Η Ορθοδοξία, το Βυζάντιο και η Δύση
Θα ήταν, πιστεύω, χρήσιμο για το αντικείμενο που μας απασχολεί να αρχίσω από μια θεμελιακή διευκρίνιση: Δεν πρόκειται εδώ για το θέμα της θρησκείας, δηλαδή της πίστης, αλλά με την υπόσταση και την ιστορική πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η πίστη, όπως λέει ο απόστολος Παύλος1, είναι πεποίθηση γι' αυτά που ελπίζουμε ότι θα συμβούν και ταυτόχρονα, βεβαίωση γι' αυτά που δεν μπορούμε να δούμε. Αντίθετα, ο κλήρος γενικά και, στην περίπτωσή μας, ο ορθόδοξος κλήρος, ιδιαίτερα ο επισκοπικός, αποτελεί τμήμα της άρχουσας τάξης, ενώ ο αρχικός σχηματισμός του συνδέεται με τον καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στους ανθρώπους στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες2 . Η Ορθόδοξη Εκκλησία κατάγεται από μια προκαπιταλιστική κοινωνία, το Βυζάντιο, ανδρώθηκε στο Βυζάντιο και στο Βυζάντιο επίσης επιτέλεσε μια συγκεκριμένη εποχή, το 13ο /14ο αιώνα, τον όποιο προοδευτικό της ρόλο3 . Είναι χαρακτηριστικό το ότι, στα μέρη όπου κυριάρχησε η Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλαδή. στην Ανατολική Ευρώπη, εκεί η αστική τάξη αναπτύχθηκε καθυστερημένα, ανάμεσα σε τεράστιες αντινομίες και εκεί ακριβώς όπου κυριαρχούσε η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έγινε ποτέ μεγάλη αστική επανάσταση κατά το υπόδειγμα της Δύσης, το 17ο, το 18ο και το 19ο αιώνα.
Επισκοπικός και ενοριακός κλήρος
Από την εποχή του Ε. Renan4 είναι γνωστό το ότι το ρωμαϊκό κράτος και η χριστιανική Εκκλησία συμφιλιώθηκαν επί Κωνσταντίνου Α΄ (306-337) διά μέσου των επισκόπων, που ήδη ήταν πανίσχυροι μέσα στην Εκκλησία5 . Αυτή η απόλυτη εξουσία των επισκόπων ανάμεσα στους χριστιανούς (σύμφωνα με την έκφραση του Jones) συμβαδίζει με την αλματώδη αύξηση της περιουσίας της Εκκλησίας. Σε κάθε πόλη, σε κάθε επαρχία της αυτοκρατορίας, οι επίσκοποι έχουν μιαν αληθινά δεσπόζουσα παρουσία6 αλλά και περιουσία και στη Νεαρά αρ. 7, που δημοσίευσε ο Ιουστινιανός το 535, διαβάζουμε ότι η Εκκλησία έχει στην κατοχή της πάμπολλα ακίνητα, αγρούς, γεωργούς και ανδράποδα αγροικικά (δούλους)7, δηλαδή οι δούλοι όχι μόνο δεν καταργήθηκαν με την επικράτηση του χριστιανισμού, αλλά πέρασαν σχεδόν αμέσως και στην ιδιοκτησία της Εκκλησίας, όπου επιτελούν υπηρετικές εργασίες.
Την εποχή του Ιουστινιανού, που είναι εποχή παρακμής και πτώσης της αρχαίας παραγωγής που στηριζόταν στην εργασία των δούλων, τα εργαστήρια βιοτεχνίας όπου τώρα εργάζονται ελεύθεροι περνούν επίσης όλο και περισσότερο στην ιδιοκτησία της Εκκλησίας8 . Η περιουσία της Εκκλησίας έχει ήδη κηρυχτεί αναπαλλοτρίωτη από ένα νόμο του αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ (457-474) το 4709 και θωρακίζεται ακόμα περισσότερο από τον Ιουστινιανό με ένα νόμο του 530, όπου διαβάζουμε: Μηδεμίαν του λοιπού γίνεσθαι εκκλησιαστικών πραγμάτων έκδοσιν10 . Αντίθετα από τον επισκοπικό, ο απλός ενοριακός κλήρος αποτελούσε πάντα, σύμφωνα με τη διατύπωση του Ενγκελς, το πληβειακό τμήμα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και, κατά κανόνα, δε συμμετείχε στα πλούτη της11 . Γι' αυτό και ο ενοριακός κλήρος παντού και πάντα βρισκόταν πολύ πιο κοντά στο λαό από ό,τι ο επισκοπικός κλήρος, που ανήκε πάντα στην άρχουσα τάξη.
