Οι κομμουνιστές είναι αγάπη από την κορφή ως τα νύχια. Κι ας
ανατριχιάζουν καμιά φορά οι τρίχες στην κορυφή της κεφαλής σου, όταν
τους ακούς να λένε πως είναι νύχι-κρέας με το λαό. Δεν είναι τυχαίο ίσως
πως πολλές κοπέλες βάφουν τα νύχια τους κόκκινα. Όταν η μόνη
“επανάσταση” που ακούς είναι πχ για το “τάδε νέο επαναστατικό προϊόν”,
την διοχετεύεις σε κάτι αντίστοιχο, χωρίς να περισσεύει κριτική
ικανότητα για τα υπόλοιπα. Έχουμε όμως πιο ποιητικές φράσεις με νύχια,
σαν το στίχο του Ναζίμ.
Ή με τους Ναζί ή με το Ναζίμ. Θα μπορούσε να συμπυκώνει και τη βασική αντίθεση. Και δε χρειάζεται να μυρίσεις τα νύχια σου -είτε είναι κόκκινα είτε όχι- για να καταλάβεις την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των δύο. Αρκεί απλά να μην είσαι ένας φιλελές που χρησιμοποιεί τη θεωρία των δύο άκρων, για να ξεπλύνει το ακροδεξιό, να φανεί ως κάτι υπεράνω από αυτό το δίπολο και -το κυριότερο- να κρύψει τα δύο “άκρα” της ταξικής πάλης, που ποτέ δεν τελείωσε. Ή σαν τους σοσιαλδημοκράτες, που είναι λάσπη από την κορυφή ως τα νύχια, αλλά προσπαθούν να κρατήσουν τα τελευταία καθαρά, για την έξωθεν καλή μαρτυρία.
Αυτές τις μέρες βλέπεις όλο τον κόσμο να φοράει το καλό του χαμόγελο, να (λέει πως) αγαπά τους πάντες λίγο παραπάνω, γιατί είναι μέρες αγάπης και ζεστασιάς, λες και ισοσταθμίζει την παγωνιά και τον ψυχρό εισβολέα. Ενώ το καλοκαίρι αποφεύγεις κάθε ανθρώπινο άγγιγμα σα θερμό εισβολέα που σε κάνει να ιδρώνεις με την παραμικρή επαφή. Κι είναι ν’ απορείς. Όχι τόσο γιατί είναι στα ζεστά κλίματα που αγαπιούνται ή είναι πιο θερμοί και πιο εκδηλωτικοί οι άνθρωποι. Αλλά γιατί χρειάζονται οι μέρες των Χριστουγέννων για να δείξεις αγάπη και να κάνεις ό,τι δεν έκανες τον υπόλοιπο χρόνο.
Κι έτσι βλέπεις πολλούς κομμουνιστές, που είναι αγάπη απ’ την κορυφή ως τα νύχια, να είναι τώρα σκοτεινοί μουρτζούφληδες. Λίγο γκρινιάρηδες, να μη συμμερίζονται τα ευχολόγια για αγάπη, ειρήνη, ευτυχία. Ναι, αλλά πώς θα γίνουν όλα αυτά…
Υπάρχουν βέβαια κάποιοι που θεωρητικοποιούν τη μιζέρια τους. Ψάχνουν ψαγμένα προσχήματα για να την ντύσουν και να μην κρυώνουν. Βάζουν μάσκες συλλογικότητας για το εγώ τους και την αντικοινωνικότητά τους, την βαφτίζουν με ριζοσπαστικά ονόματα. Ναι, αλλά δεν είναι όλα άσπρο – μαύρο, ακόμα και στη μαύρη διάθεσή μας. Όλοι εξάλλου δεν παλεύουμε κατά καιρούς με τη μιζέρια μέσα μας και έξω μας; Αυτήν που μας υπαγορεύουν τα γεγονότα, οι καταθλιπτικοί συσχετισμοί και το ιστορικό πισωγύρισμα, που συγκρούεται με την αντικειμενική αισιοδοξία πως τα πράγματα μπορούν ν’ αλλάξουν.
Κι από πού πηγάζει αυτή η εορταστική μελαγχολία; Απ’ την υποκρισία των ημερών, είναι η προφανής απάντηση. Απ’ το ότι οι σύντροφοι μπορούν να προβληματίζονται – κι αυτό μόνο θετικό μπορεί να είναι σε μια εποχή που φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα, κι η πιο δυνατή μελαγχολία ντύνεται με τα ενοχλητικά φανταχτερά χρώματα της χαζοχαράς, για να διασκεδάσει τον εαυτό της και να σκορπίσει τα κομμάτια της.
Και βασικά απ’ τον απολογισμό μιας ακόμα χρονιάς που πέρασε πολύ κάτω απ’ τον πήχη και το μπόι των ονείρων μας. Η στενοχώρια για τα καλύτερα μας χρόνια, που πάνε χαμένα, μακριά απ’ τις δυνατότητες που θα γονιμοποιούσε η κοινωνία του μέλλοντος – ένα μέλλον που διαρκεί πολύ, αλλά αργεί πολύ και να έρθει. Για τους ενδιαφέροντες καιρούς, που διαρκώς αναβάλλονται, για όσα μας γεμίζουν, αλλά καθυστερούν, αφήνοντας ένα δυσβάσταχτο κενό. Για τις μέρες που θα μετρούν σαν μήνας, ενώ τώρα τα χρόνια φεύγουν και δεν αφήνουν κάτι πίσω τους, παρά τη σπορά των ζευγάδων και την ελπίδα που μένει σταθερά στον πάτο του κουτιού της Πανδώρας, καλά φυλαγμένη από την απελπισία που ήρθε σε εκλογική συσκευασία το ’15 κι από το κουτί του Βαξεβάνη.
Όχι, δεν είναι μισανθρωπιά. Το ταξικό μίσος γι’ αυτόν τον κόσμο είναι αντεστραμμένη αγάπη, γι’ αυτόν που μπορούμε να φτιάξουμε, όπως ο ουμανισμός προϋποθέτει βασικά να μισείς και να πολεμάς τους εκμεταλλευτές – το σημειώνει κάπου και ο Κάρολος.
Αυτές τις μέρες αγάπης, ας μισήσουμε λίγο παραπάνω τον κόσμο της εκμετάλλευσης, που κρατά σε ύπνωση τη ζωή, τις ανάγκες και τη δυνατότητα για τον κόσμο που μας αξίζει.
Ή με τους Ναζί ή με το Ναζίμ. Θα μπορούσε να συμπυκώνει και τη βασική αντίθεση. Και δε χρειάζεται να μυρίσεις τα νύχια σου -είτε είναι κόκκινα είτε όχι- για να καταλάβεις την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των δύο. Αρκεί απλά να μην είσαι ένας φιλελές που χρησιμοποιεί τη θεωρία των δύο άκρων, για να ξεπλύνει το ακροδεξιό, να φανεί ως κάτι υπεράνω από αυτό το δίπολο και -το κυριότερο- να κρύψει τα δύο “άκρα” της ταξικής πάλης, που ποτέ δεν τελείωσε. Ή σαν τους σοσιαλδημοκράτες, που είναι λάσπη από την κορυφή ως τα νύχια, αλλά προσπαθούν να κρατήσουν τα τελευταία καθαρά, για την έξωθεν καλή μαρτυρία.
Αυτές τις μέρες βλέπεις όλο τον κόσμο να φοράει το καλό του χαμόγελο, να (λέει πως) αγαπά τους πάντες λίγο παραπάνω, γιατί είναι μέρες αγάπης και ζεστασιάς, λες και ισοσταθμίζει την παγωνιά και τον ψυχρό εισβολέα. Ενώ το καλοκαίρι αποφεύγεις κάθε ανθρώπινο άγγιγμα σα θερμό εισβολέα που σε κάνει να ιδρώνεις με την παραμικρή επαφή. Κι είναι ν’ απορείς. Όχι τόσο γιατί είναι στα ζεστά κλίματα που αγαπιούνται ή είναι πιο θερμοί και πιο εκδηλωτικοί οι άνθρωποι. Αλλά γιατί χρειάζονται οι μέρες των Χριστουγέννων για να δείξεις αγάπη και να κάνεις ό,τι δεν έκανες τον υπόλοιπο χρόνο.
Κι έτσι βλέπεις πολλούς κομμουνιστές, που είναι αγάπη απ’ την κορυφή ως τα νύχια, να είναι τώρα σκοτεινοί μουρτζούφληδες. Λίγο γκρινιάρηδες, να μη συμμερίζονται τα ευχολόγια για αγάπη, ειρήνη, ευτυχία. Ναι, αλλά πώς θα γίνουν όλα αυτά…
Υπάρχουν βέβαια κάποιοι που θεωρητικοποιούν τη μιζέρια τους. Ψάχνουν ψαγμένα προσχήματα για να την ντύσουν και να μην κρυώνουν. Βάζουν μάσκες συλλογικότητας για το εγώ τους και την αντικοινωνικότητά τους, την βαφτίζουν με ριζοσπαστικά ονόματα. Ναι, αλλά δεν είναι όλα άσπρο – μαύρο, ακόμα και στη μαύρη διάθεσή μας. Όλοι εξάλλου δεν παλεύουμε κατά καιρούς με τη μιζέρια μέσα μας και έξω μας; Αυτήν που μας υπαγορεύουν τα γεγονότα, οι καταθλιπτικοί συσχετισμοί και το ιστορικό πισωγύρισμα, που συγκρούεται με την αντικειμενική αισιοδοξία πως τα πράγματα μπορούν ν’ αλλάξουν.
Κι από πού πηγάζει αυτή η εορταστική μελαγχολία; Απ’ την υποκρισία των ημερών, είναι η προφανής απάντηση. Απ’ το ότι οι σύντροφοι μπορούν να προβληματίζονται – κι αυτό μόνο θετικό μπορεί να είναι σε μια εποχή που φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα, κι η πιο δυνατή μελαγχολία ντύνεται με τα ενοχλητικά φανταχτερά χρώματα της χαζοχαράς, για να διασκεδάσει τον εαυτό της και να σκορπίσει τα κομμάτια της.
Και βασικά απ’ τον απολογισμό μιας ακόμα χρονιάς που πέρασε πολύ κάτω απ’ τον πήχη και το μπόι των ονείρων μας. Η στενοχώρια για τα καλύτερα μας χρόνια, που πάνε χαμένα, μακριά απ’ τις δυνατότητες που θα γονιμοποιούσε η κοινωνία του μέλλοντος – ένα μέλλον που διαρκεί πολύ, αλλά αργεί πολύ και να έρθει. Για τους ενδιαφέροντες καιρούς, που διαρκώς αναβάλλονται, για όσα μας γεμίζουν, αλλά καθυστερούν, αφήνοντας ένα δυσβάσταχτο κενό. Για τις μέρες που θα μετρούν σαν μήνας, ενώ τώρα τα χρόνια φεύγουν και δεν αφήνουν κάτι πίσω τους, παρά τη σπορά των ζευγάδων και την ελπίδα που μένει σταθερά στον πάτο του κουτιού της Πανδώρας, καλά φυλαγμένη από την απελπισία που ήρθε σε εκλογική συσκευασία το ’15 κι από το κουτί του Βαξεβάνη.
Όχι, δεν είναι μισανθρωπιά. Το ταξικό μίσος γι’ αυτόν τον κόσμο είναι αντεστραμμένη αγάπη, γι’ αυτόν που μπορούμε να φτιάξουμε, όπως ο ουμανισμός προϋποθέτει βασικά να μισείς και να πολεμάς τους εκμεταλλευτές – το σημειώνει κάπου και ο Κάρολος.
Αυτές τις μέρες αγάπης, ας μισήσουμε λίγο παραπάνω τον κόσμο της εκμετάλλευσης, που κρατά σε ύπνωση τη ζωή, τις ανάγκες και τη δυνατότητα για τον κόσμο που μας αξίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου