Ινδονησία, σύγχρονοι δούλοι μαζεύουν θειάφι μέσα σε κρατήρα ηφαιστείου για 6 ευρώ την ημέρα
Γράφει ο Πάνος Αλεπλιώτης //
Στο ηφαίστειο Kawah Ijen στην Ανατολική Ιάβα λειτουργεί το πιο παλιό ορυχείο θειαφιού και το τελευταίο που το θειάφι συλλέγεται μόνο χειρωνακτικά.
Μια σύγχρονη κόλαση μέσα στον κρατήρα του ηφαιστείου αναδύει θειούχες δηλητηριώδεις ουσίες. Η μικρή μπλέ λίμνη νερού μέσα στον κρατήρα βράζει από τις χημικές διεργασίες.
Δεν ζει ούτε φυτό ούτε έντομο στην περιοχή. Ο καπνός τσούζει τα μάτια, καίει τα πνευμόνια. Οι εργάτες κατεβαίνουν ένα χιλιόμετρο μέσα στον κρατήρα, σε θερμοκρασίες πάνω από 40 βαθμούς, και συλλέγουν κομμάτια από στερεό θειάφι σε καλάθια που ζυγίζουν 40 κιλά.
Θα το κουβαλήσουν στην άκρη έξω από τον κρατήρα σε ανηφόρα με κλίση 45 μοιρών, βήχοντας από τις αναθυμιάσεις και μετά με καροτσάκι θα διανύσουν τα 17 χιλιόμετρα μέχρι τον χώρο του ορυχείου. Αυτό γίνεται 3-4 φορές την ημέρα. Φορούν μάσκες μιας χρήσης χωρίς φίλτρο εδώ και μόλις 5 χρόνια.
Από τον καιρό που δεν είχαν καροτσάκια φαίνονται οι πληγές που δημιούργησε η επαφή τους με το θειάφι που κουβαλούσαν στην πλάτη.
Μέσα στην δουλειά των εργατών του ορυχείου είναι να ρίχνουν νερό για να ψύχουν τους αγωγούς που οδηγούν το διοξείδιο του θείου πάλι κάτω στον κρατήρα ώστε να στερεοποιείται μόλις έρθει σε επαφή με τον κρύο αέρα.
Η θερμοκρασία των αερίων φτάνει τους εκατοντάδες βαθμούς. Την δεκαετία του 80 μια μεγάλη έκρηξη αγωγού κόστισε την ζωή σε 40 εργάτες.
«Στοιβιάζαμε τα πτώματα όπως τότε με το τσουνάμι» λέει ένας εργάτης που την νύχτα απο τις 11 μέχρι τις 7 το πρωί κουβαλάει θειάφι και την ημέρα ψύχει τους αγωγούς και που δεν θέλει να πεί το ονομά του στην Σουηδική εφημερίδα Arbetet Global. «Καλύτερα να με φωνάζεται κύριο Θειάφι», λέει. «Πού αλλού να βρώ δουλεια” προσθέτει με απόγνωση. “Υπάρχει μεγάλη προσφορά χεριών και φοβάμαι μην χάσω την δουλειά μου και πεινάσουν τα παιδιά μου, γιαυτό κάνω δύο δουλειές».
Το θειάφι χρησιμοποιούνταν παλιότερα για να κατασκευαστεί μπαρούτι και σήμερα για λεύκανση ζάχαρης, κατασκευή σπίρτων και στην κατασκευή ελαστικών αυτοκινήτων. Η παραγωγή μπαρουτιού άρχισε από τον 17ο αιώνα από τους Ολλανδούς αποικιοκράτες που έφυγαν το 1949. Το 1968 άρχισε η βιομηχανική παραγωγή. Ιδιοκτήτες είναι Κινέζοι επενδυτές με ντόπιους υπεργολάβους.
Οι εργάτες στο ορυχείο αμοίβονται με 100.000 ρούπιες δηλαδή περίπου 6 ευρώ την ημέρα, ποσό που δεν φτάνει για επιβίωση. Αναγκάζονται να κάνουν και δεύτερη δουλειά όπως δηλώνουν οι συνολικά 30 σταθεροί εργάτες. Υπάρχουν εκατοντάδες άλλοι που δουλεύουν με 0,70 σέντς το κιλό. Δεν μπορούν να μαζέψουν πάνω από 100 κιλά την ημέρα. Κανείς δεν φτάνει την ηλικία των 60 χρονών.
Δίπλα τους στριμώχνονται τουρίστες από ταξιδιωτικά πρακτορεία που διαφημίζουν την εργασία των εργατών θειαφιού και βγάζουν σέλφι. Η μεταφορά τους κοστίζει 24 ευρώ, ίσα με 4 εργατικά μεροκάματα. «Ελάτε να δείτε την πιό επικίνδυνη δουλειά του κόσμου και την μπλέ λίμνη» διαφημίζουν οι αφίσες.
Μικρές εκρήξεις γίνονται συχνά και κρύβουν τον ουρανό με επικίνδυνο διοξείδιο του θείου και στέλνουν δεκάδες εργαζόμενους με αναπνευστικά προβλήματα στο Νοσοκομείο όπως τον περασμένο Μάρτιο. Κόστισε τον θάνατο στα περισσότερα κατοικίδια ζώα της περιοχής. Δεν υπάρχει καμία προστασία για τους εργαζόμενους ούτε γίνεται κάποια συζήτηση γιαυτό.
Σ’ αυτή την σύγχρονη κόλαση της Ινδονησίας τα συμφέροντα της αστικής τάξης και της εργοδοσίας προστατεύονται με Νόμο που προβλέπει ο στρατός να πυροβολεί εν ψυχρώ τους απεργούς σε περίπτωση απεργίας. Ο Νόμος είναι κατάλοιπο μετά από την σφαγή 1 έως 3 εκατομμυρίων κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών το 1965-66 όταν ο δικτάτορας Σουχάρτο κατέλαβε την εξουσία με το πιό αιματηρό πραξικόπημα στην ιστορία του εργατικού κινήματος.
Στην νησιωτική Ινδονησία με 262 εκατομμύρια κατοίκους, τέταρτη στον κόσμο, επικρατεί η φτώχεια και η ανέχεια στην συντριπτική τους πλειοψηφία. Παράλληλα έχει και μερικούς από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο στον τομέα του πετρελαίου.
Στο ηφαίστειο Kawah Ijen στην Ανατολική Ιάβα λειτουργεί το πιο παλιό ορυχείο θειαφιού και το τελευταίο που το θειάφι συλλέγεται μόνο χειρωνακτικά.
Μια σύγχρονη κόλαση μέσα στον κρατήρα του ηφαιστείου αναδύει θειούχες δηλητηριώδεις ουσίες. Η μικρή μπλέ λίμνη νερού μέσα στον κρατήρα βράζει από τις χημικές διεργασίες.
Δεν ζει ούτε φυτό ούτε έντομο στην περιοχή. Ο καπνός τσούζει τα μάτια, καίει τα πνευμόνια. Οι εργάτες κατεβαίνουν ένα χιλιόμετρο μέσα στον κρατήρα, σε θερμοκρασίες πάνω από 40 βαθμούς, και συλλέγουν κομμάτια από στερεό θειάφι σε καλάθια που ζυγίζουν 40 κιλά.
Θα το κουβαλήσουν στην άκρη έξω από τον κρατήρα σε ανηφόρα με κλίση 45 μοιρών, βήχοντας από τις αναθυμιάσεις και μετά με καροτσάκι θα διανύσουν τα 17 χιλιόμετρα μέχρι τον χώρο του ορυχείου. Αυτό γίνεται 3-4 φορές την ημέρα. Φορούν μάσκες μιας χρήσης χωρίς φίλτρο εδώ και μόλις 5 χρόνια.
Από τον καιρό που δεν είχαν καροτσάκια φαίνονται οι πληγές που δημιούργησε η επαφή τους με το θειάφι που κουβαλούσαν στην πλάτη.
Μέσα στην δουλειά των εργατών του ορυχείου είναι να ρίχνουν νερό για να ψύχουν τους αγωγούς που οδηγούν το διοξείδιο του θείου πάλι κάτω στον κρατήρα ώστε να στερεοποιείται μόλις έρθει σε επαφή με τον κρύο αέρα.
Η θερμοκρασία των αερίων φτάνει τους εκατοντάδες βαθμούς. Την δεκαετία του 80 μια μεγάλη έκρηξη αγωγού κόστισε την ζωή σε 40 εργάτες.
«Στοιβιάζαμε τα πτώματα όπως τότε με το τσουνάμι» λέει ένας εργάτης που την νύχτα απο τις 11 μέχρι τις 7 το πρωί κουβαλάει θειάφι και την ημέρα ψύχει τους αγωγούς και που δεν θέλει να πεί το ονομά του στην Σουηδική εφημερίδα Arbetet Global. «Καλύτερα να με φωνάζεται κύριο Θειάφι», λέει. «Πού αλλού να βρώ δουλεια” προσθέτει με απόγνωση. “Υπάρχει μεγάλη προσφορά χεριών και φοβάμαι μην χάσω την δουλειά μου και πεινάσουν τα παιδιά μου, γιαυτό κάνω δύο δουλειές».
Το θειάφι χρησιμοποιούνταν παλιότερα για να κατασκευαστεί μπαρούτι και σήμερα για λεύκανση ζάχαρης, κατασκευή σπίρτων και στην κατασκευή ελαστικών αυτοκινήτων. Η παραγωγή μπαρουτιού άρχισε από τον 17ο αιώνα από τους Ολλανδούς αποικιοκράτες που έφυγαν το 1949. Το 1968 άρχισε η βιομηχανική παραγωγή. Ιδιοκτήτες είναι Κινέζοι επενδυτές με ντόπιους υπεργολάβους.
Οι εργάτες στο ορυχείο αμοίβονται με 100.000 ρούπιες δηλαδή περίπου 6 ευρώ την ημέρα, ποσό που δεν φτάνει για επιβίωση. Αναγκάζονται να κάνουν και δεύτερη δουλειά όπως δηλώνουν οι συνολικά 30 σταθεροί εργάτες. Υπάρχουν εκατοντάδες άλλοι που δουλεύουν με 0,70 σέντς το κιλό. Δεν μπορούν να μαζέψουν πάνω από 100 κιλά την ημέρα. Κανείς δεν φτάνει την ηλικία των 60 χρονών.
Δίπλα τους στριμώχνονται τουρίστες από ταξιδιωτικά πρακτορεία που διαφημίζουν την εργασία των εργατών θειαφιού και βγάζουν σέλφι. Η μεταφορά τους κοστίζει 24 ευρώ, ίσα με 4 εργατικά μεροκάματα. «Ελάτε να δείτε την πιό επικίνδυνη δουλειά του κόσμου και την μπλέ λίμνη» διαφημίζουν οι αφίσες.
Μικρές εκρήξεις γίνονται συχνά και κρύβουν τον ουρανό με επικίνδυνο διοξείδιο του θείου και στέλνουν δεκάδες εργαζόμενους με αναπνευστικά προβλήματα στο Νοσοκομείο όπως τον περασμένο Μάρτιο. Κόστισε τον θάνατο στα περισσότερα κατοικίδια ζώα της περιοχής. Δεν υπάρχει καμία προστασία για τους εργαζόμενους ούτε γίνεται κάποια συζήτηση γιαυτό.
Σ’ αυτή την σύγχρονη κόλαση της Ινδονησίας τα συμφέροντα της αστικής τάξης και της εργοδοσίας προστατεύονται με Νόμο που προβλέπει ο στρατός να πυροβολεί εν ψυχρώ τους απεργούς σε περίπτωση απεργίας. Ο Νόμος είναι κατάλοιπο μετά από την σφαγή 1 έως 3 εκατομμυρίων κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών το 1965-66 όταν ο δικτάτορας Σουχάρτο κατέλαβε την εξουσία με το πιό αιματηρό πραξικόπημα στην ιστορία του εργατικού κινήματος.
Στην νησιωτική Ινδονησία με 262 εκατομμύρια κατοίκους, τέταρτη στον κόσμο, επικρατεί η φτώχεια και η ανέχεια στην συντριπτική τους πλειοψηφία. Παράλληλα έχει και μερικούς από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο στον τομέα του πετρελαίου.
________________________________________________________________________________________________
Αναρτήθηκε από
Viva La Revolucion
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου