Συνέχεια από το προηγούμενο:
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην πτώχευση έπαιξε ο τραπεζίτης Ανδρέας Συγγρός, ο οποίος εµπόδισε µε όλες του τις δυνάµεις τη σύναψη νέου δανείου από την κυβέρνηση, µε στόχο την πτώχευση και την παραχώρηση σ’ αυτόν του τραπεζικού προνοµίου δανεισµού του ∆ηµοσίου. Ακολούθησε ο τυχοδιωκτικός ελληνοτουρκικός πόλεµος, το 1897, η επιβολή από τους ξένους και ντόπιους πιστωτές του ∆ιεθνούς Οικονοµικού Ελέγχου και η πρωτοφανής οικονοµική και πολιτική υποδούλωση της χώρας στους ιµπεριαλιστές. Τα µονοπώλια του αλατιού, του πετρελαίου, των τραπουλόχαρτων, των σπίρτων, οι φόροι του καπνού και τα εισαγωγικά τέλη πέρασαν στον έλεγχο του ξένου κεφαλαίου σε όφελος των δανειστών.
Ο ∆ιεθνής Οικονοµικός Έλεγχος έµεινε στην Ελλάδα µέχρι το 1978, για περισσότερο από 80 χρόνια! Όµως την ίδια περίοδο που η Ελλάδα ξεπουλιόταν στους ξένους, τα εισοδήµατα των µεγαλογαιοκτηµόνων, της νεογέννητης αστικής βιοµηχανικής τάξης και των τραπεζιτών αυξάνονταν σταθερά. Η Εθνική Τράπεζα είχε κεφάλαια που το 1898 άγγιζαν τα 10 εκατοµµύρια χρυσές δραχµές, ενώ ο τραπεζίτης Συγγρός είχε συνολική περιουσία 30 εκατοµµύρια χρυσές δραχµές. Ο µέσος όρος του εισοδήµατος των δέκα µεγαλύτερων καπιταλιστών το 1880 ήταν 100.000 χρυσές δραχµές, αλλά µόλις είκοσι χρόνια αργότερα, το 1900, το ποσό αυτό είχε ανέλθει στις 250.000. Ο αντίστοιχος µέσος όρος των εισοδηµάτων µιας δεκάδας γαιοκτηµόνων το 1880 ήταν 30.000 χρυσές δραχµές. Το 1900 ο µέσος όρος των εισοδηµάτων τους είχε εκτιναχτεί στις 120.000 [1].
Μετά τον πόλεµο του 1897 και κατά την περίοδο από το 1898 µέχρι το 1932, η Ελλάδα, λόγω των αποζηµιώσεων που κατέβαλλε στην Τουρκία, των πολεµικών δαπανών των βαλκανικών πολέµων και της Μικρασιατικής Καταστροφής, προχώρησε σε νέο δανεισµό ύψους 1,735 δισεκατοµµυρίων χρυσών φράγκων. Το Μάρτιο του 1931, σύµφωνα µε την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισµού, η Ελλάδα χρωστούσε στο εξωτερικό 2,868 δισεκατοµµύρια χρυσά φράγκα. Την ίδια περίοδο οι εξοπλιστικές δαπάνες αυξάνονταν µε εντατικούς ρυθµούς. Τα κέρδη των τραπεζών αυξήθηκαν κατά 57%, ο εµπορικός στόλος αυξήθηκε κατά 47% και οι µεγάλες βιοµηχανικές µονάδες επεκτάθηκαν. Η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε να επιλέξει ή την πληρωµή των τόκων των δανείων ή το ψωµί του λαού. Επέλεξε την πληρωµή των τόκων. Όµως δεν µπορούσε να εξασφαλιστεί καινούριο δάνειο, αφού η Ευρώπη βρισκόταν στη δίνη της καπιταλιστικής κρίσης. Υπήρξε ωστόσο συµφωνία µε τους δανειστές να πληρωθεί το 30% των τόκων για το 1932 και αν υπήρχε ανάκαµψη το 35%.
Έτσι, η κυβέρνηση εξαπέλυσε µια αµείλικτη φοροεπιδροµή για να εξασφαλιστούν 740 εκατοµµύρια, ώστε να εξυπηρετηθούν οι τόκοι των δανείων.
Τελικά, η αδυναµία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του ελληνικού κράτους απέναντι στους δανειστές του οδήγησε το 1932 σε νέα πτώχευση, µε τους πολιτικούς εκπροσώπους της άρχουσας τάξης –όπως σηµείωνε ο ιστορικός Π. Καρολίδης και κατέγραψε ο Μπελογιάννης στο βιβλίο του– να αποτελούν ένα σώµα «επαγγελµατιών επιδιωκόντων ατοµικά συµφέροντα και εξαγοραζοµένων υπό των διαφόρων αναδόχων εταιριών, της δωροδοκίας διενεργουµένης διά του εις το Χρηµατιστήριον διεξαγοµένου παιχνιδιού, όπερ πράκτορες καθωδήγουν εκ των διαδρόµων της Βουλής».
Από το 1823 µέχρι το 1932 η Ελλάδα είχε συνάψει δάνεια συνολικού ύψους 2 δισεκατοµµυρίων φράγκων, είχε καταβάλει στους δανειστές της 2,4 δισεκατοµµύρια, κι όµως χρωστούσε ακόµα το ποσό των 1,963 δισεκατοµµυρίων! Στη χωρίς όρια τοκογλυφία, εκτός των ξένων, συµµετείχαν και οι ντόπιοι οµολογιούχοι αφού το 30% των δανείων ανήκαν σε αυτούς. Εκ των επιφανέστερων ηµέτερων τοκογλύφων ήταν ο τότε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας που δεν παρέλειψε να καλέσει το λαό να αυξήσει εθελοντικά την πείνα του. Ο ελληνικός λαός, έλεγε, θα αποδείξει εµπράκτως ότι «διά αόκνου και επιµόχθου εργασίας, δι’ αυστηράς οικονοµίας, διά περιορισµού όχι µόνον των δαπανών αλλά και των αναγκών δύναται εις το µέλλον να ευηµερήσει» [2]
Αυτά τα «πατριωτικά» κηρύγµατα προς τους πεινασµένους, κηρύγµατα σύνεσης και εγκράτειας που, όπως φαίνεται, ανέκαθεν διασκέδαζαν την τάξη των χορτάτων, απευθύνονταν προς έναν λαό η διατροφή του οποίου δεν είχε αλλάξει από την εποχή της τουρκοκρατίας και ας είχαν περάσει πάνω από εκατό χρόνια. Στη διάρκεια του 1800-1821 ο Έλληνας κατανάλωνε 150 γραµµάρια ψωµί την ηµέρα. Τη δεκαετία του 1930 δεν κατανάλωνε περισσότερα από 180 γραµµάρια. Σύµφωνα µε στατιστικές της εποχής, η ηµερήσια κατανάλωση τροφής κατά άτοµο ήταν 1.200 γραµµάρια. Από αυτά, τα 1.000 ήταν φυτική και µόνο τα 200 ζωική. Η φτωχολογιά ξεγελούσε την πείνα της µε κρεµµύδι, ελιές, χόρτα και ελάχιστο ψωµί. Η κακή διατροφή οδηγούσε στο φυσικό εκφυλισµό.
Η Ελλάδα κατείχε το υψηλότερο ποσοστό θνησιµότητας (16 κάτοικοι στους χίλιους) µεταξύ των άλλων ευρωπαϊκών και βαλκανικών χωρών. Οι µισοί θάνατοι προκαλούνταν από ελονοσία και φυµατίωση, κυρίως λόγω της ανυπαρξίας υγειονοµικής περίθαλψης, αφού µόνο το 1% του προϋπολογισµού κατευθυνόταν σε αυτό τον τοµέα. Ο πληθυσµός στην πλειονότητά του ήταν αγράµµατος. Μόλις ένα στα δέκα παιδιά κατάφερνε να τελειώσει το δηµοτικό σχολείο. Φυσικά τα δάνεια δεν προβλεπόταν να κατευθυνθούν σε αυτούς τους τοµείς, αλλά και σε κανένα είδος ανάπτυξης, µε το έλλειµµα του εµπορικού -ισοζυγίου να διογκώνεται σταθερά[3]
Αυτά ήταν τα αποτελέσµατα των πολιτικών των αστικών κυβερνήσεων κάθε απόχρωσης που πέρασαν από τον τόπο. Προκάλεσαν, διόγκωσαν και χρησιµοποίησαν το δηµόσιο χρέος ως µέσο επιβολής της κυριαρχίας τους και του πλουτισµού τους. Πίσω από το δηµόσιο χρέος δεν κρυβόταν παρά «Η ΕΠΙ∆ΡΟΜΗ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ», όπως έγραφε ο Ριζοσπάστης στο φύλλο της 8.2.1935, προτάσσοντας από την πρώτη σελίδα του το λαϊκό αίτηµα: -«ΠΕΝΤΑΡΑ ΣΤΟΥΣ ΟΜΟΛΟΓΙΟΥΧΟΥΣ».
Συνεχίζεται...
________
[2](Ν.Ψυρούκης, Ο Φασισµός και η 4η Αυγούστου, εκδόσεις Επικαιρότητα)
[3](Βάσος Γεωργίου, Η Εξαθλίωση του λαού και ο πλούτος της χώρας)
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην πτώχευση έπαιξε ο τραπεζίτης Ανδρέας Συγγρός, ο οποίος εµπόδισε µε όλες του τις δυνάµεις τη σύναψη νέου δανείου από την κυβέρνηση, µε στόχο την πτώχευση και την παραχώρηση σ’ αυτόν του τραπεζικού προνοµίου δανεισµού του ∆ηµοσίου. Ακολούθησε ο τυχοδιωκτικός ελληνοτουρκικός πόλεµος, το 1897, η επιβολή από τους ξένους και ντόπιους πιστωτές του ∆ιεθνούς Οικονοµικού Ελέγχου και η πρωτοφανής οικονοµική και πολιτική υποδούλωση της χώρας στους ιµπεριαλιστές. Τα µονοπώλια του αλατιού, του πετρελαίου, των τραπουλόχαρτων, των σπίρτων, οι φόροι του καπνού και τα εισαγωγικά τέλη πέρασαν στον έλεγχο του ξένου κεφαλαίου σε όφελος των δανειστών.
Ο ∆ιεθνής Οικονοµικός Έλεγχος έµεινε στην Ελλάδα µέχρι το 1978, για περισσότερο από 80 χρόνια! Όµως την ίδια περίοδο που η Ελλάδα ξεπουλιόταν στους ξένους, τα εισοδήµατα των µεγαλογαιοκτηµόνων, της νεογέννητης αστικής βιοµηχανικής τάξης και των τραπεζιτών αυξάνονταν σταθερά. Η Εθνική Τράπεζα είχε κεφάλαια που το 1898 άγγιζαν τα 10 εκατοµµύρια χρυσές δραχµές, ενώ ο τραπεζίτης Συγγρός είχε συνολική περιουσία 30 εκατοµµύρια χρυσές δραχµές. Ο µέσος όρος του εισοδήµατος των δέκα µεγαλύτερων καπιταλιστών το 1880 ήταν 100.000 χρυσές δραχµές, αλλά µόλις είκοσι χρόνια αργότερα, το 1900, το ποσό αυτό είχε ανέλθει στις 250.000. Ο αντίστοιχος µέσος όρος των εισοδηµάτων µιας δεκάδας γαιοκτηµόνων το 1880 ήταν 30.000 χρυσές δραχµές. Το 1900 ο µέσος όρος των εισοδηµάτων τους είχε εκτιναχτεί στις 120.000 [1].
Μετά τον πόλεµο του 1897 και κατά την περίοδο από το 1898 µέχρι το 1932, η Ελλάδα, λόγω των αποζηµιώσεων που κατέβαλλε στην Τουρκία, των πολεµικών δαπανών των βαλκανικών πολέµων και της Μικρασιατικής Καταστροφής, προχώρησε σε νέο δανεισµό ύψους 1,735 δισεκατοµµυρίων χρυσών φράγκων. Το Μάρτιο του 1931, σύµφωνα µε την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισµού, η Ελλάδα χρωστούσε στο εξωτερικό 2,868 δισεκατοµµύρια χρυσά φράγκα. Την ίδια περίοδο οι εξοπλιστικές δαπάνες αυξάνονταν µε εντατικούς ρυθµούς. Τα κέρδη των τραπεζών αυξήθηκαν κατά 57%, ο εµπορικός στόλος αυξήθηκε κατά 47% και οι µεγάλες βιοµηχανικές µονάδες επεκτάθηκαν. Η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε να επιλέξει ή την πληρωµή των τόκων των δανείων ή το ψωµί του λαού. Επέλεξε την πληρωµή των τόκων. Όµως δεν µπορούσε να εξασφαλιστεί καινούριο δάνειο, αφού η Ευρώπη βρισκόταν στη δίνη της καπιταλιστικής κρίσης. Υπήρξε ωστόσο συµφωνία µε τους δανειστές να πληρωθεί το 30% των τόκων για το 1932 και αν υπήρχε ανάκαµψη το 35%.
Έτσι, η κυβέρνηση εξαπέλυσε µια αµείλικτη φοροεπιδροµή για να εξασφαλιστούν 740 εκατοµµύρια, ώστε να εξυπηρετηθούν οι τόκοι των δανείων.
Τελικά, η αδυναµία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του ελληνικού κράτους απέναντι στους δανειστές του οδήγησε το 1932 σε νέα πτώχευση, µε τους πολιτικούς εκπροσώπους της άρχουσας τάξης –όπως σηµείωνε ο ιστορικός Π. Καρολίδης και κατέγραψε ο Μπελογιάννης στο βιβλίο του– να αποτελούν ένα σώµα «επαγγελµατιών επιδιωκόντων ατοµικά συµφέροντα και εξαγοραζοµένων υπό των διαφόρων αναδόχων εταιριών, της δωροδοκίας διενεργουµένης διά του εις το Χρηµατιστήριον διεξαγοµένου παιχνιδιού, όπερ πράκτορες καθωδήγουν εκ των διαδρόµων της Βουλής».
Από το 1823 µέχρι το 1932 η Ελλάδα είχε συνάψει δάνεια συνολικού ύψους 2 δισεκατοµµυρίων φράγκων, είχε καταβάλει στους δανειστές της 2,4 δισεκατοµµύρια, κι όµως χρωστούσε ακόµα το ποσό των 1,963 δισεκατοµµυρίων! Στη χωρίς όρια τοκογλυφία, εκτός των ξένων, συµµετείχαν και οι ντόπιοι οµολογιούχοι αφού το 30% των δανείων ανήκαν σε αυτούς. Εκ των επιφανέστερων ηµέτερων τοκογλύφων ήταν ο τότε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας που δεν παρέλειψε να καλέσει το λαό να αυξήσει εθελοντικά την πείνα του. Ο ελληνικός λαός, έλεγε, θα αποδείξει εµπράκτως ότι «διά αόκνου και επιµόχθου εργασίας, δι’ αυστηράς οικονοµίας, διά περιορισµού όχι µόνον των δαπανών αλλά και των αναγκών δύναται εις το µέλλον να ευηµερήσει» [2]
Αυτά τα «πατριωτικά» κηρύγµατα προς τους πεινασµένους, κηρύγµατα σύνεσης και εγκράτειας που, όπως φαίνεται, ανέκαθεν διασκέδαζαν την τάξη των χορτάτων, απευθύνονταν προς έναν λαό η διατροφή του οποίου δεν είχε αλλάξει από την εποχή της τουρκοκρατίας και ας είχαν περάσει πάνω από εκατό χρόνια. Στη διάρκεια του 1800-1821 ο Έλληνας κατανάλωνε 150 γραµµάρια ψωµί την ηµέρα. Τη δεκαετία του 1930 δεν κατανάλωνε περισσότερα από 180 γραµµάρια. Σύµφωνα µε στατιστικές της εποχής, η ηµερήσια κατανάλωση τροφής κατά άτοµο ήταν 1.200 γραµµάρια. Από αυτά, τα 1.000 ήταν φυτική και µόνο τα 200 ζωική. Η φτωχολογιά ξεγελούσε την πείνα της µε κρεµµύδι, ελιές, χόρτα και ελάχιστο ψωµί. Η κακή διατροφή οδηγούσε στο φυσικό εκφυλισµό.
Η Ελλάδα κατείχε το υψηλότερο ποσοστό θνησιµότητας (16 κάτοικοι στους χίλιους) µεταξύ των άλλων ευρωπαϊκών και βαλκανικών χωρών. Οι µισοί θάνατοι προκαλούνταν από ελονοσία και φυµατίωση, κυρίως λόγω της ανυπαρξίας υγειονοµικής περίθαλψης, αφού µόνο το 1% του προϋπολογισµού κατευθυνόταν σε αυτό τον τοµέα. Ο πληθυσµός στην πλειονότητά του ήταν αγράµµατος. Μόλις ένα στα δέκα παιδιά κατάφερνε να τελειώσει το δηµοτικό σχολείο. Φυσικά τα δάνεια δεν προβλεπόταν να κατευθυνθούν σε αυτούς τους τοµείς, αλλά και σε κανένα είδος ανάπτυξης, µε το έλλειµµα του εµπορικού -ισοζυγίου να διογκώνεται σταθερά[3]
Αυτά ήταν τα αποτελέσµατα των πολιτικών των αστικών κυβερνήσεων κάθε απόχρωσης που πέρασαν από τον τόπο. Προκάλεσαν, διόγκωσαν και χρησιµοποίησαν το δηµόσιο χρέος ως µέσο επιβολής της κυριαρχίας τους και του πλουτισµού τους. Πίσω από το δηµόσιο χρέος δεν κρυβόταν παρά «Η ΕΠΙ∆ΡΟΜΗ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ», όπως έγραφε ο Ριζοσπάστης στο φύλλο της 8.2.1935, προτάσσοντας από την πρώτη σελίδα του το λαϊκό αίτηµα: -«ΠΕΝΤΑΡΑ ΣΤΟΥΣ ΟΜΟΛΟΓΙΟΥΧΟΥΣ».
Συνεχίζεται...
________
Παραπομπές:[1] (Κωστής Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήµατος της εργατικής τάξης, εκδόσεις Καστανιώτη)
[2](Ν.Ψυρούκης, Ο Φασισµός και η 4η Αυγούστου, εκδόσεις Επικαιρότητα)
[3](Βάσος Γεωργίου, Η Εξαθλίωση του λαού και ο πλούτος της χώρας)
Πηγή: Ημεροδρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου