Ο κόκκινος κάβουρας
Ο κόκκινος
κάβουρας είναι το τελευταίο μυθιστόρημα του μίμη ανδρουλάκη, που βασίζεται στην
υπαρκτή (απ’ όσο καταλαβαίνω) περίπτωση ενός πράκτορα της κυπ, που είχε
διεισδύσει στο κόμμα και τα ηγετικά του κλιμάκια, φτάνοντας να γίνει και μέλος της
κετουκε –αν δεν κάνω λάθος ήταν στο γραφείο της κοθ και λεγόταν σταμπουλίδης,
αν και ο ανδρουλάκης αποφεύγει επιμελώς να τον κατονομάσει συγκεκριμένα και σε
όλο το βιβλίο αναφέρεται σε αυτόν με την κωδική του ονομασία. Ενώ η αποκάλυψή
του ήταν δώρο της αλλαγής και της νέας πράσινης και δημοκρατικής πολιτικής
διοίκησης της κυπ (νομίζω του τσοχατζόπουλου) στο κόμμα.
Η ιστορία
αυτή αποτελεί την χαρά και το έσχατο καταφύγιο στην επιχειρηματολογία κάθε
αναρχικής ή εξωκοινοβουλευτικής ομάδας, που δικαιολογεί, με ένα ακλόνητο
παράδειγμα από τη ζωή, τη δική της μισοδιαλυτική οργανωτική κατάσταση, εφόσον
ούτε η «σκληρή δομή» του κουκουέ αποδείχτηκε άτρωτη και στεγανή από τους ασφαλίτικους
μηχανισμούς του κράτους. Φανταστείτε βέβαια με το ίδιο σκεπτικό, τη «δικαίωση»
που πρέπει να ένιωσαν οι μενσεβίκοι, όταν άνοιξαν τα μυστικά αρχεία της οχράνα
κι αποδείχτηκε πως ο μαλινόφσκι, μέλος του πολίτ-μπιρό του κόμματος των
μπολσεβίκων, ήταν πράκτορας της τσαρικής μυστικής αστυνομίας. Και δεν το λέω
αυτό για να ισχυριστώ πως το κκε στέκει στο ύψος των μπολσεβίκων, αλλά για να
δείξω την κοινή, διαχρονική μενσεβίκικη λογική στο οργανωτικό ζήτημα, όπως είχε
αποτυπωθεί και στην πρόταση καταστατικού του μάρτοφ, να είναι μέλη του κόμματος
όσοι είναι συμπαθούντες και σύμφωνοι γενικά με το πρόγραμμά του –ή με άλλα
λόγια, όποιος παλεύει γενικά και γενικώς δεν την παλεύει άλλο με τη σημερινή
κατάσταση.
Όποιος
διάβαζε πέρσι βέβαια στον αστικό κυριακάτικο τύπο την αναγγελία του βιβλίου και
την προδημοσίευση κάποιων αποσπασμάτων του, θα σχημάτιζε τελείως διαφορετική
εντύπωση –όχι μόνο για το περιεχόμενο του βιβλίου, αλλά και για το κείμενο της ίδιας
της παρουσίασής του- από τους συντονισμένους πρωτοσέλιδους τίτλους και τον
τρόπο με τον οποίο διαφήμιζαν τον κόκκινο κάβουρα: ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΣΤΟ ΚΚΕ!
Για να
υποθέσει ο αναγνώστης πως μιλάμε για κάποια καινούρια, τωρινή αποκάλυψη για το
σημερινό κκε, που είναι διάτρητο και ξέφραγο αμπέλι, όπου αλωνίζουν πράκτορες,
χαφιέδες, σταυρόπουλοι, πληροφοριοδότες του σταυρόπουλου, σκυλιά, γατιά και
αλεστικά μη δίνετε. Και για να ερεθίσει το θυμικό του μέσου συντρόφου, που με
έναν ιδιότυπο μαζοχισμό –από τον οποίο δεν εξαιρώ φυσικά τον εαυτό μου-
παρακολουθεί και συγκεντρώνει τις διάφορες αντικομμουνιστικές χυδαιότητες –λες και
θα αναλάβει να απαντήσει ο ίδιος ή απλώς για να ‘χει εικόνα. Κι η αλήθεια είναι
πως είμαστε μία από τις βασικές κατηγορίες του αναγνωστικού κοινού στις οποίες
απευθύνονται τέτοια βιβλία και που μπορεί να (τα) τσιμπήσει, όχι με αυτά που
λένε, αλλά για να δει τι λένε.
Όσο άθλια
και εφετζίδικη ήταν λοιπόν η ρεκλάμα που του έκανε ο αστικός τύπος, άλλο τόσο
άθλιο κι απογοητευτικό είναι το ίδιο το βιβλίο του ανδρουλάκη, που ενδιαφέρεται
πρωτίστως να πουλήσει πάση θυσία, αλλά μας πούλησε τελικά φύκια για μεταξωτές
κορδέλες, χωρίς να μας δώσει καν αυτό που διαφήμιζε: δηλ ένα φτηνό
αντικομμουνιστικό καλτ, με τζεϊμς-μποντιλίκια και κρυφές βουτιές στα άδυτα του
περισσού, παρασκήνια και μια εσάνς πολιτικού κουτσομπολιού.
Ο φλωράκης
πχ εμφανίζεται σε ένα μικρό, δευτερεύοντα ρόλο, βασικά μόνο στο πρώτο κεφάλαιο,
όπου ο στόχος είναι να εμπεδώσουμε πως ο ανδρουλάκης ήταν παιδί του χαρίλαου,
διαρκώς δίπλα του στις κρίσιμες στιγμές και την τελική ευθεία εκείνης της «σκοτεινής
υπόθεσης» -εδώ το σκοτάδι μπαίνει για να ανατριχιάσουμε και να μπούμε στο κλίμα
της περιπέτειας. Ακολουθεί ένα κεφάλαιο με σημειώσεις για διάφορες ιστορικές
συμπτώσεις και ιντριγκαδόρικους συνειρμούς-παραλληλισμούς συγκαιρινών γεγονότων
με το κομβικό έτος 1913 (στο φετινό βιβλίο του –γιατί βγάζει περίπου ένα κάθε
χρόνο- μπορεί να μας λέει για τα εκατό χρόνια από τον πρώτο παγκόσμιο), αλλά όπως
λέει και ο ίδιος ο συγγραφέας, θα μπορούσαμε να το παραλείψουμε χωρίς να
χάσουμε κάτι από την πλοκή.
Η οποία
πλοκή εκτείνεται χωρίς ουσιαστικό λόγο στις επόμενες τριακόσιες και βάλε
σελίδες του βιβλίου και είναι τόσο ανιαρή και αδιάφορη, που μπορεί και να την έχεις
ξεχάσει –καλή ώρα- μόλις λίγους μήνες αφού την έχεις διαβάσει. Θυμάμαι μόνο πως
στο τέλος ο ανδρουλάκης ανακαλύπτει τη γερμανίδα σύζυγο του κόκκινου κάβουρα,
την κυρία καβουρίνα (κάπως αλλιώς τη λένε αλλά δεν έχω συγκρατήσει το όνομα),
ενώ στο ενδιάμεσο έχει προλάβει να γοητεύσει αυτήν και όλες τις υπόλοιπες
γυναίκες της υπόθεσης, με τις τρομερές του γνώσεις και την ακατάσχετη
ανδρουλακολογία του. Μία ζωγράφος μάλιστα διακόπτει σε κάποια στιγμή την τέχνη της
κι αφήνει τον πίνακα για να αυνανιστεί μπροστά του και να φτάσει σε οργασμό.
Ο ανδρουλάκης
φαίνεται να αναπολεί περασμένα μεγαλεία και το ντόρο που προκάλεσε, την εποχή
που βγήκε, το μν, όταν μας γράφει για το μουνί της ζωγράφου και μας το
επαναλαμβάνει, για να το εμπεδώσουμε και να σοκαριστούμε με το τολμηρό,
ελευθερόστομο πνεύμα του: «μουνί-μουνί». Ενώ το ίδιο περίπου αποτέλεσμα φαίνεται
να επιδιώκει και με τη συνεχόμενη επανάληψη «πράκτορας-πράκτορας».
Θεωρητικά
ενδιαφέρεται από ερευνητική, λογοτεχνική άποψη να διεισδύσει στο φαινόμενο των
λεγόμενων «διπλών ανθρώπων-πρακτόρων», τη διχασμένη προσωπικότητα και την
ψυχολογία τους. Στην πραγματικότητα, πρόκειται μάλλον για ένα είδος υποσυνείδητης
ενδοσκόπησης κι αυτοβιογραφικών αναζητήσων γύρω από τη δική του διπλή
ψυχολογία, γλώσσα, στάση, τον καιρό που ήταν αναπληρωματικό μέλος του πγ της κετουκε,
κι έπρεπε να πασπαλίζει με μαρξικές αναφορές αυτά που πρέσβευε. Δεν χρειάζεται
εξάλλου να είναι κανείς έμμισθος, στρατολογημένος, πράκτορας, για να υπηρετεί
την αστική τάξη και τα συμφέροντά της. Αν και ο ανδρουλάκης ανταμείφθηκε με το
παραπάνω για την εξαργύρωση του κομμουνιστικού του παρελθόντος (κολαούζος του
κόκκαλη στον φλας, πολιτική καριέρα με το πασόκ του γιωργάκη, κτλ).
Ο ανδρουλάκης
ξέρει πως το κουκουέ πουλάει ακόμα, αφού το πούλησε κι αυτός την περίοδο του
μαζικού ξεπουλήματος ιδανικών σε τιμή ευκαιρίας. Κι επιχειρεί πιθανότατα μια
τελευταία αρπαχτή με μεταχρονολογημένες επιταγές από το πέρασμά του στο κόμμα, βλέποντας
τις δικές του μετοχές στο πολιτικό χρηματιστήριο να κατρακυλάνε και το ρόλο της
στυμμένης λεμονόκουπας να πλησιάζει επικίνδυνα. Δυστυχώς για αυτόν την έκανε πολύ
νωρίς, με πλαϊνά, καβουρίσια πηδηματάκια, από το συνασπισμό (πριν από το
εκλογικό ναυάγιο του 93’) γιατί ήταν φτιαγμένος
για μεγάλα πράγματα, αλλά δεν κατάφερε να πηδήξει εγκαίρως, όπως κάποια άλλα
ποντίκια, από το πολιτικό ναυάγιο του πασόκ. Μπορεί όμως να πιάσει το τραγούδι,
τώρα που θα μείνει πιθανότατα εκτός βουλής, στις επόμενες εθνικές εκλογές. Κι όλο κλαίνε τα καβουράκια...
Το βιβλίο
λοιπόν έχει όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αρπαχτής, σε πολλαπλάσιο βαθμό
από ό,τι άλλα, προηγούμενα έργα του ανδρουλάκη, και συνεπώς δε συνίσταται, ούτε
καν για ανάγνωσμα παραλίας ή τρένου. Η βασική αίσθηση που μένει στο τέλος είναι
η ανεξάντλητη περιαυτολογία και αυταρέσκεια αυτού του σεμνού ανδρός, ίσως το
μοναδικό χαρακτηριστικό το οποίο έχει παραμείνει σταθερό πάνω του σε αυτήν τη
διαδρομή και στο οποίο παρουσιάζει θαυμαστή πολιτική συνέπεια. Όλος ο κόσμος ήτανε δικός του και
δημιούργημά του. Κι ο εαυτός του ήτανε όλος ο κόσμος.
Αναρωτιέσαι
πολλές φορές τι θα γινόταν ο μίμης ανδρουλάκης αν ήταν στοιχειωδώς εμφανίσιμος.
Θα διοχέτευε σε άλλους τομείς την εγωπάθειά του ή θα έβγαινε περισσότερο
πολιτικά ψωνισμένος, να ασκεί το αντικειμενικά (το λεν και τα βιβλία του)
ακαταμάχητο σεξαπίλ του, λέγοντας σε καθεμιά αυτό που ζητάει να ακούσει; Και μήπως
έτσι έβλεπε και το κόμμα και εξάσκησε πάνω στη ράχη μας, με περίτεχνες
μαρξίζουσες αρλούμπες που ακούγονταν όμως όμορφα, αυτή τη ρητορική δεινότητα, να
ντύνει το τίποτα με τόσο πομπώδεις φράσεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου