Μην εμφανιστείς και μου το χαλάσεις γιατί κατάλαβα πως τα παιδιά τ’ αγαπάτε μόνον όταν ζητιανεύουν – Οι απόρρητοι φάκελοι του Άη Βασίλη
Τα είδα εκεί κοντά στο ξημέρωμα, πίσω απ’ το μεγάλο ταχυδρομικό κουτί που είχαν καταφέρει να ανοίξουν.
Μια παρέα πιτσιρίκια είχαν παραβιάσει ένα φανταχτερό και πλουμιστό τεράστιο κουτί, απ’ αυτά που στήνει η Αγορά, ελεύθερη καθώς είναι, για να εμπορεύεται τις πραγματικές και μη επιθυμίες των παιδιών.
Το μικρότερο ήταν πέντε, το μεγαλύτερο άντε δεκαπέντε. Πλησίασα.
Βγάλαν κάμποσα φάκελα τσαλακωμένα με παιδικά γράμματα των αποστολέων και παραλήπτη τον Άη Βασίλη.
Στο κίτρινο φως της λάμπας ασφαλείας, κυριολεκτικά χολερικό, τα παιδιά διάβαζαν και δε γέλαγαν.
Κρυφάκουσα και δε νομίζω ότι θα μπορέσω να ξανακούσω την επίσημη εκδοχή για το συμβάν:
Δηλαδή ότι τα παιδιά ήταν βαλτά για να ρίξουν τον Άη Βασίλη – κυβέρνηση από το έλκηθρό του, την ώρα που εκτοξεύεται ως αριστερός με κόκκινη φορεσιά και κατάμαυρο ζωνάρι.
• Αη Βασίλη, πες μου ότι δεν θα βάλουν φυλακή τον πατέρα μου, που δούλευε στου Καρυπίδη κι ήρθαν και τον πιάσανε στο σπίτι μας, επειδή ζήταγε τη δουλειά και τα λεφτά που του χρωστάνε για να πάψουμε να πεινάμε.
• Αη Βασίλη, κάνε να μην αρρωστήσει ο αδερφός μου που μάθαινε γράμματα στις τρώγλες της εστίας, ξεπαγιασμένος και νηστικός, και τον πλάκωσαν στο ξύλο, μπροστά απ’ το υπουργείο
που δε φέγγει σαν το φεγγαράκι το λαμπρό να περπατάς και να μαθαίνεις
γράμματα, αλλά μοιάζει με τη μαύρη τρύπα που λένε οι σοφοί.
• Αγιε μου Βασίλη, εσύ που ‘σαι χοντρός γιατί φαντάζομαι πως έχεις λεφτά και για γλυκά, κάνε να μη μας πάρει η τράπεζα τα κεραμίδια, που όπως λέει κι ο παππούς μου έφτυσε αίμα για να τα βάλει πάνω απ’ το κεφάλι μας, να μη μας δέρνει ο καιρός.
• Αγιε μου Βασίλη, πάρε με κοντά σου και κάνε με καλικάτζαρο, γιατί δεν αντέχω άλλο τη λάσπη που μπήκε στο σπίτι μου και δε βγαίνει με τίποτα, και δεν έχω ούτε πού να κοιμηθώ, ούτε τι να ονειρευτώ.
Θα ταΐζω τους ταράνδους σου και θα σου γυαλίζω και τις μπότες και θα μάθω κι Αγγλικά, να σου λέω τραγουδάκια που σ’ αρέσουν.
• Αγιε μου Βασίλη, πάρε τη μαμά μου και στείλε μου μια τράπεζα στη θέση της να με φυλάει, γιατί μόνον αυτές οι τράπεζες, είπε ο κ. Ευκλείδης, θέλουν το καλό της κοινωνίας και το δικό μου.
Η μαμά μου φοβάται και κλαίει πως θα χάσουμε το σπίτι μας και είπε ότι θα γίνει εκτός από την πρώτη κι η τελευταία μας κατοικία.
• Ακου να δεις, κυρ Βασίλη, εγώ δεν πιστεύω ότι υπάρχεις κι ούτε είσαι αριστερός επειδή φοράς κόκκινα. Ο παππούς μου, όμως, που έχει άσπρα μαλλιά κι είναι κόκκινος κι έχει και σημάδια απ’ αυτό, στο κορμί του, φωνάζει να τον αφήσεις ήσυχο στον ύπνο του.
Και να μην του ρουφάς κάθε τέλος του χρόνου και μια μερίδα απ’ τη σύνταξη που έχει και δεν του φτάνει να πάρει φάρμακα, να αναπνέει καλύτερα.
Γιατί εγώ ξέρω πως είναι και άρρωστος και φτωχός και δε ροχαλίζει απλώς και ξύπνιος, όπως ισχυρίζεται.
• Δεν ξέρω γιατί ήρθες απ’ την Καισάρεια και βασανίζεις τους φίλους μου που βγαίνουν κάπου – κάπου απ’ το στρατόπεδο προσφύγων και παίζουμε κυνηγητό και μπάλα.
Αη Βασίλη, να ξέρεις, είμαι εγώ για τους ξένους, που χάρισα την κούκλα της αδερφής μου στη Φαριντέ, που είναι οχτώ χρονών, την κυνηγάνε κάτι παιδιά που ‘χουν στην μπλούζα τους αγκυλωτό και της είπα ότι είμαι ο Αη Βασίλης.
Μην εμφανιστείς και μου το χαλάσεις γιατί κατάλαβα πως τα παιδιά τ’ αγαπάτε μόνον όταν ζητιανεύουν. Τελεία και παύλα.
Ξημέρωσε. Αποσύρθηκα.
Συντετριμμένη, περιμένοντας την
τελική αξιολόγηση περί της αποτρόπαιης κατάλυσης του κράτους του
γραμματοκιβωτίου, στην οποία είμαι βέβαιη ότι θα προβεί το δίδυμο των αριστερών αρχαγγέλων Τόσκα – Κοντονή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου