Τι είναι ηθική; Ηθική είναι η ενστικτώδης αντίδραση της σκέψης
απέναντι σε μια δοσμένη (κοινωνική ή φυσική) κατάσταση. Αυτό είναι
θετικό ή αρνητικό; Είναι αναγκαίο να δούμε και τις δύο πλευρές για να
αντιληφθούμε την ολότητα, την ουσία της ηθικής. Διότι η ηθική δεν είναι
κάτι στατικό, αλλά εξελίσσεται και εμπλουτίζεται.
Ας δούμε όμως ένα συγκεκριμένο παράδειγμα για να καταστήσουμε κατανοητά τα παραπάνω.
Έχουμε τον Κώστα που είναι 8 χρονών. Οι γονείς του του είπαν: «ο ναζισμός είναι κακό πράμα, χωρίζει τους ανθρώπους σε ανώτερους και κατώτερους». Έτσι λοιπόν ο Κωστάκης, όταν άκουσε τους φίλους του να μιλούν για το ναζισμό, εκείνος αντέδρασε ενστικτωδώς (ένα ένστικτο που του δημιούργησαν οι γονείς, επίκτητο) και προσπάθησε να τους εξηγήσει ότι ο ναζισμός είναι κακό για τους ανθρώπους. Κάθε φορά που άκουγε για αυτό ή έβλεπε κάποιον να συμπεριφέρεται με τρόπο που διαχωρίζει τους ανθρώπους, παρενέβαινε και δεν άφηνε τέτοιες συμπεριφορές να γίνονται δεκτές από αυτόν και τους φίλους του. Ωστόσο μία μέρα, όταν γύρισε από το σχολείο είπε στους γονείς του: «σήμερα ο δάσκαλος μας μίλησε για ένα μεγάλο φιλόσοφο, τον Τζον Λοκ, και μας είπε ότι ήταν πολύ ευφυής σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Ο δάσκαλός μας είναι ναζί;». Και εδώ αρχίζουν να μπλέκονται τα πράγματα. Τι συμβαίνει;
Αυτό που στην αρχή λειτουργούσε θετικά για τη συνείδηση (καταδικάζοντας το ναζισμό), τώρα μετατράπηκε σε τροχοπέδη της, σε κάτι αρνητικό (με τον αυθόρμητο χαρακτηρισμό του δασκάλου ως «ναζί»). Οι γονείς, αρχικά, καθώς δεν μπορούν να εξηγήσουν στο παιδί το φαινόμενο σε βάθος (εξηγώντας του ότι τόσο ο Τζον Λοκ, όσο και ο ναζισμός, είναι προϊόντα κοινωνικών συνθηκών σε μία φάση της ιστορίας), αναγκάζονται να απλοποιήσουν τα διδάγματα της ιστορίας και να τα μεταφέρουν στο παιδί με ηθική μορφή (καλό και κακό). Ωστόσο γίνεται αναγκαίο όσο μεγαλώνει το παιδί να εμβαθύνει στη φύση του φαινομένου μέχρις ότου να μάθει τις βασικές του αιτίες, διαφορετικά αν εμμείνει σε μία επιφανειακή προσσέγγιση, αυτό όχι μόνο θα κρατήσει τη συνείδησή του στατικά σε ένα σημείο, μα είναι πολύ πιθανό (λόγω και των κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες ζει) να αντιδραστικοποιηθεί και να κυλήσει προς τα πίσω (π.χ με το να ανάγει το ναζισμό στη διεφθαρμένη φύση του ανθρώπου).
Έτσι γεννιέται η ανάγκη του εμπλουτισμού της συνείδησης με ιστορικά δεδομένα, οικονομικά στοιχεία, πολιτική και φιλοσοφική επεξεργασία, γενικά με έναν επιστημονικό εμπλουτισμό. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας νέας μορφής ηθικής. Τώρα κάθε φορά που ο (ενήλικος πλέον) Κώστας θα ακούει για ναζισμό θα αντιδρά εξίσου ενστικτωδώς και αυθόρμητα, μα σε πολύ ανώτερη βάση: τώρα κατευθείαν θα είναι σε θέση να εξηγεί τις υλικές αιτίες εμφάνισης του φαινομένου μέσα από μία σειρά επιστημονικών επιχειρημάτων (που αφορούν στην ιμπεριαλιστική οικονομία, στην πολιτική των μεγάλων δυνάμεων π.χ που με τη συνθήκη των Βερσαλλιών οι ίδιες στραγγάλισαν τη γερμανική οικονομία για να βγάλουν κέρδος, στο Κραχ του ‘29, στην αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινήματος κλπ). Τώρα λοιπόν έχουμε και πάλι μία ηθική, μία αυθόρμητη συμπεριφορά που όμως είναι κατά πολύ ανώτερη από την πρώτη παιδική ηθική, γιατί αυτή τώρα είναι εμπλουτισμένη με επιστήμη. Δημιουργείται ένα πολύ ανώτερο ένστικτο που είναι προϊόν της συνείδησης. Γεννιέται ένας νέος τύπος ανθρώπου που ο ίδιος πλάθει τα ένστικτά του.
(Το πώς πλάθεται αυτή η συνείδηση-ηθική φυσικά έχει πολύ μεγάλη σημασία να το εξετάσει κανείς, διότι το παιδί δεν γεννιέται εν κενώ, αλλά έρχεται σε έναν δοσμένο κόσμο, γεμάτο με πολιτικές-ιδεολογικές πρωτοπορίες και δεδομένες οικονομικές συνθήκες. Αλλά είναι κάτι που αφαιρούμε προς το παρόν, λόγω της εστίασής μας στο φαινόμενο της ηθικής.)
Επίσης το γιατί καθίσταται δύσκολη η εξήγηση της ουσίας ενός φαινομένου σε ένα παιδί (ή σε έναν άνθρωπο γενικά) είναι ακόμα ένα ζήτημα που προκύπτει από τα παραπάνω και καθορίζεται από τρεις βασικούς παράγοντες: 1) το υποκείμενο της γνώσης (το παιδί ή ο άνθρωπος, στον οποίο ακόμα το εργαλείο της συνείδησης βρίσκεται σε εμβρυακή-εύπλαστη ή δύσπλαστη μορφή, αλλά και οι ενήλικοι, η συνείδηση των οποίων μπορεί να μην αντιστοιχεί στο ώριμο της ηλικίας), 2) το αντικείμενο της γνώσης (δηλαδή η δυσκολία που φέρει ένα φαινόμενο ανεξάρτητα από το επίπεδο της συνείδησης του υποκειμένου, πράγμα που οφείλεται στην αντικειμενική συνθετότητά του που καθορίζεται από το περιεχόμενό του) και 3) το μέσο της γνώσης (δηλαδή η μέθοδος που καθιστά κατανοητό ένα φαινόμενο στη συνείδηση, αλλά και την καθιστά ικανή να αυτοαναπτύσσεται, κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε με μια ευρύτερη έννοια παιδαγωγική). Οι τρεις αυτοί παράγοντες αφορούν στην αυτόνομη σφαίρα της συνείδησης. Φυσικά υπάρχει και η υλική σφαίρα, που αποτελεί τη βάση, αλλά έχει αφαιρεθεί εδώ, γιατί εξετάζουμε φαινόμενα της συνείδησης όπως η ηθική και η γνώση, αντικείμενο που έχει τη σχετική του αυτονομία.
Παρόλα αυτά, αν και εξηγήσαμε γενικά το φαινόμενο, ακόμα δεν το έχουμε εξηγήσει ειδικά, στη συγκεκριμένη του μορφή, όπως το δώσαμε στο παραπάνω παράδειγμα. Γιατί ο δάσκαλος ταυτίζεται με το ναζισμό;
Το πρόβλημα έγκειται στο εξής: στον επιφανειακό προσδιορισμό του ναζισμού ως «κακού», όπως και στον επίσης επιφανειακό προσδιορισμό του χωρισμού των ανθρώπων σε ανώτερου και κατώτερου ως γενικά «κακού». Αυτός ο τελευταίος προσδιορισμός που ορίζει την αντίθεση ανάμεσα σε ανώτερο και κατώτερο ως «κακή», αρχίζει σταδιακά να επεκτείνεται στη συνείδηση για όλα τα είδη των αντιθέσεων που υπάρχουν στην κοινωνία, δαιμονοποιώντας τα και τείνοντας πάντα να τα εξισώνει στη σκέψη (π.χ εξισώνει τον χειρώνακτα με τον πνευματικό εργάτη, επειδή αντιλαμβάνεται τη διάκριση ως κάτι κακό), χωρίς να αντιλαμβάνεται το λόγο εμφάνισής τους και την ουσία τους.
Γι’ αυτό εμφανίζεται ο δάσκαλος ως ναζί, διότι μιλώντας για την ευφυΐα του Τζον Λοκ εκείνη την ώρα ο δάσκαλος στην ουσία κάνει αναφορά, άσχετα αν το θέλει ή όχι, στη διάκριση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, της οποίας θετικό προϊόν είναι και ο Λοκ. Χωρίς αυτή τη διάκριση, του φιλοσόφου και του γεωργού, όσο «κακή» και αν φαίνεται, δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί ούτε το πνεύμα, ούτε η ύλη, δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί η εργασία. Η ταξική κοινωνία (και άρα και οι αντιθέσεις που φέρει μέσα της) αποτελεί αναγκαίο στάδιο ανάπτυξης της κοινωνίας και ωρίμανσης του ανθρώπου. Έτσι το θετικό συνυπάρχει με το αρνητικό και συνδέονται εσωτερικά. Η πρόοδος είναι συνυφασμένη με την εκμετάλλευση στην ταξική κοινωνία.
Όταν οι γονείς λοιπόν είπαν στο παιδί ότι ο χωρισμός σε ανώτερο και κατώτερο είναι κακός γενικά, χωρίς να προσδιορίσουν ότι μιλάνε για τον φυλετικό-ναζιστικό διαχωρισμό (που αφορά σε μια αντιεπιστημονική διάκριση των φυλών, η οποία έρχεται να υπηρετήσει συμφέροντα), τότε αναγκαστικά δαιμονοποίησαν στο παιδί ταυτόχρονα όλων των ειδών τους διαχωρισμούς και τις αντιθέσεις που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία. Αυτό λοιπόν, κρύβει για μια στιγμή το θετικό και αναγκαίο ρόλο των ταξικών αντιθέσεων (κάτι που κάνει η ιδεολογία του Μεταμοντερνισμού στην εποχή μας, αλλά δεν θα μπούμε εδώ σε περαιτέρω ανάλυση).
Το ότι οι άνθρωποι βρέθηκαν χωρισμένοι σε φιλοσόφους και μαραγκούς, σε επιστήμονες και σε βιβλιοδέτες, δεν είναι γενικά ένας «κακός» διαχωρισμός, αλλά ένας ιστορρικά αναγκαίος για την ανάπτυξη της ταξικής κοινωνίας διαχωρισμός που δίνει τους όρους για μία ανώτερη αταξική κοινωνία, στην οποία παύουν αυτές οι αντιθέσεις. Είναι όμως κάτι που αντικειμενικά δεν μπορεί να συλλάβει κατευθείαν μία παιδική-αδαής συνείδηση, ούτε μπορεί να της δωθεί εύκολα από τους μεγαλύτερους-πρωτοπόρους. Για αυτό και η ηθική έχει τον δικό της αναγκαίο ρόλο, με το να απλοποιεί και ταυτόχρονα να αναγκάζει σταδιακά την εμβάθυνση. Τα προβλήματα που προκύπτουν εδώ στην ανάπτυξη της συνείδησης είναι αντικειμενικά (και οξύνονται ιδιαίτερα αν υπολογίσουμε το δοσμένο της πάλης στην ταξική κοινωνία) και καθορίζονται από την εσωτερική αντίφαση που προκύπτει ανάμεσα στο (δοσμένο) υποκείμενο και το (δοσμένο) αντικείμενο της γνώσης.
Κλείνοντας:
Η ηθική λοιπόν αποτελεί μία αναπόφευκτη φάση από την οποία περνάει η ανάπτυξη της συνείδησης, που ωστόσο αν δεν εμπλουτιστεί σταδιακά καταλήγει μονόπλευρη και στείρα.
Αποτελεί επίσης αναγκαία μέθοδο για την απλοποίηση του σύνθετου, έτσι ώστε η συνείδηση να μπορέσει να βγει από τον κόσμο της άγνοιας και να κάνει το πρώτο της γρήγορο βήμα προς τον κόσμο της γνώσης.
Τέλος πρέπει να προσθέσουμε το εξής:
Η ηθική αποτελεί την αρχή και το τέλος της ατομικής συνείδησης, εκκινώντας από το αυθόρμητο και διαμέσου του συνειδητού φτάνει σε ένα νέο, ανώτερο αυθόρμητο, από το οποίο θα ξεκινήσει και πάλι μία νέα φάση ανάπτυξης, μαθαίνοντας να εμπλουτίζει τον εαυτό της όλο και περισσότερο από τον πλούτο της κοινωνικής συνείδησης μέχρι να την υπερβεί και αυτή. Αποτελεί δηλαδή ταυτόχρονα μία πάλη με τον ίδιο τον εαυτό, μία εσωτερική διαλεκτική, όπου ο νέος εαυτός έρχεται σε αντίθεση με τις θέσεις του παλιού, και από την σύνθεσή τους θα προκύψει ένας νέος ανώτερος. Έτσι κατακτά την αυτοανάπτυξη και πετυχαίνει τη διαρκή επαναστατικοποίηση της σκέψης. Υποκείμενο, μέσο και αντικείμενο της ανάπτυξης γίνεται ο εαυτός, αποκτώντας μία αυτοτέλεια που τον καθιστά αντικειμενικά πρωτοπορία. Δεν ανεξαρτητοποιείται τελείως από τα πλαίσια της κοινωνικής συνείδησης, όμως ξέρει να αναπτύσσεται από αυτά και να τα αναπτύσσει.
ΥΓ* Το εργαλείο της αυτοανάπτυξης είναι προφανώς επίκτητο και ακούει στο όνομα Διαλεκτικός Υλισμός.
Γιώργος Βαξεβάνης
Ας δούμε όμως ένα συγκεκριμένο παράδειγμα για να καταστήσουμε κατανοητά τα παραπάνω.
Έχουμε τον Κώστα που είναι 8 χρονών. Οι γονείς του του είπαν: «ο ναζισμός είναι κακό πράμα, χωρίζει τους ανθρώπους σε ανώτερους και κατώτερους». Έτσι λοιπόν ο Κωστάκης, όταν άκουσε τους φίλους του να μιλούν για το ναζισμό, εκείνος αντέδρασε ενστικτωδώς (ένα ένστικτο που του δημιούργησαν οι γονείς, επίκτητο) και προσπάθησε να τους εξηγήσει ότι ο ναζισμός είναι κακό για τους ανθρώπους. Κάθε φορά που άκουγε για αυτό ή έβλεπε κάποιον να συμπεριφέρεται με τρόπο που διαχωρίζει τους ανθρώπους, παρενέβαινε και δεν άφηνε τέτοιες συμπεριφορές να γίνονται δεκτές από αυτόν και τους φίλους του. Ωστόσο μία μέρα, όταν γύρισε από το σχολείο είπε στους γονείς του: «σήμερα ο δάσκαλος μας μίλησε για ένα μεγάλο φιλόσοφο, τον Τζον Λοκ, και μας είπε ότι ήταν πολύ ευφυής σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Ο δάσκαλός μας είναι ναζί;». Και εδώ αρχίζουν να μπλέκονται τα πράγματα. Τι συμβαίνει;
Αυτό που στην αρχή λειτουργούσε θετικά για τη συνείδηση (καταδικάζοντας το ναζισμό), τώρα μετατράπηκε σε τροχοπέδη της, σε κάτι αρνητικό (με τον αυθόρμητο χαρακτηρισμό του δασκάλου ως «ναζί»). Οι γονείς, αρχικά, καθώς δεν μπορούν να εξηγήσουν στο παιδί το φαινόμενο σε βάθος (εξηγώντας του ότι τόσο ο Τζον Λοκ, όσο και ο ναζισμός, είναι προϊόντα κοινωνικών συνθηκών σε μία φάση της ιστορίας), αναγκάζονται να απλοποιήσουν τα διδάγματα της ιστορίας και να τα μεταφέρουν στο παιδί με ηθική μορφή (καλό και κακό). Ωστόσο γίνεται αναγκαίο όσο μεγαλώνει το παιδί να εμβαθύνει στη φύση του φαινομένου μέχρις ότου να μάθει τις βασικές του αιτίες, διαφορετικά αν εμμείνει σε μία επιφανειακή προσσέγγιση, αυτό όχι μόνο θα κρατήσει τη συνείδησή του στατικά σε ένα σημείο, μα είναι πολύ πιθανό (λόγω και των κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες ζει) να αντιδραστικοποιηθεί και να κυλήσει προς τα πίσω (π.χ με το να ανάγει το ναζισμό στη διεφθαρμένη φύση του ανθρώπου).
Έτσι γεννιέται η ανάγκη του εμπλουτισμού της συνείδησης με ιστορικά δεδομένα, οικονομικά στοιχεία, πολιτική και φιλοσοφική επεξεργασία, γενικά με έναν επιστημονικό εμπλουτισμό. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας νέας μορφής ηθικής. Τώρα κάθε φορά που ο (ενήλικος πλέον) Κώστας θα ακούει για ναζισμό θα αντιδρά εξίσου ενστικτωδώς και αυθόρμητα, μα σε πολύ ανώτερη βάση: τώρα κατευθείαν θα είναι σε θέση να εξηγεί τις υλικές αιτίες εμφάνισης του φαινομένου μέσα από μία σειρά επιστημονικών επιχειρημάτων (που αφορούν στην ιμπεριαλιστική οικονομία, στην πολιτική των μεγάλων δυνάμεων π.χ που με τη συνθήκη των Βερσαλλιών οι ίδιες στραγγάλισαν τη γερμανική οικονομία για να βγάλουν κέρδος, στο Κραχ του ‘29, στην αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινήματος κλπ). Τώρα λοιπόν έχουμε και πάλι μία ηθική, μία αυθόρμητη συμπεριφορά που όμως είναι κατά πολύ ανώτερη από την πρώτη παιδική ηθική, γιατί αυτή τώρα είναι εμπλουτισμένη με επιστήμη. Δημιουργείται ένα πολύ ανώτερο ένστικτο που είναι προϊόν της συνείδησης. Γεννιέται ένας νέος τύπος ανθρώπου που ο ίδιος πλάθει τα ένστικτά του.
(Το πώς πλάθεται αυτή η συνείδηση-ηθική φυσικά έχει πολύ μεγάλη σημασία να το εξετάσει κανείς, διότι το παιδί δεν γεννιέται εν κενώ, αλλά έρχεται σε έναν δοσμένο κόσμο, γεμάτο με πολιτικές-ιδεολογικές πρωτοπορίες και δεδομένες οικονομικές συνθήκες. Αλλά είναι κάτι που αφαιρούμε προς το παρόν, λόγω της εστίασής μας στο φαινόμενο της ηθικής.)
Επίσης το γιατί καθίσταται δύσκολη η εξήγηση της ουσίας ενός φαινομένου σε ένα παιδί (ή σε έναν άνθρωπο γενικά) είναι ακόμα ένα ζήτημα που προκύπτει από τα παραπάνω και καθορίζεται από τρεις βασικούς παράγοντες: 1) το υποκείμενο της γνώσης (το παιδί ή ο άνθρωπος, στον οποίο ακόμα το εργαλείο της συνείδησης βρίσκεται σε εμβρυακή-εύπλαστη ή δύσπλαστη μορφή, αλλά και οι ενήλικοι, η συνείδηση των οποίων μπορεί να μην αντιστοιχεί στο ώριμο της ηλικίας), 2) το αντικείμενο της γνώσης (δηλαδή η δυσκολία που φέρει ένα φαινόμενο ανεξάρτητα από το επίπεδο της συνείδησης του υποκειμένου, πράγμα που οφείλεται στην αντικειμενική συνθετότητά του που καθορίζεται από το περιεχόμενό του) και 3) το μέσο της γνώσης (δηλαδή η μέθοδος που καθιστά κατανοητό ένα φαινόμενο στη συνείδηση, αλλά και την καθιστά ικανή να αυτοαναπτύσσεται, κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε με μια ευρύτερη έννοια παιδαγωγική). Οι τρεις αυτοί παράγοντες αφορούν στην αυτόνομη σφαίρα της συνείδησης. Φυσικά υπάρχει και η υλική σφαίρα, που αποτελεί τη βάση, αλλά έχει αφαιρεθεί εδώ, γιατί εξετάζουμε φαινόμενα της συνείδησης όπως η ηθική και η γνώση, αντικείμενο που έχει τη σχετική του αυτονομία.
Παρόλα αυτά, αν και εξηγήσαμε γενικά το φαινόμενο, ακόμα δεν το έχουμε εξηγήσει ειδικά, στη συγκεκριμένη του μορφή, όπως το δώσαμε στο παραπάνω παράδειγμα. Γιατί ο δάσκαλος ταυτίζεται με το ναζισμό;
Το πρόβλημα έγκειται στο εξής: στον επιφανειακό προσδιορισμό του ναζισμού ως «κακού», όπως και στον επίσης επιφανειακό προσδιορισμό του χωρισμού των ανθρώπων σε ανώτερου και κατώτερου ως γενικά «κακού». Αυτός ο τελευταίος προσδιορισμός που ορίζει την αντίθεση ανάμεσα σε ανώτερο και κατώτερο ως «κακή», αρχίζει σταδιακά να επεκτείνεται στη συνείδηση για όλα τα είδη των αντιθέσεων που υπάρχουν στην κοινωνία, δαιμονοποιώντας τα και τείνοντας πάντα να τα εξισώνει στη σκέψη (π.χ εξισώνει τον χειρώνακτα με τον πνευματικό εργάτη, επειδή αντιλαμβάνεται τη διάκριση ως κάτι κακό), χωρίς να αντιλαμβάνεται το λόγο εμφάνισής τους και την ουσία τους.
Γι’ αυτό εμφανίζεται ο δάσκαλος ως ναζί, διότι μιλώντας για την ευφυΐα του Τζον Λοκ εκείνη την ώρα ο δάσκαλος στην ουσία κάνει αναφορά, άσχετα αν το θέλει ή όχι, στη διάκριση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, της οποίας θετικό προϊόν είναι και ο Λοκ. Χωρίς αυτή τη διάκριση, του φιλοσόφου και του γεωργού, όσο «κακή» και αν φαίνεται, δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί ούτε το πνεύμα, ούτε η ύλη, δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί η εργασία. Η ταξική κοινωνία (και άρα και οι αντιθέσεις που φέρει μέσα της) αποτελεί αναγκαίο στάδιο ανάπτυξης της κοινωνίας και ωρίμανσης του ανθρώπου. Έτσι το θετικό συνυπάρχει με το αρνητικό και συνδέονται εσωτερικά. Η πρόοδος είναι συνυφασμένη με την εκμετάλλευση στην ταξική κοινωνία.
Όταν οι γονείς λοιπόν είπαν στο παιδί ότι ο χωρισμός σε ανώτερο και κατώτερο είναι κακός γενικά, χωρίς να προσδιορίσουν ότι μιλάνε για τον φυλετικό-ναζιστικό διαχωρισμό (που αφορά σε μια αντιεπιστημονική διάκριση των φυλών, η οποία έρχεται να υπηρετήσει συμφέροντα), τότε αναγκαστικά δαιμονοποίησαν στο παιδί ταυτόχρονα όλων των ειδών τους διαχωρισμούς και τις αντιθέσεις που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία. Αυτό λοιπόν, κρύβει για μια στιγμή το θετικό και αναγκαίο ρόλο των ταξικών αντιθέσεων (κάτι που κάνει η ιδεολογία του Μεταμοντερνισμού στην εποχή μας, αλλά δεν θα μπούμε εδώ σε περαιτέρω ανάλυση).
Το ότι οι άνθρωποι βρέθηκαν χωρισμένοι σε φιλοσόφους και μαραγκούς, σε επιστήμονες και σε βιβλιοδέτες, δεν είναι γενικά ένας «κακός» διαχωρισμός, αλλά ένας ιστορρικά αναγκαίος για την ανάπτυξη της ταξικής κοινωνίας διαχωρισμός που δίνει τους όρους για μία ανώτερη αταξική κοινωνία, στην οποία παύουν αυτές οι αντιθέσεις. Είναι όμως κάτι που αντικειμενικά δεν μπορεί να συλλάβει κατευθείαν μία παιδική-αδαής συνείδηση, ούτε μπορεί να της δωθεί εύκολα από τους μεγαλύτερους-πρωτοπόρους. Για αυτό και η ηθική έχει τον δικό της αναγκαίο ρόλο, με το να απλοποιεί και ταυτόχρονα να αναγκάζει σταδιακά την εμβάθυνση. Τα προβλήματα που προκύπτουν εδώ στην ανάπτυξη της συνείδησης είναι αντικειμενικά (και οξύνονται ιδιαίτερα αν υπολογίσουμε το δοσμένο της πάλης στην ταξική κοινωνία) και καθορίζονται από την εσωτερική αντίφαση που προκύπτει ανάμεσα στο (δοσμένο) υποκείμενο και το (δοσμένο) αντικείμενο της γνώσης.
Κλείνοντας:
Η ηθική λοιπόν αποτελεί μία αναπόφευκτη φάση από την οποία περνάει η ανάπτυξη της συνείδησης, που ωστόσο αν δεν εμπλουτιστεί σταδιακά καταλήγει μονόπλευρη και στείρα.
Αποτελεί επίσης αναγκαία μέθοδο για την απλοποίηση του σύνθετου, έτσι ώστε η συνείδηση να μπορέσει να βγει από τον κόσμο της άγνοιας και να κάνει το πρώτο της γρήγορο βήμα προς τον κόσμο της γνώσης.
Τέλος πρέπει να προσθέσουμε το εξής:
Η ηθική αποτελεί την αρχή και το τέλος της ατομικής συνείδησης, εκκινώντας από το αυθόρμητο και διαμέσου του συνειδητού φτάνει σε ένα νέο, ανώτερο αυθόρμητο, από το οποίο θα ξεκινήσει και πάλι μία νέα φάση ανάπτυξης, μαθαίνοντας να εμπλουτίζει τον εαυτό της όλο και περισσότερο από τον πλούτο της κοινωνικής συνείδησης μέχρι να την υπερβεί και αυτή. Αποτελεί δηλαδή ταυτόχρονα μία πάλη με τον ίδιο τον εαυτό, μία εσωτερική διαλεκτική, όπου ο νέος εαυτός έρχεται σε αντίθεση με τις θέσεις του παλιού, και από την σύνθεσή τους θα προκύψει ένας νέος ανώτερος. Έτσι κατακτά την αυτοανάπτυξη και πετυχαίνει τη διαρκή επαναστατικοποίηση της σκέψης. Υποκείμενο, μέσο και αντικείμενο της ανάπτυξης γίνεται ο εαυτός, αποκτώντας μία αυτοτέλεια που τον καθιστά αντικειμενικά πρωτοπορία. Δεν ανεξαρτητοποιείται τελείως από τα πλαίσια της κοινωνικής συνείδησης, όμως ξέρει να αναπτύσσεται από αυτά και να τα αναπτύσσει.
ΥΓ* Το εργαλείο της αυτοανάπτυξης είναι προφανώς επίκτητο και ακούει στο όνομα Διαλεκτικός Υλισμός.
Γιώργος Βαξεβάνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου