Ύμνος σε ένα μαύρο σκυλί με άσπρα μαλλιά
Αυτά καλό είναι να γράφονται νωρίς, όσο κάποιος βρίσκεται εν ζωή -κι
αυτή ήταν η αρχική πρόθεση που δεν πρόλαβε να γίνει πράξη. Αλλιώς
μοιάζουν με αγιογραφίες για το νεκρό που δεδικαίωται (που ως φράση,
λέει, δε σημαίνει αυτό ακριβώς, αλλά όλοι έτσι το καταλαβαίνουμε και το
μεταφράζουμε στην πράξη).
Ο Κηλαηδόνης (φοβερό όνομα για μουσικό κι ας μην ήταν τόσο καλλίφωνος) είχε γράψει τραγούδια για το μικρό ήρωα και τα fucking fifties -που για πολύ κόσμο ήταν όντως... "γαμιστερά", από άλλη άποψη όμως-, που ήταν βασικά μια ωδή στα παιδικά του χρόνια.
Αλλά εγώ τον έχω συνδέσει με τα δικά μου παιδικά χρόνια, που ο θηλυκός γονιός μου τραγουδούσε "τζιν-τζιν-τζιν, πώς του παν καλέ τα τζιν" κι ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που δεν τα πολυφόρεσα ποτέ στη συνέχεια -όπως και τα μπουφάν άλλωστε. Ανήκε πάντως στις πρώτες μουσικές μου αναμνήσεις μαζί με το "καταρρέω", που δεν ήξερα τι σημαίνει και το έλεγα "καταρρέου" -πώς αλλιώς θα έκανε ρίμα με τον Παπανδρέου;- ανησυχώντας -λέει- τους γονείς μου: τι έχει το παιδί και καταρρέει;
Είχε γράψει και μια ωδή στο κλαρίνο, αλλά εγώ τον εκτίμησα πολύ περισσότερο για το πιάνο και τον ήχο του που ήταν λαϊκός, χωρίς να είναι τόσο παραδοσιακός. Και βασικά για τον ύμνο των μαύρων σκυλιών -αν και το πραγματικό όνομα του τραγουδιού το έμαθα πολύ αργότερα- που ήταν ιδιοφυής στιχουργική σύλληψη (μες στην απλότητά της) και προσφέρεται για διάφορες στιχουργικές διασκευές (όπως αυτήν -ευτυχισμένα χρόνια).
Κι έχουμε άλλες δυο (πρώτη και δεύτερη) για το γιούπι για-για.
Συνδέθηκε από τις συγκυρίες (και την κακή μεταφορά στη μετάφραση) με το μοναχικό καουμπόι Λουκι(ανό) -που ήταν Λάκι- αλλά έκανε ένα από τα πιο μαζικά δρώμενα της ιστορίας, με το πάρτι στη Βουλιαγμένη, από αυτά που σε κάνουν να λες πως "δε γίνονται τέτοια πράγματα στις μέρες μας". Μουσικός απόηχος μιας εποχής που όλα ήταν (ή έμοιαζαν) πιο μαζικά και συλλογικά -ακόμα και τα πάρτι-συναυλίες. Αλλά το πιο "σοκαριστικό" από τα πλάνα που φτάνουν στις μέρες μας είναι πόσο λεπτή -πετσί και κόκαλο- ήταν τότε η νέα γενιά, πριν "φάει ψωμί" με την Αλλαγή και ικανοποιήσει το κατοχικό σύνδρομο του λαού μας, που παρέμενε αδικαίωτο σαν την πάλη των τάξεων.
Ο Κηλαηδόνης απέδωσε πολύ έξυπνα κάποιες απλές αλλά ιδιαίτερες στιγμές, όπως τη φρενίτιδα πριν από (αρχίζει) το ματς, που την αποδομεί έξοχα στον τελευταίο του στίχο, στις καθυστερήσεις: όποιος γνωρίζει τι φταίει για όλα αυτά, ας μου εξηγήσει μετά.
Τον μπερδεμένο καρπό της σεξουαλικής απελευθέρωσης, που θυμίζει (αν δεν περιγράφει) μικρούς χώρους κι οργανώσεις του αριστεροχωρίου: τα έφτιαξε ο Μηνάς με την Ανέτα... Πού βαδίζουμε σφοι; Στο αεροδρόμιο...
Το αντίκρισμα που έχουν στη σύγχρονη εποχή τα πτυχία. Ρολό λοιπόν το κάνανε κι όπως ήταν φυσικό, κι αφού το καμαρώσαν, το βάλανε στον...
Τη μετάθεση ευθυνών που τείνει να γίνει χαρακτηριστικό της "νεοελληνικής φυλής": φταίει και ο Χατζηπετρής (που χάνει σαφώς όμως στο πολιτικό κομμάτι).
Το άγχος από την καθημερινή δουλειά (κι όμως κατά βάθος, κάπου υπάρχει λάθος, κάπου την έχουμε πατήσει κι οι δυο).
Τη γέννηση του καμικάζι -που δε σηκώνει κάτι τέτοια.
Πώς σκοτώνει μια παρέα την ώρα της (είπαμε για τον Τραβόλτα τι λεφτά να κονομά, κάναμε μετά μια βόλτα κι είπαμε να πάμε σινεμά).
Ναι δεν είναι πολιτικά και προβληματισμένα, αλλά είναι πολύ καλύτερα από άλλα που υποτίθεται ότι είναι κι έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και το δημιουργό τους.
Το κεφάλαιο "πολιτικός Κηλαηδόνης" είναι λίγο περίεργο. Πιθανότατα ανοίγει και κλείνει με τα Μικροαστικά και τα Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας (που έχουν αξία πολιτικής μπροσούρας και τον βάζουν πάνω από διάφορους ντεμέκ πολιτικοποιημένους συνθέτες). Και δεν είναι τυχαίο μάλλον που η οργάνωση τον είχε καλέσει πριν από μερικά χρόνια στο φεστιβάλ για να πει συγκεκριμένα αυτά τα τραγούδια, κι όχι άλλα.
Δε χρειάζεται όμως να το τραβάμε από τα μαλλιά, για να το προεκτείνουμε με το ζόρι, όπως κάτι Σεκίτες σε μια εξόρμησή τους που είχαν κόψει ένα κομμάτι από ένα κομμάτι του: δε μας τρομάζουν τα νέα μέτρα, δε μας τρομάζει εμάς πληθωρισμός (...) θα μας τρομάξει τώρα ο καπιταλισμός. Αλλά το έκοβαν γιατί μετά έλεγε: "τα δεχτήκαμε κανονικά, σιγά-σιγά τα συνηθίσαμε κι αυτά..." περιγράφοντας με ακρίβεια πχ τα ξεσπάσματα της νέας δεκαετίας. Κι όμως εμάς δε μας τρομάξαν αρκετά...
Επίσης είναι άρρηκτα συνδεμένος με το Γιούπι Για-Για (Κουκουέ), Γιούπι-Γιούπι-Για (Εβίβα ΚΝΕ), που ήταν η κλασική κορύφωση στα ρεμπέτικα του Κασούρα στη ΛΔ του Βορρά, αλλά αφενός δεν είναι δικό του, αφετέρου δε νομίζω να έλεγε τη δική μας διασκευή (για την Αυγή, τώρα που έγινε φυλλάδα αστική).
Ο Κηλαηδόνης ήταν καλλιτέχνης της εποχής του, υπηρετώντας ως ένα βαθμό το μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό, αλλά και τον εκφυλισμό της. Κατά βάθος ήταν νομίζω φίλος του Κουβέλη (έστειλε αν δεν κάνω λάθος χαιρετιστήριο μήνυμα στην ίδρυση της ΔΗΜΑΡ) και σε κάθε περίπτωση όχι πολύ μακριά από την πορεία της γυναίκας του, της Άννας Βαγενά, που έκανε πολύ αξιόλογες δουλειές στο θέατρο, αλλά έγινε βουλευτής του ΓΑΠ και μετά του μνημονιακού Σύριζα.
Ίσως σε κάποιους δικούς μας (όχι σε όλους, γιατί αλλιώς δε θα τον καλούσαμε ποτέ σε Φεστιβάλ) να υπήρχε μια προκατάληψη, όχι για την "πολιτική του μετάλλαξη" (δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ τέτοια) αλλά για την καλλιτεχνική του, και τη στροφή προς πιο ελαφριά πράγματα, για τη συνέχεια που δεν έδωσε ποτέ στα πρώτα ελπιδοφόρα δείγματά του. Τα επόμενα δείγματά του μπορεί να είχαν αρκετά να πουν (περισσότερα από διάφορα φλύαρα, δήθεν προβληματισμένα άσματα του καιρού μας) αλλά σίγουρα δεν αποτελούσαν κάποια πολιτι(στι)κή πρόταση. Ακόμα κι αν ο χαβαλές όμως δεν είναι παρά η έκφραση μιας παρακμής, αυτή είναι γλυκιά (σχεδόν ευχάριστη) όταν έχει ένα υπόβαθρο πίσω της. Χαβαλές από χαβαλέ διαφέρει δραματικά -αν όχι ποιοτικά.
Στο υστερόγραφο να πω ότι εντυπωσιάζομαι από διάφορες εκδηλώσεις συγκίνησης σε προφίλ και λογαριασμούς στα ΜΚΔ κι αναρωτιέμαι πού βρίσκονταν τόσο καιρό όλοι οι φανατικοί ακροατές του Λουκιανού, αν είναι όντως τέτοιοι ή ντύνονται για μια μέρα, ως πρόβα για τις απόκριες. Κι αν απλώς καταλαβαίνουν πως μεγάλωσαν κι αποχαιρετούν τα καλύτερά τους χρόνια, που αργοσβήνουν μαζί με τα συνοικιακά θερινά σινεμά και τις νύχτες με τα γιασεμιά.
Ο Κηλαηδόνης (φοβερό όνομα για μουσικό κι ας μην ήταν τόσο καλλίφωνος) είχε γράψει τραγούδια για το μικρό ήρωα και τα fucking fifties -που για πολύ κόσμο ήταν όντως... "γαμιστερά", από άλλη άποψη όμως-, που ήταν βασικά μια ωδή στα παιδικά του χρόνια.
Αλλά εγώ τον έχω συνδέσει με τα δικά μου παιδικά χρόνια, που ο θηλυκός γονιός μου τραγουδούσε "τζιν-τζιν-τζιν, πώς του παν καλέ τα τζιν" κι ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που δεν τα πολυφόρεσα ποτέ στη συνέχεια -όπως και τα μπουφάν άλλωστε. Ανήκε πάντως στις πρώτες μουσικές μου αναμνήσεις μαζί με το "καταρρέω", που δεν ήξερα τι σημαίνει και το έλεγα "καταρρέου" -πώς αλλιώς θα έκανε ρίμα με τον Παπανδρέου;- ανησυχώντας -λέει- τους γονείς μου: τι έχει το παιδί και καταρρέει;
Είχε γράψει και μια ωδή στο κλαρίνο, αλλά εγώ τον εκτίμησα πολύ περισσότερο για το πιάνο και τον ήχο του που ήταν λαϊκός, χωρίς να είναι τόσο παραδοσιακός. Και βασικά για τον ύμνο των μαύρων σκυλιών -αν και το πραγματικό όνομα του τραγουδιού το έμαθα πολύ αργότερα- που ήταν ιδιοφυής στιχουργική σύλληψη (μες στην απλότητά της) και προσφέρεται για διάφορες στιχουργικές διασκευές (όπως αυτήν -ευτυχισμένα χρόνια).
Κι έχουμε άλλες δυο (πρώτη και δεύτερη) για το γιούπι για-για.
Συνδέθηκε από τις συγκυρίες (και την κακή μεταφορά στη μετάφραση) με το μοναχικό καουμπόι Λουκι(ανό) -που ήταν Λάκι- αλλά έκανε ένα από τα πιο μαζικά δρώμενα της ιστορίας, με το πάρτι στη Βουλιαγμένη, από αυτά που σε κάνουν να λες πως "δε γίνονται τέτοια πράγματα στις μέρες μας". Μουσικός απόηχος μιας εποχής που όλα ήταν (ή έμοιαζαν) πιο μαζικά και συλλογικά -ακόμα και τα πάρτι-συναυλίες. Αλλά το πιο "σοκαριστικό" από τα πλάνα που φτάνουν στις μέρες μας είναι πόσο λεπτή -πετσί και κόκαλο- ήταν τότε η νέα γενιά, πριν "φάει ψωμί" με την Αλλαγή και ικανοποιήσει το κατοχικό σύνδρομο του λαού μας, που παρέμενε αδικαίωτο σαν την πάλη των τάξεων.
Ο Κηλαηδόνης απέδωσε πολύ έξυπνα κάποιες απλές αλλά ιδιαίτερες στιγμές, όπως τη φρενίτιδα πριν από (αρχίζει) το ματς, που την αποδομεί έξοχα στον τελευταίο του στίχο, στις καθυστερήσεις: όποιος γνωρίζει τι φταίει για όλα αυτά, ας μου εξηγήσει μετά.
Τον μπερδεμένο καρπό της σεξουαλικής απελευθέρωσης, που θυμίζει (αν δεν περιγράφει) μικρούς χώρους κι οργανώσεις του αριστεροχωρίου: τα έφτιαξε ο Μηνάς με την Ανέτα... Πού βαδίζουμε σφοι; Στο αεροδρόμιο...
Το αντίκρισμα που έχουν στη σύγχρονη εποχή τα πτυχία. Ρολό λοιπόν το κάνανε κι όπως ήταν φυσικό, κι αφού το καμαρώσαν, το βάλανε στον...
Τη μετάθεση ευθυνών που τείνει να γίνει χαρακτηριστικό της "νεοελληνικής φυλής": φταίει και ο Χατζηπετρής (που χάνει σαφώς όμως στο πολιτικό κομμάτι).
Το άγχος από την καθημερινή δουλειά (κι όμως κατά βάθος, κάπου υπάρχει λάθος, κάπου την έχουμε πατήσει κι οι δυο).
Τη γέννηση του καμικάζι -που δε σηκώνει κάτι τέτοια.
Πώς σκοτώνει μια παρέα την ώρα της (είπαμε για τον Τραβόλτα τι λεφτά να κονομά, κάναμε μετά μια βόλτα κι είπαμε να πάμε σινεμά).
Ναι δεν είναι πολιτικά και προβληματισμένα, αλλά είναι πολύ καλύτερα από άλλα που υποτίθεται ότι είναι κι έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και το δημιουργό τους.
Το κεφάλαιο "πολιτικός Κηλαηδόνης" είναι λίγο περίεργο. Πιθανότατα ανοίγει και κλείνει με τα Μικροαστικά και τα Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας (που έχουν αξία πολιτικής μπροσούρας και τον βάζουν πάνω από διάφορους ντεμέκ πολιτικοποιημένους συνθέτες). Και δεν είναι τυχαίο μάλλον που η οργάνωση τον είχε καλέσει πριν από μερικά χρόνια στο φεστιβάλ για να πει συγκεκριμένα αυτά τα τραγούδια, κι όχι άλλα.
Δε χρειάζεται όμως να το τραβάμε από τα μαλλιά, για να το προεκτείνουμε με το ζόρι, όπως κάτι Σεκίτες σε μια εξόρμησή τους που είχαν κόψει ένα κομμάτι από ένα κομμάτι του: δε μας τρομάζουν τα νέα μέτρα, δε μας τρομάζει εμάς πληθωρισμός (...) θα μας τρομάξει τώρα ο καπιταλισμός. Αλλά το έκοβαν γιατί μετά έλεγε: "τα δεχτήκαμε κανονικά, σιγά-σιγά τα συνηθίσαμε κι αυτά..." περιγράφοντας με ακρίβεια πχ τα ξεσπάσματα της νέας δεκαετίας. Κι όμως εμάς δε μας τρομάξαν αρκετά...
Επίσης είναι άρρηκτα συνδεμένος με το Γιούπι Για-Για (Κουκουέ), Γιούπι-Γιούπι-Για (Εβίβα ΚΝΕ), που ήταν η κλασική κορύφωση στα ρεμπέτικα του Κασούρα στη ΛΔ του Βορρά, αλλά αφενός δεν είναι δικό του, αφετέρου δε νομίζω να έλεγε τη δική μας διασκευή (για την Αυγή, τώρα που έγινε φυλλάδα αστική).
Ο Κηλαηδόνης ήταν καλλιτέχνης της εποχής του, υπηρετώντας ως ένα βαθμό το μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό, αλλά και τον εκφυλισμό της. Κατά βάθος ήταν νομίζω φίλος του Κουβέλη (έστειλε αν δεν κάνω λάθος χαιρετιστήριο μήνυμα στην ίδρυση της ΔΗΜΑΡ) και σε κάθε περίπτωση όχι πολύ μακριά από την πορεία της γυναίκας του, της Άννας Βαγενά, που έκανε πολύ αξιόλογες δουλειές στο θέατρο, αλλά έγινε βουλευτής του ΓΑΠ και μετά του μνημονιακού Σύριζα.
Ίσως σε κάποιους δικούς μας (όχι σε όλους, γιατί αλλιώς δε θα τον καλούσαμε ποτέ σε Φεστιβάλ) να υπήρχε μια προκατάληψη, όχι για την "πολιτική του μετάλλαξη" (δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ τέτοια) αλλά για την καλλιτεχνική του, και τη στροφή προς πιο ελαφριά πράγματα, για τη συνέχεια που δεν έδωσε ποτέ στα πρώτα ελπιδοφόρα δείγματά του. Τα επόμενα δείγματά του μπορεί να είχαν αρκετά να πουν (περισσότερα από διάφορα φλύαρα, δήθεν προβληματισμένα άσματα του καιρού μας) αλλά σίγουρα δεν αποτελούσαν κάποια πολιτι(στι)κή πρόταση. Ακόμα κι αν ο χαβαλές όμως δεν είναι παρά η έκφραση μιας παρακμής, αυτή είναι γλυκιά (σχεδόν ευχάριστη) όταν έχει ένα υπόβαθρο πίσω της. Χαβαλές από χαβαλέ διαφέρει δραματικά -αν όχι ποιοτικά.
Στο υστερόγραφο να πω ότι εντυπωσιάζομαι από διάφορες εκδηλώσεις συγκίνησης σε προφίλ και λογαριασμούς στα ΜΚΔ κι αναρωτιέμαι πού βρίσκονταν τόσο καιρό όλοι οι φανατικοί ακροατές του Λουκιανού, αν είναι όντως τέτοιοι ή ντύνονται για μια μέρα, ως πρόβα για τις απόκριες. Κι αν απλώς καταλαβαίνουν πως μεγάλωσαν κι αποχαιρετούν τα καλύτερά τους χρόνια, που αργοσβήνουν μαζί με τα συνοικιακά θερινά σινεμά και τις νύχτες με τα γιασεμιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου