«Η Ελλάδα δεν πρόκειται και δεν πρέπει να γίνει ένας επενδυτικός προορισμός χαμηλού κόστους», έλεγε τον περασμένο Δεκέμβρη ο πρωθυπουργός, παρουσιάζοντας την «έκθεση Πισσαρίδη», όπου περιγράφεται ο βασικός «αναπτυξιακός» σχεδιασμός της κυβέρνησης για τα επόμενα χρόνια. Σήμερα, λίγους μήνες μετά τη δήλωση του πρωθυπουργού, έρχεται η έκθεση του ΙΟΒΕ να διαπιστώσει ότι οι «μεταρρυθμίσεις» που εφαρμόστηκαν με τα τρία μνημόνια την περίοδο 2010 - 2018 «πέτυχαν σε σημαντικό βαθμό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της αγοράς εργασίας, μέσω της μείωσης του κόστους, αλλά και της μεγαλύτερης ευελιξίας, χωρίς όμως να επιλύσουν ορισμένα βασικά δομικά προβλήματα και χρόνιες αδυναμίες της αγοράς εργασίας». Το ερευνητικό ίδρυμα του ΣΕΒ αναγνωρίζει και αποδίδει τα εύσημα στις κυβερνήσεις ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ για τις αντεργατικές τους «επιδόσεις» την οκταετία της προηγούμενης κρίσης, που μείωσαν ακόμα περισσότερο το λεγόμενο κόστος εργασίας και διέλυσαν παραπέρα τις εργασιακές σχέσεις, άφησαν όμως «ουρές», που η σημερινή κυβέρνηση και συνολικά τα αστικά κόμματα καλούνται να αντιμετωπίσουν.
Ποιες είναι αυτές; Στις «μακροχρόνιες αδυναμίες» που δεν αντιμετωπίστηκαν, ο ΙΟΒΕ περιλαμβάνει το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας και την υψηλή ανεργία, ξεχωρίζοντας τις εξής «παθογένειες» στην ελληνική οικονομία: «Υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλή χρήση ευέλικτων μορφών απασχόλησης και υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων». Με τον τρόπο αυτό «φωτογραφίζει» το πλαίσιο της «επόμενης μέρας» και τα πεδία των νέων ανατροπών στα οποία ήδη προσανατολίζεται η αστική πολιτική. Μεταφράζοντας τα παραπάνω, στην ημερήσια διάταξη της αντεργατικής επίθεσης, που κλιμακώνεται και μέσα στην πανδημία, βρίσκονται η παραπέρα επέκταση των «ευέλικτων» μορφών απασχόλησης, η αύξηση της παραγωγικότητας, με τη γενικευμένη είσοδο νέων τεχνολογιών στην παραγωγή χωρίς παράλληλη αύξηση των μισθών, άρα η ένταση της εκμετάλλευσης, όπως και οι νέες απαλλαγές των επιχειρήσεων από το λεγόμενο «μη μισθολογικό κόστος». Στο στόχαστρο βρίσκονται και οι αυτοαπασχολούμενοι, τους οποίους το ΙΟΒΕ θεωρεί «υπεράριθμους» και εμπόδιο στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Ειδικότερα όσον αφορά τις νέες παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας, η μελέτη του ΙΟΒΕ επικεντρώνει στην «αναντιστοιχία δεξιοτήτων» των εργαζομένων, στην «ανεπαρκή επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση» και στη «χαμηλή αποτελεσματικότητα των ενεργών πολιτικών για την αγορά εργασίας». Οι επισημάνσεις αυτές αναπαράγονται στις «αιτιολογικές εκθέσεις» των περισσότερων αντεργατικών νομοσχεδίων που ψήφισε η κυβέρνηση και μέσα στην πανδημία. Αποτελούν όμως και τον πυρήνα όσων σχεδιάζει να φέρει προς ψήφιση το επόμενο διάστημα, με πιο «εμβληματικό» το νομοσχέδιο για τη δεκάωρη δουλειά, στο πλαίσιο της «διευθέτησης» του χρόνου εργασίας. Το ζήτημα της κατάρτισης και επανακατάρτισης ενός φτηνού και ανά πάσα στιγμή διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, που θα παρακολουθεί και θα προσαρμόζεται γρήγορα στις μεταβαλλόμενες ανάγκες των επιχειρήσεων, ειδικά στην εποχή του «ψηφιακού μετασχηματισμού», είναι ψηλά στην ατζέντα της κυβέρνησης και όλων των αστικών κομμάτων και περιγράφεται τόσο στα νομοσχέδια για την Επαγγελματική Εκπαίδευση, όσο και στο πιο πρόσφατο για τα ΑΕΙ.
Μπορεί λοιπόν η κυβέρνηση να εμφανίζεται «καθησυχαστική» για την παραπέρα ονομαστική μείωση των μισθών και ο ΙΟΒΕ να αναγνωρίζει το έργο που έγινε ως προς αυτό την προηγούμενη δεκαετία, τα επόμενα «κεφάλαια» όμως που ανοίγει ο αναπτυξιακός σχεδιασμός των μονοπωλίων και των κομμάτων τους επιβεβαιώνουν το συμπέρασμα ότι «προωθούνται διάφορες μορφές αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, για να διαμορφωθούν κίνητρα και δυνατότητες για νέες, κερδοφόρες καπιταλιστικές επενδύσεις με πρόσχημα την κλιματική αλλαγή», όπως καταγράφεται στο δεύτερο κείμενο των Θέσεων της ΚΕ για το 21ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Οπως εξηγούν οι Θέσεις, «η διασφάλιση φθηνής εργατικής δύναμης και η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης αποτελούν την προϋπόθεση για την προσέλκυση των νέων μεγάλων επενδύσεων της λεγόμενης "ψηφιακής" και της "πράσινης" οικονομίας (...) με τη μετατροπή των συμβάσεων από πλήρους σε μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, τη μείωση του χρόνου εργασίας με μείωση των αποδοχών και την παραπέρα ελαστικοποίησή του, που φέρνει εντατικοποίηση της εργασίας, αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσής της (...) Μια πολιτική προσαρμογής στο νέο επίπεδο παραγωγικότητας χωρίς συνολική βελτίωση του εργατικού εισοδήματος και διαχείρισης της ακραίας φτώχειας (...) δεν αποτελεί προοδευτική πρόταση για τη διασφάλιση της "δίκαιης κατανομής του πλούτου", όπως ισχυρίζονται πολλοί σοσιαλδημοκράτες. Αποτελεί αναγκαίο όρο για τη διασφάλιση και ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου