14 Ιουλ 2014

Το κουνούπι

 Το κουνούπι




Άλλαξε πλευρό πηγαίνοντας στη δροσερή πλευρά του σεντονιού, που θα τη ζέσταινε κι αυτή σε πέντε λεπτά με το σώμα της. Δυο στάλες ιδρώτα κύλησαν από το μέτωπό της, κάνοντας αγώνα ταχύτητας, σαν τις σταγόνες της βροχής στο τζάμι. Μακάρι να ήταν κι αυτή τώρα τζάμι κάτω από τη βροχή, να τη χτυπάνε οι σταγόνες κι ο αέρας και να τη δροσίζουν, σκέφτηκε μέσα της. Τότε ίσως να μπορούσε να αποκοιμηθεί επιτέλους, χωρίς να της καίει το μυαλό η διαδρομή που κάνουν τα καυτά σταγονίδια στο πρόσωπό της.

Ένιωσε ένα ελαφρύ αεράκι να φυσάει ψηλά στο χέρι της και να την ανακουφίζει προσωρινά. Κι αμέσως να γίνεται τσούξιμο και να τη φαγουρίζει. Το τράβηξε απότομα για να το ξύσει και λίγο αργότερα ένα ζουζούνισμα μες στο αυτί της την τίναξε όρθια και της έδιωξε τη νύστα.
-Το άτιμο, δε θα με αφήσει να κλείσω μάτι όλη νύχτα.
Αν είναι μόνο ένα δηλ, που δεν ήταν και το πιο πιθανό. Ου γαρ έρχεται μόνον, θυμήθηκε να λέει ο φιλόλογός της σε κάποια άλλη περίσταση, που της φάνηκε πως κολλούσε και στη δική της. Ούτε αυτός όμως δε θα μπορούσε να τη νανουρίσει απόψε, που έσκαγε ο τζίτζικας, όπως είχε κάνει τόσες φορές στα μαθητικά της χρόνια με το κήρυγμά του, πρώτη ώρα αρχαία κατεύθυνσης. Να φανταστείς είχε τόση άπνοια που ακόμα και το φτερούγισμα του κουνουπιού πριν ήταν σχεδόν κάτι σαν δροσερή πνοή, μια ευχάριστη αλλαγή τέλος πάντων.

Αν μπορούσαν να κλείσουν τουλάχιστον μια τίμια συμφωνία με το κουνούπι, να την αφήσει να κοιμηθεί πρώτα κι ύστερα να ερχόταν να την τσιμπήσει με την ησυχία του, για να βγάλει τα προς το ζην και αυτό, χωρίς να την ενχολεί μες στο αυτί της. Κι αν ήταν εξημερωμένο, όπως κάποια κουνούπια της πόλης, μπορεί ο ερεθισμός να κρατούσε μόνο λίγη ώρα και το άλλο πρωί που θα ξυπνούσε να μην είχε μείνει τίποτα να μαρτυρεί το πέρασμά του από το κορμί της. Αλλά μόλις πριν το είχε πει άτιμο, πώς ζητούσε τώρα να κλείσει μια έντιμη συμφωνία μαζί του;

Αναρωτήθηκε αν είχε βάση αυτό που είχε ακούσει για τις γυναίκες που είναι γλυκοαίματες και αν απλά είναι πιο εκλεκτός μεζές για τα κουνούπια, γιατί βρίσκουν λιγότερες τρίχες στο πιάτο τους. Ή αν ισχύει η άλλη σεξιστική φήμη(;) για τις θηλυκές κουνουπίνες, που αυτές κυρίως λέει αναζητούν το ανθρώπινο αίμα για να γίνουν πιο ελκυστικές στα αρσενικά και να κάνουν πιο αποτελεσματικό το ερωτικό τους κάλεσμα, ένα είδος ακαταμάχητης κολόνιας ας πούμε. Μάλλον όσο ισχύει κι εκείνη η περίεργη φυλετική διάκριση για τα κουνούπια της αφρικής και του νείλου, που έρχονται εδώ περνώντας από σαράντα (ή περισσότερα κύματα) και διασπείρουν ιούς κι ασθένειες, κλέβοντας το αίμα και τη δουλειά από τα ελληνικά κουνούπια
Αίμα, τιμή... Μα αφού είναι άτιμα θηλυκά. Σκότωσέ την την άτιμη...

Τα κουνούπια ήταν όντως το μόνο έντομο, πλάσμα γενικότερα, που μπορούσε να σκοτώσει. Σιχαινόταν λίγο τις κατσαρίδες, ιδίως τις φτερωτές που ήταν απρόβλεπτες και θυμόταν και ένα κόμικ του λέανδρου, όπου παρίσταιναν τους αναρχικούς ρέμπελους, σε αντίθεση με τα μυρμήγκια που ήταν πειθήνια και άβουλα στρατιωτάκια. Εν, δυο προχωράμε. Εν δυο θα σε φάμε.
Τα συμπαθούσε κι αυτά όμως, γιατί θυμόταν τη δουλειά μυρμηγκιού που της έλεγε ο καθοδηγητής της στην οργανωμένη νιότη της στα αμφιθέατρα. Ενώ είχε τύψεις και εκ μέρους ενός παιδικού της φίλου που έκανε διάφορα ‘κοινωνικά πειράματα’ με διαφορετικές φωλιές μυρμηγκιών, ανακάτευε τις φυλές τους και τις έβαζε να πολεμούν και να σκοτώνονται.
Κι ήταν αλλεργική στις μέλισσες, που ήταν μικρές αρχιτεκτόνισσες με τις κερήθρες που έφτιαχναν, αλλά όπως είχε διαβάσει κάπου στον μαρξ, η διαφορά ήταν πως την έφτιαχναν ενστικτωδώς κι όχι βάση ενός συνειδητού σχεδίου –έστω κι αποτυχημένου. Και είχαν μια περίεργη ‘ταξική κοινωνία’ που την έβαζε σε ιντριγκαδόρικες σκέψεις και συνειρμούς, πως αυτή του μέλλοντος δε θα είχε βασίλισσες αλλά εργάτριες που θα έχουν τον ελεύθερο χρόνο των κηφήνων και θα αμπελοφιλοσοφούν.

Τα κουνούπια όμως ήταν τα μόνα που μπορούσε να σκοτώσει, σχεδόν το απολάμβανε, με άγρια εκδικητική χαρά, ιδίως όταν έπαιρνε το αίμα της πίσω από κάποιο που την είχε τσιμπήσει και το έβλεπε να γίνεται χαλκομανία, ξερνώντας την τροφή του. Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να ‘ναι κι από αίμα.
Κι ας συμφωνούσε κατά βάθος με το σύνθημα που είχε δει σε ένα άλλο τοίχο, με μαύρα σημάδια: μη σκοτώνετε τα κουνούπια, άλλοι μας πίνουν το αίμα. Ο βρυκόλακας της νεκρής εργασίας, των μηχανών και του κεφαλαίου, που υποδουλώνει τη ζωντανή και απαιτεί ολοένα και περισσότερη υπεραξία για να συνεχίσει να υπάρχει και να γιγαντώνεται –γιατί μόνο έτσι μπορεί να υπάρχει.

Έκλεισε ξανά τα μάτια, έχοντας στο μυαλό της τη γλυκιά ανάμνηση από τα πολιτικά της διαβάσματα, που δεν την είχαν εγκαταλείψει ακόμα, και την γεύση από τις δάφνες του αγωνιστικού της παρελθόντος, που τώρα της έμοιαζε τόσα μακρινό και μπαγιάτικο σαν την πρώτη παρουσία. Κι ενώ τα βλέφαρα βάραιναν και το πνεύμα ελάφρυνε κι ανέβαινε για την έφοδο στον ουρανό, ένιωσε ένα τσίμπημα στην αχίλλειο πτέρνα της, που είχε γίνει σιδερένια με την πολυκαιρία και τις δυσκολίες. Έξυσε το πόδι της στη γωνία του κρεβατιού, για να διώξει τη φαγούρα κι ύστερα άκουσε την κουνουπίνα μες στο αυτί της να ζουζουνίζει και να της ζαλίζει τον έρωτα για το αρσενικό κουνούπι, που πρέπει να τη βρει ακαταμάχητη. Ο μορφέας κι η αγκαλιά του πέταξαν μακριά, όπως κι αυτή του δικού της κουνουπίνου, που ‘χε βρει εδώ και λίγο καιρό μια άλλη ζουζούνα να παίζει, που της το έπαιζε φίλη. Κι όταν την τύχαινε στο δρόμο, της ερχόταν καμιά φορά να της τραβήξει το μαλλί και να της πιει το αίμα· αν και αμφέβαλλε αν αυτό θα την έκανε πιο ελκυστική και ερωτεύσιμη για τα αρσενικά. Σιγά όμως που θα έκανε τέτοια σκηνή στον άλλο, τον κηφήνα, που της έλεγε πως θα την έχει βασίλισσα και της έπινε αργά και μεθοδικά το αίμα με τις αφραγκιές και τις γαλιφιές του. Ε όχι, μεγάλη η χάρη του...

Άναψε το πορτατίφ στο κομοδίνο, για να γενούνε τα σκοτάδια φως. Το βλέμμα της έπεσε στο ράφι με τα αραχνιασμένα μαρξιστικά βιβλία από τα φοιτητικά της χρόνια. Πήρε να ξεφυλλίζει ένα της κολοντάι για τη γυναικεία χειραφέτηση, με υπογραμμίσεις και σημειώσεις δικές της στο πλάι, για να ξανανυστάξει και να αφυπνιστεί συνάμα. Μπορεί τα κουνούπια να τα μισούμε τόσο, γιατί κάνουν παρήχηση με τον καναπέ και οτιδήποτε επιχειρεί να μας σηκώσει απ’ αυτόν, φτάνει στα αυτιά μας σαν ενοχλητικό ζουζούνισμα μες στο αυτί μας, που σπεύδουμε να το διώξουμε. Και τα σκοτώνουμε με μανία, γιατί γίνονται κόκκινα και κάπου πρέπει να νιώσουμε κι εμείς μια μικρή νίκη, να πάρουμε πίσω λίγο από το αίμα μας, που μας το πίνουν άλλοι κάθε μέρα.

Η κουνουπίνα ζουζούνισε πρόσχαρα, πετώντας μπροστά από τις σελίδες της κολοντάι και προσγειώθηκε στον τοίχο δίπλα της. Την κοίταξε σχεδόν τρυφερά και ξαφνικά με μια γρήγορη κίνηση, πήρε το βιβλίο και χτύπησε με δύναμη το σημείο που καθόταν το έντομο και έγινε ένα κόκκινο σημάδι με χαλκομανία.
-Συγνώμη, αλλά νυστάζω πολύ κι αύριο έχω πρωινό ξύπνημα για δουλειά. Και δεν μπορείς να φανταστείς πόση ανάγκη έχω από λίγες μικρές νίκες.

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί να ‘ναι κι η ντροπή μου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