ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ
της Ελένης Μπέλλου
ΑΣΤΙΚΟΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
Η υποτίμηση της δραχμής όξυνε συζητήσεις, ερμηνείες του φαινομένου και προβλέψεις επερχομένων γεγονότων, συζητήσεις θεωρητικού αλλά και άμεσα πολιτικού χαρακτήρα.
Βεβαίως αυτός ο κύκλος ερμηνειών, προβληματισμών και προβλέψεων δεν ήταν κλειστός. Αποτελούσε τη σπειροειδή ανέλιξη προηγουμένων: Κυρίως εκείνων που αφορούσαν τις χρηματιστηριακές και νομισματικές κρίσεις του Νοεμβρίου του ΄97, σε σημαντικά τμήματα της διεθνούς χρηματαγοράς, και πιο πίσω τον περασμένο Ιούλιο και Αύγουστο. Ακόμα, ήταν προβληματισμοί και συζητήσεις συνδεδεμένες με την κυβερνητική νομισματική πολιτική της «σκληρής δραχμής», σε συσχετισμό με τη γενικότερη οικονομική και εισοδηματική κυβερνητική πολιτική, σε συσχετισμό με τις αντίστοιχες διακρατικές πολιτικές της ΕΕ. Ηταν συζητήσεις και πολιτικές αντιπαραθέσεις εντός του κυβερνητικού κόμματος αλλά και του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που κάθε άλλο παρά εκφράζανε προσωπικές ηγετικές βλέψεις και σκοπιμότητες. Ηταν πολιτικές αντιπαραθέσεις εντός και μεταξύ των κομμάτων της αστικής πολιτικής - καθώς και των δορυφόρων τους, με μικροαστικές και οπορτουνιστικές καταβολές, - που αντανακλούν διεθνείς θεωρητικούς και πολιτικούς προβληματισμούς στο κύριο:
Ποιά η καταλληλότερη διαχειριστική πολιτική της καπιταλιστικής κρίσης στις σημερινές συνθήκες; Πολιτική που και θεσμικά να κατοχυρώνει την εξασφάλιση του μεγαλύτερου δυνατού μονοπωλιακού κέρδους, αλλά και να προστατεύει από την όξυνση κοινωνικο-ταξικών αντιθέσεων, που μπορεί να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες για τη σωτηρία του συστήματος συνθήκες.
Η εύρεση, διαμόρφωση της καταλληλότερης πολιτικής διαχείρισης είναι θέμα οικονομικής θεωρίας ή οικονομικής τεχνικής ή συνδυασμός και των δύο;
Ανάλογα με την προσέγγιση και απάντηση των παραπάνω ερωτημάτων διαμορφώνονται διάφορες αστικές οικονομικές σχολές και θεωρίες, που φιλοδοξούν να αποτελέσουν το υπόβαθρο της μιάς ή άλλης πολιτικής διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης[1].
Σε πολύ γενικές γραμμές θα κάναμε τον εξής σχολιασμό:
Η κεϋνσιανή οικονομική θεωρία, που αποτέλεσε το βάθρο της «σοσιαλδημοκρατικής» πολιτικής διαχείρισης τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, εξάντλησε τα όρια της και «ανατράπηκε» από την ύφεση του ΄73, στον κύκλο της οικονομικής κρίσης. Στις επόμενες δεκαετίες, αλλού νωρίτερα αλλού αργότερα, η νεοφιλελεύθερη / μονεταριστική οικονομική θεωρία βασικά ακολουθείται από όλες τις κυβερνήσεις, «σοσιαλδημοκρατικών» και φιλελεύθερων κομμάτων ή «κεντροδεξιών» και «κεντροαριστερών» συμμαχιών.
Η πολιτική της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης συμβάλλει επιταχυντικά στη συγκεντροποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής, στους κλασικούς κλάδους της βιομηχανίας, σε κλάδους στρατηγικής σημασίας όπως οι τηλεπικοινωνίες, μεταφορές, ενέργεια αλλά και στην αγροτική οικονομία. Συμβάλλει επιταχυντικά στη συγκεντροποίηση των τραπεζών, στην εμπορευματοποίηση υπηρεσιών αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης όπως η εκπαίδευση, οι υπηρεσίες προληπτικής υγιεινής και αποκατάστασης της υγείας και ασφάλισης, στην εμπορευματοποίηση του τομέα της έρευνας και επιστήμης.
Η επιταχυντική αυτή διαδικασία ανοίγει νέα πεδία δράσης του κεφαλαίου και εξασφάλισης κέρδους. Εκφράζεται αφ΄ ενός με μεγαλύτερη συγκέντρωση του πλούτου[2], αφ΄ ετέρου με μεγαλύτερη συγκέντρωση της φτώχειας[3] - για μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης αλλά και σημαντικά τμήματα κατεστραμμένων μεσαίων στρωμάτων. Οδηγεί και στην απότομη διόγκωση του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων, των αστέγων, των εξαθλιωμένων μεταναστών[4], - η εξαθλίωση είναι η πραγματική αιτία της θεαματικής ανόδου της εγκληματικότητας. Η απότομη εξαθλίωση αυτών των κοινωνικών δυνάμεων αλλά και η γενικότερη επερχόμενη νέα απαξίωση της εργατικής δύναμης τροφοδοτούν ή εμπεριέχουν - ακόμη εν σπέρματι - την όξυνση των κοινωνικο-ταξικών αντιθέσεων.
Γενικά, σε θεωρητικό επίπεδο, δεν αμφισβητείται η γενική κατεύθυνση της νεοφιλελεύθερης / μονεταριστικής πολιτικής. Δεν προβάλλονται καθαρά κεϋνσιανά θεωρητικά σχήματα πολιτικής διαχείρισης, που δεν θα μπορούσαν άλλωστε, ούτε βραχυχρόνια να αντιμετωπίσουν την κρίση. Ωστόσο πληθαίνουν οι θεωρητικοί και πολιτικοί προβληματισμοί για την αναζήτηση «ενδιάμεσων» σχημάτων, που στην αστική βιβλιογραφία εμφανίζονται και ως «επιλεκτικές νεοκλασικές» ή «μετακεϋνσιανές» θεωρίες.
Θα τολμούσαμε να προβλέψουμε ότι η προβολή αυτών των θεωρητικών σχημάτων και η σύνδεσή τους με κυβερνητικά σχήματα θα επεκταθεί. Κι όχι μόνο. Θα γίνει σε βάθος ιδεολογική - πολιτική δουλιά: Για τον εγκλωβισμό του εργατικού κινήματος σε πιο πειστικές μορφές «κοινωνικού διαλόγου» και «κοινωνικής συναίνεσης». Για τη διαμόρφωση πολιτικών αναχωμάτων που θα παρεμποδίζουν τον ταξικό προσανατολισμό του κινήματος. Για τη διαμόρφωση ιδεολογικοπολιτικών στερεοτύπων που θα παρεμποδίζουν την ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης στην κατεύθυνση της αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής ρήξης, θα την εγκλωβίζουν σε αναμονές πολιτικών διαχείρισης ηπιότερων μορφών ή ρυθμών.
Η παραπάνω τοποθέτηση δεν σημαίνει ότι το εργατικό κίνημα, οι συμμαχίες του, οι όροι διαμόρφωσης και δράσης του θα κινούνται στη λογική του «όλα ή τίποτε», χωρίς ενδιάμεσους στόχους πάλης και κατακτήσεις, ανάλογα με τους συσχετισμούς δυνάμεων.
Σημαίνει ότι το εργατικό κίνημα, τα άλλα λαϊκά κινήματα, οι συσπειρώσεις και τα διάφορα μέτωπα πάλης θα πρέπει να κατευθύνονται - με την επίπονη, επίμονη και αταλάντευτη ιδεολογικο-πολιτική μαζική δράση των κομμουνιστών - σε κατεύθυνση ταξικής εναντίωσης και ρήξης με τα μονοπώλια και το ιμπεριαλισμό, για να μην γίνονται φορείς διεκδίκησης και στήριξης της μιας ή άλλης διαχειριστικής πολιτικής.
Μόνο τότε μπορούν να πετυχαίνουν την παρεμπόδιση, την ανακοπή μιας επιταχυνόμενης «σκληρής» αντιλαϊκής πολιτικής διαχείρισης, να «κρατούν» κατακτήσεις που να εντάσσονται σε ένα συνολικό ταξικό αγώνα. Μόνο τότε η μια ή άλλη μορφή αγώνα μπορεί να έχει συνέχεια, η εμπειρία του αγώνα να γίνεται στοιχείο ανάπτυξης της πολιτικής συνείδησης.
Η ζωή έδειξε περίτρανα, στην Ελλάδα και σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, ότι τα αποτελέσματα της λαϊκής στήριξης μιας καπιταλιστικής διαχειριστικής πολιτικής παροχών - ενσωμάτωσης είχε κοντά πόδια, για τους εργαζόμενους ήταν σπίτι στην άμμο.
Το ζήτημα αυτό είναι βαθύτατα περίπλοκο. Μια καταρχήν ιδεολογικο-πολιτική τοποθέτηση, αν και κατά τη γνώμη μας σωστή, δεν είναι επαρκής για να διεισδύσει πειστικά και δυναμικά ακόμα και σε πρωτοπόρα τμήματα του εργατικού, και γενικότερα του λαϊκού, κινήματος.
Η δυσκολία θα λέγαμε ότι είναι θεωρητική. Πάσχει στην αδυναμία βαθιάς γνώσης της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας ανάλυσης του καπιταλισμού. Θα τολμούσαμε να ισχυριστούμε το εξής:
Από τη μια, οι θεωρητικοί στήριξης της αστικής πολιτικής όλο και περισσότερο συνειδητοποιούν και υπολογίζουν - στο μέτρο μη αμφισβήτησης της ύπαρξής του - τις οικονομικές νομοτέλειες κίνησης του συστήματος, ώστε η πολιτική να παρεμβαίνει συχνά πριν τη διαμόρφωση του αυθορμήτου. Για παράδειγμα, η επιλογή μιας πολιτικής υποτίμησης εθνικού νομίσματος πριν να οδηγηθεί σε de facto ανατροπή της τυπικής ισοτιμίας του με άλλα εθνικά νομίσματα ή συστήματα συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Από την άλλη, είναι σημαντικά αδύναμη, ή και κλονισμένη, η διείσδυση της επιστημονικής - ταξικής ανάλυσης των φαινομένων και των εξελίξεων μέσα στο εργατικό κίνημα. Η αδυναμία αυτή αφορά όλους μας, από διαφορετική θέση και ευθύνη του καθένα. Η προσπάθεια της παρούσης προσέγγισης στη μελέτη αυτού του επίκαιρου και σύνθετου προβλήματος έχει το χαρακτήρα κατάθεσης ορισμένων καταρχήν επισημάνσεων και εκτιμήσεων για παραπέρα προβληματισμό.
ΑΝΑΤΑΡΑΞΕΙΣ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΑΓΟΡΑ
Από τον Αύγουστο του 1997 εμφανίσθηκε ένα νέο κύμα νομισματικών και χρηματιστηριακών κρίσεων στις οικονομίες των λεγομένων «Νέων τίγρεων» της Ανατολικής Ασίας, ενώ λίγους μήνες αργότερα, το κύμα φθάνει και αγκαλιάζει το «οικονομικό θαύμα» της Ιαπωνίας.
Στις 18 Αυγούστου 1997 στην Ινδονησία ο γενικός δείκτης τιμών μετοχών σημειώνει πτώση κατά 8,41% και υποτιμάται το εθνικό της νόμισμα έναντι του δολαρίου ΗΠΑ. Στο Χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ κορυφώνεται, στις 23 Οκτωβρίου ΄97, μια συνεχής πτωτική πορεία μετοχών που φθάνει τη συνολική πτώση του 30%.
Στις 27 Οκτωβρίου, το κύμα της κρίσης κλυδωνίζει, ως «μετασεισμική» δόνηση, τα χρηματιστήρια όλου του κόσμου. Η «πίεση» είναι αισθητή και μη αμφισβητήσιμη ανεξάρτητα από τα «όρια» αντοχής του ενός ή του άλλου χρηματιστηρίου ανάλογα με τη δύναμη της μιας ή της άλλης καπιταλιστικής οικονομίας.
Στη Νέα Ζηλανδία ο τιμές των μετοχών συμπιέστηκαν κατά 10% στο άνοιγμα των εργασιών του χρηματιστηρίου, ενώ ο δείκτης στο χρηματιστήριο του Σίδνεϋ της Αυστραλίας έπεσε κατά 7%.
Προς το τέλος του Νοεμβρίου κηρύσσει πτώχευση η «Yamaichi Securities» ένας από τους σημαντικότερους χρηματοοικονομικούς οίκους της Ιαπωνίας, κι όχι μόνο, με 7.500 υπαλλήλους στην Ιαπωνία και το εξωτερικό[5]. Είχε προηγηθεί η χρεοκοπία της Sanyo Securities Co Ltd και της Hokkaido Takushoku Bank Ltd.
Η κατρακύλα συνεχίζεται για τις περισσότερες υπό κρίση χώρες της Ν. Α. Ασίας και το Γενάρη του ΄98, ενώ εμφανίζονται οι τραγικές επιπτώσεις στις λαϊκές μάζες, με θεαματική άνοδο των ανέργων σαν αποτέλεσμα της χρεοκοπίας επιχειρήσεων.
Οι πτώσεις των τιμών του γενικού δείκτη τιμών στα χρηματιστήρια είναι ιδιαίτερα σημαντικές όχι μόνο στις παλιές και νέες «τίγρεις» της Ασίας αλλά και στις λεγόμενες «αναδυόμενες» οικονομίες της Λατινικής Αμερικής (Μεξικό, με πτώση κατά 13,3%, Βραζιλία με 15%, Αργεντινή με 13,7).
Κανείς δεν αμφισβητεί τους κλυδωνισμούς στη διεθνή χρηματαγορά, που αντανακλώνται άλλωστε και στις αυξομειώσεις του γενικού δείκτη τιμών στα χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης και τη χρηματαγορά της ΕΕ, ανεξάρτητα από τη διαμόρφωση της ισορροπίας τους. Αν και δεν απειλήθηκαν άμεσα, συνεχίζεται ο προβληματισμός, οι αντιφατικές προβλέψεις για μια ενδεχόμενη εμφανή επίδραση.
Οι πιέσεις είναι πιο έντονες και εμφανείς στην ελληνική χρηματαγορά. Παίρνει νέες διαστάσεις η συζήτηση - διαφωνία, που είναι κατά πολύ προγενέστερη, ανάμεσα σε αστούς οικονομολόγους και πολιτικούς γύρω από την νομισματική πολιτική της κυβέρνησης: Πολιτική «σκληρής» δραχμής ή διολίσθηση ή και υποτίμηση; Η κυβέρνηση βεβαιώνει σε όλους τους τόνους για την εμμονή της στη νομισματική πολιτική της «σκληρής» δραχμής, μέχρι το απόγευμα της Παρασκευής 13 Μαρτίου.
Ωστόσο, πέραν των αυξομειώσεων, με πτωτική τάση, στο χρηματιστήριο της Σοφοκλέους, δεν περνάν απαρατήρητα γεγονότα όπως η συνάντηση του διοικητή τη Τράπεζας της Ελλάδας με τον πρωθυπουργό και στη συνέχεια το αιφνιδιαστικό ταξίδι «αναψυχής» του ...
Στις 13 Μαρτίου έχει γίνει πλέον φανερό ότι αλλάζει η νομισματική πολιτική της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση «συνδέει» αυτή την αλλαγή με τις διαπραγματεύσεις της για την ένταξη της δραχμής στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισορροπιών (ΜΣΙ - 2) της ΕΕ. Η αλλαγή στη νομισματική πολιτική πρακτικά σημαίνει υποτίμηση της δραχμής, σε ποσοστό 13,8%.
Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ «ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ»
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΡΑΧΜΗΣ
Η κυβέρνηση αποφεύγει συστηματικά τη λέξη «υποτίμηση». Μιλά για «προσαρμογή» της δραχμής ως προς το ECU, επομένως και ως προς διάφορα εθνικά νομίσματα, εντός και εκτός ΕΕ, προκειμένου να εξασφαλίσει τη συμμετοχή στο ΜΣΙ και να «κατοχυρώσει» ευνοϊκούς όρους - ανάλογους με αυτούς του πρώτου κύκλου ένταξης - για τη συμμετοχή της στο Ενιαίο Ευρωπαϊκό Νόμισμα, το ΕΥΡΩ.
Ως βάθρα της «επιτυχίας» της στις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, αλλά και ως κίνητρα στήριξης της πολιτικής της από «όλες τις παραγωγικές δυνάμεις» παρουσιάζει: την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (βλέπε εξαγωγές κεφαλαίων και προϊόντων), την προστασία της δραχμής από τις «επιθέσεις των κερδοσκόπων», με τη συμμετοχή της στο ΜΣΙ της ΕΕ.
Ως μέσα οικονομικής πολιτικής για τη σταθεροποίηση της νέας ισοτιμίας της δραχμής, για την κατοχύρωση της αξιοπιστίας (σταθερότητας) της για τη προσέλκυση κεφαλαίων στην ελληνική αγορά - κυρίως μέσω του χρηματιστηρίου - παρουσιάζει ένα «πακέτο» μέτρων συμφωνημένο και με την ΕΕ. Πρόκειται για μέτρα οικονομικής, εισοδηματικής και εργασιακής πολιτικής, που αν και δεν είναι καινούργια, η εφαρμογή τους ως σύνολο επιταχύνεται για το χρονικό διάστημα του επόμενου δεκαοκταμήνου.
Αν συγκεντρώσουμε τη προσοχή μας στη κριτική που ασκήθηκε στην κυβερνητική πολιτική - με εξαίρεση το ΚΚΕ - θα δούμε ότι έκφραζε το περιεχόμενο των προβληματισμών που εκθέσαμε εισαγωγικά. Ενα μέρος της κριτικής επικεντρώθηκε στα εξής:
Η πολιτική της «σκληρής» δραχμής έπρεπε να είχε εγκαταλειφθεί τουλάχιστον προ τριμήνου - τετραμήνου.
Τα υψηλά διατραπεζικά επιτόκια - πολιτική στήριξης της σκληρής δραχμής - στοίχισαν στην ελληνική οικονομία, αδυνάτισαν τη δανειοληπτική ικανότητά της. Η δραχμή έπρεπε να αφεθεί σε διολίσθηση.
Το «πακέτο» των μέτρων εξαγγέλλεται αλλά δεν εφαρμόζεται. Με αργούς ρυθμούς, άτολμα προχωρούν οι ιδιωτικοποιήσεις («αποκρατικοποιήσεις»), δεν περιλαμβάνουν σημαντικές οικονομικές μονάδες, πχ. όλες τις μεγάλες Τράπεζες (Εμπορική, Ιονική) πλην της Τράπεζας Ελλάδος. Η ιδιωτικοποίηση των ΔΕΚΟ είναι περιοριστική, στη λογική της μετοχοποίησης του 49%. Καθυστερεί η αναδιοργάνωση των εργασιακών σχέσεων και του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Η ταχύρυθμη προώθηση του «πακέτου», αναγκαίου, δεν έπρεπε να συνδεθεί με τις διαδικασίες ένταξης της δραχμής στο ΜΣΙ της ΕΕ.
Στην παραπάνω κριτική, τόσο εντός όσο και εκτός των κυβερνητικών τειχών, υπάρχει και «αντίλογος». Είναι αντίλογος που δεν αμφισβητεί την κατεύθυνση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής - απελευθέρωση στη κίνηση κεφαλαίων με κρατικές και διακρατικές μονοπωλιακές ρυθμίσεις, εξ ου και ΟΝΕ, ΕΥΡΩ - αλλά αμφισβητεί τους ρυθμούς και ορισμένες ρυθμίσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε «κοινωνικές εκρήξεις».
Η υπεράσπιση της μιας ή άλλης άποψης συνδέθηκε και με γενικότερα ζητήματα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας:
Εσωτερική ή εισαγόμενη η κρίση της δραχμής;
Ο ρόλος των «ραντιέρηδων», σε συνθήκες ταχύτατης ηλεκτρονικής κίνησης των χρηματικών προϊόντων, στη τεχνητή όξυνση της κρίσης σε ένα εθνικό νόμισμα ή σε ένα χρηματιστήριο.
Και σε σχέση με όλα τα παραπάνω προβλέψεις για το χαρακτήρα της μιας ή άλλης κρίσης. Για παράδειγμα, όσον αφορά την υποτίμηση της δραχμής: Θα επέλθει ισορροπία μετά την υποτίμηση ή θα ακολουθήσουν κι άλλες υποτιμήσεις;
Από ένα ευρύτατο φάσμα της αντιπολίτευσης, και δεν εννοούμε μόνο μέσω των κοινοβουλευτικών της αντιπροσώπων, προβλήθηκαν οι αρνητικές επιπτώσεις για την αγοραστική δύναμη λαϊκών στρωμάτων. Αυτό διευκόλυνε στο να εισάγονται και οι γενικοί τους προβληματισμοί - ερωτήματα και απαντήσεις -σε ένα, ίσως υψηλό βαθμό, αυτούσια σε ένα μέρος των λαϊκών μαζών.
Ωστόσο, για να υπάρξει θωράκιση των λαϊκών δυνάμεων από τα διλήμματα και τις παγίδες καθήλωσης του κινήματος στις αντιφάσεις και επιδιώξεις του συστήματος χρειάζεται πιο βαθιά κατανόηση αυτών των φαινομένων.
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Αρχικά, θα επιχειρήσουμε να θέσουμε ορισμένα ερωτήματα:
Τι κρύβεται πίσω από μια νομισματική ή χρηματιστηριακή κρίση;
Πόσο «αυτοτελές» ή καθαρά «τεχνητό» είναι το φαινόμενο της πίεσης που ασκούν οι διεθνείς κερδοσκόποι πάνω σε ένα νόμισμα, ώστε να πετύχουν κέρδη από τη διπλή μετατρεψιμότητα συναλλάγματος, κερδίζοντας από τη διαδικασία υποτίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας του πιεζόμενου νομίσματος;
Πόσο νέο είναι αυτό το φαινόμενο, που αναμφίβολα έχει πάρει νέες διαστάσεις σε συνθήκες διόγκωσης των συναλλαγών στη διεθνή αγορά, με ταχύτατη - μέσω ηλεκτρονικών μέσων, - κίνηση των χρηματικοοικονομικών παραγώγων;
Ο καθορισμός μιας «εθνικής» νομισματικής πολιτικής, πόσο «ανεξάρτητος» μπορεί να είναι, σε συνθήκες «παγκοσμιοποίησης της οικονομίας» (βλέπε σχεδόν διεθνούς επικράτησης του ιμπεριαλιστικού συστήματος);
Είναι ταυτόσημη μια χρηματιστηριακή κρίση με μια νομισματική; Και η μια και η άλλη εκφράζουν στον ίδιο βαθμό μια υποβόσκουσα κρίση υπερπαραγωγής;
Στην αστική δημοσιογραφία συχνά συναντώνται εκτιμήσεις - απαντήσεις, στα παραπάνω ερωτήματα, της εξής κατεύθυνσης:
«Οι κερδοσκόποι στις διεθνείς αγορές έχουν πλέον τη δυνατότητα να βουλιάξουν το νόμισμα της χώρας εξασφαλίζοντας για λογαριασμό τους πολύ σημαντικά κέρδη και δημιουργώντας σοβαρότατα προβλήματα στην οικονομική πολιτική»[6].
Στη «νοσηρότητα» του χρηματοδοτικού συστήματος αναφέρεται και ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος:
«Ο κόσμος μας έχει αρχίσει να στηρίζεται όλο και περισσότερο σε ψευδαισθήσεις. Χτίζοντας αυτοκρατορίες πάνω στην άμμο και δημιουργώντας πραγματικότητες από το τίποτα. Το σύγχρονο Τραπεζικό και χρηματοδοτικό σύστημα αποδεικνύει αυτή την αντίληψη. Σε μια εποχή ταχύτατης ανταλλαγής πληροφοριών μέσα από τα νέα ηλεκτρονικά μέσα και το χρήμα ακόμα πολλαπλασιάζεται για την εξυπηρέτηση των μέσων. Χωρίς να στηρίζεται σε κάποια πραγματική αξία ...
... Και βέβαια ενδεικτικό των ταχυτάτων εξελίξεων στη μεταβατική περίοδο που ζούμε είναι και το φαινόμενο των οριακών κερδών που πετυχαίνουν οι επιχειρήσεις μέσω της τοποθέτησης των καταθέσεών τους σε λογαριασμούς ελεύθερου συναλλάγματος (free cash balances)[7]. Μεταφέροντας τις ελεύθερες καταθέσεις τους από χώρα σε χώρα, οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις επιχειρούν να πετύχουν απειροελάχιστα οριακά κέρδη πάνω στο κεφάλαιό τους ... Γι΄ αυτό και το τραπεζικό σύστημα της γης κρέμεται ουσιαστικά από μια κλωστή»* .
Ωστόσο υπάρχουν και τοποθετήσεις, μη μαρξιστικές, που αναφέρονται στα προβλήματα της οικονομικής κρίσης.
Αν και αποσπασματικά, και με παράλειψη ορισμένων ενδιάμεσων εκτιμήσεών του, θα αναφέρουμε ορισμένες τοποθετήσεις του Dr. Θοδωρή Πελαγίδη:
«Με δεδομένη τη μείωση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 - αρχές της δεκαετίας του ΄70, οι επενδύσεις και τα κέρδη ακολουθούν την ίδια πορεία, ενώ έντονα πληθωριστικά φαινόμενα και ανισορροπίες στα εθνικά ισοζύγια πληρωμών προετοιμάζουν το έδαφος για τις εξισορροπητικές οικονομικές πολιτικές της δεκαετίας του ΄80. Ετσι, από το 1979, έτος εκλογής της Μ. Θάρτσερ στη Μεγάλη Βρετανία, η κοινωνική ζήτηση περιστέλλεται σταδιακά σε όλες τις χώρες, το εισόδημα αναδιανέμεται υπέρ των πιο εύπορων κοινωνικών τάξεων, η προσφορά χρήματος συγκρατείται και τα επιτόκια ωθούνται υψηλότερα. Με άλλα λόγια, στη δεκαετία του ΄80 ο ρυθμός ανάπτυξης των αγορών προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα της παραγωγής και της παραγωγικότητας. Ετσι η πραγματική συνολική ζήτηση γενικά υποχωρεί σε μια σχετική στασιμότητα, αλλά και διακυμαίνεται σύμφωνα με την αστάθεια και την ευμεταβλητότητα της παγκόσμιας οικονομίας και των εθνικών οικονομιών. Οι λεγόμενες «νέες εξελίξεις», λοιπόν, δεν προέρχονται μονόδρομα από τον κορεσμό της αγοράς και τη διαφοροποίηση της ζήτησης. Η διάσπαση και η στασιμότητα των αγορών ανταποκρίνονται στην αστάθεια που προκαλεί η οικονομική κρίση, ενώ η διαφοροποίηση της ζήτησης φανερώνει την ένταση της οικονομικής ανισότητας και της κοινωνικής πόλωσης» ... «Η κοινωνική πόλωση, ως αναπόφευκτο φαινόμενο της οικονομικής κρίσης, αλλά και της νεοφιλελεύθερης διαχείρισής της, έχει διασπάσει τις μεσαίες τάξεις που στήριζαν τη μαζική κατανάλωση και έχει οδηγήσει από τη μια σε διαφοροποιημένη ζήτηση για τα κοινωνικά στρώματα που ευνοούνται από συσταλτικές οικονομικές πολιτικές, και από την άλλη, σε σχετικά τυποποιημένη κατανάλωση για κατώτερα κοινωνικά στρώματα που θίγονται άμεσα από τις πολιτικές λιτότητας. Ετσι η κοινωνική σύνθεση των αγορών έχει αλλάξει»... «Είναι δηλαδή περισσότερο μια αμφίδρομη επίδραση αγορών και παραγωγής των οποίων τα πρότυπα, οι τεχνικές και τα συστήματα εξαντλούνται ιστορικά και δεν μπορούν λοιπόν ως σύνολα και αδιάσπαστες ενότητες να συνεχίσουν να προσφέρουν μια σταθερή αναπτυξιακή πορεία.
Από την άλλη, δεν πρέπει να αγνοείται ότι η οικονομική κρίση έχει διαφοροποιήσει τη στρατηγική των επιχειρήσεων. Το κεφάλαιο, με δεδομένη την οικονομική στασιμότητα, διεθνοποιείται όσο ποτέ άλλοτε, για να υπερκεράσει τα ασφυκτικά όρια των στάσιμων ή συρρικνούμενων εθνικών αγορών» ...
... «Οι νέες εξελίξεις είτε δεν έχουν ακόμη οδηγήσει είτε, περισσότερο, δεν φαίνεται να οδηγούν σε νέα συμπαγή οικονομικά και κοινωνικά καθεστώτα συσσώρευσης»[8].
Με το δικό του τρόπο επιβεβαιώνει τη διεθνή κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας, ως κρίση υπερπαραγωγής. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναδεικνύει το αδιέξοδο διαφορετικών πολιτικών διαχείρισης της. Το στοιχείο αυτό δεν αναιρείται από την, θα λέγαμε, «τεχνική» προσέγγισή του στο θεμελιακό πρόβλημα, του περιορισμού στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Πρόβλημα που δεν το εξετάζει ως έκφραση της αντίθεσης των παραγωγικών δυνάμεων με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής.
Η, στη συνέχεια, πιο ανοικτή κριτική του στις ακολουθούμενες νεοφιλελεύθερες / μονεταριστικές πολιτικές, απλώς επιβεβαιώνει τις βαθύτατες αντιφάσεις του συστήματος με πραγματικά δεδομένα ανάλυσής του. Ενδεικτικά σημειώνουμε ορισμένες θέσεις του, γιατί δίνουν, από ένα μη μαρξιστή, τη σύνδεση των νομισματικών πολιτικών και αντιφάσεών τους με τα αντικειμενικά προβλήματα και τις αντιθέσεις της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. (Ζητήματα στα οποία θα αναφερθούμε σε άλλο κεφάλαιο από μαρξιστική σκοπιά).
«Οπως αναφέραμε όμως και προηγούμενα, το νεοφιλελεύθερο κράτος παρενέβη επίσης για να απορυθμίσει τις φορντιστικές ρυθμίσεις που αφορούσαν τη μισθωτή σχέση, έτσι ώστε να μειωθεί το κόστος της εργασίας και να αυξηθούν τα κέρδη των επιχειρήσεων. Τα κέρδη των επιχειρήσεων πράγματι ενισχύθηκαν με την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, τη νομιμοποίηση νέων ευέλικτων εργασιακών καθεστώτων, όπως η μερική ή η προσωρινή απασχόληση, ή με την ανοχή στην ατυπία (μαύρη εργασία). Οι δε ειδικές φορολογικές απαλλαγές ενίσχυσαν επιπροσθέτως τα κέρδη των επιχειρήσεων. Οπως σημειώνει και ο K. Vergopoulos (1992), κατ΄ αυτό τον τρόπο οι τιμές της εργασίας και του κεφαλαίου δεν καθορίστηκαν καθ΄ όλη τη νεοφιλελεύθερη δεκαετία του ΄80 από τους νόμους της ελεύθερης αγοράς. Το κράτος παρενέβη διοικητικά θεσπίζοντας νέες ρυθμίσεις, ευνοϊκές για το κεφάλαιο (φορολογικές απαλλαγές), και καταργώντας αυτές που αφορούσαν την εργασία (απορύθμιση -ευελικτοποίηση της αγοράς εργασίας).
Οι διοικητικού τύπου ρυθμίσεις που καθόρισαν κατ΄ ουσίαν τους μηχανισμούς λειτουργίας της αγοράς, όσον αφορά τη τιμή της εργασίας και του κεφαλαίου, συνδυάστηκαν επίσης με οικονομικές πολιτικές σταθεροποίησης των επιμέρους εθνικών οικονομιών, μέσα από τη δραστική περιστολή της ζήτησης, η ενίσχυση της οποίας, ως κεϋνσιανό κατάλοιπο, θεωρήθηκε, όπως τονίσαμε και προηγούμενα, η αιτία της αποσταθεροποίησης και της υπολειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας. Ετσι η συνολική ... ζήτηση τέθηκε υπό έλεγχο και η εισοδηματική πολιτική λιτότητας θεωρήθηκε το μοναδικό ορθό μέτρο στην αντιπληθωριστική και εξισορροπιστική προσπάθεια, πέρα από την άμεση ενίσχυση των κερδών που προσέφερε. Η συρρίκνωση των αγορών θεωρήθηκε μονόδρομος στην προσπάθεια κάθε κυβέρνησης να σταθεροποιήσει τα βασικά οικονομικά της μεγέθη.
Ομως, μέτρα που τελικά περιόρισαν την αγορά ήταν και αυτά που ακολουθήθηκαν στα πλαίσια της νομισματοπιστωτικής πολιτικής. Τέθηκε ως στόχος, και στο πεδίο αυτό, η συγκράτηση ή και η συρρίκνωση της συνολικής ρευστότητας της οικονομίας. Στο όνομα της σταθερότητας ο αυξητικός ρυθμός των πιστώσεων στις περισσότερες οικονομίες περιορίστηκε δραστικά ... και τα επιμέρους εθνικά νομίσματα υποστηρίχτηκαν διοικητικά με την αύξηση των επιτοκίων ... ή τις ανάλογες παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών στις αγορές συναλλάγματος. Ο δε ρυθμός αύξησης της τροφοδοσίας της οικονομίας με χρήμα, συρρικνώθηκε δραστικά ... με εξαίρεση τις ΗΠΑ.
... Η μονεταριστική συνταγή δεν υιοθετήθηκε βέβαια μόνο για να κατευνάσει τις πληθωριστικές πιέσεις και να εξισορροπήσει το ισοζύγιο πληρωμών, αλλά συνέβαλε τα μέγιστα στην «εξυγιαντική» προσπάθεια που έγινε κατά τη δεκαετία του ΄80 και είχε βασικό στόχο την απαλλαγή των οικονομιών από τις «οριακές» επιχειρήσεις. Ετσι η χρηματοπιστωτική στενότητα και η σκλήρυνση του νομίσματος, δηλαδή στην ουσία η ακαμψία των τιμών του χρήματος και του συναλλάγματος, επιστρατεύτηκαν για να εξοβελίσουν τις λιγότερο παραγωγικές οικονομικές μονάδες, που αποτελούσαν «δημιούργημα» του λανθασμένου σχηματισμού κεφαλαίου της κεϋνσιανής εποχής και που έως τότε συντηρούνταν είτε λόγω της σχετικά άφθονης προσφοράς χρήματος και πιστώσεων είτε λόγω κρατικής αρωγής. Η πολιτική που εφαρμόστηκε λοιπόν και στο πεδίο αυτό συνέτεινε στο να βαθύνει ακόμη περισσότερο η κρίση, αφού στο όνομα της εξυγίανσης η παραγωγική βάση συρρικνώθηκε στα πιο υγιή μέρη της, ο δείκτης της ανεργίας επιδεινώθηκε, και η τιμή της εργασίας καθηλώθηκε σε χαμηλά επίπεδα»[9].
Με δεδομένο ότι η κεϋνσιανή πολιτική διαχείρισης εφαρμόστηκε από «σοσιαλδημοκρατικά» και «νεοφιλελεύθερα» κόμματα, στις συνθήκες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανόρθωσης όπως εξίσου αμφότερα εφάρμοσαν και τη νεοφιλελεύθερη / μονεταριστική πολιτική διαχείρισης στις συνθήκες μετά την κρίση του ΄73, υπογραμμίζουμε το εξής:
Τα διλήμματα που περικλείουν τα ερωτήματα που θέσαμε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου δεν έχουν κανένα νόημα για την εργατική τάξη και ορισμένα εργαζόμενα τμήματα άλλων καταπιεζομένων κοινωνικών στρωμάτων. (Δηλαδή, τη φτωχή αγροτιά και τους επαγγελματίες εμπορο-βιοτέχνες κι όχι γενικά για τις ΜΜΕ, που ο προσδιορισμός τους ποικίλλει από χώρα σε χώρα, από περιοχή σε περιοχή ακόμα και της ίδιας χώρας - βλέπε Ιταλία - και είναι συνάρτηση πολλών άλλων παραγόντων η θέση και η άμεσα μελλοντική προοπτική τους).
Τόσο η πολιτική του «σκληρού» νομίσματος (βλέπε αντίστοιχα «σκληρής» δραχμής) όσο και η πολιτική υποτίμησης ή εκ νέου προσαρμογής σ΄ ένα σύστημα συναλλαγματικών ισορροπιών είναι μέρος ενός και του αυτού «παιχνιδιού». Είναι προσαρμογή νομισματικής πολιτικής στα πλαίσια μιας γενικότερης πολιτικής στήριξης των κερδών του κεφαλαίου σε συνθήκες γενικής κρίσης του καπιταλισμού. Είναι προσαρμογές της νομισματικής πολιτικής στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που διαμορφώνονται σαν ανάγκες στα πλαίσια μιας καπιταλιστικής οικονομίας. Μιας καπιταλιστικής οικονομίας που συμμετέχει με τις δικές της ανάγκες προσαρμογής σε μια περιφερειακή καπιταλιστική ένωση - και βέβαια και στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα - και τις δικές της ανάγκες και αδυναμίες στα πλαίσια του ανταγωνισμού του διεθνούς κεφαλαίου.
Και με αυτή την έννοια το περιεχόμενο της «ανταγωνιστικότητας» είναι καθαρά ταξικό. Δεν αφορά ούτε τους εργαζόμενους στην Ελλάδα, ούτε τους εργαζόμενους στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και οπουδήποτε αλλού, όταν δεν συσχετίζεται με το «ποιος ποιόν εξουσιάζει».
Το περιεχόμενο της «ανταγωνιστικότητας» δεν είναι ούτε γενικά «εθνικό», ούτε γενικά «διεθνικό». Τα συνθήματα αυτά αποτελούν συνειδητή ιδεολογική παρέμβαση του κεφαλαίου, πάνω στην οποία οικοδομούνται τα ανάλογα πολιτικά συνθήματα εγκλωβισμού σε εκλεπτυσμένη ή απροκάλυπτη γραμμή της «ταξικής συνεργασίας».
Τη σχέση διεθνικού - εθνικού για το κεφάλαιο δίνει με το δικό του τρόπο ο David D. Hale:
«Η νέα διεθνής τάξη τραπεζικών και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών θα περιλαμβάνει περιφερειακά μπλοκ ελευθέρου εμπορίου, διμερείς μορφές αμοιβαιότητας και εθνικής αντιμετώπισης, χρηματοοικονομικά ελεύθερες εισόδους στις περιφέρειες, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της ύπαρξης φορολογικής και οργανωτικής ακαμψίας του κέντρου, και τέλος έμμεση κυβερνητική υποστήριξη των ¨εθνικών πρωταθλητών¨ στην εμπορική και στην επενδυτική δραστηριότητα. Οι ΗΠΑ θα είναι μια σημαντική δύναμη πίσω από την εμφάνιση αυτού του συστήματος νέου ¨κατευθυνόμενου εμπορίου¨»[10].
ΑΝΑΤΡΕΧΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ[11]
Αφού είδαμε, έστω περιορισμένα, ορισμένες σύγχρονες μη μαρξιστικές αναλύσεις, μπορούμε να επανέλθουμε στα ερωτήματα προς θεωρητική προσέγγιση ανατρέχοντας στη μαρξιστική οικονομική θεωρία.
Ο Μαρξ ανέλυσε τόσο τις λειτουργίες της μετοχής όσο και εκείνες της Πίστης στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή.
ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ
Στην εποχή του Μαρξ, το Χρηματιστήριο αποτελούσε ακόμα δευτερεύον στοιχείο στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Την κύρια μάζα των χρηματιστηριακών αξιών αποτελούσαν τα κρατικά χρεόγραφα, η δε μάζα τους ήταν ακόμη σχετικά μικρή. Δίπλα στο χρηματιστήριο υπήρχαν οι μετοχικές τράπεζες, που κυριαρχούσαν στην ηπειρωτική Ευρώπη και στην Αμερική, ενώ στην Αγγλία μόλις τότε ετοιμάζονταν να καταβροχθίσουν τις ιδιωτικές τράπεζες, που ανήκαν στους αριστοκράτες.
Η κρίση του 1866, όπως περιγράφει ο Φ. Ενγκελς στο Συμπλήρωμα και επίλογο του ΙΙΙ τόμου σ΄ «ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» του Κ. Μαρξ, οδήγησε στην επέκταση της μετοχοποίησης, στην απόσπαση του καπιταλιστή από την άμεση συμμετοχή στη παραγωγή, ενίσχυσε την τάση να συγκεντρώνονται στα χέρια των χρηματιστών όλη η παραγωγή, η βιομηχανική και η αγροτική, καθώς κι όλη η κυκλοφορία, τα μέσα επικοινωνίας, καθώς και η λειτουργία ανταλλαγής, έτσι ώστε το χρηματιστήριο να γίνει «ο πιο έξοχος εκπρόσωπος της ίδιας της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής».
Σήμερα, η σύνθεση του γενικού δείκτη τιμών ενός χρηματιστηρίου δίνει σε όλο της το μεγαλείο την εξέλιξη που περιγράφει ο Φρ. Ενγκελς.
Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΟΧΗΣ
Ωστόσο, η μαρξιστική ανάλυση της μετοχής, αποτελεί το μίτο της Αριάδνης προκειμένου να κατανοηθεί ο ρόλος της Πίστης και του Χρηματιστηρίου στις συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού.
Η μετοχή είναι τίτλος ιδιοκτησίας με δόσεις πάνω στην υπεραξία που θα πραγματοποιήσει το κεφάλαιο, το επενδεδυμένο στην παραγωγή. Εδώ είναι η πηγή της αγυρτείας, της κερδοσκοπίας, της διαμόρφωσης, του πλασματικού κεφαλαίου*.
Οταν και όπου συμβαίνει αυτό, σε μια κατηγορία μετοχών ή συνολικά στο γενικό δείκτη τιμών ενός Χρηματιστηρίου, είναι αποτέλεσμα αντικειμενικών οικονομικών διαδικασιών. Ο υποκειμενικός παράγοντας, «ραντιέρηδες» ή όπως αλλιώς ονομασθούν, δεν καθορίζει - ούτε αλλάζει, ούτε διαμορφώνει νέους οικονομικούς νόμους - τις πραγματικές οικονομικές διεργασίες. Απλά αξιοποιεί αυτό που η ίδια η λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος παρέχει ως δυνατότητα κερδοσκοπίας.
Θα θέλαμε να συγκεντρώσουμε τη προσοχή του αναγνώστη και της αναγνώστριας σε αυτή την παρατήρηση, γιατί ορισμένες φορές παρουσιάζεται το φαινόμενο του «τζόγου στα χρηματιστήρια» με το κεφάλι κάτω.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
Η Πίστη είναι μέσα στη διαδικασία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Στην πιο απλή της μορφή είναι σχέση πιστωτή - οφειλέτη ανάμεσα στους εμπορευματοπαραγωγούς και εμπορευματεμπόρους.
Η Πίστη γενικώς διευκολύνει την ανταλλαγή (δεδομένου ότι οι εμπορευματοπαραγωγοί ούτε γενικώς απευθείας συναλλάσσονται μεταξύ τους ούτε γενικώς απευθείας φέρουν τα εμπορεύματά τους στη σφαίρα κυκλοφορίας).
Οσο πιο εκτεταμένο είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τόσο διευκολύνεται η συναλλαγή, αλλά ταυτόχρονα διευκολύνεται και η ανάπτυξη της κερδοσκοπίας.
«Οσο μεγαλύτερη είναι η ευκολία με την οποία μπορούν να παίρνονται τα δάνεια έναντι των απούλητων εμπορευμάτων, τόσο περισσότερα δάνεια αυτού του είδους παίρνονται, τόσο μεγαλύτερος είναι ο πειρασμός να παράγονται εμπορεύματα ή να ρίχνουν σε μακρινές αγορές παραγμένα εμπορεύματα, μόνο και μόνο για να πάρουν πριν απ΄ όλα έναντί τους δάνεια σε χρήμα»[12].
Βάση της κερδοσκοπίας είναι ακριβώς οι ξεχωριστές φάσεις της κυκλοφορίας ή της μεταμόρφωσης των εμπορευμάτων, ή της μεταμόρφωσης του κεφαλαίου.
Αυτές οι μεταμορφώσεις του κεφαλαίου είναι που συγκαλύπτονται και οδηγούν σε επιφανειακές ερμηνείες του τύπου «αεριτζίδικο», «παρασιτικό» κεφάλαιο, «αποσπασμένο από τις παραγωγικές επενδύσεις».
Ενας χρηματοπιστωτικός οργανισμός διαθέτοντας το χρηματικό κεφάλαιο (με την έννοια του τοκοφόρου) αφαιρεί μέρος της παραγόμενης υπεραξίας από τον εμπορευματοπαραγωγό ή και τον έμπορο που ήδη έχει συγκεντρώσει στα χέρια του μέρος της υπεραξίας. Ετσι, τίποτε δεν προκύπτει ως κέρδος έξω από την παραγωγική διαδικασία, έστω και αν δεν φαίνεται με την επιφανειακή κίνηση του κέρδους στη σφαίρα της κυκλοφορίας.
Ο Μαρξ κάνει σαφή διάκριση των μεταμορφώσεων που υφίστανται τα εμπορεύματα στις ξεχωριστές φάσεις της κυκλοφορίας, των μεταμορφώσεων του κεφαλαίου.
Ισως αξίζει να προσέξει κάποιος τη διάκριση ανάμεσα στο εμπορευματικό κεφάλαιο (ή και χρηματεμπορευματικό κεφάλαιο) και το εμπορικό χρήμα. Το πρώτο αντιπροσωπεύει συγκεκριμένες αξίες (που περιλαμβάνουν και τη δημιουργημένη υπεραξία) εμπορευμάτων. Το δεύτερο, το καθεαυτό εμπορικό χρήμα, αποτελεί κάθε είδους γραπτή υπόσχεση πληρωμής σε καθορισμένη ημερομηνία. (Πχ. στην εποχή του Μαρξ κυρίως οι συναλλαγματικές. Στις μέρες μας έχουμε νέες μορφές υπόσχεσης πληρωμής μέσω ηλεκτρονικών διευκολύνσεων των συναλλαγών).
Οταν συμψηφίζονται απαιτήσεις και υποχρεώσεις - ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος - τότε λειτουργούν οι διάφορες μορφές εμπορικού χρήματος - ως χρήμα γενικό ισοδύναμο αξιών. Δεν απαιτείται μετατροπή σε χρήμα (συναλλαγματικών κλπ.). Οταν δεν συμψηφίζονται απαιτήσεις και υποχρεώσεις, τότε διάφορες μορφές καθεαυτό εμπορικού χρήματος (επιταγές, ομόλογα κλπ.) χάνουν την αξία τους (ως γενικό ισοδύναμο αξιών). Δεν αντιστοιχούν σε ανάλογο χρήμα, που κρατούν οι τράπεζες στα χέρια τους. Δεν αντιπροσώπευαν ανάλογες αξίες. Τότε κάθε είδους χρεόγραφα (βλέπε κυρίως ομόλογα κρατικά), καθώς και τα τραπεζογραμμάτια (βλέπε χαρτονόμισμα) χάνουν την αξία τους. Τα παραπάνω είναι μέρος του τραπεζικού κεφαλαίου, μαζί με τα αποθέματα χρυσού και συναλλάγματος* .
Με την εκτεταμένη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, των συναλλαγών, η ισορροπία στο συμψηφισμό απαιτήσεων και υποχρεώσεων δεν αφορά μόνο το συνολικό χρηματοπιστωτικό σύστημα ενός καπιταλιστικού κράτους αλλά και σε σχέση με άλλα καπιταλιστικά κράτη ή και περιφερειακές καπιταλιστικές ενώσεις. Οταν αντικειμενικά αλλάζει μια ισορροπία συναλλαγματική και η τυπική εκδήλωση αυτής της αλλαγής συγκρατείται με διαφόρων ειδών παρεμβάσεις (μέσω της Κεντρικής Τράπεζας) τότε πάντα είναι ανοικτό και το πεδίο των «τεχνητών» πιέσεων.
ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ
ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
Τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα εφ΄ όσον υπάρχει διαπλοκή των λειτουργιών του χρηματιστηρίου με τις λειτουργίες της Πϊστης στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή.
Στις μέρες μας όχι μόνο διευρύνεται ο ρόλος του χρηματεμπόρου, ο ρόλος των τραπεζών, αλλά διευρύνεται η λειτουργία νέων μορφών χρηματεμπορίου (βλέπε νέο τύπο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργεί ενδιάμεσα στις τράπεζες και τα χρηματιστήρια, τις λεγόμενες «Ασφαλιστικές εταιρείες», τις χρηματιστηριακές εταιρείες, όπως η γιαπωνέζικη «Yamaichi Securities», που πρόσφατα πτώχευσε). Στα «σκαριά» βρίσκονται εξελίξεις που αφορούν κολοσσιαίες συγχωνεύσεις στο χρηματοοικονομικό κλάδο. Συγχωνεύσεις, που παρά τους κάποιους νομοθετικούς περιορισμούς, φιλοδοξούν να αγκαλιάσουν όλο το κύκλωμα - τράπεζα, χρηματιστηριακές επιχειρήσεις. Στα πλαίσια αυτά κινείται η ένωση του Ομίλου παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών Travelers Group με τη Citicorp μητρική της Citibank[13].
Σε αυτές τις λειτουργίες οικοδομείται ένα ολόκληρο σύστημα αγυρτείας, απάτης σχετικά με την ίδρυση επιχειρήσεων, έκδοση μετοχών, εμπόριο μετοχών.
Αδήριτη είναι η σχέση των αντιθέσεων στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής με τις αντιθέσεις που εμφανίζονται στις λειτουργίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Αυτή την πραγματικότητα παραδέχονται σήμερα οι ίδιοι οι κεφαλαιοκράτες και οι πιο άμεσοι και επιφανείς εκπρόσωποί τους.
«Κάναμε όλοι λάθος όσον αφορά τις δυνατότητες ανάπτυξης της μεγαλύτερης περιοχής του κόσμου», τονίζει ο Ερνστ - Μόριτς Λιπ, μέλος του συμβουλίου της γερμανικής τράπεζας Dresdner.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Γκέντερ Ρέξροντ ομολογεί ότι ήταν λάθος η ενθάρρυνση των τραπεζών να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες που προσέφεραν οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της περιοχής, με αποτέλεσμα τώρα να είναι πολύ μεγάλη η έκθεση των γερμανικών τραπεζών, με μόνο αυτή της Deutsche Bank να ανέρχεται σε 31 δις μάρκα[14].
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, οι γερμανικές τράπεζες έχουν στην Ασία συνολικά ανοίγματα ύψους 47,2 δισ. δολαρίων, ενώ για τις γαλλικές τράπεζες το άνοιγμα υπολογίζεται μέχρι τα μέσα του 1997 - στα 40,4 δισ. δολάρια[15].
Τα περί «νέων» εκσυγχρονιστικών ιδεών για «οικονομίες», για «εγκράτεια» της βασικής παραγωγικής δύναμης, της εργατικής, για να γίνει πιο ανταγωνιστική η «εθνική» οικονομία, είναι σταχτή στα μάτια της εργατικής τάξης, Η κοινωνικοποίηση της παραγωγής οδήγησε στην προσαρμογή των σχέσεων παραγωγής (των σχέσεων ιδιοκτησίας) στα πλαίσια του συστήματος, σε μορφή μετοχική. Σε κάθε κρίση η Πίστη, βοηθά στη συγκέντρωση της κοινωνικής παραγωγής στα χέρια λίγων. Ιστορικά αποτέλεσε τον κύριο μοχλό για τη βαθμιαία μετατροπή των κεφαλαιοκρατικών ιδιωτικών επιχειρήσεων σε κεφαλαιοκρατικές μετοχικές επιχειρήσεις. Σήμερα λειτουργεί σαν μοχλός για τη συγκέντρωση πακέτου μετοχών ή και ολόκληρων μετοχικών επιχειρήσεων στα χέρια λίγων, σε μονοπωλιακές ενώσεις, ομίλους κλπ.
Η Πίστη επιταχύνει το προτσές παραγωγής γενικά, από την μια πλευρά. Από την άλλη, επιτρέπει να κρατούν ξεχωριστές, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, τις πράξεις αγοράς και πώλησης.
Το πιστωτικό σύστημα εμφανίζεται ως κύριος μοχλός της υπερπαραγωγής και της υπερκερδοσκοπίας στο εμπόριο. Αυτό γίνεται μόνο και μόνο γιατί το προτσές της αναπαραγωγής, που είναι ελαστικό, εντείνεται στα ακρότατα όρια, και έτσι επιταχύνονται τα βίαια ξεσπάσματα της αντίθεσης.
Εντείνεται μάλιστα για το λόγο ότι ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού κεφαλαίου χρησιμοποιείται από τους μη ιδιοκτήτες του, γι΄ αυτό ρίχνονται στην επιχείρηση εντελώς διαφορετικά από τον ιδιοκτήτη, που όσο δρα ο ίδιος, υπολογίζει με φόβο τα όρια του ατομικού κεφαλαίου του.
Εντείνεται, πολύ περισσότερο, από το γεγονός ότι υποκαταστάθηκε η σε χρυσό και άργυρο, άλλοτε, βάση των νομισματικών συστημάτων από το χάρτινο νόμισμα. Σήμερα το χάρτινο νόμισμα υποκαθίσταται σε μεγάλο βαθμό από το λεγόμενο «ηλεκτρονικό χρήμα», τόσο ως μέσο κυκλοφορίας (βλέπε πιστωτικές κάρτες) όσο και ως μέσο πληρωμών, στη λειτουργία του ως χρηματικό κεφάλαιο (πχ. αγοραπωλησία μετοχών, μετατρεψιμότητα συναλλάγματος μέσω ηλεκτρονικών δικτύων).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
«Η τράπεζα και η Πίστη, όμως, γίνονται ταυτόχρονα το πιο ισχυρό μέσο, για να οδηγηθεί η κεφαλαιοκρατική παραγωγή πέρα από τα δικά της όρια και ένας από τους πιο αποτελεσματικούς μοχλούς των κρίσεων και της απάτης.
Το τραπεζικό σύστημα, υποκαθιστώντας το χρήμα με διάφορες μορφές πιστωτικής κυκλοφορίας, δείχνει ακόμα, ότι το χρήμα δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτα άλλο από μια ιδιαίτερη έκφραση του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας και των προϊόντων της, που, επειδή βρίσκεται σε αντίθεση με τη βάση της ατομικής παραγωγής, οφείλει να εμφανίζεται πάντα σε τελευταία ανάλυση σαν ένα πράγμα, σαν ένα ιδιαίτερο εμπόρευμα δίπλα σε άλλα εμπορεύματα»[16].
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ - ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
Οι αλλεπάλληλες χρηματιστηριακές και νομισματικές κρίσεις στην Ν. Α. Ασία φαίνεται να είναι η κορυφή του παγόβουνου. Η νομισματική και χρηματιστηριακή κρίση στις «Νέες Τίγρεις», στην Ιαπωνία, σύμφωνα και με τα στοιχεία αστών οικονομολόγων και αναλυτών, είναι εκδήλωση κρίσης υπερπαραγωγής. Με ηπιότερους ρυθμούς εκδηλώνεται η κρίση και στις «αναδυόμενες» χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Ειδικότερα όσον αφορά το «οικονομικό θαύμα» της Ιαπωνίας, του τρίτου ιμπεριαλιστικού κέντρου, αξίζει να σημειώσουμε τη δήλωση του προέδρου του ιαπωνικού κολοσσού SONY, Νόριο Οχγκα: «Η ιαπωνική οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης. Αν η κατάσταση της οικονομίας συνεχίσει να επιδεινώνεται, θα έλθουμε αντιμέτωποι με τον αποπληθωρισμό. Κάτι τέτιο αναμφισβήτητα θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία»[17]. Οι δε γενικότεροι συσχετισμοί του θύμιζαν αναφορές στην οικονομική κρίση του ΄29.
Οι δηλώσεις αυτές μπορεί να έχουν και το στοιχείο της προτροπής «στήριξης» από τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Ωστόσο εκφράζουν μια πραγματικότητα που οφείλουμε να παρακολουθήσουμε συστηματικότερα.
Κανένας δεν αμφισβητεί - ή φαίνεται να μην ανησυχεί - τις επιπτώσεις αυτής της «ασιατικής γρίππης», όπως τη χαρακτήρισαν, στην οικονομία των ΗΠΑ και της ΕΕ. Εχουν δοθεί στοιχεία για τις επιπτώσεις στη ζήτηση του «μαύρου χρυσού» και στην τιμή ανά βαρέλι[18]. Εχουν γίνει συσχετισμοί με την πτώση της τιμής των μετοχών τους. Αλλά και οι εκπρόσωποι άλλων αμερικανικών κολοσσών, με αμύθητα κέρδη - General Electric, United Technologies, Xerox, Chrysler - φαίνονται προβληματισμένοι για τις μελλοντικές επιπτώσεις της «ασιατικής γρίππης»[19].
Το ίδιο, ο πρόεδρος της Siemens, Χάινριχ φον Πίρερ δηλώνει ότι «δεν θα πάρουμε όλα αυτά που περιμέναμε»[20].
Στις προβλεπόμενες επιπτώσεις έχουν σημειωθεί:
· Η μείωση των πωλήσεων αμερικανικών και ευρωπαϊκών προϊόντων στην αγορά της Ν. Α. Ασίας με τις ανάλογες επιπτώσεις στον όγκο παραγωγής τους και στη συνέχεια στη πτώση τιμών των πρώτων υλών (ήδη έχει σημειωθεί η πτώση της τιμής του πετρελαίου)
· Ο κίνδυνος να πλημμυρίσει η αμερικανική αγορά από φθηνά ασιατικά προϊόντα.
· Σημειώνεται ότι τα χρηματιστήρια της Αμερικής και της Ευρώπης εξακολουθούν να είναι υπερτιμημένα, πράγμα που σημαίνει ότι αναπόφευκτα οι πτώσεις τιμών είναι μπροστά τους. Ο Edmond Warner, επικεφαλής του παγκόσμιου στρατηγείου της Nat West Securities, δηλώνει: «Αυτό το οποίο βλέπουμε είναι ένα τεράστιο μπαλόνι που έχει τρυπήσει από πολλές πλευρές ... Στις ΗΠΑ υπάρχει ο φόβος για υψηλότερα επιτόκια και βλέπουμε να έχουν κτυπηθεί οι μετοχές των μεγάλων εταιρειών υψηλής τεχνολογίας. Στη Μεγάλη Βρετανία επικρατεί σύγχυση σχετικά με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Ενοποίηση. Εχουμε μια μεταδοτική ασθένεια» (Guardian, 28.10.΄97)[21].
Κεφαλαιοκράτες και οι οικονομικοί και πολιτικοί εκπρόσωποί τους αναζητούν «λύσεις» με στόχο την εξασφάλιση του μέγιστου δυνατού μονοπωλιακού κέρδους, αλλά και τη «διάσωση» του συστήματος. Ο μεγαλοχρηματιστής Τζορτζ Σόρος μιλά για «δημιουργία μιας εταιρείας ασφαλιστικών πιστώσεων, που θα δρα εκ παραλλήλου με το ΔΝΤ και η οποία θα ενημερώνει για το μέγεθος των πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί διεθνώς, ώστε να προστατευτούν οι επενδυτές και να μπει ένα φρένο στην αλόγιστη χορήγηση πιστώσεων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα οικονομικά μεγέθη, όπως έγινε στην περίπτωση της Ν. Κορέας»[22].
Αν έχει κάποια αξία η παραπάνω δήλωση είναι γιατί επιβεβαιώνει:
α) Τη μαρξιστική θέση για το ρόλο της Πίστης που εμφανίζεται ως κύριος μοχλός της υπερπαραγωγής και της κερδοσκοπίας στο εμπόριο, μόνο και μόνο γιατί εντείνει στα ακρότατα όρια το προτσές της παραγωγής, και έτσι επιτυγχάνονται τα βίαια ξεσπάσματα της αντίθεσης.
β) Την εκτίμηση του ΚΚΕ και άλλων κομμουνιστικών δυνάμεων για τον περιβόητο «καπιταλιστικό δυναμισμό» σε σύγκριση με την «κατάρρευση» του σοσιαλιστικού συστήματος, με απόδειξη το «οικονομικό» θαύμα των παλιών και νέων ¨Τίγρεων¨».
γ) Την ουσία της περιβόητης «ελευθερίας της αγοράς». Η «ελευθερία της αγοράς» στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του διεθνούς καπιταλισμού, καθοριζόταν και καθορίζεται από κρατικές, διακρατικές μονοπωλιακές ρυθμίσεις, μέσω ενός πολυπλόκαμου μηχανισμού με εύθραυστες ισορροπίες και όξυνση των αντιθέσεων.
Από την άλλη, η «ιστορία επαναλαμβάνεται» τραγικά, αφού ο καπιταλισμός έχει αναλλοίωτους νόμους κίνησής του. Τα διεθνή κεφάλαια «τρέχουν» εκεί που υπάρχουν ευνοϊκότεροι όροι για την απομύζηση της μεγαλύτερης υπεραξίας. «Δια του λόγου το αληθές - όπως αναφέρει ο αρθρογράφος - η Chevron ανακοίνωσε χθες εξερευνητικό πρόγραμμα (αξίας 6,3 δισ. δολαρίων) για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στη Δ. Αφρική, στο Καζακστάν, στον Καναδά, ακόμη και στον Κόλπο του Μεξικού. Η Amoco ξόδεψε πέρυσι για ανάλογες επενδύσεις 4 δισ. δολάρια, ενώ η TEXACO δαπάνησε πέρυσι 6 δισ. δολάρια ...»[23].
Το βέβαιο είναι ότι τη κρίση την πληρώνουν οι λαϊκές δυνάμεις, και κανείς δεν αμφισβητεί τη ραγδαία επερχόμενη εξαθλίωσή τους για τις χώρες της Ν. Α. Ασίας. Το ερώτημα που έχει ενδιαφέρον είναι: πού βρίσκεται η ανάπτυξη του υποκειμενικού παράγοντα σ΄ αυτές τις χώρες; Σε τι κατάσταση βρίσκεται το εργατικό κίνημα, κυρίως το επαναστατικό, στην Ιαπωνία;
΄Η ακόμα, αν μπορεί να διερευνηθεί κατά πόσο μπορεί να εξελιχθεί σε «αδύνατο κρίκο» του ιμπεριαλισμού;
Η Ευρώπη, ή αλλιώς, αναφερόμενοι σ΄ αυτήν ως ιμπεριαλιστικό κέντρο η «Ευρωπαϊκή Ενωση», δεν είναι απαλλαγμένη από τις αντιφάσεις. Διαπρεπείς αστοί οικονομολόγοι και πολιτικοί αμφισβητούν όχι μόνο τη δυνατότητα λειτουργίας του ΕΥΡΩ αλλά και την συνδέουν με την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων[24].
Και μέσα στα πλαίσια της ΕΕ - ή και ευρύτερα της Ευρωπαϊκής ηπείρου - αξίζει να μελετηθεί το ενδεχόμενο «αδύνατου κρίκου».
Η οικονομική και νομισματική πολιτική της κυβέρνησης του Κ. Σημίτη δεν πρωτοτυπεί. Ηδη χαρακτηρίσαμε την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής της ως προσαρμογή σε υπαρκτά δεδομένα της συναλλαγματικής ισοδυναμίας της δραχμής. Η «ανάσα» που μπορεί να της δώσει, δεν απαλλάσσει την καπιταλιστική οικονομία από τις εσωτερικές αντιθέσεις που βρίσκονται σε διαδικασία νέου κύκλου όξυνσης.
Χωρίς να διακινδυνεύσουμε, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι πυκνώνουν τα σύννεφα πάνω από το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα.
Το κυριότερο ζήτημα είναι η επιστημονικά τεκμηριωμένη αναζωογόνηση της επαναστατικής στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ώστε να οδηγήσει σε δυο αναγκαίες κατακτήσεις: α) την ανάπτυξη της ιδεολογικής - πολιτικής επιρροής του στο εργατικό κίνημα, στην έκφραση της σε ταξικούς αγώνες και ανάλογες κοινωνικο-πολιτικές συμμαχίες, β) την κοινή ταξική πάλη της διεθνούς εργατικής τάξης ενάντια στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, σε τελική ανάλυση ενάντια στο σύγχρονο καπιταλισμό, για το σοσιαλισμό.
[1] Βλέπε: Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 2 Νοεμβρίου 1997, σελ. 59: Πως «σκέπτεται» η οικονομία του 2000;
- Περιοδικό ΘΕΜΑ IN TEMA, τεύχος 1, Ιανουάριος - Φεβρουάριος 1998, Allan Wood: Το διεθνές χρηματιστηριακό κραχ και οι συνέπειές του.
[2] ... «Η περιουσία λοιπόν αυτών των 358 πλουτοκρατών του κόσμου, σε δισεκατομμύρια δολάρια, αντιστοιχεί με το συνολικό εισόδημα του 45% του παγκόσμιου πληθυσμού, που ανέρχεται σε 2.300 εκατ». ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 20.10.1996.
[3] ... «Στην Ευρώπη το ποσοστό των Ευρωπαίων που ζουν κάτω απ΄ το επίπεδο της φτώχειας αυξήθηκε τα τελευταία 20 χρόνια κατά 40%. Συγκεκριμένα τα 38.000.000 φτωχών το 1975, έγιναν 44.000.000 το 1985 και σήμερα αγγίζουν τουλάχιστον τα 60.000.000. Από την άλλη πλευρά, η «Γιούνισεφ» επισημαίνει πως περισσότεροι από 1,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι σ΄ όλο τον κόσμο πλήττονται από αφόρητη φτώχεια, ενώ απ΄ αυτούς τα 650 εκατομμύρια είναι παιδιά». ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 18.10.1997, σελ. 17.
[4] «... ως τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 ο αριθμός (των ξένων μεταναστών στην Ελλάδα) τους κυμαίνεται γύρω στα 30.000 άτομα ... σήμερα οι ξένοι μετανάστες υπολογίζονται σε 450.000 άτομα («Το Βήμα», 28.9.1997»)». ΤΟ ΒΗΜΑ,19.10.1997.
[5] «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», Οικονομικά, 25/11/1997.
[6] ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2/11/1997, άρθρο του Μπάμπη Μιχάλη.
[7] M. M. Thomas, The Ropespinner Conspiracy, Londino, 1987, sel. 130-131.
* Ανδρέα Ανδριανόπουλου, «Δημοκρατικός καπιταλισμός και κοινωνία της γνώσης», εκδόσεις Libro, σελ. 211-213.
[8] Η Νέα Παγκόσμια Οικονομία (συλλογικό), εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ. Θοδωρή Πελαγίδη: Η πολιτική οικονομία της βιομηχανικής προσαρμογής (από το κεφάλαιο 2.1 Κρίση των αγορών;), σελ. 194-197.
[9] Η Νέα Παγκόσμια Οικονομία (συλλογικό), εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ. Θοδωρή Πελαγίδη: Η πολιτική οικονομία της βιομηχανικής προσαρμογής (από το κεφάλαιο 2.1 Κρίση των αγορών;), σελ. 221-224.
[10] Η Νέα Παγκόσμια Οικονομία (συλλογικό), εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ. David D. Hale: Παγκόσμια χρηματοδότηση και καταφυγή στο κατευθυνόμενο εμπόριο, σελ. 143.
[11] Βλέπε: Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος ΙΙΙ, σελ. 504 - 685 και 1115 - 1117, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
* Και επειδή σημασία έχουν τα πάντα, και οι λέξεις εκφράζουν συγκεκριμένα νοήματα, έννοιες, ας είμαστε πιο ακριβείς στη χρήση τους. Η υπογράμμιση αυτή στοχεύει ακριβώς στην επισήμανση της έννοιας του πλασματικού κεφαλαίου σε διάκριση από τη συχνά χρησιμοποιούμενη του «χρηματιστηριακού» κεφαλαίου.
[12] Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος ΙΙΙ, σελ. 513.
* Που βρίσκεται η δυνατότητα μη συμψηφισμού απαιτήσεων και υποχρεώσεων ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος; Ακριβώς στο συνδυασμό της λειτουργίας της μετοχής με το ρόλο της πίστης.
Η πίστωση μιας παραγωγικής επένδυσης μπορεί να δημιουργήσει κλίμα ευφορίας ως προς το προσδοκώμενο κέρδος. Η αυξανόμενη ζήτηση μετοχών της αντίστοιχης εταιρείας ανεβάζει την τιμή της μετοχής. Στο βαθμό που δεν πραγματοποιηθεί η ανάλογη παραγωγή αξιών ή και δεν μετατραπεί αντίστοιχα η υπεραξία σε κέρδος - μέσω της κυκλοφορίας - τότε αντικειμενικά η ονομαστική τιμή της μετοχής στο χρηματιστήριο υπόκειται στη πίεση της πτώσης.
Το φαινόμενο αυτό, της απαξίωσης της τιμής της μετοχής, μέσω της λειτουργίας του χρηματιστηρίου, ανάλογα μπορεί να εκφρασθεί και μέσω της λειτουργίας των χρηματιστηριακών επιχειρήσεων και των ασφαλιστικών εταιρειών που συγκεντρώνουν αναπασχόλητο εισόδημα και κεφάλαιο.
Ανάλογη διαδικασία οδηγεί στην απαξίωση του νομίσματος, όταν ανατρέπεται ο συμψηφισμός απαιτήσεων και υποχρεώσεων στα πλαίσια της Κεντρικής Εκδοτικής Τράπεζας μιας χώρας.
[13] Εφημερίδα ΕΞΟΥΣΙΑ, 7.4.1998, σελ. 11/51 (Π. Χρυσανθόπουλος).
[14] Εφημερίδα ΕΞΟΥΣΙΑ, 3.2.1998 σελ. 15/45 (Μ. Λίτση).
[15] Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, The Wall Street Journal, 25.1.1998, Chr. Rhoads & M. Marshall .
[16] Καρλ Μαρξ: Το Κεφάλαιο, τόμος 3ος, σελ. 758.
[17] Εφημερίδα: ΕΞΟΥΣΙΑ, 3.3.1998, σελ. 11/51.
[18] Εφημερίδα: ΕΞΟΥΣΙΑ, 23.1.1998.
[19] Εφημερίδα: ΕΞΟΥΣΙΑ, 24.1.1998, σελ. 15/45.
[20] Εφημερίδα: ΕΞΟΥΣΙΑ, 3.4.1998, σελ. 13/53.
[21] Περιοδικό ΘΕΜΑ ΙΝ ΤΕΜΑ, Allan Wood «Το Διεθνές Χρηματιστηριακό κραχ και οι συνέπειές του ...».
[22] Εφημερίδα: ΕΞΟΥΣΙΑ, 3.2.1998, σελ. 15/45.
[23] Εφημερίδα: ΕΞΟΥΣΙΑ, 24.1.1998, σελ.15/45 (Γ. Τσιάρα)
[24] Βλέπε: - Εφημερίδα ΕΞΟΥΣΙΑ, 4.3.1998, σελ. 12. Απόσπασμα από συνέντευξη του νομπελίστα Αμερικανού οικονομολόγου Μίλτον Φρίντμαν, που δημοσιεύτηκε στο «Forbes Magazine».
- Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, The Wall Street Journal, 18.1.1998, Lawrence Ingrassiou: «Η ιστορία των ενιαίων νομισμάτων».
- Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 8.3.1998, σελ. 59. Συνέντευξη του David Mulford, πρώην υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, αντιπροέδρου του διεθνούς οργανισμού Credit Suisse First Boston (και προέδρου του Ευρωπαϊκού Τμήματος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου