Η δημοφιλία ενός βιβλίου δε μας λέει τίποτα για το περιεχόμενο, είναι
όμως ένα κριτήριο -πχ για αυτούς που το αγοράζουν, αν μιλάμε για την
περίπτωση του συγγραφέα που δεν έχει διαβάσει πάνω από δέκα βιβλία. Δε
βλέπω τις πωλήσεις τους, έχω όμως την εντύπωση πως αυτό του Παλαιοκώστα
τείνει να γίνει από τα πλέον ευπώλητα (μπεστ-σέλερ) του καλοκαιριού, κι
αυτό μπορείς να το διαπιστώσεις εμπειρικά, πχ σε ένα συρμό του
ηλεκτρικού (φίλε, δεκαπέντε κάνει;) ή σε μια τυχαία παραλία.
Κι αυτό εξακολουθεί να μη μας λέει τίποτα για το βιβλίο, λέει όμως
κάτι για τη “γοητεία” που μπορεί να ασκεί στο αναγνωστικό -και μόνο
κοινό- ο μύθος του Παλαιοκώστα, την οποία φροντίζει να διηγηθεί κι ο
ίδιος στο βιβλίο του, ειδικά για το γυναικείο φύλο που κατά κανόνα τον
αντιμετώπιζε με αρκετή συμπάθεια -πχ από τη θέση του ενόρκου.
Αυτό όμως είναι μάλλον το λιγότερο ενδιαφέρον από τα στοιχεία που θα βρει κανείς, διαβάζοντας. Ποια είναι αυτά; Αρκετές φυσιολατρικές περιγραφές, με φόντο τα ορεινά τοπία της ελληνικής επαρχίας, από τα παιδικά του βιώματα ή διάφορες καταδιώξεις -ενίοτε βουκολικές σε κάποια σημεία, δείχνουν όμως την προσωπική του ευαισθησία. Μια αρκετά ενδιαφέρουσα περιγραφή του τρόπου που λειτουργεί η αστική δικαιοσύνη και τα συμφέροντα που τρέφει, για να διαιωνίζουν αυτή την κατάσταση. Μια εξίσου ενδιαφέρουσα περιγραφή του υπο-κοσμου των φυλακών και του άθλιου σωφρονιστικού συστήματος, όπου οι διευθυντές ψάχνουν τσιράκια (ρουφιάνους) με πολύ καλά ανταλλάγματα, παραχωρώντας άτυπα προνόμια και το “ιερό δικαίωμα” του έμπορα στο επιχειρείν…
Ουσιαστικά το βιβλίο είναι σαν ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα, με αρκετά καλή γραφή, όπου οι εξακόσιες σελίδες του φεύγουν εύκολα, και μια ακτινογραφία της ελληνικής κοινωνίας, άλλοτε διεισδυτική και άλλοτε πιο επιφανειακή, που δε στερείται λογοτεχνικών αρετών. Δεν πρόκειται όμως να κάνουμε μια ολοκληρωμένη παρουσίαση του βιβλίου, καθώς αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η πολιτική σκοπιά του κι αυτό είναι ίσως και το πιο αδύναμο σημείο του.
Ο τρόπος γραφής του Παλαιοκώστα φανερώνει ένα μάλλον καλλιεργημένο άτομο, σίγουρα όμως δεν πρόκειται για κάποιον σπουδαίο θεωρητικό, που θα μας κάνει σοφότερους με την πολιτική του ανάλυση, τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την επανάσταση και την ελευθερία. Θα παρακάμψουμε κάποια σημεία, όπως αυτό που εκφράζει την απογοήτευσή του για τη στάση που κράτησαν τα μέλη της 17 Νοέμβρη μετά της σύλληψή τους -με εξαίρεση τον Κουφοντίνα- ή το άλλο που περιγράφει πώς θα έπρεπε-μπορούσαν να είναι οι φυλακές σε μια κοινωνία, όπου χωρίς να το ξέρει ίσως, δίνει πολλές από τις αρχές του σοβιετικού σωφρονιστικού συστήματος.
Επιλέγουμε να αντιγράψουμε δύο αποσπάσματα -χάρη στη σχετική άδεια που δίνουν ρητά και οι “Εκδόσεις των Συναδέλφων” για αναπαραγωγή για μη κερδοσκοπικούς λόγους. Στο πρώτο ο Παλαιοκώστας περιγράφει τα κριτήρια επιλογής προσώπων που θα γίνονταν στόχοι απαγωγής. Το κριτήριο απόρριψης του “καλού επιχειρηματία” Μπουτάρη, με τις περιβαλλοντικές ευαισθησίες, είναι μάλλον ενδεικτικό για το στίγμα και το ταβάνι της πολιτικής σκέψης του συγγραφέα. Τουλάχιστον αποφεύγει να βγάλει κάποιου είδους μανιφέστο για το “θετικό” σεξισμό που τον αποτρέπει από απαγωγή οποιασδήποτε γυναίκας, ακόμα κι αν συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός καλού στόχου, ομολογώντας πως απλά…τις αγαπάει:
Στο δεύτερο απόσπασμα το καφενειακού τύπου (“Α ρε Έλληνα”) τσουβάλιασμα της “κοινοβουλευτικής αριστεράς”, έτσι γενικά κι αόριστα, σε σχέση με τη στάση της απέναντι στην κατάσταση των φυλακών, αναδεικνύει, στρεβλά και ισοπεδωτικά βέβαια, ένα πραγματικό ζήτημα. Που δεν είναι άλλο από την ακόμα πιο ουσιαστική παρέμβαση που μπορεί και πρέπει να έχει το κομμουνιστικό κίνημα σε ό,τι αφορά τις συνθήκες ζωής των κρατουμένων, την υποκατάσταση του σωφρονισμού από την εκδικητική τιμωρία, τη μετατροπή των φυλακών από προθάλαμο μιας νέας ζωής σε πανεπιστήμιο εγκλήματος για μεγάλο μέρος των τροφίμων τους.
Αυτό όμως είναι μάλλον το λιγότερο ενδιαφέρον από τα στοιχεία που θα βρει κανείς, διαβάζοντας. Ποια είναι αυτά; Αρκετές φυσιολατρικές περιγραφές, με φόντο τα ορεινά τοπία της ελληνικής επαρχίας, από τα παιδικά του βιώματα ή διάφορες καταδιώξεις -ενίοτε βουκολικές σε κάποια σημεία, δείχνουν όμως την προσωπική του ευαισθησία. Μια αρκετά ενδιαφέρουσα περιγραφή του τρόπου που λειτουργεί η αστική δικαιοσύνη και τα συμφέροντα που τρέφει, για να διαιωνίζουν αυτή την κατάσταση. Μια εξίσου ενδιαφέρουσα περιγραφή του υπο-κοσμου των φυλακών και του άθλιου σωφρονιστικού συστήματος, όπου οι διευθυντές ψάχνουν τσιράκια (ρουφιάνους) με πολύ καλά ανταλλάγματα, παραχωρώντας άτυπα προνόμια και το “ιερό δικαίωμα” του έμπορα στο επιχειρείν…
Ουσιαστικά το βιβλίο είναι σαν ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα, με αρκετά καλή γραφή, όπου οι εξακόσιες σελίδες του φεύγουν εύκολα, και μια ακτινογραφία της ελληνικής κοινωνίας, άλλοτε διεισδυτική και άλλοτε πιο επιφανειακή, που δε στερείται λογοτεχνικών αρετών. Δεν πρόκειται όμως να κάνουμε μια ολοκληρωμένη παρουσίαση του βιβλίου, καθώς αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η πολιτική σκοπιά του κι αυτό είναι ίσως και το πιο αδύναμο σημείο του.
Ο τρόπος γραφής του Παλαιοκώστα φανερώνει ένα μάλλον καλλιεργημένο άτομο, σίγουρα όμως δεν πρόκειται για κάποιον σπουδαίο θεωρητικό, που θα μας κάνει σοφότερους με την πολιτική του ανάλυση, τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την επανάσταση και την ελευθερία. Θα παρακάμψουμε κάποια σημεία, όπως αυτό που εκφράζει την απογοήτευσή του για τη στάση που κράτησαν τα μέλη της 17 Νοέμβρη μετά της σύλληψή τους -με εξαίρεση τον Κουφοντίνα- ή το άλλο που περιγράφει πώς θα έπρεπε-μπορούσαν να είναι οι φυλακές σε μια κοινωνία, όπου χωρίς να το ξέρει ίσως, δίνει πολλές από τις αρχές του σοβιετικού σωφρονιστικού συστήματος.
Επιλέγουμε να αντιγράψουμε δύο αποσπάσματα -χάρη στη σχετική άδεια που δίνουν ρητά και οι “Εκδόσεις των Συναδέλφων” για αναπαραγωγή για μη κερδοσκοπικούς λόγους. Στο πρώτο ο Παλαιοκώστας περιγράφει τα κριτήρια επιλογής προσώπων που θα γίνονταν στόχοι απαγωγής. Το κριτήριο απόρριψης του “καλού επιχειρηματία” Μπουτάρη, με τις περιβαλλοντικές ευαισθησίες, είναι μάλλον ενδεικτικό για το στίγμα και το ταβάνι της πολιτικής σκέψης του συγγραφέα. Τουλάχιστον αποφεύγει να βγάλει κάποιου είδους μανιφέστο για το “θετικό” σεξισμό που τον αποτρέπει από απαγωγή οποιασδήποτε γυναίκας, ακόμα κι αν συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός καλού στόχου, ομολογώντας πως απλά…τις αγαπάει:
(…) Όλα τα παραπάνω συνηγορούσαν ότι για την επίτευξη του στόχου μας η επιλογή του προσώπου θα έπρεπε να πληροί τρεις βασικές προϋποθέσεις: Πρώτον, να μπορεί σίγουρα να ανταποκριθεί στις οικονομικές μας απαιτήσεις χωρίς να καταστρέφεται οικονομικά. Δεύτερον, να υπάρχει οικονομικό περιβάλλον με συνοχή (γονείς, σύζυγος, παιδιά κ.λπ.) για την ομαλή διαπραγμάτευση και εξασφάλιση της καταβολής των λύτρων. Τρίτον, να έχει καλή υγεία, να αντέξει αυτή τη δοκιμασία.
Απαγορευτικό για μένα ήταν η απαγωγή αγοριού κάτω των 22 περίπου και γυναίκας οποιασδήποτε ηλικίας. Οι λόγοι δεν ήταν συναισθηματικοί ή λάιτ ηθικο-ιδεολογικοί αλλά πρωτίστως πρακτικοί. Γιατί κανείς δε σου εγγυάται πως μια απαγωγή θα έχει την επιθυμητή κατάληξη. Όσο καλά μελετημένη και οργανωμένη να είναι, πάντα τα απρόοπτα παραμονεύουν. Με δεδομένο ότι είσαι έτοιμος να πραγματοποιήσεις την απειλή σου, αν κάτι απρόβλεπτο συμβεί, μένοντας με έναν όμηρο στα χέρια δε θα ‘θελες να είναι ένα παιδί ή γυναίκα. Ποια ευθύνη να φορτώσεις σε ένα παιδί που τυχαίνει να ‘χει πλούσιο μπαμπά για να βρεις το κουράγιο να το θανατώσεις. Το ίδιο, στο αίσιο σενάριο, να υποστεί μια τόσο τραυματική εμπειρία. Δεν υπάρχει πιο βάρβαρη, αισχρή πράξη από τη θανάτωση παιδιού με οποιαδήποτε δικαιολογία, πόσο μάλλον για χάρη του χρήματος. Ακόμα και αν η εκβιαζόμενη πλευρά το θυσιάζει γι’ αυτό… Οι ενδοιασμοί αυτοί μετριάζονται κατά πολύ όταν έχεις να κάνεις με ανήθικο, πολιτικά διαπλεκόμενο επιχειρηματία, που με τον ένα ή άλλο τρόπο επηρεάζει συνειδητά τη ζωή ενός συνόλου ανθρώπων, πολύ πιθανό και τη δική σου.
Θα μπορούσε βέβαια να επιλεγεί ενήλικη γυναίκα για όμηρος, με την προϋπόθεση ότι θα υπάρχουν εκείνες οι υποδομές ώστε να κρατηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου αμβλυνθούν οι αντιστάσεις της οικογένειας και παραδοθούν τα λύτρα. Εύλογα κάποιος υπέρμαχος της ισότητας των δύο φύλων θα αναρωτηθεί γιατί μια γυναίκα που κατέχει-διευθύνει έναν όμιλο επιχειρήσεων με μεγάλο τζίρο, πιθανόν κακή εργοδότης, το ίδιο διαπλεκόμενη, να μην έχει την ίδια τύχη με έναν άντρα όμηρο. Δεν μπορώ να δώσω μια πειστική απάντηση σε αυτό. Είναι πολύ βαθιές, σκοτεινές, δαιδαλώδεις οι διαδρομές αναζήτησης για την εκλογίκευση αυτής της αδυναμίας, που θα αρκεστώ να πω: μόνο και μόνο γιατί τις αγαπάμε. Έτσι τη γλιτώνουν… τουλάχιστον από μένα!
Παρόμοιου ηθικού τύπου παραμέτρους, εξίσου σοβαρές, θα αντιμετώπιζα καθόλη τη διάρκεια αναζήτησης “θύματος”. Σε δύο περιπτώσεις (η μία μετά την άλλη), ενώ είχα φτάσει στο τελικό στάδιο παρακολούθησης, συμπτωματικά έχασα ξαφνικά από ένα μέρος της οικογένειάς τους (η πρώτη σε τροχαίο, η άλλη από αιφνίδιο θάνατο). Θα ήταν τελειωτικό να δεχτούν ένα δεύτερο χτύπημα, αυτό της απαγωγής. Φυσικά οι δυο οικογένειες διαγράφηκαν προσωρινά από τη λίστα θυμάτων… Και άντε από την αρχή.
Επίσης από τη λίστα θα διαγράφονταν αρκετοί άλλοι, όταν διαπίστωσα ότι δεν ήταν στυγνοί επιχειρηματίες. Μα είχαν μια γήινη-ανθρώπινη αντιμετώπιση του επιχειρείν, κάτι που εμένα δε με άφηνε ασυγκίνητο. Τυχαία αναφέρω το Γ. Μπουτάρη. Διαβάζοντας πολλές από τις συνεντεύξεις του και μαθαίνοντας ότι ήταν ιδρυτής του Αρκτούρου, κατάλαβα ότι διέθετε μια εναλλακτική ματιά απέναντι στα πράγματα και τη ζωή. Ακόμα και στο κομμάτι της κοινωνικής προσφοράς δε λειτουργούσε όπως οι γνωστές επιχειρηματικές οικογένειες, που για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους ξαμολάνε κι από ένα μέλος του ως φιλάνθρωπο λαγό για να απονέμουν και να παραλαμβάνουν συναμεταξύ τους μπροστά στις κάμερες τα δικής τους έμπνευσης φιλανθρωπικά βραβεία (Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει). Έτσι βγήκε από το κάδρο. Ελπίζω να μην έκανα λάθος…
Στο δεύτερο απόσπασμα το καφενειακού τύπου (“Α ρε Έλληνα”) τσουβάλιασμα της “κοινοβουλευτικής αριστεράς”, έτσι γενικά κι αόριστα, σε σχέση με τη στάση της απέναντι στην κατάσταση των φυλακών, αναδεικνύει, στρεβλά και ισοπεδωτικά βέβαια, ένα πραγματικό ζήτημα. Που δεν είναι άλλο από την ακόμα πιο ουσιαστική παρέμβαση που μπορεί και πρέπει να έχει το κομμουνιστικό κίνημα σε ό,τι αφορά τις συνθήκες ζωής των κρατουμένων, την υποκατάσταση του σωφρονισμού από την εκδικητική τιμωρία, τη μετατροπή των φυλακών από προθάλαμο μιας νέας ζωής σε πανεπιστήμιο εγκλήματος για μεγάλο μέρος των τροφίμων τους.
Εκείνο που με θλίβει είναι η στάση της κοινοβουλευτικής αριστεράς, η οποία γνωρίζει (έτσι λέει) από πρώτο χέρι τι σημαίνει φασισμός. Καθόλη τη διάρκεια του εγκλεισμού μου στις ελληνικές φυλακές, μια αντιπροσωπεία αριστερών κομμάτων να επισκέπτεται χώρους κράτησης για να διαπιστώσει τα πραγματικά προβλήματα των κρατουμένων και πώς αυτοί βιώνουν τον εγκλεισμό δεν είδα. Τα στελέχη της πρώην επαναστατημένης και νυν επαναπαυμένης στις δάφνες και τις περγαμηνές του παρελθόντος αριστεράς δεν ενδιαφέρονται για τις σημερινές φυλακές. Συνοδευόμενα από τηλεοπτικά συνεργεία και πολλή υποκρισία, επισκέπτονταν συχνά-πυκνά τόπους εξορίας όπου φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν αγωνιστές (αν ζούσαν θα τους έφτυναν κατάμουτρα), να αναπολήσουν τα περασμένα μεγαλεία…
“Εμείς αγωνιστήκαμε και συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για ιερό, ανώτερο σκοπό”, κραυγάζουν…. Σώωωπα!
Αν η πολιτική αυτή προσέγγιση δεν είναι έμμεση συγκατάθεση στο βασανισμό όσων δεν αγωνίζονται για “ιερούς σκοπούς”, τότε τι είναι; Αφού ο κρατούμενος δεν ασπάζεται τις αριστερές αντιλήψεις, καλά του κάνουν, του αξίζει ένα μπερντάχι ξύλο…
Ξέρω, ξέρω… Δεν μπορούν να συγκριθούν οι εποχές και τα διακυβεύματά τους! Φυσικά και δεν μπλορούν να συγκριθούν, αφού σήμερα δεν είναι εκείνοι οι καταδιωκόμενοι και οι φυλακισμένοι αλλά κάποιοι άλλοι… Άλλωστε ποτέ δεν άκουσα αριστερό να μιλά για κατάργηση των φυλακών. Οι φυλακές δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον, αν οι φυλακισμένοι δεν είναι αριστεροί και κομμουνιστές! Δεν ξέρω αν καταλάβατε, κύριοι της αριστεράς, που “βουλευτήκατε” με τα κοπαδάκια σας… Αποτελούσατε κι αποτελείτε τμήμα του κοινοβουλίου, είχατε και έχετε ευθύνη. Ακόμα περισσότερη γιατί είστε αριστεροί. Πολλοί από σας τώρα τελευταία κυβερνάτε κιόλας… Ποιος θα το έλεγε! Φροντίστε μην η ιστορία σας καταγράψει σαν τις αριστερές καθαρίστριες που ανέλαβαν με προθυμία να καθαρίσουν τα βουνά σκουπιδιών μισού αιώνα ξέφρενου πανηγυριού, εξαιτίας του οποίου εξαθλιώθηκε ο έλληνας πολίτης και παραδώσετε τα κλειδιά στους γνωστούς γλεντζέδες της φυλής μας! Τους έξω καρδιά! Για να ξαναζωντανέψει το χουντογλέντι τους στο κέντρο διασκέδασης “βουλή των Ελλήνων”, όπου τα νταούλια και βιολιά του ελληνικού συντάγματος θα παίζουν μερακλίδικους δημοκρατικούς σκοπούς. Α, ρε Έλληνα… Όσο ξεφτέρι στα επουσιώδη άλλο τόσο μπούφος στα ουσιώδη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου