Mε 500 βιβλία στο ενεργητικό του, πολλά από αυτά μεταφρασμένα σε
δεκάδες γλώσσες, ο Ισαάκ Ασίμοφ δίκαια θεωρείται μια από τις κορυφαίες
πένες επιστημονικής φαντασίας τον 20ο αιώνα, αν και πρέπει να
σημειωθεί ότι περίπου τα μισά έργα του είναι μελέτες και επιστημονικές
πραγματείες. Αυτό όχι τυχαία, γιατί πέρα από λογοτεχνικό χάρισμα, ο
Ασίμοφ διέθετε στέρεο υπόβαθρο στις φυσικές επιστήμες ως καθηγητής
βιοχημείας στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, αλλά και τη δυνατότητα να
πλάθει ψυχολογικά ρεαλιστικούς χαρακτήρες, γεγονός όχι πάντα σύνηθες στο
συγκεκριμένο είδος που υπηρέτησε.
Γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 1920 στη Ρωσία, ενώ σε ηλικία 3 ετών οι Εβραϊκής καταγωγής γονείς του μετανάστευσαν στις ΗΠΑ. Ο ίδιος ήταν δίγλωσσος στα αγγλικά και τα γίντις, τη γλώσσα των Ασκενάζι Εβραίων.Μεγάλωσε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και σπούδασε στο φημισμένο πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στον πειραματικό σταθμό αεροναυπηγικής στη Φιλαδέλφεια, όπου γνωρίστηκε με τους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας Ρόμπερτ Χένλαιν και Σπραγκ ντε Καμπ. Μετά τον πόλεμο έλαβε το διδακτορικό του στη χημεία και από το 1948 δίδασκε στο πανεπιστήμιο της Βοστώνης.
Άρχισε να γράφει τα πρώτα του διηγήματα που δημοσιεύονταν σε περιοδικά επιστημονικής φαντασίας το 1939. Το διήγημα «Νύχτα» (1941) σχετικά με έναν πλανήτη όπου το σκοτάδι έρχεται μόνο μια φορά κάθε 2049 χρόνια τον καθιέρωσε ως συγγραφέα πρώτης γραμμής στο είδος του.
Την ίδια περίοδο άρχισε να γράφει τις δημοφιλέστατες ιστορίες του για ρομπότ, η πρώτη από τις οποίες κυκλοφόρησε στον τόμο «Εγώ, το Ρομπότ» το 1950. Τα ρομπότ αυτά λειτουργούσαν με βάση τους τρεις νόμους της ρομποτικής:
Ένα ρομπότ δεν μπορεί να τραυματίσει ανθρώπινο πλάσμα ή μέσο αδράνειας να επιτρέψει να του συμβεί κάτι κακό.
Ένα ρομπότ οφείλει να υπακούει τις ανθρώπινες εντολές, εκτός κι αν αυτές προσκρούουν στον πρώτο νόμο
Ένα ρομπότ πρέπει να προστατεύει την ύπαρξή του για όσο αυτή η προστασία δεν προσκρούει στον πρώτο ή δεύτερο νόμο.
Ως τότε τα ρομπότ αντιμετωπίζονταν εχθρικά από άλλους συγγραφείς, η εισαγωγή όμως ενός κώδικα δεοντολογίας στη συμπεριφορά τους άσκησε μεγάλη επίδραση σε άλλους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας. Το 1942 ξεκινά με τους «Εγκυκλοπαιδιστές» και η εξίσου αγαπητή σειρά της «Γαλαξιακής Αυτοκρατορίας» που αργότερα συγχωνεύθηκε με τις ιστορίες των ρομπότ. Η σειρά αυτή βασίζεται ως σύλληψη στην πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εκκινώντας από τις τελευταίες μέρες της «Γαλαξιακής Αυτοκρατορίας». Ο Χάρι Σέλντον, μέσω της «ψυχοϊστορίας» προσπαθεί να προφητεύσει τα μελλούμενα, περιορίζοντας την προβλεπόμενη «σκοτεινή περίοδο» του γαλαξία από 30 χιλιάδες σε χίλια χρόνια, μέσω της δημιουργίας μιας νέας Γαλαξιακής αυτοκρατορίας που θα κρατήσει τον πολιτισμό ζωντανό.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο Ασίμοφ στράφηκε περισσότερο σε επιστημονικά θέματα, έγραψε όμως και οδηγούς για το Σαίξπηρ και τη Βίβλο. Επέστρεψε στο χώρο της Επιστημονικής Φαντασίας το 1972 με το πολυβραβευμένο «Και οι θεοί ακόμα», που αφορά την επαφή με προηγμένους εξωγήινους ενός παράλληλου σύμπαντος. Την επόμενη δεκαετία ένωσε τις δυο σειρές του, των ρομπότ και της γαλαξιακής αυτοκρατορίας, στο ίδιο συγγραφικό σύμπαν, ενώ μετά το 1990 άρχισε να επεκτείνει σε μυθιστορηματική μορφή παλιότερα διηγήματά τους.
Οι κοινωνικοπολιτικές του αντιλήψεις ανιχνεύονται έμμεσα στο έργο του, καθώς θεωρούσε πως η επιστημονική φαντασία εξυπηρετεί το καλό της ανθρωπότητας, αλλά και σε δημόσιες τοποθετήσεις του, καθώς αρκετές φορές είχε λάβει δημόσια θέση για μια ζητήματα. Ήδη από την εποχή του Νιου Ντιλ ήταν πιστός υποστηρικτής των δημοκρατικών. Αντιπαθώντας τις αντικομμουνιστικές διώξεις, δημοσίευσε το 1952 την αλληγορική νουβέλα «The Martian Way», για την οποία περίμενε να αντιμετωπίσει προβλήματα με την επιτροπή αντιαμερικανικών υποθέσεων, τίποτε όμως δε συνέβη. Ο ίδιος έλεγε μεταξύ αστεϊσμού και απογοήτευσης πως «είτε ήταν πολύ έμμεση είτε πολύ ασήμαντη». Αργότερα τάχθηκε κατά του πολέμου του Βιετνάμ και αντιπαθούσε σφοδρά τον Ρίτσαρντ Νίξον, τον οποίο θεωρούσε «απατεώνα και ψεύτη», θεωρώντας μέγα σφάλμα την απονομή χάριτος σε εκείνον για το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ από το διάδοχό του.
Τη δεκαετία του ’60 το όνομά του εμφανίστηκε σε μια λίστα του ΚΚ ΗΠΑ, όπου ο Ασίμοφ θεωρούνταν άτομο «κατάλληλο για συνεργασία», έχοντας ως αποτέλεσμα τη στοχοποίησή του από το FBI. Μάλιστα, η ακαδημαϊκή του καριέρα τον κατέστησε για ένα διάστημα ύποπτο στην υπόθεση του σοβιετικού κατασκόπου με την κωδική ονομασία Robprof, η έρευνα όμως δεν ανέδειξε καμία τέτοια διασύνδεση.
Παρά την εβραϊκή καταγωγή του, ο Ασίμοφ είχε αμφίσημη σχέση με το κράτος του Ισραήλ. Στην πρώτη του αυτοβιογραφία δηλώνει μη σιωνιστής, που ενδιαφέρεται για την ασφάλεια της χώρας, αλλά στην τρίτη της εκδοχή αντιτίθεται στην ύπαρξη του ισραηλινού κράτους, απορρίπτοντας γενικά την ιδέα του έθνους – κράτους και θεωρώντας πως το Ισραήλ ήταν απλά ένα «εβραϊκό γκέτο» μεταξύ εχθρικών κρατών.
Ήταν από νωρίς υποστηρικτής της γυναικείας χειραφέτησης και των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, παράλληλα όμως είχε εκφράσει και απόψεις περί ελέγχου του πληθυσμού, που παρέπεμπαν σε μαλθουσιανές λογικές.
Αμφιλεγόμενη ήταν και η στάση του απέναντι στην ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας, υπέρμαχος της οποίας υπήρξε, ερχόμενος σε σύγκρουση με άλλους ομοϊδεάτες του. Μάλιστα είχε δηλώσει πως θα προτιμούσε να ζει κοντά σε πυρηνικό αντιδραστήρια παρά σε εργοστάσιο της Union Carbide, αναφερόμενος στην πολύνεκρη καταστροφή του Μποπάλ στην Ινδία το 1984.
Προς τιμήν του έλαβαν το όνομά του ένας κρατήρας στον Άρη, ένας αστεροειδής, ένα λογοτεχνικό βραβείο καθώς και ένα δημοτικό σχολείο στο Μπρούκλιν.
Έφυγε από τη ζωή στις 6 Απρίλη 1992.
Γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 1920 στη Ρωσία, ενώ σε ηλικία 3 ετών οι Εβραϊκής καταγωγής γονείς του μετανάστευσαν στις ΗΠΑ. Ο ίδιος ήταν δίγλωσσος στα αγγλικά και τα γίντις, τη γλώσσα των Ασκενάζι Εβραίων.Μεγάλωσε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και σπούδασε στο φημισμένο πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στον πειραματικό σταθμό αεροναυπηγικής στη Φιλαδέλφεια, όπου γνωρίστηκε με τους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας Ρόμπερτ Χένλαιν και Σπραγκ ντε Καμπ. Μετά τον πόλεμο έλαβε το διδακτορικό του στη χημεία και από το 1948 δίδασκε στο πανεπιστήμιο της Βοστώνης.
Άρχισε να γράφει τα πρώτα του διηγήματα που δημοσιεύονταν σε περιοδικά επιστημονικής φαντασίας το 1939. Το διήγημα «Νύχτα» (1941) σχετικά με έναν πλανήτη όπου το σκοτάδι έρχεται μόνο μια φορά κάθε 2049 χρόνια τον καθιέρωσε ως συγγραφέα πρώτης γραμμής στο είδος του.
Την ίδια περίοδο άρχισε να γράφει τις δημοφιλέστατες ιστορίες του για ρομπότ, η πρώτη από τις οποίες κυκλοφόρησε στον τόμο «Εγώ, το Ρομπότ» το 1950. Τα ρομπότ αυτά λειτουργούσαν με βάση τους τρεις νόμους της ρομποτικής:
Ένα ρομπότ δεν μπορεί να τραυματίσει ανθρώπινο πλάσμα ή μέσο αδράνειας να επιτρέψει να του συμβεί κάτι κακό.
Ένα ρομπότ οφείλει να υπακούει τις ανθρώπινες εντολές, εκτός κι αν αυτές προσκρούουν στον πρώτο νόμο
Ένα ρομπότ πρέπει να προστατεύει την ύπαρξή του για όσο αυτή η προστασία δεν προσκρούει στον πρώτο ή δεύτερο νόμο.
Ως τότε τα ρομπότ αντιμετωπίζονταν εχθρικά από άλλους συγγραφείς, η εισαγωγή όμως ενός κώδικα δεοντολογίας στη συμπεριφορά τους άσκησε μεγάλη επίδραση σε άλλους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας. Το 1942 ξεκινά με τους «Εγκυκλοπαιδιστές» και η εξίσου αγαπητή σειρά της «Γαλαξιακής Αυτοκρατορίας» που αργότερα συγχωνεύθηκε με τις ιστορίες των ρομπότ. Η σειρά αυτή βασίζεται ως σύλληψη στην πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εκκινώντας από τις τελευταίες μέρες της «Γαλαξιακής Αυτοκρατορίας». Ο Χάρι Σέλντον, μέσω της «ψυχοϊστορίας» προσπαθεί να προφητεύσει τα μελλούμενα, περιορίζοντας την προβλεπόμενη «σκοτεινή περίοδο» του γαλαξία από 30 χιλιάδες σε χίλια χρόνια, μέσω της δημιουργίας μιας νέας Γαλαξιακής αυτοκρατορίας που θα κρατήσει τον πολιτισμό ζωντανό.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο Ασίμοφ στράφηκε περισσότερο σε επιστημονικά θέματα, έγραψε όμως και οδηγούς για το Σαίξπηρ και τη Βίβλο. Επέστρεψε στο χώρο της Επιστημονικής Φαντασίας το 1972 με το πολυβραβευμένο «Και οι θεοί ακόμα», που αφορά την επαφή με προηγμένους εξωγήινους ενός παράλληλου σύμπαντος. Την επόμενη δεκαετία ένωσε τις δυο σειρές του, των ρομπότ και της γαλαξιακής αυτοκρατορίας, στο ίδιο συγγραφικό σύμπαν, ενώ μετά το 1990 άρχισε να επεκτείνει σε μυθιστορηματική μορφή παλιότερα διηγήματά τους.
Οι κοινωνικοπολιτικές του αντιλήψεις ανιχνεύονται έμμεσα στο έργο του, καθώς θεωρούσε πως η επιστημονική φαντασία εξυπηρετεί το καλό της ανθρωπότητας, αλλά και σε δημόσιες τοποθετήσεις του, καθώς αρκετές φορές είχε λάβει δημόσια θέση για μια ζητήματα. Ήδη από την εποχή του Νιου Ντιλ ήταν πιστός υποστηρικτής των δημοκρατικών. Αντιπαθώντας τις αντικομμουνιστικές διώξεις, δημοσίευσε το 1952 την αλληγορική νουβέλα «The Martian Way», για την οποία περίμενε να αντιμετωπίσει προβλήματα με την επιτροπή αντιαμερικανικών υποθέσεων, τίποτε όμως δε συνέβη. Ο ίδιος έλεγε μεταξύ αστεϊσμού και απογοήτευσης πως «είτε ήταν πολύ έμμεση είτε πολύ ασήμαντη». Αργότερα τάχθηκε κατά του πολέμου του Βιετνάμ και αντιπαθούσε σφοδρά τον Ρίτσαρντ Νίξον, τον οποίο θεωρούσε «απατεώνα και ψεύτη», θεωρώντας μέγα σφάλμα την απονομή χάριτος σε εκείνον για το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ από το διάδοχό του.
Τη δεκαετία του ’60 το όνομά του εμφανίστηκε σε μια λίστα του ΚΚ ΗΠΑ, όπου ο Ασίμοφ θεωρούνταν άτομο «κατάλληλο για συνεργασία», έχοντας ως αποτέλεσμα τη στοχοποίησή του από το FBI. Μάλιστα, η ακαδημαϊκή του καριέρα τον κατέστησε για ένα διάστημα ύποπτο στην υπόθεση του σοβιετικού κατασκόπου με την κωδική ονομασία Robprof, η έρευνα όμως δεν ανέδειξε καμία τέτοια διασύνδεση.
Παρά την εβραϊκή καταγωγή του, ο Ασίμοφ είχε αμφίσημη σχέση με το κράτος του Ισραήλ. Στην πρώτη του αυτοβιογραφία δηλώνει μη σιωνιστής, που ενδιαφέρεται για την ασφάλεια της χώρας, αλλά στην τρίτη της εκδοχή αντιτίθεται στην ύπαρξη του ισραηλινού κράτους, απορρίπτοντας γενικά την ιδέα του έθνους – κράτους και θεωρώντας πως το Ισραήλ ήταν απλά ένα «εβραϊκό γκέτο» μεταξύ εχθρικών κρατών.
Ήταν από νωρίς υποστηρικτής της γυναικείας χειραφέτησης και των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, παράλληλα όμως είχε εκφράσει και απόψεις περί ελέγχου του πληθυσμού, που παρέπεμπαν σε μαλθουσιανές λογικές.
Αμφιλεγόμενη ήταν και η στάση του απέναντι στην ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας, υπέρμαχος της οποίας υπήρξε, ερχόμενος σε σύγκρουση με άλλους ομοϊδεάτες του. Μάλιστα είχε δηλώσει πως θα προτιμούσε να ζει κοντά σε πυρηνικό αντιδραστήρια παρά σε εργοστάσιο της Union Carbide, αναφερόμενος στην πολύνεκρη καταστροφή του Μποπάλ στην Ινδία το 1984.
Προς τιμήν του έλαβαν το όνομά του ένας κρατήρας στον Άρη, ένας αστεροειδής, ένα λογοτεχνικό βραβείο καθώς και ένα δημοτικό σχολείο στο Μπρούκλιν.
Έφυγε από τη ζωή στις 6 Απρίλη 1992.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου