Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά
Το συλλαλητήριο της 1ης νοέμβρη ενόχλησε
πολλούς και για διάφορους (συγκλίνοντες) λόγους. Κάποιοι το έδειξαν με την πολύ
εύγλωττη σιωπή τους και το νόμο της ομερτά που σκέπασε την ειδησεογραφική
κάλυψή του, ενώ άλλοι με την ανούσια φλυαρία τους, που τους αφαίρεσε το ενωτικό
φύλλο συκής, σε ένα ομολογουμένως απολαυστικό πολιτικό στριπτίζ, που έδειξε
γυμνή την αλήθεια για τις πραγματικές τους διαθέσεις.
Μια αρκετά διασκεδαστική προσπάθεια ήταν αυτή του
κάσδαγλη στο εναλλακτικό press project, όπου έγραψε αυτό το
κείμενο για το «πολύ μεγάλο αλλά τόσο μοναχικό» σαββατιάτικο συλλαλητήριο,
γιατί όλοι προφανώς νιώθουμε μοναξιά μέσα στο πλήθος, μακριά από τις μικρές
αλλά (γι’ αυτό ακριβώς) τόσο συντροφικές και παρεΐστικες πορείες που διοργανώνει
ο παρδαλός, ενωτικός χυλός. Ψάρεψε όμως ακόμα ένα λαβράκι στο κλείσιμο, όπου το
έμπειρο δημοσιογραφικό του μάτι διέκρινε ότι ίσως κάτι να αλλάζει στην τακτική
του κκε, εν όψει της συνέχειας και της απεργίας στα τέλη του μήνα. Ε ναι
λοιπόν, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, το παμε κάνει ριζική στροφή 360 μοιρών
και θα δώσει όλες του τις δυνάμεις για την επιτυχία της απεργιακής μάχης, όπως
έκανε κάθε φορά άλλωστε (κι όπως δεν κάνει ποτέ η γσεε που πλέον κηρύσσει απλώς
τις απεργίες, εθιμοτυπικά ή κατόπιν πίεσης, χωρίς να τις κυνηγάει καν).
Κανείς όμως δεν έφτασε στα απάτητα ύψη του ικεα, που δεν
μπορούσε να πει κάτι για αυτό καθαυτό το συλλαλητήριο και τον όγκο του, οπότε
το έψαξε από δω, το έφερε κι από εκεί, εγώ ξανά στο τίποτα, στο γενικά εσύ, στο
γενικάάά (άρθρα δίχως νόημα, άρθρα χωρίς σκοπό) και βρήκε πως έφταιγε το
σύνθημα που καπέλωσε τους εργάτες που συμμετείχαν σε ένα συλλαλητήριο με καθαρά
οικονομικά αιτήματα και αιχμές (ανεργία, ανασφάλιστη εργασία, να μη ζήσουμε με
ψίχουλα, κτλ). Και ναι, το μαξιμαλιστικό αυτό σύνθημα που κατάφερε όλα τα
παραπάνω είναι που δίνει και τον τίτλο της σημερινής ανάρτησης: χωρίς εσένα
γρανάζι δε γυρνά, εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά.
Αν βρέθηκες κι εσύ το σάββατο στο σύνταγμα σφε αναγνώστη
κι απορούσες γιατί βλέπεις τόσες σφιχτές κι αγανακτισμένες καπελωμένες φάτσες,
τώρα ξέρεις. Δεν ήταν η κούραση από το πολύωρο ταξίδι κι όσα άλλα σκέφτηκες για
να τη δικαιολογήσεις. Φταίει το σύνθημα.
Λοιπόν θα μπορούσα ειλικρινά να καταλάβω πολλά σημεία
κριτικής που αφορούν το σύνθημα. Πχ πως το έχουμε ακούσει τόσες φορές αυτά τα
τελευταία χρόνια, που δια της συχνής επανάληψης έχουμε πάθει ανοσία στο
ερέθισμα κι είναι πολύ δύσκολο να ξανανιώσει κανείς τη μαγεία της πρώτης φοράς
–όπως με κάποια τραγούδια που μας κολλάνε και θέλουμε να τα ακούμε συνέχεια,
μέχρι να τα βαρεθούμε. Ή πως νοσταλγεί κάποιος τις μέρες που είχε πρωτακούσει
το σύνθημα και το πολιτικό κλίμα της άνοιξης του 10’ –σε εποχές πιο ηρωικές και
όχι τόσο πένθιμες.
Προσωπικά το ‘χα πρωτακούσει το μάη στη συγκέντρωση του
σπόρτινγκ –όπου λίγους μήνες πριν είχε γίνει η ιδρυτική πράξη της ανταρσυα,
στις στάχτες του δεκέμβρη (έτσι θέλησαν δηλ να το «πουλήσουν» προς τα έξω,
γιατί το φλερτ είχε ξεκινήσει ήδη από τις εκλογές του 07’). Ενώ τώρα
παρουσιάζει εικόνα αριστερής αποσύνθεσης και ίσως είναι προτιμότερο να διαλυθεί
στα εξ ων συνετέθη από το να φυτοζωεί (εκτός και αν αναγεννηθεί από τις στάχτες
της ή από τις στάχτες του επόμενου δεκέμβρη), με «ξενιστές» που νιώθουν ξένα
σώματα στις γραμμές της και κάνουν να φαίνεται αριστερίστικο το σεκ (!) της
κριτικής στήριξης στο πασοκ του 93’ «χωρίς αυταπάτες» (αφού όλες τις έκαψες κι
αυτοί αλήθεια τόσο τις ήθελαν).
Το πρωτάκουσα λοιπόν στο σπόρτινγκ που ξεχείλιζε από
κόσμο κι από συναίσθημα, παρακολουθώντας την ομιλία του πρωτούλη (άρτι
επανεκλεγμένου από το 10ο συνέδριο της κνε) και μια μουσικοθεατρική
παράσταση με την επιμέλεια του καζάκου και πολύ δυνατό φινάλε, όπου μια σφισσα έβαλε το αυτί της στο έδαφος να
ακούσεις τους παλμούς της γης, και το ένιωθες κι εσύ μαζί της το τράνταγμά της
και πως «κάτι γίνεται. ΚΑΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ».
Βράζει
και χύνεται, θα μας απαντούσε με τη στερνή του γνώση ο σημερινός μας
εαυτός. Και δε θα ήταν ειρωνία αλλά κυριολεξία, με την έννοια ότι η οργή του
κόσμου ήταν ένα καζάνι που έβραζε και ξεχείλιζε, αλλά ξεθύμανε σύντομα,
επιστρέφοντας στην προηγούμενη παθητική του κατάσταση.
Το σύνθημα αυτό όμως ήρθε τότε να εκφράσει και να
κορυφώσει το διάχυτο (ακόμα) ενθουσιασμό. Και δεν είναι τυχαίο πως το ζήλεψαν
και το υιοθέτησαν άμεσα ένα σωρό ομάδες κι οργανώσεις της αναρχίας και του
εξωκοινοβουλίου. Αλλά θα μου πεις, αυτό «πιστοποιεί» ότι είναι αριστερίστικο
και μαξιμαλιστικό, ε; Δε θα το φώναζε ποτέ πχ κάποιος πιο δεξιός, σαν τον αλέξη
τσίπρα –αν και βασικά και στη λαοκρατία θα πίστευε, εφόσον χρειαστεί. Καμία σχέση
με το παλιό καλό πασόκ, που υιοθετούσε και αριστερίστικα συνθήματα ακόμα, για
να μας υπερκεράσει σε (φραστικό) ριζοσπαστισμό. Τώρα όμως δεν υπήρχε τέτοια
ανάγκη και το μόνο σημείο που δανείστηκε ο σύριζα, για να το διαστρεβλώσει και
να το φέρει στα μέτρα του, ήταν αυτό για την κυβέρνηση του μετώπου, από το
πρόγραμμα του 15ου.
Είναι ζήτημα βέβαια ποιος ακριβώς σφύριξε στον τσίπρα και
το λαφαζάνη αυτό το σημείο. Γιατί μπορεί το πρόγραμμα του κκε να είναι εύκολα
προσβάσιμο στον καθένα, για να το διαβάσει και να το κριτικάρει αλλά εδώ ο
σύριζα δεν παίρνει καλά-καλά στα σοβαρά ούτε καν το δικό του πρόγραμμα –που δεν
είναι εξάλλου για άμεση εφαρμογή, από τις πρώτες εκατό μέρες. Και στο εσωτερικό
του δεν έχουν ακριβώς προγραμματικές διαφορές ουσίας. Ακόμα και οι όποιες
διαφωνίες-ενστάσεις της αριστερής πλατφόρμας, πχ για τις συνεργασίες,
αντανακλούν μάλλον την αγωνία της για τους συσχετισμούς και τις βουλευτικές
έδρες, που λιγοστεύουν επικίνδυνα, αν πρέπει να βολευτούν μαζί κι όλοι οι
πασοκογενείς σύμμαχοι.
Παρεμπιπτόντως, να μην το ξεχάσω, γιατί έχουν περάσει κι
αρκετές μέρες. Στη βιβλιοπαρουσίαση του πετρόπουλου για τον ζαχαριάδη, πρώτη
μούρη ήταν ο πιλάφ αλλά κι ο μπαλάφ (του δεξιού σύριζα) που είναι γνωστό πόση
αδυναμία τρέφουν στην πολιτική προσωπικότητα του μέντορά τους νίκου ζαχαριάδη.
Θα μπορούσε επίσης η κριτική να αφορά πχ τη μελοποίηση
του συνθήματος. Θυμάμαι ήμασταν πριν δυο-τρία χρόνια στο πέραμα, στην έκθεση
«άνθρωποι και σίδερο», όπου έβγαιναν με τη σειρά διάφοροι καλλιτέχνες, κι ένας
απ’ αυτούς λάνσαρε το στίχο «χωρίς εσένα/γρανάζι κανένα/δε γυρνά» (με ελαφρώς
παραλλαγμένο το σύνθημα). Στο καπάκι βγαίνει κι ο γ. σαρρής και λέει στον
πρόλογό του πως έτυχε και αυτός να συνθέσει ένα τραγούδι με τον ίδιο τίτλο (μα
κοίτα να δεις κάτι συμπτώσεις ε;) και κατέληξε να το τραγουδά μισό-μισό με τον
κόσμο από κάτω, όπως στα οπαδικά πέταλα.
Μπορεί να πει λοιπόν πως δεν του άρεσε η μελοποίηση του
σαρρή ή πως προτιμάει το «απολύομαι και τρελαίνομαι», το «νάι-νάι-νάι», το
«είμαι ερωτευμένος με μια 16άρα», με το 15ο, τη μύτη του επαμύτη β.
παπακωνσταντίνου, που είναι πιο γαμψή κι ενωτική (πλατιά). Ή έστω ότι ξέρει
ποιος έβγαλε το σύνθημα και του έχει άχτι ή δεν τον πολυσυμπαθεί για χι-ψι
λόγους. Είναι κι αυτή μια κάποια άποψη που νιώθεται.
Όχι όμωως πως είναι μαξιμαλιστικό και τρομάζει τους
εργάτες ή ότι δε βγήκε μέσα από τις γραμμές τους, γιατί γελάνε και τα τσιμέντα
της πλατείας συντάγματος. Επειδή όμως τα συνθήματα (αν υποτεθεί δηλ πως αυτά
από μόνα τους πείθουν ή απομακρύνουν τον κόσμο), τα πανό και (πολύ περισσότερο)
οι ομιλίες ήταν πολύ προσεγμένες μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και δεν έδωσαν
το παραμικρό πάτημα για να πει ο καθένας τα δικά του –άσχετα που θα τα πει
τελικά ούτως ή άλλως, γιατί μπορεί- χρειάστηκε να επιστρατευτεί η φαντασία, για
να βρεθεί κάτι με το ζόρι και να επιβεβαιώσει αυτό που γράφτηκε πολύ εύστοχα
(ως εξαίρεση στον κανόνα) στο τουίτερ από ένα σφο: της κοντής.. γιορτής (ας το
πούμε έτσι), οι κνίτες της φταίγανε.
Ας πούμε εν κατακλείδι δυο λόγια και για αυτό καθαυτό το
σύνθημα. Που δεν είναι μόνο πορωτικό για λίγους κι εκλεκτούς φανατικούς
οπαδούς, αλλά συνολικά πολύ εύστοχο. Γιατί σπάει την ηττοπάθεια και το δέος του
μέσου εργάτη μπροστά στον καπιταλιστή, που δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως
αφεντικό, αλλά ως ευεργέτης, τολμηρός και πετυχημένος επιχειρηματίας, ο
εργο-δότης (γιατί ακόμα και η ετυμολογία των λέξεων έχει πολλές φορές ταξικό
πρόσημο) που μας δίνει δουλειά για να ζήσουμε (κι όχι για να βγάλει κέρδος στις
πλάτες μας). Δείχνει στον εργάτη πως δεν είναι απλά ένα ακόμα γρανάζι της μηχανής
αλλά η δύναμη που κινεί όλα τα γρανάζια και παράγει τον πλούτο. Οι εργάτες
μπορούν και επιβάλλεται να ζήσουν και να οργανώσουν την παραγωγή χωρίς
αφεντικά, το αντίθετο όμως δεν μπορεί να συμβεί.
Κι έτσι οι ενωτικοί μινιμαλιστές που απορρίπτουν τα.. μαξιμαλιστικά
συνθήματα που «τρομάζουν τον κόσμο», καταλήγουν να συμπίπτουν και να
ταυτίζονται με όσους φοβούνται πραγματικά το περιεχόμενο του συνθήματος κι έναν
κόσμο χωρίς αφεντικά. Κι αυτοί δεν είναι εργάτες, αλλά οι ίδιοι οι
καπιταλιστές..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου