μία μηχανή
είναι απλώς μια μηχανή
δεν έχει ιδέα από το νόμο της αξίας
την συσσώρευση κεφαλαίου, τον υποκατώτατο μισθό
κι άλλα τέτοια
μία μηχανή ξέρει μονάχα να τσουλάει
πάντα με τον ίδιο τρόπο
κρατώντας σταθερή την απόσταση της μίας ρόδας από την άλλη
μία σκαλωσιά
ορθώνεται σε ύψη απίθανα
και βαστά κάθε ξημέρωμα άντρες γερούς οικοδόμους
παρ’ όλο που η ίδια
τα προβλήματά τους δεν τα ξέρει
ούτε τι παναπεί εντατικοποίηση, μέτρα ασφαλείας,
μεροκάματο, άδεια η τσέπη
δεν ξέρει τι σημαίνει άδειο το βλέμμα
η σκαλωσιά
είναι απλώς μια σκαλωσιά
ακόμη κι όταν δεν κατορθώνει να κρατήσει τους άντρες της
και η μηχανή
αν καμιά φορά γλιστρήσει
και αφήσει τον οδηγό χωρίς αναπνοή και χωρίς χαμόγελο και δυο παιδιά χωρίς πατέρα
είναι απλώς μια μηχανή
ούτε καν οι τύψεις δεν θα την αγγίξουν
μα, εγώ κι εσύ
ξέρουμε καλά ποιανού είναι η σκαλωσιά
και ποιος εντολές δίνει
στους εργάτες να σκαρφαλώνουν με χιόνια και με πάγους
εξήντα μέτρα πάνω από τον φλοιό της γης
και τη μηχανή
ποιος από το χαντάκι θα ανασύρει
για να την παραδώσει στον επόμενο ντελιβερά
το ξέρουμε κι αυτό
μα, εσύ κι εγώ
το ξέρουμε πια καλά
ένας άντρας εξήντα χρονών
που πέφτει από την σκαλωσιά του εργοταξίου
δεν είναι μόνο αυτό
είναι την ίδια στιγμή
νεκρός ντελιβεράς εικοσιτέσσερα λεπτά πριν την πρωτοχρονιά
είναι πέντε καμένοι εργάτες στα ελληνικά πετρέλαια
είναι σκλάβος στη μανωλάδα
είναι μαχαιρωμένος εργάτης από χέρι φασίστα
είναι κορμί πρόσφυγα που ξεβράζει το κύμα
είναι βλέμμα της μάνας, στα δυο παιδιά
που δεν ξέρουν τι να πούνε
μια μηχανή
είναι απλώς μια μηχανή
αλλά ο εργάτης που πέφτει
είναι ο ίδιος με τον εργάτη
που την επόμενη μέρα θα αναλάβει το κενό πόστο
τα σημάδια από το αίμα
είναι σημάδια κι απ’ το δικό του αίμα
είναι σημάδια από το αίμα της τάξης μας
που καμιά βροχή
δεν θα τολμήσει να ξεβγάλει.
είναι απλώς μια μηχανή
δεν έχει ιδέα από το νόμο της αξίας
την συσσώρευση κεφαλαίου, τον υποκατώτατο μισθό
κι άλλα τέτοια
μία μηχανή ξέρει μονάχα να τσουλάει
πάντα με τον ίδιο τρόπο
κρατώντας σταθερή την απόσταση της μίας ρόδας από την άλλη
μία σκαλωσιά
ορθώνεται σε ύψη απίθανα
και βαστά κάθε ξημέρωμα άντρες γερούς οικοδόμους
παρ’ όλο που η ίδια
τα προβλήματά τους δεν τα ξέρει
ούτε τι παναπεί εντατικοποίηση, μέτρα ασφαλείας,
μεροκάματο, άδεια η τσέπη
δεν ξέρει τι σημαίνει άδειο το βλέμμα
η σκαλωσιά
είναι απλώς μια σκαλωσιά
ακόμη κι όταν δεν κατορθώνει να κρατήσει τους άντρες της
και η μηχανή
αν καμιά φορά γλιστρήσει
και αφήσει τον οδηγό χωρίς αναπνοή και χωρίς χαμόγελο και δυο παιδιά χωρίς πατέρα
είναι απλώς μια μηχανή
ούτε καν οι τύψεις δεν θα την αγγίξουν
μα, εγώ κι εσύ
ξέρουμε καλά ποιανού είναι η σκαλωσιά
και ποιος εντολές δίνει
στους εργάτες να σκαρφαλώνουν με χιόνια και με πάγους
εξήντα μέτρα πάνω από τον φλοιό της γης
και τη μηχανή
ποιος από το χαντάκι θα ανασύρει
για να την παραδώσει στον επόμενο ντελιβερά
το ξέρουμε κι αυτό
μα, εσύ κι εγώ
το ξέρουμε πια καλά
ένας άντρας εξήντα χρονών
που πέφτει από την σκαλωσιά του εργοταξίου
δεν είναι μόνο αυτό
είναι την ίδια στιγμή
νεκρός ντελιβεράς εικοσιτέσσερα λεπτά πριν την πρωτοχρονιά
είναι πέντε καμένοι εργάτες στα ελληνικά πετρέλαια
είναι σκλάβος στη μανωλάδα
είναι μαχαιρωμένος εργάτης από χέρι φασίστα
είναι κορμί πρόσφυγα που ξεβράζει το κύμα
είναι βλέμμα της μάνας, στα δυο παιδιά
που δεν ξέρουν τι να πούνε
μια μηχανή
είναι απλώς μια μηχανή
αλλά ο εργάτης που πέφτει
είναι ο ίδιος με τον εργάτη
που την επόμενη μέρα θα αναλάβει το κενό πόστο
τα σημάδια από το αίμα
είναι σημάδια κι απ’ το δικό του αίμα
είναι σημάδια από το αίμα της τάξης μας
που καμιά βροχή
δεν θα τολμήσει να ξεβγάλει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου