Το φράγμα νούμερο 12
Ο Πάμπλο κόλλησε ενστικτωδώς στα πόδια του πατέρα του. Βούιζαν τα αυτιά του και το πάτωμα, που έφευγε κάτω από τα πόδια του, του προκαλούσε μια παράξενη αίσθηση θλίψης. Πίστευε πως είχε γκρεμιστεί σε εκείνη την τρύπα και τα μεγάλα μάτια του κοίταξαν με τρόμο τους σκυθρωπούς τοίχους του πηγαδιού, στο οποίο βυθίζονταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Σε εκείνη τη σιωπηλή κάθοδο, με το νερό να στάζει πάνω στη σιδερένια στέγη, τα φώτα της λάμπας φαίνονταν έτοιμα ν' ανάψουν και τα αδύνατα λαμπυρίσματα απεικονίζονταν στη σκιά των ρωγμών και των προεξεχόντων μερών του βράχου.
Αφού πέρασε ένα λεπτό, η ταχύτητα μειώνεται απότομα, τα πόδια καθίζουν με μεγαλύτερη σταθερότητα στο κινούμενο έδαφος και ο βαρύς σιδερένιος σκελετός, με έναν απότομο τριγμό από αλυσίδες, έμεινε ακίνητος στην είσοδο της γαλαρίας. Ο γέρος πήρε από το χέρι τον μικρό και μαζί μπήκαν στο σκοτεινό τούνελ. Ηταν από τους πρώτους που έφτασε και η κίνηση στο ορυχείο δεν είχε αρχίσει ακόμη. Στα σαράντα μέτρα της τρύπας, σταμάτησαν μπροστά σε μια σπηλιά, σκαμμένη στο βράχο. Από τη σκαμμένη οροφή κρεμόταν ένα λυχνάρι από τσίγκινο φύλλο, του οποίου η χλωμή λάμψη δημιουργούσε θλίψη.
Στο βάθος, καθισμένος μπροστά σ' ένα τραπέζι, ένα άνθρωπος μικροσκοπικός, περασμένης ηλικίας, κρατούσε σημειώσεις σ' ένα μεγάλο κατάλογο. Τα μαύρα του ρούχα τόνιζαν την ωχρότητα του προσώπου, αυλακωμένου από βαθιές ρυτίδες. Στο θόρυβο των βημάτων σήκωσε το κεφάλι και κάρφωσε ένα ερωτηματικό βλέμμα στο γέρο μεταλλωρύχο, ο οποίος προχώρησε με συστολή, λέγοντας με φωνή γεμάτη από υποταγή και σεβασμό.
- Κύριε, εδώ φέρνω τον μικρό...
Τα διαπεραστικά μάτια του επιστάτη αγκάλιασαν με μια ματιά το αδύνατο σωματάκι του μικρού. Τα αδύναμα μέλη και η παιδική αθωότητα του μελαχρινού προσώπου, στο οποίο άστραφταν δυο μάτια πολύ ανοιχτά, όπως τρομαγμένου ζώου, τον εντυπωσίασαν ευνοϊκά και η καρδιά του, που είχε σκληρύνει στην καθημερινή θέα τόσων δυστυχιών, δοκίμασε ένα ευσπλαχνικό χτύπημα, βλέποντας αυτόν τον μικρούλη που είχε ξεριζωθεί από τα παιδικά του παιχνίδια και είχε καταδικαστεί να μαραθεί στις υγρές γαλαρίες κοντά στις πόρτες του εξαερισμού. Οι σκληρές γραμμές του προσώπου του μαλάκωσαν και με προσποιητή αυστηρότητα είπε του γέρου, που ανήσυχος από εκείνη την εξέταση, κάρφωνε σ' αυτόν μια αγωνιώδη ματιά.
- Ανθρωπε! Αυτός ο μικρός είναι ακόμη πολύ αδύνατος για δουλιά. Είναι γιος σου;
-Ναι, κύριε.
- Λοιπόν, έπρεπε να λυπηθείς τη μικρή του ηλικία και πριν τον θάψεις εδώ, να τον στείλεις στο σχολείο για κάποιο χρόνο.
- Κύριε - ψιθύρισε η τραχιά φωνή του μεταλλωρύχου, στην οποία παλλόταν ένας τόνος πονεμένης ικεσίας, είμαστε έξι στο σπίτι και ένας μόνο δουλεύει. Ο Πάμπλο συμπληρώνει πια τα οχτώ χρόνια και πρέπει να κερδίζει το ψωμί που τρώει και σαν γιος μεταλλωρύχου, η δουλιά του θα είναι σαν αυτή των μεγαλυτέρων του που δεν είχαν ποτέ άλλο σχολείο παρά το ορυχείο.
Η φωνή του καθαρή και τρεμουλιαστή ξαφνικά μετατράπηκε σε βήχα. Ομως, τα υγρά του μάτια ικέτευαν με τόση επιμονή και ο επιστάτης νικημένος από εκείνη τη βουβή ικεσία έφερε στα χείλη του μια σφυρίχτρα που ο ήχος της ακούστηκε σ' όλη τη γαλαρία. Ακούστηκε ένας θόρυβος από βιαστικά βήματα και μια σκούρα σιλουέτα διαγράφεται στο κενό της πόρτας.
-Χουάν, κραύγασε ο ανθρωπάκος, απευθυνόμενος στο νεοφερμένο, οδήγησε αυτόν τον μικρό στον υδατοφράχτη νούμερο 12, θα αντικαταστήσει το γιο του Χοσέ του αμαξά, που πολτοποιήθηκε χτες από το φορτίο. Και γυρίζοντας απότομα στο γέρο, που άρχισε να μουρμουράει μια φράση ευχαριστίας, του είπε με τόνο σκληρό:
-Εχω δει πως την τελευταία βδομάδα δεν έχεις πετύχει τα πέντε κουτιά που είναι το ελάχιστο για κάθε σκουπιδιάρη. Εάν αυτό συμβεί άλλη φορά, θα σε απολύσω... Και κάνοντας με το δεξί μια χειρονομία, τον αποχαιρέτησε....
Οι τρεις έφυγαν σιωπηλοί. Ο οδηγός πήγαινε μπροστά και πιο πίσω με τον μικρό Πάμπλο από το χέρι ακολουθούσε ο γέρος, βαθιά ανήσυχος. Τα λόγια του επιστάτη και οι απειλές του τον είχαν γεμίσει με θλίψη. Εδώ και καιρό η αδυναμία του ήταν ορατή από όλους. Με κουβά από το ξημέρωμα μέχρι τη νύχτα χτυπούσε το γαιάνθρακα με μανία, ματώνοντας, ενάντια στην αστείρευτη φλέβα, όπως τόσες γενιές εργαζομένων μέσα στα σπλάχνα της γης. Ομως, εκείνη η διαρκής και χωρίς ανάπαυλα μάχη τσάκιζε όχι μόνο τους γέρους, αλλά και τους πιο νέους και δυνατούς. Εκεί στη σκοτεινή και υγρή τρύπα κύρτωναν οι πλάτες και χαλάρωναν οι σάρκες, όπως τα πουλάρι στριμώχνεται τρομαγμένο μπροστά στην ξαφνική μπόρα. Ομως η πείνα είναι κεντρί πιο αποτελεσματικό από το μαστίγιο και το κνούτο.
Το ξαφνικό σταμάτημα του οδηγού έβγαλε το γέρο από τις θλιβερές του σκέψεις. Μια πόρτα τούς έκλεινε το δρόμο... Στο έδαφος, κολλημένος στον τοίχο, διακρινόταν ένας μικρός όγκος. Ηταν ένας μικρός 10 χρονών, τρυπωμένος σ' ένα κενό του τείχους. Με τους αγκώνες στα γόνατα και το χλωμό πρόσωπο ανάμεσα στα χέρια, άφωνος και ακίνητος φάνηκε να μην αντιλαμβάνεται τους εργάτες που περνούσαν. Τα ανοιχτά του μάτια, χωρίς έκφραση, ήταν καρφωμένα προς τα επάνω. Φαινόταν σαν να τα τραβούσε η νοσταλγία του μακρινού φωτός της μέρας.
Ο μικρός επιφορτισμένος στο χειρισμό της πόρτας περνούσε τις ατέλειωτες ώρες του ενταφιασμού του βυθισμένος σε μια πονεμένη αφηρημάδα, καταπλακωμένος από εκείνη την πελώρια πλάκα που έπνιξε για πάντα την παιδικότητά του, της οποίας οι πόνοι αφήνουν στην ψυχή που τους νιώθει μια απέραντη πίκρα.
Οι δύο άνδρες και ο μικρός, αφού περπάτησαν κάποιο χρόνο σ' ένα στενό διάδρομο, έφτασαν σε μια ψηλή συρόμενη γαλαρία από της οποίας τη σκεπή έπεφτε μια συνεχής βροχή από χοντρές σταγόνες νερού. Ενας υπόκωφος και μακρινός θόρυβος, σαν ένα γιγαντιαίο σφυρί να χτυπούσε πάνω στα κεφάλια τους την αρματωσιά του πλανήτη, ακουγόταν κατά διαλείμματα. Εκείνος ο θόρυβος, που δεν μπορούσε να εξηγήσει ο Πάμπλο, ήταν το χτύπημα των κυμάτων στις ρωγμές της ακτής. Περπάτησαν ακόμη λίγο και βρέθηκαν στο τέλος μπροστά στον υδατοφράκτη νούμερο 12.
-Εδώ είναι, είπε ο οδηγός. Τα σκοτάδια ήταν τόσο πηχτά που μόλις άφηναν να διαβλέψεις αυτό το εμπόδιο. Ο Πάμπλο παρατηρούσε σιωπηλός τους συνοδούς του, οι οποίοι, αφού αντάλλαξαν μεταξύ τους μερικές λέξεις, άρχισαν να τον δασκαλεύουν με ευθυμία και επιμονή στο χειρισμό του υδατοφράχτη. Ο οδηγός άνοιγε και έκλεινε την πόρτα πολλές φορές, διαλύοντας έτσι τις αμφιβολίες του πατέρα, που φοβόταν πως οι δυνάμεις του γιου του δεν ήταν αρκετές για εκείνη τη δουλιά.
Ο γέρος έδειξε την ικανοποίησή του, περνώντας το ροζιασμένο χέρι του πάνω από τα αχτένιστα μαλλιά του πρωτότοκού του, ο οποίος μέχρι τότε δεν είχε δείξει κούραση ούτε ανησυχία. Η παιδική του φαντασία εντυπωσιασμένη από εκείνο το θέαμα, το νέο και άγνωστο, είχε σαστίσει, αποπροσανατολισμένη. Του φαινόταν μερικές φορές ότι βρισκόταν σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο και πίστευε ότι βλέπει κάθε στιγμή ν' ανοίγεται ένα παράθυρο και να μπαίνουν απ' αυτό οι αστραφτερές ακτίνες του ήλιου και, αν και η άπειρη καρδούλα του δε δοκίμαζε πια τη θλίψη που ένιωσε στο πηγάδι της καθόδου, εκείνα τα χάδια και οι τρυφερότητες στις οποίες δεν ήταν συνηθισμένος, ξύπνησαν τη δυσπιστία του.
Ενα φως άστραψε μακριά από τη γαλαρία και κατόπιν ακούστηκε ο θόρυβος των ροδών πάνω στο δρόμο και ένας βαρύς και γρήγορος τροχασμός έκανε το έδαφος να αναπηδά.
-Είναι το φορτίο, κραύγασαν συγχρόνως οι δύο άνδρες.
-Γρήγορα Πάμπλο, είπε ο γέρος, να δούμε πώς εκπληρώνεις τη δέσμευσή σου.
Ο μικρός με τις γροθιές σφιγμένες στήριξε το μικροσκοπικό του σώμα κόντρα στο φύλλο που υποχώρησε αργά μέχρι ν' ανοίξει τον τοίχο. Μόλις τελείωσε, ένα σκούρο άλογο, ιδρωμένο και λαχανιασμένο, βάδισε γρήγορα μπροστά σέρνοντας ένα βαρύ τρένο φορτωμένο μέταλλο. Οι εργάτες κοιτάζονταν ευχαριστημένοι. Ο πρωτάρης ήταν πια ένας πορτιέρης έμπειρος και ο γέρος άρχισε να του μιλεί κολακευτικά. Αυτός δεν ήταν πια ένας μικρούλης, όπως αυτοί που έμεναν επάνω, που κλαίνε για το τίποτα και είναι πάντα πιασμένοι από τις φούστες των γυναικών, αλλά ένας άνδρας, ένας άξιος, ένας εργάτης, δηλαδή ένας σύντροφος, στον οποίο έπρεπε να συμπεριφέρονται σαν τέτοιο. Και με σύντομες φράσεις τού έδωσε να καταλάβει πως θα τον άφηνε μόνο. Αλλά να μην είχε φόβο, υπήρχαν στο ορυχείο και άλλοι της ηλικίας του. Πως αυτός θα ήταν κοντά και θα ερχόταν να τον βλέπει κάπου - κάπου και όταν θα τελείωνε η δουλιά θα επέστρεφαν μαζί στο σπίτι.
Ο Πάμπλο το άκουγε αυτό με αυξανόμενο τρόμο και πιάστηκε με τα δυο του χέρια από την μπλούζα του πατέρα του. Μέχρι τότε δεν είχε καταλάβει αυτό που του ζητούσαν. Ενας τρομερός φόβος τον κυρίεψε και ένιωσε μια σφοδρή επιθυμία να εγκαταλείψει εκείνο το μέρος, να δει τη μητέρα και τα αδέλφια του, να βγει στην καθαρότητα της μέρας. Στα λόγια του πατέρα του απαντούσε με ένα «πάμε» παραπονιάρικο και γεμάτο φόβο. Ούτε υποσχέσεις, ούτε απειλές τον έπειθαν και το «Πάμε! Πατέρα!» ανάβλυζε από τα χείλη του κάθε φορά πιο πονεμένο και πιεστικό.
Μια βίαιη δυσαρέσκεια ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του γέρου μεταλλωρύχου. Ομως, βλέποντας εκείνα τα μάτια γεμάτα δάκρυα, απελπισμένα και ικετευτικά, υψωμένα πάνω του, η οργή του μετατράπηκε σ' έναν απέραντο οίκτο. Ηταν ακόμη τόσο αδύνατος και μικρός! Η ανάμνηση της ζωής του, αυτών των σαράντα χρόνων δουλιάς και πόνων ήλθε ξαφνικά στη φαντασία του. Και τώρα από εκείνη την απέραντη εργασία του απέμεινε μόνο ένα εξαντλημένο σώμα, που πολύ γρήγορα θα το πέταγαν από το ορυχείο σαν ένα εμπόδιο. Η σκέψη ότι η ίδια τύχη περίμενε τη μικρή ύπαρξη τον εξαγρίωσε. Τον κατέλαβε στιγμιαία η επιθυμία να αμφισβητήσει τη φυλακή αυτού του αχόρταγου θηρίου, που αποσπούσε από την αγκαλιά των μανάδων τα μικρά παιδιά, για να τα μετατρέψει σε παρίες.
Ομως το αίσθημα της εξέγερσης που άρχισε να γεννιέται μέσα του έσβησε γρήγορα μπροστά στη μνήμη του φτωχού σπιτιού και των πεινασμένων παιδιών του, που τους ήταν το μόνο στήριγμα και η παλιά του πείρα τού έδειξε το απραγματοποίητο της χίμαιράς του. Το ορυχείο δεν έδιωχνε ποτέ αυτόν που είχε δεχτεί. Και σαν καινούριοι κρίκοι μιας αλυσίδας χωρίς τέλος, τα παιδιά διαδέχονταν τους γονείς και στο βαθύ πηγάδι το ανέβασμα και κατέβασμα εκείνης της ζωντανής παλίρροιας δεν έσπαζε ποτέ.
Τα μικρά, αναπνέοντας το δηλητηριασμένο αέρα του ορυχείου μεγάλωσαν ραχιτικά, αδύνατα, χλομά, όμως θα έπρεπε να το πάρουν απόφαση. Λοιπόν, γι' αυτό είχαν γεννηθεί! Και με αποφασιστική κίνηση ο γέρος ξεδίπλωνε από τη ζώνη του ένα γερό σκοινί και, παρά την αντίσταση του μικρού, τον έδεσε από τη μέση σε ένα χοντρό μάνταλο κολλημένο στο βράχο. Κομμάτια σχοινιού κολλημένα σ' εκείνο το μάνταλο έδειχναν πως δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν μια όμοια «πράξη».
Οι διαπεραστικές κραυγές του παιδιού και οι ικεσίες του γέμιζαν τη γαλαρία. Ο γέρος απομακρυνόταν. Ομως οι σπαρακτικές κραυγές του μικρού τον έκαναν για λίγο να χαλαρώσει. Μόνο για μια στιγμή και κλείνοντας τα αυτιά, για να μην ακούει τις κραυγές που του έσκιζαν τα σπλάχνα, επέσπευσε τη φυγή, εγκαταλείποντας εκείνο τον τόπο. Πριν εγκαταλείψει τη γαλαρία, σταμάτησε μια στιγμή και άκουσε μια λεπτή φωνούλα, όπως το φύσημα, που φώναζε μακριά «Μάνα! Μάνα!». Τότε άρχισε να τρέχει σαν τρελός και καταδιωκόμενος από το πονεμένο κλάμα. Δε σταμάτησε παρά μόνον όταν βρέθηκε μπροστά στη φλέβα του ορυχείου. Στη θέα της ο πόνος του μετατράπηκε σε μανιασμένη οργή και άρχισε να τη χτυπάει με λύσσα.
Επεφταν τα χτυπήματα σαν πηχτό χαλάζι πάνω σε κρύσταλλα. Μεγάλα κομμάτια ξεριζωμένα έπεφταν ανάμεσα στις φτέρνες του εργάτη, ενώ μια πηχτή σκόνη κάλυπτε σαν ένα πέπλο την αδύναμη λάμψη της λάμπας. Τα κομμένα κομμάτια του κάρβουνου πετάγονταν με δύναμη πληγώνοντάς του το πρόσωπο, τον αυχένα και τα γυμνό στήθος. Σταγόνες αίματος ανακατεύονταν με τον άφθονο ιδρώτα που πλημμύριζε το σώμα του. Εμοιαζε με τον φυλακισμένο που διατρυπάει το τείχος που τον καταπιέζει. Ομως χωρίς την ελπίδα που εμψυχώνει και δυναμώνει τον φυλακισμένο. Να βρει στο τέλος μια νέα ζωή, γεμάτη με ήλιο, αέρα και ελευθερία.
Του
Λίλο ΜΠΑΛΝΤΟΜΕΡΟ
Μετάφραση: Κική ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου