Ένας πραγματικός οραματιστής της ροκ, ο κιθαρίστας, τραγουδιστής και
συνθέτης Τζίμι Χέντριξ είχε μια μετεωρική παρουσία στη μουσική σκηνή των
ΗΠΑ, συνδυάζοντας παραδόσεις των μπλουζ, της τζαζ, της ροκ και της
σόουλ με τεχνικές της βρετανικής ροκ πρωτοπορίας και διαμορφώνοντας ένα
ολότελα προσωπικό ιδίωμα στα τέσσερα μόλις χρόνια της ενεργής του δράσης
ως μουσικού. Εξαιρετικός κιθαρίστας, χαρισματικός περφόρμερ και
εμπνευσμένος συνθέτης, ο Χέντριξ, χωρίς να είναι άμεσα
πολιτικοποιημένος, δεν έμεινε αδιάφορους για τους κοινωνικούς αγώνες της
γενιάς του, με επίκεντρο τις κινητοποιήσεις κατά του πολέμου των
Βιετνάμ και των δικαιωμάτων των αφροαμερικανών.
Γεννήθηκε σαν σήμερα στο Σιάτλ της πολιτείας Ουάσινγκτον το 1942 σε φτωχή οικογένεια. Οι γονείς του ήταν αλκοολικοί και τσακώνονταν συχνά, ενώ ο πατέρας του μετά την απόλυσή του από το στρατό αδυνατούσε να βρει σταθερή δουλειά. Ο μικρός Τζίμι συχνά κρυβόταν στις ντουλάπες για να προστατευτεί από τη βία που επικρατούσε στο σπίτι, ενώ περνούσε κάποια διαστήματα στο Βανκούβερ του Καναδά, όπου ζούσε η γιαγιά του. Οι γονείς του χώρισαν το 1951, ενώ επτά χρόνια αργότερα πέθανε η μητέρα του από κίρρωση του ήπατος. Ο πατέρας αρνήθηκε να πάρει τους γιους του στην κηδεία, δίνοντάς τους ουίσκι και λέγοντάς τους να το διαχειριστούν «σαν άντρες».
Ο Χέντριξ άρχισε να παίζει μουσική στα 4 του χρόνια, όταν πήρε δώρο μια φυσαρμόνικα. Ως μαθητής δημοτικού τράβηξε την προσοχή μιας κοινωνικής λειτουργού όταν εμφανιζόταν στο σχολείο με μια σκούπα εν είδει κιθάρας. Η γυναίκα έγραψε στη διεύθυνση του σχολείου ζητώντας να του αγοράσει κιθάρα, για να μην προκληθεί ψυχολογική βλάβη στο μικρό, χωρίς επιτυχία. Αρνητικός ήταν κι ο πατέρας του, αλλά το 1957, καθώς καθάριζε μαζί με τον πατέρα του το σπίτι μιας ηλικιωμένης, ανακάλυψε ένα γιουκαλίλι, το οποίο η ιδιοκτήτρια τον άφησε να κρατήσει καθώς ήταν μονόχορδο λόγω φθοράς. Λίγο αργότερα κατόρθωσε να αγοράσει μια μεταχειρισμένη κιθάρα των πέντε δολαρίων. Με αυτή έπαιξε στο πρώτο του συγκρότημα «The velvetones», ώσπου του χάρισαν την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα. Ο Χέντριξ ήταν αυτοδίδακτος και μιμούνταν συχνά τα τραγούδια του Έλβις Πρίσλεϋ.
Εγκατέλειψε το σχολείο το 1959 λόγω κακών επιδόσεων και επιδόθηκε σε μικροπαραβατικότητα. Μετά τη σύλληψή του για κλοπή αυτοκινήτου το 1961 επέλεξε να μπει στο στρατό ως εναλλακτική της φυλακής. Υπηρέτησε ως αλεξιπτωτιστής, αλλά απολύθηκε μετά από 13 μήνες γιατί δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στη στρατιωτική πειθαρχία, όντας αφοσιωμένος στην κιθάρα.
Άρχισε να παίζει στο πλευρό διάφορων μουσικών, το ανορθόδοξο στιλ του αρχικά δεν εκτιμήθηκε ωστόσο, με αποτέλεσμα να τα βγάζει δύσκολα πέρα. Το 1966 εντοπίστηκε σε κλαμπ της Νέας Υόρκης και τον έστειλαν στην Αγγλία, όπου έπαιξε στο πλευρό των Βρετανών μουσικών Νόελ Ρέντινγκ και Μιτς Μίτσελ.
Παρά τις αναποδιές αυτές, η εμφάνιση έμεινε ιστορική, χάρη στην πολύ
ιδιαίτερη διασκευή του αμερικανικού εθνικού ύμνου «The Star spangled
Banner», που θεωρήθηκε ένα είδος μουσικής αποδοκιμασίας του πολέμου του
Βιετνάμ, ερμηνεία που ο ίδιος πάντως αρνήθηκε σε τοκ σόου ότι ίσχυε.
Αυτό δε σήμαινε φυσικά πως ήταν υπέρ του πολέμου, αντιθέτως είχε
συμμετάσχει και στο Winter festival of Peace το 1970, που είχε
διοργανωθεί από την επιτροπή υπέρ του μορατόριουμ στο Βιετνάμ. Επίσης,
είχε κάνει στα αμερικανικά μίντια δηλώσεις υπέρ του ριζοσπαστικού
κινήματος των Μαύρων Πανθήρων, λέγοντας ένιωθε «μια πνευματική
σύμπνοια», φέρεται να έκανε δωρεές στο κίνημα, ενώ είχε συμμετάσχει και
σε συναυλία υπέρ του συνιδρυτή των Μαύρων Πανθήρων Μπόμπι Σιλ. Η δράση
του μάλιστα είχε ως αποτέλεσμα να σχηματιστεί φάκελος για εκείνον στο
FBI, όπως έγινε γνωστό μετά τον αποχαρακτηρισμό τμήμα του φακέλου του.
Έφυγε από τη ζωή στις 18 Σεπτέμβρη 1970, από υπερβολική δόση υπνωτικών
χαπιών μαζί με αλκοόλ.
Γεννήθηκε σαν σήμερα στο Σιάτλ της πολιτείας Ουάσινγκτον το 1942 σε φτωχή οικογένεια. Οι γονείς του ήταν αλκοολικοί και τσακώνονταν συχνά, ενώ ο πατέρας του μετά την απόλυσή του από το στρατό αδυνατούσε να βρει σταθερή δουλειά. Ο μικρός Τζίμι συχνά κρυβόταν στις ντουλάπες για να προστατευτεί από τη βία που επικρατούσε στο σπίτι, ενώ περνούσε κάποια διαστήματα στο Βανκούβερ του Καναδά, όπου ζούσε η γιαγιά του. Οι γονείς του χώρισαν το 1951, ενώ επτά χρόνια αργότερα πέθανε η μητέρα του από κίρρωση του ήπατος. Ο πατέρας αρνήθηκε να πάρει τους γιους του στην κηδεία, δίνοντάς τους ουίσκι και λέγοντάς τους να το διαχειριστούν «σαν άντρες».
Ο Χέντριξ άρχισε να παίζει μουσική στα 4 του χρόνια, όταν πήρε δώρο μια φυσαρμόνικα. Ως μαθητής δημοτικού τράβηξε την προσοχή μιας κοινωνικής λειτουργού όταν εμφανιζόταν στο σχολείο με μια σκούπα εν είδει κιθάρας. Η γυναίκα έγραψε στη διεύθυνση του σχολείου ζητώντας να του αγοράσει κιθάρα, για να μην προκληθεί ψυχολογική βλάβη στο μικρό, χωρίς επιτυχία. Αρνητικός ήταν κι ο πατέρας του, αλλά το 1957, καθώς καθάριζε μαζί με τον πατέρα του το σπίτι μιας ηλικιωμένης, ανακάλυψε ένα γιουκαλίλι, το οποίο η ιδιοκτήτρια τον άφησε να κρατήσει καθώς ήταν μονόχορδο λόγω φθοράς. Λίγο αργότερα κατόρθωσε να αγοράσει μια μεταχειρισμένη κιθάρα των πέντε δολαρίων. Με αυτή έπαιξε στο πρώτο του συγκρότημα «The velvetones», ώσπου του χάρισαν την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα. Ο Χέντριξ ήταν αυτοδίδακτος και μιμούνταν συχνά τα τραγούδια του Έλβις Πρίσλεϋ.
Εγκατέλειψε το σχολείο το 1959 λόγω κακών επιδόσεων και επιδόθηκε σε μικροπαραβατικότητα. Μετά τη σύλληψή του για κλοπή αυτοκινήτου το 1961 επέλεξε να μπει στο στρατό ως εναλλακτική της φυλακής. Υπηρέτησε ως αλεξιπτωτιστής, αλλά απολύθηκε μετά από 13 μήνες γιατί δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στη στρατιωτική πειθαρχία, όντας αφοσιωμένος στην κιθάρα.
Άρχισε να παίζει στο πλευρό διάφορων μουσικών, το ανορθόδοξο στιλ του αρχικά δεν εκτιμήθηκε ωστόσο, με αποτέλεσμα να τα βγάζει δύσκολα πέρα. Το 1966 εντοπίστηκε σε κλαμπ της Νέας Υόρκης και τον έστειλαν στην Αγγλία, όπου έπαιξε στο πλευρό των Βρετανών μουσικών Νόελ Ρέντινγκ και Μιτς Μίτσελ.
Μαζί συγκρότησαν το συγκρότημα «The Jimi Hendrix Experience», που
γρήγορα γνώρισε μεγάλη επιτυχία, με τραγούδια όπως «Hey Joe», «Purple
Haze» και «The Wind Cries Mary», ενώ το πρώτο τους άλμπουμ «Are you
experienced?» ήρθε δεύτερο σε πωλήσεις μόνο πίσω από το θρυλικό «Sgt.
Pepper’s Lonely Hearts Club Band» των Beatles. Ακολούθησε, μες στο 1967
το επόμενο άλμπουμ «Axis: Bold as Love». Με παρότρυνση του Πωλ
ΜακΚάρτνεϊ, ο Χέντριξ συμμετείχε στο Φεστιβάλ του Μοντερέι στην
Καλιφόρνια, μαζί με μεγάλα αστέρια της ροκ, προκαλώντας μεγάλη αίσθηση
στις ΗΠΑ, λιγότερο από ένα χρόνο μετά την αναχώρησή του.
Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ το 1968 το συγκρότημα βρισκόταν σχεδόν διαρκώς
σε περιοδεία, ενώ το κοινό απαιτούσε να ακούει τις γνωστές επιτυχίες,
αναστέλλοντας τη δημιουργικότητα των μουσικών, οι οποίοι παράλληλα
έχαναν ολοένα και περισσότερο την ενεργητικότητά τους λόγω αυξανόμενης
χρήσης ναρκωτικών, για τα οποία ο Χέντριξ αντιμετώπισε και προβλήματα με
την καναδική δικαιοσύνη. Παρόλαυτα εκείνη τη χρονιά κυκλοφόρησε το
ιστορικό άλμπουμ “Electric Ladyland”, που σκαρφάλωσε στην κορυφή των
πωλήσεων στις ΗΠΑ, περιέχοντας τη διασημότερη ίσως διασκευή του “All
along the watchtower” του Μπομπ Ντίλαν, του οποίου αρκετά γνωστή είναι
και η ελληνική εκδοχή από το Διονύση Σαββόπουλο «Ο παλιάτσος κι ο
ληστής». Κατά τα άλλα δεν υπάρχει κάποια – έμμεση έστω – σύνδεση του
Χέντριξ με την Ελλάδα, καθώς μέχρι αποδείξεως του εναντίου δεν υπάρχουν
τεκμήρια για τον πολυθρύλητο “θαυμασμό” του καλλιτέχνη για το Μανώλη
Χιώτη, όταν εκείνος τραγουδούσε στην Αμερική.
Το καλοκαίρι του 1969 ο Χέντριξ δημιούργησε ένα νέο συγκρότημα ενόψει
του φεστιβάλ του Γουντστοκ, τους «Gypsy Sun & Rainbows» . Λόγω
καιρικών συνθηκών η μπάντα εμφανίστηκε νωρίς το πρωί της Δευτέρας στις
18 Αυγούστου, όταν θεωρητικά το φεστιβάλ είχε τελειώσει. Έτσι από το
σχεδόν μισό εκατομμύριο κόσμου που είχε συγκεντρωθεί, είχαν μείνει
25.000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου