3
Ο Κώστας Παρορίτης, από τους πιο συνεπείς σοσιαλιστές συγγραφείς της
εποχής του, συγκαταλέγεται στους προδρόμους της προοδευτικής μας
λογοτεχνίας. Οργανωμένος στο ΣΕΚΕ (μετέπειτα ΚΚΕ), διώχτηκε για τις
σοσιαλιστικές ιδέες του, που διατύπωσε και στα έργα του.
O Κώστας Παρορίτης (πραγματικό όνομα: Λεωνίδας Σουρέας) γεννήθηκε στο Παρόρι Λακωνίας την 1η του Ιούνη 1878. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως ελληνοδιδάσκαλος, αρχικά στη Σπάρτη και από το 1907 ως το 1916 περίπου στο Σχολαρχείο της Ύδρας. Από την Ύδρα πραγματοποίησε και την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων «Οι νεκροί της ζωής», η ιδεολογική στράτευση της οποίας οδήγησε στην παύση του για ένα μήνα από το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, το 1908.
Διηγήματα και άρθρα δημοσίευσε κυρίως στο Νουμά, αλλά και σε έντυπα όπως το Εθνικόν ημερολόγιον του Σκόκου, Νέοι βωμοί, Μούσα, Πυρσός, Μικρασιατικό ημερολόγιο, Γράμματα Αλεξανδρείας και αργότερα (μετά το 1920) στις εφημερίδες Ελεύθερος λόγος, Δημοκρατία και Ριζοσπάστης, ενώ υπήρξε επίσης μέλος της «Καλλιτεχνικής Συντροφιάς του καφενείου Μαύρος Γάτος» και της «Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ένωσης».
Έργα του είναι: «Από την ζωή ενός δειλινού» (1906), «Οι νεκροί της ζωής» (1907), «Πτέρας» (1921), «Στο άλμπουρο» (1910), «Το μεγάλο παιδί» (1916), όπου απεικονίζονται οι πρώτοι εργατικοί αγώνες, ενώ η Οχτωβριανή Επανάσταση και ο Εθνικός Διχασμός στην Ελλάδα τον εμπνέουν να γράψει το έργο «Ο κόκκινος τράγος» (1924), που είναι αφιερωμένο «σε όσους πιστεύουνε σε μια απολύτρωση». Στο τελευταίο του έργο, «Οι δυο δρόμοι» (1927), εμπνέεται από τους αγροτικούς αγώνες στη Θεσσαλία και παρουσιάζει την καθυστέρηση της ελληνικής υπαίθρου.
Ο Κώστας Παρορίτης έφυγε από τη ζωή στις 10 του Νοέμβρη 1931. Περισσότερα για τη ζωή και το έργο του Κ. Παρορίτη μπορείτε να διαβάσετε σε παλιότερη ανάρτησή μας, εδώ.
Το διήγημα που παρουσιάζουμε σήμερα προέρχεται από τη συλλογή “Ο πατέρας κι’ άλλα διηγήματα” (εκδ. Πέλλα, χ.χ.).
O Κώστας Παρορίτης (πραγματικό όνομα: Λεωνίδας Σουρέας) γεννήθηκε στο Παρόρι Λακωνίας την 1η του Ιούνη 1878. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως ελληνοδιδάσκαλος, αρχικά στη Σπάρτη και από το 1907 ως το 1916 περίπου στο Σχολαρχείο της Ύδρας. Από την Ύδρα πραγματοποίησε και την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων «Οι νεκροί της ζωής», η ιδεολογική στράτευση της οποίας οδήγησε στην παύση του για ένα μήνα από το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, το 1908.
Διηγήματα και άρθρα δημοσίευσε κυρίως στο Νουμά, αλλά και σε έντυπα όπως το Εθνικόν ημερολόγιον του Σκόκου, Νέοι βωμοί, Μούσα, Πυρσός, Μικρασιατικό ημερολόγιο, Γράμματα Αλεξανδρείας και αργότερα (μετά το 1920) στις εφημερίδες Ελεύθερος λόγος, Δημοκρατία και Ριζοσπάστης, ενώ υπήρξε επίσης μέλος της «Καλλιτεχνικής Συντροφιάς του καφενείου Μαύρος Γάτος» και της «Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ένωσης».
Έργα του είναι: «Από την ζωή ενός δειλινού» (1906), «Οι νεκροί της ζωής» (1907), «Πτέρας» (1921), «Στο άλμπουρο» (1910), «Το μεγάλο παιδί» (1916), όπου απεικονίζονται οι πρώτοι εργατικοί αγώνες, ενώ η Οχτωβριανή Επανάσταση και ο Εθνικός Διχασμός στην Ελλάδα τον εμπνέουν να γράψει το έργο «Ο κόκκινος τράγος» (1924), που είναι αφιερωμένο «σε όσους πιστεύουνε σε μια απολύτρωση». Στο τελευταίο του έργο, «Οι δυο δρόμοι» (1927), εμπνέεται από τους αγροτικούς αγώνες στη Θεσσαλία και παρουσιάζει την καθυστέρηση της ελληνικής υπαίθρου.
Ο Κώστας Παρορίτης έφυγε από τη ζωή στις 10 του Νοέμβρη 1931. Περισσότερα για τη ζωή και το έργο του Κ. Παρορίτη μπορείτε να διαβάσετε σε παλιότερη ανάρτησή μας, εδώ.
Το διήγημα που παρουσιάζουμε σήμερα προέρχεται από τη συλλογή “Ο πατέρας κι’ άλλα διηγήματα” (εκδ. Πέλλα, χ.χ.).
Όξω από το σκέδιο
του Κώστα ΠαρορίτηΙ– Τι να χτίζη αυτός ο χριστιανός εδώ; με ρώτησε ο φίλος μου.
– Ξέρω κ’ εγώ; του αποκρίθηκα.
Είτανε αλήθεια ένα παράξενο σκέδιο, που για να μπη κανείς στο νόημά του έπρεπε νάχη μαζί του το μπάρμπα Συμεών – που το σκεδίασε – για να του το εξηγήση. Μα ο μπάρμπα Συμεών σε κάθε σκετικό ρώτημα, περιοριζότανε μόνο σ’ ένα αλαφρό, πολυσήμαντο χαμόγελο.
– Άι κάτι έβαλα με το νου μου κ’ εγώ. Σαν τελειώση η δουλειά – πρώτα ο Θεός – θα το δήτε.
Έτσι με αυτή τη γενική και αόριστη απόκριση συνήθιζε να τους ξεφορτώνεται όλους όσοι επιμένανε να τονέ ζαλίζουνε με τα ρωτήματά τους. Σ’ ένα πράμα συμφωνούσανε όλοι: πως ο μπάρμπα Συμεών παλάβωσε. Βέβαια. Για ναποφασίση να ρήξη τα λεφτουδάκια του σε αυτή την οικοδομή, σίγουρα δε θάναι στα καλά του. Γιατί το βλέπανε όλοι, πως από το σκέδιο αυτό, καθώς δείχνανε τα θεμέλιά του δεν μπορούσε να βγη τίποτα πραχτικό, προσοδοφόρο. Γιατί δεν είτανε μόνο το σκέδιο, – σωστός λαβύρινθος – που γεννούσε την απορία. Είτανε το πιο πολύ κ’ η θέση. Τι τούρθε του βλογημένου να πάη να ρήξη τα θεμέλια κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή, δίπλα στη θάλασσα; Τα κύματα θα σπάζανε πάνω στους τοίχους του σπιτιού κ’ ίσως καμμιά μέρα θα του το παίρνανε μαζί τους. Σαν ήθελε να χτίση, χαθήκανε οι σπιτότοποι μέσα στην πόλη να χτίση ένα σπίτι, ένα φούρνο, ακόμα κ’ ένα χάνι, για να βάζουνε τα ζα τους οι χωριάτες πούρχονται από τα χωριά και να κάνη χρυσές δουλειές; Τι τούρθε να πάη στην ερημιά, όξω από την πόλη, κοντά στη θάλασσα που γλείφει το χώμα του δρόμου αδιάκοπα;
Όλα αυτά τα μάθαινε, τάξερε ο μπάρμπα Συμεών, μα δεν έλεγε τίποτα.
– Πέστε τώρα ό,τι θέλετε. Σαν τελειώση με το καλό, ναρθήτε να λογαριαστούμε, μουρμούριζε.
Το κακό που το χτίσιμο δεν προχωρούσε διόλου γλήγορα. Δυό τρεις χτίστες δουλεύανε κάμποσον καιρό, υψώνανε κάμποσες πιθαμές τον τοίχο κ’ έπειτα οι χτίστες ξαφανιζόντανε κ’ η δουλειά σταματούσε άξαφνα για να ξαναρχίση ύστερα από μήνες. Γιατί ο μπάρμπα Συμεών δεν είχε τον παρά στο χέρι. Έπρεπε να δουλέψη, να πιάση λεφτά, για να μπορέση να σπρώξη τη δουλειά μπροστά. Όσο να σωθούνε κι αυτά, και πάλε στοπ. Κ’ έπειτα πάλε από την αρχή. Γιατί ο παράς έβγαινε τώρα με κόπο, με ίδρωτα, όχι σαν άλλοτε που είτανε η τσέπη του γιομάτη μονέδα. Τώρα για να πουλήση ένα Βαγγέλιο, μια Σύνοψη, μιαν Αμαρτωλών Σωτηρία, έπρεπε να βγάλη μαλλί η γλώσσα του. Στο σταθμό του σιδερόδρομου όλοι το ξέρανε πως είτανε αδύνατο να μη συναντήσουνε το μπάρμπα Συμεών με τα γυαλάκια του, με την πέτσινη τσάντα, που του χρησίμευε για αποθήκη βιβλίων. Εκεί είχε το βιβλιοπωλείο του, ένα κινητό βιβλιοπωλείο για τους ταξιδιώτες, αποκλειστικά από ιερά βιβλία. Ζύγωνε κάθε ταξιδιώτη, τούδειχνε τα βιβλία και κείνος είτανε αδύνατο να μην αγόραζε κάτι από όλα. Έτσι είχε κάτι ευχάριστο να διαβάση στο ταξίδι, χώρια πούκανε και καλό στην ψυχή του. Μα τώρα ο κόσμος άλλαξε. Όλοι γελάνε, τον κοροϊδεύουνε σαν τους προτείνει κανένα ιερό βιβλίο.
– Βρε, συ, είσαι μασώνος. Ή δε σε ξέρουμε, θαρρείς;
Κείνος κοκκινίζει, θυμώνει:
– Εγώ μασώνος, εγώ; φωνάζει.
Ένας κάνει τάχα πως θέλει να τονέ διαφεντέψη:
– Άσε τον άνθρωπο, αδερφέ, ήσυχο! Αυτός είναι καλός χριστιανός, λέει.
Ένας ψάχνει τα βιβλία τάχα πως θέλει να διαλέξη.
– Δε μου λες; Ρόδινο Κόσμο δεν έχεις; ρωτάει άξαφνα σιγαλά με ένα ύφος εμπιστεφτικό.
Κείνος του ρίχνει μια ματιά άγρια πάνω από τα γυαλιά του και φεύγει μουρμουρίζοντας.
– Πώς καταντήσανε οι άνθρωποι σήμερα; Ούτε ένα λεφτό δε δίνουνε για την ψυχή τους, μουρμουρίζει κουνώντας το κεφάλι. Το πολύ να ρωτήσουνε, να θαυμάσουνε τόμορφο δέσιμο των βιβλίων, που τάχει τυλιγμένα μέσα σε τσιγαρόχαρτα, μα όχι να δώσουνε λεφτά. Ένας φάνηκε κάποτε πως πήρε την απόφαση κάτι ναγοράση, μα ο σύντροφός του τον κράτησε.
– Δε βαριέσαι. Μην πετάς τα λεφτά σου σε αυτές τις κουταμάρες.
Αυτό έθλιβε την καρδιά του μπάρμπα Συμεών.
– Κι απάνω που θέλουμε λεφτά και λεφτά, για να τελειώσουμε την οικοδομή, συλλογιότανε.
Να ο λόγος που το χτίσιμο προχωρούσε αργά…Κάθε δειλινό, σα σκολάζανε οι μαστόροι κ’ έφευγε και το τελευταίο τραίνο, ο μπάρμπα Συμεών έπαιρνε το δρόμο για την οικοδομή του. Έμπαινε μέσα, τα περιεργαζότανε όλα σα να τάβλεπε για πρώτη φορά, σήκωνε από χάμω καμμιά πέτρα, μάζευε την άμμο σωρό, προσπαθούσε να τα βάλη όλα σε τάξη, να τα σιγυρίση, σα να είτανε εκεί το σπίτι του, η κάμαρά του.
– Θα ζήσω τάχατες να τα χαρώ; Χρειάζουνται λεφτά, λεφτά. Πού θα βρεθούνε; ο κόσμος δεν αγοράζει βιβλία. Όλοι με κοροϊδεύουνε, όλοι με παίρνουνε για τρελό με τη δουλειά αυτή που καταπιάστηκα. Μα σαν το βλέπανε τελειωμένο και μαθαίνανε το μεγάλο σκοπό μου, θα με λέγανε τότε τρελό; μουρμούριζε ένα δειλινό καθισμένος πάνω σε μια πέτρα με τα μάτια γυρισμένα προς τη θάλασσα, μακρυά…
Ένα μεγάλο κύμα ήρθε με ορμή κ’ έσπασε στην ακρογιαλιά, αφρισμένο. Χοντρές πιτσιλάδες τονέ χτυπήσανε στο πρόσωπο. Από μακρυά έφτανε η βουή της θάλασσας μυστηριώδικη, καθώς άρχιζε ναπλώνεται πάνω της το σκοτάδι. Ακούμπησε τη ματιά του στα δυό χρωματιστά φανάρια που φέγγανε ακούνητα, νυσταγμένα στην είσοδο του καναλιού, έπειτα παρακολούθησε τα χρώματα που αργοπεθαίνανε στον ορίζοντα…Σηκώθηκε και τράβηξε για το σπίτι του, με βήμα αργό, συλλογισμένο.
ΙΙ
Μια μέρα ήρθε ένας χωροφύλακας στο σπίτι του και του χτύπησε την πόρτα.
– Να ρθής στην αστυνομία, σε ζητάει ο αστυνόμος, τούπε.
– Εμένα; τι νταραβέρια έχω εγώ με τις αστυνομίες; ψιθύρισε τρομαγμένος.
Πρωί πρωί βρέθηκε στην αστυνομία. Περίμενε ώρες όσο ναρθή ο αστυνόμος. Είτανε ένας καινούριος αστυνόμος πούθελε να τα βάλει όλα σε τάξη. Μπήκε στο γραφείο του δειλά και στάθηκε μπροστά του τρέμοντας με το κασκέτο στο χέρι. Ο αστυνόμος ανακάτεψε καμπόσα χαρτιά σα να ζητούσε κάτι, έπειτα σήκωσε τα μάτια του και τον είδε.
– Δε μου λες εσύ, τι είναι αυτά που μαστορεύεις εκεί κάτω; ρώτησε.
Κείνος σα να μη κατάλαβε. Ζάρωσε τα χείλια του, γύρισε μηχανικά το κασκέτο στα χέρια του.
– Να, γι αυτό που χτίζεις σε ρωτάω. Κάνεις δηλαδή πως δεν καταλαβαίνεις; φώναξε απότομα ο αστυνόμος.
Να το κρύψη κι από τον αστυνόμο όπως τόκρυβε τόσον καιρό από όλον τον κόσμο; Μα ο αστυνόμος δεν έπαιρνε από λόγια.
– Άι, κάτι έβαλα με το νου μου, είπε χαμογελώντας μ’ έναν αμήχανο τρόπο.
-Να μου το πης καθαρά τι είναι αυτό πούβαλες με το νου σου. Τώρα αμέσως.
Ήρθε λοιπόν η στιγμή να ξεμυστηρευτή μπροστά στον αστυνόμο; Στεκότανε δισταχτικός.
– Λέγε λοιπόν. Δεν έχω καιρό να χάνω με σένα.
Στριφογύρισε το κασκέτο του, ξεροκατάπιε, κιτρίνισε.
– Μα δεν είναι τίποτα, κυρ αστυνόμε. Ένα τιποτένιο, ένα απλό πράγμα…Να! ο κόσμος, κατάλαβες, έχει ανάγκη από διδαχή. Το Βαγγέλιο, να πούμε, είναι ένα βιβλίο που όσο βαθύτερα το νιώθει ο κόσμος, τόσο καλύτερος γίνεται. Αϊ λοιπόν. Χρειάζεται μια σάλα για να μαζεύεται ο κόσμος και νακούη το Βαγγέλιο. Πούναι η σάλα; Πουθενά. Λοιπόν, είπα, να χτίσω μια τέτοια σάλα για ένα κήρυγμα θρησκευτικό, όπου οι ανθρώποι να μπαίνουνε πρόθυμα και να βγαίνουνε καλύτεροι. Έπειτα είναι και κάτι άλλο.
– Α, είναι κι άλλο; είπε ο αστυνόμος.
– Είναι τόσοι φτωχοί εδώ στην πόλη, που δεν έχουνε στέγη και ξενυχτάνε στους δρόμους. Αν είχανε κι αυτοί μια στέγη, δε θα είτανε καλύτερο; Έπειτα είναι τόσα άλλα πράματα που μπορεί να γίνουνε. Να. Ένα εξοχικό περιβολάκι για να ξεκουράζεται κανείς και ναναπνέη τον αγέρα της θάλασσας, μακριά από τις βρώμες της πόλης. Έπειτα κ’ ένα ορνιθοτροφείο θα μπορούσε…
Ο αστυνόμος έσκασε στα γέλια.
– Βρε, σε αυτά τα μασκαραλίκια κάθεσαι και ξοδεύεις τα λεφτά σου; Είσαι στα καλά σου μωρέ ή να σε στείλω στο Δαφνί; χα χα χα.
Απόμεινε με το στόμα ανοιχτό κοιτάζοντας στα μάτια τον αστυνόμο που ξακολουθούσε να γελάη αδιάκοπα.
– Έτσι λοιπόν; Σάλα για κήρυγμα, άσυλο για τους φτωχούς, ένα περιβολάκι, ένα ορνιθοτροφείο. Εσύ θα τα κάνης όλα αυτά; Μα λογάριασες πόσα λεφτά θα σου χρειαστούνε για όλες αυτές τις ιστορίες;
– Θα δουλέψω, κυρ αστυνόμε. Φτάνει να ζήσω, είπε σιγαλά.
– Θα δουλέψης; Και τι έχεις εσύ μωρέ, να κερδήσης απ’ όλα αυτά.
Αυτό δεν το είχε συλλογιστή ποτέ του.
– Να κερδίσω; Τι να κερδίσω; Άμα οι ανθρώποι γίνουνε πιο ευτυχισμένοι…ψιθύρισε.
Ο αστυνόμος πήρε τώρα ένα σοβαρό ύφος:
– Ας είναι, ξέρεις τώρα ένα πράμα; ρώτησε.
Τονέ κοίταξε στα μάτια. Τι είχε πάλε να του πη;
– Ξέρεις πως το χτίριο που χτίζεις, είναι όξω από το σκέδιο της πόλης; Ή νόμισες πως μπορεί ο καθένας να χτίζη όπου του καπνίση; Εδώ έχουμε νόμους.
– Μα…Εγώ τον αγόρασα τον τόπο…
– Κ’ έπειτα; Πήρες άδεια από το μηχανικό; Όχι. Δίχως λοιπόν άδεια του μηχανικού δεν μπορείς να χτίσεις πουθενά. Τι χάσκεις; Έτσι είναι όπως σου τα λέω. Καλύτερα να σε είχε εμποδίσει από την αρχή ο μηχανικός, γιατί θάχες διάφορο τα λεφτά σου, κουτούλιακα.
Σιγαλιά. Σάστισε, τάχασε.
– Πήγαινε τώρα και να δούμε τι θαποφασίση το υπουργείο που θα γράψω γι’ αυτή τη δουλειά, είπε ύστερις από ώρα ο αστυνόμος αφού συβουλεύτηκε κάτι χαρτιά.
Πώς δεν έπεσε, καθώς κατέβαινε την ξύλινη σκάλα, καταβρεγμένη με φανικό; Σα βρέθηκε στο δρόμο, άρχισε να ξαναλέη τα λόγια του αστυνόμου με το νου του «όξω από το σκέδιο». Η φράση αυτή τούχε χτυπήσει τόσο παράξενα σταυτιά.
– Είμαι λοιπόν όξω από το σκέδιο. Κ’ εγώ ο κουτός νόμιζα πως θα μου λέγανε και μπράβο.
Ξεμυστηρεύτηκε τον πόνο του σ’ ένα φίλο του, γέρο άνθρωπο, Μακρακιστή, πολύ θεοσεβούμενο και πολύ μπιστεμένο του. Κείνος τον ησύχασε. Αυτός είχε κάποιο κουμπάρο σην Αθήνα.
– Έννοια σου, θα γράψω εγώ στον κουμπάρο μου να πάη να μιλήση στο υπουργείο. Μη φοβάσαι. Δε γίνεται τίποτα.
Τα λόγια του φίλου του, του φέρανε τη γαλήνη στη φουρτουνιασμένη ψυχή του. Από τότε βάλθηκε να δη πιο γλήγορα τελειωμένο το έργο του.
Έτσι πήρε την απόφασή του. Αν περίμενε με τα βιβλία, το χτίριο δε θα τελείωνε ποτέ. Στο χωριό του είχε κάμποσες ρίζες ελιές, λίγα στρέμματα αμπέλι. Είχε και το σπιτάκι, που του άφησε κληρονομιά η μάννα του. Όλα αυτά αντιπροσωπεύανε ένα ποσό, που δεν μπορούσανε να του το δώσουνε πια τα βιβλία, έτσι μαζωμένο και γλήγορα όπως το χρειαζότανε.
– Άμα το δούνε τελειωμένο, τότε δε θα μπορή και το υπουργείο να πη τίποτα. Θα πάω στο χωριό να τα ξεκάνω όλα γλήγορα, όσα όσα, για να τελειώση η δουλειά το γληγορώτερο.
ΙΙΙ
Το είπε και τόκαμε. Έτσι ξαφανίστηκε μια μέρα από το σταθμό δίχως κανείς να ξεύρη πού πάει. Οι ανθρώποι του σταθμού, που τον είχανε συνηθίσει εκεί από χρόνια, ρωτούσανε ο ένας τον άλλονε με απορία:
– Τι έγινε ο μπάρμπα Συμεών; Μην αρρώστησε; Μην πέθανε;
– Αναλήφτηκε στους ουρανούς, είπε κάποιος λούστρος του σταθμού, μια μέρα κι όλοι λιγωθήκανε στα γέλια για το χωρατό.
Σιγά σιγά ο μπάρμπα Συμεών ξεχάστηκε και κανείς δε ρωτούσε πια γι αυτόν. Είχανε περάσει μήνες που βρισκότανε στο χωριό του. Αυτές οι δουλειές δε γίνουνται εύκολα. Όσο να βρη αγοραστή, όσο να συμφωνήσουνε στην τιμή, φαγωθήκανε οι μήνες. Επιτέλους το κατάφερε να δώση το χτήμα του, έβαλε τα λεφτά στην τσέπη κ’ ένα πρωί τον είδανε να κατεβαίνη από το τραίνο με μια φαγωμένη βαλίτσα στο χέρι χαρούμενος και γελαστός.
– Άι, άι! Καλοσώρισες, μπάρμπα Συμεών, φώναξε ένας λούστρος.
Στη φωνή του λούστρου τρέξανε κι άλλοι κ’ έτσι ο μπάρμπα Συμεών βρήκε μια υποδοχή που δεν την περίμενε.
Ξεκουράστηκε λίγο στην κάμαρά του κ’ έπειτα δρόμο για την οικοδομή. Δειλινό. Διψούσε, λαχταρούσε να την ξαναδή ύστερις από τόσον καιρό. Σα να φοβότανε μην του παραπονεθή που άργησε να γυρίση, τάχυνε στο δρόμο το βήμα του για να φτάση το γληγορώτερο πρι να βασιλέψη ο ήλιος. Η καρδιά του χτυπούσε. Να! Πρόβαλε από μακρυά το χτίριο! Τη στιγμή εκείνη ο ήλιος έγερνε να βασιλέψη, το χτίριο πρόβαλε μέσα στη φαντασία του τελειωμένο, περήφανο, άσπρο, αψηλό. Η ψυχή του, γιομάτη περηφάνεια για το έργο του, έλιωνε κείνη τη στιγμή από τρυφεράδα και σα ναπορούσε κι ο ίδιος για το κατόρθωμά του, ταχείλια του ψιθυρίσανε: «Εγώ το έκανα αυτό;»
Έφτασε…Κλείνει τα μάτια του μπρος στην εικόνα που του παρουσιάστηκε ανέλπιστα. Μην ονειράζεται; Από το χτίριο δεν απομένουνε τώρα παρά τα θεμέλια! Ένας δαίμονας λες και πήδηξε μέσα και τάκαμε όλα χωράφι! Στη θέση των τοίχων υψώνεται τώρα ένας άμορφος σωρός από πέτρες, χώματα…
– Καλά να σου τα κάνουνε. Ποιος σούπε να χτίζης όξω από το σκέδιο. Να τώρα που σου το γκρεμίσανε. Κρίμα στα λεφτά σου, του φώναξε κάποιος από το δρόμο.
Κάθεται πάνω σ’ ένα σωρό πέτρες. Ο ήλιος βουτάει στη θάλασσα ολοστρόγγυλος, κόκκινος. Με τα χέρια σταυρωμένα, αμίλητος, ανίκανος να σκεφτή, μοιάζει σαν κουκουβάγια που σκούζει πάνω στα ρημάδια. Το κόκκινο φανάρι του καναλιού λάμπει μέσα στο σκοτάδι, που αρχίζει ναπλώνεται, σα μεγάλη πληγή, ματωμένη…Από μακρυά φτάνει η βουή της θάλασσας πνιχτή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου