Σχετικά με την άποψη περί απαξίωσης του εθνικού αστικού κράτους
Ανάμεσα στ' άλλα ιδεολογήματα που προβάλλουν διάφοροι οπορτουνιστές και θιασώτες μιας άλλης πολιτικής διαχείρισης του καπιταλισμού ενάντια στη νεοφιλελεύθερη, είναι οι απόψεις για την «κυριαρχία» των επιχειρήσεων πάνω στις κυβερνήσεις και στο αστικό κράτος. Οτι το «υπερεθνικό» κράτος οι «υπερεθνικοί οργανισμοί καταργούν ή περιθωριοποιούν και απαξιώνουν το αστικό κράτος». Οι απόψεις αυτές επιδιώκεται να τεκμηριωθούν με τη δημιουργία διακρατικών οργανισμών και ενώσεων στα πλαίσια της έντασης της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, οι κατευθύνσεις των οποίων εφαρμόζονται υποχρεωτικά από τις αστικές κυβερνήσεις. Μόνο που η αστική προπαγάνδα η οποία προσπαθεί να πείσει για την αναγκαιότητα της συμμετοχής της χώρας σ' αυτούς, (π.χ. συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την ΟΝΕ και το ευρώ), προς όφελος του «εθνικού συμφέροντος», όπως προπαγανδίζουν, δηλαδή και των καπιταλιστών και των εργατών και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, προβάλλει την άποψη της επιβολής στην εφαρμογή αυτών των κατευθύνσεων, αφού είναι κατευθύνσεις αυτών των οργανισμών ή ενώσεων. Αποκρύπτοντας ότι η κυβέρνηση κάθε χώρας, το εθνικό κράτος, συμμετέχουν ενεργά και συνδιαμορφώνουν αυτή την πολιτική των διακρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία, σε όφελος του κεφαλαίου, εφαρμόζοντάς τες επίσης, γιατί εξυπηρετούν το κεφάλαιο.
Η άποψη που προσπαθεί να τεκμηριώσει ότι το «υπερεθνικό» κράτος, οι «υπερεθνικοί» οργανισμοί καταργούν ή περιθωριοποιούν και απαξιώνουν το αστικό κράτος, αφήνει στο απυρόβλητο την κυβέρνηση της κάθε χώρας, το ίδιο το αστικό κράτος. Αθωώνει την αστική τάξη, σε εθνικό επίπεδο, αφού θεωρεί ότι αναπόφευκτα, η κυβέρνηση της χώρας και το εθνικό αστικό κράτος, αυτά είναι αδύναμα μπροστά στον «υπερεθνικό οργανισμό», στο «υπερεθνικό» κράτος.
Οπορτουνιστικές αντιλήψεις επίσης προβάλλουν το ζήτημα ότι αφού οι κυβερνήσεις σε εθνικό επίπεδο είναι δέσμιες των πολυεθνικών τότε η απάντηση είναι η δημιουργία υπερεθνικών εξουσιών, π.χ. με τη μορφή της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Για παράδειγμα ο ΣΥΝ επιμένει στην αναγκαιότητα της πολιτικής ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και θεωρεί το γεγονός της αδυναμίας ως τώρα προώθησης αυτής της ενοποίησης, ως το μεγαλύτερο πρόβλημα στην αδυναμία αντιμετώπισης μιας σειράς προβλημάτων στην ανάπτυξη της οικονομίας. Σε συνδυασμό βεβαίως με την αντινεοφιλελεύθερη διαχείριση. Αυτή η άποψη θεωρώντας ότι η «παγκοσμιοποίηση» είναι νομοτέλεια, θέτει ως καθήκον στο εργατικό κίνημα όχι την εναντίωσή του, στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης, ενάντια στην αστική τάξη της χώρας του για την ανατροπή της εξουσίας της σ' αυτήν και την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας, αλλά τη λογική ότι δεν έχει άλλη διέξοδο από το να συνδέει την πάλη του με την εναντίωση στα «υπερεθνικά» κέντρα εξουσίας. Επομένως απαιτείται ανάπτυξη της πάλης ενάντια στα λεγόμενα όργανα της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης», (είτε σε περιφερειακό επίπεδο, όπως η ΕΕ, είτε σε παγκόσμιο, όπως π.χ. το G 7+1), σε αντίθεση με την πάλη σε εθνικό επίπεδο. Αυτό το βλέπουμε να γίνεται πράξη με το λεγόμενο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης των διαφόρων «Φόρουμ».
Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές, καθίσταται αδύνατη η ανατροπή στο εθνικό επίπεδο και οι αλλαγές θα γίνουν ή όλες μαζί παγκόσμια ή πουθενά. Για παράδειγμα ο ΣΥΝ θεωρεί υποχρεωτική τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την πάλη μέσα σ' αυτήν γιατί όπως εκτιμά «η ιστορική πείρα διδάσκει πως ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί σε μια μόνη χώρα, πόσο μάλλον όταν αυτή η χώρα είναι μικρή και οικονομικά αδύναμη, το πεδίο ταξικών, πολιτικών και ιδεολογικών αγώνων που ανοίγει η πορεία ευρωπαϊκής ενοποίησης συνιστά το πραγματικό έδαφος όπου ο καταστατικός της στόχος μπορεί να αποβεί ρεαλιστικά εφικτός».(Θέσεις του ΣΥΝ για το προγραμματικό του συνέδριο).
«
Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας αντίληψης επηρεάζουν και τα επί μέρους. Δηλαδή η αντιμετώπιση των λαϊκών προβλημάτων εξαρτάται από τις κοινές πολιτικές, επομένως απαιτείται διεκδικητική πάλη από τα «υπερεθνικά όργανα» και όχι από την κυβέρνηση της χώρας, ή απαιτείται πάλη για διαμόρφωση κοινής πολιτικής υπέρ των συμφερόντων των εργαζομένων και τέτοιος πρέπει να είναι ο στόχος του αγώνα προς την κυβέρνηση και το κράτος και όχι αγώνας για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής και της εξουσίας που την ασκεί στη χώρα μας.
Οσες δυνάμεις προβάλλουν τέτοιες αντιλήψεις «βολεύονται να εξηγούν τα προβλήματα ως εισαγόμενα και επιβαλλόμενα απ' έξω υποβαθμίζοντας συνειδητά το ότι τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης σε εθνικό επίπεδο είναι ίδια με τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης όλων των καπιταλιστικών χωρών, ανεξάρτητα από τη θέση που έχει η αστική τάξη της μιας ή της άλλης χώρας στο διεθνές σύστημα του ιμπεριαλισμού, στην παγκόσμια αγορά».1
Για παράδειγμα η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και μετά στην ΕΕ και την ΟΝΕ, ήταν επιλογή που εξυπηρετούσε τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης, παρά το γεγονός ότι ορισμένα τμήματά της χτυπήθηκαν από την ενιαία εσωτερική αγορά, ή από τις γενικότερες διεθνείς συμφωνίες της Ενωσης με τρίτες χώρες οι οποίες και είναι υποχρεωτικά εφαρμόσιμες από κάθε κράτος - μέλος. Σ' αυτό οφείλεται και το χτύπημα για παράδειγμα των κλάδων κλωστοϋφαντουργίας, ιματισμού και δέρματος, της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας που οδήγησε στις εισαγωγές σε βάρος της εθνικής παραγωγής στην Ελλάδα, ή της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας, για την οποία Γερμανία και Ολλανδία, απαιτούσαν τη μη ανάπτυξή της σε άλλα κράτη όπως η Ελλάδα επειδή ήθελαν να έχουν σχεδόν την αποκλειστικότητα στον κλάδο. Η αστική τάξη στην Ελλάδα βεβαίως συνολικά δεν έχασε απ' αυτή την εξέλιξη, αφού αναπτύχθηκαν άλλοι τομείς, π.χ. τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, πληροφορική, κατασκευαστικές εταιρίες κλπ. και μάλιστα στη διαπλοκή τους με το διεθνικό κεφάλαιο κάνουν εξαγωγές κεφαλαίου στην ευρύτερη περιοχή, (Βαλκάνια, Παρευξείνια κλπ). Ενα επίσης βασικό ζήτημα είναι ότι μέσω της συμμετοχής σε ιμπεριαλιστικές διακρατικές ενώσεις, ενισχύεται η εξουσία της αστικής τάξης της χώρας που βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση.
«
Επομένως η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα έχουν ανάγκη να γνωρίσουν και να κατανοήσουν βαθύτερα, στον πυρήνα του το πρόβλημα: της συμπεριφοράς της αστικής τάξης, των κυβερνήσεων των ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έναντι των κυβερνήσεων των λιγότερο αναπτυγμένων και εξαρτημένων χωρών και αντίστροφα. Να το κατανοήσουν ταξικά και όχι με επιφανειακά ηθικά κριτήρια συμπεριφοράς, π.χ. με το διαχωρισμό αφέντες και υπηρέτες, ισχυροί και δουλοπρεπείς, υποτελείς.
Οι αντιφάσεις που παρουσιάζονται στην εξωτερική πολιτική ενός κράτους με υποδεέστερη θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, όπως η Ελλάδα, επομένως με ισχυρότερους δεσμούς εξάρτησης, είναι αποτέλεσμα αδυναμίας υπεράσπισης συμφερόντων που έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα ισχυρότερου ή ισχυρότερων κρατών. Η σύγκρουση συμφερόντων διευθετείται υπέρ του ισχυρότερου κράτους με μεγαλύτερη ή μικρότερη συμφωνία του ασθενέστερου. Ενα καπιταλιστικό κράτος όπως η Ελλάδα για να αντιδράσει σε μια ηγετική ιμπεριαλιστική δύναμη όπως οι ΗΠΑ, πρέπει να έχει κοινά συμφέροντα και συμμαχία με άλλα καπιταλιστικά κράτη. Ιστορικά αυτό έχει επιβεβαιωθεί από την πρώτη στιγμή διαμόρφωσης του ελληνικού αστικού κράτους ως σήμερα».2
Πράγματι υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα. Για παράδειγμα στη διεθνή αγορά είναι δύσκολο να προωθήσει τα συμφέροντά της η Μότορ Οϊλ απέναντι στη Μόμπιλ ή την Εξον. Αναγκαστικά θα επιχειρήσει διεθνείς συμφωνίες ακόμη και συγχωνεύσεις. (Μότορ Οϊλ - Αράμκο). Οσο για την επιλογή συμμάχων, υπάρχει το παράδειγμα της στάσης της κυβέρνησης Μεταξά στο Β' παγκόσμιο πόλεμο. Ενώ ο Μεταξάς ήταν υπέρ του γερμανικού ιμπεριαλισμού, εντούτοις τάχθηκε με τους Αγγλους, γι' αυτό όπως ο ίδιος έγραψε στο ημερολόγιό του, αυτό επέτασσαν τα «εθνικά συμφέροντα», δηλαδή της άρχουσας τάξης που ήταν εξαρτημένη από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό.
1,2, Από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002 σελ. 109.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου