Τα γεγονότα στην Τσεχοσλοβακία το 1968
Μόλις μετά την ήττα της αντεπανάστασης στην Ουγγαρία, ο ιμπεριαλισμός αναγκάστηκε να παραδεχτεί την αποτυχία της επιθετικής στρατηγικής της απώθησης, της απροκάλυπτης αντεπανάστασης από τα έξω. Από τότε η εσωτερική διάβρωση των σοσιαλιστικών κρατών της Ευρώπης πέρασε στο επίκεντρο της αντισοσιαλιστικής στρατηγικής του ιμπεριαλισμού. Από τότε που ο ιμπεριαλισμός δεν έχει πλέον καμιά στρατιωτική και πολιτικοδιπλωματική δυνατότητα να νικήσει το παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα, θεωρεί κύρια την οικονομία και την ιδεολογία σαν τα σπουδαιότερα όπλα ενάντια στα κράτη που έχουν απελευθερωθεί από την εκμετάλλευσή του. Ποιες σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης είναι ο επίλεκτος στόχος αυτής της ιδεολογικής επίθεσης, που επίσημα χαρακτηρίζεται ψυχολογικός πόλεμος, περιέγραψε πριν από χρόνια ο τότε εμπειρογνώμονας προγραμματισμού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και αργότερα σύμβουλος του Προέδρου Κάρτερ, Μπρεζίνσκι: «Η πιο επιθυμητή μορφή αλλαγής θα άρχιζε με μια εσωτερική φιλελευθεροποίηση των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών... Η Ανατολική Ευρώπη με τους ιστορικούς δεσμούς της με τη Δύση και με τις προοδευτικότερες συνθήκες διαβίωσης πριν την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές, θα πραγματοποιήσει την αλλαγή αναμφισβήτητα γρηγορότερα από τη Ρωσία. Αυτό ισχύει κύρια για την Τσεχοσλοβακία και λιγότερο για την Ουγγαρία και την Πολωνία» (Μπρεζίνσκι: «Εναλλακτική λύση της διαίρεσης», Κολωνία, Δυτ. Βερολίνο, 1966, σελ. 179).
Αυτές δεν είναι κάποιες ιδιωτικές σκέψεις του Μπρεζίνσκι, αλλά η κοινή στρατηγική του ιμπεριαλισμού. Ετσι, όπως είναι γνωστό, και ο Φραντς Γιόζεφ Στράους πριν χρόνια στο προγραμματικό φυλλάδιο «Προσχέδιο για την Ευρώπη», όρισε ως καθήκον της πολιτικής της ΟΔΓ να προωθεί «μια εξέλιξη που βρίσκεται στα πρώτα στάδια» σε μερικές ανατολικοευρωπαϊκές χώρες και «να την οδηγήσει στο σημείο, από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή» (Φραντς Γιόζεφ Στράους: «Προσχέδιο για την Ευρώπη»).
«Η ιδεολογία πρέπει να διοχετευτεί στη δημόσια ζωή των κομμουνιστικών χωρών με όλα τα μέσα της σύγχρονης προπαγάνδας με ψυχολογικά έντεχνο τρόπο. Με την αξιοποίηση εθνικών διαφορών, θρησκευτικών παραδόσεων, ακόμα κι ανθρώπινων αδυναμιών, πρέπει να καλλιεργηθεί η αδιαφορία για τους στόχους της κομμουνιστικής ηγεσίας. Οικονομικές, ηθικές και άλλες δυσκολίες πρέπει να ξεσκεπάζονται αμείλικτα, με σκοπό να οδηγείται ο πληθυσμός σε παθητική αντίσταση ("δούλευε αργά") και σε σαμποτάζ. Αν το κομμουνιστικό κράτος παίρνει μέτρα ενάντια σε μεμονωμένους αποστάτες, τότε αυτά τα μέτρα, που φαίνονται άδικα, πρέπει να γίνονται όσο το δυνατόν ευρύτερα γνωστά, για να προκαλούν συμπάθεια και νέα απέχθεια για το κομμουνιστικό σύστημα. Οι άνθρωποι στα κομμουνιστικά κράτη γίνονται μ' αυτό τον τρόπο συνειδητοί ή ασυνείδητοι φορείς δυτικών ιδεών, δημιουργείται το συναίσθημα γενικής δυσφορίας, που είναι προϋπόθεση για την εσωτερική αλλαγή και την ανατροπή αυτής της κρατικής δομής» (Α. φον Σακ στο «Εξωτερική Πολιτική», Στουτγκάρδη, 1962, αρ. 11, σελ. 766 κ.έ.).
