100 χρόνια από τη γέννηση του «πρώτου των πρώτων» μεταξύ των
αντιφρονούντων συγγραφέων της ΕΣΣΔ και του υπαρκτού σοσιαλισμού,
Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, κι όπως είναι φυσικό τα αφιερώματα, στην Ελλάδα,
αλλά κυρίως σε ξένα ΜΜΕ είναι αρκετά. Όπως συμβαίνει συνήθως, αυτά
κυμαίνονται μεταξύ αγιογραφίας ενός «ασυμβίβαστου μαχητή κατά του
ολοκληρωτισμού», με πλήρη απάλειψη των σκοτεινών πλευρών της σκέψης και
δράσης του, ή με δειλές αναφορές σε αυτές, σε ένα πνεύμα υποβάθμισής
τους. Δε λείπουν κι εκείνοι εξάλλου, που υπονοούν ότι η «βαρβαρότητα»
του εγκλεισμού στο γκούλαγκ του σάλεψε το μυαλό. Μια ματιά στο βίο του
βέβαια πείθει ότι οι βαθιά αντιδραστικές του πεποιθήσεις δε γεννήθηκαν
λόγω της δίωξης του από τις σοβιετικές αρχές, ούτε ήταν καν αυτές μόνες
τους που προκάλεσαν τη σύλληψη και την καταδίκη του, αλλά η ανοιχτή του
πρόθεση να συνωμοτήσει κατά της ΕΣΣΔ.
Γεννήθηκε σε οικογένεια κοζάκων διανοουμένων και μεγάλωσε με τη μητέρα του, έχοντας χάσει τον πατέρα του σε ατύχημα πριν γεννηθεί. Άρχισε να σπουδάζει μαθηματικά και φιλοσοφία λίγο πριν ξεκινήσει ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος και στη συνέχεια υπηρέτησε στον Κόκκινο Στρατό. Το Φλεβάρη του 1945, κι ενώ υπηρετούσε στην Ανατολική Πρωσία, συνελήφθη από την SMERSH για απαξιωτικά σχόλιά του για το Στάλιν σε επιστολή προς το φίλο του Νικολάι Βίτκεβιτς, ενώ παράλληλα συνομιλούσε με τον φίλο αυτό για την αναγκαιότητα της δημιουργίας μιας αντισοβιετικής οργάνωσης.
Αυτές οι πράξεις, εν καιρώ πολέμου μάλιστα, θα θεωρούνταν αιτία καταδίκης σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, στη σοβιετική περίπτωση βέβαια ερμηνεύονται μέχρι σήμερα ως «στυγνή σταλινική καταπίεση». Κατηγορήθηκε για «δημιουργία εχθρικής οργάνωσης σύμφωνα με την παράγραφο 58 του σοβιετικού Ποινικού Κώδικα και οδηγήθηκε στη φυλακή της Λουμπιάνκα στη Μόσχα. Γράφοντας αργότερα για το πώς υποδέχτηκε τη συντριβή του φασισμού στις 9 Μάη 1945, περιέγραφε πώς κοιτούσαν οι κρατούμενοι από τα παράθυρά τους τον ουρανό της Μόσχας καλυμμένο με πυροτεχνήματα, χωρίς να νιώθει καμία χαρά: «Δεν υπήρχαν πανηγυρισμοί στα κελιά μας, ούτε αγκαλιές και φιλιά για μας. Αυτή η νίκη δεν είναι δική μας».
Ο Σολζενίτσιν δεν έκρυψε ποτέ την προτίμησή του για τους συνεργάτες των ναζί, ιδιαίτερα τον προδότη στρατηγό Βλασόφ, ενώ δε δίσταζε να δυσφημεί σε κάθε ευκαιρία τον Κόκκινο Στρατό για «αγριότητες» και «βιασμούς» κατά Γερμανών αμάχων, όπως στο ποίημα του «Πρωσικές νύχτες».
Μετά την καταδίκη του σε 8 χρόνια στα γκούλαγκ, μεταφέρθηκε αρχικά σε ειδικό στρατόπεδο επιστημόνων, ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο του Καζακστάν, όπου εργάστηκε σε χυτήριο. Την περίοδο εκείνη κατά δήλωσή του μετατράπηκε σε πιστό χριστιανό. Η σύζυγός του τον χώρισε για χάρη ενός άλλου άντρα (αργότερα ξαναπαντρεύτηκαν και ξαναχώρισαν οριστικά το 1972), ενώ ο ίδιος είχε αρρωστήσει από καρκίνο, για τον οποίο χειρουργήθηκε στη διάρκεια της κράτησής του.
Αφέθηκε ελεύθερος λίγο πριν το θάνατο του Στάλιν, το Φλεβάρη του 1953, του επιβλήθηκε ωστόσο μόνιμος εκτοπισμός στην περιοχή Κοκ – Τερέκ του Καζακστάν. Μετά την άνοδο του Χρουτσόφ διορίζεται καθηγητής σε σχολείο, ενώ ως το 1955 υποβλήθηκε σε νέα θεραπεία για τον καρκίνο, έχοντας μόνο 30% πιθανότητες επιβίωσης θεωρητικά. Τις εμπειρίες του αυτές τις κατέγραψε αργότερα σε μυθιστόρημα με τίτλο «Ογκολογική Κλινική».
Στα πλαίσια της «αποσταλινοποίησης», ο Σολζενίτσιν αποκαταστάθηκε το 1957 και αφιερώθηκε στη συγγραφή του πρώτου του έργου, “Μια μέρα από τη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς”, όπου δίνεται η δική του εκδοχή για την καθημερινότητα των κρατούμενων στα γκούλαγκ. Το βιβλίο εκδόθηκε με προσωπική άδεια του Χρουτσόφ, που είχε προσκαλέσει προσωπικά το Σολζενίτσιν, μαζί με άλλους αντιφρονούντες συγγραφείς στη ντάτσα του στη Μαύρη Θάλασσα. Ο σοβιετικός ηγέτης μάλιστα το υπερασπίστηκε προσωπικά ενώπιον του ΠΓ του ΚΚΣΕ λέγοντας: “Υπάρχει ένας σταλινιστικής μέσα στον καθένα από σας, υπάρχει ένας σταλινιστική ακόμα και μέσα μου. Πρέπει να ξεριζώσουμε το κακό”. Όπως είναι φυσικό, με τόση προώθηση το βιβλίο ξεπούλησε στην ΕΣΣΔ, ενώ μεταφράστηκε γρήγορα και στη Δύση, γνωρίζοντας επίσης μεγάλη επιτυχία. Τέτοια ήταν η στήριξη που απολάμβανε ο Σολζενίτσιν εκείνη την περίοδο που το βιβλίο αυτό, όπως τρία ακόμα συντομότερα έργα του, αποτελούσε μέρος της διδακτέας ύλης στο σοβιετικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Η ανατροπή του προστάτη του το 1964 σήμανε και αλλαγή τύχης για το συγγραφέα, που είδε τα χειρόγραφα του μυθιστορήματος “Ο πρώτος κύκλος της κόλασης”, βασισμένο επίσης στις προσωπικές του εμπειρίες, να κατάσχεται από την KGB. Ένα χρόνο μετά αποκλείστηκε από την Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων, ενώ το 1970 του απονεμήθηκε το νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο αρνήθηκε να παραλάβει, φοβούμενος ότι οι σοβιετικές αρχές δε θα του επέτρεπαν να γυρίσει από τη Στοκχόλμη. Ζήτησε μάλιστα να το παραλάβει σε ειδική τελετή στη σουηδική πρεσβεία της Μόσχας, κάτι που η σουηδική κυβέρνηση αρνήθηκε για να μην υπονομεύσει τις σχέσεις της με την ΕΣΣΔ.
Το 1973 κυκλοφόρησε στη Δύση το magnum opus του “Το Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ”, που έγινε διεθνές μπεστ σέλερ και αποτελεί μέχρι σήμερα μια πραγματική “Βίβλο” της αντισοβιετικής και αντικομμουνιστικής μυθολογίας. Στη Σοβιετική Ένωση όπως είναι φυσικό το έργο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, που αποτυπώνονται σε κεντρικό άρθρο της “Πράβντα” στις 14 Γενάρη 1974, όπου τονίζονται οι φιλοχιτλερικές συμπάθειες του συγγραφέα, οι “δικαιολογίες για τα εγκλήματα των ακολούθων του Βλασόφ και του Μπαντέρα” και επισημαίνεται πως ο Σολζενίτσιν “πνίγεται από παθολογικό μίσος για τη χώρα όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, για το σοσιαλιστικό σύστημα και το σοβιετικό λαό”.
Αν και αρχικά υπήρχαν σχεδιασμοί για εξορία του Σολζενίτσιν σε άλλη σοσιαλιστική χώρα, τελικά, με πρωτοβουλία του επικεφαλής της KGB Γιούρι Αντρόποφ και ενθάρρυνση του καγκελαρίου της ΟΔΓ Βίλι Μπραντ, αποφασίστηκε η απέλασή του στη Δ. Γερμανία. Μετά από ένα διάστημα στη Φρανκφούρτη και στην Ελβετία, ο Σολζενίτσιν προσκλήθηκε από τις ΗΠΑ κι εγκαταστάθηκε στη χώρα, όπου αντιμετωπίστηκε ως ίνδαλμα και δε σταμάτησε να συσσωρεύει βραβεία και διακρίσεις.
Ο ίδιος, αν και βαθιά καχύποπτος απέναντι στον “υλισμό” της Δύσης, δε φάνηκε αχάριστος απέναντι στη νέα του πατρίδα, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να κατηγορήσει τις χώρες του τρίτου κόσμου που καταφέρονταν κατά των αμερικανικών επεμβάσεων. Κατηγόρησε επίσης τις ΗΠΑ που συντάχθηκαν με τον αντιφασιστικό συνασπισμό στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, αντί “να πολεμήσουν πρώτα τον έναν ολοκληρωτισμό και μετά τον άλλο”. Ιδιαίτερα λάβρος υπήρξε μετά την ήττα των Αμερικανών στο Βιετνάμ, προβλέποντας εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια έγκλειστους στα στρατόπεδα.
Αυτού του είδους οι ιερεμιάδες ήταν σήμα κατατεθέν του Σολζενίτσιν, που διέβλεπε παντού τον κίνδυνο του “ολοκληρωτισμού”, ιδιαίτερα στην ιβηρική χερσόνησο, όπου στήριξε ανοιχτά τους δικτάτορες Σαλαζάρ και Φράνκο. Στην περίπτωση της επανάστασης των Γαρυφάλλων μάλιστα προέβη και στην αμίμητη πρόγνωση πως “αναπόφευκτα” η Πορτογαλία “πρέπει να θεωρείται μελλοντικό μέλος του συμφώνου της Βαρσοβίας”. Τέτοιο ήταν το αντικομμουνιστικό του μένος, που κατηγορούσε ακόμα και την καθ’όλα αντισοβιετική Διεθνή Αμνηστία ως υπερβολικά ελαστική και φιλελεύθερη.
Τα αντιδραστικά του οράματα, ριζωμένα στον πανσλαβισμό και τη νοσταλγία του τσάρου έγιναν ακόμα πιο φανερά μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, ενώ το 2007, σε συνέντευξή του στο περιοδικό Der Spiegel, εξέφραζε την ελπίδα πως οι συμπατριώτες του κάποια στιγμή θα καταλάβαιναν πως ο κομμουνισμός φταίει για όλες “τις πικρές σελίδες της ιστορίας τους”.
Ένα από τα τελευταία του έργα ήταν το δίτομο “200 χρόνια μαζί” , που εξετάζει τις σχέσεις Εβραίων και Ρώσων και αναζωπύρωσε την παλιά συζήτηση για τον αντισημιτισμό του Σολζενίτσιν, τον οποίο οι θαυμαστές του, ανάμεσά τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος, προσπάθησαν να σχετικοποιήσουν. Το έργο φέρει ομοιότητες με ένα παλιότερο, αδιαμφισβήτητα αντισημιτικό δοκίμιο με τίτλο “Οι Εβραίοι στην ΕΣΣΔ και τη μελλοντική Ρωσία”, το οποίο ο ίδιος είχε καταγγείλει ως παραχάραξη, βασισμένη σε “κλεμμένα” κείμενά του. Ωστόσο, μετέπειτα αναλύσεις απέδειξαν χωρίς αμφιβολία τη γνησιότητά του.
Ο Σολζενίτσιν έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών στις 9 Αυγούστου 2008. Τάφηκε στο μοναστήρι Ντονσκόι της Μόσχας, όπως ήταν η επιθυμία του.
Γεννήθηκε σε οικογένεια κοζάκων διανοουμένων και μεγάλωσε με τη μητέρα του, έχοντας χάσει τον πατέρα του σε ατύχημα πριν γεννηθεί. Άρχισε να σπουδάζει μαθηματικά και φιλοσοφία λίγο πριν ξεκινήσει ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος και στη συνέχεια υπηρέτησε στον Κόκκινο Στρατό. Το Φλεβάρη του 1945, κι ενώ υπηρετούσε στην Ανατολική Πρωσία, συνελήφθη από την SMERSH για απαξιωτικά σχόλιά του για το Στάλιν σε επιστολή προς το φίλο του Νικολάι Βίτκεβιτς, ενώ παράλληλα συνομιλούσε με τον φίλο αυτό για την αναγκαιότητα της δημιουργίας μιας αντισοβιετικής οργάνωσης.
Αυτές οι πράξεις, εν καιρώ πολέμου μάλιστα, θα θεωρούνταν αιτία καταδίκης σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, στη σοβιετική περίπτωση βέβαια ερμηνεύονται μέχρι σήμερα ως «στυγνή σταλινική καταπίεση». Κατηγορήθηκε για «δημιουργία εχθρικής οργάνωσης σύμφωνα με την παράγραφο 58 του σοβιετικού Ποινικού Κώδικα και οδηγήθηκε στη φυλακή της Λουμπιάνκα στη Μόσχα. Γράφοντας αργότερα για το πώς υποδέχτηκε τη συντριβή του φασισμού στις 9 Μάη 1945, περιέγραφε πώς κοιτούσαν οι κρατούμενοι από τα παράθυρά τους τον ουρανό της Μόσχας καλυμμένο με πυροτεχνήματα, χωρίς να νιώθει καμία χαρά: «Δεν υπήρχαν πανηγυρισμοί στα κελιά μας, ούτε αγκαλιές και φιλιά για μας. Αυτή η νίκη δεν είναι δική μας».
Ο Σολζενίτσιν δεν έκρυψε ποτέ την προτίμησή του για τους συνεργάτες των ναζί, ιδιαίτερα τον προδότη στρατηγό Βλασόφ, ενώ δε δίσταζε να δυσφημεί σε κάθε ευκαιρία τον Κόκκινο Στρατό για «αγριότητες» και «βιασμούς» κατά Γερμανών αμάχων, όπως στο ποίημα του «Πρωσικές νύχτες».
Μετά την καταδίκη του σε 8 χρόνια στα γκούλαγκ, μεταφέρθηκε αρχικά σε ειδικό στρατόπεδο επιστημόνων, ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο του Καζακστάν, όπου εργάστηκε σε χυτήριο. Την περίοδο εκείνη κατά δήλωσή του μετατράπηκε σε πιστό χριστιανό. Η σύζυγός του τον χώρισε για χάρη ενός άλλου άντρα (αργότερα ξαναπαντρεύτηκαν και ξαναχώρισαν οριστικά το 1972), ενώ ο ίδιος είχε αρρωστήσει από καρκίνο, για τον οποίο χειρουργήθηκε στη διάρκεια της κράτησής του.
Αφέθηκε ελεύθερος λίγο πριν το θάνατο του Στάλιν, το Φλεβάρη του 1953, του επιβλήθηκε ωστόσο μόνιμος εκτοπισμός στην περιοχή Κοκ – Τερέκ του Καζακστάν. Μετά την άνοδο του Χρουτσόφ διορίζεται καθηγητής σε σχολείο, ενώ ως το 1955 υποβλήθηκε σε νέα θεραπεία για τον καρκίνο, έχοντας μόνο 30% πιθανότητες επιβίωσης θεωρητικά. Τις εμπειρίες του αυτές τις κατέγραψε αργότερα σε μυθιστόρημα με τίτλο «Ογκολογική Κλινική».
Στα πλαίσια της «αποσταλινοποίησης», ο Σολζενίτσιν αποκαταστάθηκε το 1957 και αφιερώθηκε στη συγγραφή του πρώτου του έργου, “Μια μέρα από τη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς”, όπου δίνεται η δική του εκδοχή για την καθημερινότητα των κρατούμενων στα γκούλαγκ. Το βιβλίο εκδόθηκε με προσωπική άδεια του Χρουτσόφ, που είχε προσκαλέσει προσωπικά το Σολζενίτσιν, μαζί με άλλους αντιφρονούντες συγγραφείς στη ντάτσα του στη Μαύρη Θάλασσα. Ο σοβιετικός ηγέτης μάλιστα το υπερασπίστηκε προσωπικά ενώπιον του ΠΓ του ΚΚΣΕ λέγοντας: “Υπάρχει ένας σταλινιστικής μέσα στον καθένα από σας, υπάρχει ένας σταλινιστική ακόμα και μέσα μου. Πρέπει να ξεριζώσουμε το κακό”. Όπως είναι φυσικό, με τόση προώθηση το βιβλίο ξεπούλησε στην ΕΣΣΔ, ενώ μεταφράστηκε γρήγορα και στη Δύση, γνωρίζοντας επίσης μεγάλη επιτυχία. Τέτοια ήταν η στήριξη που απολάμβανε ο Σολζενίτσιν εκείνη την περίοδο που το βιβλίο αυτό, όπως τρία ακόμα συντομότερα έργα του, αποτελούσε μέρος της διδακτέας ύλης στο σοβιετικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Η ανατροπή του προστάτη του το 1964 σήμανε και αλλαγή τύχης για το συγγραφέα, που είδε τα χειρόγραφα του μυθιστορήματος “Ο πρώτος κύκλος της κόλασης”, βασισμένο επίσης στις προσωπικές του εμπειρίες, να κατάσχεται από την KGB. Ένα χρόνο μετά αποκλείστηκε από την Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων, ενώ το 1970 του απονεμήθηκε το νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο αρνήθηκε να παραλάβει, φοβούμενος ότι οι σοβιετικές αρχές δε θα του επέτρεπαν να γυρίσει από τη Στοκχόλμη. Ζήτησε μάλιστα να το παραλάβει σε ειδική τελετή στη σουηδική πρεσβεία της Μόσχας, κάτι που η σουηδική κυβέρνηση αρνήθηκε για να μην υπονομεύσει τις σχέσεις της με την ΕΣΣΔ.
Το 1973 κυκλοφόρησε στη Δύση το magnum opus του “Το Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ”, που έγινε διεθνές μπεστ σέλερ και αποτελεί μέχρι σήμερα μια πραγματική “Βίβλο” της αντισοβιετικής και αντικομμουνιστικής μυθολογίας. Στη Σοβιετική Ένωση όπως είναι φυσικό το έργο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, που αποτυπώνονται σε κεντρικό άρθρο της “Πράβντα” στις 14 Γενάρη 1974, όπου τονίζονται οι φιλοχιτλερικές συμπάθειες του συγγραφέα, οι “δικαιολογίες για τα εγκλήματα των ακολούθων του Βλασόφ και του Μπαντέρα” και επισημαίνεται πως ο Σολζενίτσιν “πνίγεται από παθολογικό μίσος για τη χώρα όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, για το σοσιαλιστικό σύστημα και το σοβιετικό λαό”.
Αν και αρχικά υπήρχαν σχεδιασμοί για εξορία του Σολζενίτσιν σε άλλη σοσιαλιστική χώρα, τελικά, με πρωτοβουλία του επικεφαλής της KGB Γιούρι Αντρόποφ και ενθάρρυνση του καγκελαρίου της ΟΔΓ Βίλι Μπραντ, αποφασίστηκε η απέλασή του στη Δ. Γερμανία. Μετά από ένα διάστημα στη Φρανκφούρτη και στην Ελβετία, ο Σολζενίτσιν προσκλήθηκε από τις ΗΠΑ κι εγκαταστάθηκε στη χώρα, όπου αντιμετωπίστηκε ως ίνδαλμα και δε σταμάτησε να συσσωρεύει βραβεία και διακρίσεις.
Ο ίδιος, αν και βαθιά καχύποπτος απέναντι στον “υλισμό” της Δύσης, δε φάνηκε αχάριστος απέναντι στη νέα του πατρίδα, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να κατηγορήσει τις χώρες του τρίτου κόσμου που καταφέρονταν κατά των αμερικανικών επεμβάσεων. Κατηγόρησε επίσης τις ΗΠΑ που συντάχθηκαν με τον αντιφασιστικό συνασπισμό στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, αντί “να πολεμήσουν πρώτα τον έναν ολοκληρωτισμό και μετά τον άλλο”. Ιδιαίτερα λάβρος υπήρξε μετά την ήττα των Αμερικανών στο Βιετνάμ, προβλέποντας εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια έγκλειστους στα στρατόπεδα.
Αυτού του είδους οι ιερεμιάδες ήταν σήμα κατατεθέν του Σολζενίτσιν, που διέβλεπε παντού τον κίνδυνο του “ολοκληρωτισμού”, ιδιαίτερα στην ιβηρική χερσόνησο, όπου στήριξε ανοιχτά τους δικτάτορες Σαλαζάρ και Φράνκο. Στην περίπτωση της επανάστασης των Γαρυφάλλων μάλιστα προέβη και στην αμίμητη πρόγνωση πως “αναπόφευκτα” η Πορτογαλία “πρέπει να θεωρείται μελλοντικό μέλος του συμφώνου της Βαρσοβίας”. Τέτοιο ήταν το αντικομμουνιστικό του μένος, που κατηγορούσε ακόμα και την καθ’όλα αντισοβιετική Διεθνή Αμνηστία ως υπερβολικά ελαστική και φιλελεύθερη.
Τα αντιδραστικά του οράματα, ριζωμένα στον πανσλαβισμό και τη νοσταλγία του τσάρου έγιναν ακόμα πιο φανερά μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, ενώ το 2007, σε συνέντευξή του στο περιοδικό Der Spiegel, εξέφραζε την ελπίδα πως οι συμπατριώτες του κάποια στιγμή θα καταλάβαιναν πως ο κομμουνισμός φταίει για όλες “τις πικρές σελίδες της ιστορίας τους”.
Ένα από τα τελευταία του έργα ήταν το δίτομο “200 χρόνια μαζί” , που εξετάζει τις σχέσεις Εβραίων και Ρώσων και αναζωπύρωσε την παλιά συζήτηση για τον αντισημιτισμό του Σολζενίτσιν, τον οποίο οι θαυμαστές του, ανάμεσά τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος, προσπάθησαν να σχετικοποιήσουν. Το έργο φέρει ομοιότητες με ένα παλιότερο, αδιαμφισβήτητα αντισημιτικό δοκίμιο με τίτλο “Οι Εβραίοι στην ΕΣΣΔ και τη μελλοντική Ρωσία”, το οποίο ο ίδιος είχε καταγγείλει ως παραχάραξη, βασισμένη σε “κλεμμένα” κείμενά του. Ωστόσο, μετέπειτα αναλύσεις απέδειξαν χωρίς αμφιβολία τη γνησιότητά του.
Ο Σολζενίτσιν έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών στις 9 Αυγούστου 2008. Τάφηκε στο μοναστήρι Ντονσκόι της Μόσχας, όπως ήταν η επιθυμία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου