Το Σχέδιο Β': Εναλλακτική αστική λύση
Το Σχέδιο Β΄ του «Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής», όπως παρουσιάστηκε σε αναλυτική έκδοση1
το 2013, αποτελεί ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα διαχείρισης, με στόχο
την επιστροφή στην καπιταλιστική ανάκαμψη, σε βάρος τελικά της
εργατικής τάξης. Βασικοί άξονες του Σχεδίου Β΄ είναι η έξοδος της χώρας
από την Ευρωζώνη, η κατάργηση του μνημονίου, η παύση πληρωμών του
δημόσιου χρέους και η νέα διαπραγμάτευσή του, ο δημοκρατικός οικονομικός
σχεδιασμός για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας, η εθνικοποίηση των
τραπεζών και ο δημόσιος έλεγχος επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας.
Η προσήλωση του Σχεδίου Β΄ στο στόχο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της αναβάθμισης της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού δεν προκύπτει μόνο από την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο ζήτημα της αστικής εξουσίας και των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Προκύπτει και από την παρουσίαση των δυνατοτήτων επιτυχίας του και από την πολιτική συμμαχιών που προτείνει.
Η σημασία να ξανααποκτήσει η Ελλάδα εθνικό νόμισμα (το οποίο θα υποτιμηθεί) συνδέεται στο Σχέδιο Β΄ με το στόχο ν' αναδειχτεί σε «ευνοϊκό μέρος για την τοποθέτηση επενδύσεων». Μάλιστα, ο στόχος συνοδεύεται με τη διευκρίνιση για το διαχωρισμό των επενδύσεων σε «ληστρικές, αποικιακές» και σε «αμοιβαία επωφελείς». Ο διαχωρισμός θέτει ως κριτήριο τον «πλήρη σεβασμό του ελληνικού κράτους». Θυμίζει τον κάλπικο διαχωρισμό του ΣΥΡΙΖΑ για τους επιχειρηματίες σε υγιείς και πειρατές, με κριτήριο το σεβασμό της ελληνικής νομοθεσίας. Παράλληλα, οι αναπτυξιακές δυνατότητες του υποτιμημένου εθνικού νομίσματος θεμελιώνονται με τα διεθνή καπιταλιστικά παραδείγματα της πολιτικής των ΗΠΑ στην κρίση του '29, της Αργεντινής της δεκαετίας του 2000, της νομισματικής πολιτικής της σημερινής Κίνας, καθώς και με την υποτίμηση Μαρκεζίνη της δεκαετίας του '50, με τη διευκρίνιση ότι στην τελευταία περίπτωση η ανάπτυξη ήταν προς όφελος των ισχυρών.
Στο ερώτημα αν μπορούν όλοι να βγουν κερδισμένοι από την προτεινόμενη οικονομική ανασυγκρότηση, ο Αλ. Αλαβάνος απαντά απροκάλυπτα για τον υπερταξικό χαρακτήρα του Σχεδίου του: «Η ελληνική κρίση ως πηγή έχει τις μεγάλες πλανητικές, ευρωπαϊκές κι εθνικές ταξικές συγκρούσεις. Αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να χάνουμε από τα μάτια μας ότι η εργατική τάξη έχει δυνατότητα σήμερα συμμαχιών ενός ασύλληπτου εύρους. Πλήττονται όλα τα μεσαία στρώματα και με αυτήν την έννοια ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας θα ωφεληθεί. Πιστεύω ότι πλήττεται ακόμη και η κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας σήμερα, η οποία όμως αναζητά λύσεις στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης ενσωμάτωσης και εξάρτησης».2
Σχετικά με την πιθανότητα αντιπαράθεσης με ένα ισχυρό ιμπεριαλιστικό κέντρο όπως η ΕΕ, το ΜΑΑ καθησυχάζει: «Εχουμε κάθε λόγο να επιδιώξουμε ένα συναινετικό διαζύγιο που θα ακολουθήσουν φυσιολογικές κι όχι βίαιες σχέσεις».3
Ο Αλ. Αλαβάνος, σε συνέντευξή του στο «Πριν», δηλώνει χαρακτηριστικά: «Εχω την αίσθηση ότι ο προσδιορισμός της σύγκρουσης κυρίως ως στοιχείο μιας αντικαπιταλιστικής αφήγησης έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η επικοινωνία με ένα ευρύτατο κοινωνικό κομμάτι που θέλει άμεσες απαντήσεις σε θέματα όπως η ανεργία ή η φτώχεια».4
Στην πραγματικότητα, συμβαίνει το αντίστροφο. Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και υποστηρικτής της παραμονής της Ελλάδας στην ΕΕ μέχρι το 2009 προπαγανδίζει μια αστική εναλλακτική λύση σε πολιτικές ομάδες που μπορεί να αυτοχαρακτηρίζονται ριζοσπαστικές και αντικαπιταλιστικές, αλλά στην πράξη δεν είναι.
Ακόμα και αν υλοποιηθεί το Σχέδιο Β΄, σκοπός και κίνητρο της παραγωγής θα παραμείνει το κεφάλαιο και το κέρδος του, επομένως και οι διαμορφωμένες σχέσεις στις διεθνείς καπιταλιστικές αγορές (κι αυτής του χρήματος), ενώ ο δρόμος για να εκδηλωθούν νέες περιοδικές κρίσεις υπερσυσσώρευσης θα παραμείνει ανοιχτός και σίγουρος.
Πέρα από τις όποιες φραστικές διακηρύξεις, η επιστροφή στην καπιταλιστική ανάπτυξη ισοδυναμεί με διατήρηση της σχετικής και συχνά απόλυτης εξαθλίωσης για τους μισθωτούς, τους αυτοαπασχολούμενους, τους ανέργους.
Οι υποσχέσεις για φιλολαϊκά αναπτυξιακά κριτήρια στον καπιταλισμό σηματοδοτούν είτε άγνοια των γενικών αρχών κίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας είτε συνειδητή συσκότιση της σχέσης οικονομίας - πολιτικής. Στην ιδιαίτερη περίπτωση του Αλ. Αλαβάνου συμβαίνει το δεύτερο. Οι επιμέρους στόχοι και άξονες του Σχεδίου Β΄ είτε είναι ενσωματώσιμοι σε γραμμή αστικής διαχείρισης είτε είναι ουτοπικοί, απατηλοί.
Ο «δημοκρατικός οικονομικός σχεδιασμός για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας» με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες δεν μπορεί να υλοποιηθεί σε συνθήκες όπου βασιλεύει η αναρχία της καπιταλιστικής αγοράς, ο ανελέητος ανταγωνισμός και η εξουσία των μονοπωλίων.
Η κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία δεν είναι «δημόσια περιουσία» που ανήκει σε όλους. Το αστικό κράτος είναι το κράτος του κεφαλαίου. Οι κρατικές επιχειρήσεις είναι ιδιοκτησία του αστικού κράτους ως συλλογικού καπιταλιστή.
Στο πλαίσιο της «απελευθερωμένης» καπιταλιστικής αγοράς κάθε επιχείρηση (ανεξάρτητα από το ποσοστό συμμετοχής του κράτους στη μετοχική της σύνθεση) είναι υποχρεωμένη να λειτουργήσει με γνώμονα το ποσοστό κέρδους της. Γι' αυτό και όμιλοι όπως η ΔΕΗ ΑΕ (που το κράτος διατηρεί τον έλεγχο της μετοχικής σύνθεσης) αυξάνουν το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων τους και την επιβάρυνση της λαϊκής κατανάλωσης.
Η ύπαρξη κεντρικού σχεδιασμού προς όφελος των κοινωνικών αναγκών δεν είναι απλό τεχνικοοικονομικό πρόβλημα. Απαιτεί ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, για να προωθηθεί ο κεντρικός επιστημονικός σχεδιασμός ως σχέση παραγωγής και κατανομής του κοινωνικού προϊόντος.
Κανένας δημόσιος έλεγχος του χρηματοπιστωτικού τομέα και των λεγόμενων κρατικών επιχειρήσεων «στρατηγικής σημασίας» δεν μπορεί να αναιρέσει την τάση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, την τάση διόγκωσης του πλασματικού κεφαλαίου, τη σήψη και τον παρασιτισμό που είναι γνήσια τέκνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της μετοχικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Καμιά αλλαγή νομισματικής πολιτικής και ιμπεριαλιστικής συμμαχίας δεν μπορεί να γεφυρώσει τη βασική αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας που οξύνεται, ούτε να αποτρέψει τις συνεχείς θυσίες του λαού στο βωμό της ανταγωνιστικότητας.
Οι στόχοι του συγκεκριμένου Σχεδίου όχι μόνο δεν είναι ριζοσπαστικοί, αλλά δεν μπορούν ούτε καν να διασφαλίσουν την ανάκτηση των απωλειών της προηγούμενης περιόδου. Προσωρινή παύση πληρωμών και επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους σημαίνει ότι ο λαός θα αποπληρώσει τελικά, έστω και μ' άλλους όρους, ένα μεγάλο μέρος ενός χρέους για το οποίο δεν ευθύνεται και δεν ωφελήθηκε από τη δημιουργία του.
Αξιοποίηση του υποτιμημένου εθνικού νομίσματος για βελτίωση των εξαγωγών ιδιωτικών και κρατικών ομίλων σημαίνει ότι θα διατηρηθεί και θα μεγαλώσει η ψαλίδα μεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας και του πραγματικού μισθού, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αργεντινή, όπου την υποτίμηση του νομίσματος συνόδευσε η άνοδος των τιμών στην εσωτερική αγορά.
Στην πραγματικότητα, καλείται και πάλι ο λαός να πληρώσει με διαφορετικό τρόπο (π.χ. αύξηση του πληθωρισμού με τις ακριβότερες εισαγωγές, εμφάνιση μαύρης αγοράς για ευρώ και δολάριο) για να ακολουθήσει τον ίδιο καταστροφικό δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής, «Ο μόνος δρόμος είναι ο δεύτερος δρόμος: Ευρώ ή δραχμή;», εκδ. «Κοροντζή», 2013.
2. Ο.π., σελ. 44.
3. Ο.π., σελ. 30.
4. Εφημερίδα «Πριν», 2 Δεκέμβρη 2012.
Η προσήλωση του Σχεδίου Β΄ στο στόχο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της αναβάθμισης της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού δεν προκύπτει μόνο από την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο ζήτημα της αστικής εξουσίας και των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Προκύπτει και από την παρουσίαση των δυνατοτήτων επιτυχίας του και από την πολιτική συμμαχιών που προτείνει.
Η σημασία να ξανααποκτήσει η Ελλάδα εθνικό νόμισμα (το οποίο θα υποτιμηθεί) συνδέεται στο Σχέδιο Β΄ με το στόχο ν' αναδειχτεί σε «ευνοϊκό μέρος για την τοποθέτηση επενδύσεων». Μάλιστα, ο στόχος συνοδεύεται με τη διευκρίνιση για το διαχωρισμό των επενδύσεων σε «ληστρικές, αποικιακές» και σε «αμοιβαία επωφελείς». Ο διαχωρισμός θέτει ως κριτήριο τον «πλήρη σεβασμό του ελληνικού κράτους». Θυμίζει τον κάλπικο διαχωρισμό του ΣΥΡΙΖΑ για τους επιχειρηματίες σε υγιείς και πειρατές, με κριτήριο το σεβασμό της ελληνικής νομοθεσίας. Παράλληλα, οι αναπτυξιακές δυνατότητες του υποτιμημένου εθνικού νομίσματος θεμελιώνονται με τα διεθνή καπιταλιστικά παραδείγματα της πολιτικής των ΗΠΑ στην κρίση του '29, της Αργεντινής της δεκαετίας του 2000, της νομισματικής πολιτικής της σημερινής Κίνας, καθώς και με την υποτίμηση Μαρκεζίνη της δεκαετίας του '50, με τη διευκρίνιση ότι στην τελευταία περίπτωση η ανάπτυξη ήταν προς όφελος των ισχυρών.
Στο ερώτημα αν μπορούν όλοι να βγουν κερδισμένοι από την προτεινόμενη οικονομική ανασυγκρότηση, ο Αλ. Αλαβάνος απαντά απροκάλυπτα για τον υπερταξικό χαρακτήρα του Σχεδίου του: «Η ελληνική κρίση ως πηγή έχει τις μεγάλες πλανητικές, ευρωπαϊκές κι εθνικές ταξικές συγκρούσεις. Αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να χάνουμε από τα μάτια μας ότι η εργατική τάξη έχει δυνατότητα σήμερα συμμαχιών ενός ασύλληπτου εύρους. Πλήττονται όλα τα μεσαία στρώματα και με αυτήν την έννοια ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας θα ωφεληθεί. Πιστεύω ότι πλήττεται ακόμη και η κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας σήμερα, η οποία όμως αναζητά λύσεις στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης ενσωμάτωσης και εξάρτησης».2
Σχετικά με την πιθανότητα αντιπαράθεσης με ένα ισχυρό ιμπεριαλιστικό κέντρο όπως η ΕΕ, το ΜΑΑ καθησυχάζει: «Εχουμε κάθε λόγο να επιδιώξουμε ένα συναινετικό διαζύγιο που θα ακολουθήσουν φυσιολογικές κι όχι βίαιες σχέσεις».3
Συνειδητή συσκότιση της σχέσης οικονομίας - πολιτικής
Φυσικά,
η πραγματική υπόκλιση στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής διανθίζεται
με θολές διακηρύξεις «για νέα Ελλάδα της δημοκρατίας, της ισοτιμίας και
της δικαιοσύνης» και με το εύρημα ότι ο ριζοσπαστικός, επαναστατικός
χαρακτήρας του προγράμματος συγκαλύπτεται τάχα για να διευκολυνθεί η
προπαγανδιστική απήχησή του.Ο Αλ. Αλαβάνος, σε συνέντευξή του στο «Πριν», δηλώνει χαρακτηριστικά: «Εχω την αίσθηση ότι ο προσδιορισμός της σύγκρουσης κυρίως ως στοιχείο μιας αντικαπιταλιστικής αφήγησης έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η επικοινωνία με ένα ευρύτατο κοινωνικό κομμάτι που θέλει άμεσες απαντήσεις σε θέματα όπως η ανεργία ή η φτώχεια».4
Στην πραγματικότητα, συμβαίνει το αντίστροφο. Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και υποστηρικτής της παραμονής της Ελλάδας στην ΕΕ μέχρι το 2009 προπαγανδίζει μια αστική εναλλακτική λύση σε πολιτικές ομάδες που μπορεί να αυτοχαρακτηρίζονται ριζοσπαστικές και αντικαπιταλιστικές, αλλά στην πράξη δεν είναι.
Ακόμα και αν υλοποιηθεί το Σχέδιο Β΄, σκοπός και κίνητρο της παραγωγής θα παραμείνει το κεφάλαιο και το κέρδος του, επομένως και οι διαμορφωμένες σχέσεις στις διεθνείς καπιταλιστικές αγορές (κι αυτής του χρήματος), ενώ ο δρόμος για να εκδηλωθούν νέες περιοδικές κρίσεις υπερσυσσώρευσης θα παραμείνει ανοιχτός και σίγουρος.
Πέρα από τις όποιες φραστικές διακηρύξεις, η επιστροφή στην καπιταλιστική ανάπτυξη ισοδυναμεί με διατήρηση της σχετικής και συχνά απόλυτης εξαθλίωσης για τους μισθωτούς, τους αυτοαπασχολούμενους, τους ανέργους.
Οι υποσχέσεις για φιλολαϊκά αναπτυξιακά κριτήρια στον καπιταλισμό σηματοδοτούν είτε άγνοια των γενικών αρχών κίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας είτε συνειδητή συσκότιση της σχέσης οικονομίας - πολιτικής. Στην ιδιαίτερη περίπτωση του Αλ. Αλαβάνου συμβαίνει το δεύτερο. Οι επιμέρους στόχοι και άξονες του Σχεδίου Β΄ είτε είναι ενσωματώσιμοι σε γραμμή αστικής διαχείρισης είτε είναι ουτοπικοί, απατηλοί.
Ο «δημοκρατικός οικονομικός σχεδιασμός για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας» με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες δεν μπορεί να υλοποιηθεί σε συνθήκες όπου βασιλεύει η αναρχία της καπιταλιστικής αγοράς, ο ανελέητος ανταγωνισμός και η εξουσία των μονοπωλίων.
Η κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία δεν είναι «δημόσια περιουσία» που ανήκει σε όλους. Το αστικό κράτος είναι το κράτος του κεφαλαίου. Οι κρατικές επιχειρήσεις είναι ιδιοκτησία του αστικού κράτους ως συλλογικού καπιταλιστή.
Στο πλαίσιο της «απελευθερωμένης» καπιταλιστικής αγοράς κάθε επιχείρηση (ανεξάρτητα από το ποσοστό συμμετοχής του κράτους στη μετοχική της σύνθεση) είναι υποχρεωμένη να λειτουργήσει με γνώμονα το ποσοστό κέρδους της. Γι' αυτό και όμιλοι όπως η ΔΕΗ ΑΕ (που το κράτος διατηρεί τον έλεγχο της μετοχικής σύνθεσης) αυξάνουν το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων τους και την επιβάρυνση της λαϊκής κατανάλωσης.
Η ύπαρξη κεντρικού σχεδιασμού προς όφελος των κοινωνικών αναγκών δεν είναι απλό τεχνικοοικονομικό πρόβλημα. Απαιτεί ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, για να προωθηθεί ο κεντρικός επιστημονικός σχεδιασμός ως σχέση παραγωγής και κατανομής του κοινωνικού προϊόντος.
Πάλι θα κληθεί να πληρώσει ο λαός
Το
παράδειγμα των τραπεζών είναι χαρακτηριστικό. Τα προηγούμενα χρόνια
ήταν υπό κρατικό έλεγχο η Εθνική Τράπεζα, η Αγροτική Τράπεζα, το
Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Σήμερα έχει κρατικοποιηθεί μέσω του Ταμείου
Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) συνολικά το χρηματοπιστωτικό
σύστημα. Ποια ήταν τα οφέλη για τη λαϊκή οικογένεια, τον
αυτοαπασχολούμενο, τον τραπεζοϋπάλληλο; Η απάντηση είναι γνωστή, δε
χρειάζεται τεκμηρίωση. Αποτελεί σύντομο ανέκδοτο ο στόχος για τοκοφόρο
κεφάλαιο στην υπηρεσία του λαού.Κανένας δημόσιος έλεγχος του χρηματοπιστωτικού τομέα και των λεγόμενων κρατικών επιχειρήσεων «στρατηγικής σημασίας» δεν μπορεί να αναιρέσει την τάση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, την τάση διόγκωσης του πλασματικού κεφαλαίου, τη σήψη και τον παρασιτισμό που είναι γνήσια τέκνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της μετοχικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Καμιά αλλαγή νομισματικής πολιτικής και ιμπεριαλιστικής συμμαχίας δεν μπορεί να γεφυρώσει τη βασική αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας που οξύνεται, ούτε να αποτρέψει τις συνεχείς θυσίες του λαού στο βωμό της ανταγωνιστικότητας.
Οι στόχοι του συγκεκριμένου Σχεδίου όχι μόνο δεν είναι ριζοσπαστικοί, αλλά δεν μπορούν ούτε καν να διασφαλίσουν την ανάκτηση των απωλειών της προηγούμενης περιόδου. Προσωρινή παύση πληρωμών και επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους σημαίνει ότι ο λαός θα αποπληρώσει τελικά, έστω και μ' άλλους όρους, ένα μεγάλο μέρος ενός χρέους για το οποίο δεν ευθύνεται και δεν ωφελήθηκε από τη δημιουργία του.
Αξιοποίηση του υποτιμημένου εθνικού νομίσματος για βελτίωση των εξαγωγών ιδιωτικών και κρατικών ομίλων σημαίνει ότι θα διατηρηθεί και θα μεγαλώσει η ψαλίδα μεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας και του πραγματικού μισθού, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αργεντινή, όπου την υποτίμηση του νομίσματος συνόδευσε η άνοδος των τιμών στην εσωτερική αγορά.
Στην πραγματικότητα, καλείται και πάλι ο λαός να πληρώσει με διαφορετικό τρόπο (π.χ. αύξηση του πληθωρισμού με τις ακριβότερες εισαγωγές, εμφάνιση μαύρης αγοράς για ευρώ και δολάριο) για να ακολουθήσει τον ίδιο καταστροφικό δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής, «Ο μόνος δρόμος είναι ο δεύτερος δρόμος: Ευρώ ή δραχμή;», εκδ. «Κοροντζή», 2013.
2. Ο.π., σελ. 44.
3. Ο.π., σελ. 30.
4. Εφημερίδα «Πριν», 2 Δεκέμβρη 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου