Σχετικά με το Διαλεχτικό Υλισμό
Διαλεχτικός Υλισμός είναι η φιλοσοφία του Μαρξισμού, το θεωρητικό θεμέλιο του επιστημονικού Κομμουνισμού, η κοσμοθεωρία του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η εμφάνιση του Διαλεχτικού Υλισμού ήταν η μέγιστη επανάσταση στη φιλοσοφική σκέψη, η ανώτατη βαθμίδα στην μακραίωνη πορεία της ανάπτυξης των γνώσεων για το γύρω κόσμο. Ο Διαλεχτικός Υλισμός μελετά τους πιο γενικούς νόμους που υπάρχουν αντικειμενικά, δηλ. ανεξάρτητα από τη θέληση των ανθρώπων και εξετάζει τα φαινόμενα στην κίνηση, στην αλλαγή και στην αλληλοσύνδεσή τους. Ο Διαλεχτικός Υλισμός δίνει υλιστική ερμηνεία στα φαινόμενα του κόσμου και αντίθετα με τις προηγούμενες φιλοσοφίες, δεν απομακρύνεται από τις επιστήμες ούτε τις παραμερίζει αλλά γενικεύει αρμονικά τα πορίσματα των κλάδων τους αποτρέποντας έτσι την απομόνωσή τους και διώχνοντας από την έρευνα τον υποκειμενισμό και τον δογματισμό. Ετσι η μέθοδός του η διαλεχτική - από την αρχαία λέξη διαλέγομαι - έχει αντιδογματικό χαρακτήρα γιατί ξεκινάει από την άποψη ότι η γνώση δεν έχει όρια και ότι καθήκον της θεωρίας είναι η ενότητά της με την πρακτική δράση που είναι και βάση της γνώσης αλλά και μέσο για την επαλήθευσή της.
Η Μαρξιστική Διαλεχτική προειδοποιεί να φυλαγόμαστε από την μονομέρεια και τονίζει ότι τα πάντα στη φύση - με βάση τις εσωτερικές αντιθέσεις τους - ρέουν και αλλάζουν διαρκώς ενώ ταυτόχρονα διατηρούν τη σχετική σταθερότητά τους και τον καθορισμένο χαρακτήρα τους. Είναι λοιπόν ο Διαλεχτικός Υλισμός διδασκαλία δημιουργική που δρα απροκάλυπτα και ανοιχτά στο όνομα της εργατικής τάξης που τα ταξικά της συμφέροντα συμπίπτουν ολότερα με τη νομοτέλεια της κοινωνικής εξέλιξης. Μόνον, λοιπόν, η Μαρξιστική διαλεχτική είναι μέθοδος επαναστατικής αλλαγής της πραγματικότητας, έχει καθολικό χαρακτήρα και νόμους που ισχύουν για όλα τα φαινόμενα.
Βασικές θέσεις του Διαλεχτικού Υλισμού
α) Η ύλη είναι η αντικειμενική πραγματικότητα, το πρωτεύον σε σχέση με τη συνείδηση, η συνείδηση είναι δευτερεύον και ταυτόχρονα αντανάκλαση της υλικής πραγματικότητας που είναι ανεξάρτητη από τη συνείδηση. Η ύλη είναι λοιπόν πηγή των αισθήσεων, των παραστάσεων και της συνείδησης.
β) Η νόηση είναι προϊόν της ύλης που στην εξέλιξή της έφθασε σε ψηλό βαθμό οργάνωσης και τελειότητας.
γ) Η κίνηση δεν υπάρχει χωρίς την ύλη και η ύλη χωρίς την κίνηση. Στον κόσμο δηλαδή δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από κινούμελη ύλη. Η κίνηση αιώνια και άφθαρτη όπως η ύλη, συντελείται στο χώρο και στο χρόνο αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ύλη που κι αυτή δεν νοείται παρά μόνο σε διαρκή μεταβολή μέσα στο χώρο και το χρόνο.
δ) Η ενότητα του κόσμου βρίσκεται στην υλικότητά του και ο κόσμος δεν έχει ανάγκη από καμιά υπερβατική εξήγηση δηλαδή από θεϊκή και εξωτερική απόλυτη πραγματικότητα.
ε) Η υλική αντικειμενική πραγματικότητα βρίσκεται σε μια ασταμάτητα διαλεχτική πορεία, σ' ένα γίγνεσθαι εκπορευόμενο από την εσωτερική αντίφαση που ενυπάρχει σ' όλα τα φαινόμενα. Η πορεία αυτή της υλικής αντικειμενικής πραγματικότητας αντανακλάται από τη συνείδηση και εκφράζεται απ' αυτή με τους πιο γενικούς νόμους της φύσης της κοινωνίας και της γνώσης.
Η Μαρξιστική Διαλεχτική διαφέρει ποιοτικά απ' όλες τις προηγούμενες μορφές διαλεχτικής, έτσι διαφέρει πχ. από την αρχαία διαλεχτική, τη διαλεχτική του Ηράκλειτου, Αριστοτέλη, Δημόκριτου, Επίκουρου και άλλων αρχαίων στοχαστών επειδή η διαλεχτική τους είχε απλοϊκό χαρακτήρα και παρά το ότι την διαπερνούσε η ιδέα της εξέλιξης, όλες οι αντιλήψεις τους για τη φύση και την κοινωνία εμφανίζονταν γενικά και σε απλοϊκή και αυθόρμητη μορφή με περιορισμένο χαρακτήρα και ενατενιστική στάση απέναντι στην πραγματικότητα. Ετσι η Ιστορία της φιλοσοφίας προμαρξιστικά γνωρίζει τρεις μορφές διαλεχτικής, τη διαλεχτική των αρχαίων φιλοσόφων, τη διαλεχτική την ιδεαλιστική του Χέγκελ και τη διαλεχτική των επαναστατών δημοκρατών του 19ου αιώνα. Ο Χέγκελ πρώτος έθεσε το ζήτημα της καθολικότητας της εξέλιξης χωρίς να μπορέσει να το λύσει γιατί ακριβώς θέτοντάς το σε καθαρά ιδεαλιστική βάση και εκφράζοντας τη φύση σα δημιούργημα της απόλυτης ιδέας, επιτέθηκε με μανία ενάντια στην άποψη του υλισμού για στην αυτοκίνηση της ύλης και αρνήθηκε την εξέλιξη στο χρόνο γιατί τάχα κατά τη διδασκαλία του η εξέλιξη της γνώσης σταμάτησε στην εποχή του με τη χεγκελιανή διδασκαλία και η εξέλιξη της κοινωνίας καθώς και η πάλη των αντιθέτων πάλι στην εποχή του, εποχή της Πρωσικής φεδουρχικής μοναρχίας που κατά τον Χέγκελ πέτυχε τη συμφιλίωση των αντιθέτων. Ανώτερο όμως στάδιο στην προμαρξιστική διαλεχτική είναι χωρίς αμφιβολία η φιλοσοφία των Ρώσων επαναστατών δημοκρατών Χέρτσεν, Τσερνισέφσκι και Μπελίνσκι που στο περιεχόμενό της προσπαθούσε να θεμελιώσει θεωρητικά τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας προς το συμφέρον των εργαζομένων και που διαπνέονταν από ειλικρινή πατριωτισμό και προσπάθεια για την εξυπηρέτηση του λαού.
Για τις κατηγορίες της Διαλεχτικής
Κατηγορίες είναι οι βασικές έννοιες της υλιστικής διαλεχτικής, οι έννοιες που αντανακλούν ανάλογες συνδέσεις, πλευρές και ιδιότητες της πραγματικότητας. Ιδιαίτερη θέση ανάμεσά τους κατέχουν οι λεγόμενες σχετικές κατηγορίες που εξετάζονται κατά ζεύγη πχ. μοναδικό και γενικό, αιτία και αποτέλεσμα, περιεχόμενο και μορφή, ουσία και φαινόμενο, τυχαίο και αναγκαιότητα κλπ. Ο συσχετισμός των εννοιών εκφράζει τις καθολικές διαλεχτικές συνδέσεις ανάμεσα στα φαινόμενα και στις πλευρές των φαινομένων. Οι κατηγορίες είναι ευλύγιστες, ευκίνητες, μεταβλητές και μπορούν να περάσουν η μία στην άλλη ή να γίνουν ταυτόσημες γι' αυτό και μπορούν να αντανακλούν πιστά τη σύνθετη και μεταβλητή πραγματικότητα. Ετσι το σύνολο πχ. των ατομικών χαρακτηριστικών του ξεχωριστού αντικειμένου που το κάνουν να διαφέρει από τα άλλα, ονομάζεται μοναδικό ενώ τα όμοια γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν μια σειρά πραγμάτων εκδηλώνονται σα γενικό, πχ. δύο ορυκτά, το διαμάντι και ο γραφίτης ενώ παρουσιάζουν ιδιότητες που τα κάνουν να διαφέρουν το ένα από το άλλο (το διαμάντι είναι σκληρό - ο γραφίτης μαλακή μάζα κλπ.) έχουν βαθιά εσωτερική ομοιότητα σαν παραλλαγή του ίδιου στοιχείου, του άνθρακα, το γενικό δηλαδή δεν υπάρχει ξεκομμένο από τα συγκεκριμένα πράγματα αλλά ενυπάρχει σ' αυτά σ' αλληλοσύνδεση με το ξεχωριστό.
Η παραγνώριση του ρόλου του μοναδικού, η μεταφορά του κέντρου βάρους στην εφαρμογή του γενικού, κάνει τους δογματιστές να επαναλαμβάνουν γενικούς τύπους, χωρίς να αναλύουν στο βαθμό που πρέπει τις καινούριες περιστάσεις, με αποτέλεσμα να ξεκόβονται από τη ζωή και τις λαϊκές μάζες. Γι' αυτό ο δογματισμός συνδέεται κατά κανόνα με τον αναθεωρητισμό και τον τυχοδιωκτισμό. Αλλά και η άρνηση του ρόλου του γενικού και η εξόγκωση του μερικού και μοναδικού, είναι μία από τις πηγές του δεξιού αναθεωρητισμού. Είναι γνωστό όι οι αναθεωρητές παρασιωπούν ή αρνούνται ανοικτά την ύπαρξη των γενικών για όλες τις χώρες νομοτελειών της σοσιαλιστικής επανάστασης και μεγαλοποιούν τη σημασία των ιδιομορφιών στις ξεχωριστές χώρες. Αλλά και η σύνδεση αιτίας και αποτελέσματος χαρακτηρίζεται σα διαλεκτική κατηγορία από μία σειρά ουσιαστικά γνωρίσματα, αφού αιτία είναι ο παράγοντας που προκαλεί ένα φαινόμενο. Εκείνο που προκύπτει από την επενέργεια της αιτίας είναι το αποτέλεσμα. Ετσι η αιτιώδης εξάρτηση των φαινομένων έχει καθολικό χαρακτήρα. Δεν υπάρχει δηλαδή κανένα φαινόμενο χωρίς αιτία γι' αυτό η αιτιότητα είναι καθολικός νόμος του αντικειμενικού κόσμου νόμος χωρίς εξαίρεση. Η αιτιώδης σύνδεση εμπεριέχεται, όπως λέει ο Λένιν, στα ίδια τα πράγματα και δεν εισάγεται σ' αυτά απ' έξω, και δεν εξαρτάται από τη συνείδηση των ανθρώπων αλλά υπάρχει στην ίδια τη φύση.
Κανένα φαινόμενο δεν μπορεί να προέλθει από το τίποτε αλλά και καμία αιτία δεν υπάρχει που να μην προκαλεί ένα ορισμένο αποτέλεσμα. Τα αντικείμενα παρυσιάζονται το ένα απέναντι στο άλλο σαν αιτία και αποτέλεσμα όχι παντού και πάντα αλλά μόνο κάτω από ορισμένες συνθήκες, πχ. εάν θερμανθεί αέριο σε βαθμό ανώτερο από την κρίσιμη θερμοκρασία, τότε η πίεση δεν είναι τέτοια που να μπορεί να προκαλέσει τη μετατροπή του σε υγρό και έτσι χωρίς τις ορισμένες συνθήκες, παύει η αύξηση της πίεσης να είναι αιτία της μετατροπής του αερίου σε υγρό. Στην καθολική εξάλλου σύνδεση των φαινομένων της φύσης δεν βλέπουμε ποτέ καμία χωριστή, τελείως απομονωμένη αιτιώδη σειρά, έτσι εκείνο που είναι αποτέλεσμα του προηγούμενου, γίνεται αιτία του επόμενου και εκείνο που είναι αιτία του επόμενου αυτό το ίδιο είναι αποτέλεσμα του προηγούμενου.
Για να γνωρίσουμε τις αιτιώδεις εξαρτήσεις των φαινομένων βαθιά, πρέπει να τις εξετάσουμε διαλεχτικά, γιατί η απλή διαδοχή τους στη φύση δεν είναι αρκετή απόδειξη για την ύπαρξη αιτιότητας. Γι' αυτό δεν αρκεί μόνο η παρατήρηση, χρειάζεται βαθιά επιστημονική ανάλυση που να στηρίζεται στην πειραματική επιβεβαίωση και στην πράξη. Η γνώση της αιτιότητας είναι ένα από τα σπουδαιότερα καθήκοντα της επιστήμης, ενώ αντίθετα η τελολογία, η υποταγή δηλαδή των φαινομένων σε κάποιο δήθεν «υπέρτατο σκοπό», είναι εχθρός της επιστήμης και δεν αποτελεί παρά μία παπαδίστικη ψευτοδιδασκαλία, μια προσπάθεια των αστών φιλοσόφων να μπάσουν λαθραία στην κοινωνική ζωή κάθε είδους πρόληψη και δεισιδαιμονία χτυπώντας τη διδασκαλία της αντικειμενικής αιτιότητας. Διακηρύχνουν, λοιπόν, πως στα φαινόμενα δεν υπάρχει αιτιότητα και ότι υπάρχει ιντετερμινισμός δηλαδή ελευθερία βούλησης, αποβλέποντας στη συγκάλυψη των αιτιών, ώστε να μην αναζητούνται οι αιτίες της εξαθλίωσης των εργαζομένων στον καπιταλισμό και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι να μη φαίνονται σα δικό τους έργο, όπως είναι στην πραγματικότητα.
Στην εξάρτηση των φαινομένων σημαντική είναι η διάκριση των αιτιωδών συνδέσεων σε ουσιώδεις και μηουσιώδεις. Γιατί μία αιτία ή πολλές αιτίες μπορούν να παράγουν όχι μόνο ένα αλλά πολλά αποτελέσματα. Η αυστηρή διάκριση των ουσιωδών αλληλουχιών από τις μη ουσιώδεις, βοηθάει στην εύρεση της αποφασιστικής σύνδεσης, στην ανακάλυψη δηλαδή της αναγκαιότητας και της νομοτέλειας ενός προτσές.
Νόμος είναι η ουσιώδης και επαναλαμβανόμενη σύνδεση ανάμεσα στα φαινόμενα, η σύνδεση που καθορίζει την ορισμένη απόλυτα ροή ενός προτσές. Εκείνο που χαρακτηρίζει το νόμο είναι η ενυπάρχουσα σ' αυτόν αναγκαιότητα, η αναπόφευκτη δηλαδή πορεία ανάπτυξης των φαινομένων. Η κατηγορία, λοιπόν, της αναγκαιότητας εκφράζει το νομοτελειακό χαρακτήρα της ανάπτυξης στη φύση και την κοινωνία, το χαρακτήρα δηλαδή ανάπτυξης ανεξάρτητα από τη θέληση των ανθρώπων. Οποιος αρνείται την ύπαρξη νομοτελειών ανεξαρτήτων από την ανθρώπινη συνείδηση και θέληση, υπονομεύει τα θεμέλια της επιστήμης, γιατί η επιστήμη με τους νόμους της δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αντανακλά τις νομοτέλειες που συντελούνται ανεξάρτητα από τους ανθρώπους. Παραδείγματα τέτοιων γενικών νόμων είναι οι νόμοι της διαλεχτικής και ιδιαίτερα η αλληλεξάρτηση και ο αλληλοκαθορισμός των φαινομένων. Παραδείγματα επιμέρους νόμων της φύσης είναι ο νόμος της σταδιακής εξέλιξης, της φυσικής επιλογής κλπ. Οι διάφοροι εξάλλου κοινωνικοί σχηματισμοί στην οικονομική τους εξέλιξη υποτάσσονται σε δικούς τους ειδικούς οικονομικούς νόμους, ενώ ο γενικός νόμος της υποχρεωτικής ανιστοιχίας των σχέσεων παραγωγής προς το χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων, συνδέει όλους τους οικονομικούς σχηματισμούς, μετατρέποντας την εξέλιξη της κοινωνίας σε ενιαίο φυσικοϊστορικό προτσές όπου διακρίνεται καθαρά η ποιοτική διαφορά των κοινωνικών νόμων από τους νόμους της φύσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου