χαλκού, οι διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες δεν έπαψαν.
Επίσης διατηρήθηκαν και οι στρατιωτικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, μέσα από εκπαιδευτικά μαθήματα, συνδυασμένες στρατιωτικές ασκήσεις, ακόμα και προμήθεια ορισμένης ποσότητας οπλισμού.53 Το 1952 υπογράφηκε το αμερικανικό σύμφωνο βοήθειας μέσω του οποίου οι ΗΠΑ πρόσφεραν βοήθεια στο χιλιανό στρατό και αυτό συνεχίστηκε και επί της διακυβέρνησης της «Λαϊκής Ενότητας». Η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» προσκάλεσε το χιλιανό στόλο να λάβει μέρος στα ετήσια γυμνάσια «Ουνιτάς» μαζί με το αμερικανικό Ναυτικό. Επίσης αξιωματικοί και υπαξιωματικοί εξακολουθούσαν να συμμετέχουν σε εκπαιδευτικά προγράμματα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Χιλή επί προεδρίας Σαλβαντόρ Αλιέντε συνέχισε να συμμετέχει στον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών (OAS). Ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών είναι διακρατική συμμαχία καπιταλιστικών κρατών για ζητήματα «άμυνας και ασφάλειας» με έδρα την Ουάσιγκτον των ΗΠΑ. Ιδρύθηκε μετά από τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού, ο στόχος του ήταν να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία και ακεραιότητα των αμερικανικών κρατών απέναντι στην «ξένη απειλή». Στον όρο «ξένη απειλή» συμπεριλαμβανόταν επίσης και η λεγόμενη «κομμουνιστική διάβρωση». Ο οργανισμός αυτός είναι γνωστός ως το «ΝΑΤΟ της Αμερικανικής Ηπείρου». Το 1962 η Κούβα «αποβλήθηκε» από τον οργανισμό.54
Ακολουθεί απόσπασμα τοποθέτησης του Αλιέντε σε συνέντευξη:
«Ντεμπρέ: ...Αυτό που μπορεί να ξαφνιάσει, είναι ότι η χιλιανή κυβέρνηση εξακολουθεί να είναι μέλος του Οργανισμού Αμερικάνικων Κρατών ... που ο Φιντέλ ονόμασε, πριν από λίγο καιρό, μπορντέλο. Λοιπόν, να που μπαινοβγαίνετε σε αυτό το μπορντέλο...
Αλιέντε: Ακουσε, Ρεζί ... εάν κοιτάξεις το γενικό πλαίσιο της Λατινικής Αμερικής και αν δεις την πλειοψηφία των κυβερνήσεων ... θα καταλάβεις πως είναι πολύ δύσκολη η δημιουργία ενός αυθεντικά αντιπροσωπευτικού Οργανισμού των λαών της Λατινικής Αμερικής, χωρίς να ακολουθεί η αναγκαστική παρουσία των ΗΠΑ. Γι’ αυτό νομίζω πως το να εγκαταλείψουμε μια έδρα σε τέτοιες περιστάσεις είναι πλάνη με κεφαλαίο. Η περίπτωση της Κούβας είναι διαφορετική, γιατί οι Κουβανοί διώχθηκαν από τον OAS…
Σε ό,τι μας αφορά, γνωρίζουμε πολύ καλά τα όρια που μας έχουν επιβληθεί, αλλά λέω πως αυτή η έδρα μας είναι αναγκαία και απαραίτητη για να εκθέτουμε τις απόψεις μας και για να αποδείξουμε ότι ο OAS πρέπει να αλλάξει»55.
Βεβαίως είναι αυταπάτη ότι διακρατικές καπιταλιστικές ενώσεις μπορούν ν’ αλλάξουν υπέρ των εργατικών τάξεων και να μετατραπούν από όργανα των κεφαλαιοκρατών, εχθρικά για τους λαούς, σε φιλικά για τους τελευταίους. Εδώ αναδεικνύεται ένα ακόμα ζήτημα, ότι η συμμετοχή σε διακρατικές καπιταλιστικές συμμαχίες (διεθνείς ή περιφερειακές) είναι υποχρεωτική για ένα καπιταλιστικό κράτος. Ετσι, πίσω από τις διακηρύξεις περί «ανεξαρτησίας» συνήθως κρύβονται οι επιδιώξεις για αλλαγή συμμαχιών ή για επαναδιαπραγμάτευση της θέσης ενός καπιταλιστικού κράτους στο πλαίσιο των υπαρχουσών συμμαχιών. Η αποδέσμευση από τέτοιου είδους συμμαχίες προϋποθέτει τη σοσιαλιστική επανάσταση. Η στάση της κυβέρνησης Αλιέντε ήταν μια ρεαλιστική στάση μιας αστικής κυβέρνησης, εκτιμώντας μάλιστα ότι στις τότε συνθήκες ήταν αδύνατο να διαμορφωθεί μια περιφερειακή συμμαχία έξω από την επιρροή των ΗΠΑ. Σήμερα μπορούμε να δούμε τα πράγματα διαφορετικά. Η ανάδειξη της Βραζιλίας σε περιφερειακή δύναμη στην περιοχή της Λ. Αμερικής, καθώς και οι ανακατατάξεις που έχουν συντελεστεί στην περιοχή της Λ. Αμερικής και διεθνώς με την οικονομική διείσδυση της Κίνας, επιτρέπουν τη διαμόρφωση περιφερειακών συμμαχιών που περιορίζουν την επιρροή των ΗΠΑ (π.χ. ΑLBA).
Το Γενάρη του 1973 ο κομμουνιστής υπουργός Βιομηχανίας Ορλάντο Μίλιας υπέβαλε στη βουλή νομοσχέδιο που προέβλεπε τον περιορισμό του αριθμού προς «εθνικοποίηση» επιχειρήσεων και διαπραγματεύσεις για την επιστροφή μιας σειράς κρατικοποιημένων ή επιταγμένων επιχειρήσεων στους ιδιοκτήτες τους.
Το νομοσχέδιο Μίλιας είχε τη στήριξη του ΚΚ Χιλής και του Σαλβαντόρ Αλιέντε, αλλά συνάντησε την αντίδραση από μέρους της εργατικής τάξης. Εργάτες κατέλαβαν πολλές κεντρικές αρτηρίες σε διάφορες περιοχές και μια μεγάλη εργατική κινητοποίηση πραγματοποιήθηκε έξω από το Παλάτσο ντε λα Μονέδα (Προεδρικό Μέγαρο). Τελικά το σχέδιο αποσύρθηκε.
Το Μάρτη του 1973 διενεργήθηκαν εκ νέου εκλογές και η «Λαϊκή Ενότητα» ανέβασε το ποσοστό της στο 44%.
Ωστόσο στις εργατογειτονιές, στις συνοικίες και στα εργοστάσια αρχίζει να οργιάζει και τελικά να θεριεύει η τρομοκρατία των δυνάμεων καταστολής και του στρατού. Για την εξαπόλυση της τρομοκρατίας αξιοποιήθηκε εκτεταμένα νόμος που ψήφισε η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» περί «ελέγχου όλων των όπλων», ο οποίος υποτίθεται υποχρέωνε την ειρήνευση και τον αφοπλισμό τόσο των «ένοπλων αριστερών» όσο και των «ένοπλων δεξιών». Στην πραγματικότητα ο νόμος της κυβέρνησης Αλιέντε χρησιμοποιήθηκε ενάντια στην εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώματα και υπέρ του κεφαλαίου. Γίνονταν έρευνες σε εργοστάσια, ακόμα και σε κομματικά γραφεία του ΚΚ Χιλής. Οι έφοδοι χαρακτηρίζονταν από μεγάλη βαρβαρότητα. Την ίδια περίοδο το Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής έριχνε το σύνθημα «όχι στον εμφύλιο».
Τελικά στις 11 Σεπτέμβρη του 1973, από τις πρώτες πρωινές ώρες, εκδηλώθηκε το πραξικόπημα που ανέτρεψε την κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας».
Ο στρατός κατά κύριο λόγο συντάχτηκε με τους πραξικοπηματίες, με εξαίρεση κάποιες λιγοστές δυνάμεις που υποστήριζαν τον Αλιέντε. Καταλήφθηκαν λιμάνια, ραδιοφωνικοί σταθμοί. Βομβαρδίστηκε το Ράδιο Κορμποραθιόν. Βομβαρδίστηκε και το ίδιο το Προεδρικό Μέγαρο. Ο Αλιέντε βρέθηκε νεκρός μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο. Κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος και ξεκίνησε η στρατιωτική χούντα του Αουγκούστο Πινοσέτ που βάσταξε για πολλά χρόνια. Μαζικές συλλήψεις, δολοφονίες, βασανιστήρια και εκτελέσεις λαϊκών αγωνιστών ακολούθησαν.

ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΛΙΧΤΗΚΑΝ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Προσπαθώντας ν’ απαντήσουμε το ερώτημα ποιες οι αιτίες που μια κυβέρνηση όπως αυτή της «Λαϊκής Ενότητας» ανατράπηκε με πρωταγωνιστικό ρόλο του στρατού, τη στήριξη του μεγαλύτερου μέρους της αστικής τάξης και την ενεργό συμμετοχή των ΗΠΑ, πρέπει να διερευνήσουμε το πλέγμα των εσωτερικών και εξωτερικών αντιθέσεων. Για μια πιο ολοκληρωμένη παρουσίαση πρέπει να διερευνηθούν βαθιά οι εξελίξεις στη Χιλή σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, να μελετηθεί ο χιλιάνικος καπιταλισμός, κάτι που ξεφεύγει πολύ από τις δυνατότητες του παρόντος άρθρου. Μπορούμε όμως σήμερα να θέσουμε το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίχτηκαν τα γεγονότα, η συγκρότηση της «Λαϊκής Ενότητας», η άνοδός της στη διακυβέρνηση, καθώς και η ανατροπή της.
Στις ΗΠΑ η κυβέρνηση Κένεντι τη δεκαετία του 1960 προωθεί την πολιτική «Συμμαχία για την Πρόοδο» (Alliance For Progress) για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Πρόκειται ουσιαστικά για μια προσπάθεια οικονομικής και πολιτικής στήριξης προσπαθειών εκσυγχρονισμού και συγκρότησης σταθερών αστικών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική, για τη διευκόλυνση της οικονομικής δραστηριότητας των ΗΠΑ σε αυτές τις χώρες, αλλά και για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου λόγω Κούβας. Η πρωτοβουλία αυτή στηρίζει την προσπάθεια διαμόρφωσης «δημοκρατικών καθεστώτων» στη Λατινική Αμερική, σε αντίθεση με τις στρατιωτικές δικτατορίες που κυριαρχούν σε πολλές περιπτώσεις. Σε αυτό το πλαίσιο στηρίζεται στη Χιλή ανοιχτά το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και ο Φρέι, στηρίζονται οι μεταρρυθμίσεις που προωθεί, όπως η αγροτική μεταρρύθμιση κλπ. Ο Φρέι με τη σειρά του γίνεται ενεργός υποστηρικτής της πολιτικής «Συμμαχία για την Πρόοδο» που προωθούν οι ΗΠΑ.56 Ωστόσο η πορεία της οικονομίας στη διάρκεια της διακυβέρνησης Φρέι αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της βιομηχανίας ήταν περίπου 7% τα δύο πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Φρέι και τελικά έπεσε στο 2,3% τα τελευταία τέσσερα χρόνια.57
Το 1969 γίνεται Πρόεδρος των ΗΠΑ ο Νίξον και διακηρύσσει για τη Λατινική Αμερική την πολιτική «Δράση για την Πρόοδο» (Action for Progress).58 Η οικονομική κρίση αρχίζει να γίνεται αισθητή στις ΗΠΑ. Στους κόλπους του κεφαλαίου των ΗΠΑ εντείνεται η διαπάλη για τους προσανατολισμούς της εξωτερικής τους πολιτικής.
Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, οι αμερικανικές βιομηχανίες πετροχημικών, ηλεκτρονικών, μηχανολογικού εξοπλισμού των ΗΠΑ στηρίζουν την ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών στη Λατινική Αμερική στη βάση δημοκρατικών καθεστώτων. Αντιδρούν στην απόφαση να μη δοθεί πίστωση 21 εκατομμυρίων δολαρίων στην κυβέρνηση Αλιέντε για αγορά αεροσκαφών για τις χιλιάνικες αερογραμμές. Αρθρο στην εφημερίδα «New York Times» στις 2 Σεπτέμβρη του 1971, εκφράζοντας τέτοιες αντιδράσεις, γράφει: «Οι άνεργοι εργάτες αεροσκαφών στο Σιάτλ μόλις και μετά βίας θα ικανοποιηθούν όταν μάθουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, που κινούνται ενάντια στη Χιλή, θα αυξήσουν με αυτόν τον τρόπο τα ποσοστά εργασίας στα εργοστάσια Ilyushin στη Σοβιετική Ενωση, εάν η Χιλή αναγκαστεί να στραφεί στη μόνη εναλλακτική και μεγάλης εμβέλειας εμπορική περιοχή αεροσκαφών»59.
Από την άλλη, αναφέρεται ότι μονοπωλιακοί όμιλοι που τοποθετούν κεφάλαια στην εξόρυξη πρώτων υλών και δεν έχουν ιδιαίτερα κίνητρα για την εκβιομηχάνιση των οικονομιών της Λατινικής Αμερικής (ή που σχετίζονται με τις «δημόσιες» υπηρεσίες όπως η «ITT» ) αντιδρούν στις κινήσεις «εθνικοποίησης» και διαπραγματεύονται σκληρά για να εξασφαλίσουν τις αποζημιώσεις και ανταλλάγματα από ενδεχόμενη εθνικοποίηση, παίζουν καθοριστικό ρόλο στη στήριξη της αντιπολίτευσης στον Αλιέντε.
Ως σχετιζόμενα με τέτοιες αντιδράσεις αναφέρονται επιθετικά άρθρα που εμφανίζονται στον Τύπο των ΗΠΑ ενάντια στον Αλιέντε. Χαρακτηριστικά, στις 13 Αυγούστου 1971 η «News Washington Daily» γράφει: «Αν επιτρέψουμε στο μαρξιστή Αλιέντε να εθνικοποιήσει χωρίς αποζημίωση, αυτό θα δημιουργήσει ένα προηγούμενο που θα θέσει σε κίνδυνο δισεκατομμύρια αμερικάνικων δολαρίων, που έχουν επενδυθεί σε ορυχεία, πετρελαιοπηγές και βιομηχανίες στη Λατινική Αμερική»60.
Παράλληλα πρέπει να πάρουμε υπόψη ότι την περίοδο της διακυβέρνησης Αλιέντε η οικονομία της Χιλής επηρεάζεται από την καπιταλιστική οικονομική κρίση, γεγονός που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό το 1972. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας επιβραδύνονται, μια σειρά οικονομικοί δείκτες όπως το δημοσιονομικό έλλειμμα, το ισοζύγιο πληρωμών κ.ά. χειροτερεύουν, ενώ αυξάνει ο πληθωρισμός. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο David Silberman, γενικός διευθυντής της κρατικής φίρμας Cobre Chuqui, που αργότερα δολοφονήθηκε από τη στρατιωτική χούντα, το Γενάρη του 1972 αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι η παραγωγή έχει πέσει κατά 9% στις πόλεις El Teiniente, Chuquicamata και El Salvador. Τον Ιούνη του 1972 ο William Jalaf, πρόεδρος του ινστιτούτου κλωστοϋφαντουργίας, ισχυρίζεται ότι ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας της χώρας έχει απώλειες 7 με 8 εκατομμύρια εσκούδος το μήνα.
O Τύπος της αντιπολίτευσης αναφέρει το Νοέμβρη του 1972 ότι η FENSA, η μεγαλύτερη εταιρία κατασκευής οικιακών ηλεκτρικών συσκευών, έχει απώλειες 133 εκατομμύρια εσκούδος τους τελευταίους μήνες. Η κρατική εταιρία χονδρικού εμπορίου DINAC ανακοινώνει τον Ιούνη του 1972 απώλειες πάνω από 20 εκατομ. εσκούδος και χρέη ύψους 172 εκατομ. εσκούδος. Το Φλεβάρη του 1973 ο Guillermo Gacitua, πρόεδρος του εργατικού συνδικάτου της CHILECTRA, της κρατικής εταιρίας ηλεκτρικής ενέργειας, δηλώνει ότι η εταιρία έχει απώλειες 60 εκατομμύρια εσκούδος το 1971 και 150 εκατομμύρια εσκούδος το 1972.61 Στις οικονομικές δυσχέρειες της Χιλής προστέθηκαν και τα οικονομικά αντίποινα των ΗΠΑ που ασκούσαν πιέσεις μέσω διεθνών πιστοδοτικών οργανισμών (Τράπεζα Παναμερικής Ανάπτυξης, Παγκόσμια Τράπεζα), το οικονομικό σαμποτάζ στην παραγωγή, τα λοκ άουτ κλπ.
Ακόμα πρέπει να συνυπολογίσουμε την ξεχωριστή σημασία που είχε η παραγωγή χαλκού για την καπιταλιστική οικονομία της Χιλής, καθώς ο χαλκός συνιστούσε το 80% των εσόδων των εξαγωγών της.62 Οπότε ο έλεγχος της παραγωγής χαλκού από αμερικανικές εταιρίες εκτιμήθηκε ως μη συμφέρουσα κατάσταση για την καπιταλιστική οικονομία της Χιλής. Η «εθνικοποίηση» της παραγωγής χαλκού δεν είχε λοιπόν σχέση με τα λεγόμενα «πρώτα βήματα περάσματος στο σοσιαλισμό», αλλά με άλλες ανάγκες που είχε ο καπιταλισμός της Χιλής για στήριξη της εγχώριας καπιταλιστικής αγοράς.
Δεν είναι τυχαίο ότι η μερική κρατικοποίηση της παραγωγής χαλκού ξεκίνησε το 1966 από την κυβέρνηση Φρέι, του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.63 Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα του Φρέι προσπάθησε και αυτό να υποστηρίξει ένα «ποπουλίστικο κίνημα» για την προώθηση μεταρρυθμίσεων που περιλάμβαναν και «εθνικοποιήσεις», ενώ «βάφτιζε» την πολιτική του ως «Επανάσταση για την Ελευθερία». Και οι τρεις υποψήφιοι για την προεδρία το 1970 είχαν στα προγράμματά τους το αίτημα της εθνικοποίησης, είτε χωρίς αποζημίωση είτε με διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ. Βασικό ζήτημα αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ ήταν με ποιους όρους θα πραγματοποιηθεί αυτή η εθνικοποίηση, δηλαδή αν θα γίνει με αποζημίωση ή όχι. Είναι χαρακτηριστικό ότι το νομοσχέδιο για την «εθνικοποίηση» του χαλκού που εισηγήθηκε η «Λαϊκή Ενότητα» υποστηρίχτηκε απ’ όλα τα κόμματα στη βουλή (υπενθυμίζουμε ότι τα κόμματα της «Λαϊκής Ενότητας» δεν είχαν κοινοβουλευτική πλειοψηφία), ενώ οι συνθήκες κρατικής προστασίας για την παραγωγή του χαλκού διατηρήθηκαν τελικά και στην περίοδο της δικτατορίας του Α. Πινοσέτ.
Την ίδια ακριβώς περίοδο κρατικοποιήσεις πραγματοποίησαν στη Λατινική Αμερική στρατιωτικές κυβερνήσεις εθνικιστικού χαρακτήρα που διαφοροποιούνταν από τη βορειοαμερικανική εξωτερική πολιτική. Τέτοιες εθνικιστικές κυβερνήσεις που κρατικοποίησαν βορειοαμερικανικές εταιρίες εμφανίστηκαν την ίδια περίοδο στο Περού και λίγα χρόνια πριν στη Βολιβία και ήρθαν εξίσου σε σύγκρουση με επιλογές των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι ΗΠΑ αντέδρασαν εφαρμόζοντας μια σειρά από οικονομικά και άλλα αντίποινα εναντίον τους. Ο Ούγκο Φάσιο, μέλος της ΚΕ του ΚΚ Χιλής, αναφέρει σχετικά: «...Οι στρατηγοί του ιμπεριαλισμού μπορούν, φυσικά, να εφαρμόσουν και εφαρμόζουν οικονομικά αντίποινα σαν μέσο πίεσης. Ετσι συνέβη με τη Χιλή στα χρόνια της διακυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας και με το Περού, όταν βρισκόταν στην εξουσία η προοδευτική κυβέρνηση του Βελάσκο Αλβαράντο. Το οικονομικό πνίξιμο έγινε μια από τις παραδοσιακές μέθοδες αποσταθεροποίησης των ανεπιθύμητων καθεστώτων»64.
Ο Βελάσκο Αλβαράντο ήταν αρχηγός των ένοπλων δυνάμεων του Περού και ήρθε στη διακυβέρνηση με πραξικόπημα του στρατού. Το κίνημά του ονομάστηκε «Επαναστατικό Κίνημα των Ενοπλων Δυνάμεων» και πραγματοποίησε μια σειρά από κρατικοποιήσεις σε διάφορους τομείς της οικονομίας. Οι σχέσεις της κυβέρνησης Βελάσκο Αλβαράντο με την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών εντάθηκαν όταν επιχείρησε να κρατικοποιήσει τη Διεθνή Εταιρία Πετρελαίου. Η αντιπαράθεση μιας τέτοιας κυβέρνησης με τις ΗΠΑ δεν της προσδίδει προοδευτικό χαρακτήρα, καθώς η αντιπαράθεση αυτή δε γίνεται από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης, αλλά από τη σκοπιά των συμφερόντων του κεφαλαίου ή μερίδας του.
Εχει σημασία ότι τα χρόνια 1970-1973 ήταν χρόνια που άρχισε να γίνεται πιο αισθητή η επίδραση της οικονομικής κρίσης στις ίδιες τις ΗΠΑ. Για την πρώτη περίοδο μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στην περιοχή φαινόταν ως μη αμφισβητήσιμη και γερά στερεωμένη. Μια σειρά από κυβερνήσεις αναδύθηκαν σε πολλές από αυτές τις χώρες, που «θεωρήθηκαν» ως φιλικές προς τις ΗΠΑ: Η κυβέρνηση Καστέλιο Μπράνκο και κατόπιν Κόστα ε Σίλβα στη Βραζιλία, ο Μπαριέντος στη Βολιβία, ο Πατσέκο Αρέκο στην Ουρουγουάη, ο Μπαλαγκέρ στη Δομινικανή Δημοκρατία, ο Μπελαούντε στο Περού κ.ά.
Ωστόσο η θέση αυτή των ΗΠΑ και ο ρόλος τους στην περιοχή δεν ήταν εξασφαλισμένος στο πλαίσιο της μεταβαλλόμενης πραγματικότητας στη Λατινική Αμερική και στον κόσμο. Οι διεθνείς εξελίξεις, η δράση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης, η πορεία συσσώρευσης κεφαλαίων και η καπιταλιστική ανάπτυξη στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι γενικότερες τάσεις αλλαγής του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες σε διεθνές επίπεδο, η δυσαρέσκεια για τ’ ανταλλάγματα που έπρεπε να δίνουν στο βορειοαμερικανικό παράγοντα οι αστικές τάξεις των χωρών αυτών, επέδρασαν στην όξυνση των ανταγωνισμών μέσα στους κόλπους των αστικών τάξεων των χωρών για τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής που ακολουθούνταν, καθώς μερίδες των αστικών τάξεων θεωρούσαν ως μονόπλευρα προσανατολισμένη στις ΗΠΑ την εξωτερική πολιτική των κρατών τους. Δεν είναι τυχαίο ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’60, πέρα από τις εθνικιστικές στρατιωτικές κυβερνήσεις στη Βολιβία και στο Περού που ήδη αναφέραμε, πραγματοποιούνται σε μια σειρά χώρες, όπως στην Κολομβία, την Ουρουγουάη, τη Βενεζουέλα, το Εκουαδόρ κ.ά., μεγάλης κλίμακας κινητοποιήσεις εναντίον της παρουσίας των ΗΠΑ, που απαιτούσαν θεσμικές αλλαγές και «εθνική πολιτική». Λίγο πριν (1959), το λαϊκό κίνημα στην Κούβα ανέτρεψε το στρατηγό Μπατίστα, ο οποίος είχε τη στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Γενικότερα μιλώντας, η δυνατότητα των εγχώριων λατινοαμερικανικών αστικών τάξεων ν’ αξιοποιήσουν μια πιο ευέλικτη εξωτερική πολιτική ασφαλώς σχετίζεται και με γενικότερες τάσεις στους διεθνείς συσχετισμούς δύναμης στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Αρθρο στους «New York Times» την εποχή εκείνη, εκφράζοντας τους προβληματισμούς της Ουάσιγκτον σχετικά με τις οικονομικές δοσοληψίες της Χιλής με άλλα κέντρα του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος, αναφέρει: «Οικονομικά η Χιλή είναι ουσιαστικά ανεξάρτητη από τη βοήθεια των ΗΠΑ. Υπάρχουν λιγότερα από 28 εκατομμύρια δολάρια σε αδιάθετα κεφάλαια από δάνεια και δωρεές που έχουν εγκριθεί από το 1967. Η μόνη συμφωνία που υπογράφτηκε φέτος ήταν για 2,5 εκατομμύρια δολάρια για τη χρηματοδότηση των υποτροφιών Χιλιανών αποφοίτων για να σπουδάσουν στις ΗΠΑ, αλλά καμμία δεν έχει δοθεί μέχρις στιγμής.
Με τον ψηλό ρυθμό παραγωγής χαλκού και τις σχετικά ψηλές τιμές που επικρατούν στις παγκόσμιες αγορές, τα συναλλαγματικά αποθέματα της Χιλής ξεπερνάνε τα 500 εκατ. δολάρια.
Ενενήντα τοις εκατό της χιλιάνικης παραγωγής χαλκού πουλιέται στη Δυτική Ευρώπη και στην Ιαπωνία κι επομένως ένα πιθανό κλείσιμο της αγοράς των Ηνωμένων Πολιτειών δε θα επηρέαζε σοβαρά την οικονομία»65.
Μελέτη που δημοσιεύτηκε το 1973 με τίτλο «Latin America Empire Report» στο NACLA (North American Congress Of Latin America) αναφέρει επίσης: «...το 1970 χαρακτηρίζεται ως το αποκορύφωμα της δύσκολης κατάστασης στην οποία εισέρχεται η αμερικάνικη οικονομία εδώ και κάμποσο καιρό [...] Ενώ αυτά συμβαίνουν στην αμερικάνικη οικονομία, οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας εμφανίζονται σαν παραδείγματα ευημερίας σε πλήρη άνθιση [...] Η “επιθετικότητα” του ευρωπαϊκού και γιαπωνέζικου ανταγωνισμού πρέπει να εξύψωσε την επιθετικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στο πρόγραμμα της “Λαϊκής Ενότητας” στη Χιλή, που περιλάμβανε την εθνικοποίηση ουσιωδών αμερικάνικων συμφερόντων». Η ίδια μελέτη σημείωνε: «Η Νέα Οικονομική Πολιτική που εγκαινιάστηκε από την κυβέρνηση Νίξον για να αντιμετωπίσει τη φτωχή οικονομική κατάσταση, υποστηρίζει την ανάγκη να ασκηθεί μεγαλύτερη πίεση στις ξένες κυβερνήσεις (συγκεκριμένα στο μη ανεπτυγμένο κόσμο) προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντα και τις επενδύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες είναι περισσότερο από ποτέ αντιμέτωπες με την ανάγκη να ισχυροποιήσουν τη θέση τους μπροστά στην επέκταση του ευρωπαϊκού και γιαπωνέζικου κεφαλαίου».66
Στην τελική στάση της κυβέρνησης των ΗΠΑ ασφαλώς συντέλεσε η αντιπαράθεσή τους με την ΕΣΣΔ και η ανησυχία τους για την επίδραση που θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις ν’ ασκήσει η ΕΣΣΔ στον Αλιέντε και γενικότερα στη Χιλή. Στ’ απόρρητα έγγραφα της Διεθνούς Τηλεφωνικής και Τηλεγραφικής εταιρίας (ITT) αποτυπώνονται τέτοιες ανησυχίες και προβληματισμοί:
«Ενδιαφέρει [...] ποια θα είναι τα πρώτα βήματα που θα κάνουν οι κομμουνιστές για να στερεώσουν το οικοδόμημά τους. Ενας από τους πιθανούς στόχους είναι ο ίδιος ο Αλιέντε. Αν και είναι μαρξιστής και θαυμαστής του Κάστρο, ο Αλιέντε θεωρεί τον εαυτό του σαν Τίτο του Δυτικού ημισφαιρίου, θέλει να οικοδομήσει ένα δικό του ουτοπιστικό όραμα του σοσιαλισμού, που θα είναι αποδεκτό και από την Ουάσιγκτον και από τη Μόσχα ... οι κομμουνιστές μπορούν να πάρουν και θα πάρουν τα απαραίτητα μέτρα για να ελέγχουν τον Αλιέντε [...] Χωρίς βοήθεια από την Ουάσιγκτον, ο Αλιέντε θα υποχρεωθεί να καταφύγει στους κομμουνιστές και στη Μόσχα. Οι Ρώσοι δε θέλουν να έχουν έναν άλλο Τίτο...»67.
Τέλος στην πορεία των εξελίξεων, έπαιξε ρόλο η ανησυχία της αστικής τάξης για τη δυναμική της ταξικής πάλης (ανεξάρτητα από την πολιτική γραμμή του ΚΚ Χιλής) και η ανάγκη να κρατηθεί αυτή εντός επιτρεπτών ορίων, χωρίς ν’ αμφισβητείται η σταθερότητα του καπιταλιστικού συστήματος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η πορεία της ταξικής πάλης στη Χιλή με την τραγική της κατάληξη για το λαό της Χιλής, καθώς και το πραξικόπημα του Α. Πινοσέτ, επιβεβαιώνουν ότι η εργατική τάξη δεν έχει συμφέρον να συμμαχήσει με κανένα τμήμα αστικής τάξης, ούτε να επιλέξει πλευρά στο πλαίσιο των αναπτυσσόμενων ενδοαστικών αντιθέσεων· αντίθετα, πρέπει να παλέψει για τη δική της εξουσία, ανατρέποντας την εξουσία των κεφαλαιοκρατών.
Τα διδάγματα από αυτήν την πορεία επιβεβαιώνουν τις θέσεις του ΚΚΕ και όχι του οπορτουνισμού. Οχι μόνο σήμερα, αλλά και στο μέλλον ακόμα περισσότερο, οι δυνάμεις του οπορτουνισμού θα προσπαθήσουν ν’ αξιοποιήσουν παλιότερες αναλύσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και του ίδιου του ΚΚΕ, για να πολεμήσουν τη σύγχρονη στρατηγική του. Το ΚΚΕ στο 19ο Συνέδριό του έκανε ένα σημαντικό περαιτέρω βήμα στην επεξεργασία του προγράμματος της σοσιαλιστικής επανάστασης, εκτίμησε τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης και δουλεύει καθημερινά για να συσπειρώσει την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα σε κατεύθυνση ανατροπής. Παρά την υποχώρηση του κινήματος που χαρακτηρίζει τη σημερινή περίοδο, η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, οι αντιθέσεις ανάμεσα στα κέντρα του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης δεν έχουν ξεπεραστεί. Οι εξελίξεις είναι μπροστά.
 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

O Τάσος Τραβασάρος είναι συνεργάτης της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
2. Ρεζί Ντεμπρέ: «Ο δρόμος της Χιλής», εκδ. «Μνήμη», σελ.135.
3. Ορλάντο Μίλιας: «Λατινική Αμερική: Τα διδάγματα του πολέμου και η επαναστατική διαδικασία», περιοδικό «Προβλήματα Ειρήνης και Σοσιαλισμού», τ.8/1985, σελ. 21.
4. Οι Μαπούτσε είναι φυλή ινδιάνων που την εποχή πριν την άφιξη των Ισπανών υπολογίζονταν σε 1.000.000 και ήταν συγκεντρωμένοι ως επί το πλείστον στην περιοχή της Αραουκάνα. Κατάφεραν να διατηρήσουν την αυτονομία και την ανεξαρτησία τους από το Ισπανικό Στέμμα για πάνω από 260 χρόνια και τελικά καθυποτάχτηκαν το 19ο αιώνα στο ανεξάρτητο κράτος της Χιλής. Το ανεξάρτητο κράτος της Χιλής διεξήγαγε πόλεμο εξόντωσης των Μαπούτσε, που τελείωσε το 1881, όταν οι τελευταίοι ηττήθηκαν οριστικά. Η φυλή των Μαπούτσε υπάρχει ακόμα και σήμερα στη Χιλή, πολλοί από τους οποίους ζουν στο Σαντιάγκο.
5. «Συνομιλίες με τον Αλιέντε για την κατάσταση της Χιλής», στο Ρεζί Ντεμπρέ: «Ο δρόμος της Χιλής», εκδ. «Μνήμη», σελ.122.
6. Ορλάντο Μίλιας: «Λατινική Αμερική: Τα διδάγματα του πολέμου και η επαναστατική διαδικασία», περιοδικό «Προβλήματα Ειρήνης και Σοσιαλισμού», τ.8/1985, σελ. 23.
7. Jorge Palacios: «Chile, An Attempt at “Historic Compromise”: The Real Story of the Allende Years», «Banner Press», p. 36.
8. Jorge Palacios: «Chile, An Attempt at “Historic Compromise”: The Real Story of the Allende Years», «Banner Press», p. 39.
9. Λουίς Κορβαλάν, στο «Χιλή - Η ταξική αναμέτρηση», εκδ. «Βέργος», σελ. 137.
10. Ο.π., σελ. 139.
11. Παρατίθεται στο Ορλάντο Μίλιας: «Χιλή: Τα διδάγματα των χιλίων ημερών», περιοδικό «Προβλήματα Ειρήνης και Σοσιαλισμού», τ. 9/1980, σελ. 132.
12. Για παράδειγμα, το ΚΚ της Δομινικανής Δημοκρατίας, ύστερα από τη νίκη του Αλιέντε, έγραφε στην εφημερίδα του, την «El Popular»: «Η νίκη επιβεβαιώνει την επιτυχία της γραμμής που ακολουθεί το ΚΚ Χιλής, με την έννοια ότι σε αυτήν τη χώρα υπάρχουν οι προϋποθέσεις, έτσι ώστε οι αντιιμπεριαλιστικές και αντιφεουδαλικές επαναστατικές δυνάμεις να μπορούν να πάρουν την εξουσία χωρίς να καταφύγουν στην επαναστατική βία σαν προαπαιτούμενο...». Ο Federico Alvarez, στέλεχος του ΚΚ Βενεζουέλας, έγραφε στο περιοδικό «Deslinde» του ΚΚ: «...Στη Χιλή το ΚΚ υποστήριξε ότι η νίκη θα έρθει μέσα από την εκλογική νίκη. Εχοντας μεγάλες παραδόσεις, συνταγματική θωράκιση και ένα δίκτυο μαζικών οργανώσεων, αυτό τους επιτρέπει να επιχειρήσουν να κατακτήσουν την εξουσία χωρίς αναγκαστικά να χρησιμοποιήσουν τα όπλα στο βαθμό που ο εχθρός σέβεται τους κανόνες του παιχνιδιού. Διεκδίκησαν το δικαίωμα να αναπτύξουν μια γραμμή στηριγμένη στη δικιά τους κατάσταση, όταν πολλοί πεισματικά προσπαθούσαν να επιβάλουν ξένα σχήματα πάνω τους. Ο χρόνος έδειξε ότι είχαν δίκιο». Ο Edmundo Rivadeneira, στέλεχος του ΚΚ Εκουαδόρ, έγραφε: «Πιστεύω ότι η χιλιανή νίκη επιβεβαιώνει ότι είναι απαραίτητο η επαναστατική δράση να συμμορφώνεται στους στόχους και στις πραγματικές συνθήκες του κάθε λαού. Δείχνει ότι είναι τελείως δυνατό να αναλάβεις την κυβέρνηση χωρίς σκληρή και μονομερή πολιτική που, κατά τη γνώμη μου, τρομάζει τους ανθρώπους και αδυνατίζει τα επαναστατικά κινήματα». Ανάλογες απόψεις εξέφρασαν ΚΚ στην Ευρώπη. Ο Gunther Jahn, Α΄ Γραμματέας της FDJ στην DDR (η νεολαία του ΕΣΚΓ στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας), σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο «El Siglo» έγραφε: «Η νίκη του χιλιανού λαού επιβεβαιώνει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η πολιτική εξουσία του ιμπεριαλισμού και η εσωτερική Αντίδραση μπορούν να ανατραπούν μέσα από σκληρό ταξικό αγώνα, αλλά μέσα από τον ειρηνικό δρόμο, στη βάση της ενότητας όλων των αντιιμπεριαλιστικών λαϊκών δυνάμεων... Γι’ αυτό, η “Λαϊκή Ενότητα” δίνει το παράδειγμα για το ποιος είναι ο δρόμος των επαναστατικών μετασχηματισμών όχι μόνο για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, αλλά επίσης και για τις άλλες χώρες, στην Ασία και στην Αφρική, ακόμα και στην ιμπεριαλιστική Ευρώπη». Τέλος, ο Rene Andrieu, εκδότης της «L’ Humanite», εφημερίδας του ΚΚ Γαλλίας, έγραφε: «Αυτό που συμβαίνει εκεί (σ.σ. εννοεί στη Χιλή) αφορά όλους τους προοδευτικούς ανθρώπους στον κόσμο... Η εμπειρία της “Λαϊκής Ενότητας” μπορεί να αξιοποιηθεί από τη γαλλική Αριστερά... Το γεγονός ότι ο ένοπλος αγώνας ήταν απαραίτητος στην Κούβα για να κερδηθεί η ανεξαρτησία και πιθανώς αυτό να είναι απαραίτητο στο μέλλον σε κάποια άλλη χώρα της ηπείρου, αυτό δε σημαίνει ότι αυτό είναι κάτι υποχρεωτικό για όλους τους χρόνους και όλα τα μέρη. Είναι προτιμότερο να προσπαθήσουμε, εάν οι συνθήκες το επιτρέψουν, να πάρουμε την εξουσία μέσα από το εκλογικό δρόμο». (Jorge Palacios, Chile, An Attempt at “Historic Compromise, The Real Story of the Allende Years, Banner Press, p. 74-75, 78, 80).
13. Πρόκειται για τη λεγόμενη «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Χιλής» το 1932, δηλαδή για στρατιωτική χούντα με επικεφαλής το συνταγματάρχη της Αεροπορίας Μαρμαντούκε Γκρόβε, που υποστηρίχτηκε από σοσιαλιστικές ομάδες με επικεφαλής τον Εουχένιο Μάτε. Η κυβέρνηση της χούντας κράτησε μόλις 100 μέρες και είχε «εθνικιστικά» και «λαϊκιστικά» χαρακτηριστικά. Το ΚΚ Χιλής είχε εκφράσει την αντίθεσή του σε αυτήν την κυβέρνηση.
14. Ρεζί Ντεμπρέ: «Ο δρόμος της Χιλής», εκδ. «Μνήμη», σελ. 136.
15. Ρεζί Ντεμπρέ: «Ο δρόμος της Χιλής», εκδ. «Μνήμη», σελ. 70-71.
16. Ρεζί Ντεμπρέ: «Ο δρόμος της Χιλής», εκδ. «Μνήμη», σελ. 62-63.
17. Ε. Ρόμπλες: «Η Χιλή του Αλιέντε, Ενας νέος δρόμος για το σοσιαλισμό», εκδ. «Ράππα», σελ. 9-10.
18. Ρεζί Ντεμπρέ: «Ο δρόμος της Χιλής», εκδ. «Μνήμη», σελ. 142.
19. Ορλάντο Μίλιας: «Χιλή: Τα διδάγματα των χίλιων ημερών», περιοδικό «Προβλήματα Ειρήνης και Σοσιαλισμού», τ. 9/1980.
20. «Το βασικό πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας», στο «Χιλή 1970-1975: Πέντε χρόνια αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στην εσωτερική αντίδραση», έκδοση της ΚΝΕ.
21. «Το βασικό πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας», στο «Χιλή 1970-1975: Πέντε χρόνια αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στην εσωτερική αντίδραση», έκδοση της ΚΝΕ.
22. «Το βασικό πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας», στο «Χιλή 1970-1975: Πέντε χρόνια αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στην εσωτερική αντίδραση», έκδοση της ΚΝΕ.
23. Ο.π.
24. «Η Κομμουνιστική Διεθνής, Θέσεις και Καταστατικό», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ.113.
25. Ρεζί Ντεμπρέ: «Ο δρόμος της Χιλής», εκδ. «Μνήμη», σελ. 19-21.
26. Δημήτρη Καλτσώνη: «Η κυβέρνηση Αλλιέντε. Επίκαιρα διδάγματα για το κράτος», περιοδικό «Μαρξιστική Σκέψη», τ. 9, 2013.
27. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 107.
28. Ο.π., σελ. 39.
29. Καρλ Μαρξ - Φρίντριχ Ενγκελς: «Κριτική του προγράμματος της Γκότα », εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 47.
30. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 68.
31. Ο.π.
32. «Το βασικό πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας», στο «Χιλή 1970-1975: Πέντε χρόνια αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στην εσωτερική αντίδραση», έκδοση της ΚΝΕ.
33. Ο.π.
34. «Το βασικό πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας», στο «Χιλή 1970-1975: Πέντε χρόνια αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στην εσωτερική αντίδραση», έκδοση της ΚΝΕ.
35. Ο.π.
36. Οπ.
37. Οπ.
38. Οπ.
39. «Χιλή - Η ταξική αναμέτρηση», εκδ. «Βέργος», σελ. 35.
40. Πολ Σουΐζι - Χάρι Μαγκντόνοφ: «Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Χιλή», εκδ. «Καρανάση», σελ. 26.
41. Ρεζί Ντεμπρέ: «Ο δρόμος της Χιλής», εκδ. «Μνήμη», σελ. 165-166.
42. Πολ Σουΐζι - Χάρι Μαγκντόνοφ: «Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Χιλή», εκδ. «Καρανάση», σελ. 31-32.
43. «Χιλή - Η ταξική αναμέτρηση», εκδ. «Βέργος», σελ. 8-9.
44. Το MIR (Κίνημα Επαναστατικής Αριστεράς) ήταν κόμμα που οι αντιλήψεις του αποτελούσαν μίγμα μαρξιστικών θέσεων, θεωρητικών αντιλήψεων της «Νέας Αριστεράς», με επιδράσεις από την κουβανική και την κινεζική επανάσταση και την παράδοση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων της Λ. Αμερικής του 19ου αιώνα. Ως τέτοιο, δεν εξαιρούνταν από τα προβλήματα στρατηγικής που χαρακτήριζαν και τα υπόλοιπα κόμματα «μαρξιστικής αναφοράς», ιδιαίτερα όσον αφορά την υιοθέτηση της στρατηγικής των σταδίων. Ως αποτέλεσμα αυτών των αντιφάσεων, το MIR, παρόλη την αρχική άρνηση εκλογικής υποστήριξης της «Λαϊκής Ενότητας», τελικά οδηγήθηκε σε στάση ευμενούς υποστήριξης της κυβέρνησης του Σαλβαντόρ Αλιέντε. Να τι γράφει χαρακτηριστικά στέλεχος του MIR για την κυβέρνηση Αλιέντε: «Δεν υποτιμάμε τη σημασία μιας κυβέρνησης που βρίσκεται στα χέρια των δυνάμεων της Αριστεράς. Πιστεύουμε πως μια τέτοια κυβέρνηση είναι ένας ισχυρός μηχανισμός που, προσανατολισμένος προς μια σωστή κατεύθυνση, θα είχε επιτρέψει ένα προχώρημα ακόμα πιο σημαντικό από αυτό που κιόλας έχει γίνει» (Μιγκέλ Ενρίκες, στο «Χιλή - Η ταξική αναμέτρηση», εκδ. «Βέργος», σελ. 100.).
45. «Το βασικό πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας», στο «Χιλή 1970-1975: Πέντε χρόνια αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στην εσωτερική αντίδραση», έκδοση της ΚΝΕ.
46. «Χιλή - Η ταξική αναμέτρηση», εκδ. «Βέργος», σελ. 66.
47. Ο.π.
48. Ο.π., σελ. 72.
49. Χόρχε Ινσούνσα, στο «Χιλή - Η ταξική αναμέτρηση», εκδ. «Βέργος», σελ. 111.
50. Ο.π., σελ. 112-113.
51. «Χιλή - Η ταξική αναμέτρηση», εκδ. «Βέργος», σελ. 114-115.
52. Συνέντευξη του Στρατηγού Πρατς, Τσίλε Ου, Νοέμβρης 1972, στο «Χιλή - Η ταξική αναμέτρηση», εκδ. «Βέργος», σελ. 130-132.
53. «Χιλή - Η ταξική αναμέτρηση», εκδ. «Βέργος», σελ. 25.
54. Τo 2009 o OAS έπαυσε την απόφαση του 1962 και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την Κούβα (μετά από αίτημά της), για να εισαχθεί στον οργανισμό. Δες : http://www.oas. org/en/member_states/default.asp#Cuba
55. Ρεζί Ντεμπρέ: «Ο δρόμος της Χιλής», «Συνομιλίες με τον Αλιέντε για την κατάσταση στην Χιλή», εκδ. «Μνήμη», σελ. 130-131.
56. Jorge Palacios: «Chile, An Attempt at “Historic Compromise”: The Real Story of the Allende Years», «Banner Press», p. 128-129.
57. Ο.π., p. 137.
58. Jorge Palacios: «Chile, An Attempt at “Historic Compromise”: The Real Story of the Allende Years», «Banner Press», p. 139.
59. Ο.π., p. 129.
60. Jorge Palacios: «Chile, An Attempt at “Historic Compromise”: The Real Story of the Allende Years», «Banner Press», p. 143.
61. Ο.π., p. 240-241.
62. «Χιλή - Η ταξική αναμέτρηση», εκδ. «Βέργος», σελ. 34.
63. «Χιλή - Η ταξική αναμέτρηση», εκδ. «Βέργος», σελ. 40.
64. Ούγκο Φάσιο: «Το εξωτερικό χρέος: Βάρος της εξάρτησης», περιοδικό «Προβλήματα Ειρήνης και Σοσιαλισμού», τεύχος 8/1981.
65. Παρατίθεται στο Πολ Σουΐζι - Χάρι Μαγκντόνοφ: «Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Χιλή», εκδ. «Καρανάση», σελ. 54-55.
66. Jorge Palacios: «Chile, An Attempt at “Historic Compromise”: The Real Story of the Allende Years», «Banner Press», p. 142.
67. Προς: Χαλ Χέντριξ, I.T.T.HQ.,N.Y., Από: Ρόμπερτ Μπέρρελεζ- I.T.T. LABA (Λατινική Αμερική – Μπουένος Αιρες) CHILTELCO, στο «Ο ιμπεριαλισμός εναντίον της Χιλής. Μυστικά Ντοκουμέντα της I.T.T. (Η προβοκάτσια σαν επιστήμη)», Εκδοση της κυβέρνησης Αλιέντε, εκδ. «Ωκεανίς», σελ. 80- 81.