Η ηγεσία της Εκκλησίας στην ανώτατη κοινωνική βαθμίδα
Ηδη, λοιπόν, από την πρώιμη βυζαντινή εποχή, ξεκαθαρίζεται απόλυτα η ταξική διάρθρωση και διαίρεση της κοινωνίας ως προς τον ηγετικό ρόλο της Εκκλησίας: Στην ύπαιθρο και στις πόλεις δεσπόζει ο θεοφιλέστατος επίσκοπος και, μετά από αυτόν, οι εν τη χώρα πρωτεύοντες12 ή κατά τη διατύπωση ενός άλλου νόμου, ακόμα σαφέστερη, οι εν τοις κτήτορσι πρωτεύοντες13 , δηλαδή οι πρώτοι ανάμεσα στους μεγαλογαιοκτήμονες. Επιπλέον, στο θεοφιλέστατο επίσκοπο κάθε περιοχής πρέπει να απευθύνονται όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη που ανήκουν (εν οιαδήποτε τάξει του βίου) λέει, με τη γνωστή του νομική τυπικότητα ο Ιουστινιάνειος Κώδικας14 , και έτσι έχουμε μια πανηγυρική αναγνώριση της ταξικής δομής της κοινωνίας από τις πηγές, κάτι που οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι και ιστορικοί αρνούνταν κατηγορηματικά να παραδεχτούν μέχρι πριν από σχετικά λίγα χρόνια.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με την αρχαία κοινωνία, όπου κυρίαρχη παραγωγική δύναμη είναι οι δούλοι και κυρίαρχη ταξική αντίθεση είναι εκείνη ανάμεσα στους δούλους και τους ελεύθερους πολίτες, η μεσαιωνική κοινωνία, όπου η δουλοκτησία παύει να είναι κυρίαρχη παραγωγική δύναμη χωρίς και να καταργείται εντελώς, διακρίνει διαφορετικές κοινωνικές τάξεις ανάμεσα στους ελεύθερους ανθρώπους (μόνο τυπικά ελεύθεροι οι περισσότεροι) και τοποθετεί την ηγεσία της Εκκλησίας στην ανώτατη κοινωνική βαθμίδα, όπου είναι υποχρεωμένοι να ανατρέχουν όλοι οι άνθρωποι ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν. Δεν είναι καθόλου περίεργο, μετά από αυτά, το ότι οι κλασικοί του μαρξισμού θεωρούσαν ότι η εκκλησιαστική ιδιοκτησία αποτελούσε το προπύργιο των παραδοσιακών, δηλαδή μεσαιωνικών, σχέσεων γαιοκτησίας και ότι η πτώση της περιουσίας της Εκκλησίας σημαίνει και πτώση των μεσαιωνικών σχέσεων γαιοκτησίας15. Συμπερασματικά, αποκαλούσαν τον κλήρο φορέα μεσαιωνικής ιδεολογίας16 .
Περιουσία τεραστίων διαστάσεων
Από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα, η εκκλησιαστική περιουσία παίρνει τεράστιες διαστάσεις σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή17 . Σύμφωνα με τον ειδωλολάτρη ιστορικό Ζώσιμο, οι μοναχοί από πολύ νωρίς το πολύ μέρος της γης ωκειώσαντο προφάσει του μεταδιδόναι πάντα πτωχοίς, πάντας, ως ειπείν, πτωχούς καταστήσαντες18 . Ιδιαίτερα η μοναστηριακή περιουσία περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό κολόνων καθώς και αρκετούς δούλους19 . Αυτή είναι η κατάσταση, όταν τον 7ο αιώνα, ωριμάζει η κρίση της πρωτοβυζαντινής κοινωνίας σε συνδυασμό με τους τεράστιους εξωτερικούς κινδύνους. Το κράτος βρίσκεται σχεδόν συνεχώς μπροστά σε χρεοκοπία και αναγκάζεται να ζητήσει απεγνωσμένα την οικονομική βοήθεια της Εκκλησίας.
Το 612, ο αυτοκράτορας Ηράκλειος θα κατάσχει χρήματα και θα επιτάξει πολύτιμα (χρυσά και ασημένια) σκεύη της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης για να μπορέσει να κόψει νόμισμα. Για το περιστατικό αυτό οι πηγές λένε ότι ο Ηράκλειος πήρε χρήματα εν δανείω20, αλλά, καθώς οι εχθροί επιτίθενται από παντού, το δάνειο δε θα αποπληρωθεί και η Εκκλησία θα γίνει πιο προσεκτική στο μέλλον. Οταν, δυο χρόνια αργότερα, οι Πέρσες θα φτάσουν μπροστά στην Αλεξάνδρεια, ο διοικητής Αιγύπτου πατρίκιος και αυγουστάλιος Νικήτας απευθύνεται για χρήματα στον πατριάρχη Ιωάννη επειδή το κράτος βρίσκεται σε άθλια οικονομική κατάσταση, αλλά ο πάμπλουτος πατριάρχης, γνωστός και ως Ιωάννης ο Ελεήμων (613-619), αρνείται να δώσει στον επίγειο καίσαρα αυτά που, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, ανήκουν στο θεό!21 Ετσι, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος θα παραδώσει στους Αραβες τα Ιεροσόλυμα το 638, έτσι ο πατριάρχης Κύρος θα παραδώσει την Αλεξάνδρεια στους Αραβες το 642.
Οταν ο ισχυρός κοσμικός προστάτης της Εκκλησίας εξασθενεί, όπως συμβαίνει με το βυζαντινό κράτος τον 7ο αιώνα, τότε η Εκκλησία δεν έχει το παραμικρό πρόβλημα να τον αλλάξει με έναν άλλο ισχυρό προστάτη και είναι πασίγνωστα τα σημαντικά προνόμια που απένειμαν οι Αραβες στις εκκλησίες των νεοκατακτημένων περιοχών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου