Τα
μέτρα που εξήγγειλε προχτές η υπουργός Παιδείας, όχι μόνο δεν λύνουν τα
πολλά και οξυμένα προβλήματα των πανεπιστημίων, αλλά αντίθετα εντείνουν
την πρόσδεσή τους στις μεγάλες επιχειρήσεις και υποτάσσουν ακόμα
περισσότερο τη λειτουργία τους στις απαιτήσεις της αγοράς.
Αυτόν το στόχο υπηρετεί η σύνδεση της κρατικής χρηματοδότησης με την «αξιολόγηση» των ιδρυμάτων, που ανακοίνωσε η υπουργός, ως «πρώτη δόση» στη συνολικότερη μεταρρύθμιση που ετοιμάζει στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Η κυβέρνηση φτιάχνει έναν μόνιμο μηχανισμό πίεσης προς τα πανεπιστήμια, ώστε να προσαρμόζουν διαρκώς τη διδασκαλία, την έρευνα και όλες τους τις λειτουργίες στις απαιτήσεις της αγοράς, απειλώντας τα με οικονομική ασφυξία, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις σπουδές.
Η εξέλιξη αυτή δεν είναι βέβαια «κεραυνός αν αιθρία». Στις εκθέσεις όλων των «αξιολογήσεων» που ολοκληρώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, φιγουράριζε παντού η απαίτηση για μεγαλύτερη σύνδεση των ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις.
Είναι δεδομένο ότι αυτό θα είναι το κριτήριο και για τις «αξιολογήσεις» που θα ακολουθήσουν. Τώρα όμως θα υπάρχει και η απειλή της μείωσης της - ήδη κουτσουρεμένης - κρατικής χρηματοδότησης.
Με αυτόν τον τρόπο, τα ιδρύματα, τα Τμήματα, οι σχολές θα καλούνται είτε να προσαρμοστούν στα δεδομένα που δημιουργούν κάθε φορά οι ανάγκες των ομίλων και της αγοράς, είτε να συρρικνώνονται, αντιμετωπίζοντας ακόμα και τον κίνδυνο να κλείσουν.
Ετσι, η κυβέρνηση πιάνει το «νήμα» από τις εκτεταμένες συγχωνεύσεις που προηγήθηκαν, επί ΣΥΡΙΖΑ, και το ξεδιπλώνει παραπέρα.
Με τον μόνιμο μηχανισμό που φτιάχνει, θα ενταθεί η κατηγοριοποίηση των ιδρυμάτων, των πτυχίων και των αποφοίτων σε πολλαπλά επίπεδα, ενώ θα είναι συνεχής η αναμόρφωση του χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης, με τους φοιτητές και τους αποφοίτους να πληρώνουν για άλλη μια φορά το «μάρμαρο», όπως έχει δείξει και η πείρα από τα προηγούμενα κύματα συγχωνεύσεων και καταργήσεων Τμημάτων.
Και αυτή η κυβερνητική παρέμβαση, σε συνέχεια όλων των προηγούμενων, προωθεί το «πνεύμα» και το «γράμμα» της Διακήρυξης της Μπολόνια, που στόχο έχει να διαμορφώσει ένα κοινό πλαίσιο «ευέλικτης» οργάνωσης και λειτουργίας των πανεπιστημίων, με σκοπό τη στενότερη και αποδοτικότερη υπαγωγή τους στα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Αυτόν το στόχο υπηρετούν η διεύρυνση της κατηγοριοποίησης των πανεπιστημίων, η προσαρμογή τους στις γενικότερες αναδιαρθρώσεις της καπιταλιστικής οικονομίας και των εργασιακών σχέσεων, με ζητούμενο τη μεγαλύτερη σύνδεση με τις ανάγκες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Στη βάση αυτή, με νόμους όλων των κυβερνήσεων, χτίζεται τα τελευταία 20 χρόνια το «Πανεπιστήμιο ΑΕ».
Τον ίδιο στόχο υπηρετεί και η περαιτέρω «απελευθέρωση» των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Ερευνας (ΕΛΚΕ), που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, όπως και η απαλλαγή τους από μια σειρά γραφειοκρατικές διαδικασίες, με τα οποία επιταχύνεται η σύνδεση των ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις, αφού από τους ΕΛΚΕ περνάει ο κύριος όγκος της ιδιωτικής χρηματοδότησης προς τα ιδρύματα.
Παράλληλα, η υπουργός έκανε λόγο για εξασφάλιση ενός θεσμικού πλαισίου που θα επιτρέψει στα πανεπιστήμια να αναζητούν και με άλλους τρόπους ιδιωτική χρηματοδότηση, μέσω δωρεών, δημιουργίας εταιρειών «spin off», κατοχύρωσης πατεντών κ.ο.κ.
Ενώ στη συνολική δέσμη προτάσεων που έχει δώσει το υπουργείο περιλαμβάνεται και η επέκταση των προγραμμάτων που υλοποιούν τα πανεπιστήμια με δίδακτρα (θερινά σχολεία, εξ αποστάσεως σεμινάρια, προγράμματα κατάρτισης κ.λπ.).
Η κυβέρνηση προωθεί την αντιδραστική πολιτική της εντείνοντας παράλληλα την καταστολή σε βάρος των φοιτητών, που παλεύουν για σύγχρονα μορφωτικά δικαιώματα. Επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι η κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής πάει χέρι χέρι με τον αυταρχισμό και την καταστολή.
Για τους φοιτητές και τους συλλόγους τους, που εδώ και μήνες βρίσκονται σε κινητοποιήσεις, η συνέχιση και κλιμάκωση του αγώνα είναι μονόδρομος και δίνει απάντηση στα σχέδια κυβέρνησης - επιχειρηματικών ομίλων.
Οι ελπιδοφόρες διεργασίες στα πανεπιστήμια είναι «λίπασμα» για το ζωντάνεμα των συλλόγων και την ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήματος, στην πάλη για αναβάθμιση των σπουδών, με πλήρη κρατική χρηματοδότηση και με αποκλειστικό γνώμονα τις ανάγκες της επιστήμης και την ευημερία του λαού.
Αυτόν το στόχο υπηρετεί η σύνδεση της κρατικής χρηματοδότησης με την «αξιολόγηση» των ιδρυμάτων, που ανακοίνωσε η υπουργός, ως «πρώτη δόση» στη συνολικότερη μεταρρύθμιση που ετοιμάζει στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Η κυβέρνηση φτιάχνει έναν μόνιμο μηχανισμό πίεσης προς τα πανεπιστήμια, ώστε να προσαρμόζουν διαρκώς τη διδασκαλία, την έρευνα και όλες τους τις λειτουργίες στις απαιτήσεις της αγοράς, απειλώντας τα με οικονομική ασφυξία, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις σπουδές.
Η εξέλιξη αυτή δεν είναι βέβαια «κεραυνός αν αιθρία». Στις εκθέσεις όλων των «αξιολογήσεων» που ολοκληρώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, φιγουράριζε παντού η απαίτηση για μεγαλύτερη σύνδεση των ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις.
Είναι δεδομένο ότι αυτό θα είναι το κριτήριο και για τις «αξιολογήσεις» που θα ακολουθήσουν. Τώρα όμως θα υπάρχει και η απειλή της μείωσης της - ήδη κουτσουρεμένης - κρατικής χρηματοδότησης.
Με αυτόν τον τρόπο, τα ιδρύματα, τα Τμήματα, οι σχολές θα καλούνται είτε να προσαρμοστούν στα δεδομένα που δημιουργούν κάθε φορά οι ανάγκες των ομίλων και της αγοράς, είτε να συρρικνώνονται, αντιμετωπίζοντας ακόμα και τον κίνδυνο να κλείσουν.
Ετσι, η κυβέρνηση πιάνει το «νήμα» από τις εκτεταμένες συγχωνεύσεις που προηγήθηκαν, επί ΣΥΡΙΖΑ, και το ξεδιπλώνει παραπέρα.
Με τον μόνιμο μηχανισμό που φτιάχνει, θα ενταθεί η κατηγοριοποίηση των ιδρυμάτων, των πτυχίων και των αποφοίτων σε πολλαπλά επίπεδα, ενώ θα είναι συνεχής η αναμόρφωση του χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης, με τους φοιτητές και τους αποφοίτους να πληρώνουν για άλλη μια φορά το «μάρμαρο», όπως έχει δείξει και η πείρα από τα προηγούμενα κύματα συγχωνεύσεων και καταργήσεων Τμημάτων.
Και αυτή η κυβερνητική παρέμβαση, σε συνέχεια όλων των προηγούμενων, προωθεί το «πνεύμα» και το «γράμμα» της Διακήρυξης της Μπολόνια, που στόχο έχει να διαμορφώσει ένα κοινό πλαίσιο «ευέλικτης» οργάνωσης και λειτουργίας των πανεπιστημίων, με σκοπό τη στενότερη και αποδοτικότερη υπαγωγή τους στα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Αυτόν το στόχο υπηρετούν η διεύρυνση της κατηγοριοποίησης των πανεπιστημίων, η προσαρμογή τους στις γενικότερες αναδιαρθρώσεις της καπιταλιστικής οικονομίας και των εργασιακών σχέσεων, με ζητούμενο τη μεγαλύτερη σύνδεση με τις ανάγκες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Στη βάση αυτή, με νόμους όλων των κυβερνήσεων, χτίζεται τα τελευταία 20 χρόνια το «Πανεπιστήμιο ΑΕ».
Τον ίδιο στόχο υπηρετεί και η περαιτέρω «απελευθέρωση» των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Ερευνας (ΕΛΚΕ), που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, όπως και η απαλλαγή τους από μια σειρά γραφειοκρατικές διαδικασίες, με τα οποία επιταχύνεται η σύνδεση των ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις, αφού από τους ΕΛΚΕ περνάει ο κύριος όγκος της ιδιωτικής χρηματοδότησης προς τα ιδρύματα.
Παράλληλα, η υπουργός έκανε λόγο για εξασφάλιση ενός θεσμικού πλαισίου που θα επιτρέψει στα πανεπιστήμια να αναζητούν και με άλλους τρόπους ιδιωτική χρηματοδότηση, μέσω δωρεών, δημιουργίας εταιρειών «spin off», κατοχύρωσης πατεντών κ.ο.κ.
Ενώ στη συνολική δέσμη προτάσεων που έχει δώσει το υπουργείο περιλαμβάνεται και η επέκταση των προγραμμάτων που υλοποιούν τα πανεπιστήμια με δίδακτρα (θερινά σχολεία, εξ αποστάσεως σεμινάρια, προγράμματα κατάρτισης κ.λπ.).
Η κυβέρνηση προωθεί την αντιδραστική πολιτική της εντείνοντας παράλληλα την καταστολή σε βάρος των φοιτητών, που παλεύουν για σύγχρονα μορφωτικά δικαιώματα. Επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι η κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής πάει χέρι χέρι με τον αυταρχισμό και την καταστολή.
Για τους φοιτητές και τους συλλόγους τους, που εδώ και μήνες βρίσκονται σε κινητοποιήσεις, η συνέχιση και κλιμάκωση του αγώνα είναι μονόδρομος και δίνει απάντηση στα σχέδια κυβέρνησης - επιχειρηματικών ομίλων.
Οι ελπιδοφόρες διεργασίες στα πανεπιστήμια είναι «λίπασμα» για το ζωντάνεμα των συλλόγων και την ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήματος, στην πάλη για αναβάθμιση των σπουδών, με πλήρη κρατική χρηματοδότηση και με αποκλειστικό γνώμονα τις ανάγκες της επιστήμης και την ευημερία του λαού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου