Ο Λουδοβικός Φόυερμπαχ, είναι με βεβαιότητα ο νεοεγελιανός στοχαστής
με τη μεγαλύτερη επιρροή, τόσο στους συγχρόνους του όσο και αργότερα, αν
κρίνει κανείς από το αδιάκοπο, ως τις μέρες μας ενδιαφέρον για τη ζωή
και το έργο του. Ανήκει στη χορεία των στοχαστών εκείνων που
επαναστάτησαν ενάντια στο ακαδημαϊκό κατεστημένο της φιλοσοφίας και
πρότειναν έναν νέο πολιτισμό για την ανθρωπότητα. Αναμφισβήτητα η σκέψη
του έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που τον κάνουν να ξεπερνά τα
στενά όρια της εγελιανής αριστεράς και να θέσει τις βάσεις για την
εμφάνιση του επιστημονικού σοσιαλισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά το έναυσμα
που έδωσε στον νεαρό Καρλ Μαρξ, την εποχή, που όπως όλοι οι
ριζοσπαστικοί Γερμανοί διανοούμενοι, ήταν θαυμαστής του Φόυερμπαχ, όπως
μαρτυρά κι ο Ένγκελς. Δεν είναι τυχαίο πως όποια κριτική κι αν άσκησε
μετέπειτα στο δάσκαλό του – με την ευρεία έννοια – δεν παρέλειπε ποτέ να
αναγνωρίζει την ξεχωριστή εκτίμηση και οφειλή του σε εκείνον. Η
σταδιακή απομάκρυνση του Φόυερμπαχ από τον ιδεαλισμό του Έγελου, και
ιδίως η κριτική του στη θρησκεία- το χριστιανισμό ειδικότερα – υπήρξαν
μοχλός ριζοσπαστικοποίησης των αριστερών εγελιανών και της στροφής
μερίδας τους προς υλιστικές προσεγγίσεις.
Ο Λουδοβίκος Ανδρέας Φόυερμπαχ γεννήθηκε στις 28 Ιούλη 1804 στο Λάντσχουτ της Βαυαρίας, μέσα σε ένα φιλελεύθερο περιβάλλον, επηρεασμένο από τις ιδέες του διαφωτισμού. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Άνσελμος Φόυερμπαχ, διακεκριμένος νομικός, γνωστός για τις μεταρρυθμίσεις του ποινικού συστήματος που εισηγήθηκε, οι οποίες κορυφώθηκαν με την κατάργηση των βασανιστηρίων στη Βαυαρία το 1806. Είχε άλλους τέσσερις αδερφούς, που ασχολήθηκαν με διάφορους επιστημονικούς κλάδους, ενώ ένας εξ αυτών πέθανε στα 34 του χρόνια από τις συνέπειες της φυλάκισής του για πολιτικούς λόγους. Ο Λουδοβίκος ξεκίνησε σπουδές ευαγγελικής θεολογίας στη Χαϊδελβέργη το 1823, όπου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την εγελιανή φιλοσοφία μέσω του καθηγητή του Καρλ Ντάουμπ. Σύντομα κατέληξε στο συμπέρασμα πως η θεολογία δεν ήταν παρά ένα “πλέγμα από σοφιστείες” και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο μεταπηδώντας στη φιλοσοφία, απόφαση που ο ίδιος αποκαλούσε μετάβαση από την “Πίστη” στη “Σκέψη”.
Το δυσμενές πολιτικό κλίμα στην πόλη, καθώς και οι οικονομικές δυσκολίες τον αναγκάζουν να συνεχίσει τις σπουδές του στην πόλη Έρλανγκεν, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας και εργάστηκε ως λέκτορας. Το 1830 δημοσίευσε ανώνυμα την πραγματεία “Σκέψεις περί θανάτου και αθανασίας”, στην οποία στηλίτευε τη χρήση της θεολογίας ως οργάνου καταπίεσης ενός αυταρχικού κράτους. Όταν έγινε γνωστό το όνομα του συγγραφέα, ο Φόυερμπαχ αναγκάστηκε να παραιτηθεί, χάνοντας μια για πάντα τις προσβάσεις του στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Ο γάμος του με την εύπορη Μπέρτ Λεφ, κόρη εργοστασιάρχη πορσελάνης, του διασφάλισε πλέον μια άνετη ζωή αφοσιωμένη στη συγγραφή. Ως προς τα πολιτικά τεκταινόμενα, στάθηκε με σκεπτικισμό απέναντι στην επανάσταση του 1848, αρνούμενος μάλιστα να θέσει υποψηφιότητα στην Εθνοσυνέλευση της Φρανκφούρτης, αν και δέχτηκε την πρόσκληση επαναστατών φοιτητών να μιλήσει δημόσια ενώπιων ενός ενθουσιώδους φιλελεύθερου κοινού. Για ένα διάστημα σκέφτηκε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, ενώ το 1860 η χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης τον έφερε και πάλι αντιμέτωπο με το φάσμα της ένδειας. Προς το τέλος της ζωής του εκφράστηκε εγκωμιαστικά για το κεφάλαιο του Μαρξ, το οποίο διάβασε το 1868, ενώ το 1870, δυο χρόνια πριν φύγει από τη ζωή, έγινε μέλος του νεοσύστατου γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Τα πρώτα του επώνυμα έργα κινούνται εν πολλοίς στο κλίμα του εγελιανού ιδεαλισμού, σημείο καμπής ωστόσο για τη σχέση του με αυτόν αποτελεί η “Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας” (1839), όπου στρέφεται ενάντια στην “απολυτοποίηση” των εγελιανών κατηγοριοποιήσεων οι οποίες μετατρέπουν σε τελεσίδικες απόψεις που από τη φύση τους είναι σχετικές. Έργο – σταθμό στην πορεία του ωστόσο αποτελεί η “Ουσία του Χριστιανισμού” (1841), που εδραίωσε τη φήμη του ως βασικού εκπροσώπου της εγελιανής αριστεράς και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Ο ίδιος το θεωρούσε επιστημονικό έργο, στο οποίο χρησιμοποιεί λογικές αποδείξεις για να υποστηρίξει την ορθότητα των επιχειρημάτων του. O νοηματικός πυλώνας της “Ουσίας του Χριστιανισμού” είναι μια φαινομενικά απλή πρόταση: “Το μυστικό της θεολογίας είναι η ανθρωπολογία”, κάτι που σημαίνει πως κάθε θρησκευτική έννοια για την ανάληση της θεϊκής φύσης θα πρέπει να μεταφραστεί πρώτα σε έννοιες που σχετίζονται με την ανθρώπινη φύση. Η θρησκεία αποκαλύπτει πολά για την τελευταία, αλλά επειδή τα θετικότερα στοιχεία αυτής αποδίδονται στο Θεό, ο άνθρωπος δεν οδηγείται παρά στην αποξένωση από τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό που αντικατοπτρίζει και στο οποίο δίνει υπόσταση η θρησκεία δεν είναι παρά η ίδια η ανθρώπινη φύση σε όλες της τις εκφάνσεις, δηλαδή με τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τις ιδέες, ακόμα και τις παρορμήσεις της.
Η ιδέα της θρησκείας και του Θεού ως ανθρώπινων δημιουργημάτων δε διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, καθώς ήδη οι υλιστές του 17ου και 18ου αιώνα έβλεπαν τη θρσηκεάι ως απότοκο του ανθρώπινου φόβου μπροστά στις φυσικές δυνάμεις, ο Φόυερμπαχ ωστόσο επεκτείνει και ολοκληρώνει τη σχετική παράδοση. Για εκείνον, η θρησκεία δεν είναι απλά ένα πνευματικό – θεωρητικό φαινόμενο, αλλά μια πρακτική δραστηριότητα, στα πλαίσια του ανθρώπου να στρέψει μια δυσάρεστη πραγματικότητα προς μια πιο ικανοποιητική για τον ίδιο κατεύθυνση. Αυτό όμως λαμβάνει χώρα μόνο στη σφαίρα της φαντασίας, λόγω της προσωρινής αδυναμίας του να το πράξει και στην καθημερινότητά του. Τα βέλη του Φόυερμπαχ στρέφονται πάντως πρωτίστως κατά της θεολογίας, την οποία ταυτίζει με το χριστιανισμό, ενώ η στάση του έναντι της θρησκείας αυτής καθαυτής είναι πιο αμφίσημη. Η χειρότερη συνέπεια της θεολογίας για τον ίδιο είναι η διχοστασία που επιβάλλει στον άνθρωποπ μεταξύ πίστης και αγάπης. Εν τέλει για το Φόυερμπαχ η απαλλαγή από το χριστιανισμό θα συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον εαυτό του. Η ουμανιστική προσέγγιση του Φόιερμπαχ αγγίζει εδώ το ανώτατο σημείο της: Από τη στιγμή που αποδείχτηκε πως το υπέρτατο ον δεν είναι ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος, καθίσταται αναγκαία η αντικατάσταση της αγάπης προς το Θεό με την αγάπη του ενός ανθρώπου προς τον άλλο, αυτό που ο ίδιος αποκαλεί “homo homini deus”.
Στη θέση του αυτή ανιχνεύεται ο ανθρωπολογικός υλισμός του φιλοσόφου, από τη στιγμή που δεν αναγνωρίζεται τίποτε υπεράνω της υλικής ύπαρξης του ανθρώπου. Η ανθρωπολογία του Φόιερμπαχ έχει επηρεαστεί από τον αρχαιοελληνικό στοχασμό περί ευδαιμονίας, και πολιτικό του πρόυτπο είναι η πόλη – κράτος. Ο ίδιος όμως περιορίζεται σε μια θεωρητική ενατένιση των ιδανικών του, χωρίς να προτείνει κάποια πρακτική δράση για την εφαρμογή τους. Αυτό αποτέλεσε και βασικό σημείο κριτικής του Μαρξ, γεγονός όχι άσχετο με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής που εκδόθηκε το βιβλίο (1841), τόσο λόγω των δυσμενών πολιτικών εξελίξεων, όσο και της κρίσης στους κόλπους των νεοεγελιανών, που προκάλεσε η ανάδυση των ιδεολογικών τους αδιεξόδων. Ο ίδιος ο φιλόσοφος αναγνώριζε τα έντονα ιδεαλιστικά κατάλοιπα της “Ουσίας” τα οποία μετρίασε κάπως σε μεταγενέστερες εκδόσεις, όπως τις “Διαλέξεις περί της Ουσίας του Χριστιανισμού” (1848) και της “Θεογονίας σύμφωνα με τις πηγές της εβραϊκής και χριστιανικής αρχαιότητας” (1857).
Παραμένει πάντως γεγονός πως οι συνειδητές προτάσεις αναμόρφωσης του Φόιερμπαχ αποτελούν το λιγότερο επεξεργασμένο κομμάτι της θεωρίας του. Ο ίδιος έμπαινε συχνά στον πειρασμό να θεωρεί τον εαυτό του αναμορφωτή της φιλοσοφίας, με τον ίδιο τρόπο που λειτούργησε ο Λούθηρος για τη θρησκεία. Πίστευε όμως πως αρκούς να επέλθει η κατάρρευση του παλιού φιλοσοφικού συστήματος και των αξιών που αυτό πρέσβευε, προκειμένου να αναδυθεί αυτόματα μια νέα φιλσοοφία, με επίκεντρο τον άνθρωπο και σύμμαχο τις επιστημονικές ανακαλύψεις. Με τα δικά του λόγια, “ο άνθρωπος πρέπει να γίνει φιλόσοφος και ο φιλόσοφος πρέπει να γίνει άνθρωπος”. Είναι προφανής η αοριστία αυτόύ του θεωρητικού σχήματος, ανάλογη με εκείνη που διακρίνει τις ηθικές και κοινωνικές αντιλήψεις του Φόιερμπαχ. Δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην έννοια της ανθρώπινης ελευθερίας, την οποία ευνοεί ως δυνατότητα του καθενός να δρα στην κατεύθυνση της κατάκτησης της ευτυχίας και της πλήρους ανάπτυξης των προσωπικών ικανοτήτων. Τάσσεται κατά των ασφυκτικών κανόνων της τρέχουσας ηθικής, επιζητώντας μια νέα, υλιστική ηθική στα ανθρώπινα μέτρα.
Το ηθικολογικό υπόβαθρο υπολανθάνει και στους κοινωνικούς προβληματισμούς του στοχαστή, ο οποίος όμως σπάνια επικεντρώνεται στο υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα, παρότι διακρίνει τα αδύνατά του σημεία. Κατ’αρχήν τάσσεται κατά των ιδιαίτερων προνομίων κάποιων τάξεων σε βάρος των υπολοίπων, καθώς κάτι τέτοιο αντιβαίνει στη φυσική ισότητα των ανθρώπων. Αντιλαμβάνεται την εξαθλίωση και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, θεωρείς όμως πως η ηθική βελτίωση του ανθρώπου θα επιφέρει την επικράτηση της αγάπης έναντι του ανταγωνισμού, αποκαθιστώντας αρμονικές κοινωνικές σχέσεις. Δεν αρνείται πως στη νέα κοινωνία κάποιοι θα ξεχωρίζουν λόγω μόρφωσης, ούτε πιστέυει στην κατάργηση της ιδιοκτησίας, επιθυμεί ωσόστο αμφότερα να γίνουν κτήμα του κοινωνικού συνόλου. Ο ίδιος ονόμαζε τον εαυτό του κομμουνιστή, σε μια εποχή που η έννοια βέβαια ήταν ρευστή, και προς το τέλος της ζωής του προσέγγισε με συμπάθει τη μαρξιστική θεωρία. Η σκέψη του Μαρξ ομολογουμένως οφείλει πολλά στη φοϊερμπαχιανή θεώρηση του κόσμου, από την άλλη ο πυρήνας της θεωρίας του Φόιερμπαχ δεν έπαυε να κινείται σε υπερβατική τροχιά μακριά από την πολιτική επικαιρότητα και δράση, όχι επειδή υποτιμούσε την αναγκαιότητά της, αλλά επειδή, πιθανότατα επηρεασμένος και από τις διακυμάνσεις στη δική του ταξική θέση, πίστευε πως η Γερμανία ήταν ανέτοιμη για ριζικές αλλαγές κι είχε ανάγκη από “φαρμάκι” κι όχι “φωτιά και σπαθί”, πρεσβεύοντας την διάβρωση κι όχι την ανατροπή του status quo.
Ο Λουδοβίκος Ανδρέας Φόυερμπαχ γεννήθηκε στις 28 Ιούλη 1804 στο Λάντσχουτ της Βαυαρίας, μέσα σε ένα φιλελεύθερο περιβάλλον, επηρεασμένο από τις ιδέες του διαφωτισμού. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Άνσελμος Φόυερμπαχ, διακεκριμένος νομικός, γνωστός για τις μεταρρυθμίσεις του ποινικού συστήματος που εισηγήθηκε, οι οποίες κορυφώθηκαν με την κατάργηση των βασανιστηρίων στη Βαυαρία το 1806. Είχε άλλους τέσσερις αδερφούς, που ασχολήθηκαν με διάφορους επιστημονικούς κλάδους, ενώ ένας εξ αυτών πέθανε στα 34 του χρόνια από τις συνέπειες της φυλάκισής του για πολιτικούς λόγους. Ο Λουδοβίκος ξεκίνησε σπουδές ευαγγελικής θεολογίας στη Χαϊδελβέργη το 1823, όπου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την εγελιανή φιλοσοφία μέσω του καθηγητή του Καρλ Ντάουμπ. Σύντομα κατέληξε στο συμπέρασμα πως η θεολογία δεν ήταν παρά ένα “πλέγμα από σοφιστείες” και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο μεταπηδώντας στη φιλοσοφία, απόφαση που ο ίδιος αποκαλούσε μετάβαση από την “Πίστη” στη “Σκέψη”.
Το δυσμενές πολιτικό κλίμα στην πόλη, καθώς και οι οικονομικές δυσκολίες τον αναγκάζουν να συνεχίσει τις σπουδές του στην πόλη Έρλανγκεν, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας και εργάστηκε ως λέκτορας. Το 1830 δημοσίευσε ανώνυμα την πραγματεία “Σκέψεις περί θανάτου και αθανασίας”, στην οποία στηλίτευε τη χρήση της θεολογίας ως οργάνου καταπίεσης ενός αυταρχικού κράτους. Όταν έγινε γνωστό το όνομα του συγγραφέα, ο Φόυερμπαχ αναγκάστηκε να παραιτηθεί, χάνοντας μια για πάντα τις προσβάσεις του στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Ο γάμος του με την εύπορη Μπέρτ Λεφ, κόρη εργοστασιάρχη πορσελάνης, του διασφάλισε πλέον μια άνετη ζωή αφοσιωμένη στη συγγραφή. Ως προς τα πολιτικά τεκταινόμενα, στάθηκε με σκεπτικισμό απέναντι στην επανάσταση του 1848, αρνούμενος μάλιστα να θέσει υποψηφιότητα στην Εθνοσυνέλευση της Φρανκφούρτης, αν και δέχτηκε την πρόσκληση επαναστατών φοιτητών να μιλήσει δημόσια ενώπιων ενός ενθουσιώδους φιλελεύθερου κοινού. Για ένα διάστημα σκέφτηκε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, ενώ το 1860 η χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης τον έφερε και πάλι αντιμέτωπο με το φάσμα της ένδειας. Προς το τέλος της ζωής του εκφράστηκε εγκωμιαστικά για το κεφάλαιο του Μαρξ, το οποίο διάβασε το 1868, ενώ το 1870, δυο χρόνια πριν φύγει από τη ζωή, έγινε μέλος του νεοσύστατου γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Τα πρώτα του επώνυμα έργα κινούνται εν πολλοίς στο κλίμα του εγελιανού ιδεαλισμού, σημείο καμπής ωστόσο για τη σχέση του με αυτόν αποτελεί η “Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας” (1839), όπου στρέφεται ενάντια στην “απολυτοποίηση” των εγελιανών κατηγοριοποιήσεων οι οποίες μετατρέπουν σε τελεσίδικες απόψεις που από τη φύση τους είναι σχετικές. Έργο – σταθμό στην πορεία του ωστόσο αποτελεί η “Ουσία του Χριστιανισμού” (1841), που εδραίωσε τη φήμη του ως βασικού εκπροσώπου της εγελιανής αριστεράς και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Ο ίδιος το θεωρούσε επιστημονικό έργο, στο οποίο χρησιμοποιεί λογικές αποδείξεις για να υποστηρίξει την ορθότητα των επιχειρημάτων του. O νοηματικός πυλώνας της “Ουσίας του Χριστιανισμού” είναι μια φαινομενικά απλή πρόταση: “Το μυστικό της θεολογίας είναι η ανθρωπολογία”, κάτι που σημαίνει πως κάθε θρησκευτική έννοια για την ανάληση της θεϊκής φύσης θα πρέπει να μεταφραστεί πρώτα σε έννοιες που σχετίζονται με την ανθρώπινη φύση. Η θρησκεία αποκαλύπτει πολά για την τελευταία, αλλά επειδή τα θετικότερα στοιχεία αυτής αποδίδονται στο Θεό, ο άνθρωπος δεν οδηγείται παρά στην αποξένωση από τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό που αντικατοπτρίζει και στο οποίο δίνει υπόσταση η θρησκεία δεν είναι παρά η ίδια η ανθρώπινη φύση σε όλες της τις εκφάνσεις, δηλαδή με τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τις ιδέες, ακόμα και τις παρορμήσεις της.
Η ιδέα της θρησκείας και του Θεού ως ανθρώπινων δημιουργημάτων δε διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, καθώς ήδη οι υλιστές του 17ου και 18ου αιώνα έβλεπαν τη θρσηκεάι ως απότοκο του ανθρώπινου φόβου μπροστά στις φυσικές δυνάμεις, ο Φόυερμπαχ ωστόσο επεκτείνει και ολοκληρώνει τη σχετική παράδοση. Για εκείνον, η θρησκεία δεν είναι απλά ένα πνευματικό – θεωρητικό φαινόμενο, αλλά μια πρακτική δραστηριότητα, στα πλαίσια του ανθρώπου να στρέψει μια δυσάρεστη πραγματικότητα προς μια πιο ικανοποιητική για τον ίδιο κατεύθυνση. Αυτό όμως λαμβάνει χώρα μόνο στη σφαίρα της φαντασίας, λόγω της προσωρινής αδυναμίας του να το πράξει και στην καθημερινότητά του. Τα βέλη του Φόυερμπαχ στρέφονται πάντως πρωτίστως κατά της θεολογίας, την οποία ταυτίζει με το χριστιανισμό, ενώ η στάση του έναντι της θρησκείας αυτής καθαυτής είναι πιο αμφίσημη. Η χειρότερη συνέπεια της θεολογίας για τον ίδιο είναι η διχοστασία που επιβάλλει στον άνθρωποπ μεταξύ πίστης και αγάπης. Εν τέλει για το Φόυερμπαχ η απαλλαγή από το χριστιανισμό θα συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον εαυτό του. Η ουμανιστική προσέγγιση του Φόιερμπαχ αγγίζει εδώ το ανώτατο σημείο της: Από τη στιγμή που αποδείχτηκε πως το υπέρτατο ον δεν είναι ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος, καθίσταται αναγκαία η αντικατάσταση της αγάπης προς το Θεό με την αγάπη του ενός ανθρώπου προς τον άλλο, αυτό που ο ίδιος αποκαλεί “homo homini deus”.
Στη θέση του αυτή ανιχνεύεται ο ανθρωπολογικός υλισμός του φιλοσόφου, από τη στιγμή που δεν αναγνωρίζεται τίποτε υπεράνω της υλικής ύπαρξης του ανθρώπου. Η ανθρωπολογία του Φόιερμπαχ έχει επηρεαστεί από τον αρχαιοελληνικό στοχασμό περί ευδαιμονίας, και πολιτικό του πρόυτπο είναι η πόλη – κράτος. Ο ίδιος όμως περιορίζεται σε μια θεωρητική ενατένιση των ιδανικών του, χωρίς να προτείνει κάποια πρακτική δράση για την εφαρμογή τους. Αυτό αποτέλεσε και βασικό σημείο κριτικής του Μαρξ, γεγονός όχι άσχετο με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής που εκδόθηκε το βιβλίο (1841), τόσο λόγω των δυσμενών πολιτικών εξελίξεων, όσο και της κρίσης στους κόλπους των νεοεγελιανών, που προκάλεσε η ανάδυση των ιδεολογικών τους αδιεξόδων. Ο ίδιος ο φιλόσοφος αναγνώριζε τα έντονα ιδεαλιστικά κατάλοιπα της “Ουσίας” τα οποία μετρίασε κάπως σε μεταγενέστερες εκδόσεις, όπως τις “Διαλέξεις περί της Ουσίας του Χριστιανισμού” (1848) και της “Θεογονίας σύμφωνα με τις πηγές της εβραϊκής και χριστιανικής αρχαιότητας” (1857).
Παραμένει πάντως γεγονός πως οι συνειδητές προτάσεις αναμόρφωσης του Φόιερμπαχ αποτελούν το λιγότερο επεξεργασμένο κομμάτι της θεωρίας του. Ο ίδιος έμπαινε συχνά στον πειρασμό να θεωρεί τον εαυτό του αναμορφωτή της φιλοσοφίας, με τον ίδιο τρόπο που λειτούργησε ο Λούθηρος για τη θρησκεία. Πίστευε όμως πως αρκούς να επέλθει η κατάρρευση του παλιού φιλοσοφικού συστήματος και των αξιών που αυτό πρέσβευε, προκειμένου να αναδυθεί αυτόματα μια νέα φιλσοοφία, με επίκεντρο τον άνθρωπο και σύμμαχο τις επιστημονικές ανακαλύψεις. Με τα δικά του λόγια, “ο άνθρωπος πρέπει να γίνει φιλόσοφος και ο φιλόσοφος πρέπει να γίνει άνθρωπος”. Είναι προφανής η αοριστία αυτόύ του θεωρητικού σχήματος, ανάλογη με εκείνη που διακρίνει τις ηθικές και κοινωνικές αντιλήψεις του Φόιερμπαχ. Δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην έννοια της ανθρώπινης ελευθερίας, την οποία ευνοεί ως δυνατότητα του καθενός να δρα στην κατεύθυνση της κατάκτησης της ευτυχίας και της πλήρους ανάπτυξης των προσωπικών ικανοτήτων. Τάσσεται κατά των ασφυκτικών κανόνων της τρέχουσας ηθικής, επιζητώντας μια νέα, υλιστική ηθική στα ανθρώπινα μέτρα.
Το ηθικολογικό υπόβαθρο υπολανθάνει και στους κοινωνικούς προβληματισμούς του στοχαστή, ο οποίος όμως σπάνια επικεντρώνεται στο υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα, παρότι διακρίνει τα αδύνατά του σημεία. Κατ’αρχήν τάσσεται κατά των ιδιαίτερων προνομίων κάποιων τάξεων σε βάρος των υπολοίπων, καθώς κάτι τέτοιο αντιβαίνει στη φυσική ισότητα των ανθρώπων. Αντιλαμβάνεται την εξαθλίωση και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, θεωρείς όμως πως η ηθική βελτίωση του ανθρώπου θα επιφέρει την επικράτηση της αγάπης έναντι του ανταγωνισμού, αποκαθιστώντας αρμονικές κοινωνικές σχέσεις. Δεν αρνείται πως στη νέα κοινωνία κάποιοι θα ξεχωρίζουν λόγω μόρφωσης, ούτε πιστέυει στην κατάργηση της ιδιοκτησίας, επιθυμεί ωσόστο αμφότερα να γίνουν κτήμα του κοινωνικού συνόλου. Ο ίδιος ονόμαζε τον εαυτό του κομμουνιστή, σε μια εποχή που η έννοια βέβαια ήταν ρευστή, και προς το τέλος της ζωής του προσέγγισε με συμπάθει τη μαρξιστική θεωρία. Η σκέψη του Μαρξ ομολογουμένως οφείλει πολλά στη φοϊερμπαχιανή θεώρηση του κόσμου, από την άλλη ο πυρήνας της θεωρίας του Φόιερμπαχ δεν έπαυε να κινείται σε υπερβατική τροχιά μακριά από την πολιτική επικαιρότητα και δράση, όχι επειδή υποτιμούσε την αναγκαιότητά της, αλλά επειδή, πιθανότατα επηρεασμένος και από τις διακυμάνσεις στη δική του ταξική θέση, πίστευε πως η Γερμανία ήταν ανέτοιμη για ριζικές αλλαγές κι είχε ανάγκη από “φαρμάκι” κι όχι “φωτιά και σπαθί”, πρεσβεύοντας την διάβρωση κι όχι την ανατροπή του status quo.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου