ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣ
Το ζήτημα με το οποίο επιχειρούμε να καταπιαστούμε στο παρόν άρθρο είναι αρκετά ευρύ και πολυσυζητημένο, ιδιαίτερα στις μέρες μας, μέσα από μια πλούσια φιλολογία -και παραφιλολογία- που αναπτύσσεται, με αφορμή κυρίως τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία των αστυνομικών ταυτοτήτων. Η άποψη της εκκλησίας πάνω σε αυτό είναι σαφής: η ορθοδοξία ως δόγμα αλλά και ως δομημένη εκκλησία αποτέλεσε την κιβωτό των παραδόσεων του «γένους» (η ορολογία δεν είναι οπωσδήποτε δική μας) και συντέλεσε τα μέγιστα στη διάσωση της γλώσσας, της πνευματικής ζωής, της συνείδησης, σε τελευταία ανάλυση, του Ελληνα. Από μια άλλη πλευρά, μια διαφορετική άποψη θεωρεί ότι το ελληνικό έθνος είναι κυρίως απότοκο της πνευματικής κίνησης του Διαφωτισμού.
Φοβόμαστε ότι, όπως σε πολλές ανάλογες διαμάχες με ιστορικό υπόβαθρο, αλλά με αντανάκλαση σε σημερινά προβλήματα και σύγχρονες πραγματικότητες[1], δε λαμβάνονται υπ’ όψη δύο σοβαροί παράγοντες: ο πρώτος είναι το γεγονός ότι η θρησκεία αποτελεί στοιχείο του εποικοδομήματος και ότι ως τέτιο μπορεί βεβαίως να επιδράσει στη διαμόρφωση της βάσης μιας κοινωνίας, αλλά κυρίως εδράζεται σε αυτήν και κατά μείζονα λόγο ρυθμίζεται από αυτήν. Ο δεύτερος είναι το ότι η θρησκεία και τα κοσμικά της μορφώματα (εκκλησίες και ιερατεία) συνιστά ένα φαινόμενο που, όπως εξ άλλου και όλες οι εκδηλώσεις της κοινωνικής συνείδησης, χαρακτηρίζεται από ιστορικότητα: ο ρόλος, η λειτουργία της, η επίδρασή της μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές και τις ιστορικές αναγκαιότητες.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια θα επιχειρήσουμε μια προσέγγιση του ρόλου της ορθοδοξίας και της εκκλησίας στη διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης, εντάσσοντας τις εκάστοτε λειτουργίες της μέσα στα πλαίσια των ιστορικών εποχών στις οποίες έδρασε.
Ενα πρώτο, μεθοδολογικό πρόβλημα που ενδέχεται να αντιμετωπίσουμε σε μια τέτια προσέγγιση, είναι η χρονολογική - ιστορική αφετηρία από την οποία θα πρέπει να ξεκινήσουμε. Η ορθόδοξη εκκλησία είναι σαφέστατα - και πολύ - παλιότερη από το ελληνικό έθνος. Το ορθόδοξο δόγμα και η ορθόδοξη εκκλησία υπήρξε ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία του εποικοδομήματος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οχι μόνο υπήρξε η κυρίαρχη - έως απόλυτα κυρίαρχη - μορφή κοινωνικής συνείδησης, αλλά και επηρέασε βαθύτατα κάθε μορφή τέχνης και πολιτισμού, διατηρώντας παράλληλα μια ιδιότυπη σχέση με την πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας, σαφώς διαφορετική από εκείνη που διατηρούσε η παπική έδρα με τις κοσμικές εξουσίες στη δύση. Ομως, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν είναι κοιτίδα ούτε και κιβωτός του ελληνικού έθνους. Ο βυζαντινός υπήκοος είναι «Ρωμαίος», απόγονος και νόμιμος κληρονόμος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Χρειάστηκαν άλλες διαδικασίες ώστε ο όρος «Ρωμαίος» («Ρωμιός» στη λαϊκή νεοελληνική συνείδηση) να μεταλλαχτεί σε Γραικό ή Έλληνα. Αυτές οι διαδικασίες είναι κυριότατα οικονομικές (διαμόρφωση αστικής τάξης) και συντελέστηκαν σε συνθήκες κυριαρχίας του ελλαδικού χώρου από αλλόδοξες ή αλλόθρησκες δυνάμεις. Αυτό το τελευταίο στοιχείο μας οδηγεί στο να ορίσουμε ως αφετηρία της αναφοράς μας το σωτήριο έτος 1204, όταν η Κωνσταντινούπολη -και πολύ μεγάλο μέρος του βυζαντινού χώρου- κατελήφθη από τους Φράγκους της Γ΄ Σταυροφορίας.
Δεν μπορούμε ωστόσο να μην κάνουμε και μια αναφορά στα πριν, στο Βυζάντιο. Δε μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η δογματική πλευρά της Ορθοδοξίας. Μας ενδιαφέρει εδώ κυρίως το ότι συστατικό στοιχείο της φιλολογίας της υπήρξε η διαρκής αντιπαράθεσή της με τη δυτική χριστιανοσύνη, μια αντιπαράθεση που γνώρισε οξύτατες στιγμές με τα δύο σχίσματα και που ολοκληρώθηκε με το δεύτερο, στα 1054, επί Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου, όταν οι δύο ποντίφηκες, ο ανατολικός και ο δυτικός, αφόρισαν ο ένας τον άλλο. Τα βαθύτερα και ουσιαστικότερα αίτια του σχίσματος δεν ήταν οπωσδήποτε το «filioque»[2]. Ας κάνουμε μια προσπάθεια να κωδικοποιήσουμε τα αίτια αυτά:
- Το ζήτημα των πρωτείων του Πάπα σε σχέση με τους υπόλοιπους χριστιανούς πατριάρχες έχει μία σπουδαιότητα, με τη σειρά του όμως και αυτό, υποκρύπτει σοβαρότερες πλευρές του ζητήματος. Πρόκειται, στην ουσία, για μια από τις εκδηλώσεις της σύγκρουσης ανάμεσα στο βυζαντινό και στο φραγκικό - λατινικό κόσμο (για να αρχίσουμε επί τέλους να αποφεύγουμε τους όρους «ανατολικός» και «δυτικός») σε σχέση με το ποιος είναι ο γνήσιος κληρονόμος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας - ποιος είναι, σε τελική ανάλυση, ο κυρίαρχος του τότε γνωστού κόσμου.
- Την εποχή κατά την οποία συντελείται το οριστικό σχίσμα των εκκλησιών, στο μεν Βυζάντιο ολοκληρώνονται οι φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής, ενώ στο φραγκικό - λατινικό κόσμο υπάρχουν ήδη τα πρώτα φανερώματα αστικής ανάπτυξης, στις ιταλικές πόλεις του βορρά, οι οποίες απολαμβάνουν σοβαρά εμπορικά προνόμια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κυρίως στην ίδια την Κωνσταντινούπολη[3]. Είναι το προανάκρουσμα εκείνης της πλευράς της σύγκρουσης ανάμεσα στους δύο χώρους που θα κορυφωθεί με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, το 1204.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι το πρώτο συγκροτησιακό - συνειδησιακό στοιχείο του χώρου που προβάλλεται και τονίζεται από την ορθόδοξη εκκλησία είναι εκείνο της αντίληψης της διαφοράς από το φραγκικό - λατινικό κόσμο. Αν και άλλα, όπως είδαμε πριν, ήσαν τα αίτια της διαφοροποίησης αυτής, ωστόσο δεν πρέπει να αφαιρούμεθα από το γεγονός ότι στον όψιμο Μεσαίωνα οι πολιτικές έριδες εύρισκαν την έκφρασή τους μέσα από τη θεολογία, την πίστη και τις αιρέσεις. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε το εξής: έχει ενδιαφέρον να δει κανείς το πώς ένας πολιτισμός αντιλαμβάνεται και εκφράζει ο ίδιος τον εαυτό του και πώς τον αντιλαμβάνεται και εκφράζεται γι’ αυτόν ο περίγυρός του. Την ίδια αυτή εποχή, που ο βυζαντινός ονομάζει τον εαυτό του «Ρωμαίο» και που ο όρος «Ελληνας» είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, απαξιωτικός (με σαφείς τις «ευθύνες» για τούτο της ορθόδοξης εκκλησίας), ο φραγκικός - λατινικός κόσμος αποκαλεί τους βυζαντινούς «Ελληνες», τόσο σε επίπεδο κρατικών και διπλωματικών εγγράφων, όσο και σε επίπεδο λαϊκής κουλτούρας. «Πάμε για να συντρίψουμε τους Ελληνες (i grechi) και τους Μαύρους» (Σαρακηνούς), λέει το μεσαιωνικό λαϊκό βενετσιάνικο τραγούδι.
Με την άλωση -και την πολύ σκληρή λεηλασία- της Κωνσταντινούπολης, το 1204, η ορθόδοξη εκκλησία είχε σοβαρούς λόγους να θριαμβολογήσει: ήταν πολύ εύκολο να θεωρηθεί υπεύθυνος, στη συνείδηση των βυζαντινών, ο Πάπας για τις φραγκικές αγριότητες (αν και ο πραγματικός υποκινητής της κατάληψης και της λεηλασίας ήταν οι Βενετοί). Το γεγονός ότι στις φραγκικές - λατινικές ηγεμονίες που ιδρύθηκαν στα βυζαντινά εδάφη, οι κατακτητές, με την εφαρμογή των «Ασσιζών της Ρωμανίας»[4] επιτάχυναν δραστικά την πλήρη φεουδαρχοποίηση του βυζαντινού χώρου, το ότι εγκατέστησαν Λατίνο πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη και έδωσαν προνόμια στο λατινικό κλήρο δημιούργησε ένα ευρύ λαϊκό έρεισμα για την ορθόδοξη εκκλησία που εμφανιζόταν ως ο νόμιμος καθοδηγητής των αντιφραγκικών κινημάτων. Με την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης όμως από το βυζαντινής προέλευσης μόρφωμα της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας (1261), την ανασύσταση της αυτοκρατορίας και την εμφάνιση και ενδυνάμωση του οθωμανικού κινδύνου, αλλάζουν, μεταξύ άλλων, και οι ισορροπίες ανάμεσα στις δύο εκκλησίες. Ας σταθούμε κάπως αναλυτικότερα στο ζήτημα.
Είναι η εποχή κατά την οποία εμφανίζεται η βαθιά διαμάχη που ξέσπασε στους κόλπους της ορθόδοξης εκκλησίας ανάμεσα σε «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς». Η διαμάχη αυτή σχετίζεται με τη διαδικασία ένωσης των δύο εκκλησιών και στην οποία εμπλέκεται η κοσμική βυζαντινή εξουσία, αποσκοπώντας σε δύο πράγματα: το ένα είναι η διαφύλαξη των νώτων της από πιθανές λατινικές βλέψεις εναντίον της (εννοούμε κοσμικές, όχι εκκλησιαστικές) και το άλλο είναι η εξεύρεση συμμάχων, από τους κόλπους της δυτικής χριστιανοσύνης, ώστε να αποκόψει τη ραγδαία εξάπλωση των Οθωμανών. Δύο είναι οι σημαντικότεροι σταθμοί στην προσπάθεια ένωσης των εκκλησιών: η Σύνοδος της Λυών, το 1247 (πριν ακόμα από την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης) και η περίφημη Σύνοδος της Φερράρας - Φλωρεντίας, το 1438 με 1439, λίγο πριν από τη δεύτερη άλωση.
Και οι δύο σύνοδοι έληξαν με περιφανή νίκη του καθολικισμού. Και οι δύο Σύνοδοι, παρά τη στήριξη της κοσμικής εξουσίας, αντιμετωπίστηκαν με καταφανή δυσανεξία από τον κλήρο και το λαό. Βιώθηκαν ως υποχώρηση των «Ρωμαίων» απέναντι στους σφετεριστές της πολιτικής και πολιτισμικής παράδοσης της ενιαίας αυτοκρατορίας, όπως αντιλαμβανόταν ο βυζαντινός άνθρωπος το φραγκικό - λατινικό κόσμο. Με τη διαμάχη ανάμεσα σε ενωτικούς και ανθενωτικούς βαθαίνει η διάκριση ανάμεσα στον κάτοικο του βυζαντινού χώρου (εμφανώς πια περιορισμένου στον κορμό της Ελλάδας και στη Μικρά Ασία) και το δυτικό (Φράγκο, Λατίνο, Ιταλό) χριστιανό. Ομως, όπως είπαμε και πριν, αυτή η διάκριση έχει βαθύτερα αίτια που σχετίζονται με τους διαφορετικούς ρυθμούς μετάβασης των δύο χώρων στο επόμενο κοινωνικό σύστημα και τις αναπόφευκτες αντιπαλότητες που δημιουργούσε η συνύπαρξη κοινοτήτων - φορέων των δύο συστημάτων, πολλές φορές στον ίδιο χώρο, αν και με διαφορετικούς τρόπους και για διαφορετικούς λόγους[5].
Ωστόσο, το Ισλάμ, με το νέο κρατικό σχηματισμό που κυρίως το εξέφραζε, τους Οθωμανούς Τούρκους, δε φαινόταν το ίδιο απειλητικό, στο μέσο βυζαντινό άνθρωπο. Για να δώσουμε, τέλος, μια κάπως πληρέστερη εικόνα της πνευματικής ζωής της εποχής, θα πρέπει να συμπληρώσουμε τούτο: για πρώτη φορά, μετά από αιώνες, από διανοούμενους ελληνόφωνους, ορθόδοξους και κατοίκους του ελλαδικού χώρου, επαναδιατυπώνεται και όχι πια απαξιωτικά, η προσφώνηση «Ελληνας». Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι ο Γεώργιος Γεμιστός, αυτοαποκαλούμενος «Πλήθων». Με σχετική βεβαιότητα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η ανάσυρση στοιχείων που παραπέμπουν στην κλασική αρχαιότητα του χώρου δεν είναι άσχετη από μια σύντομη «Αναγέννηση» που βίωσε η αυτοκρατορία στην περίοδο των Παλαιολόγων, μια «Αναγέννηση» που οι οικονομικοί της όροι είναι ανάλογοι με εκείνους της Δύσης (πρώιμη άνθιση της αστικής τάξης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται). Αυτή η τάση δεν έχει καθόλου καλές σχέσεις με τη μονίμως στραμμένη στο ρωμαιοβυζαντινό παρελθόν ορθόδοξη εκκλησία, της οποίας οι δομές και η φιλοσοφία εξακολουθούν να ανταποκρίνονται σε μια κοινωνία με φεουδαρχική βάση.
Τη λύση στη διαμάχη ανάμεσα σε «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς» δίνει ο ...Αλλάχ. Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, ο Μεχμέτ Β΄ εγκαθιστά στον Πατριαρχικό θρόνο το φανατικό ανθενωτικό Γεώργιο Σχολάριο, που έγινε γνωστός ως Πατριάρχης Γεννάδιος. Από δω και πέρα, αρχίζει η πραγματική ιστορία του ζητήματος.
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Η περίοδος από το 1453 έως και 1821 είναι η εποχή μέσα στην οποία διαμορφώνεται το ελληνικό έθνος και, ως εκ τούτου, καθόλου ανάξια λόγου. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το έθνος είναι ιστορική κατηγορία της εποχής του καπιταλισμού και ότι υπάρχουν τέσσερις προϋποθέσεις για τη συγκρότησή του: ο ενιαίος γεωγραφικός χώρος στον οποίο ζει μια ανθρώπινη κοινότητα, η ενιαία οικονομική ζωή, η ενιαία γλώσσα και η ενιαία συνείδηση. Οι ξενικές κυριαρχίες στον ελλαδικό χώρο συνετέλεσαν, με έναν ιδιόμορφο τρόπο που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε, στη διαμόρφωση αυτών των παραγόντων. Μέσα στις συνθήκες αυτές, η ορθόδοξη εκκλησία επιδρά στη διαμόρφωση της συνείδησης, με τρόπο διαφορετικό στις οθωμανοκρατούμενες από τις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές.
Ο οθωμανικός κόσμος μπορεί να παρασταθεί με μία πυραμίδα, διαιρεμένη κατά τρόπο οριζόντιο και κάθετο. Η οριζόντια διάκριση είναι η σαφής και πάγια διαίρεση των κοινωνιών σε τάξεις και δε μας αφορά εδώ. Η κάθετη διαίρεση σχετίζεται με τη διαίρεση της αυτοκρατορίας σε «έθνη» (millet), όπου ο όρος δεν έχει καθόλου τη σημερινή του έννοια. Ως «έθνος» οι Οθωμανοί εννοούσαν την ευρεία θρησκευτική κοινότητα και αναγνώριζαν επισήμως τρεις τέτοιες: τη μουσουλμανική, την εβραϊκή και τη χριστιανική που, εκ των πραγμάτων του γεωγραφικού χώρου, ήταν ταυτόχρονα και ορθόδοξη. Το Ισλάμ υπήρξε γενικά ανεκτικό απέναντι στις «θρησκείες της βίβλου» και ακόμα περισσότερο ανεκτική από την αραβική εκδοχή του υπήρξε η οθωμανική. Η διαίρεση λοιπόν της αυτοκρατορίας σε τρία έθνη θεσμοθετήθηκε και επικεφαλής κάθε έθνους (millet basi) ορίστηκε ο αντίστοιχος θρησκευτικός ηγέτης. Στην περίπτωση, δηλαδή, των ορθοδόξων, ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης. Ο αρχηγός του «έθνους» θεωρούνταν υψηλόβαθμος αξιωματούχος της αυτοκρατορίας και έφερε τον τίτλο του πασά με τις τρεις ουρές αλόγων στη σημαία του.
Στην ορθόδοξη εκκλησία απονεμήθηκε από τους Οθωμανούς μια ευρεία δικαιοδοσία, όχι μόνο αντιπροσώπευσης, αλλά και διοίκησης, σε επί μέρους ζητήματα (π.χ. οικογενειακό δίκαιο) πάνω στους ορθόδοξους χριστιανούς υπηκόους τους. Δεδομένου ότι, στα χρόνια του Βυζαντίου, ο κλήρος είχε περιορισμένη πολιτική εξουσία και ο πατριάρχης εξαρτιόνταν πολιτικά από τον αυτοκράτορα, η ορθόδοξη εκκλησία άρχισε για πρώτη φορά να παίζει τόσο ουσιαστικό πολιτικό ρόλο αλλά και, στην ουσία, να ασκεί εξουσία πάνω στους ελληννόφωνους - ορθόδοξους πληθυσμούς. Ετσι, πέρα από τα διαφοροποιητικά στοιχεία αυτών που αντιπροσωπεύει σε σχέση με το περίγυρο (λατινικό ή οθωμανικό) λειτουργεί πλέον και σαν στοιχείο συγκρότησης μιας κοινότητας, με την έννοια ότι αποτελεί το διάμεσό της με τη διοίκηση και το φορέα που η ίδια η κοινότητα αντιλαμβάνεται πιο άμεσα ως φορέα εξουσίας.
Εξ άλλου, από τη βυζαντινή ακόμη εποχή, η ορθόδοξη εκκλησία έπαιζε και οικονομικό ρόλο, που συνίστατο στο ότι η ίδια (κυρίως μέσω των μονών) είχε εκτεταμένους κλήρους στην κατοχή της και λειτουργούσε, επί της ουσίας, σαν φεουδάρχης. Αυτή της η λειτουργία συνεχίστηκε και μέσα στα πλαίσια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι τα θρησκευτικά - εκκλησιαστικά κτήματα (βακούφια) τελούσαν υπό ειδικό καθεστώς και δε θεωρούνταν ψιλή κυριότητα του οθωμανικού κράτους.
Μέσα στο ορθόδοξο «μιλλέτ» όμως, εκτός από τους ελληνόγλωσσσους πληθυσμούς, συμπεριλαμβάνονταν ακόμη και σλάβοι, Βούλγαροι, Αρβανίτες, Αρμένιοι κ.ά.. Οι άλλοι λοιπόν παράγοντες που συντελούν στη διαμόρφωση του έθνους είναι εκείνοι οι οποίοι ενεργοποιούνται κατ’ εξοχήν και οδηγούν στην οριστική διαφοροποίηση και το σχηματισμό του νέου ελληνισμού. Κυρίως, οι οικονομικές δραστηριότητες, με αιχμή στην ανάπτυξη του εμπορίου και, κατά δεύτερο λόγο, της βιοτεχνίας. Υπάρχουν ωστόσο και άλλα, σοβαρά στοιχεία του εποικοδομήματος που βοηθούν στο σχηματισμό του ελληνικού έθνους. Κυρίαρχο ανάμεσά τους είναι οπωσδήποτε η γλώσσα, μια γλώσσα της οποίας οι ρίζες ανάγονται στη βαθιά αρχαιότητα και η οποία υπήρξε γλωσσική αντανάκλαση του πλουσιότερου και αρτιότερου πολιτισμού που ανέδειξε ο δουλοκτητικός κόσμος. Εδώ, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η ορθόδοξη εκκλησία στάθηκε, κατά το μάλλον ή ήττον, εχθρικά απέναντι στη ζωντανή εξέλιξη αυτής της γλώσσας, τη λαϊκή νέα ελληνική γλώσσα. Η επίσημη γλώσσα της εκκλησίας, όπως εξ άλλου και σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ήταν αττικίζουσα.
Σ’ αυτό το σημείο, ανοίγουν δύο σημαντικά ζητήματα: το ένα έχει να κάνει με τη στάση της ορθόδοξης εκκλησίας απέναντι στους Οθωμανούς και το δεύτερο με τη στάση της ορθόδοξης εκκλησίας απέναντι στην παιδεία. Δεν είναι μάλιστα αυτά τα δύο ζητήματα άσχετα μεταξύ τους. Θα πρέπει να πούμε από την αρχή ότι η ορθόδοξη εκκλησία αποδέχτηκε καθ’ ολοκληρίαν την προστασία και τις διοικητικές εξουσίες που της είχαν απονεμηθεί από την Υψηλή Πύλη. Το γεγονός αυτό, τουλάχιστον για τους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν εμπεριέχει καμία ιδιαίτερη ηθική μομφή. Ηταν ακόμη «φυσικό», σε σχέση με τα δεδομένα και τα αιτήματα της εποχής. Ο βασικός ρόλος της ορθόδοξης εκκλησίας - όπως τουλάχιστον η ίδια τον αντιλαμβανόταν - διασφαλιζόταν απόλυτα και αυτός δεν ήταν άλλος από τη διαφύλαξη της ορθής πίστης και της σωτηρίας του ποιμνίου της, ενώ επίσης διασφαλίζονταν και τα υλικά της αγαθά. Ακόμη και η εκκλησιαστική φιλολογία των πρώτων αυτών αιώνων, δεν έχει την τάση να αντιπαρατίθεται θεολογικά στο Ισλάμ. Η εκκλησία βέβαια αντιτάχθηκε, όπως ήταν φυσικό, στους - κάποτε - μαζικούς εξισλαμισμούς που, όμως, δεν ήταν πάντοτε αναγκαστικοί[6]. Η εκκλησία συνεχίζει επίσης αδιαλείπτως τη σκληρή πολεμική της εναντίον των «κακοδόξων» καθολικών, μια πολεμική που επιτείνεται, ορισμένες φορές, από την πολιτική των επικυρίαρχων απέναντι στον ορθόδοξο κλήρο στις βενετοκρατούμενες ελληνικές χώρες. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έγραψε ο Πατριάρχης Μάξιμος ο Γ΄, στα 1483, στο δόγη της Βενετίας, για να παραπονεθεί για την κατάσταση του ορθόδοξου κλήρου στις βενετοκρατούμενες χώρες: «πάσχομεν υπό των Τούρκων συγχωρήσει θεού δια τας αμαρτίας ημών, πλην έχομεν πάσαν ελευθερίαν, ώστε ...πάντα πράττειν ακωλύτως τα εκκλησιαστικά και εν μέσω τω τόπω των ασεβών»[7].
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, διαφαίνεται και μια προσπάθεια συνεννόησης και συνδιαλλαγής με τους διαμαρτυρόμενους, η οποία ξεκίνησε με τις προσπάθειες του περίφημου Γερμανού θεολόγου και ελληνιστή Φιλίππου Μελάγχθωνα (Philipp Schwarzerd, 1497-1560), ο οποίος απέστειλε στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ιερεμία Β΄ επιστολή στα ελληνικά και μια ελληνική μετάφραση της «Αυγουστιαίας Ομολογίας»[8]. Τον επόμενο αιώνα (16ο) έγινε μια δεύτερη προσπάθεια συνεννόησης των δύο εκκλησιών, επί Πατριαρχίας Ιερεμία Β΄ του Τρανού, η οποία όμως κατέληξε σε πλήρη αποτυχία. Τα αίτια, πέρα από τα δογματικά ζητήματα, τα οποία δεν αντέχουν σε επιστημονική ανάλυση, βρίσκονταν πέρα από τις προθέσεις των δύο εκκλησιών. Το μόνο κοινό που είχαν ήταν ο αντικαθολικισμός τους. Από την άλλη, ενώ ο προτεσταντισμός ήταν σαφώς το δόγμα της πρωταρχικής συσσώρευσης και ανταποκρινόταν στις ανάγκες της ανερχόμενης αστικής τάξης, η ορθοδοξία ήταν ένα δόγμα προσκολλημένο σε μεσαιωνικά σχήματα (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο προτεσταντισμός ήταν πιο ανεκτικός ή πιο φιλάνθρωπος. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που βεβαιώνουν για το αντίθετο)[9].
Η ορθόδοξη εκκλησία, τους πρώτους τουλάχιστον αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, δεν ήταν αμέτοχη της παιδείας. Μιλάμε βέβαια για τον ανώτατο κλήρο. Όμως, πριν αναφερθούμε στις σχέσεις της με τις επιστήμες και τα γράμματα, καλό θα ήταν να αναφερθούμε σε ένα μύθο, από τους πιο διαδομένους της ελληνικής ιστοριογραφίας, που διαμορφώθηκε μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και που συντέλεσε στο να περιβληθεί η ορθοδοξία την αίγλη της «εθνεγερτικής» δύναμης. Αναφερόμαστε βεβαίως στο μύθο περί «Κρυφού Σχολειού». Είναι γνωστή σε όλους η εικόνα του καλόγερου που, μέσα στο σκοτάδι, διδάσκει γραφή και ανάγνωση στους μαθητές που έρχονται κρυφά στο κελί του, νύχτα και με τη βοήθεια του ...φεγγαρακίου του γνωστού τραγουδιού. Καμία ιστορική τεκμηρίωση δεν υπάρχει για τούτη τη διαδικασία. Και δεν είναι μόνο η έλλειψη πηγών και κειμένων που συντελεί στη διάλυση αυτού του μύθου, αλλά και η ίδια η κοινή λογική που απορρέει από τη γνώση άλλων ιστορικών πραγματικοτήτων. Η Οθωμανική αυτοκρατορία οπωσδήποτε δε μεριμνούσε για την παροχή μαζικής μόρφωσης στους υπηκόους της, χριστιανούς και μουσουλμάνους. Ομως, οργανωμένο σύστημα λαϊκής παιδείας δεν υπήρχε σε καμία φεουδαρχική χώρα. Επί πλέον, οι διοικητικοί αξιωματούχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (στους οποίους ανήκε και ο ανώτατος ορθόδοξος κλήρος, καθώς και πολλά άλλα πρόσωπα «έλληνες το γένος») όφειλε να γνωρίζει κάτι περισσότερο (ίσως πολύ περισσότερο) από γραφή και ανάγνωση. Μεταξύ άλλων και αυτό το σκοπό επιτελούσε η «Μεγάλη του Γένους Σχολή» στην Κωνσταντινούπολη, η οποία λειτουργούσε ανοιχτά και υπό την πλήρη προστασία της Υψηλής Πύλης. Ακόμη, η ύπαρξη πολλών λογίων πατριαρχών και άλλων μορφωμένων ελλήνων, που ασκούσαν πολύ υψηλά διοικητικά αξιώματα, φανερώνει ότι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι πιο εγγράμματοι ήσαν, κατά το μάλλον ή ήττον, οι Ελληνες.
Αυτά όσον αφορά τους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής κυριαρχίας. Το 18ο όμως πια αιώνα, συντελούνται ριζικές μεταβολές στην ίδια την ταξική θέση και διαστρωμάτωση των υποδούλων. Τότε, σχηματίζεται η αστική τάξη, η οποία αναζητά τις ρίζες του «γένους» στο παρελθόν, ανακαλύπτει την ελληνική αρχαιότητα και διαμορφώνει ελληνική εθνική συνείδηση. Ενα από τα σημαντικότερα φανερώματα της αστικής ανάπτυξης, είναι και η αγάπη για τη γνώση και την παιδεία. Μέσα στο 18ο αιώνα, στις πόλεις του ελλαδικού χώρου, όπου τουλάχιστον υπάρχουν σοβαρά συμπτώματα αστικής ανάπτυξης (π.χ. Γιάννενα) ιδρύονται συνολικά 400 σχολεία, καθόλου κρυφά, εντελώς φανερά και ανθούντα[10].
Η συμβολή λοιπόν της εκκλησίας στην υπόθεση της παιδείας των υποδούλων δεν υπήρξε οπωσδήποτε ασήμαντη, βρίσκεται όμως πολύ μακριά από τις μυθοπλασίες της παραδοσιακής ιστοριογραφίας. Αφορά κυρίως τους πρώτους αιώνες της κατάκτησης και σχετίζεται με την εκπαίδευση ανώτατων κληρικών και διοικητικών αξιωματούχων, ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται στην άσκηση των καθηκόντων τους. Πρέπει ωστόσο να τονίσουμε ότι, μέχρι τουλάχιστον το 18ο αιώνα, οι μορφωμένοι κληρικοί δεν περιφρονούν τις επιστημονικές ανακαλύψεις της «δυτικής» επιστήμης και προάγουν τόσο τις θετικές όσο και τις πολιτικές επιστήμες.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΙΣ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ
Το είπαμε και προηγουμένως: η ορθοδοξία θεωρούσε αντίπαλό της περισσότερο τη δυτική εκκλησία και λιγότερο το Ισλάμ. Βέβαια, από το 15ο αιώνα και μετά, η αντιπαλότητα αυτή αντανακλά παρωχημένα κοινωνικά και ιστορικά σχήματα. Στην ίδια τη Δυτική Ευρώπη, το κλασικό μεσαιωνικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο ο Πάπας είναι ο επί γης εκπρόσωπος του ανώτατου φεουδάρχη θεού, κλονίζεται, καθώς η διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης βρίσκει την ιδεολογική - δογματική της έκφραση στο νεοπαγές δόγμα που διατύπωσε ο Λούθηρος και την πολιτική στη διαμόρφωση του έθνους - κράτους. Στην Ανατολή, όπου οποιαδήποτε προσπάθεια αστικής ανάπτυξης ανακόπτεται κατ’ αρχήν εξ αιτίας της οθωμανικής κατάκτησης, η ορθόδοξη εκκλησία μένει προσκολλημένη στο φεουδαρχικό υπόβαθρο του βυζαντινού παρελθόντος και του οθωμανικού παρόντος. Εδώ όμως υπεισέρχεται ένας εξωγενής παράγων: η κατοχή σημαντικού μέρους του ελλαδικού χώρου, με κατ’ εξοχήν ελληνόγλωσσους και ορθόδοξους πληθυσμούς, από «δυτικές», λατινικές και φραγκικές δυνάμεις, κυρίως από Βενετία (Κρήτη, Πελοπόννησος, Κυκλάδες, Ιόνια νησιά) και από τη Γένοβα (Χίος, Μυτιλήνη). Υπάρχει και η ιδιάζουσα περίπτωση της Ρόδου, η οποία ανήκει στους μοναστικό - πολεμικό τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου. Καθώς όμως το μεγαλύτερο μέρος του λατινοκρατούμενου ελλαδικού χώρου ανήκει στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, θα ασχοληθούμε κυρίως με τη δική της εκκλησιαστική πολιτική.
Η πολιτική της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας απέναντι στους ελληνορθόδοξους υπηκόους της καθορίζεται κατ’ εξοχήν από την πολιτική της απέναντι στη Ρώμη και τον Πάπα. Η Βενετία, «μόνη ιταλική πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε σαν Ελληνίδα», επιχείρησε από πολύ νωρίς μια σχετική εκκλησιαστική ανεξαρτησία από την Αγία Εδρα, θεωρώντας ότι έτσι μπορούσε πολύ πιο άνετα να θεμελιώσει την εμπορική κυριαρχία της στη Μεσόγειο. Μέσα στα πλαίσια αυτής της διαφοροποίησης εντάσσεται και η αρπαγή από την Αλεξάνδρεια ενός σώματος το οποίο βαπτίσθηκε «σκήνωμα του Αγίου Μάρκου», μεταφέρθηκε στη Βενετία και έγινε ο πολιούχος Αγιος της πόλης, προς τιμήν του οποίου κτίσθηκε και η περίφημη Βασιλική (εμπνευσμένη αρχιτεκτονικά από το Βυζάντιο). Δεν είναι επίσης τυχαίο το γεγονός ότι ο καθολικός επίσκοπος της Βενετίας φέρει ακόμα και σήμερα τον τίτλο του Πατριάρχη (Patriarca) και ότι αυτή η περίπτωση είναι η μοναδική που ο τίτλος αυτός συναντάται στην καθολική εκκλησία. Η Βενετία δε θέλει, στις περιοχές που κατέχει, να δυσαρεστήσει το «δικό της» καθολικό κλήρο ούτε να έρθει σε πλήρη ρήξη με την Αγία Εδρα. Δε θέλει όμως από την άλλη να δημιουργήσει ερείσματα που θα διευκολύνουν την καθολική προπαγάνδα, με την έννοια ότι θα δημιουργούνταν ταυτόχρονα ερείσματα για την ανάπτυξη της παπικής πολιτικής. Δεδομένου δε ότι εθνικό αίσθημα δεν υπάρχει τα χρόνια για τα οποία μιλάμε, η εκκλησιαστική πολιτική της Γαληνοτάτης ήταν μια πολιτική εξισορρόπησης πιθανών αντιθέσεων που θα μπορούσαν να οξυνθούν και να οδηγήσουν σε εξεγέρσεις.
Βεβαίως, ο καθολικός κλήρος ευνοήθηκε παντού και σε αυτόν αποδόθηκε η κτηματική περιουσία του ορθόδοξου. Η καθολική εκκλησία, σε πολλές περιπτώσεις , υπήρξε η ίδια φεουδάρχης, όχι όμως περισσότερο ή λιγότερο αντιπαθητικός από τους κοσμικούς χωροδεσπότες. Στην περίπτωση μάλιστα των Ιονίων νήσων, από το 16ο αιώνα και μετά, αρχίζει η αντίστροφη διαδικασία και τα κτήματα της καθολικής εκκλησίας επιστρέφονται στον ορθόδοξο κλήρο, ενώ υπάρχουν πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες ορθόδοξες εκκλησίες ή μοναστήρια που βρίσκονται μέσα σε φέουδα καθολικής ιδιοκτησίας θεωρούνται προστατευόμενα από τον ίδιο το φεουδάρχη (jus patronato).
Περιπτώσεις διώξεων ιερέων δεν υπάρχουν ιδιαίτερα τρανταχτές, εκτός ίσως από την Κρήτη, επειδή αρκετοί ορθόδοξοι ιερείς συμμετείχαν στις αντιβενετικές εξεγέρσεις του Σήφη Βλαστού και του Καντανολέου (15ος και 16ος αιώνας αντίστοιχα).
Λατρευτικές εκδηλώσεις δεν απαγορεύτηκαν, εκτός από τη χειροτόνηση ιερέων και την ανάδειξη επισκόπων, σε συγκεκριμένες τουλάχιστον περιοχές (Κρήτη, Κέρκυρα). Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, ο ορθόδοξος κλήρος όφειλε να τελεί λειτουργίες από κοινού με τον καθολικό[11], πράγμα που άφησε αρκετές ιδιαιτερότητες στο τυπικό και στην αρχιτεκτονική των ορθόδοξων ναών, κυρίως στα Επτάνησα.
Μετά τη Σύνοδο του Τρέντο (1534 - 1565), με την οποία θεωρείται ότι ξεκινά η επιθετική πολιτική της Καθολικής Εκκλησίας απέναντι στους διαμαρτυρόμενους, εντείνεται η καθολική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο. Παρ’ όλο που αυτή δεν μπορεί (για ευνόητους λόγους) να εκδηλωθεί στις οθωμανοκρατούμενες περιοχές, άρα αναγκαστικά διεξάγεται στις βενετοκρατούμενες, δε συναντά την εύνοια των βενετικών αρχών και δε γίνεται με δική τους πρωτοβουλία. Φορείς της επονομαζόμενης «propaganda fide» είναι κυρίως τα μοναστικά τάγματα τα οποία ασκούν και φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Ωστόσο, δε φαίνεται να εδραιώνονται ιδιαίτερα στη συνείδηση των κατοίκων των περιοχών στις οποίες ασκούν τις δραστηριότητές τους.
Γενικά, η αντιφατική αλλά μάλλον ήπια πολιτική των Βενετών σε ζητήματα θρησκείας λειτούργησε, προοπτικά, προς όφελος του ορθόδοξου δόγματος. Καθώς, όπως είπαμε και στην περίπτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η έννοια του έθνους δεν υπήρχε την εποχή εκείνη, οι ελληνόγλωσσοι και ορθόδοξοι υπήκοοι των βενετοκρατούμενων χωρών, προσδιορίζονταν από τη διοίκηση ως «persone di rito greco ortodosso», σε αντιδιαστολή με τους Σέρβους και Δαλματούς που προσδιορίζονταν ως «persone di rito serbo ortodosso»[12]. Η μακρόχρονη συμβίωση ορθόδοξων και καθολικών πληθυσμών στον ίδιο χώρο λειτούργησε αφομοιωτικά ως προς τους δεύτερους και παρ’ όλο που οι περισσότεροι από αυτούς ανήκαν στην κυρίαρχη τάξη ή υπηρετούσαν τη διοίκηση. Τα παραδείγματα εξορθοδοξισμένων βενετικών οικογενειών είναι πολλά και επιφανή, αρκεί να αναφέρουμε ανάμεσά τους Σολωμούς και τους Καποδίστριες. Οι εντάσεις μεταξύ των κοινοτήτων δεν ήταν ποτέ μεγάλες, κυρίως στα Ιόνια νησιά. Πολλές φορές εξ άλλου, ο ορθόδοξος κλήρος ήταν αναπόσπαστο τμήμα της διοίκησης και τη βοηθούσε. Στην αγροτική Κέρκυρα του 18ου αιώνα, με τον ήχο της καμπάνας και την απειλή του αφορισμού, από τον ορθόδοξο κλήρο, διεξαγόταν η κατάρτιση των κατάστιχων των φέουδων.[13] Πάντως, περισσότερο ο μύθος και λιγότερο η ιστορία μαρτυρά ότι το 1797, ανάμεσα στο πλήθος που υποδέχτηκε τους δημοκρατικούς Γάλλους στην κεντρική πλατεία της Κέρκυρας, ήταν και ο Μεγάλος Πρωτοπαππάς, Χαλικιόπουλος - Μάντζαρος. Τούτο βέβαια είναι λίγο περίεργο, δεδομένης της πολύ κακής σχέσης του ορθόδοξου κλήρου με τα γαλλικά πράγματα και τα γαλλικά γράμματα (δηλαδή με το κίνημα του Διαφωτισμού και την Επανάσταση).
Μια σχετικά ιδιαίτερη περίπτωση είναι αυτή του καθολικισμού στις ανατολικές Κυκλάδες και ακόμα πιο ιδιάζουσα είναι η περίπτωση της Σύρου. Στις περιοχές που υπάγονταν απευθείας στη βενετική διοίκηση, όπως είδαμε και προηγουμένως, η διαδικασία αφομοίωσης λειτούργησε υπέρ των ορθοδόξων (και είναι, ακόμα και σήμερα, χαρακτηριστικά λίγος ο αριθμός των καθολικών στα Ιόνια νησιά). Αντίθετα στις Κυκλάδες που είχαν καταληφθεί από Βενετούς άρχοντες στο όνομα της Γαληνοτάτης, ο καθολικισμός επιβίωσε: στα περισσότερα από αυτά τα νησιά, ιδίως στη Νάξο, είναι φανερό, ακόμα και από την αρχιτεκτονική των πόλεων, ότι ο καθολικισμός είναι κατακτητικής προέλευσης: τα «φράγκικα» σπίτια βρίσκονται μέσα στα όρια του Κάστρου. Αντίθετα, στη Σύρο (και εδώ έγκειται η ιδιαιτερότητά της) οι καθολικοί του νησιού αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία, ισχυρίζονται ότι ακολουθούσαν ανέκαθεν το λατινικό τυπικό και η καθολική μητρόπολη του νησιού, ο Αγιος Γεώργιος, θεμελιώθηκε πριν από το 1204[14].
18ος ΑΙΩΝΑΣ. Η ΩΡΙΜΑΝΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΕΘΝΟΥΣ - ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΑΝΑΔΙΠΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Εάν, στους προηγούμενους αιώνες, η παιδευτική συνεισφορά της εκκλησίας δεν ήταν ασήμαντη και έγινε κατορθωτή η ανάδειξη στον πατριαρχικό θρόνο σπουδαίων λογίων, όπως π.χ. του Κυρίλλου Λουκάρεως, κατά το 18ο, η ίδια η εκκλησία σαν δομή, λειτουργία και αντίληψη της πραγματικότητας ξεπερνιέται από την ίδια τη ζωή. Ο 18ος είναι ο αιώνας κατά τον οποίο ο «Ρωμιός» γίνεται Ελληνας, κυρίως μέσα από την ανάπτυξη καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και διαμόρφωσης αστικής τάξης. Αυτή η αστική τάξη ανασύρει μνήμες του - πολύ έντονου εξ άλλου - παρελθόντος του χώρου, ώστε να δημιουργήσει το θεωρητικό εκείνο υπόβαθρο που θα της επιτρέψει να διεκδικήσει το δικό της, «εθνικό» χώρο, τη δική της δηλαδή ενιαία αγορά, έξω από τις ισχυρές φεουδαρχικές δεσμεύσεις που επέβαλλε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η εκκλησία μένει πίσω από τις τρέχουσες οικονομικές και πολιτισμικές πραγματικότητες. Εχοντας τη συγκεκριμένη θέση, που αναλυτικά περιγράψαμε, σε σχέση με τη διοίκηση, εννοεί να μη χάσει αυτά της τα προνόμια. Στην καλύτερη περίπτωση, προσβλέπει στην «ελληνοποίηση» της αυτοκρατορίας, στη διάβρωσή της δηλαδή από τα μέσα, από το ακμαίο ελληνικό στοιχείο. Στη χειρότερη, είναι εντελώς αντίθετη με οποιαδήποτε επαναστατική κίνηση που θα αποσκοπούσε στη δημιουργία ελληνικού κράτους[15]. Αυτές τις κινήσεις μάλιστα τις δαιμονοποιεί, ταυτίζοντάς τις (με αρκετή δόση αλήθειας, οπωσδήποτε) με το κίνημα του διαφωτισμού, τα περίφημα «γαλλικά γράμματα» που τα θεωρεί προπύργιο αθεΐας. Είναι εξ άλλου, πολύ γνωστές οι άγριες ιδεολογικές - και όχι μόνο - συγκρούσεις ανάμεσα σε εκπροσώπους του κλήρου και σε επιφανείς εκπροσώπους του διαφωτισμού[16]. Ενδεικτικά αναφέρουμε την «Πατρική διδασκαλία», του πατριαρχικού λόγιου Αθανάσιου Πάριου, στην οποία η Οθωμανική κυριαρχία χαρακτηρίζεται τιμωρία εκ θεού και η οποία προκάλεσε την μήνιν και την οργισμένη απάντηση του Αδαμάντιου Κοραή, με τη δημοσίευση της «Αδελφικής Διδασκαλίας», ενός πραγματικά επαναστατικού κηρύγματος. Αλλά και η σύγκρουση ανάμεσα στο Ρήγα και στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ (τον υπερτιμημένο από την αστική ιστοριογραφία, ο οποίος επί πλέον καταδίκασε και το κίνημα του Υψηλάντη) φανερώνει την αγκύλωση και την προσήλωση της εκκλησίας σε παρωχημένες δομές και αναγκαιότητες. Στην πιο επίσημη έκφρασή της λοιπόν, η Ορθόδοξη εκκλησία υπήρξε αντίθετη με τη διατύπωση του αιτήματος για συγκρότηση έθνους κράτους.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η ιστορική αυτή αναδρομή έγινε κυρίως για να καταδειχτεί το πώς και πότε, ιστορικά, η ορθόδοξη εκκλησία (και το δόγμα του οποίου αποτελεί την οργανωτική αποκρυστάλλωση) εξέφρασε την ανθρώπινη κοινότητα που αποτέλεσε αργότερα το ελληνικό έθνος. Θα πρέπει να πούμε ότι η ορθοδοξία, έχοντας ανθίσει στον ανατολικό χώρο, με τις πολύ έντονες κλασικές και ελληνιστικές μνήμες, διέσωσε στο τυπικό της πολλά στοιχεία της αρχαιοελληνικής κουλτούρας. Δεν εννοούμε μόνο τη γλώσσα, αλλά και τη δομή της λειτουργίας (η οποία απηχεί μνήμες αρχαίας τραγωδίας) καθώς και θεολογικούς συμβολισμούς οικείους στον αρχαίο ελληνικό χώρο, π.χ. την Ανάσταση, που αποτελεί πολύ σημαντικότερη γιορτή για την Ορθοδοξία, από ότι για τον καθολικισμό που προβάλλει περισσότερο τα Χριστούγεννα. Από την άποψη αυτή, ο συντηρητισμός της (με την έννοια της διάσωσης αυτών των στοιχείων) βοήθησε στη διατήρηση των πολιτισμικών εκείνων στοιχείων στα οποία κατέφυγε το διαμορφούμενο ελληνικό έθνος για να ολοκληρώσει τη συγκρότηση της συνείδησής του. Από την άλλη, στη μακραίωνη περίοδο των ξενικών κυριαρχιών στον ελλαδικό χώρο, η ορθοδοξία συντέλεσε ώστε το πρόπλασμα του ελληνισμού να λειτουργεί ως κοινότητα με ενιαία χαρακτηριστικά, αλλά και να διαφοροποιείται από τους αλλόδοξους και αλλόθρησκους. Μέχρι εκεί και μέχρι την εποχή που η πολιτική και η ιδεολογία αποκρυσταλλώνονταν κυρίως σε σχήματα θρησκευτικά, όντως η ιδιότητα του ορθοδόξου υπήρξε στοιχείο που βοήθησε στη συγκρότηση του ελληνικού έθνους. Από τη στιγμή όμως που το ελληνικό έθνος, διαμορφωμένο πια, αναζητά συνειδητά στην αρχαιότητα τις πηγές του και επενδύεται ιδεολογικά με τις θέσεις του διαφωτισμού (που, άλλωστε, ανταποκρίνονται στις διαδικασίες της βάσης και στην ανάπτυξη αστικής τάξης) ο ρόλος της ορθοδοξίας υποχωρεί. Ο Ελληνας (ή πιο συχνά Γραικός) του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα δεν είναι απαραίτητο να προάγει τη θρησκευτική του πίστη ως διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό[17]. Το «εν έθνος - Γραικογάλλοι» του Κοραή φανερώνει ότι ο ελληνικός διαφωτισμός θεωρεί ως συγκροτησιακό στοιχείο μιας κοινότητας περισσότερο την ιδεολογία και τα πολιτικά αιτήματα και λιγότερο τη θρησκεία.
Το ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε μετά το 1832 είναι κράτος αστικό ως προς τις προϋποθέσεις ύπαρξής του, τα αίτια δημιουργίας του, τους σκοπούς του. Θα τολμούσαμε μάλιστα να πούμε ότι η ελληνική επανάσταση υπήρξε υπόδειγμα εθνικής - απελευθερωτικής επανάστασης υπό την καθοδήγηση της αστικής τάξης και με σκοπό τη δημιουργία έθνους - κράτους. Ομως, από μια άλλη πλευρά, παλαιότερα κοινωνικά μορφώματα, κληρονομιά της Οθωμανικής τάξης πραγμάτων, παρέμειναν σε αυτό ζωντανά και ενεργά, με αποτέλεσμα ουκ ολίγους συμβιβασμούς από την πλευρά των αστών μαζί τους. Αυτά τα στρώματα εκφράζονταν κυρίως ιδεολογικά από την ορθόδοξη εκκλησία[18], η οποία διαμόρφωσε για τον εαυτό της το μύθο της «κιβωτού του γένους» και τον περιεβλήθη, με όλη τη λάμψη που της προσπορίζει. Δε λέει ψέματα, αλλά οχυρωμένη πίσω από τη μεταφυσική - ιδεαλιστική αντίληψη της πραγματικότητας και από έναν καθόλου αθώο εκλεκτικισμό, δε λέει και όλη την ιστορική αλήθεια. Και όταν αναφερόμαστε στην ιστορική αλήθεια δεν εννοούμε την εύκολη ερμηνεία που δίνεται στα ιστορικά γεγονότα, σχετικά με «καλούς - αγωνιστές» ή «κακούς» ιερείς ή την πλούσια φιλολογία σχετικά με τον ανώτατο και τον κατώτερο κλήρο. Εννοούμε κυρίως εκείνη την ιστορική αλήθεια που διακριβώνει το πώς κάθε στοιχείο του εποικοδομήματος εδράζεται στη συγκεκριμένη οικονομικο - κοινωνική βάση, την εκφράζει και, με τη σειρά του, επιδρά σε αυτήν.
Στην προσπάθειά της αυτή, η εκκλησία συνεπικουρείται από το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι σχεδόν αμιγώς ορθόδοξη χώρα. Το σχεδόν όμως αυτό έχει δύο παραμέτρους: η πρώτη σχετίζεται με την ύπαρξη αλλόδοξων και αλλόθρησκων μειονοτήτων. Η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης συνιστά ένα ζήτημα αρκετά περίπλοκο και έξω από τις προθέσεις και τις δυνατότητες του παρόντος άρθρου. Οι εβραίοι της Ελλάδας, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι χαρακτηριστικά λίγοι, ενώ πολλοί λίγους πιστούς έχουν και τα λογής ευαγγελικά δόγματα και οι λογής ευαγγελικές εκκλησίες. Σχετικά πιο πολυάριθμη, αντίθετα, είναι η καθολική κοινότητα (δεν αναφερόμαστε στην Ουνία, που θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα ολόκληρης πραγματείας). Οι Ελληνες καθολικοί προέρχονται, στην πλειοψηφία τους, από τα νησιά των ανατολικών Κυκλάδων και, κυρίως, από τη Σύρο (στην περίπτωση της οποίας κάναμε ειδική μνεία παραπάνω). Παρά τη διάχυτη αντίληψη ότι πάντοτε αυτοί έχαιραν της Παπικής προστασίας (κατηγορία που φτάνει στον ισχυρισμό ότι, κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν ειδικά προνόμια από την ιταλική διοίκηση, την ίδια στιγμή που οι ορθόδοξοι επένοντο) ωστόσο δε στερούνται καθόλου ελληνικής εθνικής συνείδησης και, επί πλέον, υπήρξαν πάντα το ταξικά αδύνατο μέρος του πληθυσμού του νησιού. Πάντως, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει κανείς (χωρίς ίχνος ειρωνείας) την αναμφισβήτητη συμβολή της καθολικής κοινότητας της Σύρου στη διαμόρφωση ενός σημαντικού κομματιού του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, μέσω του επιφανέστερου τέκνου της του οποίου η προτομή με το χαρακτηριστικό μουσικό όργανο κοσμεί τη μικρή ομώνυμη πλατεία της Ανω Σύρου ...
Είπαμε προηγουμένως ότι το «η Ελλάδα είναι σχεδόν αμιγώς ορθόδοξη χώρα» έχει δύο παραμέτρους. Η δεύτερη σχετίζεται με τον -μη καταγράψιμο- αριθμό των αθρήσκων ή αθέων Ελλήνων πολιτών. Πίσω από το περίφημο «Χ.Ο.» των ταυτοτήτων σαφώς δεν κρύβεται πάντα ένας πιστός. Κρύβονται και πολλοί άνθρωποι που -κάποτε και μέσα από διαφορετικούς ιδεολογικούς δρόμους- δεν προσδιορίζονται ως προσωπικότητες από τη σχέση τους με το θείο, αλλά από την απάρνησή του. Κυρίως οι μαρξιστές και οι κομμουνιστές (αλλά και ορισμένοι αστοί διανοητές) έχουν αποστασιοποιηθεί από το φαινόμενο «θρησκεία», χωρίς να έχουν απεμπολήσει και την εθνική τους συνείδηση. Από μια άλλη πλευρά, ακόμη και αυτή η κατηγορία προσδιορίζεται κατά μεγάλο μέρος πολιτισμικά από το «Η ζωή εν τάφω» ή από την αδίκως υποτιμημένη βυζαντινή αισθητική στις εικαστικές τέχνες, στοιχεία που κληρονομήθηκαν στο νέο ελληνικό πολιτισμό μέσω της λαϊκής αλλά και λαϊκότροπης λόγιας τέχνης.
Τι θέλουμε να πούμε με τούτο; Η θρησκεία είναι μια αντιεπιστημονική θεώρηση της πραγματικότητας που ανταποκρίνεται στους ταξικούς οικονομικοκοινωνικούς σχηματισμούς και στην επιστημονική και γνωστική ανεπάρκεια του ανθρώπου. Ωστόσο, όντας στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού έχει δημιουργήσει τέχνη, φιλολογία και νοοτροπίες που έχουν επιδράσει βαθιά στη διαμόρφωση συνειδήσεων. Η ορθοδοξία, ως δόγμα και εκκλησία, δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα. Η συμβολή της λοιπόν στη συγκρότηση της ελληνικής συνείδησης βρίσκεται σε τούτο: βοήθησε τη συγκρότηση της κοινότητας των ελληνοφώνων (με την ευρεία έννοια) και ενέτεινε τη διαφοροποίηση από τις άλλες ανθρώπινες ομάδες με τις οποίες αυτοί συμβίωσαν ιστορικά. Η συμβολή της είναι επίσης σημαντική σε επίπεδο τέχνης, κουλτούρας, νοοτροπίας. Ομως, σε επίπεδο ιδεολογικό - επιστημονικό, αντίληψης της ζωής (που αποκρυσταλλώνεται, μεταξύ άλλων, και ως αίσθηση ελληνικότητας) δεν ήταν, μετά το 18ο αιώνα και πολύ περισσότερο δεν είναι σήμερα στοιχείο «εκ των ουκ άνευ». Εκτός αν θεωρήσουμε - και ας μας συγχωρεθεί από τους αναγνώστες η προσέγγιση των παραδειγμάτων - ότι ο στίχος «τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου» δεν είναι κομμάτι του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Η ότι η συγκλονιστική πραγματικότητα που συμπυκνώθηκε στη φράση του Νίκου Μπελογιάννη «εμείς αγαπάμε την Ελλάδα με το αίμα μας» ειπώθηκε από τα χείλη ενός ανθρώπου βαθιά θρησκευόμενου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1.«Ιστορία του Ελληνικού Εθνους» (Εκδοτική Αθηνών, τόμοι Θ΄, Ι΄, ΙΑ΄).
2.Στήβεν Ράνσιμαν: «Βυζαντινός Πολιτισμός» (εκδ. Γαλαξίας).
3.Βασίλης Κρεμμυδάς: «Εισαγωγή στην Ιστορία της Νεοελληνικής Κοινωνίας (1700 - 1821) (εκδ. Εξάντας).
4.Νίκος Γ. Σβορώνος: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας» (εκδ. Θεμέλιο).
5.Peter Sugar: «Η νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από Οθωμανική κυριαρχία (1354 - 1804)» (εκδ. Σμίλη)
6.Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από ανέκδοτα βενετικά φεουδαρχικά κατάστιχα, προερχόμενα από το Archivio di Stato της Βενετίας.
Η Δώρα Μόσχου είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
[1] Παραπέμπουμε σε παλαιότερο άρθρο μας (ΚΟΜΕΠ, τεύχος 3, 1998) που αναφερόταν στη διαμάχη σε σχέση με την «Ανατολή» και τη «Δύση» και την ένταξη της Ελλάδας σε μία από τις δύο αυτές γεωγραφικές - πολιτικές - πολιτισμικές ενότητες.
[2] «Και εκ του υιού»: δογματικό σημείο σύγκρουσης ανάμεσα στην ανατολική - ορθόδοξη και στη δυτική - καθολική εκκλησία. Σύμφωνα με την άποψη της πρώτης, οι καθολικοί πρόσθεσαν αυθαίρετα στο «Σύμβολο της Πίστεως» ότι το Αγιο Πνεύμα προέρχεται τόσο από τον Πατέρα όσο και από το γιο. Η σκέψη του Μεσαιωνικού ανθρώπου λεπτολογούσε κατά πολύ ιδιόρρυθμο τρόπο...
[3] Την ίδια εποχή, αναπτύσσεται εμπόριο και βιοτεχνία και στις πόλεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι όμως ζήτημα προς διερεύνηση κατά πόσο αυτού του είδους η αστική ανάπτυξη αποτελεί επιβίωση των αντίστοιχων σχέσεων παραγωγής στα πλαίσια του δουλοκτητικού συστήματος, που εξέπνευσε αργά στο βυζαντινό χώρο, ή προανάκρουσμα των νέων κοινωνικών σχέσεων.
[4] Φεουδαρχικός κώδικας καταρτισμένος ειδικά για να εφαρμοστεί στις περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που κατέλαβαν οι Φράγκοι.
[5] Για παράδειγμα, έχει διαφορετικό χαρακτήρα ο αντιλατινισμός στις φραγκοκρατούμενες ελληνικές χώρες - για τον οποίο θα μιλήσουμε αναλυτικότερα παρακάτω - και διαφορετικό ο αντιλατινισμός της Κωνσταντινούπολης, που εκδηλώνεται κυρίως με το μίσος έναντι των γενουατών, βενετών και πισατών εμπόρων, μονίμων τροφοδοτών της πόλης σε είδη πρώτης ανάγκης, που είχαν σχηματίσει μεγάλες περιουσίες, ενώ ταυτόχρονα πένονταν οι ορθόδοξοι βυζαντινοί.
[6] Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις μαζικών εθελοντικών εξωμοσιών, καθώς και αρκετοί διάσημοι εξωμότες: αναφέρουμε ανάμεσά τους το Μεγάλο Βεζίρη Ιμπραήμ, επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και το διασημότερο αρχιτέκτονα τζαμιών, Σινάν. Κατά μία εκδοχή, εξωμότης ήταν και ο διαβόητος πειρατής στην υπηρεσία της Πύλης, Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα.
[7] «Υποφέρουμε από τους Τούρκους με την άδεια του θεού εξ αιτίας των αμαρτιών μας, όμως έχουμε κάθε ελευθερία ώστε ... να τελούμε χωρίς εμπόδια όλες τις θρησκευτικές μας υποχρεώσεις, ακόμα και μέσα στη χώρα των απίστων».
[8] «Αυγουστιαία Ομολογία»: η ολοκληρωμένη διατύπωση του προτεσταντικού δόγματος, από το Μαρτίνο Λούθηρο.
[9] Ανάμεσα σε αυτά, η αρνητική στάση που κράτησε ο ίδιος ο Λούθηρος απέναντι στον «Πόλεμο των χωρικών», η άγρια πουριτανική πολιτεία που εφάρμοσε ο Καλβίνος, η στήριξη που παρείχε η προτεσταντική εκκλησία της Αγγλίας στη διαμόρφωση του αστικού κράτους και στη λεηλασία της γης των χωρικών στη διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης. Ακραία παραδείγματα προτεσταντικής αγριότητας, μπορούμε να βρούμε την εποχή κατά την οποία διαμορφωνόταν το αμερικανικό έθνος, όταν ο απηνής διωγμός όχι μόνο των ετεροδόξων, αλλά και των απλών αποκλινόντων, πήρε μορφή μαζικής υστερίας στην περίπτωση της πόλης Σάλεμ, της Νέας Αγγλίας.
[10] Το μόνο μάλιστα σχολείο που κάηκε (κυριολεκτικά) στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας ήταν το Φιλολογικό Γυμνάσιο της Σμύρνης, του Κωνσταντίνου Κούμα. Οχι από τους Οθωμανούς, αλλά από ένα φανατισμένο από την εκκλησία όχλο, επειδή σε αυτό διδάσκονταν τα «γαλλικά» (δηλαδή τα άθεα) γράμματα (αρχές 19ου αιώνα).
[11] Χαρακτηριστικό είναι ότι καθολικοί και ορθόδοξοι όφειλαν από κοινού να εορτάζουν τη γιορτή του Αγίου Μάρκου, στις 25 Απριλίου, κυρίως ως ένδειξη σεβασμού προς τη Βενετία.
[12] «Πρόσωπα ορθόδοξου ελληνικού δόγματος» και «πρόσωπα ορθόδοξου σερβικού δόγματος».
[13] «...col timor del Signor Iddio, et anime loro, et in vigor della Scomunica ...» «Με το φόβο του Κυρίου και Θεού, και των ψυχών τους και με την απειλή του αφορισμού», καλούνται οι πάροικοι να δηλώσουν τα υπάρχοντά τους, σύμφωνα με το βενετικό κατάστιχο του 18ου αιώνα.
[14] Μία απάντηση για τη διατήρηση του καθολικού δόγματος στις Κυκλάδες, θα μπορούσε να είναι ότι αυτή οφείλεται στην αρκετά πρώιμη κατάληψη των νησιών αυτών από τους Οθωμανούς, δια ...χειρός Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα (4η δεκαετία του 16ου αιώνα), που ανέτρεψε τις ισχύουσες ισορροπίες ανάμεσα στις δύο χριστιανικές κοινότητες. Δε συνέβη όμως το ίδιο και στην Κρήτη, όπου, μετά την κατάληψη του Χάνδακα από τους Οθωμανούς (1669), ακολούθησε ένα γιγαντιαίο κύμα εξισλαμισμών (και όχι αναγκαστικών).
[15] Ωστόσο, κατά τον προηγούμενο αιώνα, αναπτύχθηκαν σημαντικά κινήματα όχι μόνο με τη συμμετοχή, αλλά, κάποτε, και με την καθοδήγηση κληρικών. Χαρακτηριστικότερο είναι το παράδειγμα των δύο επαναστατικών κινημάτων του μητροπολίτη Τρίκκης και Λαρίσης Διονυσίου, του επονομαζόμενου Φιλοσόφου ή Σκυλοσόφου (1600 και 1611) που είχαν το χαρακτήρα αγροτικής εξέγερσης. Και τα δύο κινήματα απέτυχαν: μετά την αποτυχία του πρώτου, ο Διονύσιος κατέφυγε στην Ιταλία, καθαιρεμένος από το Πατριαρχείο, ενώ, μετά το δεύτερο βρήκε τραγικό θάνατο και οι Οθωμανοί εξαπέλυσαν όργιο αντιποίνων.
[16] Ωστόσο, προδρομικές μορφές του ελληνικού Διαφωτισμού θεωρούνται δύο κληρικοί: ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις (που κατηγορήθηκε από τον ίδιο τον κλήρο για προσέγγιση με τον προτεσταντισμό, καταδόθηκε στις οθωμανικές αρχές και εκτελέστηκε) και ο πρώτος μεταφραστής του Βολταίρου στην ελληνική γλώσσα, Ευγένιος Βούλγαρις.
[17] Χωρίς, από την άλλη, αυτό να σημαίνει ότι απαραίτητα δεν το κάνει. Η αναφορά της θρησκείας ως εθνεγερτικής δύναμης σχετίζεται και με την ταξική θέση και με το βαθμό παιδείας του αυτού που την επικαλείται. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αγωνιστών του ‘21. Χαρακτηριστική επίσης - έχουμε αναφερθεί σε παλαιότερο άρθρο μας - είναι η διαίρεση εκείνων που προσβλέπουν στην απελευθέρωση της Ελλάδας από μια ξένη δύναμη - σε εκείνους που προσβλέπουν στη Γαλλία και σε εκείνους που προσβλέπουν στην «ομόδοξη» Ρωσία.
[18] Ειρήσθω εν παρόδω, σε μια προσπάθεια ολοκλήρωσης του αστικού χαρακτήρα του, το ελληνικό κράτος την κατέστησε αυτοκέφαλη, σε σχέση με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.