Πολλοί στο επαγγελματικό και ιδεολογικό σινάφι του μπορεί να το
σκέπτονται, κανείς όμως δεν τόλμησε να το εκστομίσει με τόσο σαφή,
σχεδόν απερίφραστο τρόπο, όσο ο Γιάννης Πρετεντέρης από τη στήλη του
“Εμπιστευτικά”: Η πάταξη της “ανομίας” μπορεί να έχει θύματα.
Παρακολουθώντας κανείς το εντεινόμενο κρεσέντο καταστολής και βίας από
την ΕΛ.ΑΣ, δεν είναι παράξενο να αναρωτιέται κανείς αν τελικά αποτελεί
επιδίωξη, ή τουλάχιστον γεγονός που θεωρείται διαχειρίσιμο, η πρόκληση
νεκρών. Τη δική του απάντηση δίνει ο Πρετεντέρης, ο οποίος ως επί
δεκαετίες κορυφαία γραφίδα της αστικής τάξης στη χώρα μας, σαφώς και δε
μιλά αβασάνιστα και χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες. Δικαιούμαστε
λοιπόν να θεωρήσουμε ότι οι απόψεις του δεν είναι απλώς προσωπικές, αλλά
απηχούν σκέψεις ομοϊδεατών του και κυρίως της τάξης στην οποία ανήκει
και υπηρετεί.
Στο πόνημα με τον τίτλο «Συμμορίες» o δημοσιογράφος ανακαλύπτει συμμορίες «νέων και λιγότερο νέων» που κινούνται πλέον στα όρια της «στάσης κατά της δημοκρατίας». Τι, δηλαδή εσείς δεν το νιώθετε ότι είμαστε ένα βήμα πριν την επανάσταση; Αφού διεκτραγωδεί τα «φέουδα» και «άσυλα» που διεκδικούν σε «φοιτητικούς χώρους, καταλήψεις ή ολόκληρες συνοικίες (όπως τα Εξάρχεια), απειλώντας όποιον βρίσκεται στο δρόμο τους και καλύπτοντας το οργανωμένο έγκλημα, έρχεται στο προκείμενο, που δεν είναι παρά η «μέγιστη επιείκεια» με την οποία αντιμετωπίζει η δημοκρατία «ακόμα και τους εχθρούς της». Μπλέκοντας τους αγανακτισμένους με τους κατά φαντασίαν στασιαστές, ο Πρεντέρης «αποδομεί» το – πράγματι μπουρδολογικό – σύνθημα των πλατείων «Η χούντα δεν τελείωσε το ‘73», πληροφορώντας μας – σοκ – ότι τελείωσε το ’74, κι έκτοτε «η αντίσταση είναι τζάμπα μαγκιά». Για να μην πούμε και αυτοταπείνωση, εξάλλου δεν υπάρχει ιδανικότερο πολίτευμα από την αστική δημοκρατία.
Στη συνέχεια, ο δημοσιογράφος αρχίζει τις ανοιχτές απειλές εναντίον των «στασιαστών», παρότι «δεν έχουν περιθώρια επιτυχίας, ούτε πιθανότητες επιβολής επί του κοινωνικού συνόλου» και «θα ηττηθούν», αλλά «Θα πληρώσουν απλώς ένα υψηλό προσωπικό κόστος». Το «οποίο είτε θα μετανιώσουν όταν θα είναι πια αργά, είτε θα βουλιάξουν μαζί του και χωρίς επιστροφή στο βούρκο της τρομοκρατίας, του υποκόσμου και του περιθωρίου». Στη συνέχεια «εύχεται» να «εκτονωθούν» οι μαστραχαλαστές, για να μη «μετρήσουμε άλλες υλικές ζημιές, ούτε να θρηνήσουμε ανθρώπινα θύματα». Αποφαίνεται ωστόσο ότι αυτό είναι «δύσκολο», προβαίνοντας παράλληλα σε ψυχιατρικού τύπου κρίση περί «αχαλίνωτης μετεφηβικής κρίσης». Και φτάνουμε στην κατακλείδα, που πολύ εύκολα θα μπορούσε να έχει γραφτεί το 1936, το 1949 ή το 1973, και το μόνο σημείο που προδίδει την πιο σύγχρονη χρονολόγηση είναι η απουσία της καθαρεύουσας: Μιλάει για «κατάσταση εκτραχηλισμού κι αποσύνθεσης», που «δεν μπορεί να παραταθεί», αλλά η «δημοκρατική πολιτεία» θα κάνει το καθήκον της, επιβάλλοντας την «έννομη τάξη» κι ότι η χώρα «δε θα δεχτεί να καταστεί όμηρος μιας αρρωστημένης κοινωνικής μειοψηφίας». Ασθενήν έχομεν, με άλλα λόγια. Οπότε όλα επιτρέπονται, κι η πολιτεία θα πατάξει τους αρρωστημένους «με κάθε μέσο» «και με όποιο κόστος». Το «δυστυχώς» στο τέλος του κειμένου απλώς υπογραμμίζει πόσο δεδομένο – το λιγότερο – θεωρεί την ύπαρξη ακόμα και ανθρώπινων θυμάτων ( “με όποιο κόστος”) ο δημοσιογράφος. Κάτι σα φυσικό φαινόμενο και παράπλευρη απώλεια για το υπέρτερο αγαθό της «έννομης τάξης».
Αν οι δημιουργούν τέτοιο πανικό στους αστούς διαμορφωτές κοινής γνώμης μια χούφτα “μαστροχαλαστές”, που οι ίδιοι ομολογούν ότι “δεν έχουν περιθώρια επιτυχίας”, καταλαβαίνει κανείς πώς σε άλλες εποχές, που υπήρχε πραγματική απειλή για το αστικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα, οι τότε Πρετεντέρηδες εξυμνούσαν το “εθνικόν σχολείον” της Μακρονήσου. Εξάλλου, στην πραγματικότητα, οι “προειδοποιήσεις” του Πρετεντέρη δεν απευθύνονται πρωτίστως στους “μπαχαλάκηδες” που αποτελούν την αφορμή για το όργιο καταστολής των ημερών, αλλά σε οποιονδήποτε δεν αποδέχεται το δόγμα “νόμος και τάξη” που κλίνει σε όλες τις πτώσεις η κυβέρνηση και κυρίως δεν αποδέχεται ότι το “τέλος της ιστορίας” στην Ελλάδα ήρθε το 1974.
Στο πόνημα με τον τίτλο «Συμμορίες» o δημοσιογράφος ανακαλύπτει συμμορίες «νέων και λιγότερο νέων» που κινούνται πλέον στα όρια της «στάσης κατά της δημοκρατίας». Τι, δηλαδή εσείς δεν το νιώθετε ότι είμαστε ένα βήμα πριν την επανάσταση; Αφού διεκτραγωδεί τα «φέουδα» και «άσυλα» που διεκδικούν σε «φοιτητικούς χώρους, καταλήψεις ή ολόκληρες συνοικίες (όπως τα Εξάρχεια), απειλώντας όποιον βρίσκεται στο δρόμο τους και καλύπτοντας το οργανωμένο έγκλημα, έρχεται στο προκείμενο, που δεν είναι παρά η «μέγιστη επιείκεια» με την οποία αντιμετωπίζει η δημοκρατία «ακόμα και τους εχθρούς της». Μπλέκοντας τους αγανακτισμένους με τους κατά φαντασίαν στασιαστές, ο Πρεντέρης «αποδομεί» το – πράγματι μπουρδολογικό – σύνθημα των πλατείων «Η χούντα δεν τελείωσε το ‘73», πληροφορώντας μας – σοκ – ότι τελείωσε το ’74, κι έκτοτε «η αντίσταση είναι τζάμπα μαγκιά». Για να μην πούμε και αυτοταπείνωση, εξάλλου δεν υπάρχει ιδανικότερο πολίτευμα από την αστική δημοκρατία.
Στη συνέχεια, ο δημοσιογράφος αρχίζει τις ανοιχτές απειλές εναντίον των «στασιαστών», παρότι «δεν έχουν περιθώρια επιτυχίας, ούτε πιθανότητες επιβολής επί του κοινωνικού συνόλου» και «θα ηττηθούν», αλλά «Θα πληρώσουν απλώς ένα υψηλό προσωπικό κόστος». Το «οποίο είτε θα μετανιώσουν όταν θα είναι πια αργά, είτε θα βουλιάξουν μαζί του και χωρίς επιστροφή στο βούρκο της τρομοκρατίας, του υποκόσμου και του περιθωρίου». Στη συνέχεια «εύχεται» να «εκτονωθούν» οι μαστραχαλαστές, για να μη «μετρήσουμε άλλες υλικές ζημιές, ούτε να θρηνήσουμε ανθρώπινα θύματα». Αποφαίνεται ωστόσο ότι αυτό είναι «δύσκολο», προβαίνοντας παράλληλα σε ψυχιατρικού τύπου κρίση περί «αχαλίνωτης μετεφηβικής κρίσης». Και φτάνουμε στην κατακλείδα, που πολύ εύκολα θα μπορούσε να έχει γραφτεί το 1936, το 1949 ή το 1973, και το μόνο σημείο που προδίδει την πιο σύγχρονη χρονολόγηση είναι η απουσία της καθαρεύουσας: Μιλάει για «κατάσταση εκτραχηλισμού κι αποσύνθεσης», που «δεν μπορεί να παραταθεί», αλλά η «δημοκρατική πολιτεία» θα κάνει το καθήκον της, επιβάλλοντας την «έννομη τάξη» κι ότι η χώρα «δε θα δεχτεί να καταστεί όμηρος μιας αρρωστημένης κοινωνικής μειοψηφίας». Ασθενήν έχομεν, με άλλα λόγια. Οπότε όλα επιτρέπονται, κι η πολιτεία θα πατάξει τους αρρωστημένους «με κάθε μέσο» «και με όποιο κόστος». Το «δυστυχώς» στο τέλος του κειμένου απλώς υπογραμμίζει πόσο δεδομένο – το λιγότερο – θεωρεί την ύπαρξη ακόμα και ανθρώπινων θυμάτων ( “με όποιο κόστος”) ο δημοσιογράφος. Κάτι σα φυσικό φαινόμενο και παράπλευρη απώλεια για το υπέρτερο αγαθό της «έννομης τάξης».
Αν οι δημιουργούν τέτοιο πανικό στους αστούς διαμορφωτές κοινής γνώμης μια χούφτα “μαστροχαλαστές”, που οι ίδιοι ομολογούν ότι “δεν έχουν περιθώρια επιτυχίας”, καταλαβαίνει κανείς πώς σε άλλες εποχές, που υπήρχε πραγματική απειλή για το αστικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα, οι τότε Πρετεντέρηδες εξυμνούσαν το “εθνικόν σχολείον” της Μακρονήσου. Εξάλλου, στην πραγματικότητα, οι “προειδοποιήσεις” του Πρετεντέρη δεν απευθύνονται πρωτίστως στους “μπαχαλάκηδες” που αποτελούν την αφορμή για το όργιο καταστολής των ημερών, αλλά σε οποιονδήποτε δεν αποδέχεται το δόγμα “νόμος και τάξη” που κλίνει σε όλες τις πτώσεις η κυβέρνηση και κυρίως δεν αποδέχεται ότι το “τέλος της ιστορίας” στην Ελλάδα ήρθε το 1974.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου