Η μικρή Μουριόμ και η καλή θάλασσα
Γρηγοριάδης Κώστας |
Χωμένη βαθιά στο διπλόφαρδο κόρφο, με τη μυρουδιά που την ημέρευε πιο δυνατή από παλιά, κρατούσε σφιχτά το δικό της παιδάκι από πλαστικό, στην αγκαλιά της. «Μη φοβάσαι», του ψιθύρισε. «Δεν ακούς τη μάνα! Είναι καλή η θάλασσα, μικρό μου». Ωστόσο, έτρεμε. Κι άλλο δυνατό κούνημα. Κι άλλο ακόμα πιο δυνατό. Κάρφωσε τα νυχάκια της στο ρούχο. Μερικές πολύ κρύες σταγόνες έβρεξαν το κεφάλι της. Κοίταξε πάνω και είδε πολλά αστέρια που κουνιόνταν σαν τρελά. Ζαλίστηκε λίγο.
Και στη γειτονιά της είχε τόσα πολλά σαν νύχτωνε. «Οταν μάθω να μετρώ πάνω από το δέκα, μια νύχτα, θα τα μετρήσουμε μαζί», της είχε τάξει ο Ταρέκ - Ασίζ, ο φίλος της. «Εγώ ξέρω πόσα είναι», του είπε κι εκείνος γέλασε με την ψυχή του. «Τι μας λες! Σιγά μην ξέρεις και τη θάλασσα!».
Γύρω απ' το σπίτι, γύρω κι απ' το χωριό της, πού θάλασσα. Σκόνη και πέτρες. Κάθε φορά που περνούσαν τα μεγάλα, σκουροπράσινα αυτοκίνητα με τους στρατιώτες και τις βρισιές τους, γέμιζε ο τόπος απ' αυτή τη σκόνη κι όλα πέθαιναν. Οταν σκέπασαν τον πατέρα της, μέσα στη γη, αυτό την πείραξε πιο πολύ κι απ' τα ουρλιαχτά της μάνας της: «Αλίμονο, συμφορά μου!!! Ενας είναι ο Αλάχ!!!». Ηξερε καλά τι είναι να μπαίνει στη μύτη σου και να μη μπορείς να ανασάνεις.
Το μόνο νερό, ένα μεγάλο πηγάδι στην άκρη του χωριού. Είχε κι ένα δέντρο με τεράστιο κορμί μα πολύ λίγα κλαδιά. Δύσκολα έβρισκες τη σκιά του. Η γιαγιά έλεγε πως, κάποτε, χωρούσαν όλοι οι άνθρωποι από κάτω του, αλλά τώρα πια...
Τη θάλασσα όμως την ήξερε. Πολύ καιρό της έλεγε γι' αυτήν, η μάνα της. «Θα δεις, είναι καλή η θάλασσα. Είναι τόοοσο μεγάλη και θα κάνουμε μαζί ένα ωραίο ταξίδι, να βρούμε το θείο Χαμέντ. Θα έχεις απ' όλα τα καλά, λουλούδι μου. Αυτά που μας κλέψανε κι άλλα πολλά. Η θάλασσα τραγουδάει, το ξέρεις;» Το ήξερε. Κι αυτό κι άλλα πολλά, αληθινά ή όχι. Ηξερε πως ρουφάει όλα τα ποτάμια και γι' αυτό είναι μεγάλη. Πως την περιδιαβαίνουνε διάφοροι Σεβάχ, που τους καταπίνει κι ύστερα τους ξερνάει πιο όμορφους και πιο σοφούς. Γεμάτη μπουκάλια με μηνύματα. Κι ο ήλιος, κάθε πρωί μ' αυτή νίβει τη σκόνη απ' τα μάτια του.
Το στομάχι της σφίχτηκε απότομα. Τώρα κουνιόταν συνέχεια κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Ενιωθε χάλια μα δε μίλησε. Κρατήθηκε απ' το κουκλάκι της και του τραγούδησε ένα ολοκαίνουργο τραγούδι. Ελεγε για το μεγάλο τραπέζι που θα κάνανε στους φίλους της όταν γυρνούσαν στο σπίτι. Τραγουδούσε και έτρεμε σαν ψαράκι και κατάπινε την αναγούλα απ' τ' άδειο στομάχι της.
Στο μυαλό της ήρθε τότε που φέρανε τα δυο μεγάλα αδέρφια της. Πρόφτασε μια μόνο ματιά πριν την αρπάξουν, μα ήταν αρκετή για να χορτάσει αίμα ξερό, πηγμένο στη σκόνη. Εκανε εμετό κι ο Ταρέκ Ασίζ της κρατούσε το χέρι κι έλεγε τραγουδιστά όλη την ώρα, «Ανάθεμα, ανάθεμα» μαζί με άλλα λόγια, ανάκατα. Με την πρώτη ευκαιρία θα του έγραφε σε ένα χαρτάκι μικρά, ωραία, κυματιστά γραμματάκια. Οσα ήξερε. Τι καλά που θα ήταν να τον είχε παρέα στο ταξίδι! Ηταν πολύ μεγάλο και βαρετό.
Νύχτα με νύχτα, πότε πάνω σε ζώα, πότε σε σαράβαλα καμιόνια και πολλές φορές με τα πόδια, ώρες ατέλειωτες. Είχε βαρεθεί και γκρίνιαζε αλλά η μάνα της δεν τη μάλωσε ποτέ. Στο τέλος απελπίστηκε κι έπαψε να γκρινιάζει. Ακολουθούσε όσο μπορούσε αμίλητη, κρατώντας το κουκλάκι της απ' το πόδι, να κρεμανταλίζεται και μόνο κάπου και πού δάκρυζε χωρίς να κλαίει. Την ημέρα κρυμμένοι σε αποθήκες, πιο σκοτεινές κι απ' τη νύχτα. Πάλι καλά που, κείνος ο βρώμικος γέρος, στην αρχή, της έδωσε το κουκλάκι. Είχε την έννοια του κι έτσι περνούσε η ώρα. «Στο σπίτι, να ξέρεις, έχω μια πολύ καλύτερη από σένα. Εμεινε να με περιμένει. Εσένα θα σε λέω..., Ταμίνα! Θέλεις;» Δεν την άφησαν να πάρει μαζί της τίποτα. Ούτε την αγαπημένη της κούκλα, να μην πιάνει τόπο. Ετσι κι αλλιώς, άλλα παιχνίδια δεν είχε.
Τα παιδιά στη γειτονιά παίζανε με σφαίρες και σίδερα που αφήνανε οι στρατιώτες. Δεν έμεινε και τίποτ' άλλο πια. Εκείνη δεν τα πλησίαζε αυτά. Κάποια παιδιά είχαν ματώσει κι ένα σκοτώθηκε. Ο Ταρέκ Ασίζ έκανε μια μεγάλη πληγή στο χέρι του κι έτρεχε σα βαρεμένο κοτόπουλο, έτσι αστεία, που, η μικρή Μουριόμ, γελούσε συνέχεια, χωρίς να μπορεί να σταματήσει. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να της ξαναμιλήσει κι άλλος τόσος για να του μιλήσει εκείνη. Υστερα, μια μέρα, πήγε στο σπίτι της μ' ένα μπουκάλι δροσερό ποτό, για να γίνουν πάλι φίλοι.
«Διψάω, Ταρέκ Ασίζ! Το στόμα μου στέγνωσε, καλέ μου φίλε!». Το στόμα της, αλήθεια, ήταν κατάξερο. Απ' το φόβο, ίσως. Η μάνα της έδωσε ένα πανί βρεγμένο και της χάιδεψε το μάγουλο με το ξυλιασμένο χέρι. «Σε λίγο θα σου δώσω νεράκι, καλή μου. Τώρα θα σε πειράξει. Κοντεύουμε, λουλούδι μου. Φάνηκαν τα φώτα. Να, τα βλέπεις;» Την άφησε για λίγο, τάχα για να τα δει, εκείνη προσπάθησε, μα το χάλι της χειροτέρεψε και μαζώχτηκε. Ρούφηξε το πανί μέχρι που στέγνωσε κι έμεινε να το 'χει στο στόμα.
Κάτι χτύπησε τη βάρκα πολύ δυνατά κι ακούστηκαν φωνές. Γύρισε στην κούκλα της. «Μη φοβάσαι, κουτό», μα ήταν η δική της καρδούλα που χοροπήδαγε. Η μάνα την έσφιξε κι άλλο. Ακουγε τώρα συνέχεια τους μεγάλους να φωνάζουν διάφορα και στο τέλος, πάντα, «Ενας είναι ο Αλάχ»!. Της ήρθαν αναφιλητά. Προσπάθησε να κρατηθεί μα δεν τα κατάφερε. Ούτε να κλάψει μπορούσε, όπως μερικές γυναίκες που κλαίγανε δυνατά. Η μάνα, μέσα στη συμφορά, της έδωσε ένα μπισκότο. «Για το στομαχάκι σου, λουλούδι μου. Φα' το, θα σου κάνει καλό. Φτάνουμε σε λίγο».
Τέτοια μπισκότα, της έδιναν πολλά στο ταξίδι. Στην αρχή της άρεσαν κι έφαγε αρκετά, μα στο τέλος τα βαρέθηκε. Στο σπίτι είχε πολύ καιρό να φάει μπισκότα. Και τα φαγητά ήταν λίγα πια. Ολο τα ίδια και πάλι καλά. Η μάνα της μασούλαγε ό,τι περίσσευε, η καημένη. Είχε γίνει πολύ αδύνατη και γριά. Ομως, τώρα που θα φτάνανε, θα τρώγανε μέχρι να χορτάσουν.
Εχωσε ένα κομμάτι στο στόμα της, μα 'κείνο τρίφτηκε και κόλλησε και δεν κατέβαινε με τίποτα. Ηταν κι αρμυρό. Δοκίμασε να το δώσει στην κούκλα της αλλά 'κει απάνω κάτι έγινε. Μεγάλος σαματάς, η βάρκα έγειρε πολύ, ακόμα κι άλλο και ήρθαν πολλά νερά. Πλατσούρισε στο σκοτάδι χωρίς να καταλαβαίνει το τι έγινε. «Μουριόοομ, λουλούδι μου!!!», άκουσε τη μάνα της, σαν από μακριά και μετά τίποτα. «Μάνααα, μη μ' αφήνεις!!!» ούρλιαξε μια, παραλυμένη απ' το φόβο κι ύστερα ένιωσε ένα χτύπημα κι ένα δυνατό πόνο στο κεφάλι της. «Καλή μου θάλασσα! Σώσε με, καλή μου θάλασσα! Μάνα! Ταμίνα!», φώναξε και πήρε να σβήνει.
Εγειρε στο πλάι, κουλουριασμένη, σα να κοιμόταν μέσα στη χαλασιά. Μάζεψε τα χεράκια και τα πόδια και τα δαχτυλάκια των ποδιών ακόμα και βυθίστηκε ήσυχα - ήσυχα, και τότε...!
Ενα γαλακτερό φως την τύλιξε και την κρατούσε απαλά και μια κορδέλα θαλασσιά έσμιξε στ' αφάλι της. Πήρε να γλυκαίνει το πρόσωπο της, σα να χαμογελούσε κι έβαλε τον αντίχειρα στο στόμα. Μερικές ιριδίζουσες πομφόλυγες βγήκαν απ' τα χείλια της και πλανήθηκαν στο φωσφόρο συννεφάκι κατά πού ήθελαν. Η Πλωτώ και η Κυμμοδόκη πρόστρεξαν, πάνω στα δελφίνια τους να την κανακέψουν μ' ένα τραγούδι που δεν ακούγεται στ' αυτιά μας. Πλανώμενα μετέωρα στόλισαν μπουκέτα φωτονίων, θρεμμένοι, ευγενικοί ιππόκαμποι τη φύλαγαν απ' τ' αρπακτικά και τους θεούς των, όσο ταξίδευε για τ' όνειρο που θα ζωντάνευε τις χαμένες μέσα στα ψεύδη αλήθειες. Τότε η Νέμεση θα έκανε σωστά τη δουλιά της κι η μικρή Μουριόμ, αγκαλιά με την καλή θάλασσα και τη μάνα της θα έστρωνε το μεγάλο τραπέζι για τους φίλους της και τ' άλλα παιδιά της Γης, τ' αδικημένα...
Ψέματα!!! Μ' ακούτε: Αθλια ψέματα! Τίποτα απ' όλα τούτα, παρά μόνο θάνατος ανάξιος όσο κι η ζωή. Ευθύνες σκοτεινές, τάχα μου αξεδιάλυτες κι ένας ωκεανός άρρωστης ανοησίας. Οχου, άτυχο λουλουδάκι μου, που δε χρειάστηκε να σε ξεριζώσουν, όπως παλιότερα, γιατί έσυρες μόνη τις ριζούλες σου μέχρι το πουθενά. Οργή και θλίψη, μα πώς να σε θρηνήσω όπως σου πρέπει, που έρχεται η αυριανή και παίρνει με το έτσι θέλω τη θέση της. Αδικα σέρνεται η γραφίδα στο ψυχοχάρτι. Η μικρή Μουριόμ πνίγηκε, πάει!
Ο Νικόλας μάζεψε πάνω στη βάρκα τη «μάνα» του παραγαδιού. Κοίταξε τα ψάρια στο πανέρι και ευφράνθηκε. Ποιος να το 'λεγε πως θα γινόταν τέτοια γαλήνη, μετά από μια τόσο άγρια νύχτα! «Οποιος πνίγηκε το μετάνιωσε», μονολόγησε κι ύστερα, «Α, είναι καλή η θάλασσα». Εβαλε πλώρη για το λιμάνι κι ούτε που πρόσεξε το πλαστικό κουκλάκι που λικνιζόταν εκεί κοντά, ύπτιο, γυμνούλι, μόνο.
Του
Σταύρου ΚΟΥΤΡΑΚΗ
Σταύρου ΚΟΥΤΡΑΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου