ΤΟ ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ ΤΩΝ «ΑΚΡΩΝ» 
ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

 Η ιστορική πείρα έχει αποδείξει ότι σε περιόδους καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης πολλαπλασιάζονται τα ιδεολογήματα και οι αντίστοιχες πολιτικές προτάσεις που επιχειρούν να συσκοτίσουν τις αιτίες της κρίσης και τους τρόπους διεξόδου από αυτή, να αποπροσανατολίσουν συνειδήσεις που αντικειμενικά βρίσκονται σε αναβρασμό λόγω της όξυνσης της επίθεσης του κεφαλαίου. Στόχος τους να εμποδίσουν τη ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών - λαϊκών μαζών, να αποτρέψουν τη συνάντησή τους με την πρόταση του ΚΚΕ.
Ενα τέτοιο ιδεολόγημα που αναπαράγεται με ιδιαίτερη επιμονή το τελευταίο διάστημα από αστούς πολιτικούς και δημοσιολόγους είναι αυτό που επιχειρεί να τρομοκρατήσει, προβάλλοντας τον κίνδυνο που δήθεν συνιστά για την αστική δημοκρατία στην Ελλάδα η ενίσχυση των πολιτικών «άκρων» (της «άκρας αριστεράς» και της «άκρας δεξιάς»). Παραπέμπει στην κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, της Γερμανικής αστικής δημοκρατίας του Μεσοπολέμου, εξαιτίας (υποτίθεται) της «ανεξέλεγκτης» και «εγκληματικής» σύγκρουσης των τότε «ακραίων» πολιτικών δυνάμεων: του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας και του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (Ναζιστικού).
Ποιος ήταν όμως ο χαρακτήρας του Ναζιστικού Κόμματος και η πραγματική σχέση του με την αστική εξουσία στη Γερμανία; Ποια πολιτική γραμμή ακολούθησε το ΚΚ Γερμανίας, προκειμένου να υπερασπίσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων; Ποιος ήταν ο πραγματικός ρόλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος πριν την οριστική επικράτηση του Ναζισμού το 1933;
Πρόκειται για ερωτήματα που πρέπει να τεθούν και να απαντηθούν με ξεκάθαρο τρόπο, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προπαγανδιστικοί αφορισμοί των αστικών ιδεολογημάτων και να βγουν χρήσιμα διδάγματα για τις σημερινές στοχεύσεις της αστικής τάξης στη χώρα μας. Το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, η Κομμουνιστική Διεθνής, ανέλυσαν επισταμένα το χαρακτήρα και τις μεθόδους του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και 1930. Στα πλαίσια του παρόντος άρθρου δεν μπορούμε να δώσουμε παρά μερικές χαρακτηριστικές πινελιές αυτής της ανάλυσης.
Ενα πρώτο και βασικό συμπέρασμα είναι ότι ο φασισμός - εθνικοσοσιαλισμός δεν είναι μια μορφή κρατικής εξουσίας που στέκεται δήθεν πάνω και από την αστική τάξη και από το προλεταριάτο. Δεν αποτελεί μια εξουσία των μικροαστικών στρωμάτων πάνω στο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Πρόκειται για την ίδια την εξουσία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Το 1934, λίγο μετά την οριστική επικράτηση του ναζισμού στη Γερμανία, ο Ι. Β. Στάλιν τόνιζε:
«Αποτέλεσμα της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης ήταν η πρωτοφανέρωτη ως τώρα όξυνση της πολιτικής κατάστασης στις καπιταλιστικές χώρες, τόσο στο εσωτερικό αυτών των χωρών, όσο και ανάμεσά τους […] Τα πράγματα τραβούν ολοφάνερα για νέο πόλεμο […] Οι λαϊκές μάζες δεν έφθασαν ακόμα στο σημείο να περάσουν στην έφοδο ενάντια στον καπιταλισμό, δεν μπορεί όμως να αμφιβάλλει κανείς ότι η ιδέα της εφόδου ωριμάζει στη συνείδηση των μαζών […] Δεν είναι λοιπόν εκπληκτικό ότι ο φασισμός έγινε τώρα το πιο μοντέρνο εμπόρευμα ανάμεσα στους πολεμοχαρείς αστούς πολιτικούς. Μιλώ όχι μονάχα για το φασισμό γενικά, μα πριν απ’ όλα για το φασισμό γερμανικού τύπου, που λαθεμένα λέγεται εθνικοσοσιαλισμός, γιατί και με την πιο προσεχτική ανάλυση είναι αδύνατο να ανακαλύψει κανείς σ’ αυτόν έστω και ένα άτομο σοσιαλισμού»1.
Η στροφή λοιπόν του γερμανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου προς ένα αντιδραστικότερο εσωτερικό καθεστώς και οι σχεδιασμοί του για μια σαφώς επιθετικότερη εξωτερική πολιτική, που θα διεκδικούσε ένα μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας με βάση τον αλλαγμένο συσχετισμό δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο, ήταν οι παράγοντες που οδήγησαν τις κυρίαρχες μερίδες της αστικής τάξης να στηρίξουν με θέρμη το Ναζιστικό Κόμμα. Φυσικά, δεν πρέπει να υποτιμηθεί και η ανοιχτή ή συγκαλυμμένη στήριξη τμημάτων του κεφαλαίου άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (πρώτα και κύρια των ΗΠΑ) που επιζητούσαν τη συνέχιση των κερδοφόρων δραστηριοτήτων τους στη Γερμανία, αλλά και προσέβλεπαν σε μια μελλοντική πολεμική επιχείρηση της ναζιστικής Γερμανίας ενάντια στη Σοβιετική Ενωση. Στο ζήτημα αυτό είναι αποκαλυπτική η απολογία του Χιάλμαρ Σαχτ, προέδρου της Κεντρικής Γερμανικής Τράπεζας (1923-1930 και 1933-1934) και υπουργού Οικονομικών (1933-1937), στη δίκη της Νυρεμβέργης:
«Στους κύκλους των σοβαρών τραπεζιτών και των μεγάλων οικονομικών οργανισμών, που έδειχναν προτίμηση σε ένα συνεχιζόμενο και τακτικό εμπόριο με τη Γερμανία, μου φαίνεται ότι δεν έκανα εχθρούς, καθώς σε όλα τα μέτρα που χρειάστηκε να πάρω για να προστατέψω την αγορά και για να συνεισφέρω στην επιβίωση του εμπορίου της Γερμανίας με το εξωτερικό, έδρασα πάντα σε συμφωνία με τους αντιπροσώπους των διεθνών αυτών πιστωτών».
Σημειώνουμε παρενθετικά ότι οι φιλικές του σχέσεις με το διεθνές μονοπωλιακό κεφάλαιο, για τις οποίες επαίρεται ο Σαχτ, οδήγησαν στη αθώωσή του στη δίκη της Νυρεμβέργης (με την πίεση των Αγγλων) και στη συνέχιση της δράσης του ως τραπεζίτη μετά τον πόλεμο!
Η αλλαγή της μορφής του αστικού καθεστώτος στη Γερμανία (από κοινοβουλευτική δημοκρατία σε φασιστική δικτατορία) δεν προκύπτει επομένως από κάποια ενίσχυση και σύγκρουση των πολιτικών «άκρων», αλλά από έναν αναπροσανατολισμό των προτεραιοτήτων και των επιλογών του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Η Γερμανική αστική τάξη βρίσκει στο Ναζιστικό Κόμμα τον πιο αποτελεσματικό υπερασπιστή των συμφερόντων της. Ο αναπροσανατολισμός αυτός δεν μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο και τον άλλο βασικό πυλώνα του αστικού πολιτικού συστήματος της εποχής: το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Η στάση και η δράση του κόμματος αυτού κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930 αποκαλύπτουν ότι όχι μόνο δεν αποτελούσε μια «νηφάλια, μετριοπαθή» δύναμη υπεράσπισης των λαϊκών συμφερόντων και της «δημοκρατίας» (όπως υπονοούν τα σύγχρονα αστικά ιδεολογήματα), αλλά προλείανε το έδαφος για την επικράτηση του φασισμού.
Δεν πρόκειται μόνο για την πολιτική της ταξικής συνεργασίας με την αστική τάξη που ακολούθησαν με συνέπεια οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας και που αφόπλισε πολιτικά και οργανωτικά την εργατική τάξη μπροστά στην επίθεση του φασισμού. Η νομιμοφροσύνη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος απέναντι στους αστικούς θεσμούς και η υποταγή του στα συμφέροντα της αστικής τάξης το οδηγούσε σε κυνηγητό των κομμουνιστών και όχι των ναζί.
Είναι χαρακτηριστικά τα ακόλουθα περιστατικά, από τα τελευταία χρόνια πριν την επικράτηση του ναζισμού, που αναφέρει η μελέτη «Η κομμουνιστική αντίσταση στη Γερμανία»:
«Ηταν ο διευθυντής της αστυνομίας, ο Τσοργκιεβέλ (σημ. σοσιαλδημοκράτης), ο οποίος διέταξε να πυροβοληθεί η διαδήλωση των κομμουνιστών την Πρωτομαγιά του 1929 στο Βερολίνο, σκοτώνοντας 33 διαδηλωτές. Στη συνέχεια ο Πρώσος σοσιαλιστής υπουργός εξωτερικών, ο Σέβερινγκ, ο οποίος απαγόρευσε τη Λίγκα των Μαχητών του Κόκκινου Μετώπου. Τον επόμενο χρόνο οι σοσιαλιστές επέτρεψαν την υιοθέτηση του πολύ καταπιεστικού “Νόμου για την προστασία της δημοκρατίας”. Οι κομμουνιστές δήμαρχοι δε νομιμοποιούνταν πλέον στα καθήκοντά τους και η αστυνομία έκλεισε τα γραφεία του ΚΚ Γερμανίας. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ψήφισε το Αρθρο 48, το οποίο θα έδινε απόλυτες εξουσίες στο Χίτλερ και ήταν ο πρώτος δημιουργός της επανεκλογής, το 1932, του στρατάρχη Χίντεμπουργκ, ο οποίος διόρισε το Χίτλερ καγκελάριο λίγους μήνες αργότερα. […]
Στις 17 Ιούλη 1932, στην Αλτόνα, εργατική συνοικία του Αμβούργου, τα πολυβόλα της αστυνομίας που διοικούσε ο σοσιαλδημοκράτης Εγγερσταντ προσέτρεξαν σε βοήθεια μιας ναζιστικής διαδήλωσης που απειλούνταν από μια κομμουνιστική διαδήλωση. Αποτέλεσμα: 17 κομμουνιστές διαδηλωτές σκοτώθηκαν»2.
Αναρίθμητα τέτοια περιστατικά καταδεικνύουν τη βασική ευθύνη που έχει η γερμανική σοσιαλδημοκρατία για την άνοδο του ναζισμού στην κυβερνητική εξουσία. Δεν πρόκειται απλά για μια λαθεμένη πολιτική που υποτιμούσε τον κίνδυνο του φασισμού, αλλά για μια «ψυχή τε και σώματι» πρόσδεση της σοσιαλδημοκρατίας στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Η πρόσδεση αυτή είχε αποκαλυφθεί στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη στη διάρκεια του Μεσοπολέμου (στάση της σοσιαλδημοκρατίας στην επανάσταση του 1918, στα γεγονότα του 1923, στην άνοδο του φασισμού).
Από την αντίθετη μεριά της ταξικής διαχωριστικής γραμμής, το ΚΚ Γερμανίας έδωσε έναν ηρωικό αγώνα πριν και μετά την επικράτηση του ναζισμού. Εκατοντάδες μέλη και στελέχη του δολοφονήθηκαν στους δρόμους από τους φασίστες και τις αστικές δυνάμεις καταστολής, δεκάδες χιλιάδες κλείστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και βασανίστηκαν. «Μόνο τη νύχτα της 27 προς 28 Φεβρουαρίου 1933, μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγ, 10.000 κομμουνιστές πιάστηκαν, ανάμεσα τους τα κυριότερα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής και τα δύο τρίτα των μεσαίων στελεχών. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα φθάσουν τις 20.000. Εξήντα στρατόπεδα, τριάντα ειδικά τμήματα στις φυλακές του κράτους, εξήντα κέντρα κράτησης άνοιξαν για να υποδεχτούν όλους αυτούς»3.
Οι κομμουνιστές ήταν οι μόνοι που αντιστάθηκαν πραγματικά, ως συγκροτημένη πολιτική δύναμη, στην άνοδο του ναζισμού. Συγκρούστηκαν και ένοπλα μαζί του πριν κυριαρχήσει, συνέχισαν την αντίσταση μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου με κάθε μορφή, ακόμα και με τη συμμετοχή τους στα αντιστασιακά κινήματα των κατεχόμενων από τους ναζί χωρών.
Οι σοσιαλδημοκράτες, με πρόσχημα τη λογική του μικρότερου κακού, στις εκλογές του 1932 υποστήριξαν για την προεδρία της δημοκρατίας το στρατάρχη Χίντεμπουργκ, ο οποίος στις 30 Γενάρη 1933 διόρισε καγκελάριο τον Αδόλφο Χίτλερ.
Στις 23 Μάρτη 1933, στην εναρκτήρια συνεδρίαση του νέου Ράιχσταγκ, ο πρόεδρος του SPD Οτο Βελς (ήταν από τους ηγέτες της σφαγής των εργατών στα 1918-19) δήλωσε πως το κόμμα του αποχωρεί από τη Σοσιαλδημοκρατική Διεθνή, συμμορφούμενος με τις επιδιώξεις των Ναζί και προσφέρθηκε να συνεργαστεί με το Χίτλερ. Στις 17 Μάη 1933 το SPD υπό την ηγεσία του Βελς επιδοκίμασε την πρόθεση του Χίτλερ να «ακολουθήσει πολιτική ειρήνης».
Αυτά γίνονταν όταν το χιτλερικό κόμμα ως κυβέρνηση ήδη:
• Είχε στις 27 Φλεβάρη διαπράξει την προβοκάτσια εμπρησμού του Ράιχσταγκ και είχε φυλακίσει τους Τέλμαν, Ντιμιτρόφ κ.ά.
• Είχε συλλάβει και βασάνιζε μέχρι θανάτου χιλιάδες κομμουνιστές ακόμα και απλούς σοσιαλδημοκράτες.
• Είχε ακυρώσει τις 81 έδρες του ΚΚ Γερμανίας, που είχε πάρει στις εκλογές της 5ης Μάρτη 1933.
• Είχε απαγορεύσει τη δράση των συνδικάτων και κατασχέσει την περιουσία τους στις 2 Μάη.4
Οι προσπάθειες του Κομμουνιστικού Κόμματος, με την καθοδήγηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, να πετύχει την ενότητα δράσης της εργατικής τάξης σε επαναστατική κατεύθυνση, να ακυρώσει τις αυταπάτες που καλλιεργούσε μέσα σε εργατικές μάζες η σοσιαλδημοκρατία, αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη για το κομμουνιστικό κίνημα, ανεξάρτητα από τις αδυναμίες ή τα λάθη που τις συνόδεψαν. Η κριτική και η αυτοκριτική, αναντικατάστατο εργαλείο στα χέρια των κομμουνιστικών κομμάτων, στόχο έχουν να βγάλουν διδάγματα για τη συνέχεια της πάλης, να ατσαλώσουν το Κόμμα στην αναμέτρησή του με τον ταξικό αντίπαλο. Δεν έχουν καμία σχέση με τη λαθολογία και το μηδενισμό που σκόπιμα διαχέουν η αστική προπαγάνδα και οι οπορτουνιστικές παραφυάδες της.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ 
Ο ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ «ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ»

 Η ευέλικτη τακτική της αστικής τάξης στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, η ικανότητά της να αναθέτει καθήκοντα, κάθε φορά ανάλογα με τις ανάγκες της, σε διαφορετικούς πολιτικούς εκπροσώπους, να «φουσκώνει» και να φέρνει στο κέντρο του πολιτικού σκηνικού μέχρι πρότινος περιθωριακές πολιτικές δυνάμεις (όπως το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα), προσφέρουν διδάγματα και για την ταξική πάλη σήμερα στη χώρα μας. Η ανάγκη ιδεολογικοπολιτικής επαγρύπνησης απέναντι σε τέτοιους σχεδιασμούς ενισχύεται από δύο επιπλέον παράγοντες. Από τη μια μεριά η καπιταλιστική οικονομική κρίση, η αύξηση της ανεργίας και η ραγδαία επέλαση της αντεργατικής πολιτικής κλονίζουν τα παραδοσιακά κόμματα-στηρίγματα του αστικού πολιτικού συστήματος (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) και θέτουν επί τάπητος το ζήτημα δημιουργίας και ανάπτυξης νέων μαζικών πολιτικών κομμάτων-αναχωμάτων απέναντι στο ΚΚΕ. Από την άλλη μεριά η ύπαρξη στην Ελλάδα σχετικά πολυάριθμων ακόμα μικροαστικών στρωμάτων (μικρομαγαζάτορες, βιοτέχνες, μικροαγρότες, ανώτερα στρώματα δημοσίων υπαλλήλων κλπ.), που η συνείδησή τους επιχειρεί να ακροβατήσει ανάμεσα στα συμφέροντα της ατομικής ιδιοκτησίας και στη συμπίεση που δέχονται από τις μονοπωλιακές επιχειρήσεις, μπορεί να αποτελέσει πρόσφορο έδαφος για τη μαζικοποίηση τέτοιων πολιτικών δυνάμεων και το τράβηγμα αυτών των μικροαστικών στρωμάτων στην αστική πολιτική, με δεδομένο ότι αδυνατίζουν οι υλικοί όροι που πρόσδεναν τέτοια στρώματα στην αστική τάξη.
Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της συνολικής αναδιάταξης του αστικού πολιτικού συστήματος, ενισχύονται και πολιτικές δυνάμεις που έχουν ως κύρια αποστολή το χτύπημα του εργατικού κινήματος σε συνθήκες ανόδου της ταξικής πάλης. Αυτές οι δυνάμεις έχουν τη στήριξη του αστικού κράτους (κρυφών και φανερών μηχανισμών του), αλλά και αστικών κομμάτων. Σύγχρονο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η στήριξη του κόμματος του Ζ. Μ. Λεπέν στη Γαλλία από το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Μια πολιτική δύναμη που εμφανίζεται το τελευταίο διάστημα να βγαίνει από το περιθώριο του αστικού πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα είναι η «Χρυσή Αυγή» (ΧΑ). Από τη σκοπιά της αναγκαίας μαρξιστικο-λενινιστικής αντιπαράθεσης, θα αποτελούσε σχηματικότητα να προσεγγίζουμε την κάθε πολιτική δύναμη αποκλειστικά με βάση το πώς η ίδια αυτοπροσδιορίζεται. Ετσι και στην περίπτωση της ΧΑ δεν μπορούμε να περιοριστούμε στο χαρακτηρισμό «λαϊκή-εθνικιστική» που δίνει η ίδια για τον εαυτό της. Αντίθετα, στη βάση των πολιτικο-ιδεολογικών αντιλήψεων της ΧΑ και αντλώντας στοιχεία από την ιστορία του διεθνούς κινήματος, χρειάζεται να δώσουμε μια ουσιαστική απάντηση στο ερώτημα: είναι η ΧΑ μια εθνικοσοσιαλιστική - φασιστική οργάνωση;
Η επιλογή της να μην αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοια μπορεί κάλλιστα να αποτελεί μια κίνηση τακτικής, προκειμένου να μη στιγματιστεί από την αρνητική εικόνα για την ιδεολογία και την πρακτική του εθνικοσοσιαλισμού που υπάρχει σε πλατιά λαϊκά στρώματα, εξαιτίας και των ιστορικών εμπειριών στη χώρα μας. Πιστεύουμε ότι υπάρχουν αρκετά στοιχεία που πρέπει να μας κάνουν να απαντήσουμε καταφατικά στο παραπάνω ερώτημα:
• Η ακραία εθνικιστική ιδεολογία της ΧΑ με την πρόταξη του έθνους ως «ανώτερης πνευματικής εκδήλωσης» της φυλής και του κράτους ως στοιχείου που σταθεροποιεί και αναπτύσσει το έθνος. Η προβολή του Ελληνικού έθνους ως υπεράνω όλων - χαρακτηριστικό το: «Πάνω απ’ όλα για μας είναι το Ελληνικό Αίμα»5.
• Τα ιδεολογήματα για την πραγμάτωση μιας «Μεγάλης Ελλάδας», σε συνδυασμό με τις επιθετικές, τυχοδιωκτικές θέσεις σε μια σειρά μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής (Βόρεια Ηπειρος, Μακεδονία, Θράκη κλπ.).
• Η αντίληψη για το κράτος που εξασφαλίζει ότι η ταξική διαίρεση δεν οδηγεί στην ταξική πάλη, αλλά στην αρμονική συμβίωση των τάξεων «όπως σ’ έναν ζωντανό οργανισμό».
• Η αντι-πλουτοκρατική συνθηματολογία με αιχμή τόσο προς το εσωτερικό της χώρας, όσο και προς το διεθνές τραπεζικό σύστημα, χωρίς όμως να θίγεται η καπιταλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.
• Η μη αναγνώριση της εργατικής τάξης ως αυτοτελούς κοινωνικού υποκείμενου και ο συνεπαγόμενος αντικομμουνισμός (ενάντια στον «αντεθνικό μπολσεβικισμό») ως συστατικό στοιχείο της ιδεολογίας.
• Η προσπάθεια διαμόρφωσης μαζικής βάσης και επίδρασης, πρώτα και κύρια στα μικροαστικά στρώματα που συμπιέζονται από τα μονοπώλια, με ερεθισμό των πιο ταπεινών ιδιοκτησιακών κινήτρων.
• Η ταυτόχρονη προσπάθεια διείσδυσης σε στρώματα της εργατικής τάξης με χαμηλό επίπεδο ταξικής συνείδησης, με την προβολή μέτρων που δήθεν θα δώσουν κάποια άμεση ανακούφιση (προστασία κατοικίας, ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης κλπ.).
• Η αναζήτηση ενός φυλετικού εχθρού, καταρχάς στο εσωτερικό της χώρας, που ευθύνεται για μια σειρά άμεσα προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων (Εβραίοι στη ναζιστική Γερμανία, σκουρόχρωμοι και μαύροι λαθρομετανάστες στη σημερινή Ελλάδα).
• Οι προσπάθειες δημιουργίας δυναμικών, εκπαιδευμένων, ημι-στρατιωτικών ομάδων κρούσης, που ακόμα εμφανίζονται περιστασιακά, αλλά όλο και συχνότερα. (Χαρακτηριστικές είναι οι βδομαδιάτικες ημι-στρατιωτικές παρελάσεις δυνάμεων της ΧΑ στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και η «εκπαίδευση» τμημάτων της σε ορεινές περιοχές).
Ο εθνικοσοσιαλισμός, στο επίπεδο της ιδεολογίας, αποτελεί συγχώνευση του εθνικισμού με μικροαστικές «σοσιαλιστικές» αντιλήψεις. Οχι μόνο δεν αμφισβητεί την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, αλλά καλεί προπαγανδιστικά σε προστασία της μικρής ιδιοκτησίας απέναντι στη μεγάλη μονοπωλιακή καπιταλιστική ιδιοκτησία. Η διασύνδεση και στήριξη της ΧΑ από συγκεκριμένους κεφαλαιοκράτες ή ακόμα και δυνάμεις (πολιτικές ή/και οικονομικές) από το εξωτερικό (βλ. τις προτάσεις της για αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής προς τη Ρωσία) όχι μόνο δεν αντιβαίνουν στην κατάταξη αυτής της οργάνωσης στο χώρο του εθνικοσοσιαλισμού, αλλά συνάδουν με τα ιστορικά προηγούμενα.
Εχει σημασία να τονίσουμε στο σημείο αυτό ότι η ΧΑ δεν αντιπαρατίθεται με άλλες πολιτικές δυνάμεις στο έδαφος του πατριωτισμού, μιας και γι’ αυτήν ο πατριωτισμός ως έννοια έχει εγγενείς αδυναμίες, αποτελεί μια έμφυτη διάθεση που μπορεί να ερμηνευτεί με ποικίλους τρόπους. Π.χ. ότι το ΚΚΕ θεωρεί πατρίδα τη «σοβιετία», ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Κουβέλης μια «πολυφυλετική κοινωνία» κλπ.
Διαχωρίζεται με επιθετικό τρόπο από εκείνες τις δυνάμεις που -σύμφωνα με την ΧΑ- έχουν διαστρεβλώσει στις συνειδήσεις των απλών ανθρώπων το πραγματικό νόημα του εθνικισμού: τον εθνικο-φιλελευθερισμό του ΛΑ.Ο.Σ. και τους εθνικόφρονες που στηρίζουν τις «υπάρχουσες κοινωνικο-πολιτικές δομές». Θέτει το ακόλουθο τρίπτυχο συνθημάτων στην κορυφή της πολιτικής της πρότασης: «Για το έθνος, τη φυλή και το λαό μας», «Για μια Ελλάδα κυρίαρχη και ανεξάρτητη», «Για μια Ελλάδα που θα ανήκει στους Ελληνες».6
Αυτοπροσδιορίζεται ως ένα «γνήσιο λαϊκό εθνικιστικό κίνημα» που απορρίπτει «τις ξεπερασμένες ιδεολογίες και τα κατασκευασμένα ιδεολογήματα που τεχνητά χωρίζουν το λαό μας». Με έναν άκρατο φιλοσοφικό ιδεαλισμό συμπυκνώνει το πώς αντιλαμβάνεται την έννοια του εθνικισμού στις ακόλουθες φράσεις: «Ο Εθνικισμός δεν αποτελεί τον τρίτο δρόμο όπως πιστεύουν οι περισσότεροι. Διότι, οι υποτιθέμενοι δύο άλλοι δρόμοι, του διεθνιστικού σοσιαλισμού/κομμουνισμού και του κοσμοπολίτικου φιλελευθερισμού/καπιταλισμού, είναι ο ένας και αυτός δρόμος. Ο δρόμος του υλισμού. Αντίθετα, ο Εθνικισμός είναι ένα ολοκληρωμένο αξιακό, φιλοσοφικό, κοινωνικοπολιτικό βίωμα. Είναι το πέρασμα από τον έμφυτο εθνισμό και την ροπή προς την πατρίδα, προς τον αληθινό αγώνα πέρα από τον χώρο και τον χρόνο, για το Εθνος. Είναι ο αγώνας για να τιμηθούν οι ένδοξοι νεκροί και οι αγέννητοι. Ο Εθνικισμός δεν είναι μόνο μια ιδεολογία του έθνους, αλλά και μια συνολική κοινωνική ιδεολογία»7.

ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ «ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ»

 Χρειάζεται να σταθούμε αναλυτικά στη συνολική πολιτική πρόταση της ΧΑ («Νέα εθνική πολιτική»8), προκειμένου να δούμε πιο ανάγλυφα τον αστικό χαρακτήρα αυτής της πολιτικής δύναμης και να αντιληφθούμε τις μεθόδους με τις οποίες επιχειρεί να διεισδύσει και να αποκτήσει μαζική επιρροή σε εργατικά-λαϊκά στρώματα. Η διεξοδική μελέτη της πολιτικής της πρότασης καταδεικνύει ότι η υποτιθέμενη μονομέρεια αυτής της οργάνωσης (μεταναστευτικό) αποτελεί μια απλουστευτική ερμηνεία των θέσεών της. Φυσικά το μεταναστευτικό ζήτημα αποτελεί κεντρικό μοτίβο της προπαγάνδας της, τη βιτρίνα της πολιτικής αυτής δύναμης, αλλά προκύπτει και εντάσσεται στη συνολικότερη στρατηγική της πρόταση, ενώ η υπερπροβολή του στην τρέχουσα δράση της οργάνωσης μπορεί να αποτελεί κίνηση τακτικής που στοχεύει στην εύκολη στρατολόγηση ενός δυναμικού από τις πιο υποβαθμισμένες αθηναϊκές (και όχι μόνο) συνοικίες.
Θα εξετάσουμε την πολιτική πρόταση της ΧΑ, ακολουθώντας ένα σχηματικό χωρισμό σε βασικές ενότητες.

Α. ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

 Το ζήτημα αυτό, σήμα κατατεθέν της ΧΑ, συνδέεται προπαγανδιστικά στις θέσεις της με τα ζητήματα της απώλειας εθνικής κυριαρχίας και της ξενικής κατοχής. Επισείεται με έντονο τρόπο ο κίνδυνος «αλλοίωσης της πληθυσμιακής σύνθεσης» και μετατροπής του «εθνικού κράτους σε πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό» κατ’ επιταγή της «παγκοσμιοποίησης». Το μεταναστευτικό ζήτημα παρουσιάζεται αναπόσπαστα δεμένο με τα ζητήματα της αυξημένης εγκληματικότητας και της λεγόμενης επανεμφάνισης λοιμωδών νοσημάτων. Με τον ίδιο τρόπο που η αντι-μεταναστευτική προπαγάνδα συνδέεται με την καλλιέργεια της εθνικής φοβίας και η βίαιη δράση συμμοριών ενάντια στους μετανάστες επιχειρείται να δεθεί με τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα (χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η πρόσφατη διαδήλωση στην επέτειο των Ιμίων συνοδεύθηκε από «καταδρομικές» επιχειρήσεις ενάντια σε μετανάστες σε διάφορα σημεία της Αθήνας). Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι ανάλογες συνδέσεις δεν αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο της ΧΑ, καθώς επαναλαμβάνονται κατά κόρον από τους βουλευτές του ΛΑ.Ο.Σ. στις παρεμβάσεις τους στο κοινοβούλιο.
Οι αντιλήψεις αυτές αποτελούν το υπόβαθρο για τη διαμόρφωση μιας επικίνδυνα αντιδραστικής πολιτικής πρότασης. Εκτός από τις προτάσεις εκείνες που φυσιολογικά θα ανέμενε κανείς με δεδομένη την πιο ευρέως γνωστή ρητορική της ΧΑ (π.χ. απέλαση όλων των λαθρομεταναστών), υπάρχουν και άλλες που φαίνεται να εκτείνονται και πέρα από το χώρο των παράνομων μεταναστών ή/και να αφορούν τις κοινωνικές συμμαχίες που προσπαθεί να οικοδομήσει η ΧΑ (και τμήματα της αστικής τάξης). Θα αναφερθούμε παρακάτω αναλυτικότερα στην πρόταση για καταδίκη της παράνομης εισόδου των μεταναστών ως κακουργήματος με ποινή την υποχρεωτική κοινωνική εργασία. Πολύ πιο σοβαρή και επικίνδυνη είναι η πρόταση να αποδίδονται πλήρη πολιτικά δικαιώματα και το δικαίωμα ιδιοκτησίας γης και ακινήτων μόνο στους Ελληνες στο γένος και στη συνείδηση. Η τελευταία αναφορά σκόπιμα αφήνει το έδαφος ανοιχτό για εξαιρέσεις (από τον «εθνικό κορμό») όχι μόνο στη βάση του γένους, αλλά και στη βάση ιδεολογικών, πολιτικών και λοιπών αντιλήψεων.

Β. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

 Οι βασικές εκτιμήσεις της ΧΑ στο πεδίο της οικονομίας είναι οι παρακάτω:
• Απαξίωση της εθνικής παραγωγής με καταστροφή του παραγωγικού ιστού. Το 80% του παραγωγικού ιστού έχει μετατραπεί σε μεταπρατικό, εισαγωγικό, εξυπηρετητή ξένων συμφερόντων.
Πρόκειται για επικίνδυνη παραλλαγή του αστικού ιδεολογήματος ότι η Ελλάδα «δεν παράγει τίποτα». Πατάει σε μια διαστρεβλωμένη, αστική ερμηνεία των εννοιών της (καπιταλιστικής) παραγωγής και του βιομηχανικού κεφαλαίου που τείνουν να τις περιορίζουν στην εμπράγματη παραγωγή της μεταποίησης. Εμφανίζει τον ελληνικό μονοπωλιακό καπιταλισμό του 21ου αιώνα ως κολοβό και υπανάπτυκτο, συσκοτίζοντας την πραγματικότητα και ανοίγοντας το δρόμο σε αυταπάτες περί δυνατοτήτων ενός διαφορετικού, υγιούς δρόμου καπιταλιστικής ανάπτυξης. Φλερτάρει έτσι με διαχρονικά ιδεολογήματα περί «μεταπρατικής» αστικής τάξης, «αποβιομηχάνισης» κλπ., που γνώρισαν ιδιαίτερη διάδοση μέσω των ποικιλώνυμων θεωριών περί εξάρτησης και επέδρασαν ακόμα και στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος.
• Ερήμωση της υπαίθρου, μεθοδευμένη καταστροφή της γεωργίας, κλείσιμο των εργοστασίων παραγωγής ζάχαρης, της κλωστοϋφαντουργίας και δεκάδων άλλων παραγωγικών τομέων συνδεδεμένων με τη γεωργική καλλιέργεια. Αποτέλεσμα, από την εσωτερική επάρκεια και τις εξαγωγές να εισάγουμε πλέον άνω του 80% των προϊόντων για τη διατροφή μας.
Είναι μια εκτίμηση που πατάει φυσικά σε αντικειμενικά γεγονότα - προβλήματα και αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης εκτίμησης για τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Παρασιωπά ότι η άλλη όψη της δραστικής συρρίκνωσης της μικρής αγροτιάς τα τελευταία 30 χρόνια («καταστροφή της γεωργίας») είναι η καπιταλιστική ανάπτυξη κλάδων της αγροτικής παραγωγής (ιδιαίτερα της κτηνοτροφίας) και η αύξηση της μισθωτής εργασίας στον «πρωτογενή» τομέα, κύρια μεταναστών εργατών γης. Πιθανά με τον τρόπο αυτό αναζητεί συμμάχους ανάμεσα σε μεσαία στρώματα αγροτών που χτυπιούνται σήμερα από τα αποτελέσματα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και την πίεση των μονοπωλίων, καλλιεργώντας αυταπάτες ότι μια άλλη πολιτική στο έδαφος του καπιταλισμού μπορεί να τους διατηρήσει μακροπρόθεσμα στην αγροτική παραγωγή. Είναι χαρακτηριστική η προβολή ειδήσεων στην ιστοσελίδα της ΧΑ για την «αύξηση» της επιρροής εθνικιστικών συνθημάτων στην Κρήτη, με δεδομένη την ταξική διαστρωμάτωση της αγροτιάς στην περιοχή αυτή.
Σε στενή συσχέτιση με τα παραπάνω, ιδιαίτερη προσοχή και αντιμετώπιση χρειάζεται η θέση της ΧΑ (δες και ανάλογη πρόταση του ΛΑ.Ο.Σ.) για υποχρεωτική εργασία (στην ουσία καταναγκαστικά έργα) παράνομων λαθρομεταναστών που συλλαμβάνονται. Πρόκειται για πρόταση που μπορεί να κεντρίσει τα πιο ταπεινά ιδιοκτησιακά ελατήρια του μεσαίου αγρότη στο να αναζητά πάμφθηνη, μισο-δουλική εργασία. Μπορούμε να βρούμε ιστορικές αναλογίες στον τρόπο που το ναζιστικό καθεστώς χρησιμοποίησε εκατομμύρια Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου, όχι μόνο σε βιομηχανικές δραστηριότητες, αλλά και ως εργάτες γης στα κτήματα των Γερμανών αγροτών. Σε περίοδο καπιταλιστικής κρίσης, τη δεκαετία του 1930, στρατόπεδα εργασίας, όπου καταναγκαστικά οδηγούσαν και ημεδαπούς ανέργους, υπήρξαν στις ΗΠΑ κ.α.
• Η ναυτιλία μας, μια παγκόσμια δύναμη, ενώ θα μπορούσε να μετατρέψει τον Πειραιά σε διεθνές ναυτιλιακό κέντρο, να συμβάλει στην ανάπτυξη της ναυπηγικής βιομηχανίας καθώς και σε άλλους τομείς της οικονομίας, μεθοδευμένα απαξιώθηκε. Οι ναυτικοί μας που συνέβαλαν τα μέγιστα στην καθιέρωσή της, με την εμπειρία, την εργατικότητα και το φιλότιμό τους, αντί να είναι περιζήτητοι, αντικαταστάθηκαν από τριτοκοσμικούς.
Για μια ακόμα φορά η υποτιθέμενη «απαξίωση» μιας καπιταλιστικής βιομηχανικής δραστηριότητας παραμένει χωρίς έναν ορατό ένοχο, ξεπλένοντας έτσι το εφοπλιστικό κεφάλαιο και τις αναγκαιότητες αναπαραγωγής του. Ο ίδιος βέβαια ο προβαλλόμενος στόχος για Πειραιά - διεθνές ναυτιλιακό κέντρο αποτελεί πάγια στρατηγική επιδίωξη των εφοπλιστών. Το πραγματικό φαινόμενο της δραστικής συρρίκνωσης του αριθμού των Ελλήνων ναυτεργατών και της αντικατάστασής τους από κακοπληρωμένους ναυτεργάτες, κύρια από ασιατικές χώρες, παρουσιάζεται ωσάν να αποτελεί ευθύνη των τελευταίων, κάποια διεθνή κοσμοπολίτικη συνωμοσία.
• Οι πολυεθνικές δρουν ανεξέλεγκτα, δημιουργούν καταναλωτικά πρότυπα και ψεύτικες πλασματικές ανάγκες. Κατακλύζουν με τα προϊόντα τους τη χώρα και επιβάλλουν την αγορά τους. Ενώ, ταυτόχρονα μπαίνουν ανυπέρβλητα εμπόδια σε όποια μη ελεγχόμενη, από το σύστημα, ελληνική αναπτυξιακή προσπάθεια.
Σε συνέχεια της συνολικότερης λογικής των εκτιμήσεων της ΧΑ, το πρόβλημα φαίνεται να εντοπίζεται στην ανεξέλεγκτη δράση των διεθνικών μονοπωλιακών συγκροτημάτων, που ως εκπρόσωποι ενός διεθνούς κοσμοπολίτικου «συστήματος» (η λέξη «σύστημα» χρησιμοποιείται κατά κόρον από τη ΧΑ και αναφέρεται στο ρόλο διεθνών οργανώσεων όπως η Μπίλντεμπεργκ, τα λεγόμενα εβραϊκά λόμπυ, η Τριμερής κλπ.) και με τη βοήθεια του ντόπιου πολιτικού προσωπικού, δρουν ασύδοτα στην ελληνική οικονομία. Καλλιεργούνται αυταπάτες (παρόμοιες με τις αυταπάτες που καλλιεργούν άλλοι, φαινομενικά τελείως διαφορετικοί ιδεολογικά χώροι) ότι μια διαφορετική πολιτική μπορεί να δώσει λύση, ελέγχοντας τη δράση των πολυεθνικών και στηρίζοντας ντόπιες (καπιταλιστικές) «αναπτυξιακές προσπάθειες». Η ΧΑ διαπιστώνει πλασματικές καταναλωτικές ανάγκες και δεδομένου ότι δεν αμφισβητεί ως κριτήριο για την παραγωγή το καπιταλιστικό κέρδος, η θέση αυτή εντάσσεται πλήρως στην κυρίαρχη αστική λογική του «καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε».
Εχει σημασία εδώ να αναφέρουμε ότι η ΧΑ είναι δραστήρια, μαζί και με άλλες τέτοιου τύπου οργανώσεις, σε πρωτοβουλίες στήριξης «πατριωτών» επιχειρηματιών και προβολής ελληνικών προϊόντων, σε αντιπαράθεση με αυτά πολυεθνικών εταιριών.
• Η Πατρίδα μας υπό κατοχή. Το ντόπιο διεφθαρμένο πολιτικό κατεστημένο, γαντζωμένο στην εξουσία, εκτελεί όλες τις εντολές εξάρτησης και υποταγής, ξεπουλώντας την πατρίδα. Με μοχλό επιβολής το διεθνές τραπεζικό σύστημα παραχωρήθηκε η εθνική μας κυριαρχία. Η εδαφική μας ακεραιότητα αμφισβητείται. Η δημόσια περιουσία εκποιείται.
Είναι εντυπωσιακή στο παραπάνω απόσπασμα η ταύτιση των εκτιμήσεων - προπαγανδιστικών θέσεων της ΧΑ στη σημερινή συγκυρία της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης με τις «εθνικο-ανεξαρτησιακές» θέσεις διάφορων πολιτικών δυνάμεων που αυτό-τοποθετούνται στον αριστερό-προοδευτικό χώρο: κεντρική ευθύνη του διεθνούς τραπεζικού συστήματος (βλ. εισαγόμενη χρηματοπιστωτική κρίση), η Ελλάδα υπό κατοχή με απώλεια εθνικής κυριαρχίας, οι πολιτικές ηγεσίες εξαρτημένες και σε θέση εκτελεστή-μαριονέτας των ξένων. Χαρακτηριστικό της όσμωσης τέτοιων φαινομενικά αντιδιαμετρικών ιδεολογικών χώρων είναι τα μικτά ακροατήρια στις ομιλίες του Καζάκη, του Θεοδωράκη ή στις συγκεντρώσεις των πλατειών.
Τα συγκεκριμένα ζητήματα αναδεικνύονται σήμερα σε κορυφαία θέματα της ιδεολογικής ταξικής πάλης. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί η δυνατότητα τέτοιων ιδεολογημάτων να εισχωρήσουν και να επηρεάσουν καθοριστικά την αυθόρμητη συνείδηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων που τείνει να αντιλαμβάνεται το φαινόμενο και όχι την ουσία. Να στοχοποιεί την τράπεζα (που τον συμπιέζει και τον ίδιο προσωπικά με τις δόσεις του δανείου), αλλά όχι την καπιταλιστική βιομηχανική παραγωγή (που μπορεί να έχει και μια θετική αντήχηση στο μυαλό, στα πλαίσια του ιδεολογήματος ότι «η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα»). Να καταδικάζει το ρόλο των ξένων (στη βάση και της συλλογικής συνείδησης που συντηρεί τις μνήμες της δράσης των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη χώρα), αλλά όχι την ντόπια αστική τάξη (που «δίνει δουλειά» και που εντάσσεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο «είμαστε όλοι Ελληνες»). Να βλέπει το αστικό πολιτικό προσωπικό ως καρπαζοεισπράκτορες που αξίζουν τουλάχιστον τη χλεύη, αλλά να αφήνει ταυτόχρονα ανοιχτό ένα παραθυράκι συγχώρεσης, αν αυτό «ορθώσει ανάστημα και διαπραγματευθεί».
Πρόκειται για σύνθετα ζητήματα, γιατί αγγίζουν τον πυρήνα της καπιταλιστικής οικονομίας και της αστικής εξουσίας: το μηχανισμό της εκμετάλλευσης και της παραγωγής υπεραξίας, το ρόλο του αστικού κράτους και των διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών, την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και τους θεσμούς της. Απαιτούν οξυμένη ιδεολογική αντιπαράθεση με τους πολιτικούς φορείς τέτοιων απόψεων, αλλά ταυτόχρονα υπομονετική, εξαντλητική συζήτηση με τον εργατόκοσμο που τις ενστερνίζεται. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί η επίδραση κάποιων τέτοιων αντιλήψεων και σε κομμάτι του δυναμικού μας ή του κομματικού περίγυρου, όχι μόνο ως αποτέλεσμα της πίεσης του ταξικού αντίπαλου, αλλά και ως υπολείμματα παλιότερων κομματικών επεξεργασιών των δεκαετιών του 1970 και του 1980 (που περιείχαν εκτιμήσεις περί υποτέλειας, εξάρτησης ως πολιτική επιλογή της άρχουσας τάξης, ξενοκρατίας).
Η κεντρική ιδεολογική θέση της πολιτικής πρότασης της ΧΑ στα ζητήματα της οικονομίας μοιάζει να συμπυκνώνεται στη φράση: «Οπως δεν μπορεί να υπάρξει ισχυρή οικονομία χωρίς την ιδιωτική πρωτοβουλία, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει και χωρίς Δημόσιο τομέα»9. Στο βασικό της λοιπόν αυτό προγραμματικό ντοκουμέντο αναγνωρίζεται η κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία πίσω από τον όρο «ιδιωτική πρωτοβουλία» και προβάλλεται η αναγκαιότητα αρμονικής συνύπαρξης ατομικής καπιταλιστικής και κρατικο-καπιταλιστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας ως μια γενική θέση αρχών. Υποκρύπτεται επομένως το γεγονός ότι κάθε φορά, σε κάθε συγκυρία, οι αναγκαιότητες αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου είναι εκείνες που επιτάσσουν το εύρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας του αστικού κράτους και όχι κάποιες γενικές αρχές κοινωνικής δικαιοσύνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι προτείνεται οι «στρατηγικοί τομείς» της οικονομίας να «ελέγχονται» από το κράτος, με απροσδιόριστο το τι αποτελεί στρατηγικό τομέα και σε τι συνίσταται ο έλεγχος, πέρα από την αναφορά σε μια διατήρηση της πλειοψηφίας των μετοχών στον έλεγχο του κράτους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Εχει ενδιαφέρον ότι σε άλλο (πιο ιδεολογικό) ντοκουμέντο η οργάνωση τοποθετείται ως «εχθρός της μεγάλης και εκμεταλλευτικής ιδιοκτησίας, είτε ντόπιας είτε διεθνιστικής, όσο και υπέρμαχος της οικογενειακής μικροϊδιοκτησίας του κλήρου ή τεμένους των προγόνων μας»10. Παρά τη φραστική διαφοροποίηση, και σε αυτό το κείμενο δε γίνεται λόγος για κατάργηση της καπιταλιστικής επιχειρηματικής δράσης, αλλά μόνο για έλεγχο της ατομικής ιδιοκτησίας γενικά, ώστε αυτή να μην μπορεί να «χειραγωγήσει» το λαό. Οι προπαγανδιστικές αυτές κορώνες ενάντια στη μεγάλη ιδιοκτησία («πλουτοκρατική ολιγαρχία») και υπέρ της μικροϊδιοκτησίας παραπέμπουν ευθέως στα προ του 1933 κηρύγματα του εθνικοσοσιαλισμού με στόχο τη διείσδυσή του στα μικροαστικά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου και τη στήριξή του από αυτά. Η ιστορική πείρα αποδεικνύει το πώς έντεχνα χρησιμοποιήθηκαν για να προωθηθούν οι αντιδραστικοί σχεδιασμοί του κεφαλαίου μέσα από μια συγκεκριμένη μορφή κρατικομονοπωλιακής διαχείρισης. Η ιστορική εμπειρία στο ζήτημα αυτό έχει ιδιαίτερη αξία στην ιδεολογική μας αντιπαράθεση, γιατί η ΧΑ θα τείνει συχνά να εμφανίζεται στο πεδίο της προπαγάνδας ως αντιπλουτοκρατική δύναμη. Π.χ. οργάνωσαν προβοκατόρικη παρέμβαση δήθεν στήριξης των απεργών χαλυβουργών, ενώ είχε προηγηθεί η ανακοίνωση του πυρήνα της ΧΑ στο Βόλο, που καλούσε τους εργάτες της εκεί Χαλυβουργίας να μην απεργήσουν και να δεχτούν τις μειώσεις μισθών.

Επιμέρους πλευρές της πρότασης της «Χρυσής Αυγής» στο πεδίο της οικονομίας11
• «Καταγγελία του Μνημονίου και όλων των δανειακών συμβάσεων».
Ο γενικόλογος αυτός καταγγελτικός λόγος για το Μνημόνιο και τα δάνεια αποφεύγει την οποιαδήποτε αναφορά στους στόχους που εξυπηρετούν οι αντεργατικές μεταρρυθμίσεις που προωθούνται (μέσα και από το μνημόνιο). Η ΧΑ προτείνει την άρνηση πληρωμής του μέρους του κρατικού χρέους που κρίνεται «παράνομο» και «επαχθές». Σε συσχέτιση με τις προτάσεις για αναπροσανατολισμό των διεθνών συμμαχιών (δες παρακάτω) γίνεται καθαρό ότι η αντίθεση της ΧΑ δεν αφορά ούτε την ουσία των συγκεκριμένων πολιτικών ούτε το δανειακό δέσιμο της χώρας από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα γενικά.
• «Αποδέσμευση από διεθνείς οργανισμούς που δεν εξυπηρετούν τα εθνικά μας συμφέροντα».
Σε μια τέτοια φαινομενικά σοβαρή πρόταση θα περίμενε κανένας να αναφέρονται οι διεθνείς εκείνοι οργανισμοί που η ΧΑ θεωρεί επιζήμιους για τα εθνικά συμφέροντα. Η σκόπιμη ασάφεια στο παραπάνω σημείο, η έλλειψη ρητής αναφοράς σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, καταδεικνύει από μια ακόμα πλευρά ότι η ΧΑ ψαρεύει σε θολά νερά και επιχειρεί μέσα από έναν κάλπικο αντιιμπεριαλισμό (ή καλύτερα αντι-δυτική ρητορεία) να αποκρύψει τη στήριξή της στην αναγκαιότητα διεθνών συμμαχιών της μιας ή της άλλης μορφής του ελληνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου. Εξάλλου, η υπεράσπιση της εθνικής (καπιταλιστικής) αγοράς δεν αντιβαίνει στην οικοδόμηση διεθνών συμμαχιών της αστικής τάξης, ο προσανατολισμός και το βάθος των οποίων καθορίζεται από τις κάθε φορά αναγκαιότητες αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου και από τη θέση της εγχώριας αστικής τάξης στη διεθνή πυραμίδα.
• «Ναι στην Ευρώπη των Εθνών, όχι στην Ευρώπη του κεφαλαίου και των τοκογλύφων».
Εχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι τόσο οι οπορτουνιστές, όσο και οι εθνικιστές, αποφεύγουν να ονοματίζουν την Ευρωπαϊκή Ενωση όταν εμφανίζονται να της ασκούν κριτική. Αρκεί κανείς να αντικαταστήσει το «Ευρώπη των εθνών» στο παραπάνω σύνθημα με το «Ευρώπη των λαών», προκειμένου να βρεθεί στα ντοκουμέντα του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΚΕΑ, με αποδοχή και στις δύο περιπτώσεις του νομοτελειακού χαρακτήρα της ΕΕ. Είναι χαρακτηριστική η θέση που διατύπωσε ο ΓΓ της ΧΑ σε συνέντευξή του στην ΕΤ1, στις 29 Απρίλη 2012, ότι είναι αντίθετος με την έξοδο από το ευρώ γιατί το έχουμε χιλιοπληρώσει.
• «Νέες στρατηγικές συμμαχίες, γεωπολιτικά και ιστορικά αποδεκτές».
Πρόκειται για κεντρικό στοιχείο της πολιτικής πρότασης της ΧΑ, στοιχείο που όλο και περισσότερο τονίζεται και εκλαϊκεύεται στα κείμενά της και στην αρθρογραφία της ηγεσίας της. Είναι ενδεικτικά παλιότερο άρθρο του Μιχαλολιάκου με τον τίτλο «Ελλάς, Ρωσία και εθνική ανεξαρτησία» και το πρόσφατο άρθρο του Κασιδιάρη «Ανάλυση: στροφή προς τη Ρωσία». Η συλλογιστική αυτής της πρότασης βλέπει τον Πούτιν ως πιθανό εκφραστή των «εθνικών δυνάμεων» της Ρωσίας, ενάντια στους Εβραίους ολιγάρχες της Ρωσίας και το διεθνές σύστημα της παγκοσμιοποίησης. Για την Ελλάδα, που είναι (ήδη από το 2007 κατά το Μιχαλολιάκο) «προτεκτοράτο» των ΗΠΑ και στην οποία «ο από Βορρά κίνδυνος είναι πολύ αμφίβολος, σε σχέση με τον από Ανατολάς», η στροφή προς τη Ρωσία αποτελεί μια ευκαιρία.
Στις σημερινές συνθήκες η πολιτική αυτή πρόταση της ΧΑ μοιάζει να διευρύνεται παραπέρα και να περιλαμβάνει: α) σύναψη δανειακής σύμβασης με τη Ρωσία, β) κοινή εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Ελλάδας, πρώτα και κύρια των ενεργειακών, γ) συμβολή της Ρωσίας στην προάσπιση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και δ) άνοιγμα των ελληνικών εξαγωγών στη Ρωσική αγορά.
Σημειώνουμε ότι η ρητορική αυτή για την ανάγκη διευρυμένων σχέσεων με τη Ρωσία αποτελεί κοινό τόπο και με ορισμένα τμήματα από το ευρύτερο «αντι-μνημονιακό» στρατόπεδο: από πολιτικές δυνάμεις και σχήματα (ΣΥΡΙΖΑ, «Σπίθα» - Θεοδωράκης κλπ.) έως δημοσιολόγους (Τράγκας κλπ.), αλλά και γραφικούς, με μαζική όμως αντήχηση σε λαϊκά στρώματα, τηλεσχολιαστές (Λιακόπουλος). Αντίθετες με τις συγκεκριμένες προτάσεις για στενότερη προσέγγιση με τη Ρωσία είναι κάποιες άλλες δυνάμεις του εθνικιστικού χώρου, π.χ. η εφημερίδα «Στόχος».
• «Ανάπτυξη με ανάταση της εθνικής παραγωγής για αυτάρκεια και ισχυρή Ελλάδα».
Για μια ακόμα φορά οι γενικόλογες αναφορές της ΧΑ σε «εθνική παραγωγή» και «ισχυρή Ελλάδα» αποδεικνύουν ότι επιχειρεί να αντλήσει υποστήριξη ανθρώπων με διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές ή κομματικές καταβολές, από ανεξαρτησιακούς, εκσυγχρονιστές έως λαϊκούς δεξιούς. Παρά τους φραστικούς βερμπαλισμούς, παραμένει μία η σταθερά: η υπεράσπιση, αλλά και η παραπέρα στήριξη της καπιταλιστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, που καλλωπίζεται πίσω από φράσεις για «απελευθέρωση όλων των δημιουργικών δυνάμεων του τόπου» και για ειδικά προγράμματα για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
• «Το τραπεζικό σύστημα επαναπροσδιορίζεται, σε αναπτυξιακό και κοινωνικό […] Αμεση εθνικοποίηση των τραπεζικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει κεφαλαιακή ενίσχυση με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου και συγχώνευση των φαλιρισμένων ιδιωτικών τραπεζών σε μια ισχυρή εθνική τράπεζα. Η αγροτική τράπεζα αποσύρεται από το χρηματιστήριο, γίνεται 100% κρατική και μετατρέπεται σε ουσιαστικό μοχλό ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής».
Πρόκειται για άλλο ένα σημείο εντυπωσιακής συνταύτισης της πρότασης της ΧΑ με την κυρίαρχη αντι-μνημονιακή ρητορική. Συγκαλύπτει βέβαια, όπως και η τελευταία, τον κεντρικό ρόλο των τραπεζών στο σύστημα της καπιταλιστικής παραγωγής και της ανάπτυξής της, το αξεχώριστο της ύπαρξης του πλασματικού κεφαλαίου και του χρηματιστηριακού παρασιτισμού από τη λειτουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου. Αποκρύπτει ότι η λειτουργία κρατικών τραπεζών στις συνθήκες του καπιταλισμού εξυπηρετεί τις γενικότερες αναγκαιότητες αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου και όχι φυσικά τα συμφέροντα των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Εχει ενδιαφέρον η ειδική αναφορά σε μια πλήρως κρατική αγροτική τράπεζα - δένει με τις διαπιστώσεις της ΧΑ για την αγροτική παραγωγή που σημειώθηκαν παραπάνω και εκφράζει το ειδικό βάρος που επιζητεί να αποκτήσει στα μικροαστικά στρώματα της υπαίθρου.
• «Eλάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης και εξασφάλιση της κύριας κατοικίας. Διαγραφή χρεών προς ανακούφιση χαμηλών στρωμάτων και αναγκαστική για τις τράπεζες επαναδιαπραγμάτευση όλων των δανείων».
Σημειώνουμε τα παραπάνω από μια σειρά προτάσεων που αφορούν το βιοτικό επίπεδο, γιατί αποκαλύπτουν την εξαιρετικά στοχευμένη προσπάθεια της ΧΑ να αποκτήσει ένα μαζικό ακροατήριο σε εργατικά και μικροαστικά στρώματα, προσφέροντας βερμπαλιστικές υποσχέσεις με αόριστο περιεχόμενο. Είναι ενδεικτική η χρήση των εννοιών «εξασφάλιση», «ελάχιστο όριο» και «επαναδιαπραγμάτευση».

Γ. ΚΡΑΤΟΣ - ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

Στα ζητήματα αυτά βασική ιδεολογική σταθερά της ΧΑ αποτελεί η αντίληψή της για το «λαϊκό κοινωνικό» κράτος, πολιτική οργάνωση του έθνους. Το κράτος αποτελεί αναγκαιότητα, προκειμένου να μη φθίνει, αλλά να αναπτύσσεται το έθνος. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, την πολιτική εξουσία διαθέτει ο λαός «χωρίς κομματικούς προαγωγούς». Το κράτος, διαμέσου της ισονομίας και της «πολιτικά ιεραρχημένης κοινωνικής ισότητας», εξασφαλίζει ότι «δεν υπάρχει κοινωνική διαστρωμάτωση με βάση τις εισοδηματικές - οικονομικές τάξεις. Οι λαϊκές τάξεις είναι συνεργαζόμενες οργανικά, ομάδες ανθρώπων με άλλες παραγωγικές ειδικές ικανότητες και δεξιότητες η κάθε μια»12.
Πέρα και πάνω από τις βερμπαλιστικές αοριστίες και τις προπαγανδιστικές κορώνες ενάντια στις «ολιγαρχίες του χρήματος» που δήθεν βρίσκονται εκτός του εθνικού κορμού, γίνεται φανερό ότι η πολιτική αυτή πρόταση δε θέτει υπό αμφισβήτηση την ταξική διαίρεση της κοινωνίας, άρα την ίδια την ουσία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επιχειρεί να στομώσει και να καθυποτάξει την ταξική πάλη της εργατικής τάξης (την οποία βέβαια δεν αναγνωρίζει ως αυτοτελές κοινωνικό υποκείμενο με ιδιαίτερη ιστορική αποστολή) στο όνομα του κοινού εθνικού συμφέροντος, καλλιεργώντας την αυταπάτη ότι είναι δυνατό η ταξική διαίρεση να μην οδηγήσει σε «κοινωνική διαστρωμάτωση». Η ισότητα των ευκαιριών και η ισονομία αποτελούν θεμελιώδεις αρχές του αστικού κράτους από τις απαρχές του, δίχως βέβαια να αποτρέπουν στο ελάχιστο την εμφάνιση των «ολιγαρχιών του χρήματος». Σε τελική ανάλυση, και η πολιτική πρόταση της ΧΑ δεν επιζητεί φυσικά την κατάργηση (απαλλοτρίωση) αυτών των ολιγαρχιών, αλλά την αξιοκρατική δήθεν ανάδειξή τους μέσα από τη διαμεσολάβηση του «λαϊκού κράτους» και του εθνικισμού.
Στα ντοκουμέντα της η ΧΑ είναι εξαιρετικά προσεχτική στο να μη θίξει τον πυρήνα της αστικής κρατικής εξουσίας, αλλά να στιγματίσει τη μορφή διαχείρισης του κρατικού μηχανισμού, με ιδιαίτερη έμφαση στην κατάσταση των Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι χαρακτηριστική η συνθηματολογική κριτική της για «διαφθορά, αδιαφάνεια, αναξιοκρατία, κομματικά ρουσφέτια, ποσά σε ημέτερους» που οδηγούν στο να «χάνονται οι δημιουργικές και άξιες δυνάμεις του τόπου».13 Οι αναφορές των κειμένων της στην «αποδυνάμωση» των Ενόπλων Δυνάμεων και η κριτική για εξοπλισμούς «χώρο σκανδάλων και εξάρτησης» συνδέονται αδιάρρηκτα με αυτό που η ίδια φαίνεται να θεωρεί ως προνομιακό πεδίο των θέσεών της, τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα (δεν είναι τυχαίο ότι επιλέγεται η ημερομηνία των γεγονότων στα Ιμια -ως αφορμή και ως όχι ως αιτία, όπως τονίζεται- για τη διοργάνωση των κεντρικών ετήσιων μαζικών κινητοποιήσεων της ΧΑ). Σε συνέχεια των ανάλογων θέσεων στο πεδίο της οικονομίας, και εδώ τα βέλη της στρέφονται ενάντια σε ένα νεφελώδες «διεθνές ανθελληνικό σύστημα» που«μεθοδεύει το διαμελισμό και τη συρρίκνωση της Ελλάδας».
Στο επίπεδο της τρέχουσας πολιτικής πρότασης για τα ζητήματα των θεσμικών οργάνων και λειτουργιών του αστικού κράτους, η ΧΑ εμφανίζεται να περιορίζεται σε διαχειριστικές προτάσεις που αποτελούν κοινό τόπο και με άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις: κατάργηση του νόμου «περί ευθύνης υπουργών» και της βουλευτικής ασυλίας, έλεγχος του «πόθεν έσχες» από το 1974 και δήμευση της περιουσίας για όσους πλούτισαν σε βάρος του ελληνικού λαού, ασυμβίβαστο υπουργικής και βουλευτικής ιδιότητας, μείωση αποδοχών βουλευτών και χρηματοδότησης κομμάτων κλπ.
Οι μόνες πλευρές της κρατικής δραστηριότητας στις οποίες δίνει ιδιαίτερη έμφαση η ΧΑ είναι η εξωτερική πολιτική και τα ζητήματα των ενόπλων δυνάμεων. Αξίζει να σταθούμε και εμείς αναλυτικότερα στις συγκεκριμένες προτάσεις, γιατί εκφράζουν έναν ανοιχτά αντιδραστικό και αντεπαναστατικό προσανατολισμό. Ανεξάρτητα από το μέγεθος της συγκεκριμένης οργάνωσης, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τη ζύμωση τέτοιων αντιλήψεων (ή υποσυνόλων τους για το ένα ή το άλλο ζήτημα) μέσα σε εργατικά-λαϊκά στρώματα, ιδιαίτερα στις συνθήκες της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και αναζήτησης εξωτερικών εχθρών.
Επιγραμματικά σημειώνουμε για τα επιμέρους θέματα της εξωτερικής πολιτικής:
• Μακεδονία. Ολόκληρη η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας θεωρείται ελληνική από τους αρχαίους χρόνους, με τμήματά της να παραμένουν εκτός της χώρας. Κατά τη ΧΑ πρέπει να θεωρείται «αδίκημα εσχάτης προδοσίας» η αναγνώριση της ΠΓΔΜ με όνομα που θα περιέχει τη λέξη Μακεδονία.
• Βόρεια Ηπειρος. Προτείνεται η απόδοση της υπηκοότητας στους Βορειοηπειρώτες και η εφαρμογή των συμφωνηθέντων στο πρωτόκολλο της Κέρκυρας για την αυτονομία της περιοχής. Ως τελικός στόχος παραμένει η «απελευθέρωση» και ενσωμάτωση στην Ελλάδα.
• Κύπρος. Στη βάση της θέσης ότι «η Κύπρος είναι Ελλάδα», προβάλλεται η ανάγκη συνδρομής στον αγώνα για την απελευθέρωση των Κατεχόμενων και προτείνεται η απόδοση και ελληνικής υπηκοότητας στους Ελληνοκύπριους.
• Αιγαίο. Πέρα από τα λεγόμενα για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια και για άμεση χάραξη υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται η πρόταση για δημιουργία και εξοπλισμό νησιωτικής εθνοφρουράς. Εξετάζοντας τις προτάσεις της ΧΑ για τα ζητήματα του Αιγαίου, θυμίζουμε όσα ειπώθηκαν παραπάνω για τον αναπροσανατολισμό των διεθνών συμμαχιών της Ελλάδας, με τα περί στροφής προς τη Ρωσία και ενισχυμένου ρόλου της τελευταίας στην εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων και όχι μόνο.
• Θράκη. Αποτελεί κατεξοχήν προνομιακό χώρο για την καλλιέργεια εθνικιστικών προτάσεων, όπως αυτές για κλείσιμο του τουρκικού προξενείου και για πρόγραμμα «συνειδησιακής επανελληνοποίησης» των Πομάκων.
Στα ζητήματα των Ενόπλων Δυνάμεων περιλαμβάνονται επίσης μια σειρά προτάσεις με αντιδραστικό προσανατολισμό, όπως η υποχρεωτική στράτευση στα 18, η αφαίρεση της ιθαγένειας σε όσους αρνούνται να υπηρετήσουν και η «αποβολή από την κοινωνία» και κυρίως η δημιουργία λυκείων στρατιωτικής και αστυνομικής κατεύθυνσης, φυτώρια αντιδραστικοποίησης της νεολαίας των λαϊκών στρωμάτων από μικρή ηλικία και πιθανής προετοιμασίας ημιστρατιωτικών σχηματισμών.
Οι θέσεις του Κόμματός μας για τους στρατηγικούς προσανατολισμούς του ελληνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου στην ευρύτερη περιοχή, τη σύμπλεξη αυτών των σχεδιασμών με τα σχέδια άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αλλά και τις αντιθέσεις μεταξύ τους, τα ιστορικά διδάγματα που έχουμε βγάλει από την εξωτερική πολιτική του αστικού κράτους στις διάφορες εποχές και από τη στάση του κομμουνιστικού κινήματος απέναντί της, αποτελούν ισχυρά εργαλεία αντιπαράθεσης με τα ιδεολογήματα του εθνικιστικού χώρου. Το σταθερό αμφίπλευρο μέτωπο των κομμουνιστών, τόσο απέναντι στον εθνικισμό των πατριδοκάπηλων όσο και απέναντι στον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου (αλλά και τον ψευτο-διεθνισμό - κοσμοπολιτισμό των οπορτουνιστών), διατηρεί πλέρια την ισχύ του.

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Κεντρικό βάθρο, πάνω στο οποίο χτίζεται η πολιτική πρόταση της ΧΑ, αποτελεί η εκτίμηση ότι η Ελλάδα διαθέτει σημαντική γεωστρατηγική θέση και πλουτοπαραγωγικές πηγές (προβάλλονται τα ανεξερεύνητα κοιτάσματα νότια της Κρήτης και στο θαλάσσιο χώρο μέχρι την Κύπρο) που δεν αξιοποιούνται λόγω του ότι η κρατική πολιτική ηγεσία είναι «υπηρέτες ξένων συμφερόντων». Η εκτίμηση αυτή της ΧΑ πατάει φυσικά σε μια αντικειμενική πραγματικότητα, την ύπαρξη τέτοιων αναξιοποίητων πλουτοπαραγωγικών πηγών, ανεξάρτητα από το αν δίνεται απλουστευτικά με τον περιορισμό των αναφορών στα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Είναι πιθανό αυτή η «απλουστευτική» και αυστηρά εντοπισμένη αναφορά να αντανακλά και συγκεκριμένα μονοπωλιακά συμφέροντα (ντόπια και ξένα, π.χ. Ρωσικά) που στηρίζουν την πολιτική πρόταση της ΧΑ.
Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να υποτιμηθεί η διεισδυτικότητα μιας τέτοιας εκτίμησης σε λαϊκά στρώματα που, είτε λόγω ιστορικών αναφορών (ενάντια στην Ελλάδα της υποτέλειας, την «ψωροκώσταινα» κλπ.) είτε λόγω αναζήτησης εύκολων λύσεων που θα αντιμετωπίσουν τη σημερινή ραγδαία συμπίεση του λαϊκού εισοδήματος (και θα μετατρέψουν δήθεν την Ελλάδα σε Σαουδική Αραβία), μπορούν να τραβηχτούν από το ψευτο-όραμα μιας νέας «αργοναυτικής εκστρατείας». (Ακόμα και αν δεν συνταχθεί ένας λαϊκός άνθρωπος με τις προτάσεις της ΧΑ, και η απλή ανοχή απέναντί της στο όνομα μιας νεφελώδους εθνικο-ανεξαρτησιακής ρητορείας αποτελεί σοβαρό κίνδυνο). Το ξεκαθάρισμα του «ποιος και για ποιον» αποτελεί και εδώ (στο ζήτημα της εκμετάλλευσης των ενεργειακών πηγών και των πλουτοπαραγωγικών πόρων γενικότερα) τη «λυδία λίθο» που ξεχωρίζει τη δική μας πρόταση.
Από την παραπάνω σύντομη έκθεση των πολιτικών εκτιμήσεων, αντιλήψεων και προτάσεων της ΧΑ γίνεται φανερό ότι αυτές δεν επικεντρώνονται αποκλειστικά στα ζητήματα των μεταναστών, όπως λαθεμένα εκτιμάται κάποιες φορές, παρόλο που το συγκεκριμένο ζήτημα αποτελεί συχνά την «αιχμή του δόρατος» αυτού του πολιτικού χώρου. Συμπερασματικά, κάνοντας εκτίμηση στη βάση της συνολικής της πολιτικής πρότασης, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η ΧΑ αποτελεί κομμάτι του αστικού πολιτικού συστήματος, όχημα για να διεισδύσουν σε εργατικά και λαϊκά στρώματα τα αστικά ιδεολογήματα και επιχειρήματα, προσαρμοσμένα και πασπαλισμένα με την «αντιπλουτοκρατική» χρυσόσκονη που απαιτούν οι συνθήκες της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και της οξυμένης αντιλαϊκής επίθεσης.
Οι συνολικότερες εξελίξεις των τελευταίων χρόνων καταδεικνύουν ότι η ολομέτωπη επίθεση του μονοπωλιακού κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα συνοδεύεται από μια παράλληλη αντιδραστικοποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος. Η ιστορική πείρα (μαζί και αυτή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης) φανερώνει ότι η αστική τάξη διαθέτει την ευλυγισία και την πονηριά, προκειμένου να επιλέγει κάθε φορά την αναγκαία εκείνη μορφή κρατικής εξουσίας (κοινοβουλευτική δημοκρατία, φασισμό κλπ.) και τις αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις που θα είναι πιο αποτελεσματικές στην υπεράσπιση των συμφερόντων της και της δικτατορίας του κεφαλαίου. Εναπόκειται στην εργατική τάξη και την πρωτοπορία της, το Κομμουνιστικό Κόμμα, να χαλάσουν τους παραπέρα σχεδιασμούς του κεφαλαίου. Προϋπόθεση όμως γι’ αυτό αποτελεί το να μην παρασυρθούν από τις αντιθέσεις μεταξύ μερίδων του μονοπωλιακού κεφαλαίου, να μην καταντήσουν ουρά της μιας ή της άλλης μερίδας, να μην αντικρίζουν ως ιερούς και απαραβίαστους τους αστικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Χρειάζεται να αποκαλύπτουν ότι η αντίδραση «σε όλη τη γραμμή» αποτελεί νομοτελειακό συνοδοιπόρο του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό του στάδιο, ότι μοναδικός σίγουρος τρόπος για τη συντριβή της δεν αποτελεί η υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας, αλλά το επαναστατικό τσάκισμα του αστικού κράτους συνολικά και το στέριωμα της προλεταριακής δικτατορίας.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Ο Βασίλης Οψιμος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Ι. Β. Στάλιν: «Λογοδοσία στο 17ο Συνέδριο του Κόμματος», «Απαντα», τ. 13, σελ. 321-323.
2. T. Derbent: «La resistance communiste Allemande, 1933-1945», «Les Edition Aden», Belgique.
3. T. Derbent: «La resistance communiste Allemande, 1933-1945», «Les Edition Aden», Belgique.
4. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του Παγκόσμιου Συνδικαλιστικού Κινήματος», εκδ. «Εταιρεία Ελληνικού Βιβλίου», σελ. 100.
5. «Είμαι χρυσαυγίτης σημαίνει:», http://xryshaygh.wordpress.com/about/.
6. «Οι θέσεις μας», http://xryshaygh.wordpress.com/theseis.
7. «Γιατί εθνικισμός», http://xryshaygh.wordpress.com/2012/02/07.
8. «Οι θέσεις μας. Προτάσεις για μια νέα εθνική πολιτική», http://xryshaygh.wordpress. com/theseis/.
9. «Οι θέσεις μας. Προτάσεις για μια νέα εθνική πολιτική», http://xryshaygh.wordpress. com/theseis/.
10. «Είμαι χρυσαυγίτης σημαίνει:», http://xryshaygh.wordpress.com/about/.
11. «Οι θέσεις μας. Προτάσεις για μια νέα εθνική πολιτική», http://xryshaygh.wordpress. com/theseis/.
12. «Είμαι χρυσαυγίτης σημαίνει:», http://xryshaygh.wordpress.com/about/.
13. «Οι θέσεις μας. Προτάσεις για μια νέα εθνική πολιτική», http://xryshaygh.wordpress. com/theseis/.