Η Τσεχοσλοβακία γινόταν πριν από το 1968, για διάφορους λόγους, όλο και περισσότερο το κέντρο της διαμάχης μεταξύ σοσιαλισμού και ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη. Ο ιμπεριαλισμός συγκέντρωνε τα όπλα του ψυχολογικού πολέμου ακριβώς ενάντια στην Τσεχοσλοβακία, λόγω της ιδιαίτερης στρατηγικής θέσης της ως νοτιοδυτικού προπυργίου της σοσιαλιστικής κοινότητας κρατών, αλλά και γιατί είχε αντιληφθεί ότι το ιδεολογικό οικοδόμημα της αναπτυσσόμενης σοσιαλιστικής κοινωνίας στην Τσεχοσλοβακία ήταν σχετικά αδύνατο.
«Οι προθέσεις και επιδιώξεις της αντεπανάστασης στην Τσεχοσλοβακία ήταν όμοιες μ' εκείνες του 1956 στην Ουγγαρία, μόνο που η τακτική ήταν διαφορετική λόγω των διαφορετικών συνθηκών και του χρόνου. Οι αντισοσιαλιστικές δυνάμεις στη χώρα μας, που δρούσαν σε συντονισμό με τις προθέσεις του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, προσανατολίζονταν κύρια στην εφαρμογή των μεθόδων της πολιτικής ιδεολογικής καταστροφής και της καταστροφής της εξουσίας και στη σταδιακή πραγματοποίηση των αντεπαναστατικών στόχων στη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου μεγαλύτερης απ' ό,τι στην Ουγγαρία. Ωστόσο, αυτές οι δυνάμεις στη χώρα μας υπολόγιζαν να εξαπολύσουν την κατάλληλη στιγμή, αν τα σχέδιά τους συναντούσαν αντίσταση, φυσική τρομοκρατία ενάντια στα μαρξιστικά- λενινιστικά στελέχη και στους υπόλοιπους υποστηρικτές του σοσιαλισμού.
»Με βάση τις γνώσεις που αποκτήθηκαν μπορεί κανείς σήμερα ν' απαντήσει στο ερώτημα πώς αυξήθηκε η απειλή ενάντια στις επαναστατικές κατακτήσεις του λαού μας και γιατί δε στάθηκε δυνατό να σταματήσουμε την αντεπαναστατική ροή των γεγονότων και να υπερασπίσουμε με δικές μας δυνάμεις την υπόθεση του σοσιαλισμού στην Τσεχοσλοβακία, είτε με πολιτική πάλη είτε με δικά μας κατασταλτικά μέσα.
»Το εξελικτικό προτσές της σοσιαλιστικής επανάστασης έχει, κάτω από τις συνθήκες ύπαρξης του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος, τις δικές του αντικειμενικές νομοτέλειες και δεσμευτικά κριτήρια, που παίρνοντας υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες καθορίζουν το χαρακτήρα της σοσιαλιστικής εξουσίας και τη συστηματική επαναστατική εξέλιξη της κοινωνικής προόδου. Κάθε παραβίαση αυτών των νομοτελειών βλάπτει σοβαρά τα συμφέροντα του σοσιαλισμού και γίνεται κανείς στην ουσία του αντισοσιαλιστής και αντεπαναστάτης, όταν φθάνει στην πλήρη άρνηση και αποποίησή τους. Ανάμεσα στις σταθερές και αμετάβλητες αξίες του σοσιαλισμού είναι: Η ηγετική θέση της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας της - του Κομμουνιστικού Κόμματος - ο ρόλος του σοσιαλιστικού κράτους ως οργάνου της δικτατορίας του προλεταριάτου, η μαρξιστική- λενινιστική ιδεολογία και η πραγματοποίησή της μ' όλα τα μέσα της επίδρασης πάνω στις μάζες, η σοσιαλιστική κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και οι αρχές της προγραμματισμένης διεύθυνσης της οικονομίας, οι αρχές του προλεταριακού διεθνισμού και η συνεπής εφαρμογή τους στην εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα σε σχέση με τη Σοβιετική Ενωση. Οι εξελίξεις μετά το Γενάρη του 1968 επιβεβαίωσαν ότι οι δεξιοί έκαναν μια επίθεση ενάντια σ' όλες τις βασικές αξίες και αρχές του σοσιαλισμού με σκοπό τη συστηματική αποσύνθεση του κόμματος, καθώς κι ολόκληρου του πολιτικού σοσιαλιστικού συστήματος. Στην άσκηση αυτής της πλατιάς πίεσης τούς διευκόλυνε το γεγονός ότι ο Ντούμπτσεκ, που είχε στην αρχή την εμπιστοσύνη του κόμματος και της χώρας, απέκλινε σιγά σιγά από τις μαρξιστικές- λενινιστικές θέσεις, έπεσε στην επιρροή των δεξιών οπορτουνιστών και αντισοσιαλιστικών δυνάμεων και τελικά έγινε το σύμβολό τους» (Από: «Διδάγματα από την κρίση του κόμματος και της κοινωνίας μετά το 13ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας». Επικυρωμένα από την Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚ Τσεχ. το Δεκέμβρη 1970. Γ. Φόιτικ κ.ά.: «Η Τσεχοσλοβακία το 1968», εκδ. «Μαρξίστισε Μπλέτερ», Φρανκφούρτη, 1978, σελ. 132,133).
«Τα σοβαρά προβλήματα και συμπτώματα κρίσης στο ιδεολογικό επίπεδο, που υπήρχαν ήδη στην κοινωνία μας από αρκετό καιρό, και είχαν συσσωρευτεί, κορυφώθηκαν μετά το Γενάρη του 1968 στη διαστρέβλωση, στην άρνηση και τελικά στην απότομη απόρριψη των βασικών αρχών της μαρξιστικής-λενινιστικής κοσμοθεώρησης, στη φιλοσοφία, στην κοινωνιολογία, στην ιστορία, στην οικονομία, στο επίπεδο του κράτους, του δίκαιου και της οικοδόμησης του κόμματος, καθώς και στην κουλτούρα και στην τέχνη, όπου παντού γινόταν μια άμεση συνθηκολόγηση μπροστά στην αστική ιδεολογία. Η ιδεολογική πάλη μετατρεπόταν σε μια άμεση πάλη για την εξουσία» (στο ίδιο, σελ. 141).
Ηδη στις 12 του Μάη 1968 ο Βασίλ Μπίλακ, μέλος του Προεδρείου του ΚΚ Τσ., είχε δηλώσει μιλώντας σ' ένα αχτίφ των Α΄ γραμματέων των Περιφερειακών και Νομαρχιακών Επιτροπών του Κομμουνιστικού Κόμματος: Επιτρέπουμε «να γίνεται επίθεση ενάντια στον κομματικό μηχανισμό, ενάντια στα όργανα ασφαλείας, στα δικαστήρια, στην εισαγγελία, στα πολιτικά στελέχη. Προσβάλλονται μήπως οι στρατηγοί, οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες κλπ., προσβάλλονται οι διοικητές συνταγμάτων; Οχι, μόνον οι πολιτικοί συνεργάτες του στρατού είναι στόχοι της επίθεσης, με λίγα λόγια, ό,τι μυρίζει κομμουνισμό πρέπει να υποσκαφθεί. Οι κλασικοί δίδαξαν ότι αν θέλουμε να πάρουμε το κράτος και την εξουσία, πρέπει να συντρίψουμε τον παλιό κρατικό μηχανισμό. Αυτό κάνουν τώρα. Εμείς όμως κάνουμε σαν να μη βλέπουμε, ότι εδώ γίνεται αγώνας για την εξουσία» (Βασίλ Μπίλακ: «Η αλήθεια παραμένει αλήθεια. Επιλογή ομιλιών και άρθρων», 1967- 1970, Βερολίνο, 1973, σελ. 75).
Στις 21 του Αυγούστου 1968 τα υπόλοιπα μέλη της σοσιαλιστικής κοινότητας έστειλαν μονάδες στρατού στην Τσεχοσλοβακία.
«Μια αντικειμενική εκτίμηση και ανάλυση των αιτιών και συναρτήσεων της βαθιάς κρίσης, στην οποία βρισκόταν το ΚΚ Τσ. κι ολόκληρη η κοινωνία μας το 1968, αποδείχνουν αναντίρρητα, ότι οι εσωτερικές δυνάμεις που είχαν παραλύσει από την πολιτική των δεξιών στοιχείων στην κομματική ηγεσία δεν ήταν σε θέση να κινητοποιηθούν και να συγκροτήσουν τη μετωπική επίθεση της αντεπανάστασης. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες έπρεπε να αποφασιστεί, αν θα 'πρεπε κανείς να περιμένει, μέχρις ότου εξαπολύσει η αντεπανάσταση εμφύλιο πόλεμο, στον οποίο θα χάνονταν χιλιάδες άνθρωποι και κατόπιν να δοθεί διεθνιστική βοήθεια, ή, αν θα 'πρεπε να επέμβει κανείς έγκαιρα για να προλάβει μια αιματηρή τραγωδία, ακόμα και με το τίμημα μιας αρχικής μη κατανόησης μέσα κι έξω από τη χώρα. Η είσοδος των συμμαχικών στρατευμάτων στην Τσεχοσλοβακία στις 21 του Αυγούστου του 1968 πρόλαβε μια τέτοια αιματοχυσία και ήταν γι' αυτό μια αναγκαία και η μόνη σωστή λύση» («Διδάγματα από την κρίση», στο ίδιο, σελ. 145).
Μόλις μετά την ήττα της αντεπανάστασης στην Ουγγαρία, ο ιμπεριαλισμός αναγκάστηκε να παραδεχτεί την αποτυχία της επιθετικής στρατηγικής της απώθησης, της απροκάλυπτης αντεπανάστασης από τα έξω. Από τότε η εσωτερική διάβρωση των σοσιαλιστικών κρατών της Ευρώπης πέρασε στο επίκεντρο της αντισοσιαλιστικής στρατηγικής του ιμπεριαλισμού. Από τότε που ο ιμπεριαλισμός δεν έχει πλέον καμιά στρατιωτική και πολιτικοδιπλωματική δυνατότητα να νικήσει το παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα, θεωρεί κύρια την οικονομία και την ιδεολογία σαν τα σπουδαιότερα όπλα ενάντια στα κράτη που έχουν απελευθερωθεί από την εκμετάλλευσή του. Ποιες σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης είναι ο επίλεκτος στόχος αυτής της ιδεολογικής επίθεσης, που επίσημα χαρακτηρίζεται ψυχολογικός πόλεμος, περιέγραψε πριν από χρόνια ο τότε εμπειρογνώμονας προγραμματισμού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και αργότερα σύμβουλος του Προέδρου Κάρτερ, Μπρεζίνσκι: «Η πιο επιθυμητή μορφή αλλαγής θα άρχιζε με μια εσωτερική φιλελευθεροποίηση των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών... Η Ανατολική Ευρώπη με τους ιστορικούς δεσμούς της με τη Δύση και με τις προοδευτικότερες συνθήκες διαβίωσης πριν την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές, θα πραγματοποιήσει την αλλαγή αναμφισβήτητα γρηγορότερα από τη Ρωσία. Αυτό ισχύει κύρια για την Τσεχοσλοβακία και λιγότερο για την Ουγγαρία και την Πολωνία» (Μπρεζίνσκι: «Εναλλακτική λύση της διαίρεσης», Κολωνία, Δυτ. Βερολίνο, 1966, σελ. 179).
Αυτές δεν είναι κάποιες ιδιωτικές σκέψεις του Μπρεζίνσκι, αλλά η κοινή στρατηγική του ιμπεριαλισμού. Ετσι, όπως είναι γνωστό, και ο Φραντς Γιόζεφ Στράους πριν χρόνια στο προγραμματικό φυλλάδιο «Προσχέδιο για την Ευρώπη», όρισε ως καθήκον της πολιτικής της ΟΔΓ να προωθεί «μια εξέλιξη που βρίσκεται στα πρώτα στάδια» σε μερικές ανατολικοευρωπαϊκές χώρες και «να την οδηγήσει στο σημείο, από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή» (Φραντς Γιόζεφ Στράους: «Προσχέδιο για την Ευρώπη»).
«Η ιδεολογία πρέπει να διοχετευτεί στη δημόσια ζωή των κομμουνιστικών χωρών με όλα τα μέσα της σύγχρονης προπαγάνδας με ψυχολογικά έντεχνο τρόπο. Με την αξιοποίηση εθνικών διαφορών, θρησκευτικών παραδόσεων, ακόμα κι ανθρώπινων αδυναμιών, πρέπει να καλλιεργηθεί η αδιαφορία για τους στόχους της κομμουνιστικής ηγεσίας. Οικονομικές, ηθικές και άλλες δυσκολίες πρέπει να ξεσκεπάζονται αμείλικτα, με σκοπό να οδηγείται ο πληθυσμός σε παθητική αντίσταση ("δούλευε αργά") και σε σαμποτάζ. Αν το κομμουνιστικό κράτος παίρνει μέτρα ενάντια σε μεμονωμένους αποστάτες, τότε αυτά τα μέτρα, που φαίνονται άδικα, πρέπει να γίνονται όσο το δυνατόν ευρύτερα γνωστά, για να προκαλούν συμπάθεια και νέα απέχθεια για το κομμουνιστικό σύστημα. Οι άνθρωποι στα κομμουνιστικά κράτη γίνονται μ' αυτό τον τρόπο συνειδητοί ή ασυνείδητοι φορείς δυτικών ιδεών, δημιουργείται το συναίσθημα γενικής δυσφορίας, που είναι προϋπόθεση για την εσωτερική αλλαγή και την ανατροπή αυτής της κρατικής δομής» (Α. φον Σακ στο «Εξωτερική Πολιτική», Στουτγκάρδη, 1962, αρ. 11, σελ. 766 κ.έ.).
Η Τσεχοσλοβακία γινόταν πριν από το 1968, για διάφορους λόγους, όλο και περισσότερο το κέντρο της διαμάχης μεταξύ σοσιαλισμού και ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη. Ο ιμπεριαλισμός συγκέντρωνε τα όπλα του ψυχολογικού πολέμου ακριβώς ενάντια στην Τσεχοσλοβακία, λόγω της ιδιαίτερης στρατηγικής θέσης της ως νοτιοδυτικού προπυργίου της σοσιαλιστικής κοινότητας κρατών, αλλά και γιατί είχε αντιληφθεί ότι το ιδεολογικό οικοδόμημα της αναπτυσσόμενης σοσιαλιστικής κοινωνίας στην Τσεχοσλοβακία ήταν σχετικά αδύνατο.
«Οι προθέσεις και επιδιώξεις της αντεπανάστασης στην Τσεχοσλοβακία ήταν όμοιες μ' εκείνες του 1956 στην Ουγγαρία, μόνο που η τακτική ήταν διαφορετική λόγω των διαφορετικών συνθηκών και του χρόνου. Οι αντισοσιαλιστικές δυνάμεις στη χώρα μας, που δρούσαν σε συντονισμό με τις προθέσεις του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, προσανατολίζονταν κύρια στην εφαρμογή των μεθόδων της πολιτικής ιδεολογικής καταστροφής και της καταστροφής της εξουσίας και στη σταδιακή πραγματοποίηση των αντεπαναστατικών στόχων στη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου μεγαλύτερης απ' ό,τι στην Ουγγαρία. Ωστόσο, αυτές οι δυνάμεις στη χώρα μας υπολόγιζαν να εξαπολύσουν την κατάλληλη στιγμή, αν τα σχέδιά τους συναντούσαν αντίσταση, φυσική τρομοκρατία ενάντια στα μαρξιστικά- λενινιστικά στελέχη και στους υπόλοιπους υποστηρικτές του σοσιαλισμού.
»Με βάση τις γνώσεις που αποκτήθηκαν μπορεί κανείς σήμερα ν' απαντήσει στο ερώτημα πώς αυξήθηκε η απειλή ενάντια στις επαναστατικές κατακτήσεις του λαού μας και γιατί δε στάθηκε δυνατό να σταματήσουμε την αντεπαναστατική ροή των γεγονότων και να υπερασπίσουμε με δικές μας δυνάμεις την υπόθεση του σοσιαλισμού στην Τσεχοσλοβακία, είτε με πολιτική πάλη είτε με δικά μας κατασταλτικά μέσα.
»Το εξελικτικό προτσές της σοσιαλιστικής επανάστασης έχει, κάτω από τις συνθήκες ύπαρξης του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος, τις δικές του αντικειμενικές νομοτέλειες και δεσμευτικά κριτήρια, που παίρνοντας υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες καθορίζουν το χαρακτήρα της σοσιαλιστικής εξουσίας και τη συστηματική επαναστατική εξέλιξη της κοινωνικής προόδου. Κάθε παραβίαση αυτών των νομοτελειών βλάπτει σοβαρά τα συμφέροντα του σοσιαλισμού και γίνεται κανείς στην ουσία του αντισοσιαλιστής και αντεπαναστάτης, όταν φθάνει στην πλήρη άρνηση και αποποίησή τους. Ανάμεσα στις σταθερές και αμετάβλητες αξίες του σοσιαλισμού είναι: Η ηγετική θέση της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας της - του Κομμουνιστικού Κόμματος - ο ρόλος του σοσιαλιστικού κράτους ως οργάνου της δικτατορίας του προλεταριάτου, η μαρξιστική- λενινιστική ιδεολογία και η πραγματοποίησή της μ' όλα τα μέσα της επίδρασης πάνω στις μάζες, η σοσιαλιστική κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και οι αρχές της προγραμματισμένης διεύθυνσης της οικονομίας, οι αρχές του προλεταριακού διεθνισμού και η συνεπής εφαρμογή τους στην εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα σε σχέση με τη Σοβιετική Ενωση. Οι εξελίξεις μετά το Γενάρη του 1968 επιβεβαίωσαν ότι οι δεξιοί έκαναν μια επίθεση ενάντια σ' όλες τις βασικές αξίες και αρχές του σοσιαλισμού με σκοπό τη συστηματική αποσύνθεση του κόμματος, καθώς κι ολόκληρου του πολιτικού σοσιαλιστικού συστήματος. Στην άσκηση αυτής της πλατιάς πίεσης τούς διευκόλυνε το γεγονός ότι ο Ντούμπτσεκ, που είχε στην αρχή την εμπιστοσύνη του κόμματος και της χώρας, απέκλινε σιγά σιγά από τις μαρξιστικές- λενινιστικές θέσεις, έπεσε στην επιρροή των δεξιών οπορτουνιστών και αντισοσιαλιστικών δυνάμεων και τελικά έγινε το σύμβολό τους» (Από: «Διδάγματα από την κρίση του κόμματος και της κοινωνίας μετά το 13ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας». Επικυρωμένα από την Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚ Τσεχ. το Δεκέμβρη 1970. Γ. Φόιτικ κ.ά.: «Η Τσεχοσλοβακία το 1968», εκδ. «Μαρξίστισε Μπλέτερ», Φρανκφούρτη, 1978, σελ. 132,133).
«Τα σοβαρά προβλήματα και συμπτώματα κρίσης στο ιδεολογικό επίπεδο, που υπήρχαν ήδη στην κοινωνία μας από αρκετό καιρό, και είχαν συσσωρευτεί, κορυφώθηκαν μετά το Γενάρη του 1968 στη διαστρέβλωση, στην άρνηση και τελικά στην απότομη απόρριψη των βασικών αρχών της μαρξιστικής-λενινιστικής κοσμοθεώρησης, στη φιλοσοφία, στην κοινωνιολογία, στην ιστορία, στην οικονομία, στο επίπεδο του κράτους, του δίκαιου και της οικοδόμησης του κόμματος, καθώς και στην κουλτούρα και στην τέχνη, όπου παντού γινόταν μια άμεση συνθηκολόγηση μπροστά στην αστική ιδεολογία. Η ιδεολογική πάλη μετατρεπόταν σε μια άμεση πάλη για την εξουσία» (στο ίδιο, σελ. 141).
Ηδη στις 12 του Μάη 1968 ο Βασίλ Μπίλακ, μέλος του Προεδρείου του ΚΚ Τσ., είχε δηλώσει μιλώντας σ' ένα αχτίφ των Α΄ γραμματέων των Περιφερειακών και Νομαρχιακών Επιτροπών του Κομμουνιστικού Κόμματος: Επιτρέπουμε «να γίνεται επίθεση ενάντια στον κομματικό μηχανισμό, ενάντια στα όργανα ασφαλείας, στα δικαστήρια, στην εισαγγελία, στα πολιτικά στελέχη. Προσβάλλονται μήπως οι στρατηγοί, οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες κλπ., προσβάλλονται οι διοικητές συνταγμάτων; Οχι, μόνον οι πολιτικοί συνεργάτες του στρατού είναι στόχοι της επίθεσης, με λίγα λόγια, ό,τι μυρίζει κομμουνισμό πρέπει να υποσκαφθεί. Οι κλασικοί δίδαξαν ότι αν θέλουμε να πάρουμε το κράτος και την εξουσία, πρέπει να συντρίψουμε τον παλιό κρατικό μηχανισμό. Αυτό κάνουν τώρα. Εμείς όμως κάνουμε σαν να μη βλέπουμε, ότι εδώ γίνεται αγώνας για την εξουσία» (Βασίλ Μπίλακ: «Η αλήθεια παραμένει αλήθεια. Επιλογή ομιλιών και άρθρων», 1967- 1970, Βερολίνο, 1973, σελ. 75).
Στις 21 του Αυγούστου 1968 τα υπόλοιπα μέλη της σοσιαλιστικής κοινότητας έστειλαν μονάδες στρατού στην Τσεχοσλοβακία.
«Μια αντικειμενική εκτίμηση και ανάλυση των αιτιών και συναρτήσεων της βαθιάς κρίσης, στην οποία βρισκόταν το ΚΚ Τσ. κι ολόκληρη η κοινωνία μας το 1968, αποδείχνουν αναντίρρητα, ότι οι εσωτερικές δυνάμεις που είχαν παραλύσει από την πολιτική των δεξιών στοιχείων στην κομματική ηγεσία δεν ήταν σε θέση να κινητοποιηθούν και να συγκροτήσουν τη μετωπική επίθεση της αντεπανάστασης. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες έπρεπε να αποφασιστεί, αν θα 'πρεπε κανείς να περιμένει, μέχρις ότου εξαπολύσει η αντεπανάσταση εμφύλιο πόλεμο, στον οποίο θα χάνονταν χιλιάδες άνθρωποι και κατόπιν να δοθεί διεθνιστική βοήθεια, ή, αν θα 'πρεπε να επέμβει κανείς έγκαιρα για να προλάβει μια αιματηρή τραγωδία, ακόμα και με το τίμημα μιας αρχικής μη κατανόησης μέσα κι έξω από τη χώρα. Η είσοδος των συμμαχικών στρατευμάτων στην Τσεχοσλοβακία στις 21 του Αυγούστου του 1968 πρόλαβε μια τέτοια αιματοχυσία και ήταν γι' αυτό μια αναγκαία και η μόνη σωστή λύση» («Διδάγματα από την κρίση», στο ίδιο, σελ. 145).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου