“Πρέπει
(…) να ενεργοποιήσουμε και πάλι το εθνικό μας εμβόλιο, που δεν είναι
άλλο από το φιλότιμό μας. Και όλοι μαζί να τηρήσουμε τα μέτρα τα οποία
μας υποδεικνύουν οι ειδικοί και είμαι σίγουρος ότι εφόσον το κάνουμε,
και θα το κάνουμε, γιατί το κάναμε και στην πρώτη φάση της πανδημίας, θα
βγούμε νικητές και από αυτή τη δύσκολη μάχη».
Αυτό ήταν το μήνυμα του Κ.Μητσοτάκη και των επιτελών του, κατά την τηλεδιάσκεψη του πρωθυπουργού με κυβερνητικά στελέχη για το θέμα της πανδημίας. Η επίκληση στο… φιλότιμο. Το οποίο όντως αναζητείται, όχι όμως μεταξύ του λαού, αλλά μεταξύ εκείνων που διαμορφώνουν μια πολιτική η οποία χάσκει αντιφάσεων καθώς τόσο η υγειονομική πλευρά του θέματος όσο και η οικονομική διαχείριση του προβλήματος, που έχει καταστεί κυρίαρχη στις κυβερνητικές επιλογές, γίνεται καθαρά πλέον με όρους ενίσχυσης της “υγείας” του μεγάλου κεφαλαίου
Σε κάθε περίπτωση εκείνο που αξίζει να κρατήσουμε είναι ότι οι ίδιοι άνθρωποι που πολιτικά έδωσαν τα ρέστα τους στην προπαγάνδα περί “ατομικής ευθύνης” και συνεχίζουν στην ίδια γραμμή ώστε να αποστούν των πολιτικών και κρατικών τους ευθυνών, τώρα ξαναδείχνουν με το δάκτυλο τον λαό επικαλούμενοι το… φιλότιμο. Ιστορικά και πολιτικά έχει αποδειχτεί ότι σε αυτές τις περιπτώσεις δεν αργεί η στιγμή που η αρμοδιότητα απέναντι σε τέτοιες πολιτικές τακτικές περνάει στον “πατριωτισμό των Ελλήνων”…
Οι μεγάλες αντιφάσεις και οι παλινωδίες στη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση βγάζουν ξανά μάτι, τώρα που τα κρούσματα παίρνουν την ανηφόρα. Επιβεβαιώνουν για ακόμη μια φορά ότι το απόλυτο κριτήριο για τη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα είναι το πώς θα προστατευτεί η κερδοφορία των μεγαλοεπιχειρηματιών, ιδιαίτερα στον τουριστικό και μεταφορικό τομέα.
Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα των τελευταίων ημερών είναι η ανεκδιήγητη κυβερνητική απόφαση για την αύξηση της πληρότητας των πλοίων στο 80 – 85%, ώστε οι εφοπλιστές – που μάλιστα με προηγούμενες κυβερνητικές αποφάσεις παίρνουν επιδοτήσεις πάνω στις επιδοτήσεις για να εκτελούν τα δρομολόγια – να μη χάσουν «ούτε σεντ» και βέβαια να μη δρομολογήσουν επιπλέον πλοία. Όλα αυτά, κι ενώ ήδη με το προηγούμενο πλαφόν του 60% οι καταγγελίες έπεφταν «βροχή» για το πώς νησιώτες, ταξιδιώτες και ναυτεργάτες ταξιδεύουν ο ένας πάνω στον άλλο για ώρες.
Χώρια και τις προηγούμενες αποφάσεις για τους αερομεταφορείς, με τα αεροπλάνα να ταξιδεύουν χωρίς κενές θέσεις, με κριτήριο τα οικονομικά συμφέροντα των ομίλων. Κι ούτε συζήτηση για την κατάσταση στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, όπου η άρνηση για προσλήψεις και ενίσχυση του στόλου εκθέτει δεκάδες χιλιάδες επιβάτες και τους εργαζόμενους σε αυτά σε μεγάλους κινδύνους.
Την ίδια ώρα, επίσης, τα μαζικά κρούσματα σε εργοστάσιο στην Καβάλα αναδεικνύουν με τον πλέον γλαφυρό τρόπο ότι τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς, αλλά και οι έλεγχοι αποτελούν «σύντομο ανέκδοτο» για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, οι οποίοι την ίδια ώρα δουλεύουν σε συνθήκες εντατικοποίησης, με τσεκουρωμένους μισθούς και δικαιώματα και τη «δαμόκλειο σπάθη» της απόλυσης πάνω από το κεφάλι τους. Και εδώ βέβαια η κυβέρνηση κάνει πως δεν ακούει τις εκατοντάδες καταγγελίες εργατικών σωματείων και φορέων, αφού μέσα στα γκέτο της εργοδοσίας συγκαταλέγει την πανδημία στους «χαμηλούς παράγοντες κινδύνου» για τους εργαζόμενους, με τη βούλα μάλιστα σχετικής απόφασης της ΕΕ και της Κομισιόν!
Όπως κάνει ότι δεν ακούει και τις δεκάδες καταγγελίες για τα ελλιπή μέτρα στις δομές προσφύγων και μεταναστών, ευπαθών ομάδων, αλλά και στα στρατόπεδα, παρά το ότι και τα τελευταία κρούσματα το αντίθετο δείχνουν.
Την ίδια ώρα, με διάφορους ακροβατισμούς και μπαλώματα, επιχειρούν να παρουσιάσουν μια «μαγική εικόνα» και για την κατάσταση του δημόσιου συστήματος Υγείας, ως τάχα πλήρως θωρακισμένου, ενώ τα τεράστια κενά σε γιατρούς, νοσηλευτές, υποδομές παραμένουν, με καταγγελίες σωματείων εργαζομένων στα νοσοκομεία να βαράνε καμπανάκι.
Κατά τ’ άλλα, η «χαλαρή» – όταν πρόκειται για το κεφάλαιο και τα συμφέροντά του – κυβέρνηση και τα ΜΜΕ που τη στηρίζουν, απογειώνουν την κινδυνολογία, επικεντρώνοντας αποκλειστικά στην «ατομική ευθύνη», στους «απρόσεκτους», στους «αδιάφορους», στους «νέους που δεν καταλαβαίνουν ότι κινδυνεύουν», «κουνώντας το δάχτυλο» στο λαό. Ταυτόχρονα, έχουν ξαμοληθεί λυτοί και δεμένοι για να πείσουν ότι η αύξηση των κρουσμάτων δεν συνδέεται με τα υγειονομικά πρωτόκολλα – «λάστιχο» και το άνοιγμα των συνόρων, αλλά με τη «χαλάρωση» και την «ανευθυνότητα» του λαού.
Στην πραγματικότητα, αν μια ευθύνη έχουν εργαζόμενοι και λαϊκά στρώματα είναι αυτή: Ακόμη πιο αποφασιστικά να διεκδικήσουν από κυβέρνηση και εργοδοσία μέτρα προστασίας της ζωής τους, να κάνουν δικιά τους υπόθεση τον αγώνα για την Υγεία, ενάντια στην προσπάθεια να αξιοποιηθεί η πανδημία για μέτρα ενάντια στο λαό και τους εργαζόμενους.
Αυτό ήταν το μήνυμα του Κ.Μητσοτάκη και των επιτελών του, κατά την τηλεδιάσκεψη του πρωθυπουργού με κυβερνητικά στελέχη για το θέμα της πανδημίας. Η επίκληση στο… φιλότιμο. Το οποίο όντως αναζητείται, όχι όμως μεταξύ του λαού, αλλά μεταξύ εκείνων που διαμορφώνουν μια πολιτική η οποία χάσκει αντιφάσεων καθώς τόσο η υγειονομική πλευρά του θέματος όσο και η οικονομική διαχείριση του προβλήματος, που έχει καταστεί κυρίαρχη στις κυβερνητικές επιλογές, γίνεται καθαρά πλέον με όρους ενίσχυσης της “υγείας” του μεγάλου κεφαλαίου
Σε κάθε περίπτωση εκείνο που αξίζει να κρατήσουμε είναι ότι οι ίδιοι άνθρωποι που πολιτικά έδωσαν τα ρέστα τους στην προπαγάνδα περί “ατομικής ευθύνης” και συνεχίζουν στην ίδια γραμμή ώστε να αποστούν των πολιτικών και κρατικών τους ευθυνών, τώρα ξαναδείχνουν με το δάκτυλο τον λαό επικαλούμενοι το… φιλότιμο. Ιστορικά και πολιτικά έχει αποδειχτεί ότι σε αυτές τις περιπτώσεις δεν αργεί η στιγμή που η αρμοδιότητα απέναντι σε τέτοιες πολιτικές τακτικές περνάει στον “πατριωτισμό των Ελλήνων”…
Οι μεγάλες αντιφάσεις και οι παλινωδίες στη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση βγάζουν ξανά μάτι, τώρα που τα κρούσματα παίρνουν την ανηφόρα. Επιβεβαιώνουν για ακόμη μια φορά ότι το απόλυτο κριτήριο για τη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα είναι το πώς θα προστατευτεί η κερδοφορία των μεγαλοεπιχειρηματιών, ιδιαίτερα στον τουριστικό και μεταφορικό τομέα.
Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα των τελευταίων ημερών είναι η ανεκδιήγητη κυβερνητική απόφαση για την αύξηση της πληρότητας των πλοίων στο 80 – 85%, ώστε οι εφοπλιστές – που μάλιστα με προηγούμενες κυβερνητικές αποφάσεις παίρνουν επιδοτήσεις πάνω στις επιδοτήσεις για να εκτελούν τα δρομολόγια – να μη χάσουν «ούτε σεντ» και βέβαια να μη δρομολογήσουν επιπλέον πλοία. Όλα αυτά, κι ενώ ήδη με το προηγούμενο πλαφόν του 60% οι καταγγελίες έπεφταν «βροχή» για το πώς νησιώτες, ταξιδιώτες και ναυτεργάτες ταξιδεύουν ο ένας πάνω στον άλλο για ώρες.
Χώρια και τις προηγούμενες αποφάσεις για τους αερομεταφορείς, με τα αεροπλάνα να ταξιδεύουν χωρίς κενές θέσεις, με κριτήριο τα οικονομικά συμφέροντα των ομίλων. Κι ούτε συζήτηση για την κατάσταση στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, όπου η άρνηση για προσλήψεις και ενίσχυση του στόλου εκθέτει δεκάδες χιλιάδες επιβάτες και τους εργαζόμενους σε αυτά σε μεγάλους κινδύνους.
Την ίδια ώρα, επίσης, τα μαζικά κρούσματα σε εργοστάσιο στην Καβάλα αναδεικνύουν με τον πλέον γλαφυρό τρόπο ότι τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς, αλλά και οι έλεγχοι αποτελούν «σύντομο ανέκδοτο» για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, οι οποίοι την ίδια ώρα δουλεύουν σε συνθήκες εντατικοποίησης, με τσεκουρωμένους μισθούς και δικαιώματα και τη «δαμόκλειο σπάθη» της απόλυσης πάνω από το κεφάλι τους. Και εδώ βέβαια η κυβέρνηση κάνει πως δεν ακούει τις εκατοντάδες καταγγελίες εργατικών σωματείων και φορέων, αφού μέσα στα γκέτο της εργοδοσίας συγκαταλέγει την πανδημία στους «χαμηλούς παράγοντες κινδύνου» για τους εργαζόμενους, με τη βούλα μάλιστα σχετικής απόφασης της ΕΕ και της Κομισιόν!
Όπως κάνει ότι δεν ακούει και τις δεκάδες καταγγελίες για τα ελλιπή μέτρα στις δομές προσφύγων και μεταναστών, ευπαθών ομάδων, αλλά και στα στρατόπεδα, παρά το ότι και τα τελευταία κρούσματα το αντίθετο δείχνουν.
Την ίδια ώρα, με διάφορους ακροβατισμούς και μπαλώματα, επιχειρούν να παρουσιάσουν μια «μαγική εικόνα» και για την κατάσταση του δημόσιου συστήματος Υγείας, ως τάχα πλήρως θωρακισμένου, ενώ τα τεράστια κενά σε γιατρούς, νοσηλευτές, υποδομές παραμένουν, με καταγγελίες σωματείων εργαζομένων στα νοσοκομεία να βαράνε καμπανάκι.
Κατά τ’ άλλα, η «χαλαρή» – όταν πρόκειται για το κεφάλαιο και τα συμφέροντά του – κυβέρνηση και τα ΜΜΕ που τη στηρίζουν, απογειώνουν την κινδυνολογία, επικεντρώνοντας αποκλειστικά στην «ατομική ευθύνη», στους «απρόσεκτους», στους «αδιάφορους», στους «νέους που δεν καταλαβαίνουν ότι κινδυνεύουν», «κουνώντας το δάχτυλο» στο λαό. Ταυτόχρονα, έχουν ξαμοληθεί λυτοί και δεμένοι για να πείσουν ότι η αύξηση των κρουσμάτων δεν συνδέεται με τα υγειονομικά πρωτόκολλα – «λάστιχο» και το άνοιγμα των συνόρων, αλλά με τη «χαλάρωση» και την «ανευθυνότητα» του λαού.
Στην πραγματικότητα, αν μια ευθύνη έχουν εργαζόμενοι και λαϊκά στρώματα είναι αυτή: Ακόμη πιο αποφασιστικά να διεκδικήσουν από κυβέρνηση και εργοδοσία μέτρα προστασίας της ζωής τους, να κάνουν δικιά τους υπόθεση τον αγώνα για την Υγεία, ενάντια στην προσπάθεια να αξιοποιηθεί η πανδημία για μέτρα ενάντια στο λαό και τους εργαζόμενους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου