5 Μαΐ 2012

Βασικές πολιτικές εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα από το 1974 μέχρι το 2007


Βασικές πολιτικές εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα από το 1974 μέχρι το 2007




Λίγο πριν από τις εκλογές και με δεδομένες τις δυσκολίες του αστικού πολιτικού συστήματος στη διαχείριση της κρίσης, δηλαδή στην αδυναμία του να χειραγωγεί λαϊκές δυνάμεις στην αστική πολιτική όπως πριν, εμφανίζονται «νέα αστικά κόμματα» στην πολιτική σκηνή, «Ανεξάρτητοι Ελληνες» του Π. Καμμένου, ή συμπληρώματα άλλων, όπως ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗΜ.ΑΡ., με αποσπάσεις βουλευτών από ΠΑΣΟΚ - ΝΔ. Αφορμή στάθηκε τάχα η διαφωνία με το μνημόνιο 2 και τη δανειακή σύμβαση. Το φαινόμενο δεν είναι νέο. Οι αστοί σε περιόδους φθοράς των βασικών τους πυλώνων στο αστικό πολιτικό σύστημα όπως τώρα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, δημιουργούν εφεδρείες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος και τέτοιο ρόλο επιχειρούν να παίξουν οι λεγόμενες αντιμνημονιακές δυνάμεις. Για του λόγου το αληθές, αν και ολόκληρη η ιστορία του αστικού πολιτικού συστήματος βρίθει τέτοιων περιπτώσεων, σήμερα δίνουμε ένα ελάχιστο μέρος αυτής της ιστορίας, από το 1974 και μετά. Για παράδειγμα, η ΝΔ δεν υπήρχε πριν τη δικτατορία, όπως και το ΠΑΣΟΚ, υπήρχαν αντίστοιχα η ΕΡΕ και η «Ενωση Κέντρου», συνέχεια των οποίων και με πυρήνα τα ίδια ηγετικά στελέχη είναι ΝΔ - ΠΑΣΟΚ. Ας το παρακολουθήσουμε.
****
Ενα διάστημα πριν από το λαϊκό ξεσηκωμό στο Πολυτεχνείο (15-16-17 Νοέμβρη 1973), η αστική δικτατορική κυβέρνηση της 21ης Απρίλη 1967 βρισκόταν ήδη αντιμέτωπη με το σύνολο του πολιτικού κόσμου και με τον εξόριστο βασιλιά, καθώς και με το μεγάλο τμήμα του λαού. Πλατιά ήταν και η διεθνής αντίθεση με τη δικτατορία.
Ταυτόχρονα, μετά από αρκετά χρόνια, είχε κάνει αισθητή την παρουσία του το μαζικό αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, που επιπλέον παρουσίαζε ισχυρές τάσεις ακόμα μεγαλύτερης ανόδου, όπως είχαν δείξει οι δύο καταλήψεις της Νομικής Σχολής (Φλεβάρης και Μάρτης 1973).
Και το ακόμα χειρότερο για τη δικτατορία: Εκδηλώθηκε το αντιχουντικό κίνημα στο Πολεμικό Ναυτικό (Μάης 1973), που μπορούσε να προκαλέσει ή και που έδειχνε ότι θα υπάρξουν αλυσιδωτές εστίες αντίδρασης στο Στρατό, στο βασικό και πιο δυναμικό στήριγμα της χούντας.
Οι παραπάνω εξελίξεις συντελούνταν στο έδαφος της νέας οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού που ξέσπασε το 1973 και βεβαίως εκδηλώθηκε και στην Ελλάδα. Οι προϋποθέσεις αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου είχαν χειροτερέψει σημαντικά. Χαρακτηριστική ήταν η μείωση των επενδύσεων, με προεξάρχουσα τη μεγάλη πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας1. Πτώση υπήρχε και στους ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων στην αγροτική οικονομία, ενώ η άνοδός τους στη βιομηχανία και στις μεταφορές, αν και παρουσίαζε μια σχετική σταθερότητα, είχε εξασθενήσει. Το φαινόμενο αφορούσε τόσο στις ιδιωτικές όσο και στις επενδύσεις του κρατικού καπιταλιστικού τομέα.
Για να εκτονώσει το βαρύ κλίμα, η χουντική κυβέρνηση του Γεωργίου Παπαδόπουλου προχώρησε στη λεγόμενη «φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος», με το γνωστό «πείραμα Μαρκεζίνη», όπως ονομάστηκε.
Στον Σπύρο Μαρκεζίνη, παλιό αστό πολιτικό, ανατέθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης που υποσχέθηκε τη διενέργεια εκλογών. Για να γίνει πειστική αυτή η «λύση», χαλάρωσαν μία σειρά δικτατορικών μέτρων, δίχως όμως και να καταργηθεί η δικτατορία.
Ο ξεσηκωμός στο Πολυτεχνείο και η αιματηρή καταστολή του ματαίωσαν τις διαδικασίες της «φιλελευθεροποίησης», ενώ η κυβέρνηση Παπαδόπουλου ανατράπηκε από το στρατιωτικό πραξικόπημα του ταξίαρχου Ιωαννίδη, στις 25 Νοέμβρη 1973. Η απομόνωση της δικτατορίας έγινε ακόμα μεγαλύτερη.
Την τελειωτική βολή στη δικτατορία έδωσε το πραξικόπημα στην Κύπρο κατά της κυβέρνησης Μακαρίου και η εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων που ακολούθησε. Στην Ελλάδα κηρύχτηκε γενική επιστράτευση, ενόψει πιθανού πολέμου με την Τουρκία.
Η ελληνική άρχουσα τάξη και ο αστικός πολιτικός κόσμος ανησύχησαν μήπως η κατάσταση φύγει από τον έλεγχό τους. Τότε ακριβώς η δικτατορία παρέδωσε την εξουσία. Στις 23 Ιούλη 1974 ήρθε στην Ελλάδα από το Παρίσι ο Κ. Καραμανλής και σχημάτισε την κυβέρνηση της λεγόμενης «εθνικής ενότητας», από προσωπικότητες της προδικτατορικής ΕΡΕ και του «κεντρώου» χώρου.
Ποιος ήταν ο χαρακτήρας αυτής της αλλαγής; Το ΚΚΕ τη χαρακτήρισε ως προϊόν συμβιβασμού2. Ελεγε ανάμεσα σε άλλα η απόφαση της ΚΕ στις 29 Ιούλη 1974:
«...Μπροστά σ' αυτήν την κατάσταση, η χουντική ηγεσία, με οδηγίες της Ουάσιγκτον και άλλων ηγετικών νατοϊκών κύκλων, ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας σε συντηρητικούς αστούς πολιτικούς, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Καραμανλή»3.
Νωρίτερα, στις 24 Ιούλη 1974, η ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου τόνιζε ότι «ο ελληνικός λαός δε βασανίστηκε, πάλεψε και μάτωσε επί 7,5 χρόνια για να συντελεστεί μία μεταμφίεση του ζυγού του»4.
Λίγους μήνες αργότερα (Γενάρη 1975) η 2η Ολομέλεια της ΚΕ υπογράμμιζε:
«...το γεγονός ότι η αντικατάσταση της δικτατορίας έγινε από τα πάνω με συμβιβασμό ανάμεσα στη χούντα, τους ιμπεριαλιστές και τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, καθόρισε τον περιορισμένο χαρακτήρα της μεταβολής της 23 του Ιούλη. Στην εξουσία ήρθαν οι συντηρητικές δυνάμεις. Πρόκειται για αναγκαστική αλλαγή μορφής εξουσίας των μονοπωλίων εγχώριων και ξένων...»5.
Η στρατιωτική δικτατορία των χρόνων 1967-1974, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των πρωταγωνιστών της, οδήγησε στην επιτάχυνση του εκσυγχρονισμού του αστικού πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Η προσαρμογή του στα νέα δεδομένα αποτέλεσε βασική προϋπόθεση για τη θωράκιση και τη μακροημέρευσή του. Σε αυτήν την ανάγκη ανταποκρίθηκε6 ομόγνωμα ο αστικός πολιτικός κόσμος, πρώτοι απ' όλους ο Κ. Καραμανλής και το κόμμα που ίδρυσε το 1974, η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ)7.
Το αστικό πολιτικό σύστημα, όπως ήταν διαμορφωμένο μέχρι το 1967, εξάντλησε τα όριά του για τους εξής λόγους:
1. Εξαιτίας των αντιθέσεων ανάμεσα στα αστικά κόμματα και στο παλάτι που διατηρούσε σημαντικές εξουσίες8.
2. Λόγω της μεταπολεμικής αστικής πολιτικής ανασυγκρότησης, που είχε στηριχτεί στη διαμόρφωση εκείνων των μέσων και μηχανισμών καταστολής, που δεν ανταποκρίνονταν πια στις ανάγκες ενσωμάτωσης ευρύτατων λαϊκών δυνάμεων.
3. Εξαιτίας των αντιθέσεων της άρχουσας τάξης με συμφέροντα των ΝΑΤΟικών συμμάχων της στη Μεσόγειο, πρωταρχικά οι εξελίξεις από την τουρκική εισβολή («Αττίλας 1» και «Αττίλας 2») και την κατοχή του 37% της Κύπρου, όπου ο ρόλος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ήταν προκλητικά εμφανής.
Στα προηγούμενα πρέπει ασφαλώς να συνυπολογιστούν η ριζοσπαστικοποίηση πλατιών λαϊκών μαζών, που είχε επέλθει κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και η εκδηλωμένη γενική λαϊκή απαίτηση να μην επαναληφθούν οι «ανώμαλες» καταστάσεις του παρελθόντος. Μαζί τους, η αισθητή υποχώρηση του αντικομμουνισμού, που μετά το 1974 υποχρεώθηκαν την πιο ωμή έκφρασή του να εγκαταλείψουν και οι αστοί πολιτικοί που πρωτοστατούσαν στον αντικομμουνισμό πριν από τη δικτατορία.
Αυτοί οι λόγοι επέβαλαν τη νομιμοποίηση της δράσης του ΚΚΕ, καθώς και την κατάργηση αντικομμουνιστικών νόμων που ίσχυαν από τα χρόνια του Εμφυλίου, ορισμένοι και πριν από το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο.
Παράλληλα, τη σκέψη και τις αποφάσεις της ηγεσίας της ΝΔ και γενικά του αστικού πολιτικού κόσμου επηρέαζαν αισθητά στη νέα τακτική τους η σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ (ΕΕ), που είχε «παγώσει» στα χρόνια της δικτατορίας, σε συνδυασμό με την επιδιωκόμενη ένταξη σε αυτή.
Το πιο σημαντικό γεγονός, που χρωμάτισε την περίοδο της λεγόμενης μεταπολίτευσης, ήταν η νομιμοποίηση του ΚΚΕ μετά από 27 χρόνια παρανομίας. Πέρα από την ύπαρξη των διαμορφωμένων συνθηκών, βασικός λόγος που την επέβαλε ντε φάκτο ήταν η παρέμβαση του ΚΚΕ, που εμφανίστηκε αμέσως μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, με την άφιξη της καθοδήγησής του στην Ελλάδα και με το άνοιγμα των κεντρικών γραφείων του πριν από την επίσημη νομιμοποίησή του από την κυβέρνηση της «εθνικής ενότητας». Επίσης, με την έκδοση της εφημερίδας «ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ».
Με ανακοίνωσή της, στις 24 Σεπτέμβρη 1974, η ΚΕ του ΚΚΕ απηύθυνε χαιρετιστήριο για τη νομιμοποίηση του Κόμματος «προς την εργατική τάξη, την αγροτιά, τους διανοούμενους, όλο το λαό». Ταυτόχρονα, κυκλοφόρησε ο «Ριζοσπάστης».
Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, το ΚΚΕ και η ΚΝΕ αναπτύχθηκαν οργανωτικά και απέκτησαν σημαντική επιρροή στο εργατικό κίνημα και σε άλλα μαζικά κινήματα, αν και η οργανωμένη τους δύναμη μέχρι το 1974 ήταν μικρή. Η διάλυση των κομματικών του οργανώσεων το 1958, με απόφαση της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ, είχε βάλει τη σφραγίδα της στην οργανωμένη δύναμη και στη βιολογική ανανέωση του ΚΚΕ. Το πρόβλημα συνειδητοποιήθηκε ουσιαστικά όταν εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία, οπότε η δημιουργία κομματικών οργανώσεων και της ΚΝΕ τέθηκε επί τάπητος. Αυτά τα ζητήματα επίσης τέθηκαν με δραματικό τρόπο και όταν το ΚΚΕ βγήκε στη νομιμότητα.
Σειρά διεθνών και εσωτερικών πολιτικών γεγονότων (ο γαλλικός Μάης 1968, η νίκη του βιετναμέζικου λαού κατά των ΗΠΑ, η ανατροπή της κυβέρνησης Αλιέντε στη Χιλή, ο ξεσηκωμός στο Πολυτεχνείο), μαζί με την ηρωική διαδρομή και πάλη του ΚΚΕ, καθώς και οι πρόσφατες θυσίες του στον αγώνα κατά της δικτατορίας, είχαν συντελέσει στη μαζική προσχώρηση της νεολαίας στο ΚΚΕ και στην ΚΝΕ.
Στο ΚΚΕ προσχώρησαν και τα περισσότερα στελέχη της προδικτατορικής ΕΔΑ9, ενώ το ακολούθησε σε μια σύντομη πορεία ένα πολύ μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της. Η ύπαρξη της ΕΔΑ έγινε πλέον τυπική και αργότερα η ΕΔΑ διαλύθηκε.
Η οργανωτική ανάπτυξη του ΚΚΕ πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες σκληρής διαπάλης με το λεγόμενο «ΚΚΕ εσωτερικού», που είχε προκύψει από ομάδα στελεχών του ΚΚΕ που αποχώρησαν το 1968 (12η Ολομέλεια της ΚΕ) και ίδρυσαν τον παραπάνω φορέα του «ευρωκομμουνισμού» στην Ελλάδα. Τα ηγετικά στελέχη του «ΚΚΕ εσωτερικού» (Μπ. Δρακόπουλος, Μ. Παρτσαλίδης, Αντ. Μπριλάκης, Ζ. Ζωγράφος, Τ. Μπενάς, Λεων. Τζεφρόνης, Σταύρος Καράς, Π. Δημητρίου, Λ. Κύρκος κ.ά.) είχαν πρωτοστατήσει στην πρώτη επιχείρηση διάλυσης του ΚΚΕ προδικτατορικά, μέσω της ΕΔΑ.
Χάρη στην καθημερινή αυτοθυσία χιλιάδων μελών και φίλων του, το ΚΚΕ αποτέλεσε το βασικό πολιτικό παράγοντα της εργατικής και λαϊκής πάλης. Αντιπάλεψε τις στρατηγικές επιλογές της πλουτοκρατίας και των κομμάτων της, με πιο χαρακτηριστικά συνθήματα «Οχι στην ΕΟΚ των μονοπωλίων», «Εξω οι βάσεις και το ΝΑΤΟ», «Εξω τα πυρηνικά».
Η ίδρυση της ΝΔ ήταν προϊόν των ιστορικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν αμέσως μετά την κατάρρευση της δικτατορίας. Στην ιδρυτική διακήρυξη της ΝΔ, ανάμεσα σε άλλα, αποτυπώνονται οι εξής κατευθυντήριες αρχές:
«..."Νέα Δημοκρατία" είναι η πολιτική παράταξη που ταυτίζει το Εθνος με τον Λαόν, την πατρίδα με τους Ανθρώπους της, την Πολιτεία με τους Πολίτες της, την Εθνική Ανεξαρτησία με την Λαϊκή Κυριαρχία, την Πρόοδο με το Κοινό Αγαθό, την Πολιτική Ελευθερία με την Εννομη Τάξη και την Κοινωνική Δικαιοσύνη.
(...) "Νέα Δημοκρατία" είναι η πολιτική παράταξη που αγνοεί τις διενέξεις και τους διχασμούς του παρελθόντος - που τόσα δεινά επεσώρευαν στον τόπο μας - και προσανατολίζεται στα ευρύτερα δυνατά σχήματα εθνικής ενότητος.
(...) Οτι η ελευθέρα οικονομία στην οποία πιστεύει η "Νέα Δημοκρατία" δεν ημπορεί να αποκλείση την διεύρυνση του οικονομικού τομέως τον οποίο ελέγχει το κράτος.
(...) Οτι δεν θα φεισθή κόπων και θυσιών για να καταστήση την Ελλάδα ισχυρή και απρόσβλητη (...) θα επιδιώξη την προσαρμογή του πολιτεύματος προς τις συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητος (...) η Ελλάς όχι μόνο δικαιούται, αλλά και ημπορεί να εξασφαλίση την εξέχουσα θέση και την ευτυχία του λαού της μέσα στην Ευρώπη όπου ανήκει... να συμβάλη πολιτικά, ηθικά και πολιτιστικά στην πραγματοποίηση της ιδέας μιας ενωμένης Ευρώπης.
Βασικά, όμως, προϋπόθεση για όλα αυτά είναι η θεμελίωση στον τόπο μας της αληθινής και συγχρόνου δημοκρατίας»10.
Αυτό το τελευταίο, καθώς και το άλλο σημείο της διακήρυξης «...θα επιδιώξει την προσαρμογή του πολιτεύματος προς τις συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητας», τα έλεγαν όλα σχετικά με τη μορφή που είχε αποφασιστεί να πάρει το πολιτικό σύστημα. Η «αληθινή και σύγχρονος δημοκρατία», στην οποία προσέβλεπε η ΝΔ, ήταν μία κλασική αστική δημοκρατία.
Η ιδεολογία της ΝΔ ορίστηκε ως «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός».
Οπως όμως διευκρίνιζε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «ο φιλελευθερισμός της ΝΔ δεν είναι ο ασύδοτος φιλελευθερισμός της παλιάς εποχής. Είναι ο φιλελευθερισμός ο συνδεδεμένος με τον έλεγχο του κράτους, με τους απαραίτητους για την επίτευξη μεγάλης κοινωνικής δικαιοσύνης περιορισμούς που καθορίζει το κράτος. Και κατά τούτο είναι μεμετρημένος...»11.
Αυτή τη γραμμή υλοποίησε η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή προχωρώντας σε κρατικοποιήσεις επιχειρήσεων του ιδιωτικού καπιταλιστικού τομέα, όπως της «Ολυμπιακής Αεροπορίας».
Σχετικά με τη διεθνή θέση της Ελλάδας, αυτή προσδιορίστηκε επιγραμματικά από τον Καραμανλή: «Ανήκομεν εις την Δύσιν».
Οι πρώτες μετά το 1964 βουλευτικές εκλογές (17 του Νοέμβρη 1974), στις οποίες το ΚΚΕ συμμετείχε στο σχήμα «Ενιαία Αριστερά»12, σε σχέση με το προδικτατορικό πολιτικό σκηνικό ανέδειξαν ένα νέο, που είχε βασικά χαρακτηριστικά του την υπερψήφιση της ΝΔ με ποσοστό 54,37% και την αποδυνάμωση του δεύτερου πόλου του δικομματισμού, της «Ενωσης Κέντρου», που βρέθηκε στην αξιωματική αντιπολίτευση, έχοντας ψηφιστεί από το 20,42% των ψηφοφόρων. Υψηλό ποσοστό (13,58%) συγκέντρωσε το νεοϊδρυμένο Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ)13, ενώ η «Ενωμένη Αριστερά» πήρε το 9,47% των ψήφων.
Η υλοποίηση από τον Καραμανλή ορισμένων εκσυγχρονισμών, όπως η εκκαθάριση των λεγόμενων παρακρατικών οργανώσεων, κάλυπτε το «φιλελεύθερο» έδαφος της «Ενωσης Κέντρου» του Γεωργίου Μαύρου (ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε πεθάνει το 1968), γεγονός που δημιουργούσε ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την ύπαρξή της. Ταυτόχρονα, η «Ενωση Κέντρου» δεν ήταν δυνατό να μετεξελιχτεί σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ώστε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.
Αυτό το είχε αντιληφθεί έγκαιρα ο Ανδρέας Παπανδρέου, ήδη από την περίοδο της δικτατορίας. Ετσι, το 1974 απέρριψε πρόταση να ηγηθεί της «Ενωσης Κέντρου» και προχώρησε στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου μαζικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στην τάση ριζοσπαστικοποίησης που έφερνε κυρίως η δράση του ΚΚΕ.
Το ΠΑΣΟΚ προερχόταν από την αντιδικτατορική οργάνωση Πανελλήνιο Αντιδικτατορικό Κίνημα (ΠΑΚ) και διακήρυσσε ότι ακολουθούσε το λεγόμενο τρίτο δρόμο προς το σοσιαλισμό, ότι δηλαδή απέρριπτε τόσο τον καπιταλισμό, όσο και το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, ενώ επέκρινε και την πολιτική των παλαιότερων κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι το ίδιο είναι σοσιαλιστικό και όχι σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Ειδικότερα, η δημιουργία του ΠΑΣΟΚ αποκρυστάλλωνε σοσιαλδημοκρατικές τάσεις που προϋπήρχαν κυρίως σε τμήματα της νεολαίας της προδικτατορικής «Ενωσης Κέντρου». Σε εκείνες προστέθηκαν και νεότερα ανάλογα πολιτικά ρεύματα. Εξέφραζαν ένα μικροαστικό «αντιιμπεριαλισμό», αναμειγμένο με την αντίληψη «κατά των δύο υπερδυνάμεων», που ταύτιζε τη Σοβιετική Ενωση με τις ΗΠΑ και θεωρούσε ότι έχουν μοιράσει τον κόσμο.
Από την άλλη, το 54,37% που συγκέντρωσε η ΝΔ ήταν συγκυριακό. Η προβολή του Κ. Καραμανλή, από την αστική τάξη, ξένους πολιτικούς παράγοντες (Ζισκάρ Ντ' Εστέν, κ.ά.) και τους μηχανισμούς του κράτους, ως «Μεσσία», που έφερε την ανατροπή της δικτατορίας, μαζί με το χαμηλό επίπεδο του λαϊκού κινήματος και το ρόλο που έπαιξε προεκλογικά ο εκβιασμός σε βάρος ψηφοφόρων με το ψεύτικο και εκφοβιστικό δίλημμα - σύνθημα «Καραμανλής ή τανκς»14, είχαν συντελέσει σε εκείνο το εκλογικό ποσοστό.
Πράγματι, στις εκλογές της 20ής του Νοέμβρη 1977 η εκλογική δύναμη της ΝΔ μειώθηκε κατά 12,53%, ενώ η εκλογική ποσοστιαία σχέση «Ενωσης Κέντρου» - ΠΑΣΟΚ αντιστράφηκε και το ΠΑΣΟΚ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση με 25,34%. Η «Ενωση Κέντρου» συγκέντρωσε 11,95% και λίγο αργότερα το μεγαλύτερο τμήμα της απορροφήθηκε από το ΠΑΣΟΚ και διαλύθηκε. Σε ένα βαθμό δυνάμεις του «Κέντρου» προσχώρησαν και στη ΝΔ, μετά από το κάλεσμα «διεύρυνσης» της ΝΔ που απηύθυνε ο Κ. Καραμανλής, με πιο χαρακτηριστική την προσχώρηση του Κ. Μητσοτάκη και του Θαν. Κανελλόπουλου. Στις ίδιες εκλογές το ΚΚΕ συγκέντρωσε το 9,36% των ψήφων.
Η ταξική πολιτική της ΝΔ, υπογραμμισμένη στην ιδρυτική της διακήρυξη και στη φράση «...τα αληθινά συμφέροντα του έθνους, που βρίσκονται πέρα και επάνω από τις παραπλανητικές ετικέτες της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς», έγινε προσπάθεια να εκφραστεί με τα «ευρύτερα δυνατά σχήματα εθνικής ενότητος».
Αυτό σήμαινε ότι η στρατηγική της ΝΔ κατευθυνόταν στην οργάνωση των κοινωνικών συμμαχιών της αστικής τάξης, δηλαδή στη συσπείρωση - υπό την ηγεμονία της - των μεσαίων στρωμάτων, εργαζομένων με υψηλές οικονομικές απολαβές και των πιο εξαθλιωμένων και πολιτικά καθυστερημένων λαϊκών στρωμάτων που βλέπουν την εκάστοτε κυβέρνηση σαν κάποια «σανίδα σωτηρίας». Επίσης, των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα και στο προσωπικό του Στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας, όπου η επιρροή υπέρ της ΝΔ ήταν συντριπτική. Διαρκούσε ακόμα η από πολλά χρόνια πολιτική, που σε αυτούς τους μηχανισμούς είχαν προσληφθεί κατά χιλιάδες άνθρωποι με «καθαρά» πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων15.
Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ υπήρξε πράγματι η πιο σημαντική στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης. Την υλοποίησε ο Κ. Καραμανλής, που οραματιζόταν την ένταξη ακόμα από τη 10ετία του 1950 και υπέγραψε τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ τον Ιούλη του 1961. Ελεγε ο Κ. Καραμανλής:
«...Η Ελλάς δεν επιθυμεί την ένταξίν της αποκλειστικώς και μόνον για λόγους οικονομικούς. Την επιδιώκει προ πάντων για λόγους πολιτικούς, που αναφέρονται εις την σταθεροποίησιν της δημοκρατίας και εις το μέλλον του έθνους. Οι Ελληνες πιστεύουν εις την αποστολήν της Ευρώπης. Η εκπλήρωσις της αποστολής αυτής προϋποθέτει την επιτάχυνσιν των διαδικασιών ενοποιήσεως, που ευρίσκονται σήμερον εν εξελίξει. Στις διαδικασίες αυτές ενοποιήσεως της Ευρώπης η Ελλάς επιθυμεί και πιστεύει ότι δύναται να συμβάλη...»16.
Η ένταξη17 στην ΕΟΚ διαμόρφωνε καλύτερους όρους για την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και για την ισχυροποίηση του ελληνικού καπιταλισμού. Κάποιες αντιδράσεις που υπήρξαν από μικρά τμήματα του κεφαλαίου αφορούσαν σε επιφυλάξεις για τους όρους της ένταξης, καθώς και τους φόβους ορισμένων για τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν κάποιοι παραδοσιακοί κλάδοι της ελληνικής οικονομίας. Αλλά η ηγεσία της ΝΔ έβλεπε το δάσος και όχι τα δέντρα. Υπέταξε ατομικά συμφέροντα κεφαλαιοκρατών στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Η ΝΔ, αν και παρέμενε σταθερά προσηλωμένη στο ΝΑΤΟ, αποφάσισε τη συνέχιση της παραμονής της Ελλάδας έξω από το στρατιωτικό σκέλος του, απόφαση που είχε πάρει η κυβέρνηση της «εθνικής ενότητας» το 1974. Αυτό το φαινομενικά θετικό μέτρο ήταν στην πραγματικότητα μέσο ισχυροποίησης της διαπραγματευτικής θέσης της αστικής τάξης σε σχέση με τις διεκδικήσεις του τουρκικού κράτους στο Αιγαίο και στην Κύπρο και την ανοχή που έδειχναν οι ΗΠΑ στην τουρκική πολιτική.
Το 1980 η Ελλάδα επανήλθε στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Από το 1974 ακόμα, ο Καραμανλής υποστήριζε την ανάγκη «...ν' αντιμετωπισθούν οι κίνδυνοι που μας απειλούν, να θεμελιωθή κατά τρόπον ασφαλή η δημοκρατία»18.
Αραγε, υπήρχε τέτοια πιθανότητα, δηλαδή να επιστρέψει ο τόπος σε δικτατορική στρατιωτική διακυβέρνηση;
Κρίνοντας με βάση τις πολιτικές παραμέτρους της εποχής μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η επίκληση των κινδύνων δικτατορίας περισσότερο χρησιμοποιήθηκε ως φόβητρο για το λαό, ώστε να διευκολύνεται το πέρασμα αντιλαϊκών μέτρων, παρά γιατί υπήρχε αυτή η πιθανότητα.
Από τους λεγόμενους χουντικούς «θύλακες» στις Ενοπλες Δυνάμεις, ορισμένοι «θερμόαιμοι» ξηλώθηκαν από την κυβέρνηση της ΝΔ, ενώ οι υπόλοιποι δεν ακολουθούνταν πια από μεγάλο αριθμό αξιωματικών διατεθειμένων να επαναλάβουν το εγχείρημα. Αλλωστε, και ο εσωτερικός συσχετισμός, στο πλαίσιο του αστικού πολιτικού συστήματος ευνοούσε τη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού.
Η ΝΔ, που είχε χαρακτηρίσει την εγκαθίδρυση της δικτατορίας ως έργο «αφρόνων αξιωματικών», προσήγαγε σε δίκη ορισμένους από τους πρωταίτιους του πραξικοπήματος. Ελάχιστοι από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο και αμέσως η ποινή τους μετατράπηκε σε ισόβια μετά από πρωθυπουργική παρέμβαση. Η καταδίκη ικανοποιούσε σε μεγάλο βαθμό το λαϊκό αίσθημα, ενώ αποτελούσε και μήνυμα «κατευνασμού» προς το Στρατό. Η «αποχουντοποίηση», βασικό αίτημα των λαϊκών διαδηλώσεων εκείνης της περιόδου («δώστε τη χούντα στο λαό»), ελάχιστα προχώρησε. Περιορίστηκε σε θέσεις - κλειδιά, γεγονός επόμενο για τα μέτρα μιας αστικής κυβέρνησης, ενώ οι βασανιστές αξιωματικοί, που δικάστηκαν, αθωώθηκαν και σε ορισμένους επιβλήθηκαν πολύ ελαφρές ποινές. Εκείνο που η κυβέρνηση της ΝΔ επιδίωξε ήταν η συμμόρφωση με τις κυβερνητικές αποφάσεις της μεγάλης πλειοψηφίας των αξιωματικών του Στρατού και της Αστυνομίας.
Το χαρακτήρα της δημοκρατίας που εγκαθίδρυσε η ΝΔ τον υπερτόνισε και με τη στάση της απέναντι στο λαϊκό κίνημα. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή το αντιμετώπισαν με την εχθρότητα που ταίριαζε στη φιλομονοπωλιακή πολιτική τους. Υπήρξαν ακόμα και νεκροί διαδηλωτές, θύματα της αστυνομικής επίθεσης (Κουμής, Κανελλοπούλου).
Στην επτάχρονη περίοδο διακυβέρνησης από τη ΝΔ διαμορφώθηκε ένα αυταρχικό κλίμα, που ενίσχυε την αντίληψη «να φύγει η δεξιά», γεγονός που τροφοδοτούσε το ΠΑΣΟΚ, μειώνοντας ακόμα περισσότερο τις λαϊκές απαιτήσεις διεκδίκησης. Πολύ καιρό πριν από την επίσημη προεκλογική περίοδο του 1981, δε σημάδεψε τις εξελίξεις η άνοδος του λαϊκού κινήματος, αλλά η συνεχής πτώση του που συνοδευόταν από την όλο και μεγαλύτερη αδημονία ερχομού του χρόνου των εκλογών.
Η πολιτική του ΠΑΣΟΚ ως αντιπολίτευσης κινήθηκε στο πλαίσιο της πολιτικής διαχείρισης που εφάρμοζε η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία. Στοιχείο της ήταν και η αξιοποίηση όλων των περιθωρίων που είχε για να διαχωριστεί πειστικά από την «επάρατο δεξιά».
Το σύνθημα του ΠΑΣΟΚ «στις 18 Νοέμβρη σοσιαλισμός», που «ρίχτηκε» ενόψει των εκλογών της 17ης Νοέμβρη 1974, λαθεμένα θεωρήθηκε από πολλούς ως βερμπαλισμός, αφού ο λόγος γίνεται για την αντίληψη της σοσιαλδημοκρατίας σχετικά με το σοσιαλισμό. Στην πραγματικότητα ήταν η προσπάθειά του να δείξει την αληθινή - κατά τη δική του ανάλυση - διαχωριστική γραμμή στην πολιτική κατάσταση, ότι δηλαδή η κυρίαρχη αντίθεση βρισκόταν ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ και όχι ανάμεσα στον Καραμανλή και στα τανκς.
Η συνθηματολογία του ΠΑΣΟΚ κατά «της πολιτικής τής υποτέλειας» απέναντι στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ, που σύμφωνα με τον ισχυρισμό του ακολουθούσε η «δεξιά», επί της ουσίας δεν εξέφραζε στόχο της ηγεσίας του να συγκρουστεί με συνέπεια κατά των ιμπεριαλιστικών οργανισμών. Η φράση ξεπερνούσε το περιεχόμενο. Υπέκρυπτε ένα διαπραγματευτικό μέσο πίεσης στη σχέση της Ελλάδας με τις ΗΠΑ - ΝΑΤΟ. Το σύνθημα «η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» ουσιαστικά είχε αυτό το περιεχόμενο. Ηταν άποψη που ο Α. Παπανδρέου είχε υποστηρίξει από τον καιρό που ήταν βουλευτής της «Ενωσης Κέντρου».
Ηταν, πάντως, υποχρεωμένο, όχι μόνο να μην παραγνωρίζει τη δράση του ΚΚΕ και την απήχηση που είχαν οι αντιιμπεριαλιστικές θέσεις του στις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, αλλά και να την παίρνει σοβαρά υπόψη, άλλοτε πραγματοποιώντας ελιγμούς και άλλοτε εκτιμώντας ότι μια σειρά συνεργασίες του χρησιμεύουν.
Στο μαζικό κίνημα, το ΠΑΣΟΚ και η Νεολαία του συμπορεύονταν με το ΚΚΕ και την ΚΝΕ, αξιοποιώντας τη γραμμή «οι προοδευτικές δυνάμεις εναντίον της δεξιάς», δίχως να καταφεύγει στο «διμέτωπο αγώνα»19 της προδικτατορικής «Ενωσης Κέντρου». Εμφανιζόταν ως το κόμμα που «ο κλήρος της Ιστορίας» το κατέστησε εκφραστή των ανεκπλήρωτων οραμάτων του ΕΑΜ, της γενιάς του «114» και του «Πολυτεχνείου».
Υιοθετώντας το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», το ΠΑΣΟΚ «οχύρωνε» την αριστερή πλευρά του και ταυτόχρονα προσέλκυε εργατικές μάζες σε βάρος της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ, αλλά και πλήθος μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού σε βάρος της ΝΔ.
Από την άλλη, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πραγματοποιούσε «ανοίγματα» και προς την πλουτοκρατία. Εξασφάλιζε ισχυρά οικονομικά και πολιτικά στηρίγματα (συγκρότημα Λαμπράκη, Εκκλησία, κ.ά.), παρέχοντας στο κεφάλαιο τις εγγυήσεις ακίνδυνης γι' αυτό «εναλλακτικής λύσης». Ετσι, αστοί, εργάτες και μεσαία στρώματα συγκρότησαν την υλική δύναμη της «εθνικής στρατηγικής» του ΠΑΣΟΚ, που υποσχόταν ότι θα οδηγούσε σε μία «νέα Ελλάδα».
Βλέποντας την πορεία της πολιτικής κατάστασης ο Κ. Καραμανλής μεταπήδησε στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ενισχύοντας το αντίβαρο στην κυβερνητική εξουσία που ήταν φανερό ότι στις εκλογές θα περιερχόταν στο ΠΑΣΟΚ, όπως και έγινε (Οκτώβρης 1981). Το ΠΑΣΟΚ συγκέντρωσε το 48,07% των ψήφων και η ΝΔ το 35,88%. Το ΚΚΕ πήρε 10,94%20 ενώ το «ΚΚΕ εσωτερικού» καταποντίστηκε εκλογικά (1,34%).
Εχοντας εξασφαλίσει με τον εκλογικό του θρίαμβο ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, το ΠΑΣΟΚ παρέλαβε από την κυβέρνηση της ΝΔ το τιμόνι της διακυβέρνησης.
Από ορισμένους πολιτικούς της ΝΔ εκδηλώθηκε διχογνωμία πριν από τις εκλογές του 1981 για την τακτική της απέναντι στο ΠΑΣΟΚ. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ υποστήριζε ότι το ΠΑΣΟΚ ετοιμάζει κομματικό στρατό για να εγκαθιδρύσει «μονοκομματικό κράτος».
Αντίθετα, ο Γ. Ράλλης, προφανώς έχοντας τη σύμφωνη γνώμη του Καραμανλή, υποστήριζε την τακτική της «ήπιας» αντιμετώπισης του ΠΑΣΟΚ. Αποδείχτηκε ότι οι τελευταίοι είχαν δίκιο.
Το ΠΑΣΟΚ, αν και για πολλά χρόνια από την ίδρυσή του δεν εντάχθηκε στη Σοσιαλιστική Διεθνή, εξαρχής αποδεχόταν και υπεράσπιζε το αστικό κοινοβουλευτικό πλαίσιο και την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις του για «κοινωνικοποίηση» κάποιων μέσων παραγωγής. Οι εθνικοποιήσεις, που περιείχε το αρχικό του πρόγραμμα, αναφέρονταν σε περιορισμούς κατά του ξένου - βασικά του αμερικανικού - κεφαλαίου, στη βάση της ανάλυσής του για τη σχέση «μητρόπολης - περιφέρειας», όπου μητρόπολη ήταν οι ΗΠΑ και περιφέρεια η υπανάπτυκτη Ελλάδα, όπως έλεγε.
Αυτοί οι δύο παράγοντες απέκλειαν τη σύγκρουσή του με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Οι δεσμοί του ΠΑΣΟΚ με το κίνημα των «αδεσμεύτων κρατών», με το αραβικό Μπάαθ και με τον Καντάφι ή τον Γιάσερ Αραφάτ, δε σήμαιναν ότι το ΠΑΣΟΚ θα συγκρουόταν με την εγχώρια και διεθνή αστική τάξη, προκειμένου να υλοποιήσει προεκλογικές διακηρύξεις για απομάκρυνση των ξένων βάσεων και των πυρηνικών, την έξοδο από το ΝΑΤΟ, την ακύρωση διεθνών δεσμεύσεων και άλλα που είχαν συνάψει προηγούμενες κυβερνήσεις, ούτε την αποδέσμευση από την ΕΟΚ.
Τα προηγούμενα δε σημαίνουν ότι δεν υπήρξε κάποια ανησυχία. Ο λόγος ήταν ότι το ΠΑΣΟΚ συνέβαλε τα πρώτα χρόνια στην πυροδότηση ενός αντιαμερικανισμού και εχθρικών διαθέσεων προς το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, γεγονός που μπορούσε να οδηγήσει λαϊκές μάζες σε ανεξέλεγκτη για τον ιμπεριαλισμό κατεύθυνση, πολύ περισσότερο που αυτά τα αιτήματα υποστηρίζονταν σταθερά από το ΚΚΕ. Ωστόσο, αυτές οι ανησυχίες γρήγορα εξέλιπαν.
Το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση αθέτησε όσα θετικά μεγάλης πολιτικής σημασίας υπήρχαν στην «ιδρυτική του διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη 1974». Τα συνθήματα κατά του καπιταλισμού διαδέχτηκε η «αλλαγή» και αυτήν η «στενωπός» και η «καμένη γη», για να μετατίθενται στο μέλλον «οι ακόμα καλύτερες μέρες», φτάνοντας στην πιο ανοιχτή και ολομέτωπη επίθεση στα λαϊκά δικαιώματα, κυρίως από το 1993 και μετά.
Επιβεβαιώθηκε η διαπίστωση του 11ου Συνεδρίου (1982) του ΚΚΕ, που έλεγε για την πολιτική του ΠΑΣΟΚ:
«Αυτή η κυβερνητική πολιτική δεν πρόκειται να προσφέρει διεξόδους προς όφελος του λαού, αντίθετα, θα μπαίνει σε μεγάλη δοκιμασία και θα βρίσκεται όλο και περισσότερο αντιμέτωπη με τις ανάγκες και τις προσδοκίες του λαού»21.
Παρ' όλα αυτά το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να πετύχει μεγάλη εκλογική νίκη και στις εκλογές του 1985. Αν και έχασε κάποιο έδαφος συγκριτικά με το 1981, διατήρησε το προβάδισμα απέναντι στη ΝΔ.
Τα αποτελέσματα των εκλογών του 1985 ήταν τα ακόλουθα: Το ΠΑΣΟΚ πήρε 45,82%, η ΝΔ 40,84%, το ΚΚΕ 9,89% και το «ΚΚΕ εσωτ.» 1,84%.
Το βασικό χαρακτηριστικό των αποτελεσμάτων, όπως γίνεται φανερό, ήταν η εμφανής μετακίνηση μαζών από το ΠΑΣΟΚ προς τη ΝΔ, αλλά και από το ΚΚΕ προς το ΠΑΣΟΚ. Η δυσαρέσκεια που δημιουργούσε η πολιτική του ΠΑΣΟΚ και οι απώλειες που είχε, καλύφθηκαν σε ένα βαθμό από ψηφοφόρους του ΚΚΕ, «για να μην ξανάρθει η Δεξιά»!
Και αυτά παρά το γεγονός ότι το ΚΚΕ είχε οξύνει την κριτική προς την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, τακτική που εκφράστηκε ακόμα πιο έντονα στις δημοτικές εκλογές του επόμενου χρόνου (1986). Σε αυτές το ΚΚΕ κάλεσε τους ψηφοφόρους του στο β΄ γύρο των εκλογών να ρίξουν στην κάλπη λευκό ή άκυρο ψηφοδέλτιο στους Δήμους Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκης, όπου αναμετρούνταν υποψήφιοι της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Το ΠΑΣΟΚ συνέχισε και διεύρυνε την πολιτική κρατικής παρέμβασης που ακολούθησε η ΝΔ, για να στηρίξει το ιδιωτικό κεφάλαιο. Παράλληλα, προχώρησε στη διόγκωση του τομέα των υπηρεσιών.
Την πρώτη τετραετία (1981 - 1985) το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε το σχήμα της «μεικτής οικονομίας», μιλώντας για δημόσιο, ιδιωτικό και κοινωνικό τομέα, όπου οι δημοτικές και κοινωνικές επιχειρήσεις θα διείσδυαν εκεί που το ιδιωτικό κεφάλαιο αδιαφορούσε ή αδυνατούσε να διεισδύσει.
Τη δεύτερη τετραετία (1985 - 1989) η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έβαλε και φραστικά τη λεγόμενη ιδιωτική πρωτοβουλία σε πρώτη γραμμή, ως τον τομέα που θα κατηύθυνε την οικονομία τα επόμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, προχώρησε και σε εισοδηματική πολιτική λιτότητας που συνοδευόταν με μέτρα προετοιμασίας για το 1992 («ενιαία εσωτερική αγορά της ΕΕ»), ενώ έκανε και στη ΓΣΕΕ εκλογικό πραξικόπημα, καθαιρώντας με δικαστική απόφαση ακόμα και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, για να ελέγχει απόλυτα την κατάσταση.
Είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί η πολιτική παροχών προς τους εργαζόμενους που το ΠΑΣΟΚ είχε ακολουθήσει την πρώτη τετραετία, προκειμένου να ενισχυθεί η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων (ζήτηση), στο πλαίσιο των αναγκών του ελληνικού καπιταλισμού να αυξηθεί η παραγωγή και η παραγωγικότητα λόγω και ένταξης στην ΕΟΚ.
Ρόλο εξυπηρέτησης του κεφαλαίου έπαιξαν και τα ΕΟΚικά προγράμματα (ΚΑΠ, ΜΟΠ, Ταμείο Συνοχής, κ.ά.), που στόχευαν στη συγκέντρωση της γης και της παραγωγής στους μεγάλους καπιταλιστές, μέσω του ξεκληρίσματος των μικρομεσαίων αγροτών, γενικότερα στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, καθώς και σε υποδομές σύνδεσης της ελληνικής με την ΕΟΚική αγορά.
Η εναλλαγή στην αστική εξουσία συνοδεύτηκε με τη μαζική ιδεολογική χειραγώγηση και τη φθορά συνειδήσεων, που αποτέλεσαν ένα από τα χαρακτηριστικά της σχέσης σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης - λαϊκών μαζών.
Στη βάση αυτή, το ρουσφέτι και η ευρύτερη δημοσιοϋπαλληλία απέκτησαν επί ΠΑΣΟΚ πρωτόγνωρες διαστάσεις στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, έγιναν σημαντικές αλλαγές στο συσχετισμό μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου, γνωστές ως εμφανιζόμενα «νέα τζάκια». Αυτές οι αλλαγές επενδύθηκαν ιδεολογικά με τα συνθήματα «να μπει τέλος στο κράτος της δεξιάς»22 και «να ελληνοποιηθεί το κράτος» που - κατά το ΠΑΣΟΚ - ήταν φέουδο της «δεξιάς» και καρπός της υποτέλειας στη βάση της διαίρεσης του ελληνικού λαού «σε εθνικόφρονες και σε μιάσματα».
Το ΠΑΣΟΚ υλοποίησε κάποιους επιπλέον εκσυγχρονισμούς σε σχέση με τη ΝΔ (αναγνώριση του ΕΑΜ, κ.ά.) και ταυτόχρονα εκμεταλλεύτηκε πολιτικά τους διωγμούς που υπέστησαν χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες στις εξορίες και στις φυλακές μετά τον πόλεμο. Από την άλλη, το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», που σε ένα βαθμό είχε ατονήσει επί ΝΔ (1974 - 1981), καταργήθηκε τελείως, δίχως να καταργηθεί και το γνωστό «φακέλωμα», που συνεχίστηκε και συνεχίζεται.
Ενας από τους βασικούς λόγους που το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να γίνει τόσο μαζικό ήταν αναμφίβολα το χαμηλό επίπεδο της επαναστατικής ταξικής πάλης.
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στηρίχτηκε σε ένα ισχυρό υπόστρωμα στη συνείδηση μεγάλου αριθμού εργαζόμενων μαζών, έτοιμο και να αποδεχτεί κάποια ριζοσπαστικά συνθήματα, αλλά και έτοιμο να υπαναχωρήσει, αρκεί η πολιτική της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ να διαφοροποιούνταν από της «δεξιάς» σε ζητήματα που αυτές οι μάζες θεωρούσαν καίριας σημασίας.
Ηδη αναφέρθηκαν τα αντιδεξιά αντανακλαστικά που συσσωρεύτηκαν στη διάρκεια δεκαετιών και εκφράστηκαν με πάθος, ακόμα και με φανατισμό, σε σημείο που κι εκείνος ο Γεώργιος Παπανδρέου αποθεώθηκε ως λαϊκός ηγέτης. Κι ας ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές της σφαγής του λαού της Αθήνας, από τους Εγγλέζους, τη Χωροφυλακή και τους ταγματασφαλίτες, το Δεκέμβρη του 1944. Πολύ περισσότερο θεωρήθηκε ότι ο αγώνας δικαιώθηκε με επικεφαλής τον Ανδρέα Παπανδρέου, που δε βαρυνόταν με εγκλήματα κατά του λαού, όπως ο πατέρας του.
Σε εκείνο τον κόσμο ο ταξικός ρόλος του «Κέντρου» είχε υποβαθμιστεί. Αρκούσε η κατάργηση της τρομοκρατίας από το χωροφύλακα και του μαζικού φακελώματος, αρκούσαν κάποιες επιπλέον συνδικαλιστικές ελευθερίες, για να θεωρήσουν ότι άνοιξε η πόρτα για τη μεγάλη αλλαγή. Το «αντιδεξιό» μείγμα που συσσωρεύτηκε στις συνειδήσεις ήταν εκρηκτικό και ιδιαίτερα στέρεο, και σε εργατικές μάζες.
Το ΠΑΣΟΚ δούλεψε με σχέδιο στο χώρο του ΚΚΕ, ιδιαίτερα σε περιοχές που είχε παραδοσιακά μεγάλη επιρροή, για να τροφοδοτείται εκλογικά. Διευκολυνόταν στην επιτυχία του σχεδίου του και εξαιτίας αντικειμενικών λόγων, όπως οι κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που είχαν συντελεστεί (αύξηση αξίας γης, κ.λπ.), οι οποίες διαμόρφωναν πλήθος νέων μικροαστικών στρωμάτων.
Η συνταξιοδότηση των ΕΑΜιτών είχε σε αρκετούς μεγαλύτερη απήχηση και από τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ επί ΝΔ, γεγονός που επίσης αντανακλούσε το επίπεδο της συνείδησης ακόμα και κάποιων μαζών που ψήφιζαν το ΚΚΕ.
Επίσης, το ΠΑΣΟΚ αξιοποιούσε πλευρές της εξωτερικής πολιτικής των σοσιαλιστικών κρατών. Τα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας έδιναν πολύ μεγαλύτερη πολιτική σημασία από όση είχε στο γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ είχε διαφωνήσει με κάποιες αποφάσεις του ΝΑΤΟ, βάζοντας αστερίσκο κάτω από τα σχετικά κείμενα, ενώ δεν είχε καταδικάσει την κατάρριψη από τη Σοβιετική Αεροπορία του επιβατηγού αεροσκάφους που διενεργούσε κατασκοπεία εναντίον της ΕΣΣΔ. Ακόμα, δεν καταδίκασε την επιβολή στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία από την κυβέρνηση Γιαρουζέλσκι, ανεξάρτητα από την αξιοποίηση που το ΠΑΣΟΚ έκανε γι' αυτό μέσα στην Ελλάδα, σε βάρος του ΚΚΕ.
Το ίδιο υπερτιμήθηκαν και διεθνείς φιλειρηνικές πρωτοβουλίες του ΠΑΣΟΚ, που έτυχαν θερμής υποδοχής από τα σοσιαλιστικά κράτη. Βεβαίως, η εξωτερική πολιτική του ΠΑΣΟΚ στηριζόταν στη γραμμή «ούτε ΝΑΤΟ ούτε Βαρσοβία», παρότι το Σύμφωνο της Βαρσοβίας έκανε προτάσεις για ταυτόχρονη διάλυση και των δύο συνασπισμών, δίχως να βρίσκει ανταπόκριση από το ΝΑΤΟ.
Βάση αυτής της πολιτικής ήταν η ανάλυση που είχε κάνει το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, του διαχωρισμού δηλαδή της «δεξιάς» από την «αριστερή» σοσιαλδημοκρατία, που είχε εντάξει και το ΠΑΣΟΚ στις συμμαχικές δυνάμεις στην πάλη για την ειρήνη, την ύφεση και τον αφοπλισμό, ενισχύοντας έτσι το σχήμα «δεξιά - αντιδεξιά».
Στο διάστημα Ιούλης 1989 - Απρίλης 1990 σχηματίστηκαν η κυβέρνηση Τζαννετάκη (συνεργασία ΝΔ - «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου», στον οποίο συμμετείχε το ΚΚΕ) και αργότερα η κυβέρνηση Ζολώτα. Στη δεύτερη πήρε μέρος και το ΠΑΣΟΚ.
Πριν από το σχηματισμό της κυβέρνησης Τζαννετάκη, διεξήχθησαν οι βουλευτικές εκλογές της 18ης Ιούνη 1989. Η ΝΔ κατέλαβε την πρώτη θέση, δίχως να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ο εκλογικός συσχετισμός των δυνάμεων διαμορφώθηκε ως εξής: Η ΝΔ πήρε 44,28%, το ΠΑΣΟΚ 39,13%, ο ΣΥΝ 13,13%, η ΔΗΑΝΑ 1,01%. Οπως είναι φανερό, ο ΣΥΝ συγκέντρωσε μόνο το άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων και κινήσεων που τον συναποτέλεσαν.
Οι απώλειες του ΠΑΣΟΚ προς όφελος της ΝΔ σε ένα μεγάλο βαθμό οφείλονταν στο γνωστό «σκάνδαλο Κοσκωτά», που ήρθε στην επιφάνεια εκείνο το διάστημα και ενώ το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν στη διακυβέρνηση. Ως αναμεμειγμένοι στο σκάνδαλο, κατηγορήθηκαν ηγετικά και άλλα στελέχη του, ανάμεσά τους και ο Ανδρέας Παπανδρέου, που παραπέμφθηκαν από τη Βουλή στο Ειδικό Δικαστήριο. Μάλιστα, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μένιος Κουτσόγιωργας παραπέμφθηκε και με ψήφους βουλευτών του ΠΑΣΟΚ.
Η μετακίνηση ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ σαφέστατα δεν εξέφραζε κάποιες ριζοσπαστικές αλλαγές στις συνειδήσεις. Ηταν μετακίνηση στο πλαίσιο της δικομματικής εναλλαγής, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και στις δύο επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Σε αυτές, μάλιστα, η εκλογική δύναμη του Συνασπισμού μειώθηκε κατά πολύ.
Συγκεκριμένα, ανάμεσα στο σχηματισμό των κυβερνήσεων Τζαννετάκη και Ζολώτα, μεσολάβησαν οι βουλευτικές εκλογές της 5ης Νοέμβρη 1989, από τις οποίες επίσης δεν προέκυψε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Τα αποτελέσματα για το κάθε κόμμα ήταν τα εξής: Η ΝΔ 46,19%, το ΠΑΣΟΚ 40,68%, ο ΣΥΝ 10,97%. Ετσι σχηματίστηκε η κυβέρνηση Ζολώτα.
Στη συνέχεια, ενώ διαρκούσε η «οικουμενική» κυβέρνηση Ζολώτα, προκηρύχτηκαν νέες εκλογές για τις 8 Απρίλη 1990. Σε αυτές τις εκλογές τα κόμματα πήραν: Η ΝΔ 46,89%, το ΠΑΣΟΚ 38,61%, ο ΣΥΝ 10,28%, οι «Οικολόγοι Εναλλακτικοί» 0,77%, η ΔΗΑΝΑ 0,67%. Η ΝΔ, με την υποστήριξη και ενός βουλευτή της ΔΗΑΝΑ, σχημάτισε κυβέρνηση με 151 βουλευτές και με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη.
Στη στρατηγική της άρχουσας τάξης χρειαζόταν και εκείνα τα χρόνια να αντιπαρατεθεί μία στρατηγική αντιμετώπισης τόσο της ΝΔ όσο και του ρεφορμισμού του ΠΑΣΟΚ. Η αποκάλυψη του δεύτερου και η αποτελεσματική αντιμετώπιση και των δύο μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο στο έδαφος της πάλης που θα κατευθυνόταν στην οικοδόμηση της κοινωνικής συμμαχίας ανάμεσα στην εργατική τάξη και στα μικρομεσαία στρώματα, με στόχο ριζικές αλλαγές στην οικονομία και στην εξουσία και που θα επεξεργαζόταν την τακτική της σε αυτή τη βάση, για να μπορεί να αποσπά λαϊκές δυνάμεις και από το ΠΑΣΟΚ.
Εκτίμησε το 14ο Συνέδριο (1991) του ΚΚΕ:
«Γενικότερα δεν έγινε έγκαιρα αντιληπτό ότι στην Ελλάδα έχουν διαμορφωθεί όροι ανάπτυξης της σοσιαλδημοκρατίας. Η βαθύτερη συνειδητοποίηση των εξελίξεων θα βοηθούσε το ΚΚΕ να αναπτύξει μια πιο εύστοχη και αντίστοιχη με τις ανάγκες ιδεολογικοπολιτική δουλειά και πρακτική στο μαζικό κίνημα. Θα διευκόλυνε την ανάδειξη του ρόλου της εργατικής τάξης, την αποφασιστική σημασία του μετώπου των κοινωνικών συμμαχιών. Θα απέκρουε από καλύτερες θέσεις τη λογική του δικομματισμού και της αυτοδυναμίας»23.
Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί, καθώς είχε πια βαθύνει πολύ και ήταν ανεπίστρεπτη η κρίση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Μάλιστα, εκείνα τα χρόνια, κορυφώθηκε με την εξέλιξη του οπορτουνισμού σε αντεπαναστατική δύναμη. Επομένως τα ΚΚ, ανάμεσά τους και το ΚΚΕ, δεν ήταν δυνατό να διαμορφώσουν άλλη πολιτική.
Στο παραπάνω διάστημα, η διεθνής αντεπανάσταση βρισκόταν στο απόγειο και τα σοσιαλιστικά καθεστώτα ανατρέπονταν. Τότε κορυφώθηκε και η προσπάθεια ενσωμάτωσης του ΚΚΕ στο αστικό πολιτικό σύστημα, μέσα από την απόπειρα διάλυσης ή σοσιαλδημοκρατικής του μετάλλαξης.
Το ζήτημα αυτό δεν αφορά μόνο στην οπορτουνιστική υπονομευτική δράση στελεχών του σε συνεργασία με άλλες δυνάμεις του Συνασπισμού, που είχε συγκροτηθεί ως συνασπισμός και προχωρούσε γρήγορα στη μετατροπή του σε ενιαίο κόμμα. Αφορά και σε αστικές δυνάμεις που πρωτοστάτησαν σε αυτή την επιδίωξη, ενώ ανάλογο ενδιαφέρον έδειξε και ο ξένος ιμπεριαλιστικός παράγοντας. Ενα ξανακοίταγμα των εντύπων και ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών εκείνων των χρόνων επαναφέρει στη μνήμη το αναμφισβήτητο μέτωπο που συγκρότησαν κατά της ύπαρξης του ΚΚΕ οι αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις.
Τελικά, οι προσπάθειες απέτυχαν. Το ΚΚΕ μπόρεσε να σταθεί όρθιο, να ξεκινήσει την ανασυγκρότησή του αμέσως μετά τη διάσπαση του 1991 και να κατακτά τα επαναστατικά γνωρίσματα ενός ΚΚ. Αυτό το γεγονός επιβεβαίωσε την ιστορική σημασία του στα χρόνια που ακολούθησαν, χάρη στην πολιτική γραμμή που χάραξε το ΚΚΕ, χάρη στην αυτοθυσία χιλιάδων μελών και φίλων του, χάρη στους ιστορικούς δεσμούς του με την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, βασικό παράγοντα της πάλης του για να βγει από την κρίση και της μετέπειτα διαδρομής του.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδωσε συνέχεια στην αντιλαϊκή πολιτική προσαρμογής στις απαιτήσεις της «ενιαίας εσωτερικής αγοράς». Τότε η ΝΔ υπερψήφισε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, όπως και το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΝ. Προωθήθηκαν οι ιδιωτικοποιήσεις και η ολομέτωπη επίθεση κατά των εργατικών κατακτήσεων (Ασφαλιστικό κ.ά.).
Εκείνα τα χρόνια και έπειτα κορυφώθηκε η ιδεολογική επίθεση κατά της εργατικής τάξης, εκφρασμένη στην «κοινωνική συναίνεση» που δήθεν επιβάλλεται από το «τέλος των ιδεολογιών», την «αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού» και άρα την ανάγκη «να καταργηθούν οι διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος», ως προϋπόθεση για την πρόοδο της χώρας. Η λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση» (δηλαδή, ο καπιταλισμός) παρουσιάστηκε ως μονόδρομος και ως αντικειμενική εξέλιξη που καθιστά μάταιη την πάλη για την ανατροπή του.
Στα χρόνια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη εντάθηκαν οι εσωκομματικές συγκρούσεις στη ΝΔ. Αποκορύφωμα στάθηκε η αποχώρηση ομάδας βουλευτών υπό τον Αντώνη Σαμαρά (Σεπτέμβρης 1993), που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Είναι η μόνη αστική κυβέρνηση των 33 χρόνων που έπεσε, έπειτα από την οργανωμένη αποχώρηση βουλευτών της. Οι τελευταίοι συγκρότησαν νέο κόμμα με την ονομασία «Πολιτική Ανοιξη».
Οι εσωκομματικές συγκρούσεις, όπως τουλάχιστον δικαιολογήθηκαν και φαινόταν, είχαν τη βάση τους σε διαφωνίες για διάφορα ζητήματα: Την αγροτική και γενικότερα οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όχι βεβαίως στη γενική της κατεύθυνση, την ονομασία της FYROM, αν θα αποφυλακιστούν οι χουντικοί από τις φυλακές Κορυδαλλού κ.ά. Μάλιστα, ο Θαν. Κανελλόπουλος κατήγγειλε την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ ως «ύποπτη ενέργεια» σε όφελος ξένων συμφερόντων. Αντιπαραθέσεις προκλήθηκαν και για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Η κατάσταση οξύνθηκε περισσότερο, όταν ήρθαν στο φως της δημοσιότητας οι υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και παρακολούθησης πολιτικών αντιπάλων της ΝΔ με εντολή του Κ. Μητσοτάκη.
Οι τηλεφωνικές υποκλοπές, πάγια πρακτική κάθε κράτους και κυβέρνησης, παρουσιάστηκαν υποκριτικά από το ΠΑΣΟΚ και τα φιλικά του ΜΜΕ ως ενέργεια αντίθετη με την πολιτική ηθική και ως χαρακτηριστικό του «αρχιαποστάτη» Μητσοτάκη! Στο μεταξύ, τηλεφωνικές υποκλοπές είχαν αποκαλυφθεί και επί των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, για τις οποίες η ΝΔ και τα προσκείμενα σε αυτή ΜΜΕ είχαν επίσης ξεσηκώσει ανάλογο θόρυβο. Στη δικομματική σύγκρουση για τις υποκλοπές έπαιρναν μέρος μηχανισμοί της ΕΥΠ και άλλοι κρατικοί μηχανισμοί, στο εσωτερικό των οποίων διεξαγόταν σκληρή διαπάλη ανάμεσα στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ για τη νομή της εξουσίας. Επαιρναν και παίρνουν μέρος - όπως έγινε με το σκάνδαλο των υποκλοπών - γιγάντια μονοπώλια των τηλεπικοινωνιών και γενικότερα, που διαθέτουν τις δικές τους αυτόνομες υπηρεσίες και άλλες, ενταγμένες στις κρατικές μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού.
Τελικά, η θητεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποτέλεσε κάτι σαν «μεταβατική» περίοδο για να συνεχιστεί η διακυβέρνηση από το ΠΑΣΟΚ.
Τη φιλοσοφία της κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ στα χρόνια 1993 - 2004, την οποία συνέχισε η ΝΔ υπό τον Κώστα Καραμανλή, αποτύπωσε ο τότε πρωθυπουργός, Κ. Σημίτης:
«Ο εκσυγχρονισμός χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη, χωρίς δηλαδή παρέμβαση στις κοινωνικές λειτουργίες, ώστε να περιοριστούν ανισότητα, εκμετάλλευση, κατάχρηση εξουσιών, χωρίς αντιμετώπιση των σύγχρονων εκφάνσεων της κοινωνικής αδικίας περιορίζεται σε μια βελτίωση τεχνικών διοίκησης και οργανωτικών δομών. Δεν είναι εκσυγχρονισμός. Ο στόχος όμως της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ένα αποτελεσματικό κράτος, μια ικανή δημόσια διοίκηση, μια ανταγωνιστική οικονομία.
(...) Το ΠΑΣΟΚ καλείται να επιτύχει σήμερα μία δύσκολη αλλά αναγκαία σύνθεση: Να συγκεράσει το αίτημα του εκσυγχρονισμού με το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, την οικονομική ανάπτυξη με την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού Κοινωνικού Ιστού Ασφάλειας. Καλείται να προχωρήσει προς τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό.
(...) Η Ελλάδα έχει ανάγκη να διαμορφώσει ένα νέο κοινωνικό κράτος, πιο ολοκληρωμένο, πιο αποδοτικό και πιο ευέλικτο. Το νέο κοινωνικό κράτος πρέπει να στηριχτεί σε μια νέα σύλληψη της κοινωνικής πολιτικής και της κοινωνικής προστασίας που θα αντιμετωπίσει - αποδεσμευμένη από την πολιτειακή ανταλλαγή - τις πραγματικές και νέες κοινωνικές ανάγκες με δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο»24.
Επί των κυβερνήσεων Σημίτη, η Ελλάδα συμμετείχε στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους κατά της Γιουγκοσλαβίας και στην ανατροπή της κυβέρνησης Μιλόσεβιτς, κατά του Αφγανιστάν και του Ιράκ. Το ελληνικό κράτος έγινε οργανικό τμήμα της λεγόμενης «αντιτρομοκρατικής εκστρατείας» των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ και της ΕΕ και προσαρμόστηκε πλήρως στο «νέο δόγμα του ΝΑΤΟ». Την ίδια περίοδο, αυξήθηκε η εξαγωγή κεφαλαίων από την Ελλάδα στα Βαλκάνια, στην Κασπία και αλλού.
Επί των κυβερνήσεων Σημίτη περιορίστηκε η εθνική κυριαρχία της Ελλάδας (Ιμια), ενώ έγινε και η κοινή δήλωση της Μαδρίτης, των Κ. Σημίτη και Σουλ. Ντεμιρέλ, που επί της ουσίας αναγνώριζε την ύπαρξη συνοριακών διαφορών στο Αιγαίο ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, αφού έκανε λόγο για «ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Η πολιτική των κυβερνήσεων Σημίτη ήταν πράγματι ένας εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος και γενικότερα του αστικού κράτους. Επιχειρήθηκε και προχώρησε στη βάση της ανταγωνιστικότητας, σωρεύοντας τεράστια κέρδη στο κεφάλαιο, ενώ έφερε χειροτέρευση της ζωής των εργατικών μαζών και πολλών μικρομεσαίων στρωμάτων. Ορισμένα τμήματα του λαού περιέπεσαν στο επίπεδο και της απόλυτης εξαθλίωσης. Η κυβέρνηση Σημίτη δεν μπόρεσε να προχωρήσει περαιτέρω τους αστικούς εκσυγχρονισμούς, γιατί ερχόταν σε σύγκρουση και με εργατικές μάζες και με τμήματα της «πελατειακής βάσης» του ΠΑΣΟΚ. Επιβαρύνθηκε επιπλέον και με πλήθος σκανδάλων που ήρθαν στην επιφάνεια. Αυτά τα πεπραγμένα αξιοποιήθηκαν από τη ΝΔ, που ήρθε στη διακυβέρνηση το 2004, για να συνεχίσει την πολιτική του ΠΑΣΟΚ.
Οι αστοί πολιτικοί χαρακτηρίζουν τη δημοκρατία των τελευταίων 33 χρόνων ως την καλύτερη και μακροβιότερη από τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Συνεπικουρεί σε αυτό και ο ΣΥΝ, που έχει στόχο να τη διευρύνει, όπως λέει.
Εχουν δίκιο από την άποψη ότι αυτή η περίοδος είναι η πιο αντιπροσωπευτική για τη διαμόρφωση και λειτουργία του αστικού εποικοδομήματος, απαλλαγμένη από βασιλικά, στρατιωτικά ή και εκλογικά πραξικοπήματα. Σε αυτό το διάστημα κυρίως οι πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ ενσωμάτωσαν ορισμένες υπερώριμες διεκδικήσεις της περιόδου μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που από πολύ καιρό είχαν κατακτηθεί στις καπιταλιστικές κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης (ετήσιες άδειες, γονικές παροχές, τυπική εξίσωση της αμοιβής για ίση εργασία μεταξύ ανδρών και γυναικών κ.ά.).
Το κυριότερο είναι ότι σε αυτήν την περίοδο όχι μόνο σταθεροποιήθηκε ο ελληνικός καπιταλισμός, αλλά η ανάπτυξή του επέτρεψε μια πιο ουσιαστική ενσωμάτωσή του στο ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό κέντρο, όπως διαμορφώθηκε με την ωρίμανση της ΕΟΚ σε ΟΝΕ. Σε αυτό συνέβαλαν αποφασιστικά και οι αντεπαναστατικές ανατροπές στις βαλκανικές χώρες, η καπιταλιστικοποίηση των οποίων ενίσχυσε τη θέση του ελληνικού καπιταλισμού στην ευρύτερη περιοχή.
Η βαθύτερη συμμετοχή στην ΕΕ συμπεριλαμβάνει και την υιοθέτηση πλέγματος ευρωενωσιακών νόμων και μηχανισμών (Ευρωστρατός, Συνθήκη Σένγκεν, «αντιτρομοκρατικοί» νόμοι κ.ά.) που θωρακίζουν περισσότερο την κατασταλτική λειτουργία του αστικού κράτους κατά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Επιβεβαιώθηκε η τοποθέτηση του Κ. Καραμανλή ότι η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ έγινε πρώτα απ' όλα για πολιτικούς λόγους.
Βεβαίως, η ισχυροποίηση του καπιταλισμού στην Ελλάδα δεν ήταν δυνατό να αλλάξει την ενδιάμεση θέση του στο γενικότερο σύστημα του ιμπεριαλισμού, αν και τον κατέστησε αξιόλογη δύναμη στο χώρο των Βαλκανίων και της ΝΑ Μεσογείου. Ταυτόχρονα με την ανάπτυξη των τάσεων συνεργασίας, αναπτύσσεται και η τάση ανταγωνισμού με την Τουρκία, ενώ περιπλέκονται και οι αντιθέσεις στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Ευρώπη.
Τη σταθερή λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος επί 33 χρόνια δε διατάραξε η σύγκρουση του κοσμοπολιτισμού και του εθνικισμού, που υπήρξε έντονη, όπως έδειξαν και τα εθνικιστικά συλλαλητήρια για την ονομασία της FYROM, αλλά και οι συγκρούσεις με την εκκλησία για τις ταυτότητες. Ακόμα και το Κυπριακό, που πάντα στο μακρύτερο παρελθόν επηρέαζε το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αυτά τα 33 χρόνια έπαψε να αποτελεί αιτία αναταράξεων, αν και ως πρόβλημα βρίσκεται σε χειρότερο σημείο απ' ό,τι πριν από το 1974.
Οι συγκρούσεις κοσμοπολιτισμού - εθνικισμού από τη μία υπογραμμίζουν τον πολιτικό ρόλο της εκκλησίας, από την άλλη υποχρεώνουν τα αστικά κόμματα να ελίσσονται, όπως έκανε η ΝΔ με το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού. Κάποιες φορές δημιουργούν και συγκρούσεις στο εσωτερικό των αστικών κομμάτων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα αστικά κόμματα στην Ελλάδα δεν υλοποιούν ούτε το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, για να αποφύγουν το εκλογικό κόστος, ενδεχομένως και αποσκιρτήσεις βουλευτών και άλλων στελεχών τους.
Αποτελεί και αυτό ιδιομορφία του ελληνικού καπιταλισμού. Για παράδειγμα, ενώ στη Γαλλία η αστική επανάσταση τσάκισε την καθολική εκκλησία, στην Ελλάδα η επανάσταση του 1821 για την απελευθέρωση και για τη δημιουργία του έθνους - κράτους πραγματοποιήθηκε με τη σύμφυση των συνθημάτων του Διαφωτισμού και των ορθόδοξων θρησκευτικών συμβόλων.
Η ουσία της αστικής δημοκρατίας ως δικτατορίας της αστικής τάξης με κοινοβουλευτική έκφραση αποτυπώνεται πρώτα απ' όλα στα Συντάγματα. Ανεξάρτητα από την κάθε φορά μορφή του πολιτικού συστήματος, όλα τα Συντάγματα κατοχυρώνουν τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Τα εμφανίζουν ως συμφέροντα ολόκληρης της κοινωνίας. Αυτό κάνει και το νέο Σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1975 και με τις αναθεωρήσεις του ισχύει μέχρι σήμερα, συγκροτώντας το θεμελιώδη νόμο του κράτους, το νόμο των νόμων. Ορισμένα παραδείγματα από τις διατάξεις του:
Αρθρο 17: «1. Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους...».
Αρθρο 11: «...Οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν (...) αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει».
Αρθρο 28: «Ερμηνευτική δήλωση: Το άρθρο 28 αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».
Αρθρο 29: «1. Ελληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος...».
Αρθρο 106: «1. Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη χώρα...».
Αρθρο 120: «4. Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».
Είναι φανερό ότι η συνταγματική νομιμότητα περιστρέφεται γύρω από την κατοχύρωση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας.
Η περικοπή «να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία» είναι σαφές ότι δεν αναφέρεται μόνο σε δυνάμεις αστικές, αν επιχειρήσουν την κατάλυση του κοινοβουλευτισμού. Συμπεριλαμβάνει στη γενική λέξη «οποιουδήποτε» και τον οργανωμένο λαό, όταν θελήσει να προχωρήσει μπροστά, σε ριζικές πολιτικές αλλαγές.
Είναι επίσης γνωστό ότι μεγάλος αριθμός νόμων - και κυρίως η καθημερινή πραγματικότητα - επιβεβαιώνουν τον ταξικό και τυπικό χαρακτήρα της δημοκρατίας: Η τρομοκρατία που ασκείται στα εργοστάσια και στις επιχειρήσεις σε βάρος των εργατών και των εργατριών, η ιδεολογική τρομοκρατία, η κήρυξη των περισσότερων απεργιών ως παράνομων, η παραπομπή στα δικαστήρια χιλιάδων αγωνιζόμενων ως παρανομούντων (αγροτών, μαθητών, ναυτεργατών κ.ά.) δείχνουν το μέτρο και τα περιορισμένα όρια της δημοκρατίας.
Οι αστοί πολιτικοί και δημοσιολόγοι προβάλλουν μετ' επιτάσεως τον ισχυρισμό ότι «σήμερα καθένας μπορεί να λέει τη γνώμη του ελεύθερα». Αυτός ο ισχυρισμός έχει σχετική αξία όσον αφορά στο ΚΚΕ και γενικότερα στο ταξικό κίνημα. Δεν είναι λίγες οι φορές, για παράδειγμα, που αστοί πολιτικοί κατήγγειλαν το ΚΚΕ ότι με τη δράση του «αγγίζει τα όρια της νομιμότητας» (διαδήλωση κατά της επίσκεψης Κλίντον, κ.ά.).
Με άλλα λόγια, ομολογείται ότι ένα κόμμα μπορεί να εκφράζει τη γνώμη του, όχι όμως και να παλεύει για να γίνει αυτή πραγματικότητα. Επιχειρείται, δηλαδή, να διαχωριστούν η θεωρία και το πρόγραμμα από τη δράση. Δεν τα διαχωρίζουν φυσικά, όταν πρόκειται για τα κόμματα της διαχείρισης. Ο ταξικός αγώνας, που αποβλέπει σε ρήξεις και ριζικές αλλαγές, δε νομιμοποιείται. Παράλληλα, αποθεώνεται η προσφυγή στις κάλπες κάθε τέσσερα χρόνια, ως η κορυφαία στιγμή της δημοκρατίας.
Το ίδιο γίνεται τα τελευταία χρόνια με το ιδεολόγημα της συμμετοχικής δημοκρατίας. Είχε ξεκινήσει ως σύνθημα και «πράξη» τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, με τη δημιουργία γραφειοκρατικών πυρήνων διαχείρισης σε επιχειρήσεις, που τους ονόμασαν σοσιαλιστικές μορφές κοινωνικής συμμετοχής. Στην πορεία εγκαταλείφθηκαν και ως φραστικές διακηρύξεις. Αργότερα εμφανίστηκαν νέες διακηρύξεις και πρακτικές, που ονομάστηκαν διαδικασίες δημοκρατικής έκφρασης των μαζών (π.χ. εκλογές για την ανάδειξη του προέδρου του ΠΑΣΟΚ), αλλά και η προσπάθεια του τελευταίου να εμφανίσει, μαζί με τη ΝΔ, ως άσκηση του συμμετοχικού ρόλου των μαζών την «αντιπροσωπευτική δημοκρατική συμμετοχή» τους στην υλοποίηση ΕΟΚικών κατευθύνσεων. Τέτοια όργανα είναι η Οικονομική Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) και άλλοι μηχανισμοί ταξικής συνεργασίας. Η ίδια προσπάθεια γίνεται και με το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας και άλλων αστικών μηχανισμών στη δημιουργία και οικονομική ενίσχυση των διαφόρων φόρουμ. Επιχειρείται να εμφανιστεί ως δημοκρατική συμμετοχή και να αξιοποιηθεί με ουτοπικά και ευρωενωσιακά συνθήματα η αγωνιστική διάθεση τμημάτων της νεολαίας που προσβλέπουν ειλικρινά σε έναν καλύτερο κόσμο.
Η κατ' επίφαση δημοκρατική συμμετοχή των μαζών επιδιώκουν να εκφράζεται και με την υιοθέτηση δημοψηφισμάτων, όταν είναι δυνατό να χειραγωγηθούν οι μάζες από τα αστικά κόμματα. Σε σειρά κρατών της ΕΕ πραγματοποιήθηκαν δημοψηφίσματα, όπως για το «ευρωσύνταγμα». Αποδείχτηκε ότι κυρίως διενεργούνται στο βαθμό που το αποτέλεσμά τους κρίνεται ότι θα αποβεί θετικό, όπως στην Ιταλία, όπου το 80% όσων ψήφισαν τάχθηκε υπέρ της αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Αντίθετα, αν ο συσχετισμός τείνει σε αρνητικό αποτέλεσμα, τότε τα δημοψηφίσματα δε γίνονται. Αυτό συνέβη τελευταία και με την Ευρωσυνθήκη.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά το 1994 - 1995 επήλθαν αλλοιώσεις στις οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της ΝΔ, ενώ το ΠΑΣΟΚ -μετά και την απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας, το 2004- αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα στην οργάνωση και συνοχή των δυνάμεών του.
Η ανάδειξη νέων στελεχών αυτών των κομμάτων πραγματώνεται κυρίως στις διευθύνσεις των επιχειρήσεων, των ιμπεριαλιστικών οικονομικών κέντρων, στην «αγορά» και σε ένα βαθμό στο φοιτητικό - πανεπιστημιακό χώρο.
Ταυτόχρονα, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ διέλυσαν μαζικές οργανώσεις τους στους χώρους των γυναικών, του «κινήματος για την ειρήνη», κ.ά. Τη θέση κινημάτων κατέλαβαν, κυρίως ή και αποκλειστικά, αντίστοιχοι κρατικοί μηχανισμοί και «μη κυβερνητικές οργανώσεις».
Σε όλα τα παραπάνω συντέλεσαν σειρά λόγων. Ορισμένοι προβληματισμοί για τις αιτίες, που δεν εξαντλούν βεβαίως το θέμα, είναι οι εξής:
Η ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη και η συστράτευση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους με πρόσχημα την πάταξη της τρομοκρατίας. Η επέλαση της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς και οι νέοι όροι στην καπιταλιστική «αγορά εργασίας» (μερική απασχόληση, ανασφάλιστη εργασία, γενικότερο χτύπημα των εργατικών δικαιωμάτων). Σε πολλούς εργοστασιακούς χώρους η προώθηση της ταξικής πολιτικής γίνεται από τους μηχανισμούς των κεφαλαιοκρατών.
Από την άλλη, η στρατηγική της «κοινωνικής συναίνεσης» και η ενοχοποίηση της ταξικής πάλης συνολικά διέλυσαν στους τόπους δουλειάς κάθε διεκδικητικό στόχο. Μετέτρεψαν τα εργατικά σωματεία (όπου δεν πλειοψηφεί ή δεν υπάρχει το ΠΑΜΕ) σε πλήρη υποχείρια της εργοδοσίας και μηχανισμούς συμμετοχής στην προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Ταυτόχρονα, οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που πλειοψηφούν στο εργατικό κίνημα, το χρησιμοποιούν για την προώθηση της αντιπολιτευτικής πολιτικής τους, ανάλογα με το ποιο κόμμα βρίσκεται στη διακυβέρνηση.
Πρόκειται για παράγοντες που αυξάνουν την αποχή των μαζών από συλλογικές διαδικασίες, σε συνδυασμό με την ασκούμενη τρομοκρατία στους τόπους δουλειάς.
Ουσιαστική συμμετοχή των εργαζομένων στη διεύθυνση όλων των κοινωνικών πλευρών και τομέων μπορεί να υπάρξει μόνο με την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Η κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και ο κοινωνικός και εργατικός έλεγχος διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την αληθινή δημοκρατία των μαζών. Οπως έγραψε ο Λένιν:
«...η σοβιετική οργάνωση εξάλειψε τις αρνητικές εκείνες πλευρές του αστικού δημοκρατισμού, που άρχισε να τις εξαλείφει ήδη η Κομμούνα του Παρισιού, την ανεπάρκεια, τη στενότητα των οποίων από καιρό υπόδειξε ο μαρξισμός, και συγκεκριμένα τον κοινοβουλευτισμό σαν διαχωρισμό της νομοθετικής εξουσίας από την εκτελεστική. Τα Σοβιέτ, συγχωνεύοντας τη μια και την άλλη εξουσία, πλησιάζουν τον κρατικό μηχανισμό στις εργαζόμενες μάζες και απομακρύνουν το μεσότοιχο, όπως ήταν το αστικό Κοινοβούλιο, που εξαπατούσε τις μάζες με υποκριτικές ταμπέλες, σκέπαζε τα οικονομικά και χρηματιστηριακά τεχνάσματα των κοινοβουλευτικών επιχειρηματιών, εξασφάλιζε το απαραβίαστο του αστικού μηχανισμού διακυβέρνησης του κράτους»25.
Το Σύνταγμα βεβαίως, περιέχει και διατάξεις που εξωραΐζουν και συγκαλύπτουν τον ταξικό χαρακτήρα του, όπως τοάρθρο 4 που λέει μεταξύ άλλων:
«1. Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
2. Οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις...».
Αυτοί οι ισχυρισμοί προσκρούουν στην πραγματικότητα, που επιβεβαιώνει ότι η αστική τάξη ουδέποτε παραχωρεί στην εργατική τάξη τα δικαιώματα που κατοχυρώνει τυπικά το Σύνταγμα. Εγραψε ο Λένιν πριν από περίπου 90 χρόνια, σχετικά με την ισότητα στον καπιταλισμό:
«...Η αστική δημοκρατία είναι δημοκρατία πομπωδών φράσεων, πανηγυρικών λόγων, μεγαλόστομων υποσχέσεων, ηχηρών συνθημάτων για ελευθερία και ισότητα, ενώ στην πραγματικότητα αυτά συγκαλύπτουν τη σκλαβιά και την ανισοτιμία της γυναίκας, τη σκλαβιά και την ανισότητα των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων».
Οι αυταπάτες για φιλολαϊκά μέτρα από την κυβέρνηση της ΝΔ γρήγορα εξανεμίστηκαν και σε τμήμα της λαϊκής βάσης της, ενώ η αγανάκτηση δε διοχετεύεται προς το ΠΑΣΟΚ. Οι εκλογές της 16ης Σεπτέμβρη 2007 το επιβεβαίωσαν. Δίχως να επιφέρουν δραματικές αλλαγές στο συσχετισμό των δυνάμεων, με τα αποτελέσματά τους άνοιξαν ένα ρήγμα στη λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος, όπως διαμορφώθηκε στις τελευταίες δεκαετίες. Το αστικό κατεστημένο ανησυχεί από τη λαϊκή δυσαρέσκεια που καταγράφηκε.
Τα βασικά χαρακτηριστικά των τελευταίων εκλογικών αποτελεσμάτων μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω:
Πρώτο, στην αποδυνάμωση της ΝΔ, αλλά και του ΠΑΣΟΚ.
Δεύτερο, στην εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ (8,15%), που αποτελεί καρπό της πολύχρονης δράσης του.
Τρίτο, στην ενίσχυση και των αναχωμάτων υπέρ της πολιτικής του «ευρωμονόδρομου», του ΣΥΡΙΖΑ (ΣΥΝ) και του ΛΑ.Ο.Σ.
Ο δικομματισμός βεβαίως παραμένει ισχυρός (80%), ενώ μαζί με τα κόμματα που δεν αμφισβητούν την αστική διαχείριση αγγίζει το 90%.
Ταυτόχρονα, η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε κρίση, που παρουσιάζεται σε μεγάλο βαθμό ως διαπάλη για την πιο ικανή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.
Η κρίση στην οποία έχει περιπέσει το ΠΑΣΟΚ είναι βαθιά, παρότι το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών έδειξε ότι τουλάχιστον μέχρι τότε το ΠΑΣΟΚ παρέμενε ένα από τα τρία ανθεκτικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης, μαζί με το ΣΚ Ισπανίας και το ΣΚ Πορτογαλίας. Είναι κρίση ιδεολογική και οφείλεται στο γεγονός ότι η στρατηγική του ταυτίζεται με της ΝΔ.
Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο στο ΠΑΣΟΚ. Αγκαλιάζει τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία. Στη Γερμανία εκφράζεται με την κυβερνητική συμμαχία Χριστιανοδημοκρατίας και Σοσιαλδημοκρατίας. Στη Γαλλία η καταψήφιση της πολιτικής υπέρ του κεφαλαίου που εφάρμοσε η κυβέρνηση Ζοσπέν (συμμετείχε και το Γαλλικό ΚΚ) οδήγησε σε πολύχρονη κρίση του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η κρίση συνεχίζεται, ενώ στελέχη του κατέλαβαν υπουργικές και άλλες δημόσιες θέσεις στην κυβέρνηση Σαρκοζί. Στην Ιταλία, η κυβέρνηση Πρόντι συνεχίζει την πολιτική του «δεξιού» Μπερλουσκόνι, στο κόμμα του οποίου έχουν προσχωρήσει στελέχη του πάλαι ποτέ Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας που στις αρχές της δεκαετίας του '80 συνεργάστηκε (Κράξι) με τη Χριστιανοδημοκρατία των Αντρεότι - Φορλάνι. Ως κυβέρνηση, η επίθεσή τους κατά των εργαζομένων της Ιταλίας εκφράστηκε με την προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και τον αντικομμουνισμό. Δεν είναι, λοιπόν, πρωτοφανής η σημερινή σύμπραξη στη Γερμανία. Χρήσιμο είναι επίσης να θυμηθούμε ότι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας έχει απαρνηθεί από το 1959 το μαρξισμό, έστω έτσι όπως τον αντιλαμβανόταν, δηλαδή διαστρεβλωμένο.
Τα αδιέξοδα είναι προφανή. Και σήμερα το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, νιώθοντας τη μεγάλη φθορά από την πολιτική του στη συγκυβέρνηση, πιέζει την καγκελάριο Μέρκελ, ώστε να βάλει λίγο νερό στο κρασί της. Και προτείνει να αυξηθεί ο χρόνος καταβολής του επιδόματος ανεργίας, όπως επίσης να καθοριστεί ελάχιστο μεροκάματο! Τέτοιου τύπου είναι η «αριστερή στροφή» της σοσιαλδημοκρατίας, που τα αστικά Μέσα προβάλλουν. Φυσικά, ούτε αυτά έχουν γίνει δεκτά από την Μέρκελ, η οποία υλοποιεί το πρόγραμμα «Ατζέντα 2010» που συμφωνήθηκε με τον πρώην καγκελάριο Σρέντερ και το κόμμα του, το SPD.
Την κρίση της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας ομολογούν και επιχειρούν να την αναλύσουν και αστοί δημοσιολόγοι. Ταυτόχρονα όμως, μαζί με τη δημοκοπία ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πρέπει να κάνουν «στροφή προς τα αριστερά», οι αστικοί μηχανισμοί προωθούν ως «εναλλακτικές λύσεις» σχήματα τύπου Λαφοντέν (βλέπε στη Γερμανία), που προβάλλονται ως μία δήθεν αριστερή σοσιαλδημοκρατική εκδοχή. Βάση της αποτελεί ο προσανατολισμός για «ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων μέσω της αναδιανομής του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου». Την εκδοχή του σχήματος υπό τον Λαφοντέν (τμήμα του γερμανικού SPD και του πρώην Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας) υιοθετεί και ο ΣΥΝ στην Ελλάδα.
Η κρίση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων έχει αντικειμενική βάση. Η «διαμαρτυρία» του προέδρου του SPD, Κουρτ Μπεκ, ότι «ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός συγχέει την πολιτική ελευθερία με την ιδιωτικοποίηση και θέλει να μεταλλάξει τον αλληλέγγυο πολίτη σε εγωιστή αστό», δείχνει στην πραγματικότητα τα αδιέξοδα της σοσιαλδημοκρατίας.
Το ίδιο και η διαπίστωση του Ανρί Βεμπέρ, που έγραψε: «Ενας σοβαρός λόγος για τις ήττες του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ήταν ότι δεν μπορούσε να γίνει καθαρά ορατό το μακροπρόθεσμο σχέδιό μας, εκείνη η "ρεαλιστική ουτοπία", χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει κινητοποίηση της αριστεράς».
Τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας είναι κόμματα του κεφαλαίου. Εδώ και χρόνια δεν μπορούν να διαχειρίζονται τα συμφέροντά του με το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος» και με τον καπιταλιστικό κρατικό τομέα στην Παιδεία, στην Πρόνοια, στην Υγεία, αλλά και σε τομείς της οικονομίας, όπως η Ενέργεια, οι μεταφορές, οι επικοινωνίες κ.ά. Σε αυτό ακριβώς συνίσταται και η κρίση τους, αν και το «κράτος πρόνοιας» δε στηρίχτηκε μόνο από τα σοσιαλδημοκρατικά, αλλά και από τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα.
Οι ανάγκες αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, οι πολιτικές παρεμβάσεις στην τάση μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους, οδήγησαν στις ιδιωτικοποιήσεις κρατικών τομέων, στη δεκαετία του 1980 και εκτεταμένα του 1990, στην κατεδάφιση εργατικών δικαιωμάτων και στην «πειθαρχία» των κομμάτων του στις αξιώσεις του κεφαλαίου για την ενίσχυση του «μονόδρομου» της ανταγωνιστικότητας. Σε αυτή τη γραμμή ενσωματώθηκαν πλήρως και Κομμουνιστικά Κόμματα που έχουν μεταλλαχθεί.
Ετσι, η «διαχωριστική γραμμή» ανάμεσα στη «δεξιά» και στην «αριστερά» περιορίζεται στη μεταξύ τους «πλειοδοσία» παροχών άμβλυνσης των πιο οξυμένων γωνιών της σχετικής εξαθλίωσης για να αποφευχθούν «κοινωνικές αναταράξεις».
Τα παραπάνω εξηγούν και γιατί «κοινωνικό κράτος» στον καπιταλισμό δεν υπάρχει. Κοινωνικό κράτος είναι μόνο το κράτος της εργατικής τάξης.
Το κοινωνικό έδαφος που χάνει η σοσιαλδημοκρατία επιχειρούν να καταλάβουν κόμματα όπως ο ΣΥΝ, στην Ελλάδα, στη βάση της υπεράσπισης του «κοινωνικού κράτους», στο νεοφιλελευθερισμό, αιτιολογώντας όμως τη γενική απελευθέρωση των αγορών στο όνομα της «παγκοσμιοποίησης».
Η κρίση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων έχει αρχίσει να οδηγεί ορισμένα από αυτά ακόμα και στη φραστική αποκοπή του ομφάλιου λώρου με την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία και στην ανοιχτή ομολογία τους ότι μετατοπίζονται στον «κεντρώο» χώρο. Παράδειγμα τέτοιας μετατόπισης αποτελεί το Εργατικό Κόμμα της Αγγλίας που υιοθέτησε σε αυτή τη γραμμή τον «τρίτο δρόμο» του Αντονι Γκίντενς. Τώρα, ωστόσο, έχοντας τεθεί σε αμφισβήτηση η εκ νέου επανεκλογή του στην κυβέρνηση, προβληματίζεται σε παλινδρόμηση προς το παρελθόν του(!), για να προσαρμόσει το «κοινωνικό κράτος» στις συνθήκες της απελευθέρωσης της αγοράς.
Ανάλογη εξέλιξη ακολουθεί και στην Ιταλία το πρώην Ιταλικό ΚΚ, που μετονομάστηκε σε «Δημοκράτες της Αριστεράς» και τώρα αποφάσισε - μαζί με το κόμμα της «Μαργαρίτας» - να δημιουργήσουν το «Δημοκρατικό Κόμμα», δηλαδή ένα κόμμα και φραστικά αστικό.
Ο πρόεδρος του νέου κόμματος, Βάλτερ Βελτρόνι, δήλωσε υπερήφανος που ανήκε «στο Ιταλικό ΚΚ του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ένα κόμμα στο οποίο μπορούσες να μετέχεις χωρίς να είσαι κομμουνιστής»!28 Ο Βελτρόνι έχει ταχθεί πολλές φορές υπέρ της πολιτικής της λιτότητας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το τεράστιο χρέος της Ιταλίας.
Στην Ελλάδα, η διαχωριστική γραμμή ΠΑΣΟΚ - ΝΔ έπαψε να υπάρχει και για έναν πρόσθετο λόγο: Τα χρόνια της 10ετίας του 1960 βρίσκονται πολύ μακριά από τις νεότερες γενιές, ενώ οι εκσυγχρονισμοί που υλοποιήθηκαν στη συνέχεια οδήγησαν στην εξάντληση των ορίων της λεγόμενης «προοδευτικής πολιτικής».
Η σύγκρουση στο ΠΑΣΟΚ επανέφερε τα γνωστά της δικομματικής διαμάχης για τους λεγόμενους «διαπλεκόμενους», βασικό προεκλογικό σύνθημα της ΝΔ κατά του ΠΑΣΟΚ πριν από τις εκλογές του 2004.
Είναι πρόσφατη η διαπίστωση - καταγγελία τής υπό τον Γιώργο Παπανδρέου μερίδας του ΠΑΣΟΚ για το ρόλο του «Συγκροτήματος Λαμπράκη» και του τηλεοπτικού σταθμού «ΜΕΓΚΑ» υπέρ της ανάληψης της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ από τον E. Βενιζέλο. Η ιδιοτελής καταγγελία δεν αναιρεί την αλήθεια του πράγματος. Οι αστοί γνωρίζουν καλύτερα τα του «οίκου τους». Το ίδιο «Συγκρότημα» είχε στηρίξει τον Γιώργο Παπανδρέου το 2004, ενώ πολλές φορές στο παρελθόν πρωτοστάτησε σε εξελίξεις διαμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, τόσο πριν όσο και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.29
Η λεγόμενη διαπλοκή των αστικών κομμάτων με τους ιδιοκτήτες των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας (ΜΜΕ) πήρε μεγάλες διαστάσεις σε σύγκριση με την προηγούμενη κατάσταση ύπαρξης μόνο των έντυπων Μέσων, όταν από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 παραχωρήθηκαν με νόμο δημόσιες συχνότητες σε ιδιώτες, στο όνομα της πολυφωνίας, με την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην ενημέρωση, στην ψυχαγωγία και στον πολιτισμό που εξέπεμπε η κρατική τηλεόραση.
Τα αστικά κόμματα υπερβάλλουν σκόπιμα και υποκρίνονται, όταν αναφέρονται στη σημασία της αλληλοσχέσης πολιτικών προσώπων με τα ΜΜΕ. Συνειδητά παραγνωρίζουν ότι, έτσι κι αλλιώς, κάθε ιδιοκτήτης ΜΜΕ υποστηρίζει κάποιο αστικό κόμμα. Αντίστροφα, κάθε αστικό κόμμα επιδιώκει τον προσεταιρισμό, ακόμα και την καθοδήγηση αν είναι δυνατό, των ΜΜΕ.30 Παράλληλα, πλήθος αστών πολιτικών προσφέρεται στη σύναψη σχέσεων αμοιβαίας εξυπηρέτησης με τους ιδιοκτήτες καναλιών και με δημοσιογράφους τους.
Πρόκειται για φυσιολογικές εκδηλώσεις στην ταξική σχέση οικονομίας - πολιτικής στο καπιταλιστικό σύστημα. Η αυτόνομη πολιτική παρουσία, την οποία διακηρύσσουν υποκριτικά τα κόμματα του κεφαλαίου, αποτελεί μύθο.
Επίδραση στις ηγεσίες και σε άλλα στελέχη των αστικών κομμάτων, καθώς και άσκηση επιρροής στην εκλογή ηγεσιών, όχι μόνο στην Ελλάδα, ασκείται και από μηχανισμούς και ηγετικά κλιμάκια της ΕΕ, των ΗΠΑ και διάφορες «Λέσχες» του κεφαλαίου.
Το βασικό πρόβλημα της αστικής τάξης είναι η ανάγκη ακόμα μεγαλύτερης επίθεσης στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα, γεγονός που προϋποθέτει την υποταγή της πλειοψηφίας των εργαζομένων, πέρα από τη συναίνεση επί της ουσίας της αντιλαϊκής πολιτικής, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει ανάμεσα στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ, παρά τη σκληρή τους αντιπαράθεση για την κυβερνητική εξουσία.
Ομως, η ιδεολογία της ταξικής συνεργασίας αρχίζει να υποχωρεί. Βεβαίως, αυτό γίνεται κυρίως χάρη στην επίδραση που ασκεί σε εργατικές δυνάμεις η συνεπής ταξική πολιτική του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ.
Το δικομματικό σύστημα στην Ελλάδα συνεχίζει να λειτουργεί με αυτοδύναμες κοινοβουλευτικά κυβερνήσεις, που αποκτούν την αυτοδυναμία χάρη στους καλπονοθευτικούς εκλογικούς νόμους που ψηφίζουν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Οι δύο βασικοί πόλοι του δικομματισμού δεν υποχρεώθηκαν μέχρι τώρα να προχωρήσουν σε πολιτικές συμμαχίες για να σχηματίσουν κυβέρνηση, όπως έγινε στη Γερμανία ούτε να ψηφίσουν την απλή αναλογική, που επίσης θεσπίστηκε στο παρελθόν και συνταγματικά σε άλλα κράτη, π.χ. στην Ιταλία, όπου όμως ήταν εξασφαλισμένο ότι η μεγάλη εκλογικά δύναμη του ΙΚΚ δε θα έθετε σε κίνδυνο το αστικό σύστημα, όπως βεβαίωνε ο «ιστορικός συμβιβασμός» του.
Σενάρια διπολισμού απασχολούν σήμερα την αστική τάξη πολύ περισσότερο απ' ό,τι στο παρελθόν. Ηδη αστοί πολιτικοί εκφράζουν και δημόσια εκτιμήσεις τους για σχεδιασμούς ντόπιων και ξένων κέντρων να διασπαστούν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Ενόψει πιθανών εξελίξεων αναπροσαρμόζεται και ο εκλογικός νόμος, αφού η ουσία των εκλογικών συστημάτων δε βρίσκεται μόνο στην κομματική επιδίωξη του ισχυρότερου αστικού κόμματος να διατηρείται στην κυβερνητική εξουσία και άρα να προσαρμόζει σε αυτό το στόχο το εκάστοτε σύστημα διεξαγωγής των εκλογών, αλλά και στην εξυπηρέτηση των γενικότερων ταξικών στόχων.31
Παράλληλα, οι τοποθετήσεις για «το τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου» πληθαίνουν, ενώ ο ΣΥΝ υπολογίζει σε πιθανή διάσπαση του ΠΑΣΟΚ για να προκύψουν «θετικές πολιτικές ανακατατάξεις», όπως ισχυρίζεται. Αυτή ήταν και η έννοια της εκτίμησης του ΣΥΝ ότι οι εκλογές μπορούν να αποτελέσουν το «κύκνειο άσμα του δικομματισμού». Τις θέσεις του για συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας, αρχικά με τη ΝΔ ή και με το ΠΑΣΟΚ, έχει διατυπώσει πολλές φορές και ο ΛΑ.Ο.Σ.
Το ΚΚΕ έχει προειδοποιήσει πριν από πολλά χρόνια ότι υπάρχουν σενάρια που η άρχουσα τάξη θα υλοποιήσει, για να κάμψει την τάση ριζοσπαστικοποίησης λαϊκών μαζών, για να εδραιώσει ένα πολιτικό σύστημα άλλης μορφής και ίδιου περιεχομένου με το σημερινό.
Το 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ (1996) υπογράμμισε:
«Στους κόλπους των μεγάλων ιδιαίτερα κομμάτων, στο πολιτικό σύστημα κυοφορούνται διεργασίες αναπροσαρμογής στη μορφή του πολιτικού συστήματος, με διάφορα σενάρια κυβερνητικής ή γενικότερης συνεργασίας, αναπαραγωγής του δικομματισμού με το σχήμα των δύο πόλων "κεντροδεξιά" - "κεντροαριστερά".
Οι διεργασίες αντανακλούν τη δυσφορία του ελληνικού λαού για τη σημερινή κρίση και εκφράζουν διαφορετικές αντιλήψεις σε θέματα τακτικής. Αντανακλούν τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, τη διαπάλη μερίδων της άρχουσας τάξης στα πλαίσια του γενικότερου πολυεθνικού ανταγωνισμού. Εκφράζουν προθέσεις και σενάρια παγίδευσης ριζοσπαστικών δυνάμεων, ώστε αυτές να μη δρασκελίσουν το κατώφλι προς το δρόμο του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού αγώνα.
[...] Τα μικρότερα κόμματα διαδραματίζουν το ρόλο της εφεδρείας και του αναχώματος...
Η Πολιτική Ανοιξη αποτελεί τμήμα και προέκταση της κλασικής... συντηρητικής παράταξης της χώρας. Ο Συνασπισμός υιοθετεί ένα μείγμα κλασικών, ουτοπικών, δημαγωγικών σοσιαλδημοκρατικών και νεοφιλελεύθερων απόψεων».32
Οταν το ΚΚΕ έθετε αυτό το ζήτημα, έπαιρνε υπόψη την πείρα προηγούμενων χρόνων, που μία σειρά αιτιών οδήγησαν στη δημιουργία πολλών μικρών κομμάτων προερχόμενων από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, όπως: Η «Πολιτική Ανοιξη» (Αντ. Σαμαράς), η «Δημοκρατική Αναγέννηση» (Κ. Στεφανόπουλος), το «Κίνημα Ελευθέρων Πολιτών» (Δ. Αβραμόπουλος), το «Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα» (Γερ. Αρσένης), «οι Φιλελεύθεροι» (Στ. Μάνος), ο ΛΑ.Ο.Σ. κ.ά.
Αναμφισβήτητο είναι το στοιχείο των προσωπικών βλέψεων που πράγματι ώθησε στη δημιουργία τους, αν και αυτό δεν μπορεί να την εξηγήσει ικανοποιητικά από μόνο του. Ισως πρέπει η γέννηση του κάθε κόμματος να εξεταστεί με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες που την προκάλεσαν. Και πάντως, δίχως να επιχειρείται μια αυστηρή υπαγωγή του καθενός από αυτά στην α΄ ή στη β΄ αιτία ή και σε όλες μαζί, φαίνεται ότι γενικά μπορούμε να προσδιορίσουμε σειρά παραγόντων που επέδρασαν στη δημιουργία τους:
1. Ανακατατάξεις σε τμήματα του κεφαλαίου. Με αυτές σχετίζονται και συμφέροντα για προσαρμογές και εκσυγχρονισμούς στη διοίκηση και σε θεσμούς. Διαπλέκεται, επίσης, η πίεση να προχωρήσει πιο γρήγορα ο αστικός εκσυγχρονισμός και η φιλοδοξία ηγετικών στελεχών να λειτουργήσουν ως ατμομηχανή των παρατάξεών τους ή να υπερφαλαγγίσουν άλλα ηγετικά στελέχη.
2. Τα «νέα» κόμματα ιδρύθηκαν σε περίοδο απελευθέρωσης των αγορών, εξαγοράς επιχειρήσεων και συγχωνεύσεων, σε περίοδο που εντεινόταν η εξαγωγή κεφαλαίων στα Βαλκάνια και αλλού, ενώ προετοιμαζόταν και η είσοδος της Ελλάδας στο λεγόμενο «σκληρό πυρήνα» της ΕΕ.
3. Το πώς τμήμα των πολιτικών προσλαμβάνει τη λαϊκή αντίδραση στην αντιλαϊκή πολιτική, αλλά και τις αντιφάσεις στην άσκησή της.
4. Η επιδίωξη δημιουργίας αναχωμάτων, με σκοπό να απορροφηθούν μελλοντικοί κραδασμοί από τα αντιλαϊκά μέτρα.
5. Η ανάμειξη του ξένου παράγοντα, στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αλλά και η ανάμειξη επιμέρους αστικών οικονομικών συμφερόντων που επιδίωκαν συγκεκριμένα οφέλη (Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, Ολυμπιακοί Αγώνες κ.ά.).
Είναι δυνατό, σε μια πορεία, τόσο ο κλασικός δικομματισμός όσο και ο διπολισμός να οδηγηθούν σε βαθιά κρίση, κάτω από προϋποθέσεις, με πιο βασικές την ανάπτυξη του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος με την προώθηση του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης, άρα με το μαζικό απεγκλωβισμό λαϊκών δυνάμεων από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, προς την αποφασιστική ενίσχυση του ΚΚΕ. Η διαπάλη θα είναι σκληρή, για να μην εγκλωβιστούν σε διπολικά σχήματα οι απογοητευμένες, αλλά και με χαμηλό επίπεδο συνείδησης, μάζες.
Αλλου είδους ανακατατάξεις, όπως η συζητούμενη διάσπαση του ΠΑΣΟΚ και η συμπόρευση ενός από τα δύο τμήματα με τον ΣΥΝ, δε θα αποτελούν έκφραση ριζοσπαστικοποίησης των μαζών. Ακόμα και στην περίπτωση που το ΠΑΣΟΚ διασπαστεί, θα παραμένει ως στόχος ο απεγκλωβισμός των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων.
Η αστάθεια και ο κλονισμός του αστικού πολιτικού συστήματος πρέπει να επιδιώκεται από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, με προοπτική την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας, δηλαδή της σοσιαλιστικής. Βασική προϋπόθεση γι' αυτήν την πορεία είναι και η ιδεολογική συντριβή του οπορτουνισμού, η χρεοκοπία της αντίληψης για την «ενότητα της αριστεράς» και γενικά κάθε αντίληψης που έχει περιεχόμενο τη δήθεν δυνατότητα να δημιουργηθεί ένας φιλολαϊκός καπιταλισμός.
Τα αστικά κόμματα, βεβαίως, όπως και συνολικά η αστική τάξη με τους μηχανισμούς της, θα πάρουν όλα τα μέτρα για να αποτρέψουν αρνητικές γι' αυτούς εξελίξεις. Ο αγώνας του λαού είναι και θα γίνει πιο δύσκολος γιατί οι ταξικοί αντίπαλοι έχουν και πολλά μέσα, έχουν και τη διεθνή στήριξη των διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών (ΕΕ - ΝΑΤΟ - ΔΝΤ κ.ά.). Εχουν και μεγάλη πείρα, τόσο στην ανασυγκρότηση του αστικού πολιτικού συστήματος, όσο και στην αντιμετώπιση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, αν και πρώτη φορά τα τελευταία 40 χρόνια το αστικό πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει τόσες δυσκολίες. Ομως, αν και ισχυροί, δεν είναι ανίκητοι.
Σημειώσεις:
1. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε μια βασική αιτία της μαζικής συμμετοχής οικοδόμων κατά την εξέγερση στο Πολυτεχνείο, βεβαίως και με ανάλογη δουλειά της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας (ΚΟΑ) του ΚΚΕ.
2. Προσπάθεια να υλοποιηθεί ένας συμβιβασμός, ανάμεσα στη δικτατορία και στον αστικό πολιτικό κόσμο, είχε εκδηλωθεί αρκετές φορές στο παρελθόν, στη βάση της οικειοθελούς αποχώρησης του Στρατού από το πολιτικό προσκήνιο. Οι συζητήσεις δεν έδωσαν αποτέλεσμα.
3. Περιοδικό «Νέος Κόσμος», Αύγουστος - Σεπτέμβρης 1974, σελ. 3.
4. Περιοδικό «Νέος Κόσμος», Ιούλης 1974, σελ. 25.
5. «Από το 9ο ως το 10ο Συνέδριο του ΚΚΕ», έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 63.
6. Πριν από τη δικτατορία ένα τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου, ανάμεσά τους και ο Κ. Καραμανλής, δεν απέκλειαν την προσωρινή επιβολή δικτατορίας, όπου θα είχαν εκείνοι τον πολιτικό έλεγχο.
7. Η ΝΔ αποτελεί μετονομασία και κατ' ουσίαν επανίδρυση της ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ενωσις), την οποία επίσης ίδρυσε ο Κ. Καραμανλής το 1956.
8. Σημειώνεται εδώ η σταθερή πεποίθηση του Κ. Καραμανλή, αρκετά χρόνια πριν από τη δικτατορία του 1967, για την ανάγκη να επέλθει τομή στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Σημείο - κλειδί ήταν ο περιορισμός των εξουσιών που παρείχε στο βασιλιά το Σύνταγμα του 1952 και η αύξηση των αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας (κυβέρνησης).
9. Η ΕΔΑ ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1951 ως συνασπισμός κομμάτων, στον οποίο συμμετείχε το παράνομο ΚΚΕ.
10. Αγγελος Μπρατάκος: «Η Ιστορία της Νέας Δημοκρατίας», εκδ. Α.Α. Λιβάνη, σελ. 148-150.
11. Αγγελος Μπρατάκος: «Η Ιστορία της Νέας Δημοκρατίας», εκδ. Α.Α. Λιβάνη, σελ. 246.
12. Ηταν πολιτική συμμαχία ανάμεσα στο ΚΚΕ και στην ΕΔΑ (Ηλ. Ηλιού κ.ά.). Στους εκλογικούς συνδυασμούς της «Ενωμένης Αριστεράς» συμμετείχε και το «ΚΚΕ εσωτερικού», δίχως να υπογράψει τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα και στη συγκρότηση της «ΕΑ». Το ΚΚΕ -σωστά - δεν αναγνώριζε την ύπαρξη και δεύτερου ΚΚ σε μία χώρα και μάλιστα ενός κόμματος που ονόμαζε το ΚΚΕ «ΚΚΕ εξωτερικού», «υποτελές στη Μόσχα» και άλλα παρόμοια που θύμιζαν τις παλιότερες συκοφαντίες του ταξικού εχθρού κατά του ΚΚΕ, για τους «πράκτορες της Μόσχας», τα ρούβλια, κ.ά. Η «Ενωμένη Αριστερά» διαλύθηκε αμέσως μετά τις εκλογές.
13. Η δημιουργία του ΠΑΣΟΚ δεν αποτέλεσε την πρώτη οργανωμένη έκφραση της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα. Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα προϋπήρξαν πολλές δεκαετίες πριν από την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Παραδείγματα τέτοιων κομμάτων αποτελούν το «Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας» (ΣΚΕ) και η «Ενωση Λαϊκής Δημοκρατίας» (ΕΛΔ) με ηγέτη της τον Ηλία Τσιριμώκο. Αυτά τα δύο κόμματα μαζί με το ΚΚΕ και το Αγροτικό Κόμμα ίδρυσαν το ΕΑΜ. Ανάλογες κινήσεις και κόμματα υπήρξαν και στα χρόνια του Μεσοπολέμου, όπως το υπό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, κ.ά.
14. Στη λογική αυτού του συνθήματος προσχώρησαν και παράγοντες της λεγόμενης αριστεράς, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης. Ας σημειωθεί επίσης ότι η υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας από τον κίνδυνο -όπως έλεγαν- ανατροπής της και επιστροφής σε δικτατορία ήταν η βάση της στρατηγικής του «ΚΚΕ εσωτερικού», αναπτυγμένη στο πρόγραμμα της οπορτουνιστικής «Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας» (ΕΑΔΕ), που ίσχυε επί πολλά χρόνια μετά τη δικτατορία. Επιδίωξη του «ΚΚΕ εσωτερικού» ήταν η σύμπραξη συμμαχίας και με τη λεγόμενη αντιδικτατορική δεξιά.
15. Το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων θεσπίστηκε από την κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη με το ν.516/1948.
16. Αγγελος Μπρατάκος: «Η Ιστορία της Νέας Δημοκρατίας», εκδ. Α.Α. Λιβάνη, σελ. 205.
17. Την ένταξη στην ΕΟΚ ψήφισε η Βουλή στις 29 Ιούνη 1979. Στην ψηφοφορία επί της αρχής ψήφισαν υπέρ οι 175 βουλευτές της ΝΔ, 4 του ΚΟΔΗΣΟ, 4 της «Εθνικής Παράταξης» (χουντικοί), 2 της ΕΔΗΚ, 1 της ΕΔΑ, 1 του «ΚΚΕ εσωτερικού» και 6 ανεξάρτητοι. Τρεις βουλευτές της ΕΔΗΚ ψήφισαν «παρών». Στην ψηφοφορία επί του συνόλου για την επικύρωση της συνθήκης, 2 βουλευτές - 1 του «ΚΚΕ εσωτερικού» και 1 ανεξάρτητος - ψήφισαν κατά, ενώ αρχικά είχαν ψηφίσει υπέρ. Απόντες από τη Βουλή ήταν οι 93 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και οι 11 βουλευτές του ΚΚΕ (τα στοιχεία είναι από το βιβλίο του Αγγελου Μπρατάκου: «Η Ιστορία της Νέας Δημοκρατίας», εκδ. Α.Α. Λιβάνη, σελ. 213).
18. Αγγελος Μπρατάκος: «Η Ιστορία της Νέας Δημοκρατίας», εκδ. Α.Α. Λιβάνη, σελ. 190.
19. Ετσι ονομάστηκε η πολεμική της «Ενωσης Κέντρου» και κατά της «δεξιάς» και κατά της «αριστεράς».
20. Στις βουλευτικές εκλογές του 1981 το ΚΚΕ είχε θέσει ως εκλογικό στόχο το 17%, επειδή αυτό ήταν το όριο που καθόριζε ο τότε εκλογικός νόμος, προκειμένου ένα κόμμα να μπει στη β' κατανομή. Το ξεπέρασμα αυτού του ορίου συνδυαζόταν από το ΚΚΕ με το στόχο να μην υπάρξει αυτοδυναμία του ΠΑΣΟΚ, γεγονός που - κατά την εκτίμηση του ΚΚΕ - θα το υποχρέωνε σε πολιτική συνεργασία για την πραγματοποίηση της «αλλαγής». Οι διαθέσεις της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ για συνεργασία είχαν βέβαια φανεί από τον καιρό της δικτατορίας, όταν το ΠΑΚ και ο Α. Παπανδρέου αρνήθηκαν αντιδικτατορική συνεργασία με το ΚΚΕ, όπως και οι άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις.
21. «11ο Συνέδριο του ΚΚΕ, ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 31.
22. Το κράτος βεβαίως δεν ήταν της «δεξιάς». Το νεμόταν κυρίως η «δεξιά». Ηταν και είναι κράτος του κεφαλαίου, κράτος αστικό, που κατά κανόνα είχε στελεχωθεί και γενικά επανδρωθεί με άτομα προερχόμενα από το χώρο των κατά καιρούς «εθνικόφρονων» κομμάτων.
23. «14ο Συνέδριο, Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής», Οκτώβριος 1991, σελ. 48.
24. Κώστας Σημίτης: «Για μια κοινωνία ισχυρή. Για μια ισχυρή Ελλάδα», εκδ. «Πλέθρον», σελ. 11,12.
25. Ι.Β. Λένιν: «Τι είναι η σοβιετική εξουσία;», εκδ. «Προγκρές», σελ. 18.
26. Εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 7 Οκτωβρίου 2007.
27. Εφημερίδα «ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 30 Σεπτεμβρίου 2007.
28. www.in.gr, 16 Οκτωβρίου 2007.
29. Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1952 ο ιδρυτής του «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ» Δημ. Λαμπράκης έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στη μεταπήδηση 35 πρώην βουλευτών και υπουργών των «Φιλελευθέρων» στα ψηφοδέλτια του «Ελληνικού Συναγερμού» (Αλεξ. Παπάγος), όπως και του Γεωργίου Παπανδρέου, υποψήφιου (και εκλεγέντα) βουλευτή Αχαΐας με τον Παπάγο. Το καλοκαίρι του 1965, κατά τα Ιουλιανά, οι διαδηλωτές έκαιγαν στους δρόμους την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», επειδή στήριζε κυβέρνηση των «αποστατών» κατά του Γεωργίου Παπανδρέου, ενώ προηγουμένως είχε υποστηρίξει τον Γεώργιο Παπανδρέου.
30. Στα χρόνια μετά το 1990 καθιερώθηκε και ο όρος «Μιντιοκρατία», που υποδηλώνει την ύπαρξη ενός είδος κράτους (ΜΜΕ) εν κράτει. Ο όρος και το περιεχόμενό του είναι λαθεμένα. Αυτονομούν απόλυτα τα ΜΜΕ από την οικονομική βάση, δίνοντας μονοδιάστατα το ρόλο και τη σημασία τους.
31. Το 1952 οι βουλευτικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν με το πλειοψηφικό σύστημα, μετά από σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ - Παπάγου - Πλαστήρα - «Συγκροτήματος Λαμπράκη» κ.ά.
32. «15ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1996, σελ. 46-47.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