Οι οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα 1950 - 1970
Μπορεί οι σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης να μην έχουν σχέση με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση και την καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα την περίοδο μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά οι τότε εξελίξεις και η πολιτική που εφαρμόστηκε έχει στοιχεία από τα οποία μπορούν να βγουν ορισμένα συμπεράσματα. Πρώτ' απ' όλα από τις συζητήσεις για το μείγμα οικονομικής πολιτικής, προκειμένου η καπιταλιστική οικονομία της Ελλάδας να ανορθωθεί από την καταστροφή λόγω του πολέμου, αλλά και την κρίση, λόγω της καταστροφής τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Και, ταυτόχρονα, τις συζητήσεις για τη συμβολή των ξένων επενδύσεων στην καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη, που αποκαλύπτει ότι βασικά αυτή έγινε βασικά εσωτερικής συσσώρευσης και όχι κυρίως λόγω των ξένων επενδύσεων. Ας θυμηθούμε ότι στους κόλπους της ΕΕ, πριν τρία χρόνια είχε αναπτυχθεί μια φιλολογία για την αναγκαιότητα ενός «νέου σχεδίου Μάρσαλ», προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση, ή την επίκληση σήμερα των ξένων επενδύσεων στην οικονομία της Ελλάδας, για να αντιμετωπιστεί η κρίση. Εχει τη σημασία της αυτή η ιστορική εμπειρία, ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθεί η οικονομία της Ελλάδας σήμερα, δηλαδή από το πώς θα βγει από την κρίση και θα περάσει στην ανάκαμψη. Μ' αυτήν τη σύντομη εισαγωγή, δίνουμε στο σημερινό ένθετο «Ιστορία», ορισμένα κεφάλαια και τα συμπεράσματα, για τις οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα από το 1950 έως το 1970, από το «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ Β' τόμος, 1949 - 1968».
2.Β. Η «αμερικανική βοήθεια»
Η άμεση στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ και η ανάγκη σταθεροποίησης του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα οδήγησαν και στην ένταξη της Ελλάδας στα προγράμματα της «αμερικανικής βοήθειας» (Δόγμα Τρούμαν, Σχέδιο Μάρσαλ, Ευρωπαϊκά Πρόγραμμα Ανασυγκρότησης).
Στην εισήγηση και στο κλείσιμο του Νίκου Ζαχαριάδη στην 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (30-31.1.1949), αναφέρεται ανάμεσα σε άλλα για το Σχέδιο Μάρσαλ:
«... Ο βορειοαμερικάνικος ιμπεριαλισμός, που βρίσκεται επικεφαλής του κεφαλαιοκρατικού κόσμου, κάνει απελπιστικές προσπάθειες να ξεπεράσει και ν' απομακρύνει τις ανυπέρβλητες δυσκολίες και αντιθέσεις που τον κατατρώγουν. Οι προσπάθειές του αυτές συγκεντρώνονται πρώτ' απ' όλα στα παρακάτω: α) Στο να εξασφαλίσει με το σχέδιο Μάρσαλ τις παγκόσμιες αγορές ελπίζοντας έτσι να μαλακώσει τις δικές του οικονομικές δυσκολίες... »1
Για το ίδιο ζήτημα, η εισήγηση για την κατάσταση στην Ελλάδα στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (14-18.5.1950) εκτιμά:
«... Μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η μαρσαλοποιημένη Ελλάδα έχει μια βιομηχανία, που, ακριβώς χάρη στην αγγλοαμερικάνικη "βοήθεια", χωρίς να πλησιάσει το προπολεμικό επίπεδο, πήρε τον κατήφορο. Και η περιβόητη "εκβιομηχάνιση" που θα μας έφτιαχναν οι Αμερικάνοι αποδείχτηκε μια απάτη... »2
Σε άλλο σημείο αναφέρει:
«... Αυτή η ανασυγκρότηση είναι, βασικά, αεροδρόμια, λιμάνια, δρόμοι, για πολεμικούς σκοπούς. Από το πώς ξοδεύτηκαν τα 3.610 εκατομμύρια δολάρια φαίνονται και οι συνέπειες που έχει αυτή η "βοήθεια" για το λαό μας. Η κυριότερη συνέπεια της αγγλοαμερικάνικης "βοήθειας" είναι το μεταδεκεμβριανό μοναρχοφασιστικό καθεστώς, που βούτηξε στην πείνα και το αίμα το λαό...»3
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 αποτελούν συνέχεια της οικονομικής πολιτικής που στηρίχτηκε στην «αμερικανική βοήθεια» του αρχικά τετραετούς Σχεδίου Μάρσαλ (Απρίλης 1948 - Απρίλης 1952)4, το οποίο παρατάθηκε περιορισμένα και για το οικονομικό έτος 1952 - 1953. Το πρόγραμμα του Δόγματος Τρούμαν είχε προηγηθεί από το Σχέδιο Μάρσαλ, ενώ πιστώσεις των ΗΠΑ προς την Ελλάδα συνεχίστηκαν σε όλη τη δεκαετία του 1950, κυρίως μέσω του προγράμματος του Οργανισμού Αμοιβαίας Ασφάλειας5 (Mutual Security Agency-MSA), το οποίο ήταν προσανατολισμένο σε στρατιωτικές δαπάνες. Το σύνολο των κεφαλαίων που εισέρρευσαν, είτε με τη μορφή της δωρεάν οικονομικής βοήθειας είτε με τη μορφή των πιστώσεων, είναι πολύ μεγάλο, ακόμα και αναλογικά προς το ύψος του συνολικού αμερικανικού προγράμματος για τα ευρωπαϊκά κράτη.6
Ο Πιουριφόι, πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, με δηλώσεις του (22.12.1951) έδωσε τα εξής στοιχεία:
«Αι προς αυτήν δοθείσαι εγκριτικοί άδειαι αγορών, βάσει του "Σχεδίου Μάρσαλ" και μόνον, υπερέβησαν τα 515.000.000 δολλάρια. Το ποσόν τούτο, προστιθέμενον εις τα άλλα είδη βοηθείας, περιλαμβανομένης και της βοηθείας της AMAG7, της UNRRA8 καθώς και της βοηθείας διά στρατιωτικάς δαπάνας, αναβιβάζει το σύνολον εξωτερικής βοήθειας που παρεσχέθη εις την Ελλάδα από του τέλους του Β' Παγκοσμίου Πολέμου εις πλέον των 2.000.000.000 δολλαρίων.9» Κατατάσσει δε την Ελλάδα στην έβδομη θέση στον πίνακα των δεκαεπτά χωρών της Διοίκησης Οικονομικής Συνεργασίας (ΔΟΣ) που πήραν από τις ΗΠΑ βοήθεια μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ, που μειώθηκε τον Απρίλη του 1948.10
Η εκτίμηση της συμβολής αυτών των εισροών στην οικονομική ανασυγκρότηση και την εκβιομηχάνιση της ελληνικής οικονομίας, αποτέλεσε αντικείμενο έντονης συζήτησης και αντιπαράθεσης, ιδιαίτερα κατά τη διετία 1951-1952. Αφορμή ήταν η αναγγελία της απότομης μεγάλης περικοπής της αμερικανικής βοήθειας για το οικονομικό έτος 1952-1953 (από 182 εκατ. δολάρια το προηγούμενο έτος σε 81,2 εκατ. δολάρια).11 Αυτή η εξέλιξη οδήγησε σε μεγάλη περικοπή των δημόσιων επενδύσεων και περιορισμό της πιστοδότησης των ιδιωτικών, αφού δεν είχαν αναπτυχθεί ακόμα μηχανισμοί και δεν είχε προωθηθεί πολιτική ταχείας εσωτερικής συσσώρευσης.
Είναι σκόπιμο να παρουσιαστούν και να αναλυθούν οι αντιπαραθέσεις γύρω από την αξιοποίηση της αμερικανικής βοήθειας στο πλαίσιο της γενικότερης συζήτησης - και της αστικής αντιπαράθεσης - για την καθυστέρηση της «βιομηχανικής ανάπτυξης» στην Ελλάδα, καθώς και της συνολικότερης συζήτησης για το ρόλο του ξένου παράγοντα στην εκβιομηχάνιση. Αυτό γίνεται αναγκαίο, γιατί η προγενέστερη καθυστέρηση στην εκβιομηχάνιση της Ελλάδας επιτάθηκε από τις καταστροφές του πολέμου και τις αναστολές που επέφερε στον καπιταλιστικό κρατικό μηχανισμό η όξυνση της ταξικής πάλης. Ετσι, το πρόβλημα της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης ορθώθηκε πιο οξυμένο στην ελληνική οικονομία και περιπλέχτηκε με το πρόβλημα της στρατιωτικής και πολιτικής ενσωμάτωσής της στον ιμπεριαλιστικό συνασπισμό.
2. Γ. Η συζήτηση για τη βιομηχανική και οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας μετά από την απελευθέρωση
Στις συνθήκες του νέου συσχετισμού, όπως διαμορφώθηκε μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη, ειδικότερα στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, αναπτύχθηκε η άποψη ότι η εκβιομηχάνιση στην Ελλάδα θα ήταν δυνατή μόνο μέσω του ξένου κεφαλαίου.12 Ο Ξ. Ζολώτας χαρακτήριζε ως «μοναδικήν ευκαιρίαν» (το Σχέδιο Μάρσαλ) για να γίνει η Ελλάδα βιώσιμη.13
Στη μεταπολεμική Ελλάδα, το ρεύμα της εκβιομηχάνισης στην αστική οικονομική και πολιτική σκέψη ενισχυόταν από την επίδραση των κατευθύνσεων της διεθνούς αστικής σκέψης για τη μεταπολεμική ανόρθωση. Σχεδόν σε όλες τις μελέτες και εκθέσεις των διεθνών οργανισμών, που συστάθηκαν μετά από τον πόλεμο, θεμελιωνόταν η αναγκαιότητα και ο ρόλος της βιομηχανίας για την ανάπτυξη των καθυστερημένων οικονομιών και την εξέλιξή τους σε σύγχρονες καπιταλιστικές οικονομίες. Χαρακτηριστική είναι η Εκθεση της Αποστολής του FAO (Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών), που πρότεινε την ενεργειακή και βιομηχανική ανάπτυξη της Ελλάδας ως μονόδρομο για την αντιμετώπιση και των προβλημάτων της αγροτικής παραγωγής (χαμηλή παραγωγικότητα, υποαπασχόληση, χαμηλό εισόδημα, πείνα), πριν την εκπόνηση του Σχεδίου Μάρσαλ.14
Στην ευρείας έκτασης υιοθέτηση της σημασίας της εκβιομηχάνισης ασκούσε επίδραση και το αποτέλεσμα του προπολεμικού ευρύτατου εξηλεκτρισμού και της εκτεταμένης εκβιομηχάνισης της ΕΣΣΔ, που βεβαίως έγινε με την κεντρικά σχεδιασμένη χρησιμοποίηση των εγχώριων παραγωγικών πόρων και των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τα οποία αποτελούσαν κοινωνική ιδιοκτησία. Ομως ασκούσε θελκτική επίδραση το αποτέλεσμα του κεντρικά σχεδιασμένου εξηλεκτρισμού, ενώ υπήρχε φυσικά αποστασιοποίηση από το συνολικό ιδιοκτησιακό καθεστώς μέσω του οποίου επιτεύχθηκε.
Γενικότερα, κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κέρδιζε έδαφος η πολιτική των Αμεσων Κρατικών Επενδύσεων για τη βιομηχανική και οικονομική ανασυγκρότηση των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών. Θεμελιώθηκε μια μακρόχρονη περίοδος εθνικοποιήσεων σε στρατηγικής σημασίας βιομηχανικούς κλάδους, με την εγκαθίδρυση ορισμένων κρατικών μονοπωλίων (π.χ., ηλεκτροπαραγωγής, τηλεπικοινωνιών, ορισμένων μεταφορών). Υιοθετήθηκε η πολιτική διαχείρισης που χαρακτηριζόταν από την εκτεταμένη κρατική παρέμβαση στην καπιταλιστική αγορά. Ταυτόχρονα, κυρίως στη Δυτική Ευρώπη, το κράτος θεμελίωσε θεσμούς ενός ορισμένου επιπέδου καθολικής παροχής υπηρεσιών Εκπαίδευσης, Υγείας και Ασφάλισης, χωρίς να ανατρέπει στην πράξη τους ταξικούς φραγμούς. Δηλαδή, γενικεύτηκε ως ανάγκη και εφαρμογή η κεϊνσιανή15 πολιτική διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος. Ως ανάγκη διαμορφώθηκε στις συνθήκες της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929 - 1933. Ως γενικευμένη τάση εφαρμογής αναπτύχθηκε στις ιδιαίτερες μεταπολεμικές συνθήκες της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης η οποία απαιτούσε:
Να εξασφαλιστεί η καπιταλιστική αναπαραγωγή (κεφαλαίου και εργατικής δύναμης).
Να ενσωματωθούν οι εργατικές και λαϊκές δυνάμεις που εξοικειώθηκαν με τον ένοπλο αγώνα (λαϊκά απελευθερωτικά κινήματα).
Να περιοριστεί η ελκτική επίδραση προς τις εργατικές δυνάμεις από τις εργατικές κατακτήσεις και τα δικαιώματα του σοσιαλιστικού συστήματος στην ΕΣΣΔ και στη συνέχεια στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Στην Ελλάδα, κέρδιζε έδαφος η κεϊνσιανή οικονομική πολιτική σε σημαντικά τμήματα της μεταπολεμικής αστικής οικονομικής διανόησης.
Δυο δεκαετίες αργότερα, όταν η Ελληνική Εταιρεία Προγραμματισμού, στην οποία προέδρευε ο Αγγ. Αγγελόπουλος, διοργάνωσε τρεις δημόσιες συζητήσεις (1. Προγραμματισμός, ελεύθερη οικονομία και δημοκρατία, 2. Κοινή Αγορά και οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, 3. Διοικητική αναδιοργάνωση και φορείς οικονομικής αναπτύξεως), γινόταν σαφέστατη η αντίληψή του για το χαρακτήρα της κρατικής οικονομικής παρέμβασης στο καπιταλιστικό σύστημα:
«Ετσι, η πρώτη και κύρια συμβολή του Προγραμματισμού - και στο σημείο αυτό θα μου επιτραπεί να επιμείνω ιδιαίτερα - είναι η εξουδετέρωση των κινδύνων που προέρχονται από την αβεβαιότητα ως προς τη μελλοντική πορεία της Αγοράς που, υπό καθεστώς ελευθέρας οικονομίας, δημιουργεί δισταγμούς στον ιδιώτη επιχειρηματία και γίνεται πρόξενος των οικονομικών κρίσεων ή υφέσεων στη διαδρομή του οικονομικού κυκλώματος».16
Η εφαρμογή της κεϊνσιανής οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα πέρασε από συμπληγάδες, γιατί τόσο οι φορείς του κρατικού οικονομικού σχεδιασμού όσο και το κρατικά συγκεντρωμένο κεφάλαιο διαμορφωνόταν με την άμεση παρέμβαση του ιμπεριαλιστικού συμμάχου, των ΗΠΑ. Ετσι, εντάθηκαν οι οικονομικοί προβληματισμοί και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις για τη σχέση της άμεσης κρατικής επενδυτικής παρέμβασης με το πρόβλημα της καθυστέρησης στην εκβιομηχάνιση και τη διαπλοκή του με τον ξένο παράγοντα.
Στις αρχές της δεκαετίας 1950 τροποποιήθηκαν οι επιλογές των ΗΠΑ και επομένως τροφοδοτήθηκε μια νέα όξυνση της αντιπαράθεσης.
Από το χειμώνα του 1950 οι ΗΠΑ προχώρησαν σε αναθεώρηση του Σχεδίου Μάρσαλ. Η αμερικανική πολιτική προσανατολίστηκε στην περικοπή της οικονομικής και στην ενίσχυση της στρατιωτικής βοήθειας, στο λεγόμενο Πρόγραμμα Κοινής Ασφάλειας (λόγω της επέμβασης στην Κορέα και του γενικότερου προσανατολισμού για προσεταιρισμό κρατών της Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής). Και ενώ στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη που συμμετείχαν στο Πρόγραμμα Σχεδίου Μάρσαλ ουσιαστικά είχε επιτευχθεί η μεταπολεμική βιομηχανική ανασυγκρότηση, στην Ελλάδα η καθυστερημένη μεταπολεμική ανασυγκρότηση περιπλέχτηκε με το πρόβλημα της βιομηχανικής καθυστέρησης. Το πρόγραμμα εκβιομηχάνισης δεν πραγματοποιήθηκε όχι μόνο μέχρι το 1950, αλλά και το 1953, μετά από τη λήξη του Σχεδίου Μάρσαλ που παρατάθηκε. Ωστόσο, αν και μειωμένο από το αρχικό, ήταν ενισχυμένο σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, το 62% των εγκριθέντων βιομηχανικών δανείων του Σχεδίου Μάρσαλ που διατέθηκαν κατά την τριετία 1948-1950 αφορούσε μικρές βιομηχανίες, με ελληνικά βεβαίως κριτήρια.17 Μόλις την τελευταία χρονιά πραγματοποιήθηκαν κάποιες επενδύσεις στην ηλεκτρική ενέργεια και στη βιομηχανία, πολύ πίσω από τους σχεδιασμούς του τετραετούς προγράμματος (1948 - 1952) για τη δημιουργία βιομηχανικών μονάδων, που θα συνέβαλαν στην εκβιομηχάνιση.
Στη διετία περικοπής έως και τη λήξη του Σχεδίου Μάρσαλ για την Ελλάδα, γινόταν όλο και πιο αυστηρή η επιβολή όρων και η επιτήρηση χρήσης της αμερικανικής βοήθειας από τους αξιωματούχους των ΗΠΑ.
Κατά το 1951 και έπειτα, εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενημέρωσε σχετικά τη βρετανική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον ότι, «ανεξάρτητα από τα ζητήματα που αφορούσαν τη διατήρηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, είναι φανερό σε αυτούς (στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ) πως η Ελλάδα θα είχε ανάγκη εξωτερικής οικονομικής βοήθειας μετά από το 1952 με τη μία ή την άλλη μορφή». Προς το παρόν δεν είχαν καμιά συγκεκριμένη ιδέα για το ποια μορφή θα μπορούσε να πάρει αυτή η βοήθεια και υπήρξαν ιδιαίτερα προσεκτικοί στο να μη δώσουν την εντύπωση στους Ελληνες ότι θα είχαν ανάγκη εξωτερικής βοήθειας μετά και από τη λήξη της Βοήθειας Μάρσαλ.18
Σε αυτές τις συνθήκες, εντάθηκε η θεωρητική και πολιτική διαμάχη για τις αιτίες της καθυστέρησης της βιομηχανικής ανάπτυξης. Οξύνθηκε η συζήτηση για τα αίτια της καθυστέρησης του προγράμματος ανασυγκρότησης. Η άμεση ανάμιξη των αξιωματούχων των ΗΠΑ - συμβούλων, εμπειρογνωμόνων, επιτηρητών - στα οικονομικά επιτελεία τροφοδοτούσε το γενικό κλίμα απόδοσης άμεσων πολιτικών ευθυνών στις ΗΠΑ για την πορεία της ανασυγκρότησης στην Ελλάδα.
Η κριτική του αστικού Τύπου εκείνης της εποχής, βεβαίως και μέρους των αστών πολιτικών, σχετιζόταν και με τις αντιθέσεις των συμμάχων της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Είναι χαρακτηριστική η σχετική εκτίμηση του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας στις αρχές του 1952:
«Ο ανταγωνισμός μεταξύ Αμερικανών και Αγγλων συνεχίζεται εκ του αφανούς... Κατά τας ιδίας πληροφορίας οι Αγγλοι πιστεύουν ότι οι Αμερικανοί επιδιώκουν να τους εκτοπίσουν εκμηδενιζομένης της επιρροής των από οικονομικής και πολιτικής πλευράς επί της Ελλάδος, αλλά δεν πιστεύουν ότι θα επιτύχει η τοιαύτη προσπάθεια των Αμερικανών, τουναντίον διαβλέπουν ότι η ακολουθούμενη τακτική εκ μέρους των Αμερικανών αναμιγνυομένων εμφανώς εις την εσωτερικήν και στρατιωτικήν κατάστασιν της Ελλάδος, θα έχει δυσάρεστους συνεπείας δι' αυτούς...
Ούτω οι Αμερικανοί ετορπίλισαν διαφόρους προσφοράς Αγγλικών και Γαλλικών κύκλων προτιθεμένων να εγκαταστήσουν βιομηχανίας εν Ελλάδι και εσαμποτάρησαν εξαγωγάς ελληνικών προϊόντων και δη εις την Δυτικήν Γερμανία.»19
Στην πραγματικότητα, οι προθέσεις των ΗΠΑ τροποποιήθηκαν βλέποντας την ελληνική πραγματικότητα. Οσον αφορά το σκέλος της «βοήθειας» για την οικονομική ανασυγκρότηση, αρχικά οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ εμφανίζονταν υπέρ του προσανατολισμού τους προς επενδυτικά έργα αναπτυξιακής υποδομής και λιγότερο σε έργα οικισμού - στέγασης και βραχυπρόθεσμης ανάπτυξης. Στη συνέχεια, ιδίως από το 1950 και ύστερα, η Αμερικανική Αποστολή, που χειριζόταν τη βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ (ECA), φρόντιζε να διατηρεί αδιάθετο μεγάλο μέρος των δραχμών της βοήθειας. Ετσι, δε μεταφέρονταν στον προϋπολογισμό σημαντικά ποσά από τις δραχμές αυτές. Σημαντικό μέρος του αδιάθετου ποσού προοριζόταν για να καλύψει μελλοντικά το άνοιγμα των λογαριασμών του Δημοσίου στην Τράπεζα της Ελλάδος και έτσι να αποφευχθεί η έκδοση πληθωριστικού χαρτονομίσματος.
Εξέχοντες Ελληνες αστοί οικονομολόγοι20 άσκησαν δριμύτατη κριτική στον τρόπο χρησιμοποίησης της αμερικανικής βοήθειας, μεταξύ αυτών οι καθηγητές Ξενοφών Ζολώτας και Αγγελος Αγγελόπουλος. Σύμφωνα με παρατηρήσεις τους, το κυβερνητικό σχέδιο βιομηχανικής ανασυγκρότησης δε στηρίχτηκε σε αναλόγων απαιτήσεων τεχνικό κρατικό πρόγραμμα και λειτουργικές προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί η κύρια επιδίωξη του προγράμματος ανασυγκρότησης, δηλαδή η δημιουργία των βασικών βιομηχανιών που προέβλεπε.21
Η σύνταξη του περιοδικού «Νέα Οικονομία» υποστήριζε ότι:
«... Στην πραγματικότητα όμως το κριτήριο που επικράτησε κατά τα πρώτα χρόνια κατά την επιλογή των έργων ήταν η μεγαλύτερη ευκολία πραγματοποίησης, που στην ουσία σήμαινε να δαπανάται η βοήθεια οπωσδήποτε για να μη μείνει αχρησιμοποίητη».22Χαρακτήριζε δε, την οικονομική άνθηση των τριών πρώτων χρόνων του Σχεδίου Μάρσαλ (που βελτίωνε προσωρινά την κατάσταση από την άποψη της απασχόλησης, χωρίς όμως να συμβάλλει ουσιαστικά στην οικονομική ανάπτυξη) ως προϊόν μιας σπατάλης πόρων, από την οποία επωφελήθηκαν ορισμένες κοινωνικές τάξεις και στρώματα και όχι η εθνική οικονομία ως σύνολο.
Και άλλοι οικονομολόγοι μεταγενέστερης περιόδου είχαν κριτική τοποθέτηση για τον τρόπο αξιοποίησης του Σχεδίου Μάρσαλ. Κριτική άσκησαν και σε άλλες πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής.23
Επισημαίνεται ακόμα ότι κατά τα πρώτα δύο χρόνια του Σχεδίου Μάρσαλ (1948-1949), και από τη μέχρι τότε αδυναμία του αστικού κυβερνητικού στρατού να αντιμετωπίσει νικηφόρα το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, οι ελληνικές κυβερνήσεις προσανατολίζονταν όλο και περισσότερο στις δαπάνες για αύξηση της «οροφής» του στρατεύματος, παρά τις επιφυλάξεις έως και αντιρρήσεις των ΗΠΑ.24 Και αυτό, γιατί οι ΗΠΑ δε θεωρούσαν ότι η ήττα του ΔΣΕ απαιτούσε υποχρεωτικά αύξηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Στα ελληνικά κυβερνητικά επιτελεία, αλλά και στις ΗΠΑ, υπήρχε έντονη ανησυχία για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί η νομισματική σταθεροποίηση μέχρι το 1952, παρά τα αλλεπάλληλα μέτρα και την αμερικανική βοήθεια. Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού και της μεγάλης κερδοσκοπίας για τα λαϊκά στρώματα (μισθωτούς και αγρότες) ήταν τόσο μεγάλες, που προκαλούσαν ανησυχία σε τμήμα των αστικών πολιτικών δυνάμεων για την προοπτική επίτευξης οικονομικής και πολιτικής σταθεροποίησης.
Σε αυτό το έδαφος αναπτύχθηκε η αστική θεωρητική και πολιτική διαμάχη για τις αναλογίες μεταξύ σταθεροποίησης και ανάπτυξης, γεωργίας και βιομηχανίας, παραδοσιακών κλάδων της μεταποίησης και νέων βιομηχανικών κλάδων με αξιοποίηση εγχώριων πρώτων υλών, εκσυγχρονισμού και επέκτασης παλιών βιομηχανικών μονάδων ή δημιουργίας νέων μονάδων κ.λπ.
Σε όλη αυτήν τη συζήτηση εμπλέκονταν από θέσεις ισχύος οι επιτελείς των ΗΠΑ25, ανάλογα με τα κάθε φορά συμφέροντα της εξωτερικής τους πολιτικής, χρησιμοποιώντας συχνά γλωσσικό ύφος επικυρίαρχου. Αυτό γινόταν πιο έντονα κατά τα χρόνια της δωρεάν αμερικανικής οικονομικής βοήθειας και όσο ο κρατικός μηχανισμός στην Ελλάδα ήταν εξαρθρωμένος.
Η οξύτητα που εμφάνιζε η αντιπαράθεση τμήματος των αστικών πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα με τις ΗΠΑ, σε σχέση με το ζήτημα του προγράμματος εκβιομηχάνισης26, ήταν συχνά η επιφάνεια συνολικότερων διπλωματικών και πολιτικών διαπραγματεύσεων, πιέσεων και ελιγμών.
Στην ουσία, το κύριο χαρακτηριστικό της αμερικανικής παρέμβασης δεν ήταν η αποτροπή της εκβιομηχάνισης, αλλά η αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των αμερικανικών εισροών, με στόχο τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού στην Ελλάδα και τη στέρεη ενσωμάτωσή της στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή.
Με την πάροδο του χρόνου, ενώ είχε πραγματοποιηθεί ορισμένη αποκατάσταση του κρατικού μηχανισμού στην Ελλάδα και συντελούνταν αναπροσαρμογές στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ (με συνέπειές τους στο ύψος των αμερικανικών κεφαλαίων που εισέρρεαν στην Ελλάδα), επέδρασαν ισχυρότερα στα κυβερνητικά επιτελεία οι εγχώριες αστικές πολιτικές δυνάμεις και οι υπέρ της εκβιομηχάνισης θέσεις. Η επίδραση αυτή καθόρισε και την «τύχη» που τελικά είχε η Εκθεση που υπέβαλε στην κυβέρνηση Ν. Πλαστήρα (12.1.1952) ο καθηγητής και πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Κυριάκος Βαρβαρέσος.27
Ο Κ. Βαρβαρέσος τάχθηκε με άκρα επιφύλαξη «εις την χρηματοδότησιν νέων επενδύσεων εις την βιομηχανίαν», ενώ υποστήριξε την ανάγκη να υποβληθεί κάθε πρόταση και κάθε σχέδιο σε ενδελεχή και εξονυχιστική έρευνα.
Η άποψή του για το πρόγραμμα βιομηχανικής ανάπτυξης έτεινε προς τον αποκλεισμό της κρατικής παρέμβασης για την παραγωγή αλουμινίου, αζώτου ή σιδήρου, παρά την ύπαρξη ορυκτού πλούτου και εργατικού δυναμικού, γιατί θεωρούσε ότι η στενότητα της εσωτερικής αγοράς θα καθιστούσε την παραγωγή οικονομικά ασύμφορη. Ακόμα, υποστήριξε ότι το κράτος έπρεπε να προσανατολιστεί στην αποκατάσταση της νομισματικής και οικονομικής σταθερότητας και να αφήσει στο ιδιωτικό κεφάλαιο την εκδήλωση ενδιαφέροντος για ανάλογες βιομηχανίες. Θεωρούσε ότι η ανάπτυξη της γεωργίας έπρεπε να αποτελέσει την κύρια επιδίωξη ενός προγράμματος ανασυγκρότησης. Ακόμα, προέτρεπε στη χρηματοδότηση ανταγωνιστικών επιχειρήσεων βιομηχανικής παραγωγής ειδών ευρείας κατανάλωσης, επιχειρήσεων που θα συμμετείχαν με ίδια κεφάλαια στην αύξηση της παραγωγής τους και τάχθηκε υπέρ φορολογικών διευκολύνσεων σε βιομηχανίες που θα κρινόταν συμφέρουσα η ίδρυσή τους.
Η Εκθεση συνάντησε έντονη κριτική28 και σε ορισμένες περιπτώσεις χαρακτηρίστηκε και ως παρέμβαση των ΗΠΑ.
Μια προσεκτική μελέτη της Εκθεσης του Βαρβαρέσου και των προηγούμενων προτάσεών του, αποφορτισμένη από το κλίμα της πολιτικής αντιπαράθεσης της εποχής, δίνει τη δυνατότητα να κατανοηθεί καλύτερα το σκεπτικό, η αφετηρία των προτάσεων του συγγραφέα της, αλλά και της αστικής αντιπαράθεσης εκείνης της εποχής.
Ο Κ. Βαρβαρέσος, ως αστός οικονομολόγος, έδινε προτεραιότητα στο στόχο της σταθεροποίησης έναντι εκείνου της βιομηχανικής ανάπτυξης, θεωρώντας τη σταθεροποίηση πρωταρχικής σημασίας για την πραγματοποίηση οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας. Το ιστορικό πλαίσιο που κυριαρχούσε στον προβληματισμό του ήταν η βαθιά νομισματική κρίση που υπήρχε από την Κατοχή και η εξαθλίωση μεγάλου μέρους του αγροτικού πληθυσμού. Η νομισματική ισορροπία δεν πραγματοποιήθηκε ούτε με την εισαγωγή της «νέας δραχμής»29 επί κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», η οποία τελικά σε διάστημα έξι μηνών έχασε τα 2/3 της ισοδυναμίας της έναντι της αγγλικής λίρας.
Ο Βαρβαρέσος πίστευε ότι ο έλεγχος της κατάστασης, η πραγματοποίηση οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, μπορούσε να επιτευχθεί μεσοπρόθεσμα μόνο με ενίσχυση της γεωργικής και οικοδομικής παραγωγής και με την πάταξη της παράνομης κερδοσκοπίας και της δημοσιονομικής ελλειμματικότητας. Θεωρούσε ως πηγή της νομισματικής ανισορροπίας (πληθωρισμού, μαύρης αγοράς) την ανισορροπία μεταξύ δημοσιονομικής/πιστωτικής/τιμολογιακής πολιτικής, που οδηγούσε σε μεγάλα δημόσια ελλείμματα, φοροδιαφυγή και αισχροκέρδεια.
Από αυτήν την οπτική, ο δηλωμένος αντικομμουνιστής έκανε κριτική, τόσο στην πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων όσο και στη βρετανική παρέμβαση, ότι όξυναν τις κοινωνικές αντιθέσεις. Στην ίδια κατεύθυνση άσκησε κριτική και στην αμερικανική παρέμβαση, στην Εκθεση Πόρτερ30, η οποία σημείωνε ότι υπήρχαν δυνατότητες ανάπτυξης της βιομηχανίας στην Ελλάδα, δίνοντας έμφαση στην αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου στον τομέα της ενέργειας:
«... Ο εκσυγχρονισμός των μεθόδων εξόρυξης και η παραπέρα ανάπτυξη του λιγνίτη είναι ενδεδειγμένη. Μπορεί να σταθεί δυνατόν να ξεκινήσουν ένα ή περισσότερα από τα προτεινόμενα υδροηλεκτρικά έργα...».31
Αυτή τη λογική υπηρετούσαν οι προτάσεις του Βαρβαρέσου για φορολόγηση αυτών που πλούτισαν στη διάρκεια της Κατοχής, για αποτελεσματικότερη διανομή της βοήθειας της UNRRA, για επαναφορά των διατιμήσεων, για σταθερότητα μισθών/ημερομισθίων.32 Οι προσεγγίσεις του στις αρχές του 1952 ήταν συνεπείς με τις προσεγγίσεις του σε όλη την περίοδο μετά από την απελευθέρωση και στο σύντομο διάστημα που διετέλεσε υπουργός Εφοδιασμού.
Ο Βαρβαρέσος είχε στενούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, όπως και με το Ηνωμένο Βασίλειο, όντας αντιπρόσωπος της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς. Κατοικούσε μόνιμα στις ΗΠΑ όταν η κυβέρνηση Πλαστήρα του ζήτησε Εκθεση επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδας. Ο ίδιος υπήρξε πηγή πληροφοριών των ΗΠΑ σχετικά με την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και στήριγμά τους, όχι όμως με τη λογική της «εθνικής μειοδοσίας». Είχε ιστορικό διαπραγμάτευσης των «ελληνικών» συμφερόντων στις διεθνείς οικονομικές ενώσεις, όπως στην UNRRA και τη Διεθνή Τράπεζα.
Η Εκθεση Βαρβαρέσου εκτιμήθηκε ως επιβεβαίωση και από τον αντίπαλο της αντίληψης για τις πρωταρχικές ευθύνες του ξένου παράγοντα στη βιομηχανική καθυστέρηση της Ελλάδας. Χαρακτηριστική είναι η εισήγηση για «Τα προβλήματα ανασυγκροτήσεως της χώρας», στην Α' Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ (1956):
«Πολύ θλιβερή είναι η εικόνα που παρουσιάζει η Ελλάς στο πλαίσιο της ανασυγκροτήσεως δώδεκα χρόνια ύστερα από την απελευθέρωση, αν και είχε γίνει τόση εργασία σε θαυμαστό συντονισμό μεταξύ οικονομολόγων και τεχνικών στα χρόνια της Κατοχής, εργασία που συνεχίσθηκε ως σήμερα από πολλούς εξ εκείνων που ήσαν σε θέση να μελετήσουν και να υποδείξουν τη λύση στα προβλήματα της ανασυγκροτήσεως.
(...) Το τεράστιο ερωτηματικό για τη βιωσιμότητα της Ελλάδος δεν βρήκε πάντα την ενθουσιώδη καταφατική απάντησιν σε ορισμένους οικονομολόγους και πολιτικούς. Οικονομικός που πριν από λίγα χρόνια προπαγάνδιζε τον ενεργειακό και μεταλλευτικό πλούτο -δεν εννοώ αυτή τη φορά μόνον τον κ. Βαρβαρέσο- μπήκε στη διάθεση των αρνητών της βιωσιμότητας.
Η τοποθέτηση αυτή οικονομικών επιστημόνων και δημοσιολόγων ταυτιζόμενη με τη λυσσώδη αντίδραση των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για την εκβιομηχάνισιν της Ελλάδος είχε σαν αποτέλεσμα να καταπνίξη την μόνη σωστή προσπάθεια για την οικονομική ανασυγκρότηση του τόπου, εκείνη που θα εβασίζετο στην αξιοποίηση του φυσικού μας πλούτου.
Ετσι προέκυψε η πολιτική της επαιτείας, της οικονομικής και πολιτικής υποδουλώσεως, της αναγκαστικής μας μονόπλευρης προσαρτήσεως σε ένα στρατιωτικό συνασπισμό με όλες τις εξευτελιστικές διά το εθνικό μας γόητρο συνέπειες, την καταβαράθρωσιν των εθνικών μας συμφερόντων και την αναστολήν των ελπίδων για ταχείαν οικονομική ανόρθωση.
(...) Το υπόμνημα του κ. Ζολώτα προς την νομισματική επιτροπή, οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβερνήσεως (...) δεν αποτελούν μέρη προγράμματος τεχνικοοικονομικής αναπτύξεως μεγάλης πνοής και μακροχρονίου εκτελέσεως.
Οι εξαγγελλόμενες επενδύσεις αποτελούν πίνακα έργων στερουμένων οργανικής συνδέσεως και οικονομικής πειθαρχίας. Προωθούνται έργα σαν του θερμικού εργοστασίου Πτολεμαΐδος και του Μέγδοβα, επιδιώκεται να επεκταθή το δίκτυον διανομής ηλεκτρισμού "μέχρι και του τελευταίου χωρίου" χωρίς να προγραμματίζεται παράλληλα και η εκβιομηχάνιση, που πρέπει μαζί με την εξυπηρέτηση της γεωργίας ν' αποτελούν τους σκοπούς του εξηλεκτρισμού της χώρας.
Η βαρειά βιομηχανία είναι προ παντός ο μεγάλος ηλεκτροβόρος καταναλωτής, δι' αυτόν γίνεται το εθνικό δαπανηρό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενεργείας υψηλής τάσεως.
Είναι αλήθεια ότι κάποτε το 1947 και 1948 καταρτίσθηκαν πολυετή προγράμματα με βάση τον φθηνόν εξηλεκτρισμό και την μεγάλη, την βαρειά εκβιομηχάνιση, όμως -καθώς σας είναι γνωστόν από άλλην μου ομιλίαν- εγκατελείφθησαν, ύστερα από την λυσσώδη αντίδραση των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης, της Αμερικής και του "θεωρητικού" της οικονομικής ηττοπάθειας κ. Βαρβαρέσου. (...)
Ενα τέτοιο πολυετές σχέδιο ανασυγκροτήσεως είναι σήμερα δυνατό να εφαρμοσθεί, γιατί το διεθνές κλίμα της ειρηνικής συνυπάρξεως αλλά και αι αντιθέσεις των μεγάλων ευνοούν τον εφοδιασμό της ελληνικής οικονομίας διά κεφαλαιουχικών αγαθών με ανταλλαγήν προϊόντων και τον δανεισμόν από περισσότερες χώρες. Η προμήθεια κεφαλαιουχικών αγαθών με αντάλλαγμα ελληνικά προϊόντα θα ήταν ιδεώδης λύσις του προβλήματος του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της χώρας και της σταθερής τοποθετήσεως ελληνικών προϊόντων».33
Η παραπάνω εισήγηση αντιμετώπιζε το ζήτημα της εκβιομηχάνισης ως οικονομικοτεχνικό και όχι ως κοινωνικοοικονομικό ζήτημα. Το αποσπούσε από τις ιστορικές συνθήκες της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού, από το συσχετισμό δυνάμεων στην περίοδο της Κατοχής που άλλαξε μετά από το Δεκέμβρη του 1944, την όξυνση της ταξικής πάλης στα επόμενα χρόνια και στη συνέχεια τη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας. Αντιμετώπιζε το σχεδιασμό για την εκβιομηχάνιση ως εργαλείο αποσπασμένο από τις σχέσεις παραγωγής (με πυρήνα τους τις σχέσεις ιδιοκτησίας). Αποσπούσε την καπιταλιστική βιομηχανική ανάπτυξη από τις ιστορικά διαμορφωμένες σχέσεις των καπιταλιστικών κρατών στην πυραμίδα του διεθνούς καπιταλισμού, υπό την αντικειμενική λειτουργία του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης. Ετσι, κατέληγε να αποδίδει στις «διαθέσεις» των ΗΠΑ όλο το ζήτημα της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ελλάδας και της διαμόρφωσης της αστικής οικονομικής πολιτικής.
Από την πλευρά των αστών οικονομολόγων και πολιτικών που πίστευαν ότι η χρηματοδότηση της εκβιομηχάνισης από το ξένο κεφάλαιο έπρεπε να αποτελεί κοινή στρατηγική επιδίωξη, ελληνική και συμμαχική, ήταν χαρακτηριστική η τοποθέτηση του I. Ζίγδη, τέως υπουργού Βιομηχανίας, προς το τέλος του 1953:
«Η βιομηχανική ανάπτυξη της Ελλάδος εθεωρήθη μέχρι σήμερον από πολλά των Ευρωπαϊκών κρατών, ως φιλοδοξία αντικειμένη προς τα γενικώτερα αυτών συμφέροντα, η οποία άλλωστε ουδόλως στηρίζεται επί στερεών οικονομικών και αντικειμενικών βάσεων. Η άποψις αυτή διετυπώθη εις διεθνείς Συνδιασκέψεις και εύρεν απήχησιν εις τας αποφάσεις αυτών. Αλλ' εχρωμάτισεν, επίσης, κατά καιρούς, την στάσιν της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής έναντι των προγραμμάτων ανασυγκροτήσεως των εκάστοτε Ελληνικών Κυβερνήσεων. Συνετέλεσε δε ούτω εις την απόρριψιν του αιτήματος ιδρύσεως συγκεκριμένων βιομηχανιών, πράγμα το οποίον εματαίωσε εν τη ουσία την υπό του εν Παρισίοις Συμβουλίου Οικονομικής Συνεργασίας κατ' αρχήν γενομένην αποδεκτήν λύσιν της εκβιομηχανίσεως, προς επίτευξιν της οικονομικής χειραφετήσεως της χώρας».34
Ο I. Ζίγδης υποστήριζε ότι το πρόβλημα βρισκόταν στην έλλειψη κεφαλαίων, που η διασφάλισή τους έπρεπε να αναζητηθεί έξω από το ελληνικό πλαίσιο.
Επρόκειτο για θέση που συμπύκνωνε την άποψη για το ρόλο του ξένου παράγοντα στην επιδίωξη της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας, την αφετηρία της κριτικής προς τον ξένο παράγοντα και ιδιαίτερα τα σύμμαχα ευρωπαϊκά κράτη.
Ωστόσο, προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, εντάθηκε η διαδικασία εκβιομηχάνισης: Συντελέστηκε, κυρίως κατά την περίοδο 1958-1967, με άλλη πολιτική ως προς τη χρηματοδότησή της. Βεβαίως, παρέμενε η συγκριτική καθυστέρηση της βιομηχανικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, καθώς και το λεγόμενο διαρθρωτικό πρόβλημα.
Η συζήτηση για το χαρακτήρα της εκβιομηχάνισης συνεχίστηκε και κατά την επόμενη δεκαετία, του 1960, και συσχετιζόταν κυρίως με δύο ζητήματα: α) Το ρόλο των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) στην εκβιομηχάνιση. β) Την περαιτέρω καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα, σε σχέση με την επιλογή σύνδεσής της με την ΕΟΚ (1961).
Από το ΚΚΕ και την ΕΔΑ, αλλά και από ένα μέρος αστικών δυνάμεων (οικονομολόγων και βιομηχάνων), ασκήθηκε κριτική στην πολιτική της ΕΡΕ και μεγάλου μέρους των πολιτικών της Ενωσης Κέντρου, για τη θέση τους υπέρ της σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ.
-- Στο θεωρητικό επίπεδο, οι απόψεις αναπτύχθηκαν από τον Ομιλο «Αλέξανδρος Παπαναστασίου» και το περιοδικό «Νέα Οικονομία», το οποίο φιλοξενούσε αρθρογραφία και από το ΚΚΕ και την ΕΔΑ.
Σε γενικές γραμμές, η προσέγγισή τους ήταν ότι το κράτος αποτελούσε τον κύριο φορέα ανάληψης και λειτουργίας στρατηγικής σημασίας βιομηχανικών μονάδων, για τις οποίες δεν υπήρχε ανάλογο ενδιαφέρον και μέγεθος συσσώρευσης κεφαλαίου από ιδιώτες, ενώ οι ξένες επενδύσεις περιέκλειαν κινδύνους αποικιοκρατικών εκμεταλλεύσεων.
Η κριτική για τον αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης χαρακτήρα των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων προκλήθηκε και από το γεγονός ότι το Νομοθετικό Διάταγμα 2687/195335 έδινε φορολογικά και άλλα κίνητρα για τις επενδύσεις ξένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, κίνητρα που δεν απολάμβανε το εγχώριο κεφάλαιο, και μόνο αργότερα θεσπίστηκαν ανάλογοι νόμοι, κυρίως στη δεκαετία του 1960.
Η αντιπαράθεση προς τις ΑΞΕ πήρε ιδιαίτερα οξύ πολιτικό χαρακτήρα κατά τη δεκαετία του 1960, με αιχμή τις διαπραγματεύσεις, συμφωνίες και αναθεωρήσεις συμφωνιών του ελληνικού κράτους με την ΠΕΣΙΝΕ.
Στόχο της κριτικής των κρατικών συμβάσεων με το ξένο κεφάλαιο αποτελούσε και η δέσμευση του ελληνικού κράτους για προστασία της συγκεκριμένης αγοράς για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ., της αγοράς αμμωνίας και χαλυβουργίας, όπου θα επένδυε η «Esso Pappas»). Οι συμβάσεις της δικτατορίας προκάλεσαν το σκεπτικισμό και αστών οικονομολόγων.36
Το ΚΚΕ, καθώς και το σύμμαχο πολιτικό σχήμα, η ΕΔΑ, αποκάλυψε τον αντιλαϊκό χαρακτήρα τέτοιων συμβάσεων, χωρίς ωστόσο να ερμηνεύει σωστά τη σημασία της εισροής ξένων κεφαλαίων για την εδραίωση του ελληνικού καπιταλισμού και τη συσσώρευση του εγχώριου κεφαλαίου μέσα από τη διαπλοκή του με το ξένο. Το περιοδικό «Νέος Κόσμος» φιλοξένησε ανάλογη αρθρογραφία. Σημαντική πηγή των θέσεων του ΚΚΕ είναι η εκδοτική σειρά «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα».
2.Δ. Το πέρασμα από τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη
2.Δ.1. Αναπροσανατολισμοί στην κρατική βιομηχανική πολιτική
Αρκετοί μελετητές, οικονομολόγοι και ιστορικοί, θεωρούν το 1953 ως ορόσημο του περάσματος της ελληνικής οικονομίας από τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση στην προπαρασκευαστική φάση (αναζωογόνησης) για την καπιταλιστική ανάπτυξη που ακολούθησε.
Η περίοδος της ανάπτυξης κράτησε περίπου μια 20ετία και γενικά χαρακτηρίστηκε από υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία 1960. Στο τέλος του 1952 ο γενικός δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής (ο οποίος περιλάμβανε και την οικοδομική δραστηριότητα και παραγωγή ηλεκτρισμού, αλλά όχι την εξόρυξη) που καταρτιζόταν από το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ), με βάση σύγκρισης 100 το 1939, είχε ανέβει στο 123 (χωρίς την ηλεκτρική ενέργεια 110, ενώ μόνη της η οικοδομική δραστηριότητα 15337). Ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εκκίνησης της νέας περιόδου σημειώνονται:
Η νομισματική μεταρρύθμιση38 με την οποία υποτιμήθηκε η δραχμή κατά 50% έναντι του δολαρίου ΗΠΑ. Ετσι, στην αγορά συναλλάγματος εξισορροπήθηκε η ισοδυναμία της δραχμής, η οποία από καιρό είχε απαξιωθεί. Από τότε ενεργοποιήθηκε και η συμμετοχή της δραχμής στο σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, γνωστό ως σύστημα του Bretton Woods39.
Η κατάργηση του υπουργείου Εφοδιασμού (λειτουργούσε από το 1945), το οποίο διαχειριζόταν τις ελλείψεις εξαιτίας της μεγάλης πτώσης της παραγωγής, της αφαίμαξής της από τη γερμανική κατοχή και στη συνέχεια των ιδιαίτερων συνθηκών της ταξικής σύγκρουσης 1946-1949. Η κατάργηση του δελτίου των διανομών, που κρίθηκε και ως αποτυχημένο. Η απελευθέρωση του εισαγωγικού εμπορίου (καταργήθηκαν οι κάθε είδους εισφορές στις εισαγωγές και διατηρήθηκαν μόνο ορισμένοι περιορισμοί για ελάχιστα είδη πολυτελείας). Υιοθετήθηκαν μέτρα ελέγχου των τιμών στην αγορά, επιδοτήθηκαν περίπου δέκα εισαγόμενα τρόφιμα και πρώτες ύλες. Επιβλήθηκαν προσωρινοί φόροι στις εξαγωγές ορισμένων προϊόντων (βαμβακιού, ρυζιού, λαδιού) που κρίθηκαν αναγκαία για την εγχώρια κατανάλωση.
Η σημαντικότερη μεταβολή αφορούσε το συνολικότερο αναπροσανατολισμό της κρατικής παρέμβασης. Πέρασε σταδιακά από τις ιδιαίτερες συνθήκες της κρατικής διαχείρισης του πολέμου και της κρίσης (που περισσότερο ή λιγότερο αντιμετώπισαν και τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης) στην αποκατάσταση της λειτουργίας της καπιταλιστικής αγοράς και στο σταδιακό άνοιγμα προς την εξωτερική αγορά.
Κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας 1950 η κρατική παρέμβαση προσανατολιζόταν στην άμεση ανάληψη έργων υποδομής και εξηλεκτρισμού με κεφάλαια από τις εξωτερικές πιστώσεις (κυρίως του Σχεδίου Μάρσαλ).
Σε όλη τη δεκαετία 1950 η κρατική παρέμβαση άρχιζε να εξοικειώνεται με την κατάρτιση μεσοπρόθεσμων οικονομικών προγραμμάτων, αρχικά λόγω της αναγκαιότητας κατάθεσής τους στους διεθνικούς οικονομικούς οργανισμούς διαχείρισης των εξωτερικών πιστώσεων και άλλης εισροής κεφαλαίων. Τον Αύγουστο του 1952 καταρτίστηκε και υποβλήθηκε στον Οργανισμό Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (μετά από το σχετικό αίτημα του NATO) το τετραετές «Νέο Οικονομικό Πρόγραμμα 1952-1956». Η ιστορική αναφορά σε αυτό το πρόγραμμα έγκειται στην οικονομική πολιτική διαμάχη που εκδηλώθηκε πριν τη συγκρότησή του (αντιπαράθεση Βαρβαρέσου-Ζολώτα40, Αγγελόπουλου και άλλων) και στη συνέχεια λόγω της μη εφαρμογής του.
Στο βιομηχανικό τομέα το πρόγραμμα έδινε απόλυτη προτεραιότητα στην ίδρυση βιομηχανικών μονάδων παραγωγής αζώτου, αλουμινίου, μαγνήσιου, νικελίου, σόδας, ζάχαρης, χυτοσιδήρου, διυλιστηρίων πετρελαίου και μονάδων επισκευής πλοίων. Η επιλογή των μονάδων στηριζόταν στην εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου (π.χ. βωξίτη, λευκόλιθου) και της γεωργικής παραγωγής (π.χ., τεύτλων), καθώς και στην αξιοποίηση της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδας.
Το μεγαλύτερο μέρος των παραπάνω βιομηχανικών μονάδων και των ανάλογων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής πραγματοποιήθηκε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας μέσω του Πενταετούς Προγράμματος Οικονομικής Ανάπτυξης 1960-196441.
Από το 1951, παρόλο που ήταν έτος σημαντικής μείωσης του ρυθμού αύξησης των συνολικών πιστώσεων και εφαρμογής περιοριστικής πολιτικής, ιδιαίτερα το 1952, άλλαξε ο καταμερισμός των πιστώσεων μεταξύ των τομέων της οικονομίας και υπερδιπλασιάστηκαν οι πιστώσεις προς τη βιομηχανία, ενώ περιορίστηκαν εκείνες προς τη γεωργία (που τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1940 απορροφούσε το μεγαλύτερο μέρος των πιστώσεων στη συγκέντρωση των αγροτικών προϊόντων και στο καπνεμπόριο).42
Προς το τέλος της δεκαετίας 1950 ήταν πλέον πιο εμφανείς οι αλλαγές στην πιστωτική πολιτική, στην οποία στηρίχτηκε η πραγματοποίηση της εκβιομηχάνισης, που προσανατολίστηκε πλέον σε διαφορετικές πηγές χρηματοδότησης σε σχέση με εκείνες των πρώτων χρόνων της ανασυγκρότησης: Στις εγχώριες πηγές κυρίως και, ως προς τις ξένες, στη μορφή των άμεσων επενδύσεων.
Ο αναπροσανατολισμός στις πηγές χρηματοδότησης της εκβιομηχάνισης επιτεύχθηκε από το τέλος της δεκαετίας 1950 και κυρίως κατά τη δεκαετία 1960. Στηρίχτηκε στη διαμόρφωση ενός θεσμικού και νομοθετικού πλαισίου που επιδίωξε να συγκεντρώσει στο χρηματοπιστωτικό σύστημα τα εγχώρια αναπασχόλητα εισοδήματα, να προσελκύσει εγχώρια και ξένα κεφάλαια στη βιομηχανία και να επιταχύνει τη διαδικασία συγκεντροποίησης του εγχώριου κεφαλαίου. Οι στόχοι αυτοί επιτεύχθηκαν με την αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τη συγκρότηση κρατικών θεσμών μακροπρόθεσμης βιομηχανικής πίστης και τη νομοθετική κατοχύρωση ανάλογης φορολογικής και πιστωτικής πολιτικής.
Σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων στόχευαν στην προσέλκυση ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων για επενδύσεις στην Ελλάδα, στην ενθάρρυνση των καταθέσεων ταμιευτηρίου, στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου με συγχωνεύσεις και συγκρότηση μετοχικών εταιρειών, στη διεύρυνση του πάγιου κεφαλαίου στη βιομηχανία, στην αποκέντρωση των βιομηχανικών μονάδων και στην ενίσχυση των εξαγωγών.
Με το νομοθετικό διάταγμα 2687/1953 «Περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εκ του εξωτερικού»43, προστατεύονταν οι Αμεσες Ξένες Επενδύσεις από την αναγκαστική απαλλοτρίωση, κατοχυρώθηκε η με περιορισμούς επανεξαγωγή κεφαλαίων και ενός ορισμένου ύψους κερδών, δόθηκαν φορολογικά κίνητρα κλπ.
Το νομοθετικό καθεστώς για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα συμπληρώθηκε με ειδικές διατάξεις που περιλήφθηκαν στους νόμους 4171/1961 και 4256/1962, καθώς και στον Α.Ν. 89/1967 «Περί εγκαταστάσεων εν Ελλάδι αλλοδαπών εμποροβιομηχανικών εταιρειών» (συμπληρωμένο από τον Α.Ν. 378/1968). Ωστόσο, τα εισαχθέντα κεφάλαια βάσει του νόμου 2687/1953, που προορίζονταν για ιδιωτικές παραγωγικές επενδύσεις, δεν ήταν τόσο μεγάλα, όπως συνήθως πιστεύεται, παρότι υπερδεκαπενταπλασιάστηκαν κατά τη χρονική περίοδο 1950-1963. «Κατά την πενταετία 1958-1963 αντιπροσώπευαν μόλις το 13% της συνολικής εισροής. Το υπόλοιπον αυτής κατά σημαντικό μέρος αποτελούνταν από κεφάλαια δημιουργηθέντα στο εξωτερικό κυρίως από επαναπατρισθέντες Ελληνες και τοποθετούμενα σε ακίνητα».44
Για τη χρονική περίοδο μέχρι το τέλος του 1973, ο Ξ. Ζολώτας45δίνει το σύνολο των ξένων επιχειρηματικών κεφαλαίων - που είχαν εισρεύσει στην Ελλάδα με βάση τους νόμους 2687 και 4171 - να ανέρχεται περίπου σε 800 εκατ. δολάρια και να αποτελεί το 2,7% του συνόλου των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου που έγιναν την περίοδο 1954-1973. Η σχέση αυτή γίνεται 10,2% υπολογιζόμενη μόνο στους τομείς μεταποίησης, μεταλλείων, τουρισμού, μεταφορών και διαμορφώνεται στο 16,4% μόνο για τη μεταποίηση (δηλαδή αναλογικά το μεγαλύτερο μέρος των ΑΞΕ κατευθυνόταν στη μεταποίηση). Τα κεφάλαια αυτά αποτελούσαν σχετικά μικρό μέρος του συνολικού εξωτερικού χρέους των 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων (το οποίο εκτός των κεφαλαίων, με βάση τους νόμους 2687 και 4171, περιλάμβανε και τις καταθέσεις Ελλήνων του εξωτερικού, τις εμπορικές πιστώσεις και όλο το εξωτερικό χρέος).
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και άλλη μελέτη, που σημειώνει ότι, στα περίπου 30 χρόνια λειτουργίας του ΝΔ2687/1953 μέχρι το 1980, τα 3/4 σχεδόν των εισαχθέντων κεφαλαίων (ως ΑΞΕ) κατευθύνθηκαν στη βιομηχανία και ιδιαίτερα σε κλάδους παραγωγής ενδιάμεσων προϊόντων (π.χ., προϊόντων πετρελαίου, μη μεταλλικών ορυκτών, χημικών) αλλά και παραγωγής κεφαλαιουχικών ειδών (όπως είναι η βασική μεταλλουργία και τα ναυπηγεία).46
Ως προς την εθνική σύνθεση των ΑΞΕ στην ελληνική βιομηχανία, η κατάσταση μεταβάλλεται μεταξύ 1970 και 1975 με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν οι ΗΠΑ στη δεύτερη θέση.
Το νομοθετικό διάταγμα 3323/1955 «Περί φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων» από τη μια εισήγαγε τη γενική φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και από την άλλη απάλλασσε πλήρως από το φόρο τα εισοδήματα από τόκους καταθέσεων κάθε είδους σε τράπεζες και κρατικά ταμιευτήρια, καθώς και από τόκους εθνικών δανείων που εκδίδονταν με τη μορφή έντοκων γραμματίων του. Δημοσίου ή ομολόγων. Με το νομοθετικό διάταγμα 3746/1957 επεκτεινόταν η πλήρης απαλλαγή στα εισοδήματα από τοκομερίδια, από λαχνούς ομολογιακών δανείων Ανώνυμων Εταιρειών ή Νομικών Προσώπων Δημοσίου (εκτός των Ασφαλιστικών Ταμείων47 και Ιδιωτικού Δικαίου, επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας. Καθιερώθηκε πλήρης απαλλαγή φόρου για μια δεκαετία για τα μερίσματα προνομιούχων μετοχών.
Δόθηκαν φορολογικά και δασμολογικά κίνητρα για τον Τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των βιομηχανικών επιχειρήσεων, τη δεκαετία 1959-1968, ειδικά κίνητρα για τη συγχώνευση επιχειρήσεων και τη μετατροπή προσωπικών εταιρειών σε ανώνυμες, για τη βιομηχανική αποκέντρωση και τις εξαγωγές.
Κατά τη δεκαετία 1950 θεμελιώθηκε (και αναπτύχθηκε κατά την επόμενη του 1960) ένα νέο θεσμικό δίκτυο της άμεσης οικονομικής κρατικής παρέμβασης: Ο Οργανισμός Χρηματοδότησης Οικονομικής Ανάπτυξης (OXOΑ) το 1954 και ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ανάπτυξης (ΟΒΑ) το 1959, οι οποίοι κατά την επόμενη δεκαετία συγχωνεύτηκαν (μαζί και με τον Οργανισμό Τουριστικής Πίστεως) και το 1964 διαμόρφωσαν την Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ).
Το 1962 ιδρύθηκε η Τράπεζα Επενδύσεων από τις τράπεζες Εμπορική και Ιονική-Λαϊκή και με τη συμμετοχή (κατά 11% στο ιδρυτικό κεφάλαιο) 10 ξένων τραπεζικών οργανισμών.
Το 1963 ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα Επενδύσεων Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΕΒΑ) από την Εθνική Τράπεζα και 14 ξένες τράπεζες.
Η Εθνική Τράπεζα κατείχε θέση κρατικού μονοπωλίου, που ισχυροποιήθηκε το 1953 μετά από τη συγχώνευσή της με την Τράπεζα Αθηνών.
Διαμορφώθηκαν και κρατικοί θεσμοί οικονομικού (αρχικά ενδεικτικών και όχι δεσμευτικών πενταετών πλάνων) προγραμματισμού: Αρχικά η Επιτροπή Ερεύνης και Οργανώσεως Οικονομικού Προγραμματισμού (1957), στη συνέχεια το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)48 (1959).
Κατά την εξεταζόμενη περίοδο ενισχύθηκε η κρατική ιδιοκτησία, πρώτα απ' όλα στον τομέα της ενέργειας - ύδρευσης, όπου σχεδόν μονοπωλήθηκε στο τέλος της δεκαετίας 1960.
Η κρατική ΔΕΗ έγινε αποκλειστικό μονοπώλιο παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, απορροφώντας όλες τις ιδιωτικές και δημοτικές επιχειρήσεις (τελευταία εξαγοράστηκε η Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών - Πειραιώς - ΗΕΑΠ το Δεκέμβρη του 1960). Κατά τις δύο δεκαετίες πραγματοποιήθηκαν έργα εξηλεκτρισμού, όπως το θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο του Αλιβερίου, τα υδροηλεκτρικά του Αγρα, του Λάδωνα, του Λούρου, του Μέγδοβα και του Αχελώου, το θερμοηλεκτρικό της Πτολεμαΐδας, με αποτέλεσμα να σημειωθεί μεγάλη αύξηση της ηλεκτρικής παραγωγής (με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 14% για την περίοδο 1956-196649).
Η κρατική ιδιοκτησία επεκτάθηκε και σε ορισμένους κλάδους της μεταποίησης. Ιδρύθηκαν κρατικές επιχειρήσεις, όπως το διυλιστήριο Ασπροπύργου, το εργοστάσιο ζάχαρης, το εργοστάσιο αζωτούχων λιπασμάτων Πτολεμαΐδας.
Αναπτύχθηκε η κρατική ιδιοκτησία στον τουρισμό. Ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (EOT) εκπόνησε πρόγραμμα δημιουργίας σχετικά μεγάλων τουριστικών μονάδων (ΞΕΝΙΑ).
Σύμφωνα με μελέτη50, το 1959 το 34% του συνόλου των πάγιων κεφαλαίων των βιομηχανικών επιχειρήσεων ανήκε στο κράτος.
Μελέτη που διενεργήθηκε για λογαριασμό του ΚΚΕ51 εκτιμά ότι οι κρατικές επενδύσεις την περίοδο 1960-1970 γίνονταν κατά το 80% στην αγροτική παραγωγή, στην ενέργεια - ύδρευση, στις μεταφορές και στις τηλεπικοινωνίες.
Σύμφωνα με στοιχεία που δίνει ο Ξ. Ζολώτας52, στην περίοδο 1950-1953 σημειώνεται σχετικά υψηλός μέσος όρος αυξητικής μεταβολής των συνολικών (ιδιωτικών και δημόσιων) επενδύσεων κατά 7,8%. Εντούτοις, το 1961 είναι πολύ χαμηλές - συγκριτικά με άλλα κράτη - οι κατά κεφαλήν ακαθάριστες επενδύσεις σε δολάρια (σε σταθερές τιμές 1954): Ελλάδα 71, Αυστρία 163, ΟΔ Γερμανίας 275, Ολλανδία 200, Σουηδία 314, Ιταλία 148, Καναδάς 424.
Αλλά και η κατανομή των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου κατά τομείς δραστηριότητας (άνευ πλοίων, σε σταθερές τιμές 1954), ως μέσος όρος της περιόδου 1950-1963, επιβεβαιώνει ότι παρά το προχώρημα της εκβιομηχάνισης παρέμεναν τα προβλήματα συγκριτικής καθυστέρησης στη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας: Οι κατοικίες απορροφούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό (32,9%) έναντι της ενέργειας / ύδρευσης / μεταφορών / επικοινωνιών (27%), συνολικά της αγροτικής παραγωγής / ορυχείων / μεταποίησης (26,7%) και λοιπών (13,4%). Στο τέλος αυτής της περιόδου η συμμετοχή των δημοσίων στο σύνολο των επενδύσεων ανερχόταν σε 35%.
Αλλά και κατά την επόμενη περίοδο, 1964-1973, οι επενδύσεις στη μεταποίηση ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος στην Ελλάδα ήταν 3,5%, από τα χαμηλότερα συγκριτικά με άλλα κράτη: Ιαπωνία 7,6%, Φινλανδία 5,4%, Πορτογαλία 5,4%, Ολλανδία 5,2%, Βέλγιο 5,2%, Ιρλανδία 4,1%, Ηνωμένο Βασίλειο 3,8%. Το ίδιο, και ως ποσοστό επί των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου 14,3% ήταν πολύ πίσω από το αντίστοιχο άλλων κρατών, όπως: Ιαπωνίας 22,1%, Φινλανδίας 20,9%, Πορτογαλίας 29,4%, Ολλανδίας 20,7%, Βελγίου 23,9%, Ιρλανδίας 19,3%, Ηνωμένου Βασιλείου 20,1%.53
Αξιοσημείωτη είναι η επισήμανση της Τράπεζας της Ελλάδος που για την περίοδο της δικτατορίας υπογραμμίζει ότι η πιστωτική και επενδυτική πολιτική ανέστειλε τις προσπάθειες αναδιάρθρωσης και βιομηχανικής ανάπτυξης της προηγούμενης περιόδου. Σημείωνε ότι οι επενδύσεις σε κατοικίες απορροφούσαν ως το 1973 γύρω στο 30% του συνόλου των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και όλες μαζί οι δαπάνες για «κτίρια και λοιπές κατασκευές» αντιπροσώπευαν ποσοστό μεγαλύτερο, του 67%, ενώ οι επενδύσεις στη γεωργία και τη βιομηχανία αντιπροσώπευαν μαζί μόνο το 1/4 των συνολικών επενδύσεων.54
Η ουσιαστική εισροή ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις στη βιομηχανία ξεκίνησε κατά τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1950, κυρίως στους κλάδους της χαρτοποιίας, των μεταφορικών μέσων, των ηλεκτρικών ειδών και, κατά την επόμενη δεκαετία, του 1960, έγιναν οι πολύ μεγαλύτερες επενδύσεις στα πετρελαιοειδή - ESSO-Pappas, Motor Oil - στην επεξεργασία βωξίτη (Pechiney), στα ελαστικά (Pirelli). Σύμφωνα με στοιχεία μελέτης55, το 1956 οι ξένες ακαθάριστες επενδύσεις αποτελούσαν το 3% των ακαθάριστων επενδύσεων στη μεταποίηση, το 1957 το 5,3%, το 1958 το 8%, το 1959 το 4%, το 1960 το 8,5%, ενώ αυξήθηκαν θεαματικά το 1963 και αποτέλεσαν το 24%. Το 1965 έφτασαν το 31,8% και στη συνέχεια μειώθηκαν στο 21,9% το 1966, στο 14,2% το 1967 και στο 12,4% το 1968.
Μελέτη56, στηριζόμενη σε επεξεργασία στοιχείων Ετήσιων Εκθέσεων του υπουργείου Συντονισμού που αναφέρονται στις επενδύσεις του νόμου 2687/1953, δίνει ότι περίπου το 65% των ξένων επενδύσεων της περιόδου 1954-1969 κατευθύνθηκε στη μεταποίηση, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η σύνθεσή τους δεν είχε τον κλασικά αποικιακό χαρακτήρα57.
Σύμφωνα με στοιχεία που δίνει η Τράπεζα της Ελλάδος58 για τη διάρθρωση των πόρων χρηματοδότησης των ακαθάριστων επενδύσεων, η χρηματοδότηση εξωτερικού, τόσο με τη μορφή δανεισμού όσο και με τη μορφή μεταβιβάσεων, ακολούθησε πτωτική πορεία κατά την περίοδο 1958-1966.
Το 1966 η χρηματοδότηση εξωτερικού αποτελούσε το 9,1% (8,9% από δανεισμό και 0,2% από μεταβιβάσεις) των ακαθάριστων επενδύσεων, το 1958 αποτελούσε το 18,8% (13,5% από δανεισμό και 5,3% από μεταβιβάσεις). Αντίθετα αυξανόταν η συμμετοχή της εσωτερικής ιδιωτικής χρηματοδότησης. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης οφειλόταν στην αποταμίευση ιδιωτών και Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου.
Ως προς τη σχέση κεφαλαίων εσωτερικού προς το σύνολο των χρηματοδοτούμενων ακαθάριστων επενδύσεων, αυτή διαμορφώθηκε στο 90,9% το 1966 έναντι 87,9% το 1957.59
Γενικότερα, κατά τη χρονική περίοδο 1956-1966, η ιδιωτική αποταμίευση τριπλασιάστηκε, ενώ υπεροκταπλασιάστηκε η αποταμίευση του δημόσιου τομέα που βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο στην αρχή της περιόδου.60
Την ίδια τάση αναδεικνύει και παλιότερη μελέτη για λογαριασμό του ΚΚΕ. Για τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι το 1970 αναφέρει τη σημαντική αύξηση του όγκου επενδύσεων από εσωτερικές πηγές, συγκριτικά με την προπολεμική περίοδο, επομένως και την αύξηση του μεριδίου των εσωτερικών πηγών συσσώρευσης και χρηματοδότησης της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής στην Ελλάδα.61
Σύμφωνα με στοιχεία μελετών, το 1972 το ποσοστό ενεργητικού ξένου κεφαλαίου επί του συνόλου του ενεργητικού των επιχειρήσεων στη μεταποίηση ήταν 29,8%.62
Ως προς τη γεωγραφική σύνθεση των ΑΞΕ, από διαφορετικές πηγές προκύπτει διαφοροποίηση μεταξύ των δεκαετιών 1950 και 1960. Ενώ προς το τέλος της δεκαετίας του 1950 οι αμερικανικές κατείχαν το 50% των συνολικών ΑΞΕ στην Ελλάδα, προς το τέλος της επόμενης δεκαετίας μειώθηκε η αμερικανική συμμετοχή και αυξήθηκε η ευρωπαϊκή, κυρίως της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας.
Ειδικότερα, μέχρι το 1970 προηγούνταν οι ΗΠΑ με μερίδιο 47,8% επί του συνόλου των ΑΞΕ στην Ελλάδα και ακολουθούσε η ΕΟΚ (9 χωρών) με 45,3% (Γαλλία 25,9%, Γερμανία 6,5%). Την αμέσως επόμενη πενταετία το μερίδιο των ΗΠΑ υποχώρησε στη δεύτερη θέση.63
2. Ε. Συμπεράσματα
Από τη μελέτη και διασταύρωση των στοιχείων διαφορετικών πηγών μπορούν να εξαχθούν τα εξής συμπεράσματα:
Μετά από την ανασυγκρότηση, στις δεκαετίες 1950 και 1960 και ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1957-1968, πραγματοποιήθηκε σημαντική ανάπτυξη της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Η ανάπτυξη εκφράστηκε με την αύξηση της παραγωγικότητας (παραγόμενο προϊόν ανά απασχολούμενο) στην οικονομία, με τη διεύρυνση του σταθερού κεφαλαίου (κεφαλαιουχικού εξοπλισμού), με τη μεγάλη αύξηση της συνολικής δυναμικότητας σε ίππους των εγκαταστάσεων της μεταποίησης, με την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, με τη συγκέντρωση του εργατικού δυναμικού στο δευτερογενή τομέα και στις υπηρεσίες (επέκταση της μισθωτής εργασίας) και παράλληλη μείωση της απασχόλησης στον αγροτικό τομέα, ενώ σημειώθηκε στασιμότητα (ακόμη και πτωτική τάση) της συνολικής απασχόλησης.
Η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 τροφοδοτήθηκε κυρίως από την εσωτερική συσσώρευση του κεφαλαίου. Η συγκριτικά με προηγούμενες περιόδους επιτάχυνσή της στηρίχτηκε στο νέο κρατικό προσανατολισμό και την αντίστοιχη διαμόρφωση της κρατικής υποδομής για τη στήριξη της βιομηχανίας. Οι άμεσες κρατικές επενδύσεις κατευθύνθηκαν κυρίως στον εξηλεκτρισμό, τις μεταφορές και άλλες υποδομές, ενώ οι ιδιωτικές (και οι άμεσες ξένες) επενδύσεις κατευθύνθηκαν προς τους κλάδους της κυρίως βιομηχανίας (μεταποίησης) και μάλιστα της λεγόμενης βαριάς.
Η εισροή ξένου κεφαλαίου δεν ήταν ιδιαίτερα αυξημένη με εξαίρεση τις εισροές με βάση το Δόγμα Τρούμαν, το Σχέδιο Μάρσαλ κλπ. κατά το τέλος της δεκαετίας 1940 και τα πρώτα έτη της δεκαετίας 1950. Αυτή η εισροή αξιοποιήθηκε κυρίως για την ανασυγκρότηση της κρατικής κατασταλτικής μηχανής, ενώ τα προγράμματα αξιοποίησης τμήματός της για την εκβιομηχάνιση ελάχιστα λειτούργησαν. Το μεγαλύτερο μέρος των ΑΞΕ ήρθε μετά από τη συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ και υπό την επενέργεια του ευνοϊκού νομοθετικού πλαισίου και κατευθύνθηκε στη βιομηχανία ενδιάμεσων ή και κεφαλαιουχικών προϊόντων.
Επίσης, εφαρμόστηκε μια ορισμένη πολιτική εκμηχάνισης της γεωργίας και αναδασμού με στόχο τη συγκεντροποίηση της αγροτικής εκμετάλλευσης, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των εισοδημάτων των φτωχών αγροτών. Ενα σημαντικό μέρος των φτωχών αγροτών μετανάστευε, αφού έχανε τη δυνατότητα να ζει ως εμπορευματοπαραγωγός από την καλλιέργεια της γης του και στο βαθμό που δεν μπορούσε να απορροφηθεί συμπληρωματικά ή και ολοκληρωτικά στο εργατικό δυναμικό ή να επιβιώσει ως ελεύθερος επαγγελματίας σε αστικό κέντρο.
Συνέπεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα ήταν να αυξάνει το κατά κεφαλήν AΕΠ, σε μια πορεία μείωσης της μεγάλης καθυστέρησης που παρουσίαζε συγκριτικά με το μέσο όρο των κρατών - μελών της τότε ΕΟΚ.
Η κεφαλαιακή συσσώρευση γινόταν με αυξανόμενη εντατικοποίηση της εργασίας, με μεγάλα ποσοστά κερδοφορίας, με μεγάλες χρονικές υστερήσεις στην ενσωμάτωση ορισμένων αποτελεσμάτων της καπιταλιστικής ανάπτυξης στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και γενικότερα των λαϊκών δυνάμεων.
Ωστόσο, αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης ήταν και η σχετική βελτίωση του εργατικού εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου (συμπεριλαμβανομένου και του μορφωτικού - πολιτιστικού), παρόλο που υπολειπόταν από την αύξηση της παραγωγικότητας και η αγοραστική του δύναμη μειώθηκε από τον πληθωρισμό, αλλά κυρίως από την αύξηση της φορολογίας, ιδιαίτερα της έμμεσης. Στη σχετική βελτίωση του εισοδήματος των λαϊκών μαζών ήταν αναμφισβήτητη η συμβολή του εργατικού και γενικότερα του λαϊκού κινήματος και των αγώνων τους. Μέσω της μετανάστευσης σημαντικού τμήματος της εργατικής τάξης σε χώρες της Ευρώπης διαμορφώθηκε μια πηγή ενίσχυσης του εργατικού λαϊκού εισοδήματος.
Πάνω σε αυτήν την υλική βάση ενισχύθηκε όχι μόνο ο ρεφορμισμός, αλλά και ο οπορτουνισμός στο Κόμμα.
Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης της καπιταλιστικής Ελλάδας, της καπιταλιστικής ανάπτυξης των δεκαετιών 1950 και 1960, συντελέστηκαν σημαντικές αλλαγές στην κοινωνικοταξική σύνθεση του πληθυσμού: Αναδύθηκαν νέα τμήματα της αστικής τάξης τα οποία διαμορφώθηκαν στη διάρκεια της Κατοχής έχοντας επιδοθεί στη «μαύρη αγορά», αλλά και σε άλλες δραστηριότητες, αξιοποιώντας τις συνθήκες του πολέμου.
Διευρύνθηκε το στρώμα των δημόσιων υπαλλήλων. Σημαντικά τμήματα του αγροτικού πληθυσμού μετακινήθηκαν προς τα αστικά κέντρα, ένα μέρος των οποίων προλεταριοποιήθηκαν. Παράλληλα, παιδιά από λαϊκά στρώματα, ιδιαίτερα από αυτά τα τμήματα που συσσώρευσαν πλούτη κατά τη διάρκεια της Κατοχής («μαύρη αγορά» κ.λπ.) και στη συνέχεια (UNRRA κ.ά.), μετακινήθηκαν στα αστικά κέντρα συγκροτώντας νέα δυναμικά μικροαστικά στρώματα, όπως αυτοαπασχολούμενοι επιστήμονες (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί κ.ά.), αλλά και έμποροι, μικροί βιοτέχνες κ.λπ.
Δηλαδή, η καπιταλιστική ανάπτυξη του τέλους της δεκαετίας 1950 και κυρίως στη δεκαετία 1960, πριν τη δικτατορία του 1967, έδωσε ώθηση στα μεσαία στρώματα της πόλης. Σε αυτήν την κατεύθυνση συνέβαλε αργότερα και η πολιτική «αντιπαροχής γης» της δικτατορίας.64
To KKE συμμετείχε στον προβληματισμό για τις αιτίες καθυστέρησης της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα ανέδειξε τον άκρως εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του εξωτερικού δανεισμού που πραγματοποιήθηκε και τον συνέδεσε με την εξαιρετικά αδύναμη θέση της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και τις πολιτικές επιδιώξεις των ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αναφερόμενος στα πρώτα εξωτερικά δάνεια προς το νεοϊδρυμένο ελληνικό κράτος, ο Νίκος Μπελογιάννης το χαρακτήρισε ως «ψευδοανεξάρτητο κατασκεύασμα» που συμφωνήθηκε αρχικά από τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες «χειροτόνησαν ως κυβερνήτη τον Καποδίστρια». 65
Γενικότερα, οι δυσμενείς όροι των εξωτερικών δανείων66 και η αδύναμη θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, με ισχυρούς δεσμούς στρατιωτικής και πολιτικής67 εξάρτησης σε διαφορετικές περιόδους της ιστορίας της, οδήγησαν στην πλατιά διαδεδομένη αντίληψη ότι υπεύθυνος για την καθυστέρηση της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα ήταν ο ξένος παράγοντας.
Η απόδοση των δεινών της καθυστέρησης στον ξένο παράγοντα ενισχύθηκε στις αμέσως μεταπολεμικές συνθήκες. Ηταν η περίοδος (και μάλιστα αρχής γενομένης από το 1943) κατά την οποία διαμορφώνονταν διεθνείς συμφωνίες και θεμελιώνονταν διεθνείς ενώσεις (διακρατικοί οργανισμοί) που αποσκοπούσαν στην οικονομική συνεργασία για τη μεταπολεμική καπιταλιστική ανασυγκρότηση, την αποκατάσταση του διεθνούς εμπορίου και της διεθνούς κίνησης των κεφαλαίων. Σε αυτήν τη διαδικασία ηγούνταν οι ΗΠΑ, σημαντικό ρόλο έπαιζε το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ ο ρόλος κάθε κράτους - μέλους των Ηνωμένων Εθνών ήταν ανάλογος του οικονομικού και πολιτικού του βάρους. Οι μεγάλες καταστροφές στην ελληνική οικονομία από τη γερμανική κατοχή, αλλά και ο κλονισμός της αστικής εξουσίας από την απελευθέρωση έως την ήττα του ΔΣΕ, ενέτειναν τη στρατιωτική, οικονομική και πολιτική εξάρτηση της Ελλάδας από τις νέες ιμπεριαλιστικές ενώσεις και κέντρα.68 Το γεγονός αυτό οδήγησε το ΚΚΕ, κάτω από την επίδραση και ορισμένων μικροαστικών συνεργαζόμενων δυνάμεων, να θεωρεί το αποτέλεσμα (δηλαδή την εξάρτηση) ως αιτία της ιστορικά διαμορφωμένης καθυστέρησης στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού.69
Το ΚΚΕ, μαζί με συνεργαζόμενες ΕΑΜικές δυνάμεις, άνοιξε πολεμική στις απόψεις που θεωρούσαν ως αιτία της βιομηχανικής καθυστέρησης της Ελλάδας την έλλειψη εγχώριων πόρων (κυρίως πρώτων βιομηχανικών υλών). Το 1945, ενόψει του 7ου Συνεδρίου του ΚΚΕ και μετά από αυτό, διαμορφώθηκαν μελέτες σχετικά με τις δυνατότητες και προϋποθέσεις εκτεταμένου εξηλεκτρισμού και εκβιομηχάνισης και ειδικότερα ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας.
Το 1947 εκδόθηκε η μελέτη του Δημήτρη Μπάτση70, στελέχους του ΚΚΕ, «Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα». Ο Μπάτσης υποστήριξε ότι η Ελλάδα δε στερούνταν ορυκτού πλούτου και ενεργειακών πηγών απαραίτητων για να «εκβιομηχανίσει» την οικονομία της και να δημιουργήσει βαριά βιομηχανία, χωρίς να εξαρτάται από ανάλογες εισαγωγές. Ως πολιτικό πλαίσιο αυτής της εκβιομηχάνισης θεωρούσε τον κρατικό σχεδιασμό και τον κοινωνικό έλεγχο, με αποκλεισμό των ξένων οικονομικών ή πολιτικών παραγόντων. Ο Δ. Μπάτσης, καταγράφοντας τις εγχώριες πρώτες ύλες, κατέρριψε την άποψη ότι η βιομηχανοποίηση της ελληνικής οικονομίας δεν ήταν δυνατή εξαιτίας της έλλειψής τους.
Είναι ιστορικής σημασίας η πρωτοποριακή τοποθέτηση του Μπάτση, και γενικότερα του ΚΚΕ, για την ύπαρξη πρώτων υλών και τη δυνατότητα ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από ασάφειες και προβλήματα στη χρήση και στο πολιτικό περιεχόμενο ορολογιών στις προγραμματικές θέσεις του ΚΚΕ. Γιατί, στην Ελλάδα, αν και αναγνωριζόταν ως γενική τάση η αναγκαιότητα εκβιομηχάνισης και εκτεταμένου εξηλεκτρισμού, ωστόσο δεν αναγνωριζόταν εξίσου και η αναγκαιότητα ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας (παραγωγής μέσων παραγωγής και επεξεργασμένων ενδιάμεσων υλικών της βιομηχανίας) μέσω ισχυρής κρατικής επιδότησης.
Στις συνθήκες της ανάπτυξης του ΕΑΜικού κινήματος, τμήμα της αστικής τεχνικής διανόησης δέχτηκε θετική πολιτική επιρροή από κατευθυντήριες ιδέες του προγράμματος του ΕΑΜ. Αυτή η επίδραση ενισχύθηκε και μεταπολεμικά από το αποτέλεσμα της γρήγορης, οικονομικής ανόρθωσης της ΕΣΣΔ. Ετσι κέρδισε έδαφος η ιδέα χρησιμοποίησης Μεσοπρόθεσμου Οικονομικού Προγράμματος και κρατικών επενδύσεων για την εκβιομηχάνιση. Το τμήμα της αστικής τεχνικής διανόησης που προσχώρησε στο ΕΑΜ συμμετείχε αρχικά σε εθελοντικές μελετητικές ομάδες για την εκπόνηση Προγραμμάτων Ανασυγκρότησης. Η κριτική τους προς τα επίσημα (των κυβερνητικών και αμερικανικών επιτελείων) προγράμματα ασκούνταν κυρίως από τις στήλες οικονομικών περιοδικών, ανάμεσά τους του περιοδικού «Ανταίος», που, όπως αναφέρθηκε, διηύθυνε ο Δημήτρης Μπάτσης, και του περιοδικού «Νέα Οικονομία», που ιδρυτής του ήταν ο Αγγελος Αγγελόπουλος, γραμματέας Οικονομικών της ΠΕΕΑ και υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε με βάση τη Συμφωνία του Λιβάνου.
Το προγραμματικό πολιτικό πλαίσιο, στο οποίο τοποθετούσε ο Δ. Μπάτσης την εκβιομηχάνιση, ήταν η προγραμματική αντίληψη του ΚΚΕ που έθετε ως στρατηγικό στόχο την «ολοκλήρωση του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού και την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας», τις εθνικοποιήσεις και τις κρατικές επενδύσεις για τη δημιουργία βαριάς βιομηχανίας σε καθεστώς λαϊκής δημοκρατίας.71
Το ΚΚΕ θεωρούσε ότι η καπιταλιστική βιομηχανική ανάπτυξη, ο εκσυγχρονισμός του καπιταλιστικού κράτους και η αστικοδημοκρατική μορφή της εξουσίας στην Ελλάδα δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν από την αστική τάξη εξαιτίας της «υποτελούς εξάρτησής» της και, επομένως, ότι γι' αυτούς τους στόχους έπρεπε να ηγηθεί ένα μέτωπο άλλων δυνάμεων.
Ετσι, ο στόχος της εκβιομηχάνισης και η πολιτική οικονομική αντίληψη για την άμεση ανάληψη από το αστικό κράτος εκτεταμένων παραγωγικών επενδύσεων (κρατικές επιχειρήσεις και μάλιστα μονοπωλιακές) στο έδαφος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και με στόχο την περαιτέρω ανάπτυξή του συχνά ταυτιζόταν με τις εθνικοποιήσεις, όπως έμπαιναν σε Προγράμματα του ΚΚΕ.
Σημειώσεις:
1. Αρχείο ΚΚΕ, 5η Ολομέλεια της ΚΕ, σελ. 24, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ.
2. Αρχείο ΚΚΕ, 7η Ολομέλεια της ΚΕ, 1950, σελ. 202, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ.
3. Ο.π., σελ. 205.
4. Η κατευθυντήρια γραμμή του Σχεδίου Μάρσαλ εκφωνήθηκε από το στρατηγό και υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζορτζ Μάρσαλ στις 5.6.1947. Αφορούσε το διακανονισμό προμήθειας αμερικανικών εμπορευμάτων αναγκαίων για την ανασυγκρότηση (οικονομική και στρατιωτική) των ευρωπαϊκών οικονομιών, σε συνθήκες έλλειψης δολαρίων για την αγορά τους.
Στις 27.6 - 3.7.1947 έγινε στο Παρίσι συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών της ΕΣΣΔ, της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας, με θέμα την αποκατάσταση των χωρών της Ευρώπης από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Μ. Βρετανία και η Γαλλία απέρριψαν τις προτάσεις της ΕΣΣΔ και επέμειναν στη δημιουργία Ευρωπαϊκής Επιτροπής που θα καθόριζε τους πόρους και την ανάπτυξη των βασικών βιομηχανικών κλάδων των χωρών. Ο Μόλοτοφ, υπουργός Εξωτερικών της ΕΣΣΔ, αποχώρησε στις 3 Ιούλη, θεωρώντας τη δημιουργία και τον τρόπο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επέμβαση και περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας των ευρωπαϊκών χωρών. Μαζί του αποχώρησαν και οι εκπρόσωποι των Λαϊκών Δημοκρατιών.
Ακολούθησε στις 12.7.1947 η ειδική Διάσκεψη του Παρισιού (συγκλήθηκε από τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία), στην οποία πήραν μέρος τα εξής ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη: Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Δανία, Ελβετία, Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Ισλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Νορβηγία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σουηδία, Τουρκία. Η Διάσκεψη αποφάσισε την ίδρυση της Επιτροπής Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας. Το 1948, με τη συμμετοχή και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας (αρχικά αντιπροσωπευόταν από την αγγλοαμερικανική και γαλλική ζώνη κατοχής) και την Ελεύθερη Περιοχή της Τεργέστης, η οποία στη συνέχεια ενσωματώθηκε στην Ιταλία, προέκυψε ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας. Στις 30.9.1961, με την ένταξη και μη ευρωπαϊκών κρατών, εξελίχτηκε σε μόνιμο οργανισμό με την επωνυμία Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ - OECD). Τον Απρίλη του 1948 ψηφίστηκε στις ΗΠΑ ο Νόμος περί εξωτερικής βοήθειας, ο οποίος προέβλεπε 4ετές πρόγραμμα βοήθειας προς τις παραπάνω ευρωπαϊκές χώρες. Για τη διαχείριση του προγράμματος ιδρύθηκε η Διοίκηση Οικονομικής Συνεργασίας - ΔΟΣ (Economic Cooperation Administration-ECA). Επικεφαλής της ΔΟΣ διορίστηκε ο Paul Hoffman, ο οποίος προσδιόρισε την ουσία του Σχεδίου Μάρσαλ ως εξής: «Το έργο μας είναι η αποκατάσταση. Το μυστικό της ανόρθωσης της Ευρώπης είναι αυτό τούτο το μυστικό της οικονομικής υγείας των ΗΠΑ, δηλαδή η αύξηση της παραγωγής, γεωργικής και βιομηχανικής, με την αύξηση της παραγωγικότητας κάθε ατόμου.»
Στις 16.10.1948 υπογράφηκε από όλα τα κράτη-μέλη της Οικονομικής Ευρωπαϊκής Συνεργασίας η Συμφωνία πληρωμών και συμψηφισμών (είχε ξεκινήσει από το 1947). Σύμφωνα με το Σχέδιο Μάρσαλ, το σύστημα των πολυμερών συμψηφισμών επεκτεινόταν και στο δολάριο.
Η αμερικανική βοήθεια προς τις χώρες της Ευρώπης με βάση το Σχέδιο Μάρσαλ θα χωριζόταν σε δύο τμήματα, την άμεση και την έμμεση. Η άμεση βοήθεια θα δινόταν σε δολάρια που θα χρησίμευαν για την αγορά αγαθών, καταρχάς - από την περιοχή του δολαρίου. Η έμμεση βοήθεια ήταν τα λεγόμενα τραβηκτικά δικαιώματα ή δικαιώματα αναλήψεως (drawing rights), που θα χρησιμοποιούνταν για τις ανταλλαγές αγαθών μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που μετείχαν στο Σχέδιο. Η έμμεση βοήθεια προϋπέθετε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα υπέγραφαν μεταξύ τους διμερείς συμφωνίες που θα καθόριζαν ποια είδη εμπορευμάτων θα εισάγονταν και θα εξάγονταν ανάμεσα στις συμβαλλόμενες χώρες. Το έλλειμμα των ανταλλαγών τακτοποιούνταν με τα δικαιώματα αναλήψεως. Ετσι η έμμεση βοήθεια χρησίμευε για να καλύπτονται τα παθητικά υπόλοιπα των εμπορικών ισοζυγίων των διάφορων χωρών προς τις άλλες χώρες του προγράμματος ευρωπαϊκής οικονομικής συνεργασίας, ενώ η άμεση βοήθεια προοριζόταν για την αντιμετώπιση της έλλειψης δολαρίων.
Κατά το οικονομικό έτος 1951 - 1952, ενώ διαρκούσε ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος εναντίον της Κορέας, αναπροσαρμόστηκαν οι στόχοι της «αμερικανικής βοήθειας», σχεδόν αποκλειστικά στο στρατιωτικό τομέα. (Βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928 - 1978, σελ. 346 - 349, Αθήνα, 1978. Γεώργιος Μίρκος, Η οικονομική διάσταση του δόγματος Truman και του «Σχεδίου Μάρσαλ» στην Ελλάδα, έκδ. Υπουργείο Εξωτερικών/ Η Ελλάδα στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου, τόμ. Α', σελ. 60 - 63, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2001.)
Ο Γ. Μίρκος, επίτιμος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, αναφέρει:
«Το Σχέδιο (Μάρσαλ) από πλευράς "στόχων" και "τεχνικής λειτουργίας" ήταν τέλειο. Κατ' αρχήν λειτουργούσε με ενιαίο τρόπο και κάλυπτε τρεις στόχους. Βοηθούσε σημαντικά την οικονομία των ΗΠΑ, ενώ παράλληλα προωθούσε προς την ανασυγκρότηση την ευρωπαϊκή οικονομία. Πάνω σ' αυτή την οικονομική ανάπτυξη του Δυτικού Κόσμου στήριζαν οι ΗΠΑ την εξωτερική, κυρίως αντικομμουνιστική, πολιτική τους. Η Ελλάδα, τοποθετούμενη στον ευαίσθητο γεωπολιτικό χώρο της αμυντικής γραμμής των Δυτικών, επωφελήθηκε αναμφισβήτητα από την οικονομική βοήθεια του Σχεδίου, άσχετα αν δεν αξιοποίησε πλήρως τη βοήθεια που έλαβε».
Αποκαλυπτική είναι και η τοποθέτηση του καθηγητή Αγγελου Αγγελόπουλου:
«"Οι βαθύτεροι λόγοι της βοήθειας αυτής είναι οικονομικοί. Είναι η διατήρηση του σημερινού επιπέδου της απασχολήσεως, είναι η επέκταση της οικονομικής ισχύος της Αμερικής, είναι η αποφυγή της οικονομικής κρίσεως. Υπό τις σημερινές συνθήκες η αμερικανική βοήθεια για την Ευρώπη αποτελεί ζωτική ανάγκη για την αμερικανική οικονομία. Δίχως αυτήν, η οικονομική κρίση είναι αναπόφευκτη... Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Αμερική προέρχεται σήμερα από το ενδεχόμενο σταμάτημα των εξαγωγών της προς την Ευρώπη". Στη συνέχεια, αναφερόμενος στους πολιτικούς λόγους της αμερικανικής βοήθειας προς την Ευρώπη αναφέρει "το φόβο των ΗΠΑ για εξάπλωση του κομμουνισμού στην Ευρώπη".» (Βλ. Αγγελος Αγγελόπουλος, «Γιατί η Αμερική θέλει να βοηθήσει την Ευρώπη», Νέα Οικονομία, τόμ. 1947 - 1948, σελ. 73, Δεκέμβριος 1947.)
5. Συγκροτήθηκε με νόμο που ψήφισε το Κογκρέσο των ΗΠΑ (1951) με την ονομασία «Πράξη Αμοιβαίας Ασφάλειας». Με αυτόν εγκρίθηκε ποσό 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων οικονομικής βοήθειας στο εξωτερικό. Ο συγκεκριμένος νόμος εγκρίθηκε αμέσως μετά από το τέλος του Σχεδίου Μάρσαλ.
6. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος, για τα έτη 1948-1953, η συνολική βοήθεια προς την Ευρώπη ανερχόταν σε 13.404 εκατομμύρια δολάρια, η βοήθεια προς την Ελλάδα σε 946,4 εκατομμύρια δολάρια, ποσοστό 7,1 % της συνολικής. (Βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978, σελ. 350, Αθήνα, 1978.)
7. AMAG (American Mission for Aid to Greece): ΑΜΑΓΚ ήταν η Αμερικανική Αποστολή για τη Βοήθεια στην Ελλάδα, που είχε τη γενική ευθύνη για τη διαχείριση της αμερικανικής βοήθειας. Πρώτος αρχηγός της AMAG ήταν ο Ντουάιτ Γκρίνσγουολντ, που έφτασε στην Ελλάδα στις 14.7.1947.
8. UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration). Πρόκειται για τη Διοίκηση Περίθαλψης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών. Η UNRRA ιδρύθηκε στις 9.11.1943 από 44 κράτη που στη συνέχεια αποτέλεσαν μέλη του ΟΗΕ, με αντικειμενικό σκοπό να βοηθήσει οικονομικά τις χώρες που είχαν πληγεί από τις δυνάμεις του φασιστικού άξονα. Η UNRRA εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα την 1.4.1945 και στη διετία 1945-1947 εισήγαγε στην Ελλάδα τρόφιμα αξίας 171,9 εκατομμυρίων δολαρίων. Για τον εξοπλισμό της γεωργίας διέθεσε μηχανήματα κλπ. αξίας 45 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ για φάρμακα διέθεσε το ποσό των 7.540.000 δολαρίων.
9. Βλ. στοιχεία για την «αμερικανική βοήθεια» μέχρι και το 1957, στο Παράρτημα του Δοκιμίου, Πίνακας 1, σελ. 597.
10. «Δηλώσεις Πιουριφόι», Νέα Οικονομία, τόμ. έτους 1952, σελ. 31-33.
11. Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978, σελ. 286, Αθήνα, 1978.
12. Η Μ. Δρίτσα αναφέρει στους πρωτοστάτες αυτής της άποψης την Εθνική Τράπεζα (βλ. Βιομηχανία και Τράπεζες στην Ελλάδα του μεσοπολέμου, έκδ. Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τράπεζας, σελ. 202, Αθήνα, 1990).
13. Ξ. Ζολώτας, Νομισματικές και Οικονομικές μελέτες, τόμ. Α', σελ. 152, έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1997.
14. Στην Εκθεση του FAO αναφέρεται: «Η Ελλάς έχει μεγάλας δυνατότητας δι' ευρυτέραν βιομηχανικήν ανάπτυξιν και δι' εξ αυτής προερχομένην αύξησιν της αναλογίας των απασχολουμένων εις την βιομηχανίαν και εις μη γεωργικάς εργασίας. Δεν ήτο έργον της Αποστολής ταύτης η λεπτομερής έρευνα τοιούτων βιομηχανικών δυνατοτήτων ή η πρότασις μέτρων διά την προώθησιν ταχυτέρας αναπτύξεώς των. Εν τούτοις λόγω του επείγοντος της εκμεταλλεύσεως των δυνατοτήτων μιας μη γεωργικής απασχολήσεως εν Ελλάδι (...) προτάσεις επί του ζητήματος τούτου συμπεριλήφθησαν (...) εις τας συστάσεις της Αποστολής.»
«Η Αποστολή συνιστά όπως η ελληνική Κυβέρνησις υιοθετήση ως μακροχρόνιον αντικειμενικόν σκοπόν της την μετατροπήν της Ελλάδος από κυρίως αγροτικήν χώραν, η οποία χρησιμοποιεί κατά το πλείστον αρχέγονους μεθόδους, εις χώραν περισσότερον εκβιομηχανισμένην και χρησιμοποιούσαν συγχρονισμένες μεθόδους τόσον εις την γεωργίαν όσον και εις την βιομηχανίαν.» (Βλ. Ξ. Ζολώτας, Νομισματικές και Οικονομικές Μελέτες 1945-1996, τόμ. Α', έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, σελ. 230, Αθήνα 1997.)
15. Η κεϊνσιανή οικονομική πολιτική στηρίζεται στην οικονομική θεωρία του Αγγλου αστού οικονομολόγου John Maynard Keynes (Τζ. Μ. Κέινς, 1883-1946). Ο Β. I. Λένιν εκτίμησε ότι ο Κέινς με το έργο του Οι οικονομικές συνέπειες της συνθήκης των Βερσαλλιών (1919) «έφθασε στο συμπέρασμα πως μετά από τη συνθήκη των Βερσαλλιών η Ευρώπη και ολόκληρος ο κόσμος οδηγούνται στη χρεοκοπία» (βλ. Β. I. Λένιν, «Το II Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς», Απαντα, τόμ. 41, σελ. 219, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1983, και Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 16, σελ. 694).
Κορυφαίο έργο του Κέινς είναι Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος (1936) (ελληνική έκδοση από τις εκδόσεις Παπαζήση, 2001).
Ο Κέινς διατύπωσε τη θεωρία για την αναγκαιότητα κρατικής ρύθμισης της καπιταλιστικής οικονομίας μέσω των Αμεσων Κρατικών Επενδύσεων και της παρέμβασης στη λεγόμενη «ενεργή ζήτηση», ώστε να ελεγχθεί η μεγάλη οικονομική κρίση και να επιταχυνθεί η αναζωογόνηση της οικονομίας. Επεξεργάστηκε ανάλογο πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής του αστικού κράτους.
Οι θεωρίες του Κέινς αξιοποιήθηκαν από μια σειρά αστικές κυβερνήσεις και κόμματα και όχι μόνο από τα σοσιαλδημοκρατικά (π.χ., Χίτλερ στη Γερμανία, η Πολιτική του New Deal στις ΗΠΑ τη δεκαετία 1930), ιδιαίτερα στις συνθήκες της προετοιμασίας για το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εφαρμογή των θέσεών του όπως ήταν φυσικό δεν έδωσε διέξοδο στις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού. Ετσι μετά από την οικονομική κρίση 1929-1933 και παρόλο ότι σε μια σειρά χώρες πάρθηκαν μέτρα κεϊνσιανού τύπου, το 1938 μια νέα ύφεση έπληξε τον καπιταλιστικό κόσμο η οποία βρήκε διέξοδο στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Μετά από τον πόλεμο, η πολιτική κρατικής στήριξης της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης ονομάστηκε νεοκεϊνσιανισμός και, παρόλο που ακολουθήθηκε περισσότερο ή λιγότερο απ' όλες τις αστικές κυβερνήσεις (φιλελεύθερες και σοσιαλιστικές ή συνεργασίας) της καπιταλιστικής Δυτικής Ευρώπης, ταυτίστηκε με τους σοσιαλδημοκράτες, αφού αυτοί παρουσίαζαν αυτά τα μέτρα ως δρόμο για το σοσιαλισμό.
16. Αγγελος Αγγελόπουλος, «Ανάγκη δυναμικού και ισορροπημένου Προγραμματισμού», Νέα Οικονομία, τόμ. 1965, σελ. 332, Απρίλης 1965.
17. Επιθεώρησις Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, τεύχ. 1, 1952, Πέτρου Κουβέλη, «Οι δυνατότητες εκβιομηχανίσεως της Ελλάδος», σελ. 60-69 και Κυριάκος Βαρβαρέσος, «Εκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος», σελ. 462-463, Αθήνα, 1952.
18. Dispatch no. 130, dated 17th February 1950, from H. M.'s Ambassador in Washington to the Secretary of State for Foreign Affairs (Public Record Office).
19. Πληροφοριακό σημείωμα (18.1.1952) στο Φάκελο 98.2 (1952), Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών.
20. Αντιπροσωπευτική είναι η τοποθέτηση του Ξ. Ζολώτα στο άρθρο του στο Βήμα, 8.1.1949, «Προοπτική ανασυγκροτήσεως».
21. Η κριτική προσέγγιση, τηρουμένων των αναλογιών, θυμίζει την κριτική (και του ΙΟΒΕ) για την αξιοποίηση του Α' και εν μέρει και του Β' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΚΠΣ). (Βλ. Τμήμα Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ, Γ' ΚΠΣ, κριτική παρουσίαση των στόχων, επιλογών και της κατανομής των πόρων, Ιούνης 2001, σελ. 18. [Ενθετο φυλλάδιο στον Κυριακάτικο Ριζοσπάστη].)
22. «Το τέλος του Σχεδίου Μάρσαλ», Νέα Οικονομία, σελ. 337 - 338, Αύγουστος 1952.
23. Ο Ξ. Ζολώτας, σε υπόμνημά του (Ιούνης 1952) κριτικάρει την απόφαση απότομου περιορισμού του ρυθμού αύξησης των πιστώσεων από τα διαθέσιμα της Τράπεζας της Ελλάδος. (Βλ. Νέα Οικονομία, σελ. 319, 1952.)
24. Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος, Η Ελλάδα στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου, τόμ. Α', σελ. 86-87, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2002.
25. Στις 31.3.1950, στην επιστολή του Αμερικανού πρέσβη, τη γνωστή «Επιστολή Grady», είχε διατυπωθεί η άποψη της κυβέρνησης των ΗΠΑ για μέτρα δημοσιονομικής σταθεροποίησης (πάγωμα των μισθών, μείωση των στρατιωτικών δαπανών, πάγωμα των προσλήψεων στο Δημόσιο) και μεταρρυθμίσεων (στο φορολογικό και σε κίνητρα επενδύσεων στη βιομηχανία). Τμήμα του ελληνικού αστικού Τύπου εναντιώθηκε στην «Επιστολή Grady» με αιχμή το προτεινόμενο από τις ΗΠΑ πλαίσιο οικονομικής πολιτικής. Ωστόσο, η αντιπαράθεση ήταν κυρίως πολιτική. Η παρέμβαση Grady εξέφραζε τη διαφωνία των ΗΠΑ στην κυβερνητική επιλογή που προωθούσε ο βασιλιάς (κυβέρνηση Φιλελευθέρων και Λαϊκού Κόμματος).
26. Μέχρι τις αρχές του 1952 το ενεργειακό πρόγραμμα είχε απορροφήσει λίγο λιγότερο από το μισό των εγκεκριμένων πόρων. Τον Αύγουστο του 1950 ιδρύθηκε η ΔΕΗ, που θα αναλάμβανε την υλοποίηση του προγράμματος. (Βλ. Γ. Σταθάκης, Το δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ, σελ. 345, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2004.)
27. Η Εκθεση περιλάμβανε και ένα εμπιστευτικό τμήμα, που θέμα του ήταν «Η αναπροσαρμογή της δραχμής». Αυτό δημοσιοποιήθηκε μετά από την υποτίμηση της δραχμής το 1953. Συμπεριλαμβάνεται, στο Κυριάκος Βαρβαρέσος, Εκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος, εκδ. Σαββάλα, Αθήνα, 2002.
28. Βλ. Νέα Οικονομία, τόμ. έτους 1952, τεύχ. Φλεβάρη, σελ. 49-52.
29. Η «νέα δραχμή» εισήχθη επί κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου με το νόμο 18 της «νομισματικής διαρρύθμισης» (9.11.1944). Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος (11 Νοεμβρίου 1944), η ισοδυναμία της «νέας δραχμής» προς τη χάρτινη λίρα οριζόταν 0,0016666 (1 χάρτινη λίρα = 600 δραχμές). Η αντιστοιχία της «νέας δραχμής» προς την παλιά ήταν 1 νέα = 50 δισ. παλιές [Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδας 1928-1978, Αθήνα, 1978, σελ. 247],
30. Κυριάκος Βαρβαρέσος, Εκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος, Αθήνα, 1952, βλ. εισαγωγή Κ. Κωστής, σελ. 55-56.
Πρόκειται για την έκθεση που συνέταξε ο δικηγόρος Π. Πόρτερ στις 30.4.1947, επικεφαλής της Αμερικανικής Αποστολής που επισκέφθηκε την Ελλάδα το Γενάρη του 1947, με σκοπό να προετοιμάσει την εκπόνηση προγράμματος οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα για την καπιταλιστική ανασυγκρότησή της και τη σταθεροποίηση του αστικού κράτους.
31. Απόσπασμα από την Εκθεση Πόρτερ όπως αναφέρεται στο: Γιώργος Σταθάκης, Το δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ, σελ. 156, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2004.
32. Κυριάκος Βαρβαρέσος, Εκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος, Αθήνα, 1952, βλ. εισαγωγή Κ. Κωστής, σελ. 49-50.
33. Εισήγηση του Νίκου Κιτσίκη, μέλους της ΔΕ της ΕΔΑ, στην Α' Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ, 15-18 Ιουλίου του 1956, έκδ. Νέα Ζωή, σελ. 129, 130, 132, 133.
34. Ιωάννη Ζίγδη, «Η εξέλιξις της ελληνικής βιομηχανίας», Νέα Οικονομία, τόμ. έτους 1953, σελ. 371 - 373.
35. Στη συνέχεια, στο Κεφάλαιο 2. Δ. παρατίθενται στοιχεία για τις εισροές Αμεσων Ξένων Επενδύσεων με βάση το ΝΔ 2687/1953.
36. Ο Ξ. Ζολώτας θεωρούσε ότι «στο διάστημα της επταετίας συνέβησαν αρκετές ανωμαλίες σ' αυτόν τον τομέα», αλλά δε θα έπρεπε να οδηγήσει σε φοβία και άρνηση των ξένων επιχειρήσεων. Υποστήριζε ότι στη συνεργασία με ξένες εταιρίες «η ελληνική πλευρά θα πρέπει να διατηρεί, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, την πλειοψηφία». (Βλ. Ξ. Ζολώτας, Νομισματικές και Οικονομικές μελέτες 1945 - 1996, τόμ. Β', σελ. 243 - 245, έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1997.)
37. Νέα Οικονομία, τόμ. έτους 1953, σελ. 396.
38. Ανακοινώθηκε στις 9.4.1953 από τον υπουργό Συντονισμού Σπύρο Μαρκεζίνη της κυβέρνησης Αλέξανδρου Παπάγου (Πράξη αρ. 267 της 9.4.1953, Νομοθετικό Διάταγμα 2415 του 1953). (Βλ. Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928 - 1978, σελ. 391, Αθήνα, 1978.)
39. Στη Σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών στο Bretton Woods (New Hampshire, από 1-22 Ιούλη 1944), συμμετείχαν εκπρόσωποι 44 χωρών. Εκεί τέθηκε η βάση του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Αυτό το σύστημα ίσχυσε έως και το 1971, όταν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον ανακοίνωσε την εγκατάλειψη της μετατρεψιμότητας του αμερικανικού δολαρίου σε χρυσό.
40. Ο καθηγητής Ξ. Ζολώτας, τασσόμενος υπέρ της εκβιομηχάνισης, έδινε έμφαση στη διοργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών και διαφόρων οργανισμών ως φορέων της ανασυγκρότησης, ενώ έκανε κριτική στην τάση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας να φυγαδεύει κεφάλαια στο εξωτερικό και να μην προχωρεί σε παραγωγικές επενδύσεις. Η κριτική του αφορούσε και τα εκάστοτε «αλλοπρόσαλλα οικονομικά και δημοσιονομικά μέτρα» των κυβερνήσεων. (Βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928 - 1978, σελ. 408, σημείωση 1, Αθήνα, 1978, και Ξ. Ζολώτας, Η Eκθεσις του Κ. Βαρβαρέσου και η οικονομική ανάπτυξις, σελ. 26, Αθήνα, 1952.)
41. Για τους στόχους του Πενταετούς Προγράμματος βλ. Παράρτημα Πίνακας 2, σελ. 598.
42. Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978, σελ. 299-309, Αθήνα, 1978.
43. Ο.Π., σελ. 535-536.
44. Ξ. Ζολώτας, Νομισματική ισορροπία και οικονομική ανάπτυξις, σελ. 153, Αθήνα, 1964.
45. Ξ. Ζολώτας, Νομισματικές και Οικονομικές μελέτες 1945 - 1996, τόμ. Β', σελ. 242 - 244, έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1997.
46. Βλ. Ιωσήφ Χασσίδ, «Ξένες επενδύσεις και ξένες επιχειρήσεις στην Ελλάδα» στο Συλλογικό, 2004: Η ελληνική οικονομία στο κατώφλι του 21ου αιώνα, σελ. 389 εκδ. Ιονική Τράπεζα, 1995.
47. Με τον αναγκαστικό νόμο 1611/1950 τα αποθεματικά των Ασφαλιστικών Ταμείων δεσμεύτηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδας με επιτόκια που υπολείπονταν κατά πολύ και από τον επίσημο πληθωρισμό, με αποτέλεσμα μεγάλες απώλειες σε βάρος των εργαζομένων.
48. Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) ιδρύθηκε το 1959 ως μικρή ερευνητική μονάδα με την επωνυμία Κέντρο Οικονομικών Ερευνών. Η απόφαση ίδρυσής του πάρθηκε από τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, μετά από εισήγηση του τότε διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Ξ. Ζολώτα. Την οργάνωσή του ανέλαβε ως πρώτος πρόεδρος του ΔΣ και Επιστημονικός Διευθυντής ο καθηγητής και μετέπειτα πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου, ο οποίος κλήθηκε από τον Κ. Καραμανλή, ενώ βρισκόταν στο Πανεπιστήμιο Berkeley των ΗΠΑ. Ηρθε μόνιμα στην Ελλάδα στις 16.1.1961.
49. Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928 - 1978, σελ. 500, Αθήνα, 1978.
50. Α. Λυμπεράκη, Ευέλικτη εξειδίκευση; Κρίση και αναδιάρθρωση στη μικρή βιομηχανία, σελ. 122, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1991. (Βλ. επίσης Π. Καζάκος, Ανάμεσα σε κράτος και αγορά, σελ. 182, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2003.)
51. Σπ. Μαγκλιβέρας, Ο κρατικός τομέας της οικονομίας στην Ελλάδα και η κρίση, σελ. 163, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1987.
52. Ζολώτας, Νομισματική ισορροπία και οικονομική ανάπτυξις, σελ. 42 - 45, Αθήνα, 1964.
53. Ξ. Ζολώτας, Νομισματικές και Οικονομικές μελέτες 1945 - 1996, σελ. 368, έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1997.
54. Τράπεζα της Ελλάδος, Γα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928 - 1978, σελ. 633 - 634, Αθήνα, 1978.
55. Β. Παπανδρέου, Πολυεθνικές επιχειρήσεις και αναπτυσσόμενες χώρες, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1981.
56. Π. Καζάκος, Ανάμεσα σε κράτος και αγορά, σελ. 210, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2003.
57. Κάθε εισροή ξένου βιομηχανικού κεφαλαίου έχει ως κίνητρο την αποκόμιση μεγαλύτερου ποσοστού κέρδους που συχνά εξασφαλίζεται από το χαμηλότερο επίπεδο μισθών και ημερομισθίων της χώρας υποδοχής από εκείνο στη χώρα εξαγωγής κεφαλαίων. Ωστόσο, δεν είναι αυτό το στοιχείο που προσδιορίζει μια ξένη επένδυση ως κλασικά αποικιακού χαρακτήρα. Ως τέτοια προσδιορίζεται όταν εξάγεται εξολοκλήρου η υπεραξία και όταν μια ξένη βιομηχανική επένδυση δεν τροφοδοτεί άλλες εγχώριες βιομηχανικές επενδύσεις.
58. Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928- 1978, Πίνακας 121, σελ. 509, Αθήνα, 1978.
59. Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978, Πίνακας 137, σελ. 540, Αθήνα, 1978.
60. Ο.π., Πίνακας 138, σελ, 538-539.
61. Μ. Μάλλιος, Η σύγχρονη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα, σελ. 107, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1975..
62. Στέργ. Μπαμπανάση - Κ. Σούλα, Η Ελλάδα στην περιφέρεια των αναπτυγμένων χωρών, εκδ. Θεμέλιο, σελ. 162, Αθήνα, 1976. (Βλ. και Γιάννη Σαμαρά, Κράτος και κεφάλαιο στην Ελλάδα, σελ. 435, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1985.)
63. Το 1975, ΗΠΑ 34,1 %, ΕΟΚ (9) 41,8% (με Γαλλία 16,7%, Γερμανία 11,5%) και το 1988 οι ΗΠΑ 13,5%, η ΕΟΚ (9) 71,5% (με Γαλλία 27,7% και Γερμανία 17,9%). (Βλ. Τάσος Γιαννίτσης, Η δυναμική των σχέσεων εξειδίκευσης μεταξύ Ελλάδος - Ισπανίας - Πορτογαλίας - Τουρκίας και Ξένες Επενδύσεις στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1980, σελ. 158, ΕΚΕΜ, 1992, και I. Χασσίδ, «Ξένες επενδύσεις και ξένες επιχειρήσεις στην Ελλάδα» στο Συλλογικό, 2004: Η ελληνική οικονομία στο κατώφλι του 21ου αιώνα, σελ. 391, εκδ. Ιονική Τράπεζα, 1995.)
64. Μια σειρά μελέτες της κοινωνικοταξικής διάρθρωσης της Ελλάδας αποδεικνύουν αυτήν την τάση. Ο Π. Παπαδόπουλος στο βιβλίο «Η ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας» παραθέτει τα στοιχεία που, ενώ αποδεικνύουν μείωση της αυτοαπασχόλησης στην αγροτική παραγωγή, ταυτόχρονα αποδεικνύουν ότι συντελούνταν αύξηση στη βιοτεχνία και στις λεγόμενες «υπηρεσίες» και το εμπόριο. Συγκεκριμένα:
Το 1951 οι αυτοαπασχολούμενοι στη βιομηχανία (βιοτέχνες) ήταν 137.737, ενώ στις υπηρεσίες, εμπόριο κλπ. ήταν 170.612.
Το 1961 οι αυτοαπασχολούμενοι στη βιομηχανία (βιοτέχνες) ήταν 184.387, ενώ στις υπηρεσίες, εμπόριο κλπ. ήταν 204.474.
Το 1971 οι αυτοαπασχολούμενοι στη βιομηχανία (βιοτέχνες) ήταν 209.404, ενώ στις «υπηρεσίες», εμπόριο κλπ. ήταν 221.180.
Το 1981 οι αυτοαπασχολούμενοι στη βιομηχανία (βιοτέχνες) ήταν 277.870, ενώ στις υπηρεσίες, εμπόριο κλπ. ήταν 293.377. (Π. Παπαδόπουλος, «Η ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας», σελ. 264,265, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987.)
65. Νίκος Μπελογιάννης, «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα», σελ. 47, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1998.
66. Η αναφορά γίνεται για τους όρους με τους οποίους δόθηκαν δάνεια στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και μετά. Πρόκειται για τα περιβόητα Δάνεια της Ανεξαρτησίας (1821 -1828), αλλά και για εκείνα που δόθηκαν αργότερα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος (1833 και στη συνέχεια) από τις Μεγάλες Δυνάμεις και ιδιαίτερα από την Αγγλία και τη Γαλλία. Οι όροι περιλάμβαναν υψηλά επιτόκια, ενώ ως εγγύηση για το δανεισμό έμπαινε το σύνολο των δημόσιων εσόδων, οι λεγόμενες «εθνικές γαίες» κλπ. (Βλ. Ν. Μπελογιάννης, «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα», σελ. 29-63, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1998.)
67. Στις παρεμβατικές επιστολές των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων προς την κυβέρνηση κατά το 19ο αιώνα, συχνά συναντάται φρασεολογία σαν να απευθύνονταν σε καθεστώς υποτέλειας. Βλ., για παράδειγμα, την επιστολή του Αγγλου πρεσβευτή Σκάρλετ προς τον υπουργό Εξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη (1864), με φράσεις όπως: «Είχον λόγους να πιστεύω ότι η διαγωγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως και του ελληνικού έθνους ήτον άξια παντός επαίνου (...) ημπορεί να αποδοθεί εις την εντελή ανικανότητα των πολιτικών και στρατιωτικών Αρχών εις το να περιστείλωσι τους απειθούντας και θορυβούντας στρατιώτας» (Βλ. Γ. Κορδάτος, «Ιστορία της νεώτερης Ελλάδος», τόμ. 4, σελ. 212, εκδ. 20ός Αιώνας, Αθήνα, 1958)
68. Βλ. «Εκπροσώπηση στις διεθνείς διασκέψεις και συμμετοχή στους διεθνείς οργανισμούς», Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978, σελ. 224-233, έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1978.
69. Το ίδιο συνέβη -αναγωγή του αποτελέσματος σε αίτιο- και ως προς την εκτεταμένη δραστηριότητα στο εξωτερικό εμπόριο κεφαλαιούχων του ελληνισμού, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις λαθεμένα αποδόθηκε στον (υποτιθέμενο) εκ γενετής χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης ως κομπραδόρικης, και ως παρέμβαση του ξένου παράγοντα.
70. Ο Δημήτρης Μπάτσης ήταν δικηγόρος και οικονομολόγος, διευθυντής του επιστημονικού περιοδικού Ανταίος και γραμματέας της επιστημονικής εταιρίας ΕΠ-ΑΝ (Επιστήμη-Ανασυγκρότηση). Υπήρξε γόνος αστικής οικογένειας, γιος του βασιλόφρονα αντιναυάρχου ε.α. του Πολεμικού Ναυτικού Α. Μπάτση.
71. Σε αυτήν την περίοδο ο όρος της «λαϊκής οικονομίας» υιοθετήθηκε από αστικές δυνάμεις που του έδιναν περιεχόμενο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Για παράδειγμα, ήδη από το 1926 ο Ξ. Ζολώτας έκανε χρήση του όρου «λαϊκή οικονομία», ανάγοντας σε αυτήν την εκβιομηχάνιση μιας εθνικής οικονομίας. Αναφέρεται στην περί οικονομικών σταδίων (Wirtschaftsstufen) θεωρία του Karl Bucher, η οποία διακρίνει τις διάφορες φάσεις της οικονομικής εξέλιξης ανάλογα με την παραγωγή και την κατανομή των έργων: 1. Η «οικογενειακή ή οικιακή οικονομία» (Gescholossene Hauswistschaft). 2. Η «αστική οικονομία» (Stadtwirtschaft) και 3. Η «λαϊκή οικονομία» (Volkswirtschaft). (Ξ. Ζολώτας, Η Ελλάς εις το στάδιον της εκβιομηχανίσεως (1962), β' έκδοση, έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, σελ. 19, Αθήνα, 1964. Παραπέμπει στο K. Bucher, Die Entstehung der Volkswirtschaft, τόμ. 1, σελ. 91, 16η έκδοση, Tubingen, 1922).
Μπορεί οι σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης να μην έχουν σχέση με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση και την καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα την περίοδο μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά οι τότε εξελίξεις και η πολιτική που εφαρμόστηκε έχει στοιχεία από τα οποία μπορούν να βγουν ορισμένα συμπεράσματα. Πρώτ' απ' όλα από τις συζητήσεις για το μείγμα οικονομικής πολιτικής, προκειμένου η καπιταλιστική οικονομία της Ελλάδας να ανορθωθεί από την καταστροφή λόγω του πολέμου, αλλά και την κρίση, λόγω της καταστροφής τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Και, ταυτόχρονα, τις συζητήσεις για τη συμβολή των ξένων επενδύσεων στην καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη, που αποκαλύπτει ότι βασικά αυτή έγινε βασικά εσωτερικής συσσώρευσης και όχι κυρίως λόγω των ξένων επενδύσεων. Ας θυμηθούμε ότι στους κόλπους της ΕΕ, πριν τρία χρόνια είχε αναπτυχθεί μια φιλολογία για την αναγκαιότητα ενός «νέου σχεδίου Μάρσαλ», προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση, ή την επίκληση σήμερα των ξένων επενδύσεων στην οικονομία της Ελλάδας, για να αντιμετωπιστεί η κρίση. Εχει τη σημασία της αυτή η ιστορική εμπειρία, ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθεί η οικονομία της Ελλάδας σήμερα, δηλαδή από το πώς θα βγει από την κρίση και θα περάσει στην ανάκαμψη. Μ' αυτήν τη σύντομη εισαγωγή, δίνουμε στο σημερινό ένθετο «Ιστορία», ορισμένα κεφάλαια και τα συμπεράσματα, για τις οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα από το 1950 έως το 1970, από το «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ Β' τόμος, 1949 - 1968».
2.Β. Η «αμερικανική βοήθεια»
Η άμεση στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ και η ανάγκη σταθεροποίησης του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα οδήγησαν και στην ένταξη της Ελλάδας στα προγράμματα της «αμερικανικής βοήθειας» (Δόγμα Τρούμαν, Σχέδιο Μάρσαλ, Ευρωπαϊκά Πρόγραμμα Ανασυγκρότησης).
Στην εισήγηση και στο κλείσιμο του Νίκου Ζαχαριάδη στην 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (30-31.1.1949), αναφέρεται ανάμεσα σε άλλα για το Σχέδιο Μάρσαλ:
«... Ο βορειοαμερικάνικος ιμπεριαλισμός, που βρίσκεται επικεφαλής του κεφαλαιοκρατικού κόσμου, κάνει απελπιστικές προσπάθειες να ξεπεράσει και ν' απομακρύνει τις ανυπέρβλητες δυσκολίες και αντιθέσεις που τον κατατρώγουν. Οι προσπάθειές του αυτές συγκεντρώνονται πρώτ' απ' όλα στα παρακάτω: α) Στο να εξασφαλίσει με το σχέδιο Μάρσαλ τις παγκόσμιες αγορές ελπίζοντας έτσι να μαλακώσει τις δικές του οικονομικές δυσκολίες... »1
Για το ίδιο ζήτημα, η εισήγηση για την κατάσταση στην Ελλάδα στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (14-18.5.1950) εκτιμά:
«... Μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η μαρσαλοποιημένη Ελλάδα έχει μια βιομηχανία, που, ακριβώς χάρη στην αγγλοαμερικάνικη "βοήθεια", χωρίς να πλησιάσει το προπολεμικό επίπεδο, πήρε τον κατήφορο. Και η περιβόητη "εκβιομηχάνιση" που θα μας έφτιαχναν οι Αμερικάνοι αποδείχτηκε μια απάτη... »2
Σε άλλο σημείο αναφέρει:
«... Αυτή η ανασυγκρότηση είναι, βασικά, αεροδρόμια, λιμάνια, δρόμοι, για πολεμικούς σκοπούς. Από το πώς ξοδεύτηκαν τα 3.610 εκατομμύρια δολάρια φαίνονται και οι συνέπειες που έχει αυτή η "βοήθεια" για το λαό μας. Η κυριότερη συνέπεια της αγγλοαμερικάνικης "βοήθειας" είναι το μεταδεκεμβριανό μοναρχοφασιστικό καθεστώς, που βούτηξε στην πείνα και το αίμα το λαό...»3
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 αποτελούν συνέχεια της οικονομικής πολιτικής που στηρίχτηκε στην «αμερικανική βοήθεια» του αρχικά τετραετούς Σχεδίου Μάρσαλ (Απρίλης 1948 - Απρίλης 1952)4, το οποίο παρατάθηκε περιορισμένα και για το οικονομικό έτος 1952 - 1953. Το πρόγραμμα του Δόγματος Τρούμαν είχε προηγηθεί από το Σχέδιο Μάρσαλ, ενώ πιστώσεις των ΗΠΑ προς την Ελλάδα συνεχίστηκαν σε όλη τη δεκαετία του 1950, κυρίως μέσω του προγράμματος του Οργανισμού Αμοιβαίας Ασφάλειας5 (Mutual Security Agency-MSA), το οποίο ήταν προσανατολισμένο σε στρατιωτικές δαπάνες. Το σύνολο των κεφαλαίων που εισέρρευσαν, είτε με τη μορφή της δωρεάν οικονομικής βοήθειας είτε με τη μορφή των πιστώσεων, είναι πολύ μεγάλο, ακόμα και αναλογικά προς το ύψος του συνολικού αμερικανικού προγράμματος για τα ευρωπαϊκά κράτη.6
Ο Πιουριφόι, πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, με δηλώσεις του (22.12.1951) έδωσε τα εξής στοιχεία:
«Αι προς αυτήν δοθείσαι εγκριτικοί άδειαι αγορών, βάσει του "Σχεδίου Μάρσαλ" και μόνον, υπερέβησαν τα 515.000.000 δολλάρια. Το ποσόν τούτο, προστιθέμενον εις τα άλλα είδη βοηθείας, περιλαμβανομένης και της βοηθείας της AMAG7, της UNRRA8 καθώς και της βοηθείας διά στρατιωτικάς δαπάνας, αναβιβάζει το σύνολον εξωτερικής βοήθειας που παρεσχέθη εις την Ελλάδα από του τέλους του Β' Παγκοσμίου Πολέμου εις πλέον των 2.000.000.000 δολλαρίων.9» Κατατάσσει δε την Ελλάδα στην έβδομη θέση στον πίνακα των δεκαεπτά χωρών της Διοίκησης Οικονομικής Συνεργασίας (ΔΟΣ) που πήραν από τις ΗΠΑ βοήθεια μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ, που μειώθηκε τον Απρίλη του 1948.10
Η εκτίμηση της συμβολής αυτών των εισροών στην οικονομική ανασυγκρότηση και την εκβιομηχάνιση της ελληνικής οικονομίας, αποτέλεσε αντικείμενο έντονης συζήτησης και αντιπαράθεσης, ιδιαίτερα κατά τη διετία 1951-1952. Αφορμή ήταν η αναγγελία της απότομης μεγάλης περικοπής της αμερικανικής βοήθειας για το οικονομικό έτος 1952-1953 (από 182 εκατ. δολάρια το προηγούμενο έτος σε 81,2 εκατ. δολάρια).11 Αυτή η εξέλιξη οδήγησε σε μεγάλη περικοπή των δημόσιων επενδύσεων και περιορισμό της πιστοδότησης των ιδιωτικών, αφού δεν είχαν αναπτυχθεί ακόμα μηχανισμοί και δεν είχε προωθηθεί πολιτική ταχείας εσωτερικής συσσώρευσης.
Είναι σκόπιμο να παρουσιαστούν και να αναλυθούν οι αντιπαραθέσεις γύρω από την αξιοποίηση της αμερικανικής βοήθειας στο πλαίσιο της γενικότερης συζήτησης - και της αστικής αντιπαράθεσης - για την καθυστέρηση της «βιομηχανικής ανάπτυξης» στην Ελλάδα, καθώς και της συνολικότερης συζήτησης για το ρόλο του ξένου παράγοντα στην εκβιομηχάνιση. Αυτό γίνεται αναγκαίο, γιατί η προγενέστερη καθυστέρηση στην εκβιομηχάνιση της Ελλάδας επιτάθηκε από τις καταστροφές του πολέμου και τις αναστολές που επέφερε στον καπιταλιστικό κρατικό μηχανισμό η όξυνση της ταξικής πάλης. Ετσι, το πρόβλημα της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης ορθώθηκε πιο οξυμένο στην ελληνική οικονομία και περιπλέχτηκε με το πρόβλημα της στρατιωτικής και πολιτικής ενσωμάτωσής της στον ιμπεριαλιστικό συνασπισμό.
2. Γ. Η συζήτηση για τη βιομηχανική και οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας μετά από την απελευθέρωση
Στις συνθήκες του νέου συσχετισμού, όπως διαμορφώθηκε μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη, ειδικότερα στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, αναπτύχθηκε η άποψη ότι η εκβιομηχάνιση στην Ελλάδα θα ήταν δυνατή μόνο μέσω του ξένου κεφαλαίου.12 Ο Ξ. Ζολώτας χαρακτήριζε ως «μοναδικήν ευκαιρίαν» (το Σχέδιο Μάρσαλ) για να γίνει η Ελλάδα βιώσιμη.13
Στη μεταπολεμική Ελλάδα, το ρεύμα της εκβιομηχάνισης στην αστική οικονομική και πολιτική σκέψη ενισχυόταν από την επίδραση των κατευθύνσεων της διεθνούς αστικής σκέψης για τη μεταπολεμική ανόρθωση. Σχεδόν σε όλες τις μελέτες και εκθέσεις των διεθνών οργανισμών, που συστάθηκαν μετά από τον πόλεμο, θεμελιωνόταν η αναγκαιότητα και ο ρόλος της βιομηχανίας για την ανάπτυξη των καθυστερημένων οικονομιών και την εξέλιξή τους σε σύγχρονες καπιταλιστικές οικονομίες. Χαρακτηριστική είναι η Εκθεση της Αποστολής του FAO (Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών), που πρότεινε την ενεργειακή και βιομηχανική ανάπτυξη της Ελλάδας ως μονόδρομο για την αντιμετώπιση και των προβλημάτων της αγροτικής παραγωγής (χαμηλή παραγωγικότητα, υποαπασχόληση, χαμηλό εισόδημα, πείνα), πριν την εκπόνηση του Σχεδίου Μάρσαλ.14
Στην ευρείας έκτασης υιοθέτηση της σημασίας της εκβιομηχάνισης ασκούσε επίδραση και το αποτέλεσμα του προπολεμικού ευρύτατου εξηλεκτρισμού και της εκτεταμένης εκβιομηχάνισης της ΕΣΣΔ, που βεβαίως έγινε με την κεντρικά σχεδιασμένη χρησιμοποίηση των εγχώριων παραγωγικών πόρων και των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τα οποία αποτελούσαν κοινωνική ιδιοκτησία. Ομως ασκούσε θελκτική επίδραση το αποτέλεσμα του κεντρικά σχεδιασμένου εξηλεκτρισμού, ενώ υπήρχε φυσικά αποστασιοποίηση από το συνολικό ιδιοκτησιακό καθεστώς μέσω του οποίου επιτεύχθηκε.
Γενικότερα, κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κέρδιζε έδαφος η πολιτική των Αμεσων Κρατικών Επενδύσεων για τη βιομηχανική και οικονομική ανασυγκρότηση των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών. Θεμελιώθηκε μια μακρόχρονη περίοδος εθνικοποιήσεων σε στρατηγικής σημασίας βιομηχανικούς κλάδους, με την εγκαθίδρυση ορισμένων κρατικών μονοπωλίων (π.χ., ηλεκτροπαραγωγής, τηλεπικοινωνιών, ορισμένων μεταφορών). Υιοθετήθηκε η πολιτική διαχείρισης που χαρακτηριζόταν από την εκτεταμένη κρατική παρέμβαση στην καπιταλιστική αγορά. Ταυτόχρονα, κυρίως στη Δυτική Ευρώπη, το κράτος θεμελίωσε θεσμούς ενός ορισμένου επιπέδου καθολικής παροχής υπηρεσιών Εκπαίδευσης, Υγείας και Ασφάλισης, χωρίς να ανατρέπει στην πράξη τους ταξικούς φραγμούς. Δηλαδή, γενικεύτηκε ως ανάγκη και εφαρμογή η κεϊνσιανή15 πολιτική διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος. Ως ανάγκη διαμορφώθηκε στις συνθήκες της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929 - 1933. Ως γενικευμένη τάση εφαρμογής αναπτύχθηκε στις ιδιαίτερες μεταπολεμικές συνθήκες της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης η οποία απαιτούσε:
Να εξασφαλιστεί η καπιταλιστική αναπαραγωγή (κεφαλαίου και εργατικής δύναμης).
Να ενσωματωθούν οι εργατικές και λαϊκές δυνάμεις που εξοικειώθηκαν με τον ένοπλο αγώνα (λαϊκά απελευθερωτικά κινήματα).
Να περιοριστεί η ελκτική επίδραση προς τις εργατικές δυνάμεις από τις εργατικές κατακτήσεις και τα δικαιώματα του σοσιαλιστικού συστήματος στην ΕΣΣΔ και στη συνέχεια στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Στην Ελλάδα, κέρδιζε έδαφος η κεϊνσιανή οικονομική πολιτική σε σημαντικά τμήματα της μεταπολεμικής αστικής οικονομικής διανόησης.
Δυο δεκαετίες αργότερα, όταν η Ελληνική Εταιρεία Προγραμματισμού, στην οποία προέδρευε ο Αγγ. Αγγελόπουλος, διοργάνωσε τρεις δημόσιες συζητήσεις (1. Προγραμματισμός, ελεύθερη οικονομία και δημοκρατία, 2. Κοινή Αγορά και οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, 3. Διοικητική αναδιοργάνωση και φορείς οικονομικής αναπτύξεως), γινόταν σαφέστατη η αντίληψή του για το χαρακτήρα της κρατικής οικονομικής παρέμβασης στο καπιταλιστικό σύστημα:
«Ετσι, η πρώτη και κύρια συμβολή του Προγραμματισμού - και στο σημείο αυτό θα μου επιτραπεί να επιμείνω ιδιαίτερα - είναι η εξουδετέρωση των κινδύνων που προέρχονται από την αβεβαιότητα ως προς τη μελλοντική πορεία της Αγοράς που, υπό καθεστώς ελευθέρας οικονομίας, δημιουργεί δισταγμούς στον ιδιώτη επιχειρηματία και γίνεται πρόξενος των οικονομικών κρίσεων ή υφέσεων στη διαδρομή του οικονομικού κυκλώματος».16
Η εφαρμογή της κεϊνσιανής οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα πέρασε από συμπληγάδες, γιατί τόσο οι φορείς του κρατικού οικονομικού σχεδιασμού όσο και το κρατικά συγκεντρωμένο κεφάλαιο διαμορφωνόταν με την άμεση παρέμβαση του ιμπεριαλιστικού συμμάχου, των ΗΠΑ. Ετσι, εντάθηκαν οι οικονομικοί προβληματισμοί και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις για τη σχέση της άμεσης κρατικής επενδυτικής παρέμβασης με το πρόβλημα της καθυστέρησης στην εκβιομηχάνιση και τη διαπλοκή του με τον ξένο παράγοντα.
Στις αρχές της δεκαετίας 1950 τροποποιήθηκαν οι επιλογές των ΗΠΑ και επομένως τροφοδοτήθηκε μια νέα όξυνση της αντιπαράθεσης.
Από το χειμώνα του 1950 οι ΗΠΑ προχώρησαν σε αναθεώρηση του Σχεδίου Μάρσαλ. Η αμερικανική πολιτική προσανατολίστηκε στην περικοπή της οικονομικής και στην ενίσχυση της στρατιωτικής βοήθειας, στο λεγόμενο Πρόγραμμα Κοινής Ασφάλειας (λόγω της επέμβασης στην Κορέα και του γενικότερου προσανατολισμού για προσεταιρισμό κρατών της Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής). Και ενώ στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη που συμμετείχαν στο Πρόγραμμα Σχεδίου Μάρσαλ ουσιαστικά είχε επιτευχθεί η μεταπολεμική βιομηχανική ανασυγκρότηση, στην Ελλάδα η καθυστερημένη μεταπολεμική ανασυγκρότηση περιπλέχτηκε με το πρόβλημα της βιομηχανικής καθυστέρησης. Το πρόγραμμα εκβιομηχάνισης δεν πραγματοποιήθηκε όχι μόνο μέχρι το 1950, αλλά και το 1953, μετά από τη λήξη του Σχεδίου Μάρσαλ που παρατάθηκε. Ωστόσο, αν και μειωμένο από το αρχικό, ήταν ενισχυμένο σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, το 62% των εγκριθέντων βιομηχανικών δανείων του Σχεδίου Μάρσαλ που διατέθηκαν κατά την τριετία 1948-1950 αφορούσε μικρές βιομηχανίες, με ελληνικά βεβαίως κριτήρια.17 Μόλις την τελευταία χρονιά πραγματοποιήθηκαν κάποιες επενδύσεις στην ηλεκτρική ενέργεια και στη βιομηχανία, πολύ πίσω από τους σχεδιασμούς του τετραετούς προγράμματος (1948 - 1952) για τη δημιουργία βιομηχανικών μονάδων, που θα συνέβαλαν στην εκβιομηχάνιση.
Στη διετία περικοπής έως και τη λήξη του Σχεδίου Μάρσαλ για την Ελλάδα, γινόταν όλο και πιο αυστηρή η επιβολή όρων και η επιτήρηση χρήσης της αμερικανικής βοήθειας από τους αξιωματούχους των ΗΠΑ.
Κατά το 1951 και έπειτα, εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενημέρωσε σχετικά τη βρετανική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον ότι, «ανεξάρτητα από τα ζητήματα που αφορούσαν τη διατήρηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, είναι φανερό σε αυτούς (στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ) πως η Ελλάδα θα είχε ανάγκη εξωτερικής οικονομικής βοήθειας μετά από το 1952 με τη μία ή την άλλη μορφή». Προς το παρόν δεν είχαν καμιά συγκεκριμένη ιδέα για το ποια μορφή θα μπορούσε να πάρει αυτή η βοήθεια και υπήρξαν ιδιαίτερα προσεκτικοί στο να μη δώσουν την εντύπωση στους Ελληνες ότι θα είχαν ανάγκη εξωτερικής βοήθειας μετά και από τη λήξη της Βοήθειας Μάρσαλ.18
Σε αυτές τις συνθήκες, εντάθηκε η θεωρητική και πολιτική διαμάχη για τις αιτίες της καθυστέρησης της βιομηχανικής ανάπτυξης. Οξύνθηκε η συζήτηση για τα αίτια της καθυστέρησης του προγράμματος ανασυγκρότησης. Η άμεση ανάμιξη των αξιωματούχων των ΗΠΑ - συμβούλων, εμπειρογνωμόνων, επιτηρητών - στα οικονομικά επιτελεία τροφοδοτούσε το γενικό κλίμα απόδοσης άμεσων πολιτικών ευθυνών στις ΗΠΑ για την πορεία της ανασυγκρότησης στην Ελλάδα.
Η κριτική του αστικού Τύπου εκείνης της εποχής, βεβαίως και μέρους των αστών πολιτικών, σχετιζόταν και με τις αντιθέσεις των συμμάχων της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Είναι χαρακτηριστική η σχετική εκτίμηση του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας στις αρχές του 1952:
«Ο ανταγωνισμός μεταξύ Αμερικανών και Αγγλων συνεχίζεται εκ του αφανούς... Κατά τας ιδίας πληροφορίας οι Αγγλοι πιστεύουν ότι οι Αμερικανοί επιδιώκουν να τους εκτοπίσουν εκμηδενιζομένης της επιρροής των από οικονομικής και πολιτικής πλευράς επί της Ελλάδος, αλλά δεν πιστεύουν ότι θα επιτύχει η τοιαύτη προσπάθεια των Αμερικανών, τουναντίον διαβλέπουν ότι η ακολουθούμενη τακτική εκ μέρους των Αμερικανών αναμιγνυομένων εμφανώς εις την εσωτερικήν και στρατιωτικήν κατάστασιν της Ελλάδος, θα έχει δυσάρεστους συνεπείας δι' αυτούς...
Ούτω οι Αμερικανοί ετορπίλισαν διαφόρους προσφοράς Αγγλικών και Γαλλικών κύκλων προτιθεμένων να εγκαταστήσουν βιομηχανίας εν Ελλάδι και εσαμποτάρησαν εξαγωγάς ελληνικών προϊόντων και δη εις την Δυτικήν Γερμανία.»19
Στην πραγματικότητα, οι προθέσεις των ΗΠΑ τροποποιήθηκαν βλέποντας την ελληνική πραγματικότητα. Οσον αφορά το σκέλος της «βοήθειας» για την οικονομική ανασυγκρότηση, αρχικά οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ εμφανίζονταν υπέρ του προσανατολισμού τους προς επενδυτικά έργα αναπτυξιακής υποδομής και λιγότερο σε έργα οικισμού - στέγασης και βραχυπρόθεσμης ανάπτυξης. Στη συνέχεια, ιδίως από το 1950 και ύστερα, η Αμερικανική Αποστολή, που χειριζόταν τη βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ (ECA), φρόντιζε να διατηρεί αδιάθετο μεγάλο μέρος των δραχμών της βοήθειας. Ετσι, δε μεταφέρονταν στον προϋπολογισμό σημαντικά ποσά από τις δραχμές αυτές. Σημαντικό μέρος του αδιάθετου ποσού προοριζόταν για να καλύψει μελλοντικά το άνοιγμα των λογαριασμών του Δημοσίου στην Τράπεζα της Ελλάδος και έτσι να αποφευχθεί η έκδοση πληθωριστικού χαρτονομίσματος.
Εξέχοντες Ελληνες αστοί οικονομολόγοι20 άσκησαν δριμύτατη κριτική στον τρόπο χρησιμοποίησης της αμερικανικής βοήθειας, μεταξύ αυτών οι καθηγητές Ξενοφών Ζολώτας και Αγγελος Αγγελόπουλος. Σύμφωνα με παρατηρήσεις τους, το κυβερνητικό σχέδιο βιομηχανικής ανασυγκρότησης δε στηρίχτηκε σε αναλόγων απαιτήσεων τεχνικό κρατικό πρόγραμμα και λειτουργικές προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί η κύρια επιδίωξη του προγράμματος ανασυγκρότησης, δηλαδή η δημιουργία των βασικών βιομηχανιών που προέβλεπε.21
Η σύνταξη του περιοδικού «Νέα Οικονομία» υποστήριζε ότι:
«... Στην πραγματικότητα όμως το κριτήριο που επικράτησε κατά τα πρώτα χρόνια κατά την επιλογή των έργων ήταν η μεγαλύτερη ευκολία πραγματοποίησης, που στην ουσία σήμαινε να δαπανάται η βοήθεια οπωσδήποτε για να μη μείνει αχρησιμοποίητη».22Χαρακτήριζε δε, την οικονομική άνθηση των τριών πρώτων χρόνων του Σχεδίου Μάρσαλ (που βελτίωνε προσωρινά την κατάσταση από την άποψη της απασχόλησης, χωρίς όμως να συμβάλλει ουσιαστικά στην οικονομική ανάπτυξη) ως προϊόν μιας σπατάλης πόρων, από την οποία επωφελήθηκαν ορισμένες κοινωνικές τάξεις και στρώματα και όχι η εθνική οικονομία ως σύνολο.
Και άλλοι οικονομολόγοι μεταγενέστερης περιόδου είχαν κριτική τοποθέτηση για τον τρόπο αξιοποίησης του Σχεδίου Μάρσαλ. Κριτική άσκησαν και σε άλλες πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής.23
Επισημαίνεται ακόμα ότι κατά τα πρώτα δύο χρόνια του Σχεδίου Μάρσαλ (1948-1949), και από τη μέχρι τότε αδυναμία του αστικού κυβερνητικού στρατού να αντιμετωπίσει νικηφόρα το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, οι ελληνικές κυβερνήσεις προσανατολίζονταν όλο και περισσότερο στις δαπάνες για αύξηση της «οροφής» του στρατεύματος, παρά τις επιφυλάξεις έως και αντιρρήσεις των ΗΠΑ.24 Και αυτό, γιατί οι ΗΠΑ δε θεωρούσαν ότι η ήττα του ΔΣΕ απαιτούσε υποχρεωτικά αύξηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Στα ελληνικά κυβερνητικά επιτελεία, αλλά και στις ΗΠΑ, υπήρχε έντονη ανησυχία για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί η νομισματική σταθεροποίηση μέχρι το 1952, παρά τα αλλεπάλληλα μέτρα και την αμερικανική βοήθεια. Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού και της μεγάλης κερδοσκοπίας για τα λαϊκά στρώματα (μισθωτούς και αγρότες) ήταν τόσο μεγάλες, που προκαλούσαν ανησυχία σε τμήμα των αστικών πολιτικών δυνάμεων για την προοπτική επίτευξης οικονομικής και πολιτικής σταθεροποίησης.
Σε αυτό το έδαφος αναπτύχθηκε η αστική θεωρητική και πολιτική διαμάχη για τις αναλογίες μεταξύ σταθεροποίησης και ανάπτυξης, γεωργίας και βιομηχανίας, παραδοσιακών κλάδων της μεταποίησης και νέων βιομηχανικών κλάδων με αξιοποίηση εγχώριων πρώτων υλών, εκσυγχρονισμού και επέκτασης παλιών βιομηχανικών μονάδων ή δημιουργίας νέων μονάδων κ.λπ.
Σε όλη αυτήν τη συζήτηση εμπλέκονταν από θέσεις ισχύος οι επιτελείς των ΗΠΑ25, ανάλογα με τα κάθε φορά συμφέροντα της εξωτερικής τους πολιτικής, χρησιμοποιώντας συχνά γλωσσικό ύφος επικυρίαρχου. Αυτό γινόταν πιο έντονα κατά τα χρόνια της δωρεάν αμερικανικής οικονομικής βοήθειας και όσο ο κρατικός μηχανισμός στην Ελλάδα ήταν εξαρθρωμένος.
Η οξύτητα που εμφάνιζε η αντιπαράθεση τμήματος των αστικών πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα με τις ΗΠΑ, σε σχέση με το ζήτημα του προγράμματος εκβιομηχάνισης26, ήταν συχνά η επιφάνεια συνολικότερων διπλωματικών και πολιτικών διαπραγματεύσεων, πιέσεων και ελιγμών.
Στην ουσία, το κύριο χαρακτηριστικό της αμερικανικής παρέμβασης δεν ήταν η αποτροπή της εκβιομηχάνισης, αλλά η αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των αμερικανικών εισροών, με στόχο τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού στην Ελλάδα και τη στέρεη ενσωμάτωσή της στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή.
Με την πάροδο του χρόνου, ενώ είχε πραγματοποιηθεί ορισμένη αποκατάσταση του κρατικού μηχανισμού στην Ελλάδα και συντελούνταν αναπροσαρμογές στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ (με συνέπειές τους στο ύψος των αμερικανικών κεφαλαίων που εισέρρεαν στην Ελλάδα), επέδρασαν ισχυρότερα στα κυβερνητικά επιτελεία οι εγχώριες αστικές πολιτικές δυνάμεις και οι υπέρ της εκβιομηχάνισης θέσεις. Η επίδραση αυτή καθόρισε και την «τύχη» που τελικά είχε η Εκθεση που υπέβαλε στην κυβέρνηση Ν. Πλαστήρα (12.1.1952) ο καθηγητής και πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Κυριάκος Βαρβαρέσος.27
Ο Κ. Βαρβαρέσος τάχθηκε με άκρα επιφύλαξη «εις την χρηματοδότησιν νέων επενδύσεων εις την βιομηχανίαν», ενώ υποστήριξε την ανάγκη να υποβληθεί κάθε πρόταση και κάθε σχέδιο σε ενδελεχή και εξονυχιστική έρευνα.
Η άποψή του για το πρόγραμμα βιομηχανικής ανάπτυξης έτεινε προς τον αποκλεισμό της κρατικής παρέμβασης για την παραγωγή αλουμινίου, αζώτου ή σιδήρου, παρά την ύπαρξη ορυκτού πλούτου και εργατικού δυναμικού, γιατί θεωρούσε ότι η στενότητα της εσωτερικής αγοράς θα καθιστούσε την παραγωγή οικονομικά ασύμφορη. Ακόμα, υποστήριξε ότι το κράτος έπρεπε να προσανατολιστεί στην αποκατάσταση της νομισματικής και οικονομικής σταθερότητας και να αφήσει στο ιδιωτικό κεφάλαιο την εκδήλωση ενδιαφέροντος για ανάλογες βιομηχανίες. Θεωρούσε ότι η ανάπτυξη της γεωργίας έπρεπε να αποτελέσει την κύρια επιδίωξη ενός προγράμματος ανασυγκρότησης. Ακόμα, προέτρεπε στη χρηματοδότηση ανταγωνιστικών επιχειρήσεων βιομηχανικής παραγωγής ειδών ευρείας κατανάλωσης, επιχειρήσεων που θα συμμετείχαν με ίδια κεφάλαια στην αύξηση της παραγωγής τους και τάχθηκε υπέρ φορολογικών διευκολύνσεων σε βιομηχανίες που θα κρινόταν συμφέρουσα η ίδρυσή τους.
Η Εκθεση συνάντησε έντονη κριτική28 και σε ορισμένες περιπτώσεις χαρακτηρίστηκε και ως παρέμβαση των ΗΠΑ.
Μια προσεκτική μελέτη της Εκθεσης του Βαρβαρέσου και των προηγούμενων προτάσεών του, αποφορτισμένη από το κλίμα της πολιτικής αντιπαράθεσης της εποχής, δίνει τη δυνατότητα να κατανοηθεί καλύτερα το σκεπτικό, η αφετηρία των προτάσεων του συγγραφέα της, αλλά και της αστικής αντιπαράθεσης εκείνης της εποχής.
Ο Κ. Βαρβαρέσος, ως αστός οικονομολόγος, έδινε προτεραιότητα στο στόχο της σταθεροποίησης έναντι εκείνου της βιομηχανικής ανάπτυξης, θεωρώντας τη σταθεροποίηση πρωταρχικής σημασίας για την πραγματοποίηση οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας. Το ιστορικό πλαίσιο που κυριαρχούσε στον προβληματισμό του ήταν η βαθιά νομισματική κρίση που υπήρχε από την Κατοχή και η εξαθλίωση μεγάλου μέρους του αγροτικού πληθυσμού. Η νομισματική ισορροπία δεν πραγματοποιήθηκε ούτε με την εισαγωγή της «νέας δραχμής»29 επί κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», η οποία τελικά σε διάστημα έξι μηνών έχασε τα 2/3 της ισοδυναμίας της έναντι της αγγλικής λίρας.
Ο Βαρβαρέσος πίστευε ότι ο έλεγχος της κατάστασης, η πραγματοποίηση οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, μπορούσε να επιτευχθεί μεσοπρόθεσμα μόνο με ενίσχυση της γεωργικής και οικοδομικής παραγωγής και με την πάταξη της παράνομης κερδοσκοπίας και της δημοσιονομικής ελλειμματικότητας. Θεωρούσε ως πηγή της νομισματικής ανισορροπίας (πληθωρισμού, μαύρης αγοράς) την ανισορροπία μεταξύ δημοσιονομικής/πιστωτικής/τιμολογιακής πολιτικής, που οδηγούσε σε μεγάλα δημόσια ελλείμματα, φοροδιαφυγή και αισχροκέρδεια.
Από αυτήν την οπτική, ο δηλωμένος αντικομμουνιστής έκανε κριτική, τόσο στην πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων όσο και στη βρετανική παρέμβαση, ότι όξυναν τις κοινωνικές αντιθέσεις. Στην ίδια κατεύθυνση άσκησε κριτική και στην αμερικανική παρέμβαση, στην Εκθεση Πόρτερ30, η οποία σημείωνε ότι υπήρχαν δυνατότητες ανάπτυξης της βιομηχανίας στην Ελλάδα, δίνοντας έμφαση στην αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου στον τομέα της ενέργειας:
«... Ο εκσυγχρονισμός των μεθόδων εξόρυξης και η παραπέρα ανάπτυξη του λιγνίτη είναι ενδεδειγμένη. Μπορεί να σταθεί δυνατόν να ξεκινήσουν ένα ή περισσότερα από τα προτεινόμενα υδροηλεκτρικά έργα...».31
Αυτή τη λογική υπηρετούσαν οι προτάσεις του Βαρβαρέσου για φορολόγηση αυτών που πλούτισαν στη διάρκεια της Κατοχής, για αποτελεσματικότερη διανομή της βοήθειας της UNRRA, για επαναφορά των διατιμήσεων, για σταθερότητα μισθών/ημερομισθίων.32 Οι προσεγγίσεις του στις αρχές του 1952 ήταν συνεπείς με τις προσεγγίσεις του σε όλη την περίοδο μετά από την απελευθέρωση και στο σύντομο διάστημα που διετέλεσε υπουργός Εφοδιασμού.
Ο Βαρβαρέσος είχε στενούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, όπως και με το Ηνωμένο Βασίλειο, όντας αντιπρόσωπος της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς. Κατοικούσε μόνιμα στις ΗΠΑ όταν η κυβέρνηση Πλαστήρα του ζήτησε Εκθεση επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδας. Ο ίδιος υπήρξε πηγή πληροφοριών των ΗΠΑ σχετικά με την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και στήριγμά τους, όχι όμως με τη λογική της «εθνικής μειοδοσίας». Είχε ιστορικό διαπραγμάτευσης των «ελληνικών» συμφερόντων στις διεθνείς οικονομικές ενώσεις, όπως στην UNRRA και τη Διεθνή Τράπεζα.
Η Εκθεση Βαρβαρέσου εκτιμήθηκε ως επιβεβαίωση και από τον αντίπαλο της αντίληψης για τις πρωταρχικές ευθύνες του ξένου παράγοντα στη βιομηχανική καθυστέρηση της Ελλάδας. Χαρακτηριστική είναι η εισήγηση για «Τα προβλήματα ανασυγκροτήσεως της χώρας», στην Α' Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ (1956):
«Πολύ θλιβερή είναι η εικόνα που παρουσιάζει η Ελλάς στο πλαίσιο της ανασυγκροτήσεως δώδεκα χρόνια ύστερα από την απελευθέρωση, αν και είχε γίνει τόση εργασία σε θαυμαστό συντονισμό μεταξύ οικονομολόγων και τεχνικών στα χρόνια της Κατοχής, εργασία που συνεχίσθηκε ως σήμερα από πολλούς εξ εκείνων που ήσαν σε θέση να μελετήσουν και να υποδείξουν τη λύση στα προβλήματα της ανασυγκροτήσεως.
(...) Το τεράστιο ερωτηματικό για τη βιωσιμότητα της Ελλάδος δεν βρήκε πάντα την ενθουσιώδη καταφατική απάντησιν σε ορισμένους οικονομολόγους και πολιτικούς. Οικονομικός που πριν από λίγα χρόνια προπαγάνδιζε τον ενεργειακό και μεταλλευτικό πλούτο -δεν εννοώ αυτή τη φορά μόνον τον κ. Βαρβαρέσο- μπήκε στη διάθεση των αρνητών της βιωσιμότητας.
Η τοποθέτηση αυτή οικονομικών επιστημόνων και δημοσιολόγων ταυτιζόμενη με τη λυσσώδη αντίδραση των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για την εκβιομηχάνισιν της Ελλάδος είχε σαν αποτέλεσμα να καταπνίξη την μόνη σωστή προσπάθεια για την οικονομική ανασυγκρότηση του τόπου, εκείνη που θα εβασίζετο στην αξιοποίηση του φυσικού μας πλούτου.
Ετσι προέκυψε η πολιτική της επαιτείας, της οικονομικής και πολιτικής υποδουλώσεως, της αναγκαστικής μας μονόπλευρης προσαρτήσεως σε ένα στρατιωτικό συνασπισμό με όλες τις εξευτελιστικές διά το εθνικό μας γόητρο συνέπειες, την καταβαράθρωσιν των εθνικών μας συμφερόντων και την αναστολήν των ελπίδων για ταχείαν οικονομική ανόρθωση.
(...) Το υπόμνημα του κ. Ζολώτα προς την νομισματική επιτροπή, οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβερνήσεως (...) δεν αποτελούν μέρη προγράμματος τεχνικοοικονομικής αναπτύξεως μεγάλης πνοής και μακροχρονίου εκτελέσεως.
Οι εξαγγελλόμενες επενδύσεις αποτελούν πίνακα έργων στερουμένων οργανικής συνδέσεως και οικονομικής πειθαρχίας. Προωθούνται έργα σαν του θερμικού εργοστασίου Πτολεμαΐδος και του Μέγδοβα, επιδιώκεται να επεκταθή το δίκτυον διανομής ηλεκτρισμού "μέχρι και του τελευταίου χωρίου" χωρίς να προγραμματίζεται παράλληλα και η εκβιομηχάνιση, που πρέπει μαζί με την εξυπηρέτηση της γεωργίας ν' αποτελούν τους σκοπούς του εξηλεκτρισμού της χώρας.
Η βαρειά βιομηχανία είναι προ παντός ο μεγάλος ηλεκτροβόρος καταναλωτής, δι' αυτόν γίνεται το εθνικό δαπανηρό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενεργείας υψηλής τάσεως.
Είναι αλήθεια ότι κάποτε το 1947 και 1948 καταρτίσθηκαν πολυετή προγράμματα με βάση τον φθηνόν εξηλεκτρισμό και την μεγάλη, την βαρειά εκβιομηχάνιση, όμως -καθώς σας είναι γνωστόν από άλλην μου ομιλίαν- εγκατελείφθησαν, ύστερα από την λυσσώδη αντίδραση των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης, της Αμερικής και του "θεωρητικού" της οικονομικής ηττοπάθειας κ. Βαρβαρέσου. (...)
Ενα τέτοιο πολυετές σχέδιο ανασυγκροτήσεως είναι σήμερα δυνατό να εφαρμοσθεί, γιατί το διεθνές κλίμα της ειρηνικής συνυπάρξεως αλλά και αι αντιθέσεις των μεγάλων ευνοούν τον εφοδιασμό της ελληνικής οικονομίας διά κεφαλαιουχικών αγαθών με ανταλλαγήν προϊόντων και τον δανεισμόν από περισσότερες χώρες. Η προμήθεια κεφαλαιουχικών αγαθών με αντάλλαγμα ελληνικά προϊόντα θα ήταν ιδεώδης λύσις του προβλήματος του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της χώρας και της σταθερής τοποθετήσεως ελληνικών προϊόντων».33
Η παραπάνω εισήγηση αντιμετώπιζε το ζήτημα της εκβιομηχάνισης ως οικονομικοτεχνικό και όχι ως κοινωνικοοικονομικό ζήτημα. Το αποσπούσε από τις ιστορικές συνθήκες της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού, από το συσχετισμό δυνάμεων στην περίοδο της Κατοχής που άλλαξε μετά από το Δεκέμβρη του 1944, την όξυνση της ταξικής πάλης στα επόμενα χρόνια και στη συνέχεια τη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας. Αντιμετώπιζε το σχεδιασμό για την εκβιομηχάνιση ως εργαλείο αποσπασμένο από τις σχέσεις παραγωγής (με πυρήνα τους τις σχέσεις ιδιοκτησίας). Αποσπούσε την καπιταλιστική βιομηχανική ανάπτυξη από τις ιστορικά διαμορφωμένες σχέσεις των καπιταλιστικών κρατών στην πυραμίδα του διεθνούς καπιταλισμού, υπό την αντικειμενική λειτουργία του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης. Ετσι, κατέληγε να αποδίδει στις «διαθέσεις» των ΗΠΑ όλο το ζήτημα της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ελλάδας και της διαμόρφωσης της αστικής οικονομικής πολιτικής.
Από την πλευρά των αστών οικονομολόγων και πολιτικών που πίστευαν ότι η χρηματοδότηση της εκβιομηχάνισης από το ξένο κεφάλαιο έπρεπε να αποτελεί κοινή στρατηγική επιδίωξη, ελληνική και συμμαχική, ήταν χαρακτηριστική η τοποθέτηση του I. Ζίγδη, τέως υπουργού Βιομηχανίας, προς το τέλος του 1953:
«Η βιομηχανική ανάπτυξη της Ελλάδος εθεωρήθη μέχρι σήμερον από πολλά των Ευρωπαϊκών κρατών, ως φιλοδοξία αντικειμένη προς τα γενικώτερα αυτών συμφέροντα, η οποία άλλωστε ουδόλως στηρίζεται επί στερεών οικονομικών και αντικειμενικών βάσεων. Η άποψις αυτή διετυπώθη εις διεθνείς Συνδιασκέψεις και εύρεν απήχησιν εις τας αποφάσεις αυτών. Αλλ' εχρωμάτισεν, επίσης, κατά καιρούς, την στάσιν της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής έναντι των προγραμμάτων ανασυγκροτήσεως των εκάστοτε Ελληνικών Κυβερνήσεων. Συνετέλεσε δε ούτω εις την απόρριψιν του αιτήματος ιδρύσεως συγκεκριμένων βιομηχανιών, πράγμα το οποίον εματαίωσε εν τη ουσία την υπό του εν Παρισίοις Συμβουλίου Οικονομικής Συνεργασίας κατ' αρχήν γενομένην αποδεκτήν λύσιν της εκβιομηχανίσεως, προς επίτευξιν της οικονομικής χειραφετήσεως της χώρας».34
Ο I. Ζίγδης υποστήριζε ότι το πρόβλημα βρισκόταν στην έλλειψη κεφαλαίων, που η διασφάλισή τους έπρεπε να αναζητηθεί έξω από το ελληνικό πλαίσιο.
Επρόκειτο για θέση που συμπύκνωνε την άποψη για το ρόλο του ξένου παράγοντα στην επιδίωξη της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας, την αφετηρία της κριτικής προς τον ξένο παράγοντα και ιδιαίτερα τα σύμμαχα ευρωπαϊκά κράτη.
Ωστόσο, προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, εντάθηκε η διαδικασία εκβιομηχάνισης: Συντελέστηκε, κυρίως κατά την περίοδο 1958-1967, με άλλη πολιτική ως προς τη χρηματοδότησή της. Βεβαίως, παρέμενε η συγκριτική καθυστέρηση της βιομηχανικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, καθώς και το λεγόμενο διαρθρωτικό πρόβλημα.
Η συζήτηση για το χαρακτήρα της εκβιομηχάνισης συνεχίστηκε και κατά την επόμενη δεκαετία, του 1960, και συσχετιζόταν κυρίως με δύο ζητήματα: α) Το ρόλο των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) στην εκβιομηχάνιση. β) Την περαιτέρω καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα, σε σχέση με την επιλογή σύνδεσής της με την ΕΟΚ (1961).
Από το ΚΚΕ και την ΕΔΑ, αλλά και από ένα μέρος αστικών δυνάμεων (οικονομολόγων και βιομηχάνων), ασκήθηκε κριτική στην πολιτική της ΕΡΕ και μεγάλου μέρους των πολιτικών της Ενωσης Κέντρου, για τη θέση τους υπέρ της σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ.
-- Στο θεωρητικό επίπεδο, οι απόψεις αναπτύχθηκαν από τον Ομιλο «Αλέξανδρος Παπαναστασίου» και το περιοδικό «Νέα Οικονομία», το οποίο φιλοξενούσε αρθρογραφία και από το ΚΚΕ και την ΕΔΑ.
Σε γενικές γραμμές, η προσέγγισή τους ήταν ότι το κράτος αποτελούσε τον κύριο φορέα ανάληψης και λειτουργίας στρατηγικής σημασίας βιομηχανικών μονάδων, για τις οποίες δεν υπήρχε ανάλογο ενδιαφέρον και μέγεθος συσσώρευσης κεφαλαίου από ιδιώτες, ενώ οι ξένες επενδύσεις περιέκλειαν κινδύνους αποικιοκρατικών εκμεταλλεύσεων.
Η κριτική για τον αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης χαρακτήρα των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων προκλήθηκε και από το γεγονός ότι το Νομοθετικό Διάταγμα 2687/195335 έδινε φορολογικά και άλλα κίνητρα για τις επενδύσεις ξένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, κίνητρα που δεν απολάμβανε το εγχώριο κεφάλαιο, και μόνο αργότερα θεσπίστηκαν ανάλογοι νόμοι, κυρίως στη δεκαετία του 1960.
Η αντιπαράθεση προς τις ΑΞΕ πήρε ιδιαίτερα οξύ πολιτικό χαρακτήρα κατά τη δεκαετία του 1960, με αιχμή τις διαπραγματεύσεις, συμφωνίες και αναθεωρήσεις συμφωνιών του ελληνικού κράτους με την ΠΕΣΙΝΕ.
Στόχο της κριτικής των κρατικών συμβάσεων με το ξένο κεφάλαιο αποτελούσε και η δέσμευση του ελληνικού κράτους για προστασία της συγκεκριμένης αγοράς για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ., της αγοράς αμμωνίας και χαλυβουργίας, όπου θα επένδυε η «Esso Pappas»). Οι συμβάσεις της δικτατορίας προκάλεσαν το σκεπτικισμό και αστών οικονομολόγων.36
Το ΚΚΕ, καθώς και το σύμμαχο πολιτικό σχήμα, η ΕΔΑ, αποκάλυψε τον αντιλαϊκό χαρακτήρα τέτοιων συμβάσεων, χωρίς ωστόσο να ερμηνεύει σωστά τη σημασία της εισροής ξένων κεφαλαίων για την εδραίωση του ελληνικού καπιταλισμού και τη συσσώρευση του εγχώριου κεφαλαίου μέσα από τη διαπλοκή του με το ξένο. Το περιοδικό «Νέος Κόσμος» φιλοξένησε ανάλογη αρθρογραφία. Σημαντική πηγή των θέσεων του ΚΚΕ είναι η εκδοτική σειρά «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα».
2.Δ. Το πέρασμα από τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη
2.Δ.1. Αναπροσανατολισμοί στην κρατική βιομηχανική πολιτική
Αρκετοί μελετητές, οικονομολόγοι και ιστορικοί, θεωρούν το 1953 ως ορόσημο του περάσματος της ελληνικής οικονομίας από τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση στην προπαρασκευαστική φάση (αναζωογόνησης) για την καπιταλιστική ανάπτυξη που ακολούθησε.
Η περίοδος της ανάπτυξης κράτησε περίπου μια 20ετία και γενικά χαρακτηρίστηκε από υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία 1960. Στο τέλος του 1952 ο γενικός δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής (ο οποίος περιλάμβανε και την οικοδομική δραστηριότητα και παραγωγή ηλεκτρισμού, αλλά όχι την εξόρυξη) που καταρτιζόταν από το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ), με βάση σύγκρισης 100 το 1939, είχε ανέβει στο 123 (χωρίς την ηλεκτρική ενέργεια 110, ενώ μόνη της η οικοδομική δραστηριότητα 15337). Ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εκκίνησης της νέας περιόδου σημειώνονται:
Η νομισματική μεταρρύθμιση38 με την οποία υποτιμήθηκε η δραχμή κατά 50% έναντι του δολαρίου ΗΠΑ. Ετσι, στην αγορά συναλλάγματος εξισορροπήθηκε η ισοδυναμία της δραχμής, η οποία από καιρό είχε απαξιωθεί. Από τότε ενεργοποιήθηκε και η συμμετοχή της δραχμής στο σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, γνωστό ως σύστημα του Bretton Woods39.
Η κατάργηση του υπουργείου Εφοδιασμού (λειτουργούσε από το 1945), το οποίο διαχειριζόταν τις ελλείψεις εξαιτίας της μεγάλης πτώσης της παραγωγής, της αφαίμαξής της από τη γερμανική κατοχή και στη συνέχεια των ιδιαίτερων συνθηκών της ταξικής σύγκρουσης 1946-1949. Η κατάργηση του δελτίου των διανομών, που κρίθηκε και ως αποτυχημένο. Η απελευθέρωση του εισαγωγικού εμπορίου (καταργήθηκαν οι κάθε είδους εισφορές στις εισαγωγές και διατηρήθηκαν μόνο ορισμένοι περιορισμοί για ελάχιστα είδη πολυτελείας). Υιοθετήθηκαν μέτρα ελέγχου των τιμών στην αγορά, επιδοτήθηκαν περίπου δέκα εισαγόμενα τρόφιμα και πρώτες ύλες. Επιβλήθηκαν προσωρινοί φόροι στις εξαγωγές ορισμένων προϊόντων (βαμβακιού, ρυζιού, λαδιού) που κρίθηκαν αναγκαία για την εγχώρια κατανάλωση.
Η σημαντικότερη μεταβολή αφορούσε το συνολικότερο αναπροσανατολισμό της κρατικής παρέμβασης. Πέρασε σταδιακά από τις ιδιαίτερες συνθήκες της κρατικής διαχείρισης του πολέμου και της κρίσης (που περισσότερο ή λιγότερο αντιμετώπισαν και τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης) στην αποκατάσταση της λειτουργίας της καπιταλιστικής αγοράς και στο σταδιακό άνοιγμα προς την εξωτερική αγορά.
Κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας 1950 η κρατική παρέμβαση προσανατολιζόταν στην άμεση ανάληψη έργων υποδομής και εξηλεκτρισμού με κεφάλαια από τις εξωτερικές πιστώσεις (κυρίως του Σχεδίου Μάρσαλ).
Σε όλη τη δεκαετία 1950 η κρατική παρέμβαση άρχιζε να εξοικειώνεται με την κατάρτιση μεσοπρόθεσμων οικονομικών προγραμμάτων, αρχικά λόγω της αναγκαιότητας κατάθεσής τους στους διεθνικούς οικονομικούς οργανισμούς διαχείρισης των εξωτερικών πιστώσεων και άλλης εισροής κεφαλαίων. Τον Αύγουστο του 1952 καταρτίστηκε και υποβλήθηκε στον Οργανισμό Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (μετά από το σχετικό αίτημα του NATO) το τετραετές «Νέο Οικονομικό Πρόγραμμα 1952-1956». Η ιστορική αναφορά σε αυτό το πρόγραμμα έγκειται στην οικονομική πολιτική διαμάχη που εκδηλώθηκε πριν τη συγκρότησή του (αντιπαράθεση Βαρβαρέσου-Ζολώτα40, Αγγελόπουλου και άλλων) και στη συνέχεια λόγω της μη εφαρμογής του.
Στο βιομηχανικό τομέα το πρόγραμμα έδινε απόλυτη προτεραιότητα στην ίδρυση βιομηχανικών μονάδων παραγωγής αζώτου, αλουμινίου, μαγνήσιου, νικελίου, σόδας, ζάχαρης, χυτοσιδήρου, διυλιστηρίων πετρελαίου και μονάδων επισκευής πλοίων. Η επιλογή των μονάδων στηριζόταν στην εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου (π.χ. βωξίτη, λευκόλιθου) και της γεωργικής παραγωγής (π.χ., τεύτλων), καθώς και στην αξιοποίηση της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδας.
Το μεγαλύτερο μέρος των παραπάνω βιομηχανικών μονάδων και των ανάλογων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής πραγματοποιήθηκε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας μέσω του Πενταετούς Προγράμματος Οικονομικής Ανάπτυξης 1960-196441.
Από το 1951, παρόλο που ήταν έτος σημαντικής μείωσης του ρυθμού αύξησης των συνολικών πιστώσεων και εφαρμογής περιοριστικής πολιτικής, ιδιαίτερα το 1952, άλλαξε ο καταμερισμός των πιστώσεων μεταξύ των τομέων της οικονομίας και υπερδιπλασιάστηκαν οι πιστώσεις προς τη βιομηχανία, ενώ περιορίστηκαν εκείνες προς τη γεωργία (που τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1940 απορροφούσε το μεγαλύτερο μέρος των πιστώσεων στη συγκέντρωση των αγροτικών προϊόντων και στο καπνεμπόριο).42
Προς το τέλος της δεκαετίας 1950 ήταν πλέον πιο εμφανείς οι αλλαγές στην πιστωτική πολιτική, στην οποία στηρίχτηκε η πραγματοποίηση της εκβιομηχάνισης, που προσανατολίστηκε πλέον σε διαφορετικές πηγές χρηματοδότησης σε σχέση με εκείνες των πρώτων χρόνων της ανασυγκρότησης: Στις εγχώριες πηγές κυρίως και, ως προς τις ξένες, στη μορφή των άμεσων επενδύσεων.
Ο αναπροσανατολισμός στις πηγές χρηματοδότησης της εκβιομηχάνισης επιτεύχθηκε από το τέλος της δεκαετίας 1950 και κυρίως κατά τη δεκαετία 1960. Στηρίχτηκε στη διαμόρφωση ενός θεσμικού και νομοθετικού πλαισίου που επιδίωξε να συγκεντρώσει στο χρηματοπιστωτικό σύστημα τα εγχώρια αναπασχόλητα εισοδήματα, να προσελκύσει εγχώρια και ξένα κεφάλαια στη βιομηχανία και να επιταχύνει τη διαδικασία συγκεντροποίησης του εγχώριου κεφαλαίου. Οι στόχοι αυτοί επιτεύχθηκαν με την αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τη συγκρότηση κρατικών θεσμών μακροπρόθεσμης βιομηχανικής πίστης και τη νομοθετική κατοχύρωση ανάλογης φορολογικής και πιστωτικής πολιτικής.
Σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων στόχευαν στην προσέλκυση ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων για επενδύσεις στην Ελλάδα, στην ενθάρρυνση των καταθέσεων ταμιευτηρίου, στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου με συγχωνεύσεις και συγκρότηση μετοχικών εταιρειών, στη διεύρυνση του πάγιου κεφαλαίου στη βιομηχανία, στην αποκέντρωση των βιομηχανικών μονάδων και στην ενίσχυση των εξαγωγών.
Με το νομοθετικό διάταγμα 2687/1953 «Περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εκ του εξωτερικού»43, προστατεύονταν οι Αμεσες Ξένες Επενδύσεις από την αναγκαστική απαλλοτρίωση, κατοχυρώθηκε η με περιορισμούς επανεξαγωγή κεφαλαίων και ενός ορισμένου ύψους κερδών, δόθηκαν φορολογικά κίνητρα κλπ.
Το νομοθετικό καθεστώς για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα συμπληρώθηκε με ειδικές διατάξεις που περιλήφθηκαν στους νόμους 4171/1961 και 4256/1962, καθώς και στον Α.Ν. 89/1967 «Περί εγκαταστάσεων εν Ελλάδι αλλοδαπών εμποροβιομηχανικών εταιρειών» (συμπληρωμένο από τον Α.Ν. 378/1968). Ωστόσο, τα εισαχθέντα κεφάλαια βάσει του νόμου 2687/1953, που προορίζονταν για ιδιωτικές παραγωγικές επενδύσεις, δεν ήταν τόσο μεγάλα, όπως συνήθως πιστεύεται, παρότι υπερδεκαπενταπλασιάστηκαν κατά τη χρονική περίοδο 1950-1963. «Κατά την πενταετία 1958-1963 αντιπροσώπευαν μόλις το 13% της συνολικής εισροής. Το υπόλοιπον αυτής κατά σημαντικό μέρος αποτελούνταν από κεφάλαια δημιουργηθέντα στο εξωτερικό κυρίως από επαναπατρισθέντες Ελληνες και τοποθετούμενα σε ακίνητα».44
Για τη χρονική περίοδο μέχρι το τέλος του 1973, ο Ξ. Ζολώτας45δίνει το σύνολο των ξένων επιχειρηματικών κεφαλαίων - που είχαν εισρεύσει στην Ελλάδα με βάση τους νόμους 2687 και 4171 - να ανέρχεται περίπου σε 800 εκατ. δολάρια και να αποτελεί το 2,7% του συνόλου των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου που έγιναν την περίοδο 1954-1973. Η σχέση αυτή γίνεται 10,2% υπολογιζόμενη μόνο στους τομείς μεταποίησης, μεταλλείων, τουρισμού, μεταφορών και διαμορφώνεται στο 16,4% μόνο για τη μεταποίηση (δηλαδή αναλογικά το μεγαλύτερο μέρος των ΑΞΕ κατευθυνόταν στη μεταποίηση). Τα κεφάλαια αυτά αποτελούσαν σχετικά μικρό μέρος του συνολικού εξωτερικού χρέους των 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων (το οποίο εκτός των κεφαλαίων, με βάση τους νόμους 2687 και 4171, περιλάμβανε και τις καταθέσεις Ελλήνων του εξωτερικού, τις εμπορικές πιστώσεις και όλο το εξωτερικό χρέος).
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και άλλη μελέτη, που σημειώνει ότι, στα περίπου 30 χρόνια λειτουργίας του ΝΔ2687/1953 μέχρι το 1980, τα 3/4 σχεδόν των εισαχθέντων κεφαλαίων (ως ΑΞΕ) κατευθύνθηκαν στη βιομηχανία και ιδιαίτερα σε κλάδους παραγωγής ενδιάμεσων προϊόντων (π.χ., προϊόντων πετρελαίου, μη μεταλλικών ορυκτών, χημικών) αλλά και παραγωγής κεφαλαιουχικών ειδών (όπως είναι η βασική μεταλλουργία και τα ναυπηγεία).46
Ως προς την εθνική σύνθεση των ΑΞΕ στην ελληνική βιομηχανία, η κατάσταση μεταβάλλεται μεταξύ 1970 και 1975 με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν οι ΗΠΑ στη δεύτερη θέση.
Το νομοθετικό διάταγμα 3323/1955 «Περί φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων» από τη μια εισήγαγε τη γενική φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και από την άλλη απάλλασσε πλήρως από το φόρο τα εισοδήματα από τόκους καταθέσεων κάθε είδους σε τράπεζες και κρατικά ταμιευτήρια, καθώς και από τόκους εθνικών δανείων που εκδίδονταν με τη μορφή έντοκων γραμματίων του. Δημοσίου ή ομολόγων. Με το νομοθετικό διάταγμα 3746/1957 επεκτεινόταν η πλήρης απαλλαγή στα εισοδήματα από τοκομερίδια, από λαχνούς ομολογιακών δανείων Ανώνυμων Εταιρειών ή Νομικών Προσώπων Δημοσίου (εκτός των Ασφαλιστικών Ταμείων47 και Ιδιωτικού Δικαίου, επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας. Καθιερώθηκε πλήρης απαλλαγή φόρου για μια δεκαετία για τα μερίσματα προνομιούχων μετοχών.
Δόθηκαν φορολογικά και δασμολογικά κίνητρα για τον Τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των βιομηχανικών επιχειρήσεων, τη δεκαετία 1959-1968, ειδικά κίνητρα για τη συγχώνευση επιχειρήσεων και τη μετατροπή προσωπικών εταιρειών σε ανώνυμες, για τη βιομηχανική αποκέντρωση και τις εξαγωγές.
Κατά τη δεκαετία 1950 θεμελιώθηκε (και αναπτύχθηκε κατά την επόμενη του 1960) ένα νέο θεσμικό δίκτυο της άμεσης οικονομικής κρατικής παρέμβασης: Ο Οργανισμός Χρηματοδότησης Οικονομικής Ανάπτυξης (OXOΑ) το 1954 και ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ανάπτυξης (ΟΒΑ) το 1959, οι οποίοι κατά την επόμενη δεκαετία συγχωνεύτηκαν (μαζί και με τον Οργανισμό Τουριστικής Πίστεως) και το 1964 διαμόρφωσαν την Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ).
Το 1962 ιδρύθηκε η Τράπεζα Επενδύσεων από τις τράπεζες Εμπορική και Ιονική-Λαϊκή και με τη συμμετοχή (κατά 11% στο ιδρυτικό κεφάλαιο) 10 ξένων τραπεζικών οργανισμών.
Το 1963 ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα Επενδύσεων Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΕΒΑ) από την Εθνική Τράπεζα και 14 ξένες τράπεζες.
Η Εθνική Τράπεζα κατείχε θέση κρατικού μονοπωλίου, που ισχυροποιήθηκε το 1953 μετά από τη συγχώνευσή της με την Τράπεζα Αθηνών.
Διαμορφώθηκαν και κρατικοί θεσμοί οικονομικού (αρχικά ενδεικτικών και όχι δεσμευτικών πενταετών πλάνων) προγραμματισμού: Αρχικά η Επιτροπή Ερεύνης και Οργανώσεως Οικονομικού Προγραμματισμού (1957), στη συνέχεια το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)48 (1959).
Κατά την εξεταζόμενη περίοδο ενισχύθηκε η κρατική ιδιοκτησία, πρώτα απ' όλα στον τομέα της ενέργειας - ύδρευσης, όπου σχεδόν μονοπωλήθηκε στο τέλος της δεκαετίας 1960.
Η κρατική ΔΕΗ έγινε αποκλειστικό μονοπώλιο παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, απορροφώντας όλες τις ιδιωτικές και δημοτικές επιχειρήσεις (τελευταία εξαγοράστηκε η Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών - Πειραιώς - ΗΕΑΠ το Δεκέμβρη του 1960). Κατά τις δύο δεκαετίες πραγματοποιήθηκαν έργα εξηλεκτρισμού, όπως το θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο του Αλιβερίου, τα υδροηλεκτρικά του Αγρα, του Λάδωνα, του Λούρου, του Μέγδοβα και του Αχελώου, το θερμοηλεκτρικό της Πτολεμαΐδας, με αποτέλεσμα να σημειωθεί μεγάλη αύξηση της ηλεκτρικής παραγωγής (με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 14% για την περίοδο 1956-196649).
Η κρατική ιδιοκτησία επεκτάθηκε και σε ορισμένους κλάδους της μεταποίησης. Ιδρύθηκαν κρατικές επιχειρήσεις, όπως το διυλιστήριο Ασπροπύργου, το εργοστάσιο ζάχαρης, το εργοστάσιο αζωτούχων λιπασμάτων Πτολεμαΐδας.
Αναπτύχθηκε η κρατική ιδιοκτησία στον τουρισμό. Ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (EOT) εκπόνησε πρόγραμμα δημιουργίας σχετικά μεγάλων τουριστικών μονάδων (ΞΕΝΙΑ).
Σύμφωνα με μελέτη50, το 1959 το 34% του συνόλου των πάγιων κεφαλαίων των βιομηχανικών επιχειρήσεων ανήκε στο κράτος.
Μελέτη που διενεργήθηκε για λογαριασμό του ΚΚΕ51 εκτιμά ότι οι κρατικές επενδύσεις την περίοδο 1960-1970 γίνονταν κατά το 80% στην αγροτική παραγωγή, στην ενέργεια - ύδρευση, στις μεταφορές και στις τηλεπικοινωνίες.
Σύμφωνα με στοιχεία που δίνει ο Ξ. Ζολώτας52, στην περίοδο 1950-1953 σημειώνεται σχετικά υψηλός μέσος όρος αυξητικής μεταβολής των συνολικών (ιδιωτικών και δημόσιων) επενδύσεων κατά 7,8%. Εντούτοις, το 1961 είναι πολύ χαμηλές - συγκριτικά με άλλα κράτη - οι κατά κεφαλήν ακαθάριστες επενδύσεις σε δολάρια (σε σταθερές τιμές 1954): Ελλάδα 71, Αυστρία 163, ΟΔ Γερμανίας 275, Ολλανδία 200, Σουηδία 314, Ιταλία 148, Καναδάς 424.
Αλλά και η κατανομή των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου κατά τομείς δραστηριότητας (άνευ πλοίων, σε σταθερές τιμές 1954), ως μέσος όρος της περιόδου 1950-1963, επιβεβαιώνει ότι παρά το προχώρημα της εκβιομηχάνισης παρέμεναν τα προβλήματα συγκριτικής καθυστέρησης στη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας: Οι κατοικίες απορροφούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό (32,9%) έναντι της ενέργειας / ύδρευσης / μεταφορών / επικοινωνιών (27%), συνολικά της αγροτικής παραγωγής / ορυχείων / μεταποίησης (26,7%) και λοιπών (13,4%). Στο τέλος αυτής της περιόδου η συμμετοχή των δημοσίων στο σύνολο των επενδύσεων ανερχόταν σε 35%.
Αλλά και κατά την επόμενη περίοδο, 1964-1973, οι επενδύσεις στη μεταποίηση ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος στην Ελλάδα ήταν 3,5%, από τα χαμηλότερα συγκριτικά με άλλα κράτη: Ιαπωνία 7,6%, Φινλανδία 5,4%, Πορτογαλία 5,4%, Ολλανδία 5,2%, Βέλγιο 5,2%, Ιρλανδία 4,1%, Ηνωμένο Βασίλειο 3,8%. Το ίδιο, και ως ποσοστό επί των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου 14,3% ήταν πολύ πίσω από το αντίστοιχο άλλων κρατών, όπως: Ιαπωνίας 22,1%, Φινλανδίας 20,9%, Πορτογαλίας 29,4%, Ολλανδίας 20,7%, Βελγίου 23,9%, Ιρλανδίας 19,3%, Ηνωμένου Βασιλείου 20,1%.53
Αξιοσημείωτη είναι η επισήμανση της Τράπεζας της Ελλάδος που για την περίοδο της δικτατορίας υπογραμμίζει ότι η πιστωτική και επενδυτική πολιτική ανέστειλε τις προσπάθειες αναδιάρθρωσης και βιομηχανικής ανάπτυξης της προηγούμενης περιόδου. Σημείωνε ότι οι επενδύσεις σε κατοικίες απορροφούσαν ως το 1973 γύρω στο 30% του συνόλου των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και όλες μαζί οι δαπάνες για «κτίρια και λοιπές κατασκευές» αντιπροσώπευαν ποσοστό μεγαλύτερο, του 67%, ενώ οι επενδύσεις στη γεωργία και τη βιομηχανία αντιπροσώπευαν μαζί μόνο το 1/4 των συνολικών επενδύσεων.54
Η ουσιαστική εισροή ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις στη βιομηχανία ξεκίνησε κατά τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1950, κυρίως στους κλάδους της χαρτοποιίας, των μεταφορικών μέσων, των ηλεκτρικών ειδών και, κατά την επόμενη δεκαετία, του 1960, έγιναν οι πολύ μεγαλύτερες επενδύσεις στα πετρελαιοειδή - ESSO-Pappas, Motor Oil - στην επεξεργασία βωξίτη (Pechiney), στα ελαστικά (Pirelli). Σύμφωνα με στοιχεία μελέτης55, το 1956 οι ξένες ακαθάριστες επενδύσεις αποτελούσαν το 3% των ακαθάριστων επενδύσεων στη μεταποίηση, το 1957 το 5,3%, το 1958 το 8%, το 1959 το 4%, το 1960 το 8,5%, ενώ αυξήθηκαν θεαματικά το 1963 και αποτέλεσαν το 24%. Το 1965 έφτασαν το 31,8% και στη συνέχεια μειώθηκαν στο 21,9% το 1966, στο 14,2% το 1967 και στο 12,4% το 1968.
Μελέτη56, στηριζόμενη σε επεξεργασία στοιχείων Ετήσιων Εκθέσεων του υπουργείου Συντονισμού που αναφέρονται στις επενδύσεις του νόμου 2687/1953, δίνει ότι περίπου το 65% των ξένων επενδύσεων της περιόδου 1954-1969 κατευθύνθηκε στη μεταποίηση, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η σύνθεσή τους δεν είχε τον κλασικά αποικιακό χαρακτήρα57.
Σύμφωνα με στοιχεία που δίνει η Τράπεζα της Ελλάδος58 για τη διάρθρωση των πόρων χρηματοδότησης των ακαθάριστων επενδύσεων, η χρηματοδότηση εξωτερικού, τόσο με τη μορφή δανεισμού όσο και με τη μορφή μεταβιβάσεων, ακολούθησε πτωτική πορεία κατά την περίοδο 1958-1966.
Το 1966 η χρηματοδότηση εξωτερικού αποτελούσε το 9,1% (8,9% από δανεισμό και 0,2% από μεταβιβάσεις) των ακαθάριστων επενδύσεων, το 1958 αποτελούσε το 18,8% (13,5% από δανεισμό και 5,3% από μεταβιβάσεις). Αντίθετα αυξανόταν η συμμετοχή της εσωτερικής ιδιωτικής χρηματοδότησης. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης οφειλόταν στην αποταμίευση ιδιωτών και Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου.
Ως προς τη σχέση κεφαλαίων εσωτερικού προς το σύνολο των χρηματοδοτούμενων ακαθάριστων επενδύσεων, αυτή διαμορφώθηκε στο 90,9% το 1966 έναντι 87,9% το 1957.59
Γενικότερα, κατά τη χρονική περίοδο 1956-1966, η ιδιωτική αποταμίευση τριπλασιάστηκε, ενώ υπεροκταπλασιάστηκε η αποταμίευση του δημόσιου τομέα που βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο στην αρχή της περιόδου.60
Την ίδια τάση αναδεικνύει και παλιότερη μελέτη για λογαριασμό του ΚΚΕ. Για τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι το 1970 αναφέρει τη σημαντική αύξηση του όγκου επενδύσεων από εσωτερικές πηγές, συγκριτικά με την προπολεμική περίοδο, επομένως και την αύξηση του μεριδίου των εσωτερικών πηγών συσσώρευσης και χρηματοδότησης της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής στην Ελλάδα.61
Σύμφωνα με στοιχεία μελετών, το 1972 το ποσοστό ενεργητικού ξένου κεφαλαίου επί του συνόλου του ενεργητικού των επιχειρήσεων στη μεταποίηση ήταν 29,8%.62
Ως προς τη γεωγραφική σύνθεση των ΑΞΕ, από διαφορετικές πηγές προκύπτει διαφοροποίηση μεταξύ των δεκαετιών 1950 και 1960. Ενώ προς το τέλος της δεκαετίας του 1950 οι αμερικανικές κατείχαν το 50% των συνολικών ΑΞΕ στην Ελλάδα, προς το τέλος της επόμενης δεκαετίας μειώθηκε η αμερικανική συμμετοχή και αυξήθηκε η ευρωπαϊκή, κυρίως της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας.
Ειδικότερα, μέχρι το 1970 προηγούνταν οι ΗΠΑ με μερίδιο 47,8% επί του συνόλου των ΑΞΕ στην Ελλάδα και ακολουθούσε η ΕΟΚ (9 χωρών) με 45,3% (Γαλλία 25,9%, Γερμανία 6,5%). Την αμέσως επόμενη πενταετία το μερίδιο των ΗΠΑ υποχώρησε στη δεύτερη θέση.63
2. Ε. Συμπεράσματα
Από τη μελέτη και διασταύρωση των στοιχείων διαφορετικών πηγών μπορούν να εξαχθούν τα εξής συμπεράσματα:
Μετά από την ανασυγκρότηση, στις δεκαετίες 1950 και 1960 και ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1957-1968, πραγματοποιήθηκε σημαντική ανάπτυξη της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Η ανάπτυξη εκφράστηκε με την αύξηση της παραγωγικότητας (παραγόμενο προϊόν ανά απασχολούμενο) στην οικονομία, με τη διεύρυνση του σταθερού κεφαλαίου (κεφαλαιουχικού εξοπλισμού), με τη μεγάλη αύξηση της συνολικής δυναμικότητας σε ίππους των εγκαταστάσεων της μεταποίησης, με την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, με τη συγκέντρωση του εργατικού δυναμικού στο δευτερογενή τομέα και στις υπηρεσίες (επέκταση της μισθωτής εργασίας) και παράλληλη μείωση της απασχόλησης στον αγροτικό τομέα, ενώ σημειώθηκε στασιμότητα (ακόμη και πτωτική τάση) της συνολικής απασχόλησης.
Η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 τροφοδοτήθηκε κυρίως από την εσωτερική συσσώρευση του κεφαλαίου. Η συγκριτικά με προηγούμενες περιόδους επιτάχυνσή της στηρίχτηκε στο νέο κρατικό προσανατολισμό και την αντίστοιχη διαμόρφωση της κρατικής υποδομής για τη στήριξη της βιομηχανίας. Οι άμεσες κρατικές επενδύσεις κατευθύνθηκαν κυρίως στον εξηλεκτρισμό, τις μεταφορές και άλλες υποδομές, ενώ οι ιδιωτικές (και οι άμεσες ξένες) επενδύσεις κατευθύνθηκαν προς τους κλάδους της κυρίως βιομηχανίας (μεταποίησης) και μάλιστα της λεγόμενης βαριάς.
Η εισροή ξένου κεφαλαίου δεν ήταν ιδιαίτερα αυξημένη με εξαίρεση τις εισροές με βάση το Δόγμα Τρούμαν, το Σχέδιο Μάρσαλ κλπ. κατά το τέλος της δεκαετίας 1940 και τα πρώτα έτη της δεκαετίας 1950. Αυτή η εισροή αξιοποιήθηκε κυρίως για την ανασυγκρότηση της κρατικής κατασταλτικής μηχανής, ενώ τα προγράμματα αξιοποίησης τμήματός της για την εκβιομηχάνιση ελάχιστα λειτούργησαν. Το μεγαλύτερο μέρος των ΑΞΕ ήρθε μετά από τη συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ και υπό την επενέργεια του ευνοϊκού νομοθετικού πλαισίου και κατευθύνθηκε στη βιομηχανία ενδιάμεσων ή και κεφαλαιουχικών προϊόντων.
Επίσης, εφαρμόστηκε μια ορισμένη πολιτική εκμηχάνισης της γεωργίας και αναδασμού με στόχο τη συγκεντροποίηση της αγροτικής εκμετάλλευσης, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των εισοδημάτων των φτωχών αγροτών. Ενα σημαντικό μέρος των φτωχών αγροτών μετανάστευε, αφού έχανε τη δυνατότητα να ζει ως εμπορευματοπαραγωγός από την καλλιέργεια της γης του και στο βαθμό που δεν μπορούσε να απορροφηθεί συμπληρωματικά ή και ολοκληρωτικά στο εργατικό δυναμικό ή να επιβιώσει ως ελεύθερος επαγγελματίας σε αστικό κέντρο.
Συνέπεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα ήταν να αυξάνει το κατά κεφαλήν AΕΠ, σε μια πορεία μείωσης της μεγάλης καθυστέρησης που παρουσίαζε συγκριτικά με το μέσο όρο των κρατών - μελών της τότε ΕΟΚ.
Η κεφαλαιακή συσσώρευση γινόταν με αυξανόμενη εντατικοποίηση της εργασίας, με μεγάλα ποσοστά κερδοφορίας, με μεγάλες χρονικές υστερήσεις στην ενσωμάτωση ορισμένων αποτελεσμάτων της καπιταλιστικής ανάπτυξης στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και γενικότερα των λαϊκών δυνάμεων.
Ωστόσο, αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης ήταν και η σχετική βελτίωση του εργατικού εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου (συμπεριλαμβανομένου και του μορφωτικού - πολιτιστικού), παρόλο που υπολειπόταν από την αύξηση της παραγωγικότητας και η αγοραστική του δύναμη μειώθηκε από τον πληθωρισμό, αλλά κυρίως από την αύξηση της φορολογίας, ιδιαίτερα της έμμεσης. Στη σχετική βελτίωση του εισοδήματος των λαϊκών μαζών ήταν αναμφισβήτητη η συμβολή του εργατικού και γενικότερα του λαϊκού κινήματος και των αγώνων τους. Μέσω της μετανάστευσης σημαντικού τμήματος της εργατικής τάξης σε χώρες της Ευρώπης διαμορφώθηκε μια πηγή ενίσχυσης του εργατικού λαϊκού εισοδήματος.
Πάνω σε αυτήν την υλική βάση ενισχύθηκε όχι μόνο ο ρεφορμισμός, αλλά και ο οπορτουνισμός στο Κόμμα.
Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης της καπιταλιστικής Ελλάδας, της καπιταλιστικής ανάπτυξης των δεκαετιών 1950 και 1960, συντελέστηκαν σημαντικές αλλαγές στην κοινωνικοταξική σύνθεση του πληθυσμού: Αναδύθηκαν νέα τμήματα της αστικής τάξης τα οποία διαμορφώθηκαν στη διάρκεια της Κατοχής έχοντας επιδοθεί στη «μαύρη αγορά», αλλά και σε άλλες δραστηριότητες, αξιοποιώντας τις συνθήκες του πολέμου.
Διευρύνθηκε το στρώμα των δημόσιων υπαλλήλων. Σημαντικά τμήματα του αγροτικού πληθυσμού μετακινήθηκαν προς τα αστικά κέντρα, ένα μέρος των οποίων προλεταριοποιήθηκαν. Παράλληλα, παιδιά από λαϊκά στρώματα, ιδιαίτερα από αυτά τα τμήματα που συσσώρευσαν πλούτη κατά τη διάρκεια της Κατοχής («μαύρη αγορά» κ.λπ.) και στη συνέχεια (UNRRA κ.ά.), μετακινήθηκαν στα αστικά κέντρα συγκροτώντας νέα δυναμικά μικροαστικά στρώματα, όπως αυτοαπασχολούμενοι επιστήμονες (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί κ.ά.), αλλά και έμποροι, μικροί βιοτέχνες κ.λπ.
Δηλαδή, η καπιταλιστική ανάπτυξη του τέλους της δεκαετίας 1950 και κυρίως στη δεκαετία 1960, πριν τη δικτατορία του 1967, έδωσε ώθηση στα μεσαία στρώματα της πόλης. Σε αυτήν την κατεύθυνση συνέβαλε αργότερα και η πολιτική «αντιπαροχής γης» της δικτατορίας.64
To KKE συμμετείχε στον προβληματισμό για τις αιτίες καθυστέρησης της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα ανέδειξε τον άκρως εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του εξωτερικού δανεισμού που πραγματοποιήθηκε και τον συνέδεσε με την εξαιρετικά αδύναμη θέση της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και τις πολιτικές επιδιώξεις των ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αναφερόμενος στα πρώτα εξωτερικά δάνεια προς το νεοϊδρυμένο ελληνικό κράτος, ο Νίκος Μπελογιάννης το χαρακτήρισε ως «ψευδοανεξάρτητο κατασκεύασμα» που συμφωνήθηκε αρχικά από τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες «χειροτόνησαν ως κυβερνήτη τον Καποδίστρια». 65
Γενικότερα, οι δυσμενείς όροι των εξωτερικών δανείων66 και η αδύναμη θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, με ισχυρούς δεσμούς στρατιωτικής και πολιτικής67 εξάρτησης σε διαφορετικές περιόδους της ιστορίας της, οδήγησαν στην πλατιά διαδεδομένη αντίληψη ότι υπεύθυνος για την καθυστέρηση της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα ήταν ο ξένος παράγοντας.
Η απόδοση των δεινών της καθυστέρησης στον ξένο παράγοντα ενισχύθηκε στις αμέσως μεταπολεμικές συνθήκες. Ηταν η περίοδος (και μάλιστα αρχής γενομένης από το 1943) κατά την οποία διαμορφώνονταν διεθνείς συμφωνίες και θεμελιώνονταν διεθνείς ενώσεις (διακρατικοί οργανισμοί) που αποσκοπούσαν στην οικονομική συνεργασία για τη μεταπολεμική καπιταλιστική ανασυγκρότηση, την αποκατάσταση του διεθνούς εμπορίου και της διεθνούς κίνησης των κεφαλαίων. Σε αυτήν τη διαδικασία ηγούνταν οι ΗΠΑ, σημαντικό ρόλο έπαιζε το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ ο ρόλος κάθε κράτους - μέλους των Ηνωμένων Εθνών ήταν ανάλογος του οικονομικού και πολιτικού του βάρους. Οι μεγάλες καταστροφές στην ελληνική οικονομία από τη γερμανική κατοχή, αλλά και ο κλονισμός της αστικής εξουσίας από την απελευθέρωση έως την ήττα του ΔΣΕ, ενέτειναν τη στρατιωτική, οικονομική και πολιτική εξάρτηση της Ελλάδας από τις νέες ιμπεριαλιστικές ενώσεις και κέντρα.68 Το γεγονός αυτό οδήγησε το ΚΚΕ, κάτω από την επίδραση και ορισμένων μικροαστικών συνεργαζόμενων δυνάμεων, να θεωρεί το αποτέλεσμα (δηλαδή την εξάρτηση) ως αιτία της ιστορικά διαμορφωμένης καθυστέρησης στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού.69
Το ΚΚΕ, μαζί με συνεργαζόμενες ΕΑΜικές δυνάμεις, άνοιξε πολεμική στις απόψεις που θεωρούσαν ως αιτία της βιομηχανικής καθυστέρησης της Ελλάδας την έλλειψη εγχώριων πόρων (κυρίως πρώτων βιομηχανικών υλών). Το 1945, ενόψει του 7ου Συνεδρίου του ΚΚΕ και μετά από αυτό, διαμορφώθηκαν μελέτες σχετικά με τις δυνατότητες και προϋποθέσεις εκτεταμένου εξηλεκτρισμού και εκβιομηχάνισης και ειδικότερα ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας.
Το 1947 εκδόθηκε η μελέτη του Δημήτρη Μπάτση70, στελέχους του ΚΚΕ, «Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα». Ο Μπάτσης υποστήριξε ότι η Ελλάδα δε στερούνταν ορυκτού πλούτου και ενεργειακών πηγών απαραίτητων για να «εκβιομηχανίσει» την οικονομία της και να δημιουργήσει βαριά βιομηχανία, χωρίς να εξαρτάται από ανάλογες εισαγωγές. Ως πολιτικό πλαίσιο αυτής της εκβιομηχάνισης θεωρούσε τον κρατικό σχεδιασμό και τον κοινωνικό έλεγχο, με αποκλεισμό των ξένων οικονομικών ή πολιτικών παραγόντων. Ο Δ. Μπάτσης, καταγράφοντας τις εγχώριες πρώτες ύλες, κατέρριψε την άποψη ότι η βιομηχανοποίηση της ελληνικής οικονομίας δεν ήταν δυνατή εξαιτίας της έλλειψής τους.
Είναι ιστορικής σημασίας η πρωτοποριακή τοποθέτηση του Μπάτση, και γενικότερα του ΚΚΕ, για την ύπαρξη πρώτων υλών και τη δυνατότητα ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από ασάφειες και προβλήματα στη χρήση και στο πολιτικό περιεχόμενο ορολογιών στις προγραμματικές θέσεις του ΚΚΕ. Γιατί, στην Ελλάδα, αν και αναγνωριζόταν ως γενική τάση η αναγκαιότητα εκβιομηχάνισης και εκτεταμένου εξηλεκτρισμού, ωστόσο δεν αναγνωριζόταν εξίσου και η αναγκαιότητα ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας (παραγωγής μέσων παραγωγής και επεξεργασμένων ενδιάμεσων υλικών της βιομηχανίας) μέσω ισχυρής κρατικής επιδότησης.
Στις συνθήκες της ανάπτυξης του ΕΑΜικού κινήματος, τμήμα της αστικής τεχνικής διανόησης δέχτηκε θετική πολιτική επιρροή από κατευθυντήριες ιδέες του προγράμματος του ΕΑΜ. Αυτή η επίδραση ενισχύθηκε και μεταπολεμικά από το αποτέλεσμα της γρήγορης, οικονομικής ανόρθωσης της ΕΣΣΔ. Ετσι κέρδισε έδαφος η ιδέα χρησιμοποίησης Μεσοπρόθεσμου Οικονομικού Προγράμματος και κρατικών επενδύσεων για την εκβιομηχάνιση. Το τμήμα της αστικής τεχνικής διανόησης που προσχώρησε στο ΕΑΜ συμμετείχε αρχικά σε εθελοντικές μελετητικές ομάδες για την εκπόνηση Προγραμμάτων Ανασυγκρότησης. Η κριτική τους προς τα επίσημα (των κυβερνητικών και αμερικανικών επιτελείων) προγράμματα ασκούνταν κυρίως από τις στήλες οικονομικών περιοδικών, ανάμεσά τους του περιοδικού «Ανταίος», που, όπως αναφέρθηκε, διηύθυνε ο Δημήτρης Μπάτσης, και του περιοδικού «Νέα Οικονομία», που ιδρυτής του ήταν ο Αγγελος Αγγελόπουλος, γραμματέας Οικονομικών της ΠΕΕΑ και υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε με βάση τη Συμφωνία του Λιβάνου.
Το προγραμματικό πολιτικό πλαίσιο, στο οποίο τοποθετούσε ο Δ. Μπάτσης την εκβιομηχάνιση, ήταν η προγραμματική αντίληψη του ΚΚΕ που έθετε ως στρατηγικό στόχο την «ολοκλήρωση του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού και την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας», τις εθνικοποιήσεις και τις κρατικές επενδύσεις για τη δημιουργία βαριάς βιομηχανίας σε καθεστώς λαϊκής δημοκρατίας.71
Το ΚΚΕ θεωρούσε ότι η καπιταλιστική βιομηχανική ανάπτυξη, ο εκσυγχρονισμός του καπιταλιστικού κράτους και η αστικοδημοκρατική μορφή της εξουσίας στην Ελλάδα δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν από την αστική τάξη εξαιτίας της «υποτελούς εξάρτησής» της και, επομένως, ότι γι' αυτούς τους στόχους έπρεπε να ηγηθεί ένα μέτωπο άλλων δυνάμεων.
Ετσι, ο στόχος της εκβιομηχάνισης και η πολιτική οικονομική αντίληψη για την άμεση ανάληψη από το αστικό κράτος εκτεταμένων παραγωγικών επενδύσεων (κρατικές επιχειρήσεις και μάλιστα μονοπωλιακές) στο έδαφος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και με στόχο την περαιτέρω ανάπτυξή του συχνά ταυτιζόταν με τις εθνικοποιήσεις, όπως έμπαιναν σε Προγράμματα του ΚΚΕ.
Σημειώσεις:
1. Αρχείο ΚΚΕ, 5η Ολομέλεια της ΚΕ, σελ. 24, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ.
2. Αρχείο ΚΚΕ, 7η Ολομέλεια της ΚΕ, 1950, σελ. 202, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ.
3. Ο.π., σελ. 205.
4. Η κατευθυντήρια γραμμή του Σχεδίου Μάρσαλ εκφωνήθηκε από το στρατηγό και υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζορτζ Μάρσαλ στις 5.6.1947. Αφορούσε το διακανονισμό προμήθειας αμερικανικών εμπορευμάτων αναγκαίων για την ανασυγκρότηση (οικονομική και στρατιωτική) των ευρωπαϊκών οικονομιών, σε συνθήκες έλλειψης δολαρίων για την αγορά τους.
Στις 27.6 - 3.7.1947 έγινε στο Παρίσι συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών της ΕΣΣΔ, της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας, με θέμα την αποκατάσταση των χωρών της Ευρώπης από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Μ. Βρετανία και η Γαλλία απέρριψαν τις προτάσεις της ΕΣΣΔ και επέμειναν στη δημιουργία Ευρωπαϊκής Επιτροπής που θα καθόριζε τους πόρους και την ανάπτυξη των βασικών βιομηχανικών κλάδων των χωρών. Ο Μόλοτοφ, υπουργός Εξωτερικών της ΕΣΣΔ, αποχώρησε στις 3 Ιούλη, θεωρώντας τη δημιουργία και τον τρόπο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επέμβαση και περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας των ευρωπαϊκών χωρών. Μαζί του αποχώρησαν και οι εκπρόσωποι των Λαϊκών Δημοκρατιών.
Ακολούθησε στις 12.7.1947 η ειδική Διάσκεψη του Παρισιού (συγκλήθηκε από τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία), στην οποία πήραν μέρος τα εξής ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη: Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Δανία, Ελβετία, Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Ισλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Νορβηγία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σουηδία, Τουρκία. Η Διάσκεψη αποφάσισε την ίδρυση της Επιτροπής Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας. Το 1948, με τη συμμετοχή και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας (αρχικά αντιπροσωπευόταν από την αγγλοαμερικανική και γαλλική ζώνη κατοχής) και την Ελεύθερη Περιοχή της Τεργέστης, η οποία στη συνέχεια ενσωματώθηκε στην Ιταλία, προέκυψε ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας. Στις 30.9.1961, με την ένταξη και μη ευρωπαϊκών κρατών, εξελίχτηκε σε μόνιμο οργανισμό με την επωνυμία Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ - OECD). Τον Απρίλη του 1948 ψηφίστηκε στις ΗΠΑ ο Νόμος περί εξωτερικής βοήθειας, ο οποίος προέβλεπε 4ετές πρόγραμμα βοήθειας προς τις παραπάνω ευρωπαϊκές χώρες. Για τη διαχείριση του προγράμματος ιδρύθηκε η Διοίκηση Οικονομικής Συνεργασίας - ΔΟΣ (Economic Cooperation Administration-ECA). Επικεφαλής της ΔΟΣ διορίστηκε ο Paul Hoffman, ο οποίος προσδιόρισε την ουσία του Σχεδίου Μάρσαλ ως εξής: «Το έργο μας είναι η αποκατάσταση. Το μυστικό της ανόρθωσης της Ευρώπης είναι αυτό τούτο το μυστικό της οικονομικής υγείας των ΗΠΑ, δηλαδή η αύξηση της παραγωγής, γεωργικής και βιομηχανικής, με την αύξηση της παραγωγικότητας κάθε ατόμου.»
Στις 16.10.1948 υπογράφηκε από όλα τα κράτη-μέλη της Οικονομικής Ευρωπαϊκής Συνεργασίας η Συμφωνία πληρωμών και συμψηφισμών (είχε ξεκινήσει από το 1947). Σύμφωνα με το Σχέδιο Μάρσαλ, το σύστημα των πολυμερών συμψηφισμών επεκτεινόταν και στο δολάριο.
Η αμερικανική βοήθεια προς τις χώρες της Ευρώπης με βάση το Σχέδιο Μάρσαλ θα χωριζόταν σε δύο τμήματα, την άμεση και την έμμεση. Η άμεση βοήθεια θα δινόταν σε δολάρια που θα χρησίμευαν για την αγορά αγαθών, καταρχάς - από την περιοχή του δολαρίου. Η έμμεση βοήθεια ήταν τα λεγόμενα τραβηκτικά δικαιώματα ή δικαιώματα αναλήψεως (drawing rights), που θα χρησιμοποιούνταν για τις ανταλλαγές αγαθών μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που μετείχαν στο Σχέδιο. Η έμμεση βοήθεια προϋπέθετε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα υπέγραφαν μεταξύ τους διμερείς συμφωνίες που θα καθόριζαν ποια είδη εμπορευμάτων θα εισάγονταν και θα εξάγονταν ανάμεσα στις συμβαλλόμενες χώρες. Το έλλειμμα των ανταλλαγών τακτοποιούνταν με τα δικαιώματα αναλήψεως. Ετσι η έμμεση βοήθεια χρησίμευε για να καλύπτονται τα παθητικά υπόλοιπα των εμπορικών ισοζυγίων των διάφορων χωρών προς τις άλλες χώρες του προγράμματος ευρωπαϊκής οικονομικής συνεργασίας, ενώ η άμεση βοήθεια προοριζόταν για την αντιμετώπιση της έλλειψης δολαρίων.
Κατά το οικονομικό έτος 1951 - 1952, ενώ διαρκούσε ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος εναντίον της Κορέας, αναπροσαρμόστηκαν οι στόχοι της «αμερικανικής βοήθειας», σχεδόν αποκλειστικά στο στρατιωτικό τομέα. (Βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928 - 1978, σελ. 346 - 349, Αθήνα, 1978. Γεώργιος Μίρκος, Η οικονομική διάσταση του δόγματος Truman και του «Σχεδίου Μάρσαλ» στην Ελλάδα, έκδ. Υπουργείο Εξωτερικών/ Η Ελλάδα στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου, τόμ. Α', σελ. 60 - 63, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2001.)
Ο Γ. Μίρκος, επίτιμος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, αναφέρει:
«Το Σχέδιο (Μάρσαλ) από πλευράς "στόχων" και "τεχνικής λειτουργίας" ήταν τέλειο. Κατ' αρχήν λειτουργούσε με ενιαίο τρόπο και κάλυπτε τρεις στόχους. Βοηθούσε σημαντικά την οικονομία των ΗΠΑ, ενώ παράλληλα προωθούσε προς την ανασυγκρότηση την ευρωπαϊκή οικονομία. Πάνω σ' αυτή την οικονομική ανάπτυξη του Δυτικού Κόσμου στήριζαν οι ΗΠΑ την εξωτερική, κυρίως αντικομμουνιστική, πολιτική τους. Η Ελλάδα, τοποθετούμενη στον ευαίσθητο γεωπολιτικό χώρο της αμυντικής γραμμής των Δυτικών, επωφελήθηκε αναμφισβήτητα από την οικονομική βοήθεια του Σχεδίου, άσχετα αν δεν αξιοποίησε πλήρως τη βοήθεια που έλαβε».
Αποκαλυπτική είναι και η τοποθέτηση του καθηγητή Αγγελου Αγγελόπουλου:
«"Οι βαθύτεροι λόγοι της βοήθειας αυτής είναι οικονομικοί. Είναι η διατήρηση του σημερινού επιπέδου της απασχολήσεως, είναι η επέκταση της οικονομικής ισχύος της Αμερικής, είναι η αποφυγή της οικονομικής κρίσεως. Υπό τις σημερινές συνθήκες η αμερικανική βοήθεια για την Ευρώπη αποτελεί ζωτική ανάγκη για την αμερικανική οικονομία. Δίχως αυτήν, η οικονομική κρίση είναι αναπόφευκτη... Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Αμερική προέρχεται σήμερα από το ενδεχόμενο σταμάτημα των εξαγωγών της προς την Ευρώπη". Στη συνέχεια, αναφερόμενος στους πολιτικούς λόγους της αμερικανικής βοήθειας προς την Ευρώπη αναφέρει "το φόβο των ΗΠΑ για εξάπλωση του κομμουνισμού στην Ευρώπη".» (Βλ. Αγγελος Αγγελόπουλος, «Γιατί η Αμερική θέλει να βοηθήσει την Ευρώπη», Νέα Οικονομία, τόμ. 1947 - 1948, σελ. 73, Δεκέμβριος 1947.)
5. Συγκροτήθηκε με νόμο που ψήφισε το Κογκρέσο των ΗΠΑ (1951) με την ονομασία «Πράξη Αμοιβαίας Ασφάλειας». Με αυτόν εγκρίθηκε ποσό 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων οικονομικής βοήθειας στο εξωτερικό. Ο συγκεκριμένος νόμος εγκρίθηκε αμέσως μετά από το τέλος του Σχεδίου Μάρσαλ.
6. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος, για τα έτη 1948-1953, η συνολική βοήθεια προς την Ευρώπη ανερχόταν σε 13.404 εκατομμύρια δολάρια, η βοήθεια προς την Ελλάδα σε 946,4 εκατομμύρια δολάρια, ποσοστό 7,1 % της συνολικής. (Βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978, σελ. 350, Αθήνα, 1978.)
7. AMAG (American Mission for Aid to Greece): ΑΜΑΓΚ ήταν η Αμερικανική Αποστολή για τη Βοήθεια στην Ελλάδα, που είχε τη γενική ευθύνη για τη διαχείριση της αμερικανικής βοήθειας. Πρώτος αρχηγός της AMAG ήταν ο Ντουάιτ Γκρίνσγουολντ, που έφτασε στην Ελλάδα στις 14.7.1947.
8. UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration). Πρόκειται για τη Διοίκηση Περίθαλψης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών. Η UNRRA ιδρύθηκε στις 9.11.1943 από 44 κράτη που στη συνέχεια αποτέλεσαν μέλη του ΟΗΕ, με αντικειμενικό σκοπό να βοηθήσει οικονομικά τις χώρες που είχαν πληγεί από τις δυνάμεις του φασιστικού άξονα. Η UNRRA εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα την 1.4.1945 και στη διετία 1945-1947 εισήγαγε στην Ελλάδα τρόφιμα αξίας 171,9 εκατομμυρίων δολαρίων. Για τον εξοπλισμό της γεωργίας διέθεσε μηχανήματα κλπ. αξίας 45 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ για φάρμακα διέθεσε το ποσό των 7.540.000 δολαρίων.
9. Βλ. στοιχεία για την «αμερικανική βοήθεια» μέχρι και το 1957, στο Παράρτημα του Δοκιμίου, Πίνακας 1, σελ. 597.
10. «Δηλώσεις Πιουριφόι», Νέα Οικονομία, τόμ. έτους 1952, σελ. 31-33.
11. Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978, σελ. 286, Αθήνα, 1978.
12. Η Μ. Δρίτσα αναφέρει στους πρωτοστάτες αυτής της άποψης την Εθνική Τράπεζα (βλ. Βιομηχανία και Τράπεζες στην Ελλάδα του μεσοπολέμου, έκδ. Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τράπεζας, σελ. 202, Αθήνα, 1990).
13. Ξ. Ζολώτας, Νομισματικές και Οικονομικές μελέτες, τόμ. Α', σελ. 152, έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1997.
14. Στην Εκθεση του FAO αναφέρεται: «Η Ελλάς έχει μεγάλας δυνατότητας δι' ευρυτέραν βιομηχανικήν ανάπτυξιν και δι' εξ αυτής προερχομένην αύξησιν της αναλογίας των απασχολουμένων εις την βιομηχανίαν και εις μη γεωργικάς εργασίας. Δεν ήτο έργον της Αποστολής ταύτης η λεπτομερής έρευνα τοιούτων βιομηχανικών δυνατοτήτων ή η πρότασις μέτρων διά την προώθησιν ταχυτέρας αναπτύξεώς των. Εν τούτοις λόγω του επείγοντος της εκμεταλλεύσεως των δυνατοτήτων μιας μη γεωργικής απασχολήσεως εν Ελλάδι (...) προτάσεις επί του ζητήματος τούτου συμπεριλήφθησαν (...) εις τας συστάσεις της Αποστολής.»
«Η Αποστολή συνιστά όπως η ελληνική Κυβέρνησις υιοθετήση ως μακροχρόνιον αντικειμενικόν σκοπόν της την μετατροπήν της Ελλάδος από κυρίως αγροτικήν χώραν, η οποία χρησιμοποιεί κατά το πλείστον αρχέγονους μεθόδους, εις χώραν περισσότερον εκβιομηχανισμένην και χρησιμοποιούσαν συγχρονισμένες μεθόδους τόσον εις την γεωργίαν όσον και εις την βιομηχανίαν.» (Βλ. Ξ. Ζολώτας, Νομισματικές και Οικονομικές Μελέτες 1945-1996, τόμ. Α', έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, σελ. 230, Αθήνα 1997.)
15. Η κεϊνσιανή οικονομική πολιτική στηρίζεται στην οικονομική θεωρία του Αγγλου αστού οικονομολόγου John Maynard Keynes (Τζ. Μ. Κέινς, 1883-1946). Ο Β. I. Λένιν εκτίμησε ότι ο Κέινς με το έργο του Οι οικονομικές συνέπειες της συνθήκης των Βερσαλλιών (1919) «έφθασε στο συμπέρασμα πως μετά από τη συνθήκη των Βερσαλλιών η Ευρώπη και ολόκληρος ο κόσμος οδηγούνται στη χρεοκοπία» (βλ. Β. I. Λένιν, «Το II Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς», Απαντα, τόμ. 41, σελ. 219, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1983, και Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 16, σελ. 694).
Κορυφαίο έργο του Κέινς είναι Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος (1936) (ελληνική έκδοση από τις εκδόσεις Παπαζήση, 2001).
Ο Κέινς διατύπωσε τη θεωρία για την αναγκαιότητα κρατικής ρύθμισης της καπιταλιστικής οικονομίας μέσω των Αμεσων Κρατικών Επενδύσεων και της παρέμβασης στη λεγόμενη «ενεργή ζήτηση», ώστε να ελεγχθεί η μεγάλη οικονομική κρίση και να επιταχυνθεί η αναζωογόνηση της οικονομίας. Επεξεργάστηκε ανάλογο πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής του αστικού κράτους.
Οι θεωρίες του Κέινς αξιοποιήθηκαν από μια σειρά αστικές κυβερνήσεις και κόμματα και όχι μόνο από τα σοσιαλδημοκρατικά (π.χ., Χίτλερ στη Γερμανία, η Πολιτική του New Deal στις ΗΠΑ τη δεκαετία 1930), ιδιαίτερα στις συνθήκες της προετοιμασίας για το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εφαρμογή των θέσεών του όπως ήταν φυσικό δεν έδωσε διέξοδο στις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού. Ετσι μετά από την οικονομική κρίση 1929-1933 και παρόλο ότι σε μια σειρά χώρες πάρθηκαν μέτρα κεϊνσιανού τύπου, το 1938 μια νέα ύφεση έπληξε τον καπιταλιστικό κόσμο η οποία βρήκε διέξοδο στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Μετά από τον πόλεμο, η πολιτική κρατικής στήριξης της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης ονομάστηκε νεοκεϊνσιανισμός και, παρόλο που ακολουθήθηκε περισσότερο ή λιγότερο απ' όλες τις αστικές κυβερνήσεις (φιλελεύθερες και σοσιαλιστικές ή συνεργασίας) της καπιταλιστικής Δυτικής Ευρώπης, ταυτίστηκε με τους σοσιαλδημοκράτες, αφού αυτοί παρουσίαζαν αυτά τα μέτρα ως δρόμο για το σοσιαλισμό.
16. Αγγελος Αγγελόπουλος, «Ανάγκη δυναμικού και ισορροπημένου Προγραμματισμού», Νέα Οικονομία, τόμ. 1965, σελ. 332, Απρίλης 1965.
17. Επιθεώρησις Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, τεύχ. 1, 1952, Πέτρου Κουβέλη, «Οι δυνατότητες εκβιομηχανίσεως της Ελλάδος», σελ. 60-69 και Κυριάκος Βαρβαρέσος, «Εκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος», σελ. 462-463, Αθήνα, 1952.
18. Dispatch no. 130, dated 17th February 1950, from H. M.'s Ambassador in Washington to the Secretary of State for Foreign Affairs (Public Record Office).
19. Πληροφοριακό σημείωμα (18.1.1952) στο Φάκελο 98.2 (1952), Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών.
20. Αντιπροσωπευτική είναι η τοποθέτηση του Ξ. Ζολώτα στο άρθρο του στο Βήμα, 8.1.1949, «Προοπτική ανασυγκροτήσεως».
21. Η κριτική προσέγγιση, τηρουμένων των αναλογιών, θυμίζει την κριτική (και του ΙΟΒΕ) για την αξιοποίηση του Α' και εν μέρει και του Β' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΚΠΣ). (Βλ. Τμήμα Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ, Γ' ΚΠΣ, κριτική παρουσίαση των στόχων, επιλογών και της κατανομής των πόρων, Ιούνης 2001, σελ. 18. [Ενθετο φυλλάδιο στον Κυριακάτικο Ριζοσπάστη].)
22. «Το τέλος του Σχεδίου Μάρσαλ», Νέα Οικονομία, σελ. 337 - 338, Αύγουστος 1952.
23. Ο Ξ. Ζολώτας, σε υπόμνημά του (Ιούνης 1952) κριτικάρει την απόφαση απότομου περιορισμού του ρυθμού αύξησης των πιστώσεων από τα διαθέσιμα της Τράπεζας της Ελλάδος. (Βλ. Νέα Οικονομία, σελ. 319, 1952.)
24. Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος, Η Ελλάδα στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου, τόμ. Α', σελ. 86-87, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2002.
25. Στις 31.3.1950, στην επιστολή του Αμερικανού πρέσβη, τη γνωστή «Επιστολή Grady», είχε διατυπωθεί η άποψη της κυβέρνησης των ΗΠΑ για μέτρα δημοσιονομικής σταθεροποίησης (πάγωμα των μισθών, μείωση των στρατιωτικών δαπανών, πάγωμα των προσλήψεων στο Δημόσιο) και μεταρρυθμίσεων (στο φορολογικό και σε κίνητρα επενδύσεων στη βιομηχανία). Τμήμα του ελληνικού αστικού Τύπου εναντιώθηκε στην «Επιστολή Grady» με αιχμή το προτεινόμενο από τις ΗΠΑ πλαίσιο οικονομικής πολιτικής. Ωστόσο, η αντιπαράθεση ήταν κυρίως πολιτική. Η παρέμβαση Grady εξέφραζε τη διαφωνία των ΗΠΑ στην κυβερνητική επιλογή που προωθούσε ο βασιλιάς (κυβέρνηση Φιλελευθέρων και Λαϊκού Κόμματος).
26. Μέχρι τις αρχές του 1952 το ενεργειακό πρόγραμμα είχε απορροφήσει λίγο λιγότερο από το μισό των εγκεκριμένων πόρων. Τον Αύγουστο του 1950 ιδρύθηκε η ΔΕΗ, που θα αναλάμβανε την υλοποίηση του προγράμματος. (Βλ. Γ. Σταθάκης, Το δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ, σελ. 345, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2004.)
27. Η Εκθεση περιλάμβανε και ένα εμπιστευτικό τμήμα, που θέμα του ήταν «Η αναπροσαρμογή της δραχμής». Αυτό δημοσιοποιήθηκε μετά από την υποτίμηση της δραχμής το 1953. Συμπεριλαμβάνεται, στο Κυριάκος Βαρβαρέσος, Εκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος, εκδ. Σαββάλα, Αθήνα, 2002.
28. Βλ. Νέα Οικονομία, τόμ. έτους 1952, τεύχ. Φλεβάρη, σελ. 49-52.
29. Η «νέα δραχμή» εισήχθη επί κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου με το νόμο 18 της «νομισματικής διαρρύθμισης» (9.11.1944). Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος (11 Νοεμβρίου 1944), η ισοδυναμία της «νέας δραχμής» προς τη χάρτινη λίρα οριζόταν 0,0016666 (1 χάρτινη λίρα = 600 δραχμές). Η αντιστοιχία της «νέας δραχμής» προς την παλιά ήταν 1 νέα = 50 δισ. παλιές [Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδας 1928-1978, Αθήνα, 1978, σελ. 247],
30. Κυριάκος Βαρβαρέσος, Εκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος, Αθήνα, 1952, βλ. εισαγωγή Κ. Κωστής, σελ. 55-56.
Πρόκειται για την έκθεση που συνέταξε ο δικηγόρος Π. Πόρτερ στις 30.4.1947, επικεφαλής της Αμερικανικής Αποστολής που επισκέφθηκε την Ελλάδα το Γενάρη του 1947, με σκοπό να προετοιμάσει την εκπόνηση προγράμματος οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα για την καπιταλιστική ανασυγκρότησή της και τη σταθεροποίηση του αστικού κράτους.
31. Απόσπασμα από την Εκθεση Πόρτερ όπως αναφέρεται στο: Γιώργος Σταθάκης, Το δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ, σελ. 156, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2004.
32. Κυριάκος Βαρβαρέσος, Εκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος, Αθήνα, 1952, βλ. εισαγωγή Κ. Κωστής, σελ. 49-50.
33. Εισήγηση του Νίκου Κιτσίκη, μέλους της ΔΕ της ΕΔΑ, στην Α' Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ, 15-18 Ιουλίου του 1956, έκδ. Νέα Ζωή, σελ. 129, 130, 132, 133.
34. Ιωάννη Ζίγδη, «Η εξέλιξις της ελληνικής βιομηχανίας», Νέα Οικονομία, τόμ. έτους 1953, σελ. 371 - 373.
35. Στη συνέχεια, στο Κεφάλαιο 2. Δ. παρατίθενται στοιχεία για τις εισροές Αμεσων Ξένων Επενδύσεων με βάση το ΝΔ 2687/1953.
36. Ο Ξ. Ζολώτας θεωρούσε ότι «στο διάστημα της επταετίας συνέβησαν αρκετές ανωμαλίες σ' αυτόν τον τομέα», αλλά δε θα έπρεπε να οδηγήσει σε φοβία και άρνηση των ξένων επιχειρήσεων. Υποστήριζε ότι στη συνεργασία με ξένες εταιρίες «η ελληνική πλευρά θα πρέπει να διατηρεί, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, την πλειοψηφία». (Βλ. Ξ. Ζολώτας, Νομισματικές και Οικονομικές μελέτες 1945 - 1996, τόμ. Β', σελ. 243 - 245, έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1997.)
37. Νέα Οικονομία, τόμ. έτους 1953, σελ. 396.
38. Ανακοινώθηκε στις 9.4.1953 από τον υπουργό Συντονισμού Σπύρο Μαρκεζίνη της κυβέρνησης Αλέξανδρου Παπάγου (Πράξη αρ. 267 της 9.4.1953, Νομοθετικό Διάταγμα 2415 του 1953). (Βλ. Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928 - 1978, σελ. 391, Αθήνα, 1978.)
39. Στη Σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών στο Bretton Woods (New Hampshire, από 1-22 Ιούλη 1944), συμμετείχαν εκπρόσωποι 44 χωρών. Εκεί τέθηκε η βάση του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Αυτό το σύστημα ίσχυσε έως και το 1971, όταν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον ανακοίνωσε την εγκατάλειψη της μετατρεψιμότητας του αμερικανικού δολαρίου σε χρυσό.
40. Ο καθηγητής Ξ. Ζολώτας, τασσόμενος υπέρ της εκβιομηχάνισης, έδινε έμφαση στη διοργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών και διαφόρων οργανισμών ως φορέων της ανασυγκρότησης, ενώ έκανε κριτική στην τάση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας να φυγαδεύει κεφάλαια στο εξωτερικό και να μην προχωρεί σε παραγωγικές επενδύσεις. Η κριτική του αφορούσε και τα εκάστοτε «αλλοπρόσαλλα οικονομικά και δημοσιονομικά μέτρα» των κυβερνήσεων. (Βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928 - 1978, σελ. 408, σημείωση 1, Αθήνα, 1978, και Ξ. Ζολώτας, Η Eκθεσις του Κ. Βαρβαρέσου και η οικονομική ανάπτυξις, σελ. 26, Αθήνα, 1952.)
41. Για τους στόχους του Πενταετούς Προγράμματος βλ. Παράρτημα Πίνακας 2, σελ. 598.
42. Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978, σελ. 299-309, Αθήνα, 1978.
43. Ο.Π., σελ. 535-536.
44. Ξ. Ζολώτας, Νομισματική ισορροπία και οικονομική ανάπτυξις, σελ. 153, Αθήνα, 1964.
45. Ξ. Ζολώτας, Νομισματικές και Οικονομικές μελέτες 1945 - 1996, τόμ. Β', σελ. 242 - 244, έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1997.
46. Βλ. Ιωσήφ Χασσίδ, «Ξένες επενδύσεις και ξένες επιχειρήσεις στην Ελλάδα» στο Συλλογικό, 2004: Η ελληνική οικονομία στο κατώφλι του 21ου αιώνα, σελ. 389 εκδ. Ιονική Τράπεζα, 1995.
47. Με τον αναγκαστικό νόμο 1611/1950 τα αποθεματικά των Ασφαλιστικών Ταμείων δεσμεύτηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδας με επιτόκια που υπολείπονταν κατά πολύ και από τον επίσημο πληθωρισμό, με αποτέλεσμα μεγάλες απώλειες σε βάρος των εργαζομένων.
48. Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) ιδρύθηκε το 1959 ως μικρή ερευνητική μονάδα με την επωνυμία Κέντρο Οικονομικών Ερευνών. Η απόφαση ίδρυσής του πάρθηκε από τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, μετά από εισήγηση του τότε διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Ξ. Ζολώτα. Την οργάνωσή του ανέλαβε ως πρώτος πρόεδρος του ΔΣ και Επιστημονικός Διευθυντής ο καθηγητής και μετέπειτα πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου, ο οποίος κλήθηκε από τον Κ. Καραμανλή, ενώ βρισκόταν στο Πανεπιστήμιο Berkeley των ΗΠΑ. Ηρθε μόνιμα στην Ελλάδα στις 16.1.1961.
49. Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928 - 1978, σελ. 500, Αθήνα, 1978.
50. Α. Λυμπεράκη, Ευέλικτη εξειδίκευση; Κρίση και αναδιάρθρωση στη μικρή βιομηχανία, σελ. 122, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1991. (Βλ. επίσης Π. Καζάκος, Ανάμεσα σε κράτος και αγορά, σελ. 182, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2003.)
51. Σπ. Μαγκλιβέρας, Ο κρατικός τομέας της οικονομίας στην Ελλάδα και η κρίση, σελ. 163, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1987.
52. Ζολώτας, Νομισματική ισορροπία και οικονομική ανάπτυξις, σελ. 42 - 45, Αθήνα, 1964.
53. Ξ. Ζολώτας, Νομισματικές και Οικονομικές μελέτες 1945 - 1996, σελ. 368, έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1997.
54. Τράπεζα της Ελλάδος, Γα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928 - 1978, σελ. 633 - 634, Αθήνα, 1978.
55. Β. Παπανδρέου, Πολυεθνικές επιχειρήσεις και αναπτυσσόμενες χώρες, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1981.
56. Π. Καζάκος, Ανάμεσα σε κράτος και αγορά, σελ. 210, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2003.
57. Κάθε εισροή ξένου βιομηχανικού κεφαλαίου έχει ως κίνητρο την αποκόμιση μεγαλύτερου ποσοστού κέρδους που συχνά εξασφαλίζεται από το χαμηλότερο επίπεδο μισθών και ημερομισθίων της χώρας υποδοχής από εκείνο στη χώρα εξαγωγής κεφαλαίων. Ωστόσο, δεν είναι αυτό το στοιχείο που προσδιορίζει μια ξένη επένδυση ως κλασικά αποικιακού χαρακτήρα. Ως τέτοια προσδιορίζεται όταν εξάγεται εξολοκλήρου η υπεραξία και όταν μια ξένη βιομηχανική επένδυση δεν τροφοδοτεί άλλες εγχώριες βιομηχανικές επενδύσεις.
58. Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928- 1978, Πίνακας 121, σελ. 509, Αθήνα, 1978.
59. Τράπεζα της Ελλάδος, Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978, Πίνακας 137, σελ. 540, Αθήνα, 1978.
60. Ο.π., Πίνακας 138, σελ, 538-539.
61. Μ. Μάλλιος, Η σύγχρονη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα, σελ. 107, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1975..
62. Στέργ. Μπαμπανάση - Κ. Σούλα, Η Ελλάδα στην περιφέρεια των αναπτυγμένων χωρών, εκδ. Θεμέλιο, σελ. 162, Αθήνα, 1976. (Βλ. και Γιάννη Σαμαρά, Κράτος και κεφάλαιο στην Ελλάδα, σελ. 435, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1985.)
63. Το 1975, ΗΠΑ 34,1 %, ΕΟΚ (9) 41,8% (με Γαλλία 16,7%, Γερμανία 11,5%) και το 1988 οι ΗΠΑ 13,5%, η ΕΟΚ (9) 71,5% (με Γαλλία 27,7% και Γερμανία 17,9%). (Βλ. Τάσος Γιαννίτσης, Η δυναμική των σχέσεων εξειδίκευσης μεταξύ Ελλάδος - Ισπανίας - Πορτογαλίας - Τουρκίας και Ξένες Επενδύσεις στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1980, σελ. 158, ΕΚΕΜ, 1992, και I. Χασσίδ, «Ξένες επενδύσεις και ξένες επιχειρήσεις στην Ελλάδα» στο Συλλογικό, 2004: Η ελληνική οικονομία στο κατώφλι του 21ου αιώνα, σελ. 391, εκδ. Ιονική Τράπεζα, 1995.)
64. Μια σειρά μελέτες της κοινωνικοταξικής διάρθρωσης της Ελλάδας αποδεικνύουν αυτήν την τάση. Ο Π. Παπαδόπουλος στο βιβλίο «Η ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας» παραθέτει τα στοιχεία που, ενώ αποδεικνύουν μείωση της αυτοαπασχόλησης στην αγροτική παραγωγή, ταυτόχρονα αποδεικνύουν ότι συντελούνταν αύξηση στη βιοτεχνία και στις λεγόμενες «υπηρεσίες» και το εμπόριο. Συγκεκριμένα:
Το 1951 οι αυτοαπασχολούμενοι στη βιομηχανία (βιοτέχνες) ήταν 137.737, ενώ στις υπηρεσίες, εμπόριο κλπ. ήταν 170.612.
Το 1961 οι αυτοαπασχολούμενοι στη βιομηχανία (βιοτέχνες) ήταν 184.387, ενώ στις υπηρεσίες, εμπόριο κλπ. ήταν 204.474.
Το 1971 οι αυτοαπασχολούμενοι στη βιομηχανία (βιοτέχνες) ήταν 209.404, ενώ στις «υπηρεσίες», εμπόριο κλπ. ήταν 221.180.
Το 1981 οι αυτοαπασχολούμενοι στη βιομηχανία (βιοτέχνες) ήταν 277.870, ενώ στις υπηρεσίες, εμπόριο κλπ. ήταν 293.377. (Π. Παπαδόπουλος, «Η ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας», σελ. 264,265, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987.)
65. Νίκος Μπελογιάννης, «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα», σελ. 47, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1998.
66. Η αναφορά γίνεται για τους όρους με τους οποίους δόθηκαν δάνεια στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και μετά. Πρόκειται για τα περιβόητα Δάνεια της Ανεξαρτησίας (1821 -1828), αλλά και για εκείνα που δόθηκαν αργότερα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος (1833 και στη συνέχεια) από τις Μεγάλες Δυνάμεις και ιδιαίτερα από την Αγγλία και τη Γαλλία. Οι όροι περιλάμβαναν υψηλά επιτόκια, ενώ ως εγγύηση για το δανεισμό έμπαινε το σύνολο των δημόσιων εσόδων, οι λεγόμενες «εθνικές γαίες» κλπ. (Βλ. Ν. Μπελογιάννης, «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα», σελ. 29-63, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1998.)
67. Στις παρεμβατικές επιστολές των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων προς την κυβέρνηση κατά το 19ο αιώνα, συχνά συναντάται φρασεολογία σαν να απευθύνονταν σε καθεστώς υποτέλειας. Βλ., για παράδειγμα, την επιστολή του Αγγλου πρεσβευτή Σκάρλετ προς τον υπουργό Εξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη (1864), με φράσεις όπως: «Είχον λόγους να πιστεύω ότι η διαγωγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως και του ελληνικού έθνους ήτον άξια παντός επαίνου (...) ημπορεί να αποδοθεί εις την εντελή ανικανότητα των πολιτικών και στρατιωτικών Αρχών εις το να περιστείλωσι τους απειθούντας και θορυβούντας στρατιώτας» (Βλ. Γ. Κορδάτος, «Ιστορία της νεώτερης Ελλάδος», τόμ. 4, σελ. 212, εκδ. 20ός Αιώνας, Αθήνα, 1958)
68. Βλ. «Εκπροσώπηση στις διεθνείς διασκέψεις και συμμετοχή στους διεθνείς οργανισμούς», Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978, σελ. 224-233, έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1978.
69. Το ίδιο συνέβη -αναγωγή του αποτελέσματος σε αίτιο- και ως προς την εκτεταμένη δραστηριότητα στο εξωτερικό εμπόριο κεφαλαιούχων του ελληνισμού, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις λαθεμένα αποδόθηκε στον (υποτιθέμενο) εκ γενετής χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης ως κομπραδόρικης, και ως παρέμβαση του ξένου παράγοντα.
70. Ο Δημήτρης Μπάτσης ήταν δικηγόρος και οικονομολόγος, διευθυντής του επιστημονικού περιοδικού Ανταίος και γραμματέας της επιστημονικής εταιρίας ΕΠ-ΑΝ (Επιστήμη-Ανασυγκρότηση). Υπήρξε γόνος αστικής οικογένειας, γιος του βασιλόφρονα αντιναυάρχου ε.α. του Πολεμικού Ναυτικού Α. Μπάτση.
71. Σε αυτήν την περίοδο ο όρος της «λαϊκής οικονομίας» υιοθετήθηκε από αστικές δυνάμεις που του έδιναν περιεχόμενο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Για παράδειγμα, ήδη από το 1926 ο Ξ. Ζολώτας έκανε χρήση του όρου «λαϊκή οικονομία», ανάγοντας σε αυτήν την εκβιομηχάνιση μιας εθνικής οικονομίας. Αναφέρεται στην περί οικονομικών σταδίων (Wirtschaftsstufen) θεωρία του Karl Bucher, η οποία διακρίνει τις διάφορες φάσεις της οικονομικής εξέλιξης ανάλογα με την παραγωγή και την κατανομή των έργων: 1. Η «οικογενειακή ή οικιακή οικονομία» (Gescholossene Hauswistschaft). 2. Η «αστική οικονομία» (Stadtwirtschaft) και 3. Η «λαϊκή οικονομία» (Volkswirtschaft). (Ξ. Ζολώτας, Η Ελλάς εις το στάδιον της εκβιομηχανίσεως (1962), β' έκδοση, έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, σελ. 19, Αθήνα, 1964. Παραπέμπει στο K. Bucher, Die Entstehung der Volkswirtschaft, τόμ. 1, σελ. 91, 16η έκδοση, Tubingen, 1922).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου