Ο Δημήτρης Βλαντάς είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές κι ίσως πιο
ενδιαφέρουσες περιπτώσεις πάλαι ποτέ κομμουνιστών, που ήταν στην πρώτη
γραμμή του αγώνα κατά τη δεκαετία του 40′, πέρασε όμως στην αντίπαλη
ταξική όχθη και τα στερνά του δεν τίμησαν τα πρώτα. Κάτι που δεν είναι
υποκειμενική κρίση, αλλά αντικειμενική διαπίστωση, όπως προκύπτει από τα
γραπτά του.
Γεννήθηκε στο Μάραθο της Κρήτης το 1908. Ήρθε από μικρή ηλικία σε επαφή με το κομμουνιστικό κίνημα και οργανώθηκε στις γραμμές της ΟΚΝΕ. Γνώρισε διώξεις και εξορίες, περνώντας κι από τις “φυλακές απειθάρχων” φαντάρων στο Καλπάκι. Όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, βρισκόταν εξόριστος στη Γαύδο, από όπου κατάφερε να αποδράσει μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του, για να περάσει στην Κρήτη και την οργάνωση της Αντίστασης.
Ως Γραμματέας της ΟΚΝΕ, ήταν από τους πρωτοστάτες στη συγκρότηση της ΕΠΟΝ το Φλεβάρη του 1943 κι έγινε ο πρώτος Γραμματέας της. Ήταν παρών στους Κορυσχάδες Ευρυτανίας το διάστημα που συγκροτήθηκε η ΠΕΕΑ και από εκεί κατέβηκε μετά από αρκετές δυσκολίες στην Κρήτη. Είχε καθοδηγητικό ρόλο την περίοδο που υπογράφτηκε στο νησί το σύμφωνο ενότητας μεταξύ των δυνάμεων του ΕΑΜ και άλλων τοπικών αντιστασιακών οργανώσεων, εκ των οποίων κάποιες είχαν την ανοιχτή στήριξη των Άγγλων και της αστικής τάξης.
Αυτός ήταν ένας από τους παράγοντες που καθόρισαν την Κρητική “ιδιαιτερότητα”, καθώς η Μεγαλόνησος έδωσε αναλογικά πολλούς αγωνιστές στη μάχη κατά των κατακτητών (απελευθερώθηκε άλλωστε τελευταία, μετά το τέλος του Πολέμου) δε γνώρισε όμως εκτεταμένες συγκρούσεις κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Κι αυτό αποτέλεσε τη βάση για τη μετέπειτα πολιτική σύμπλευση του Βλαντά με το Μητσοτάκη, που είχε ενεργό ρόλο εκείνα τα χρόνια στην Κρήτη.
Στο δεύτερο αντάρτικο ο ρόλος του Βλαντά αναβαθμίστηκε και οι αρμοδιότητές του αυξήθηκαν. Έγινε διαδοχικά μέλος της ΚΕ και του ΠΓ του ΚΚΕ, Μέλος της Προσωρινής Κυβέρνησης του Βουνού και Υποστράτηγος του ΔΣΕ, με επιτελικό ρόλο σε μεγάλες μάχες.
Ακολούθησε το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς, μαζί με τους άλλους αντάρτες, μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, παραμένοντας σημαίνων συνεργάτης του Ζαχαριάδη και σημαίνον στέλεχος μέχρι την 6η Ολομέλεια του 1956. Είχε μάλιστα ενεργό συμμετοχή στην εσωκομματική κρίση και τα γεγονότα της Τασκένδης, ως επικεφαλής της πλειοψηφίας των Ζαχαριαδικών, που υπερασπίστηκαν με επιτυχία τα Γραφεία της Κομματικής Οργάνωσης από την ομάδα των εσωκομματικών τους αντιπάλων, που είχαν την υπόγεια στήριξη της νέας σοβιετικής ηγεσίας. Είχε όμως δειλή και επαμφοτερίζουσα στάση στις κομματικές διαδικασίες που ακολούθησαν, χωρίς να υπερασπιστεί πολιτικά και με σθένος τον εαυτό του και τις πράξεις του.
Καθαιρέθηκε από την ΚΕ, διαγράφτηκε και εκτοπίστηκε στη Ρουμανία, περνώντας δύσκολα χρόνια με τους δικούς του, σύμφωνα με όσα διηγείται. Από αυτό μάλιστα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο επαγγελματίας επαναστάτης δεν πρέπει να δημιουργεί οικογένεια, για να μην είναι ευάλωτος στις πιέσεις και να μη δυστυχήσουν οι δικοί του από τις συνέπειες των δικών του επιλογών.
Βρήκε τρόπο να διαφύγει στη Γαλλία το 1967, όπου πέρασε όλα τα χρόνια της δικτατορίας, αποστασιοποιημένος από το Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κίνημα, κι επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα μετά την πτώση της χούντας, το 75′. Δεν είχε έντονη ανάμειξη στα πολιτικά δρώμενα, θεωρητικά κι εν είδει αυτοκριτικής για τα λάθη και τις αποτυχίες του κατά το παρελθόν, κι αφοσιώθηκε στο συγγραφικό του έργο, όπου πήρε όμως σαφείς πολιτικές θέσεις, που τον οδήγησαν σταδιακά στην πολιτική σύμπλευση με το συντοπίτη του, Κ. Μητσοτάκη.
Από το συγγραφικό του έργο, σημειώνουμε κάποιες θεωρητικές μπροσούρες εναντίον του Ανδρέα Παπανδρέου, πριν αυτός ανέλθει στην εξουσία, ένα βιβλίο για το Νίκο Ζαχαριάδη και τους 22 στενούς συνεργάτες του, που είναι γεμάτο πολιτικά κουτσομπολιά και χολή, καθώς και ένα τετράτομο έργο εν είδει “απομνημονευμάτων” και κρίσεων για την προσωπική πολιτική του πορεία, την ιστορική εξέλιξη του ΚΚΕ και της χώρας συνολικά.
Τα γραπτά του Βλαντά έχουν ρέοντα λόγο, απόλυτες κρίσεις, χοντροκομμένες διαπιστώσεις, μονομέρεια και αρκετή αυτοαναφορικότητα. Βγάζουν σε μεγάλο βαθμό τα δικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που -για να δανειστούμε τα λόγια του Μαραντζίδη- ήταν: εγωπαθής, πεισματάρης, αλλά αποφασιστικός.
Σε αυτά δε στέκεται απλώς αυτοκριτικά στο παρελθόν του και την πολιτική του ένταξη, αλλά τα διαγράφει σχεδόν μονοκοντυλιά. Απορρίπτει το μαρξισμό-λενινισμό και βασικά του στοιχεία, όπως τη δικτατορία του προλεταριάτου και το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, ενώ εντοπίζει τη ρίζα των προβλημάτων του ΚΚΕ στη σχέση εξάρτησής του από τους Σοβιετικούς. Παρόλα αυτά και παρά τους δεδομένους περιορισμούς, έχει κάποιες εύστοχες επισημάνσεις, ιδίως στα σημεία που η κρίση του δε θολώνει από μηδενιστική διάθεση και την απόρριψη του κομμουνισμού εν γένει ως ρεύματος.
Αυτό που μονοπώλησε ωστόσο -κακώς κατά τη δική μου γνώμη- το ενδιαφέρον των ιστορικών είναι η συζήτηση για το προσωπικό του ημερολόγιο και τις σημειώσεις του από τα χρόνια του Εμφύλιου, που εκδόθηκαν αρκετά χρόνια μετά από το θάνατό του. Το επίμαχο ζήτημα ήταν κατά πόσο οι σημειώσεις κρατήθηκαν στον πραγματικό ιστορικό χρόνο των μαχών στο βουνό ή συμπληρώθηκαν εκ των υστέρων από τον ίδιο το Βλαντά, σε διάστημα που είχε ήδη επέλθει η ρήξη του με το κομμουνιστικό κίνημα.
Το πιο εντυπωσιακό είναι πως την υπεράσπιση της ιστορικής αξίας των σημειώσεών του, που έχουν διάφορες αρνητικές κρίσεις αλλά περιορισμένο ενδιαφέρον, ανέλαβε εργολαβικά η Καθημερινή, ο Μαραντζίδης και το ρεύμα που εκπροσωπεί, σφραγίζοντας συμβολικά τον πολιτικό εναγκαλισμό του Βλαντά από τη Δεξιά -όσο κι αν εσχάτως ο Μαραντζίδης γλυκοκοιτάζει την “αναβαπτισμένη σοσιαλδημοκρατία” του ΣΥΡΙΖΑ.
Γεννήθηκε στο Μάραθο της Κρήτης το 1908. Ήρθε από μικρή ηλικία σε επαφή με το κομμουνιστικό κίνημα και οργανώθηκε στις γραμμές της ΟΚΝΕ. Γνώρισε διώξεις και εξορίες, περνώντας κι από τις “φυλακές απειθάρχων” φαντάρων στο Καλπάκι. Όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, βρισκόταν εξόριστος στη Γαύδο, από όπου κατάφερε να αποδράσει μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του, για να περάσει στην Κρήτη και την οργάνωση της Αντίστασης.
Ως Γραμματέας της ΟΚΝΕ, ήταν από τους πρωτοστάτες στη συγκρότηση της ΕΠΟΝ το Φλεβάρη του 1943 κι έγινε ο πρώτος Γραμματέας της. Ήταν παρών στους Κορυσχάδες Ευρυτανίας το διάστημα που συγκροτήθηκε η ΠΕΕΑ και από εκεί κατέβηκε μετά από αρκετές δυσκολίες στην Κρήτη. Είχε καθοδηγητικό ρόλο την περίοδο που υπογράφτηκε στο νησί το σύμφωνο ενότητας μεταξύ των δυνάμεων του ΕΑΜ και άλλων τοπικών αντιστασιακών οργανώσεων, εκ των οποίων κάποιες είχαν την ανοιχτή στήριξη των Άγγλων και της αστικής τάξης.
Αυτός ήταν ένας από τους παράγοντες που καθόρισαν την Κρητική “ιδιαιτερότητα”, καθώς η Μεγαλόνησος έδωσε αναλογικά πολλούς αγωνιστές στη μάχη κατά των κατακτητών (απελευθερώθηκε άλλωστε τελευταία, μετά το τέλος του Πολέμου) δε γνώρισε όμως εκτεταμένες συγκρούσεις κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Κι αυτό αποτέλεσε τη βάση για τη μετέπειτα πολιτική σύμπλευση του Βλαντά με το Μητσοτάκη, που είχε ενεργό ρόλο εκείνα τα χρόνια στην Κρήτη.
Στο δεύτερο αντάρτικο ο ρόλος του Βλαντά αναβαθμίστηκε και οι αρμοδιότητές του αυξήθηκαν. Έγινε διαδοχικά μέλος της ΚΕ και του ΠΓ του ΚΚΕ, Μέλος της Προσωρινής Κυβέρνησης του Βουνού και Υποστράτηγος του ΔΣΕ, με επιτελικό ρόλο σε μεγάλες μάχες.
Ακολούθησε το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς, μαζί με τους άλλους αντάρτες, μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, παραμένοντας σημαίνων συνεργάτης του Ζαχαριάδη και σημαίνον στέλεχος μέχρι την 6η Ολομέλεια του 1956. Είχε μάλιστα ενεργό συμμετοχή στην εσωκομματική κρίση και τα γεγονότα της Τασκένδης, ως επικεφαλής της πλειοψηφίας των Ζαχαριαδικών, που υπερασπίστηκαν με επιτυχία τα Γραφεία της Κομματικής Οργάνωσης από την ομάδα των εσωκομματικών τους αντιπάλων, που είχαν την υπόγεια στήριξη της νέας σοβιετικής ηγεσίας. Είχε όμως δειλή και επαμφοτερίζουσα στάση στις κομματικές διαδικασίες που ακολούθησαν, χωρίς να υπερασπιστεί πολιτικά και με σθένος τον εαυτό του και τις πράξεις του.
Καθαιρέθηκε από την ΚΕ, διαγράφτηκε και εκτοπίστηκε στη Ρουμανία, περνώντας δύσκολα χρόνια με τους δικούς του, σύμφωνα με όσα διηγείται. Από αυτό μάλιστα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο επαγγελματίας επαναστάτης δεν πρέπει να δημιουργεί οικογένεια, για να μην είναι ευάλωτος στις πιέσεις και να μη δυστυχήσουν οι δικοί του από τις συνέπειες των δικών του επιλογών.
Βρήκε τρόπο να διαφύγει στη Γαλλία το 1967, όπου πέρασε όλα τα χρόνια της δικτατορίας, αποστασιοποιημένος από το Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κίνημα, κι επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα μετά την πτώση της χούντας, το 75′. Δεν είχε έντονη ανάμειξη στα πολιτικά δρώμενα, θεωρητικά κι εν είδει αυτοκριτικής για τα λάθη και τις αποτυχίες του κατά το παρελθόν, κι αφοσιώθηκε στο συγγραφικό του έργο, όπου πήρε όμως σαφείς πολιτικές θέσεις, που τον οδήγησαν σταδιακά στην πολιτική σύμπλευση με το συντοπίτη του, Κ. Μητσοτάκη.
Από το συγγραφικό του έργο, σημειώνουμε κάποιες θεωρητικές μπροσούρες εναντίον του Ανδρέα Παπανδρέου, πριν αυτός ανέλθει στην εξουσία, ένα βιβλίο για το Νίκο Ζαχαριάδη και τους 22 στενούς συνεργάτες του, που είναι γεμάτο πολιτικά κουτσομπολιά και χολή, καθώς και ένα τετράτομο έργο εν είδει “απομνημονευμάτων” και κρίσεων για την προσωπική πολιτική του πορεία, την ιστορική εξέλιξη του ΚΚΕ και της χώρας συνολικά.
Τα γραπτά του Βλαντά έχουν ρέοντα λόγο, απόλυτες κρίσεις, χοντροκομμένες διαπιστώσεις, μονομέρεια και αρκετή αυτοαναφορικότητα. Βγάζουν σε μεγάλο βαθμό τα δικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που -για να δανειστούμε τα λόγια του Μαραντζίδη- ήταν: εγωπαθής, πεισματάρης, αλλά αποφασιστικός.
Σε αυτά δε στέκεται απλώς αυτοκριτικά στο παρελθόν του και την πολιτική του ένταξη, αλλά τα διαγράφει σχεδόν μονοκοντυλιά. Απορρίπτει το μαρξισμό-λενινισμό και βασικά του στοιχεία, όπως τη δικτατορία του προλεταριάτου και το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, ενώ εντοπίζει τη ρίζα των προβλημάτων του ΚΚΕ στη σχέση εξάρτησής του από τους Σοβιετικούς. Παρόλα αυτά και παρά τους δεδομένους περιορισμούς, έχει κάποιες εύστοχες επισημάνσεις, ιδίως στα σημεία που η κρίση του δε θολώνει από μηδενιστική διάθεση και την απόρριψη του κομμουνισμού εν γένει ως ρεύματος.
Αυτό που μονοπώλησε ωστόσο -κακώς κατά τη δική μου γνώμη- το ενδιαφέρον των ιστορικών είναι η συζήτηση για το προσωπικό του ημερολόγιο και τις σημειώσεις του από τα χρόνια του Εμφύλιου, που εκδόθηκαν αρκετά χρόνια μετά από το θάνατό του. Το επίμαχο ζήτημα ήταν κατά πόσο οι σημειώσεις κρατήθηκαν στον πραγματικό ιστορικό χρόνο των μαχών στο βουνό ή συμπληρώθηκαν εκ των υστέρων από τον ίδιο το Βλαντά, σε διάστημα που είχε ήδη επέλθει η ρήξη του με το κομμουνιστικό κίνημα.
Το πιο εντυπωσιακό είναι πως την υπεράσπιση της ιστορικής αξίας των σημειώσεών του, που έχουν διάφορες αρνητικές κρίσεις αλλά περιορισμένο ενδιαφέρον, ανέλαβε εργολαβικά η Καθημερινή, ο Μαραντζίδης και το ρεύμα που εκπροσωπεί, σφραγίζοντας συμβολικά τον πολιτικό εναγκαλισμό του Βλαντά από τη Δεξιά -όσο κι αν εσχάτως ο Μαραντζίδης γλυκοκοιτάζει την “αναβαπτισμένη σοσιαλδημοκρατία” του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου