20 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΡΟΥΑΝΤΑ
Μια γενοκτονία που υποδαυλίστηκε από τους ιμπεριαλιστές
Οι
πραγματικοί πρωτεργάτες της προωθούν και σήμερα τις μπίζνες για
λογαριασμό των μονοπωλιακών ομίλων με τις ντόπιες αστικές τάξεις
Η γενοκτονία που ξεκίνησε στις 6 Απρίλη 1994, μετά από «μυστηριώδες» αεροπορικό δυστύχημα με θύματα τους «Προέδρους» Ρουάντα και Μπουρούντι, και κράτησε ως τις 4 Ιούλη («συμπτωματικά» μέρα ...εορτασμού της «Ανεξαρτησίας» στις ΗΠΑ) με την πλήρη επικράτηση των ενόπλων «ανταρτών» του «Πατριωτικού Μετώπου Ρουάντα» (RPF) υπό τον τότε αρχηγό τους και μετέπειτα Πρόεδρο Πολ Καγκάμε, δεν ήταν κάτι «ξαφνικό» και τυχαίο.
Η γενοκτονία ήταν αποτέλεσμα μιας καλά σχεδιασμένης και οργανωμένης επιχείρησης που εξυφαινόταν ήδη από τους πρώτους μήνες του 1990 στο πλαίσιο κλιμακούμενης αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Γαλλία, που επιθυμούσε να διατηρήσει την εξασφάλιση ενεργειακών πηγών και πόρων, και των ΗΠΑ, που αναζητούσαν ακόμη μεγαλύτερο ρόλο και έλεγχο σε περιοχές της Κεντρικής Αφρικής. Με άλλα λόγια, πίσω από το ρουαντέζικο στρατό και τις «πολιτοφυλακές» Χούτου μακελάρηδων από τη μια και των «ανταρτών» του «Πατριωτικού Μετώπου Ρουάντα» του Πολ Καγκάμε από την άλλη δεν βρίσκονταν παρά δύο ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις - μέλη, μεταξύ άλλων, της κοινής λυκοσυμμαχίας του ΝΑΤΟ, που επέλεξαν ως πεδίο σύγκρουσης τη χώρα των λεγόμενων Χιλίων Λόφων για να «λύσουν τις διαφορές τους».
Εντούτοις, πολύ προτού φθάσουμε στη γενοκτονία του '94, είχαν προηγηθεί δεκαετίες καταπίεσης του λαού της χώρας πρώτα από τους Γερμανούς αποικιοκράτες (1884 μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο) και στη συνέχεια από τους Βέλγους, που την έκαναν αποικία από το 1919 ως το 1962 οπότε τυπικά ανεξαρτητοποιήθηκε, για να πέσει ως τις αρχές της δεκαετίας του '90 στα «χέρια» της Γαλλίας μέσω της «Κοινότητας Γαλλόφωνων Αφρικανικών Χωρών». Γερμανοί, Βέλγοι και Γάλλοι κυβερνούσαν διά της γνωστής μεθόδου «διαίρει και βασίλευε», καταδυναστεύοντας το ρουαντέζικο λαό με ταξικά και ρατσιστικά εργαλεία. Σύντομα ανέθεσαν μικρά πόστα «εξουσίας» στους, κατά πολύ λιγότερους αριθμητικά, ψηλόλιγνους Τούτσι (κοινότητα με παλιά νομαδική παράδοση), κολλώντας στην πλειοψηφία των αγροτικών πληθυσμών της κοινότητας των Χούτου την «ταμπέλα» του «υποζυγίου».
Οι δεκαετίες δημιουργίας και αναμόχλευσης «ρατσιστικών» παθών δεν άργησαν να προκαλέσουν σειρά μίνι-γενοκτονιών και αιματηρών πολέμων μεταξύ των Χούτου και Τούτσι στην ευρύτερη περιοχή που σήμερα ορίζουν οι χώρες Ρουάντα, Ουγκάντα και Μπουρούντι, με πιο χαρακτηριστικές τις σφαγές δεκάδων χιλιάδων αμάχων κατά τα έτη 1959, 1962, 1964, 1973.
Το 1973, ο στρατηγός Γιουβενάλ Χαμπγιαριμάνα ανατρέπει τον Ρουαντέζο εκλεγμένο Πρόεδρο Γκρεγκουάρ Καγιμπάντα, που ήταν υπέρ της εξεύρεσης τρόπων για την αρμονική συμβίωση των Χούτου και των Τούτσι. Το 1982, η Ουγκάντα και το τότε Ζαΐρ (νυν Λαϊκή Δημοκρατία Κονγκό) πιέζουν τη Ρουάντα να επιτρέψει στους Τούτσι πρόσφυγες να επιστρέψουν στη χώρα τους, αλλά ο Χαμπγιαριμάνα υποστηρίζει ότι «δεν υπάρχει χώρος».
Ως τις αρχές της δεκαετίας του '90 η Ρουάντα, υπό την επιρροή της ντόπιας αστικής τάξης και των Γάλλων, είναι από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου με το κατά κεφαλήν εισόδημα να μην ξεπερνά ετησίως τα 430 δολάρια. Μέσα σε αυτό το κλίμα, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι διασταυρώνουν τα ξίφη τους στην ενδοϊμπεριαλιστική αρένα.
Τα στρατόπεδα των ιμπεριαλιστών
Από τα ρεπορτάζ της εποχής και συγκλίνουσες πληροφορίες από συγγραφείς δεκάδων βιβλίων για το «Αφρικανικό Ολοκαύτωμα»,
οι Γάλλοι εξόπλιζαν ή επόπτευαν τις διακινήσεις εκατομμυρίων μικρών και
βαρέων όπλων προς το ρουαντέζικο στρατό του «Προέδρου»-δικτάτορα Χαμπγιαριμάνα.
Φρόντιζαν να του παρέχουν στρατιωτικούς εκπαιδευτές και «τεχνική»
υποστήριξη. Μπροστάρηδες σε αυτή την προσπάθεια ήταν μέχρι και λίγο πριν
την έναρξη της γενοκτονίας ο Ζαν Κριστόφ Μιτεράν (γιος του «Σοσιαλιστή» πρώην Προέδρου της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν), ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αλέν Ζιπέ
και ο τότε πρέσβης της Γαλλίας στο Κιγκάλι, που γνώριζε πολύ καλά (όπως
και άλλοι Δυτικοί πρέσβεις) όσα γίνονταν στο παρασκήνιο (όπως
αναφέρεται στο βιβλίο «Σιωπηλός Συνεργός: Η άγνωστη ιστορία του ρόλου της Γαλλίας στη γενοκτονία της Ρουάντα» του Αντριου Γουόλις).Σύμφωνα με στοιχεία της Λίντα Μέλβερν στο βιβλίο «Ενας προδομένος λαός: Ο Ρόλος της Δύσης στη Γενοκτονία της Ρουάντα» οι Αμερικανοί, από την άλλη, προχωρούσαν σε παρόμοιες κινήσεις, επιλέγοντας καιρό πριν σαν «άνθρωπό τους» τον Πολ Καγκάμε. Ο Καγκάμε ξεχώρισε από νωρίς μεταξύ των εξόριστων Τούτσι στη γειτονική Ουγκάντα. Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια της στρατιωτικής ιεραρχίας, φθάνοντας να γίνει επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του ουγκαντέζικου στρατού. Στάλθηκε για ειδική εκπαίδευση στο στρατόπεδο Λεβενγουόρθ στο Κάνσας των ΗΠΑ με εντολή του Ουγκαντέζου Προέδρου Γιοβέρι Μουσεβένι. Το 1990 ο Καγκάμε άλλαξε «καθήκοντα», αναλαμβάνοντας τα ηνία του «Πατριωτικού Μετώπου Ρουάντας» (RPF) λίγο μετά από τη «μυστηριώδη» δολοφονία του τότε αρχηγού της και ηγήθηκε εισβολής στη Ρουάντα.
Ο εμφύλιος πόλεμος κράτησε ως το 1993, οπότε ξεκίνησαν ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ του RPF του Καγκάμε και της ρουαντέζικης κυβέρνησης στην Τανζανία.
Το πρώην στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρμεντ Τζόις Ελεν Λίντερ, στο βιβλίο της «Φαντάσματα της Ρουάντα» περιγράφει ότι από τον Αύγουστο του 1992 είχε ειδοποιηθεί το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών πως εκπαιδεύονταν παραστρατιωτικές ομάδες των Χούτου σε στρατόπεδο έξω από το Κιγκάλι. Μερικούς μήνες μετά, (Νοέμβρης 1993) οι Βέλγοι (που είχαν αποικία τη χώρα από το 1919 ως το 1962) μαθαίνουν για τη λαθραία διακίνηση εκατομμυρίων όπλων στη Ρουάντα. Βέβαια, η Λίντερ στη συνέχεια προσπαθεί να «απενοχοποιήσει» την τότε κυβέρνηση του Προέδρου Μπιλ Κλίντον, που κατηγορήθηκε για «απραξία» στην περίπτωση της Ρουάντα, επειδή τάχα «φοβήθηκε» επανάληψη της δραματικής οπισθοχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων το 1992 από τη Σομαλία. Στην πραγματικότητα ο Κλίντον ενδιαφερόταν εκείνη την εποχή εκτός από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την περικύκλωση της Ρωσίας από νέα μέλη του ΝΑΤΟ και για την προώθηση των συμφερόντων των αμερικανικών μονοπωλίων στην Κεντρική Αφρική.
Και ο ΟΗΕ ήξερε...
Από το Γενάρη του 1993, πληροφοριοδότες - υψηλά ιστάμενοι του ρουαντέζικου στρατού πλησιάζουν τον τότε Καναδό αντιστράτηγο Ρομέο Νταλέρ, που ήταν επικεφαλής της αποστολής μερικών εκατοντάδων κυανοκράνων του ΟΗΕ «UNAMIR», ενημερώνοντάς τον επίσης για τη λαθραία διακίνηση όπλων, αλλά και για τις μυστικές εκπαιδεύσεις χιλιάδων Χούτου, έξω από το Κιγκάλι, «ώστε να σκοτώνουν 1.000 Τούτσι σε 20 λεπτά».Ο Νταλέρ ενημερώνει τα κεντρικά του ΟΗΕ στη Ν. Υόρκη και τον επικεφαλής του τμήματος Ειρηνευτικών Επιχειρήσεων, μετέπειτα Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού, Κόφι Ανάν. Ο Ανάν, όμως υπό τις πιέσεις των Αμερικανών, δίνει εντολή να μείνει άπρακτος, απορρίπτοντας το αίτημα του Καναδού για 4.000 κυανόκρανους με δυνατότητα χρήσης πυρός για προστασία του άμαχου πληθυσμού.
Ολοι, λοιπόν, οι βασικοί πρωταγωνιστές γνώριζαν για την επικείμενη γενοκτονία. Το υποκριτικό ενδιαφέρον τους για τη σφαγή του ρουαντέζικου λαού εκδηλώθηκε κυρίως αφού είχε συντελεστεί το κακό και αφού επιτεύχθηκαν οι στόχοι τους.
Παράδεισος για μπίζνες...
Σήμερα
η Ρουάντα θεωρείται «αφρικανικός παράδεισος», όπου η ντόπια αστική
τάξη, που στηρίζει τη «δημοκρατία» του Πολ Καγκάμε, κάνει κυριολεκτικά
χρυσές δουλειές.Αμερικανοί, Κινέζοι, Βρετανοί και δειλά-δειλά κάποιοι Γάλλοι, στελέχη μεγάλων πολυεθνικών, συρρέουν για μπίζνες στη Χώρα των Χιλίων Λόφων, πίνοντας νερό στο όνομα του Καγκάμε, ο οποίος από το 2006 έχει ιδιωτικοποιήσει όλες τις έως τότε δημόσιες εταιρείες (μεταξύ αυτών και εκείνες της ύδρευσης, της ηλεκτροδότησης κλπ.) σε ντόπια και ξένα συμφέροντα. Το περιοδικό «Forbes» το 2009 προσπαθούσε να μας εξηγήσει «γιατί τα στελέχη πολυεθνικών λατρεύουν τη Ρουάντα», θυμίζοντάς μας τις στενές επαφές του Καγκάμε με επιφανή διευθυντικά στελέχη εταιρειών, όπως οι «Google», «Microsoft», «Starbucks», «Burlington Northern», και πρώην ηγέτες και ανώτερους αξιωματούχους όπως οι Τόνι Μπλερ, Μπιλ Κλίντον, Σούζαν Ράις... Πιθανώς η λίστα των «φίλων» του Καγκάμε να μακρύνει κι άλλο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι τα ματωμένα κέρδη των μονοπωλίων τα πληρώνει ο ρουαντέζικος λαός.
Δέσποινα ΟΡΦΑΝΑΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου