Σαν σήμερα εκτελέστηκαν το 1945 ο Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι
και η ερωμένη του, Κλάρα Πετάτσι, κατά την επικρατέστερη εκδοχή από τον
κομμουνιστή αντάρτη Βάλτερ Αουντίζιο, γνωστό με το ψευδώνυμο
συνταγματάρχης Βαλέριο, στο Τζουλίνο ντι Μετζέγκρα, κοντά στο Κόμο της
Βόρειας Ιταλίας. Μια μέρα πριν είχε συλληφθεί στο Ντόνγκο, και η Εθνική
Επιτροπή για την Απελευθέρωση της Βόρειας Ιταλίας είχε διατάξει την
εκτέλεσή του. Το μεσημέρι της επομένης, ο ίδιος και η Πετάτσι οδηγήθηκαν
με το αμάξι σε ένα μικρό δρόμο απέναντι στη Βίλα Μπελμόντε, πολυτελή
οικεία του Τζουλίνο. Εκεί το ζευγάρι εκτελέστηκε. Τις τελευταίες στιγμές
περιγράφει η μαρτυρία του Αουντίζιο, που δημοσιεύτηκε αρχικά στην
εφημερίδα του ΚΚΙ “Ουνιτά” το Δεκέμβρη του 1945.
“Στο αμάξι τον έβαλα να κάτσε δεξιά, η Πετάτσι έκατσε αριστερά. Εγώ πήρα θέση στο λασπωτήρα μπροστά του. Δεν ήθελα να τον χάσω στιγμή από το βλέμμα μου. Το αμάξι άρχισε να κατεβαίνει σιγά-σιγά. Εγώ ήξερα μόνο το μέρος που είχε προεπιλεγεί και πριν ακόμα φτάσουμε κοντά στο κιγκλίδωμα, διέταξα να σταματήσουμε. Είπα πως είχα ακούσει ύποπτους θορύβους και άρχισα να κοιτώ κατά μήκος του δρόμου για να βεβαιωθώ ότι κανείς δεν ερχόταν προς το μέρος μας. Όταν γύρισα το βλέμμα μου το πρόσωπο του Μουσολίνι είχε αλλάξει: έφερε τα σημάδια του φόβου. (…) Έβαλα το Μουσολίνι να κατέβει από το αμάξι και του είπα να πάει μεταξύ του τοίχου και του κιγκλιδώματος. Υπάκουσε δεκτικά σαν κουτάβι. Δεν πίστευε ακόμα πως θα πεθάνει, δνε είχε συνειδητοποιήσει την αλήθεια. Οι άνθρωποι σαν αυτόν πάντα φοβούνται την αλήθεια, προτιμούν να την αγνοούν. (…) Ξαφνικά άρχισα να διαβάζω το κείμενο της καταδίκης σε θάνατο του εγκληματία πολέμου Μουσολίνι Μπενίτο. “Με διαταγή της γενικής διοίκησης του εθελοντικού σώματος της ελευθερίας, επιφορτίστηκα να αποδώσω δικαιοσύνη για τον ιταλικό λαό. Πιστεύω πως ο Μουσολίνι δεν είχε καν καταλάβει αυτές τις λέξεις. Κοιτούσε με τα μάτια σφαλιστά το όπλο με το οποίο τον σημάδευα. Η Πετάτσι φώναξε εμφατικά: “Ο Μουσολίνι δεν πρέπει να πεθάνει”. Είπα στην Πετάτσι που στηριζόταν πάνω στο Μουσολίνι “Φύγε από εκεί αν δε θες να πεθάνεις κι εσύ”. Η γυναίκα κατάλαβε αμέσως τη σημασία της φράσης και απομακρύνθηκε από τον κατάδικο. Όσο για εκείνον, δεν είπε μια λέξη, ούτε το όνομα του παιδιού του, εκείνο της μάνας, της γυναίκας του, ούτε μια φωνή, τίποτε.
Έτρεμε άσπρος από τρόμο και τραύλιζε με χείλη πρησμένα από την αγωνία: “Μα…μα…μα κύριε συνταγματάρχα”. Ούτε σε εκείνη τη γυναίκα που αναπηδούσε κοντά του, που κινούνταν από εδώ κι από εκεί, δεν είπε μια λέξη. Όχι: Φερόταν με τον πιο δειλό τρόπο, για το χοντρό τρεμάμενο σώμα του, μόνο αυτό σκεφτόταν: εκείνο το χοντρό σώμα ακουμπισμένο στον τοίχο. (…)Τράβηξα τη σκανδάλη μα οι σφαίρες δεν εκτοξεύτηκαν. Tο όπλο είχε κολλήσει. Έπαιξα με το κλείστρο, ξαναδοκίμασα τη βολή, αλλά το όπλο δεν πυροβολούσε. Το έδωσα στο Γκουίντο (Άλντο Λαμπρέντι) πήρα στο χέρι το πιστόλι: Και το πιστόλι κόλλησε. Δίνω στο Γκουίντο το πιστόλι, αρπάζω το όπλο από την κάννη, περιμένοντας, παρόλαυτα, μια αντίδραση. Κάθε φυσιολογικός άνθρωπος θα είχε αντιδράσει, αλλά ο Μουσολίνι ήταν κάτω από κάθε φυσιολογικό άνθρωπο και συνέχισε να τραυλίζει, να τρέμει, ακίνητος με μισάνοιχτο στόμα και τα χέρια να κρέμονται (…) Τώρα είμαι μπροστά του, όπως πριν: αυτός δεν κουνήθηκε, συνέχισε το ικετευτικό του τραύλισμα. Θέλει μόνο να σώσει το χοντρό τρεμάμενο τομάρι του. Και πάνω σ’αυτό το σώμα πυροβόλησα πέντε φορές. Ο εγκληματίας έπεσε στα γόνατα, ακουμπισμένος στον τοίχο, με το κεφάλι κρεμασμένο στο στέρνο. Ακόμα δεν είχε πεθάνει, τράβηξα άλλες τέσσερις φορές. Η Πετάτσι, εκτός εαυτού, συγχυσμένη, κουνιόταν ασύντακτα, τη βρήκε σφαίρα κι έπεσε στο χώμα. Ο Μουσολίνι ακόμα ανέπνεε και του έριξα (…) μια τελευταία σφαίρα στην καρδιά. Η αυτοψία αργότερα επιβεβαίωσε πως η τελευταία σφαίρα του είχε κόψει την αορτή. Ήταν 16.10 της 28ης Απρίλη 1945. ”
Τα πτώματα των δυο εκτελεσμένων μεταφέρθηκαν στο Μιλάνο, όπου και κρεμάστηκαν στην πλατεία Λορέτο, για να αντιμετωπιστούν για μέρες με μίσος από τον εξαγριωμένο λαό. Μετά από διάφορες περιπέτειες, τα υπολείμματα του Μουσολίνι θάφτηκαν σε οικογενειακή κρύπτη στη γενέτειρά του, το Πρεντάπιο, ετήσιο χώρο συνεύρεσης νεοφασιστών από όλη τη χώρα.
Η μαρτυρία παρμένη από: ilgiornale.it
“Στο αμάξι τον έβαλα να κάτσε δεξιά, η Πετάτσι έκατσε αριστερά. Εγώ πήρα θέση στο λασπωτήρα μπροστά του. Δεν ήθελα να τον χάσω στιγμή από το βλέμμα μου. Το αμάξι άρχισε να κατεβαίνει σιγά-σιγά. Εγώ ήξερα μόνο το μέρος που είχε προεπιλεγεί και πριν ακόμα φτάσουμε κοντά στο κιγκλίδωμα, διέταξα να σταματήσουμε. Είπα πως είχα ακούσει ύποπτους θορύβους και άρχισα να κοιτώ κατά μήκος του δρόμου για να βεβαιωθώ ότι κανείς δεν ερχόταν προς το μέρος μας. Όταν γύρισα το βλέμμα μου το πρόσωπο του Μουσολίνι είχε αλλάξει: έφερε τα σημάδια του φόβου. (…) Έβαλα το Μουσολίνι να κατέβει από το αμάξι και του είπα να πάει μεταξύ του τοίχου και του κιγκλιδώματος. Υπάκουσε δεκτικά σαν κουτάβι. Δεν πίστευε ακόμα πως θα πεθάνει, δνε είχε συνειδητοποιήσει την αλήθεια. Οι άνθρωποι σαν αυτόν πάντα φοβούνται την αλήθεια, προτιμούν να την αγνοούν. (…) Ξαφνικά άρχισα να διαβάζω το κείμενο της καταδίκης σε θάνατο του εγκληματία πολέμου Μουσολίνι Μπενίτο. “Με διαταγή της γενικής διοίκησης του εθελοντικού σώματος της ελευθερίας, επιφορτίστηκα να αποδώσω δικαιοσύνη για τον ιταλικό λαό. Πιστεύω πως ο Μουσολίνι δεν είχε καν καταλάβει αυτές τις λέξεις. Κοιτούσε με τα μάτια σφαλιστά το όπλο με το οποίο τον σημάδευα. Η Πετάτσι φώναξε εμφατικά: “Ο Μουσολίνι δεν πρέπει να πεθάνει”. Είπα στην Πετάτσι που στηριζόταν πάνω στο Μουσολίνι “Φύγε από εκεί αν δε θες να πεθάνεις κι εσύ”. Η γυναίκα κατάλαβε αμέσως τη σημασία της φράσης και απομακρύνθηκε από τον κατάδικο. Όσο για εκείνον, δεν είπε μια λέξη, ούτε το όνομα του παιδιού του, εκείνο της μάνας, της γυναίκας του, ούτε μια φωνή, τίποτε.
Έτρεμε άσπρος από τρόμο και τραύλιζε με χείλη πρησμένα από την αγωνία: “Μα…μα…μα κύριε συνταγματάρχα”. Ούτε σε εκείνη τη γυναίκα που αναπηδούσε κοντά του, που κινούνταν από εδώ κι από εκεί, δεν είπε μια λέξη. Όχι: Φερόταν με τον πιο δειλό τρόπο, για το χοντρό τρεμάμενο σώμα του, μόνο αυτό σκεφτόταν: εκείνο το χοντρό σώμα ακουμπισμένο στον τοίχο. (…)Τράβηξα τη σκανδάλη μα οι σφαίρες δεν εκτοξεύτηκαν. Tο όπλο είχε κολλήσει. Έπαιξα με το κλείστρο, ξαναδοκίμασα τη βολή, αλλά το όπλο δεν πυροβολούσε. Το έδωσα στο Γκουίντο (Άλντο Λαμπρέντι) πήρα στο χέρι το πιστόλι: Και το πιστόλι κόλλησε. Δίνω στο Γκουίντο το πιστόλι, αρπάζω το όπλο από την κάννη, περιμένοντας, παρόλαυτα, μια αντίδραση. Κάθε φυσιολογικός άνθρωπος θα είχε αντιδράσει, αλλά ο Μουσολίνι ήταν κάτω από κάθε φυσιολογικό άνθρωπο και συνέχισε να τραυλίζει, να τρέμει, ακίνητος με μισάνοιχτο στόμα και τα χέρια να κρέμονται (…) Τώρα είμαι μπροστά του, όπως πριν: αυτός δεν κουνήθηκε, συνέχισε το ικετευτικό του τραύλισμα. Θέλει μόνο να σώσει το χοντρό τρεμάμενο τομάρι του. Και πάνω σ’αυτό το σώμα πυροβόλησα πέντε φορές. Ο εγκληματίας έπεσε στα γόνατα, ακουμπισμένος στον τοίχο, με το κεφάλι κρεμασμένο στο στέρνο. Ακόμα δεν είχε πεθάνει, τράβηξα άλλες τέσσερις φορές. Η Πετάτσι, εκτός εαυτού, συγχυσμένη, κουνιόταν ασύντακτα, τη βρήκε σφαίρα κι έπεσε στο χώμα. Ο Μουσολίνι ακόμα ανέπνεε και του έριξα (…) μια τελευταία σφαίρα στην καρδιά. Η αυτοψία αργότερα επιβεβαίωσε πως η τελευταία σφαίρα του είχε κόψει την αορτή. Ήταν 16.10 της 28ης Απρίλη 1945. ”
Τα πτώματα των δυο εκτελεσμένων μεταφέρθηκαν στο Μιλάνο, όπου και κρεμάστηκαν στην πλατεία Λορέτο, για να αντιμετωπιστούν για μέρες με μίσος από τον εξαγριωμένο λαό. Μετά από διάφορες περιπέτειες, τα υπολείμματα του Μουσολίνι θάφτηκαν σε οικογενειακή κρύπτη στη γενέτειρά του, το Πρεντάπιο, ετήσιο χώρο συνεύρεσης νεοφασιστών από όλη τη χώρα.
Η μαρτυρία παρμένη από: ilgiornale.it
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου