Μιας και σήμερα είναι Παρασκευή, λέω ν' αφήσω κατά μέρος τις
βαθυστόχαστες κουβέντες και να αφηγηθώ μια ιστορία από τα χρόνια της
κατοχής. Βέβαια, οι τραγικές ιστορίες δεν είναι το καλύτερο πρελούδιο
ενός καλοκαιρινού σαββατοκύριακου αλλά νομίζω πως αυτά που θα πούμε
σήμερα είναι μάλλον άγνωστα στους πολλούς και καλό είναι να μαθευτούν
λίγο περισσότερο. Τουλάχιστον, ως εκεί όπου φτάνει ο απόηχος αυτού του
μικρού ιστολογίου.
Η ιστορία μας αρχίζει κάπου έξω από το χωριό Αη-Γιώργης, στα νοτιοανατολικά της Λειβαδιάς, ένα απομεσήμερο Κυριακής, στις 11 Ιουνίου 1944. Ζωή στην περιοχή δίνει ένα ποτάμι, η Πόντζα, που οι αρχαίοι λέγανε Φάλαρο και στις πηγές του είχαν χτίσει τον ναό του Λαφυστίου Διός, όπου ο Αθάμας θα θυσίαζε τα παιδιά του, τον Φρίξο και την Έλλη, αν δεν τα άρπαζε ένα χρυσόμαλλο κριάρι που... Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία για την οποία δεν πολυνοιάζονται το 1944 οι ελάχιστοι κάτοικοι. Αυτοί νοιάζονται για τα νερά της Πόντζας, που τους επιτρέπουν να λειτουργούν τρεις νερόμυλους και μια νεροτριβή, χάρη στα οποία ζουν στον φτωχικό τους συνοικισμό, που τον έχουν βγάλει Καλάμι, μιας και το μόνο το οποίο αφθονεί εκεί είναι τα καλάμια (ας είναι καλά η Πόντζα).
Ετούτο το απομεσήμερο, λοιπόν, όπως κάθε μέρα εδώ κι έναν μήνα, στην ακροποταμιά της Πόντζας είναι σταματημένο ένα γερμανικό φορτηγό, που έχει έρθει από την Αλίαρτο. Έξι έλληνες εργάτες το φορτώνουν με πέτρες και άμμο από την κοίτη της Πόντζας, ενώ οι δυο γερμανοί στρατιώτες που τους συνοδεύουν βρίσκονται αραχτοί κάτω από ένα δέντρο. Άξαφνα, από την μεριά της Κορώνειας σκάει μύτη μια ομάδα οκτώ ανταρτών, που αιφνιδιάζει τους γερμανούς, τους ακινητοποιεί και κλέβει το φορτηγό. Όλα τελειώνουν σε λίγα λεπτά, δίχως να ανοίξει ρουθούνι.
Οι γερμανοί το παίρνουν με τα πόδια και φτάνουν στις Αλαλκομενές, απ' όπου ενημερώνουν για το συμβάν τον προϊστάμενό τους, τον διοικητή της Εταιρείας Κωπαΐδας Όττο (Ορστ) Μάγιερς, ένα κάθαρμα που προπολεμικά παρίστανε τον γεωπόνο και κατά την κατοχή ξεπούλαγε την περιουσία της Εταιρείας και τσέπωνε τα ανταλλάγματα. Ο Μάγιερς εξοργίστηκε που έχασε το φορτηγό και επικοινώνησε αμέσως με τον ταγματάρχη Κουρτ Ρίκερτ, διοικητή του 1ου τάγματος του 7ου συντάγματος τεθωρακισμένων γρεναδιέρων των Ες-Ες, ζητώντας του να πάρει εκδίκηση.
Ο Ρίκερτ δεν έχει πρόβλημα με τέτοιες αποστολές. Άλλωστε, δεν έχουν συμπληρωθεί ούτε είκοσι τέσσερις ώρες από τότε που έκαψε το Δίστομο και δεν άφησε ρουθούνι ζωντανό (τουλάχιστον, έτσι νόμιζε). Ο γερμανός ταγματάρχης πιάνει αμέσως δουλειά. Από την Αλίαρτο φεύγουν δυο φορτηγά κι από την Λειβαδιά άλλα τρία, όλα γεμάτα στρατιώτες, με κοινό τόπο προορισμού την ακροποταμιά της Πόντζας όπου έγινε νωρίτερα το συμβάν και με την διαταγή να συλλαμβάνουν όποιον έλληνα βρίσκουν στον δρόμο τους και να σκοτώνουν όποιον προσπαθεί να ξεφύγει.
Λίγο μετά τις 6 το απόγευμα, οι γερμανοί φτάνουν στο Καλάμι, όπου παίζεται το ίδιο έργο που είχε παιχτεί την προηγούμενη μέρα στο Δίστομο. Οι κάτοικοι έχουν πληροφορηθεί το επεισόδιο στην Πόντζα κι έχουν κρυφτεί στα σπίτια τους και στους νερόμυλους. Όμως, οι γερμανοί γυρίζουν πόρτα-πόρτα όλα τα χτίσματα και τους ξετρυπώνουν όλους: έξι άνδρες άνω των 15 ετών, εννιά γυναίκες της ίδιας ηλικίας και εννιά παιδιά, τα δυο αβάφτιστα. Είκοσι τέσσερα άτομα συνολικά. Αμέσως, οδηγούν τους έξι άνδρες πίσω από το μπακαλικάκι του συνοικισμού και τους εκτελούν. Ο Ρίκερτ δεν έχει ακόμη αποφασίσει τι θα κάνει με τα γυναικόπαιδα αλλά δεν αργεί να πάρει την απόφασή του. Λίγη ώρα μετά, το τελευταίο περιβολάκι προς την μεριά της Λειβαδιάς θα γίνει ο τόπος όπου θα αφήσουν την τελευταία τους πνοή οι γυναίκες και τα παιδιά τού Καλαμιού.
Πριν αποχωρήσουν από τον τόπο του εγκλήματος, οι γερμανοί κάνουν ό,τι και στο Δίστομο: πρώτα καίνε τα πτώματα των εκτελεσμένων για να εξαφανίσουν τα ίχνη του εγκλήματός τους και κατόπιν βάζουν φωτιά στα σπίτια, σβήνοντας το Καλάμι από τον χάρτη. Το επόμενο πρωί, καθώς μια αποστολή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού περνάει από τον δρόμο κατευθυνόμενη στο Δίστομο, βλέπει τις φωτιές να καίνε ακόμη και σταματά, νομίζοντας ότι έφτασε στον προορισμό της.
Δυστυχώς για τον Ρίκερτ, όπως στο Δίστομο, έτσι και στο Καλάμι δεν θα καταφέρει να μην αφήσει ζωντανό μάρτυρα. Κατά την εκτέλεση, ο εντεκάχρονος Παναγιώτης Νάκος τραυματίστηκε σοβαρά στο αριστερό του χέρι αλλά δεν σκοτώθηκε και πέφτοντας καλύφθηκε από το σώμα της μητέρας του, γλιτώνοντας έτσι και την χαριστική βολή. Μόλις βρήκε την ευκαιρία, σηκώθηκε και το έβαλε στα πόδια, ξεφεύγοντας από τον θάνατο. Καθώς οι γερμανοί έκαιγαν τα πτώματα, πήραν χαμπάρι ότι κάποιος λείπει και ξαμολύθηκαν να τον βρουν αλλά δεν τα κατάφεραν.
Σήμερα, το μόνο που έχει μείνει από το Καλάμι είναι μια μαρμάρινη επιγραφή με τα ονόματα των είκοσι τριών νεκρών του Καλαμιού συν άλλων τριών θυμάτων που συνελήφθησαν από τους γερμανούς καθ' οδόν προς την Πόντζα και εκτελέστηκαν στο ίδιο σημείο. Ο -μονόχειρας πλέον- Παναγιώτης Νάκος επέζησε (*), μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του ειδεχθούς εγκλήματος των ναζί. Ο ταγματάρχης Κουρτ Ρίκερτ δεν δικάστηκε ποτέ για τα εγκλήματά του.
(*) Όσο κι αν έψαξα, δεν κατάφερα να βρω τι απόγινε ο Παναγιώτης Νάκος. Αν κάποιος αναγνώστης έχει κάποια σχετική πληροφορία, ας την μοιραστεί μαζί μας.
------------------------------------
Σημείωση: Η πρώτη φωτογραφία του κειμένου τραβήχτηκε από τον μεγάλο ουκρανό φωτογράφο Ντμίτρι Κέσσελ. Για να γίνει κατανοητό σε ποιον αναφερόμαστε, αρκεί να πούμε ότι στον Κέσσελ ανήκουν οι περισσότερες φωτογραφίες των Δεκεμβριανών.
Η ιστορία μας αρχίζει κάπου έξω από το χωριό Αη-Γιώργης, στα νοτιοανατολικά της Λειβαδιάς, ένα απομεσήμερο Κυριακής, στις 11 Ιουνίου 1944. Ζωή στην περιοχή δίνει ένα ποτάμι, η Πόντζα, που οι αρχαίοι λέγανε Φάλαρο και στις πηγές του είχαν χτίσει τον ναό του Λαφυστίου Διός, όπου ο Αθάμας θα θυσίαζε τα παιδιά του, τον Φρίξο και την Έλλη, αν δεν τα άρπαζε ένα χρυσόμαλλο κριάρι που... Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία για την οποία δεν πολυνοιάζονται το 1944 οι ελάχιστοι κάτοικοι. Αυτοί νοιάζονται για τα νερά της Πόντζας, που τους επιτρέπουν να λειτουργούν τρεις νερόμυλους και μια νεροτριβή, χάρη στα οποία ζουν στον φτωχικό τους συνοικισμό, που τον έχουν βγάλει Καλάμι, μιας και το μόνο το οποίο αφθονεί εκεί είναι τα καλάμια (ας είναι καλά η Πόντζα).
Τα πρώτα μνήματα για τα θύματα του Καλαμιού (1944) |
Ετούτο το απομεσήμερο, λοιπόν, όπως κάθε μέρα εδώ κι έναν μήνα, στην ακροποταμιά της Πόντζας είναι σταματημένο ένα γερμανικό φορτηγό, που έχει έρθει από την Αλίαρτο. Έξι έλληνες εργάτες το φορτώνουν με πέτρες και άμμο από την κοίτη της Πόντζας, ενώ οι δυο γερμανοί στρατιώτες που τους συνοδεύουν βρίσκονται αραχτοί κάτω από ένα δέντρο. Άξαφνα, από την μεριά της Κορώνειας σκάει μύτη μια ομάδα οκτώ ανταρτών, που αιφνιδιάζει τους γερμανούς, τους ακινητοποιεί και κλέβει το φορτηγό. Όλα τελειώνουν σε λίγα λεπτά, δίχως να ανοίξει ρουθούνι.
Οι γερμανοί το παίρνουν με τα πόδια και φτάνουν στις Αλαλκομενές, απ' όπου ενημερώνουν για το συμβάν τον προϊστάμενό τους, τον διοικητή της Εταιρείας Κωπαΐδας Όττο (Ορστ) Μάγιερς, ένα κάθαρμα που προπολεμικά παρίστανε τον γεωπόνο και κατά την κατοχή ξεπούλαγε την περιουσία της Εταιρείας και τσέπωνε τα ανταλλάγματα. Ο Μάγιερς εξοργίστηκε που έχασε το φορτηγό και επικοινώνησε αμέσως με τον ταγματάρχη Κουρτ Ρίκερτ, διοικητή του 1ου τάγματος του 7ου συντάγματος τεθωρακισμένων γρεναδιέρων των Ες-Ες, ζητώντας του να πάρει εκδίκηση.
Ο Ρίκερτ δεν έχει πρόβλημα με τέτοιες αποστολές. Άλλωστε, δεν έχουν συμπληρωθεί ούτε είκοσι τέσσερις ώρες από τότε που έκαψε το Δίστομο και δεν άφησε ρουθούνι ζωντανό (τουλάχιστον, έτσι νόμιζε). Ο γερμανός ταγματάρχης πιάνει αμέσως δουλειά. Από την Αλίαρτο φεύγουν δυο φορτηγά κι από την Λειβαδιά άλλα τρία, όλα γεμάτα στρατιώτες, με κοινό τόπο προορισμού την ακροποταμιά της Πόντζας όπου έγινε νωρίτερα το συμβάν και με την διαταγή να συλλαμβάνουν όποιον έλληνα βρίσκουν στον δρόμο τους και να σκοτώνουν όποιον προσπαθεί να ξεφύγει.
Λίγο μετά τις 6 το απόγευμα, οι γερμανοί φτάνουν στο Καλάμι, όπου παίζεται το ίδιο έργο που είχε παιχτεί την προηγούμενη μέρα στο Δίστομο. Οι κάτοικοι έχουν πληροφορηθεί το επεισόδιο στην Πόντζα κι έχουν κρυφτεί στα σπίτια τους και στους νερόμυλους. Όμως, οι γερμανοί γυρίζουν πόρτα-πόρτα όλα τα χτίσματα και τους ξετρυπώνουν όλους: έξι άνδρες άνω των 15 ετών, εννιά γυναίκες της ίδιας ηλικίας και εννιά παιδιά, τα δυο αβάφτιστα. Είκοσι τέσσερα άτομα συνολικά. Αμέσως, οδηγούν τους έξι άνδρες πίσω από το μπακαλικάκι του συνοικισμού και τους εκτελούν. Ο Ρίκερτ δεν έχει ακόμη αποφασίσει τι θα κάνει με τα γυναικόπαιδα αλλά δεν αργεί να πάρει την απόφασή του. Λίγη ώρα μετά, το τελευταίο περιβολάκι προς την μεριά της Λειβαδιάς θα γίνει ο τόπος όπου θα αφήσουν την τελευταία τους πνοή οι γυναίκες και τα παιδιά τού Καλαμιού.
Πριν αποχωρήσουν από τον τόπο του εγκλήματος, οι γερμανοί κάνουν ό,τι και στο Δίστομο: πρώτα καίνε τα πτώματα των εκτελεσμένων για να εξαφανίσουν τα ίχνη του εγκλήματός τους και κατόπιν βάζουν φωτιά στα σπίτια, σβήνοντας το Καλάμι από τον χάρτη. Το επόμενο πρωί, καθώς μια αποστολή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού περνάει από τον δρόμο κατευθυνόμενη στο Δίστομο, βλέπει τις φωτιές να καίνε ακόμη και σταματά, νομίζοντας ότι έφτασε στον προορισμό της.
Δυστυχώς για τον Ρίκερτ, όπως στο Δίστομο, έτσι και στο Καλάμι δεν θα καταφέρει να μην αφήσει ζωντανό μάρτυρα. Κατά την εκτέλεση, ο εντεκάχρονος Παναγιώτης Νάκος τραυματίστηκε σοβαρά στο αριστερό του χέρι αλλά δεν σκοτώθηκε και πέφτοντας καλύφθηκε από το σώμα της μητέρας του, γλιτώνοντας έτσι και την χαριστική βολή. Μόλις βρήκε την ευκαιρία, σηκώθηκε και το έβαλε στα πόδια, ξεφεύγοντας από τον θάνατο. Καθώς οι γερμανοί έκαιγαν τα πτώματα, πήραν χαμπάρι ότι κάποιος λείπει και ξαμολύθηκαν να τον βρουν αλλά δεν τα κατάφεραν.
Σήμερα, το μόνο που έχει μείνει από το Καλάμι είναι μια μαρμάρινη επιγραφή με τα ονόματα των είκοσι τριών νεκρών του Καλαμιού συν άλλων τριών θυμάτων που συνελήφθησαν από τους γερμανούς καθ' οδόν προς την Πόντζα και εκτελέστηκαν στο ίδιο σημείο. Ο -μονόχειρας πλέον- Παναγιώτης Νάκος επέζησε (*), μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του ειδεχθούς εγκλήματος των ναζί. Ο ταγματάρχης Κουρτ Ρίκερτ δεν δικάστηκε ποτέ για τα εγκλήματά του.
(*) Όσο κι αν έψαξα, δεν κατάφερα να βρω τι απόγινε ο Παναγιώτης Νάκος. Αν κάποιος αναγνώστης έχει κάποια σχετική πληροφορία, ας την μοιραστεί μαζί μας.
------------------------------------
Σημείωση: Η πρώτη φωτογραφία του κειμένου τραβήχτηκε από τον μεγάλο ουκρανό φωτογράφο Ντμίτρι Κέσσελ. Για να γίνει κατανοητό σε ποιον αναφερόμαστε, αρκεί να πούμε ότι στον Κέσσελ ανήκουν οι περισσότερες φωτογραφίες των Δεκεμβριανών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου