Συγγραφέας, δημιουργός ταινιών και ιδρυτής της «Καταστασιακής
Διεθνούς», που άσκησε μεγάλη επιρροή στη σκέψη της μη κομμουνιστικής
αριστεράς και της αναρχίας στη Γαλλία κι όχι μόνο, ο Γκι Ντεμπόρ
αποτελεί σίγουρα έναν από τους «προφήτες» του Μάη του ’68, στον οποίο
εξάλλου συμμετείχε και ο ίδιος ενεργά. Ένα από τα «Ευαγγέλια» των
φοιτητών που συμμετείχαν ήταν το γνωστότερο έργο του Ντεμπόρ «Η κοινωνία
του θεάματος», το οποίο μεταφράστηκε σε πάμπολλες γλώσσες σε όλο τον
κόσμο, κι αποτελεί μέχρι και σήμερα δημοφιλές ανάγνωσμα εντός κι εκτός
ακαδημαϊκών αμφιθεάτρων. Η ευρύτατη διάδοσή του πιστοποιείται κι από το
γεγονός ότι ο τίτλος του έχει γίνει κάτι σαν παροιμιακή έκφραση,
χρησιμοποιείται δηλαδή ως επί το πλείστον από ανθρώπους που δεν έχουν
κατ’ ανάγκη έρθει σε επαφή με το βιβλίο ή βασικούς άξονες του
περιεχομένου του, με αποτέλεσμα η έννοια πλέον να αφορά οποιαδήποτε
κίνηση, δήλωση ή χάπενινγκ που αποσκοπεί σε έναν εύκολο και ανέξοδο
εντυπωσιασμό.
Το βιβλίο έχει μια σειρά οξυδερκείς παρατηρήσεις για το εποικοδόμημα στο σύγχρονο καπιταλισμό, που διατηρούν την επικαιρότητά τους 51 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του έργου. Ταυτόχρονα το βιβλίο αποτελεί μια εκλεπτυσμένη μορφή της «θεωρίας των δύο άκρων», απορρίπτοντας το δυτικό καπιταλισμό και τον υπαρκτό σοσιαλισμό, ομοιότητες του οποίου διακρίνει με το φασισμό, ενώ παράλληλα παρουσιάζει την εργατική τάξη ως απόλυτα αλλοτριωμένη στο δυτικό κόσμο, ανίκανη να παίξει το ρόλο του επαναστατικού υποκειμένου. Η αντίληψη αυτή δε συνιστά ακριβώς πρωτότυπη συμβουλή του Ντεμπόρ στην αντισοβιετική, μη κομμουνιστική αριστερά, αλλά η απήχηση του έργου του εντός κι εκτός Γαλλίας σαφώς βοήθησε στην παραπέρα εκλαΐκευσή της.
Στον πυρήνα του έργου βρίσκεται – όπως δηλώνεται καταφανώς στον τίτλο – το θέαμα, σε συνάρτηση με τα οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά φαινόμενα των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών του όψιμου 20ου αιώνα, καθώς και οι κοινωνικές σχέσεις που προκύπτουν μεταξύ των ανθρώπων στα πλαίσια αυτής της συνάρτησης. Στην κοινωνία του θεάματος ο οποιοσδήποτε, είτε αφεντικό, είτε εργάτης, είτε άνδρας, είτε γυναίκα, είτε καριερίστας, είτε εξεγερμένος, παίζει έναν προκαθορισμένο ρόλο. Η κοινωνία μοιάζει με μια άψυχη, άψογα οργανωμένη μηχανή, όπου ακόμα και η αντίσταση σ’ αυτή μοιάζει απλώς σαν προσομοίωση, ενώ στην πραγματικότητα ο χρόνος και η ιστορία δείχνουν παγωμένα.
Η πραγματικότητα γίνεται αόρατη πίσω από έναν κόσμο του φαίνεσθαι, γεμάτο διαφημίσεις, προπαγάνδα και στερεότυπα, τα οποία όμως έχουν πραγματικές επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων. Τα πραγματικά βιώματα και οι αληθινές επιθυμίες δίνουν τη θέση τους σε υποκατάστατα, στο απείκασμά τους, την αναπαράστασή τους που αναπαράγεται από τα μέσα της κοινωνίας του θεάματος που προααναφέρθηκαν (διαφημίσεις κλπ). Εν προκειμένω ορισμένοι εντοπίζουν συνάφεια της σκέψης του Ντεμπόρ με μια κοινή συνιστώσα των μεταμοντέρνων ρευμάτων σκέψης, δηλαδή πως τα σημεία ή σύμβολα δεν αναφέρονται σε κάτι πραγματικό, αλλά αντιπροσωπεύουν μόνο τον εαυτό τους.
Ο Ντεμπόρ αντιλαμβάνεται την ατομικότητα και την προσωπική ελευθερία ως απειλούμενες σε μια κοινωνία όπου εξυμνείται η επιφανειακότητα, ο καταναλωτισμός και η αυταρέσκεια που προωθείται μέσα από τα ΜΜΕ, την ώρα που οι πραγματικές ανθρώπινες σχέσεις υποχωρούν, καθώς όλα θεωρούνται μετρήσιμα και αντικείμενο αγοραπωλησίας. Τα άτομα ζουν κονφορμιστικά, καταναλώνουν και φέρουν σε πέρας τους ρόλους που τους έχουν ανατεθεί, προσπαθώντας την ίδια ώρα να μιμούνται τα πρότυπα που τους προβάλλονται.
Κατεξοχήν πρότυπο και ήρωας της κοινωνίας του θεάματος είναι φυσικά ο σταρ, του θεάτρου, της τηλεόρασης, της ποπ ή και της πολιτικής. Ο σταρ είναι «η θεαματική αναπαράσταση ενός ζωντανού ανθρώπου», που «συγκεντρώνει» μέσα του «την εικόνα ενός ενδεχόμενου ρόλου». Αποτελεί «αντικείμενο της ταύτισης, με την επιφανειακή, φαινομενική ζωή» που έχει ως στόχο να «αντισταθμίσει» την καθημερινότητα που βιώνει στην πραγματικότητα το υποκείμενο. Με τους ίδιους όρους λειτουργεί και η πολιτική, που μετατρέπεται πλέον σε τμήμα της σόουμπιζνες, με την κυβερνητική εξουσία να παίρνει τη μορφή του «ψευδοστάρ».
Η κοινωνία έχει απομακρυνθεί από τις πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου. Για το αποτέλεσμα αυτό ο Ντεμπόρ δεν ενοχοποιεί συγκεκριμένα τον καπιταλισμό, αφού, όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω, αντιτίθεται εξίσου σε κάθε απόπειρα σοσιαλιστικής οικοδόμησης της εποχής του, αλλά γενικά την εξειδίκευση στην κατανομή εργασίας, η οποία θρυμματίζει τη σκέψη σχετικά με τις επιθυμίες και τις ανάγκες των ανθρώπων, τις ορθολογικοποιεί και έτσι τις στρέφει εναντίον τους, μετατρέποντάς τις σε ένα ακόμα εργαλείου ελέγχου.
Μέγιστο πρόταγμα του θεάματος είναι η παθητικότητα, η άρνηση του διαλόγου (το «αντίθετο του διαλόγου», όπως το διατυπώνει ο ίδιος), ένας ατέρμονος διάλογος αυτοθαυμασμού, που αμφισβητεί τα πάντα εκτός από το ίδιο το θέαμα, το οποίο παραμένει αυτοσκοπός:
«Στο θέαμα […] ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτε, η εξέλιξη είναι τα πάντα. Το θέαμα δεν έχει άλλο προορισμό παρά τον εαυτό του».
Αυτό όμως δε σημαίνει πως υπάρχει κάποιου είδους ενιαία η συνειδητή συνωμοσία, ή κάποιου είδους μακροπρόθεσμη στρατηγική πέραν της αυτοσυντήρησης του θέαματος.
Η έναρξη της κοινωνίας του θεάματος τοποθετείται από το Ντεμπόρ περίπου στη δεκαετία του ’20 στον 20ό αιώνα. Ο ίδιος την ίδια περίοδο υποστηρίζει πως επήλθε και η εξουδετέρωση του επαναστατικού εργατικού κινήματος, από τη μια μέσω του φασισμού, κι από την άλλη μέσω της «σταλινικής γραφειοκρατίας».
Η επιρροή των θεωριών περί «ολοκληρωτισμού» είναι σαφέστατη στη σκέψη του, αλλά και στην ορολογία που χρησιμοποιεί:
«Η εξουσιαστική ολοκληρωτική ιδεολογική τάξη είναι η εξουσία ενός αντεστραμμένου κόσμου: Όσο ισχυρότερη είναι, τόσο περισσότερο ισχυρίζεται πως δεν υπάρχει».
Ο ίδιος εξάλλου διακρίνει μεγαλύτερη συνάφεια μεταξύ φασιστικών και σοσιαλιστικών καθεστώτων σε σχέση με τη φιλελεύθερη δυτική δημοκρατία και στις μορφές που λαμβάνει το θέαμα σε αυτές:
«Συγκεντρωτικό» στην πρώτη περίπτωση, μέσω προσωπολατρίας, αυταρχισμού, «κρατικού καπιταλισμού» (εδώ οι τροτσκίζουσες επιρροές στον Ντεμπόρ, που έκανε ένα σύντομο πέρασμα και από την ομάδα «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», διάσπαση της Δ’ Διεθνούς υπό τον Καστοριάδη, είναι εμφανείς), πιο μοντέρνο, διάχυτο και διακριτικότερο στη Δύση.
Όσο πιο οφθαλμοφανώς βίαιο και χοντροκομμένο εμφανίζεται το θέαμα σε μια κοινωνία, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη για καταστολή. Αυτό γίνεται πολύ καθαρό σε μια αποστροφή του Ντεμπόρ για την Κίνα, καθώς ο συγγραφέας εμφανίζεται ασυγκίνητος μπροστά στη γοητεία που ασκούσε ο μαοϊσμός σε μεγάλη μερίδα Γάλλων διανοουμένων την ίδια περίοδο:
«Αν κάθε Κινέζος πρέπει να μάθει το Μάο και συνεπακόλουθα πρέπει να είναι ο Μάο, αυτό σημαίνει πως δε χρειάζεται «να είναι τίποτε άλλο». Όπου κυριαρχεί το συγκεντρωτικό θέαμα, κυριαρχεί και η αστυνομία».
Ο ίδιος λοιπόν απορρίπτει συλλήβδην όλα τα σοσιαλιστικά κράτη της εποχής του, μαζί και την έννοια του κομμουνιστικού κόμματος σε οποιαδήποτε μορφή. Για εκείνον η «γραφειοκρατία» των σοσιαλιστικών / κομμουνιστικών κομμάτων και καθεστώτων του 20ου αιώνα δεν είναι παρά ένα αποπαίδι του καπιταλισμού. Το προλεταριάτο έχασε αρχικά την προοπτική και μετά τις ψευδαισθήσεις του, αλλά όχι την ουσία του. Ο Ντεμπόρ ουσιαστικά διαβλέπει ως μόνη διέξοδο τον ατομισμό, πέρα από ηγέτες, κόμματα και οργανώσεις, μολονότι υποστηρίζει πως ούτε η φιλελεύθερη αστική δημοκρατία μπορεί να προσφέρει την πραγματική ελευθερία:
„Και στις δύο περιπτώσεις είναι απλά μια εικόνα περιβεβλημένη από απελπισία και τρόμο […] στο σιωπηλό κέντρο της δυστυχίας”.
Ακόμα και η εξέγερση και η έλλειψη ικανοποίησης με το σύστημα μετατρέπεται σε εμπόρευμα και τελικά κατατείνουν στην εξυπηρέτησή του. Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Αντόρνο (η οφειλή του Ντεμπόρ στη σχολή της Φρανκφούρτης εξάλλου είναι από τις πλέον αναγνωρίσιμες στο έργο του) “Δεν υπάρχει σωστή ζωή στη λάθος”, ο συγγραφές υποστηρίζει: “Στον πραγματικά αντεστραμμένο κόσμο, το αληθινό είναι μια στιγμή του λάθους”.
Ο Ντεμπόρ προτείνει μια νέα παγκόσμια επανάσταση, βασισμένη στην απόρριψη της κοινωνίας του θεάματος, τις νομοτέλειες της οποίας πλέον έχουν κατανοήσει οι άνθρωποι. Την εποχή της συγγραφής του βιβλίου ο Ντεμπόρ, παρά την επιμέρους κριτική που ασκεί σε θεωρητικούς της αναρχίας, ελκύεται από την ιδέα των αναρχικών αυτοδιαχειριστικών μοντέλων.
Τα επόμενα χρόνια φαίνεται να γίνεται περισσότερο απαισιόδοξος ως προς οποιαδήποτε μορφή και δυνατότητα επαναστατικής χειραφέτησης, ενώ και ο ίδιος, μολονότι συνεχίζει να γράφει και να γυρίζει τις ιδιότυπες ταινίες του (ανάμεσά τους και η κινηματογραφική εκδοχή της “Κοινωνίας του θεάματος” το 1973), μπαίνει σε μια πορεία κατάρρευσης, οφειλόμενης κυρίως στο χρόνιο αλκοολισμό του, ενώ αντιμετωπίζει και περιπέτειες μετά την – αναπόδεικτη – εμπλοκή του ονόματός του στη μυστηριώδη δολοφονία του φίλου. εκδότη και παραγωγού του Ζεράρ Λεμποβισί το 1984. Προσβλήθηκε από αλκοολική πολυνευρίτιδα κι έδωσε τέλος στη ζωή του με μια σφαίρα στην καρδιά στις 30 Νοέμβρη 1994.
Το βιβλίο έχει μια σειρά οξυδερκείς παρατηρήσεις για το εποικοδόμημα στο σύγχρονο καπιταλισμό, που διατηρούν την επικαιρότητά τους 51 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του έργου. Ταυτόχρονα το βιβλίο αποτελεί μια εκλεπτυσμένη μορφή της «θεωρίας των δύο άκρων», απορρίπτοντας το δυτικό καπιταλισμό και τον υπαρκτό σοσιαλισμό, ομοιότητες του οποίου διακρίνει με το φασισμό, ενώ παράλληλα παρουσιάζει την εργατική τάξη ως απόλυτα αλλοτριωμένη στο δυτικό κόσμο, ανίκανη να παίξει το ρόλο του επαναστατικού υποκειμένου. Η αντίληψη αυτή δε συνιστά ακριβώς πρωτότυπη συμβουλή του Ντεμπόρ στην αντισοβιετική, μη κομμουνιστική αριστερά, αλλά η απήχηση του έργου του εντός κι εκτός Γαλλίας σαφώς βοήθησε στην παραπέρα εκλαΐκευσή της.
Στον πυρήνα του έργου βρίσκεται – όπως δηλώνεται καταφανώς στον τίτλο – το θέαμα, σε συνάρτηση με τα οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά φαινόμενα των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών του όψιμου 20ου αιώνα, καθώς και οι κοινωνικές σχέσεις που προκύπτουν μεταξύ των ανθρώπων στα πλαίσια αυτής της συνάρτησης. Στην κοινωνία του θεάματος ο οποιοσδήποτε, είτε αφεντικό, είτε εργάτης, είτε άνδρας, είτε γυναίκα, είτε καριερίστας, είτε εξεγερμένος, παίζει έναν προκαθορισμένο ρόλο. Η κοινωνία μοιάζει με μια άψυχη, άψογα οργανωμένη μηχανή, όπου ακόμα και η αντίσταση σ’ αυτή μοιάζει απλώς σαν προσομοίωση, ενώ στην πραγματικότητα ο χρόνος και η ιστορία δείχνουν παγωμένα.
Η πραγματικότητα γίνεται αόρατη πίσω από έναν κόσμο του φαίνεσθαι, γεμάτο διαφημίσεις, προπαγάνδα και στερεότυπα, τα οποία όμως έχουν πραγματικές επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων. Τα πραγματικά βιώματα και οι αληθινές επιθυμίες δίνουν τη θέση τους σε υποκατάστατα, στο απείκασμά τους, την αναπαράστασή τους που αναπαράγεται από τα μέσα της κοινωνίας του θεάματος που προααναφέρθηκαν (διαφημίσεις κλπ). Εν προκειμένω ορισμένοι εντοπίζουν συνάφεια της σκέψης του Ντεμπόρ με μια κοινή συνιστώσα των μεταμοντέρνων ρευμάτων σκέψης, δηλαδή πως τα σημεία ή σύμβολα δεν αναφέρονται σε κάτι πραγματικό, αλλά αντιπροσωπεύουν μόνο τον εαυτό τους.
Ο Ντεμπόρ αντιλαμβάνεται την ατομικότητα και την προσωπική ελευθερία ως απειλούμενες σε μια κοινωνία όπου εξυμνείται η επιφανειακότητα, ο καταναλωτισμός και η αυταρέσκεια που προωθείται μέσα από τα ΜΜΕ, την ώρα που οι πραγματικές ανθρώπινες σχέσεις υποχωρούν, καθώς όλα θεωρούνται μετρήσιμα και αντικείμενο αγοραπωλησίας. Τα άτομα ζουν κονφορμιστικά, καταναλώνουν και φέρουν σε πέρας τους ρόλους που τους έχουν ανατεθεί, προσπαθώντας την ίδια ώρα να μιμούνται τα πρότυπα που τους προβάλλονται.
Κατεξοχήν πρότυπο και ήρωας της κοινωνίας του θεάματος είναι φυσικά ο σταρ, του θεάτρου, της τηλεόρασης, της ποπ ή και της πολιτικής. Ο σταρ είναι «η θεαματική αναπαράσταση ενός ζωντανού ανθρώπου», που «συγκεντρώνει» μέσα του «την εικόνα ενός ενδεχόμενου ρόλου». Αποτελεί «αντικείμενο της ταύτισης, με την επιφανειακή, φαινομενική ζωή» που έχει ως στόχο να «αντισταθμίσει» την καθημερινότητα που βιώνει στην πραγματικότητα το υποκείμενο. Με τους ίδιους όρους λειτουργεί και η πολιτική, που μετατρέπεται πλέον σε τμήμα της σόουμπιζνες, με την κυβερνητική εξουσία να παίρνει τη μορφή του «ψευδοστάρ».
Η κοινωνία έχει απομακρυνθεί από τις πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου. Για το αποτέλεσμα αυτό ο Ντεμπόρ δεν ενοχοποιεί συγκεκριμένα τον καπιταλισμό, αφού, όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω, αντιτίθεται εξίσου σε κάθε απόπειρα σοσιαλιστικής οικοδόμησης της εποχής του, αλλά γενικά την εξειδίκευση στην κατανομή εργασίας, η οποία θρυμματίζει τη σκέψη σχετικά με τις επιθυμίες και τις ανάγκες των ανθρώπων, τις ορθολογικοποιεί και έτσι τις στρέφει εναντίον τους, μετατρέποντάς τις σε ένα ακόμα εργαλείου ελέγχου.
Μέγιστο πρόταγμα του θεάματος είναι η παθητικότητα, η άρνηση του διαλόγου (το «αντίθετο του διαλόγου», όπως το διατυπώνει ο ίδιος), ένας ατέρμονος διάλογος αυτοθαυμασμού, που αμφισβητεί τα πάντα εκτός από το ίδιο το θέαμα, το οποίο παραμένει αυτοσκοπός:
«Στο θέαμα […] ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτε, η εξέλιξη είναι τα πάντα. Το θέαμα δεν έχει άλλο προορισμό παρά τον εαυτό του».
Αυτό όμως δε σημαίνει πως υπάρχει κάποιου είδους ενιαία η συνειδητή συνωμοσία, ή κάποιου είδους μακροπρόθεσμη στρατηγική πέραν της αυτοσυντήρησης του θέαματος.
Η έναρξη της κοινωνίας του θεάματος τοποθετείται από το Ντεμπόρ περίπου στη δεκαετία του ’20 στον 20ό αιώνα. Ο ίδιος την ίδια περίοδο υποστηρίζει πως επήλθε και η εξουδετέρωση του επαναστατικού εργατικού κινήματος, από τη μια μέσω του φασισμού, κι από την άλλη μέσω της «σταλινικής γραφειοκρατίας».
Η επιρροή των θεωριών περί «ολοκληρωτισμού» είναι σαφέστατη στη σκέψη του, αλλά και στην ορολογία που χρησιμοποιεί:
«Η εξουσιαστική ολοκληρωτική ιδεολογική τάξη είναι η εξουσία ενός αντεστραμμένου κόσμου: Όσο ισχυρότερη είναι, τόσο περισσότερο ισχυρίζεται πως δεν υπάρχει».
Ο ίδιος εξάλλου διακρίνει μεγαλύτερη συνάφεια μεταξύ φασιστικών και σοσιαλιστικών καθεστώτων σε σχέση με τη φιλελεύθερη δυτική δημοκρατία και στις μορφές που λαμβάνει το θέαμα σε αυτές:
«Συγκεντρωτικό» στην πρώτη περίπτωση, μέσω προσωπολατρίας, αυταρχισμού, «κρατικού καπιταλισμού» (εδώ οι τροτσκίζουσες επιρροές στον Ντεμπόρ, που έκανε ένα σύντομο πέρασμα και από την ομάδα «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», διάσπαση της Δ’ Διεθνούς υπό τον Καστοριάδη, είναι εμφανείς), πιο μοντέρνο, διάχυτο και διακριτικότερο στη Δύση.
Όσο πιο οφθαλμοφανώς βίαιο και χοντροκομμένο εμφανίζεται το θέαμα σε μια κοινωνία, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη για καταστολή. Αυτό γίνεται πολύ καθαρό σε μια αποστροφή του Ντεμπόρ για την Κίνα, καθώς ο συγγραφέας εμφανίζεται ασυγκίνητος μπροστά στη γοητεία που ασκούσε ο μαοϊσμός σε μεγάλη μερίδα Γάλλων διανοουμένων την ίδια περίοδο:
«Αν κάθε Κινέζος πρέπει να μάθει το Μάο και συνεπακόλουθα πρέπει να είναι ο Μάο, αυτό σημαίνει πως δε χρειάζεται «να είναι τίποτε άλλο». Όπου κυριαρχεί το συγκεντρωτικό θέαμα, κυριαρχεί και η αστυνομία».
Ο ίδιος λοιπόν απορρίπτει συλλήβδην όλα τα σοσιαλιστικά κράτη της εποχής του, μαζί και την έννοια του κομμουνιστικού κόμματος σε οποιαδήποτε μορφή. Για εκείνον η «γραφειοκρατία» των σοσιαλιστικών / κομμουνιστικών κομμάτων και καθεστώτων του 20ου αιώνα δεν είναι παρά ένα αποπαίδι του καπιταλισμού. Το προλεταριάτο έχασε αρχικά την προοπτική και μετά τις ψευδαισθήσεις του, αλλά όχι την ουσία του. Ο Ντεμπόρ ουσιαστικά διαβλέπει ως μόνη διέξοδο τον ατομισμό, πέρα από ηγέτες, κόμματα και οργανώσεις, μολονότι υποστηρίζει πως ούτε η φιλελεύθερη αστική δημοκρατία μπορεί να προσφέρει την πραγματική ελευθερία:
„Και στις δύο περιπτώσεις είναι απλά μια εικόνα περιβεβλημένη από απελπισία και τρόμο […] στο σιωπηλό κέντρο της δυστυχίας”.
Ακόμα και η εξέγερση και η έλλειψη ικανοποίησης με το σύστημα μετατρέπεται σε εμπόρευμα και τελικά κατατείνουν στην εξυπηρέτησή του. Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Αντόρνο (η οφειλή του Ντεμπόρ στη σχολή της Φρανκφούρτης εξάλλου είναι από τις πλέον αναγνωρίσιμες στο έργο του) “Δεν υπάρχει σωστή ζωή στη λάθος”, ο συγγραφές υποστηρίζει: “Στον πραγματικά αντεστραμμένο κόσμο, το αληθινό είναι μια στιγμή του λάθους”.
Ο Ντεμπόρ προτείνει μια νέα παγκόσμια επανάσταση, βασισμένη στην απόρριψη της κοινωνίας του θεάματος, τις νομοτέλειες της οποίας πλέον έχουν κατανοήσει οι άνθρωποι. Την εποχή της συγγραφής του βιβλίου ο Ντεμπόρ, παρά την επιμέρους κριτική που ασκεί σε θεωρητικούς της αναρχίας, ελκύεται από την ιδέα των αναρχικών αυτοδιαχειριστικών μοντέλων.
Τα επόμενα χρόνια φαίνεται να γίνεται περισσότερο απαισιόδοξος ως προς οποιαδήποτε μορφή και δυνατότητα επαναστατικής χειραφέτησης, ενώ και ο ίδιος, μολονότι συνεχίζει να γράφει και να γυρίζει τις ιδιότυπες ταινίες του (ανάμεσά τους και η κινηματογραφική εκδοχή της “Κοινωνίας του θεάματος” το 1973), μπαίνει σε μια πορεία κατάρρευσης, οφειλόμενης κυρίως στο χρόνιο αλκοολισμό του, ενώ αντιμετωπίζει και περιπέτειες μετά την – αναπόδεικτη – εμπλοκή του ονόματός του στη μυστηριώδη δολοφονία του φίλου. εκδότη και παραγωγού του Ζεράρ Λεμποβισί το 1984. Προσβλήθηκε από αλκοολική πολυνευρίτιδα κι έδωσε τέλος στη ζωή του με μια σφαίρα στην καρδιά στις 30 Νοέμβρη 1994.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου