4 Νοε 2014

Θράσος και ασυλία

 Θράσος και ασυλία


Η δική μου γενιά –και όλες διαχρονικά ως ένα βαθμό- πέρασε όμορφα κι ευτυχισμένα φοιτητικά χρόνια, ακούγοντας ιστορίες και θρύλους για συγκρουσιακούς εαακίτες vs όργανα συνδιοίκησης, με τους πρώτους να χτίζουν εισόδους γραφείων, να τρέχουν στους διαδρόμους με τα πρακτικά στα χέρια τους ή να τα τρώνε ακόμα, για να μην επικυρωθεί η απόφαση κάποιας συγκλήτου -που κι εμείς τα κάναμε δηλαδή.

Αρκετές από αυτές υπάκουαν πιστά στους κανόνες της κοινωνίας του θεάματος, την οποία θεωρητικά κριτικάρει ο χώρος και γι’ αυτό ίσως την αναγνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον, για να αντιγράψει τους όρους της. Άλλες πάλι είχαν προβολή ή έμμεση στήριξη από «εναλλακτικά μμε», που έχτιζαν κυρίως το δικό τους προοδευτικό προφίλ με ρεπορτάζ για τις καταλήψεις, τη γενιά του άρθρου 16, κτλ, ετοιμάζοντας κατά βάση το πολιτικό τους καπέλωμα από τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση –που εξακολουθεί να έχει απελπιστικά μικρή επιρροή στους φοιτητές, τουλάχιστον δια του επίσημου εκρποσώπου φορέα της.

Κατά συνέπεια, η σχετική αρθρογραφία στο ριζοσπάστη –ιδίως το κείμενο της στρεβίνα στο ρίζο της κυριακής- και η πρόταση του μας στις φοιτητικές συνελεύσεις  δεν έχουν άδικο, κατά τη γνώμη μου, σε όσα σημειώνουν και την ιεράρχηση που κάνουν. Κι αν ήθελε να χαριτολογήσει κανείς, θα μπορούσε να πει για το δίπολο που στήνεται με τηλεοπτικούς όρους πως «κοντά στο βασιλικό-(χουντικό) φορτσάκη, ποτίζονται κι οι (κινηματικές) γλάστρες, που αναζητούν τέτοιου είδους δημοσιότητα.
Δε νομίζω όμως πως αυτή η πτυχή εξαντλεί την ουσία του πράγματος –όπως, πολύ περισσότερο, δεν την πιάνει ούτε καν ξώφαλτσα η κατηγορία πως το μας κρατάει ίσες αποστάσεις από το φασίζοντα φορτσάκη και τους φοιτητές, που απειλούνται με παραπομπή στο πειθαρχικό.

Η ουσία, όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ τουλάχιστον, δεν είναι τόσο αν βρίσκει ή όχι πάτημα σε κάποιες συγκεκριμένες στάσεις ο φορτσάκης, που θα έψαχνε ούτως ή άλλως να πιαστεί από κάπου και καταφέρνει να γίνεται εξώφθαλμα γελοίος με τις αντιδράσεις του. Αλλά ότι νιώθει αρκετά δυνατός να το κάνει, επειδή βρίσκει πάτημα κυρίως στις αναιμικές αντιδράσεις που συναντά. Ότι δηλ προωθεί προκλητικά την είσοδο στην πανεπιστημιούπολη μόνο κατόπιν επίδειξης της φοιτητικής ταυτότητας (εξαιρούνται οι επιχειρήσεις, που έχουν προφανώς ειδικό πάσο, για να αλωνίζουν στα ερευνητικά), καταργείται με τον πλέον εμφατικό τρόπο το άσυλο και ουσιαστικά δεν κουνιέται φύλλο ενάντια σε αυτό το χουντικής έμπνευσης μέτρο. Ότι απειλεί κάποιους (εαακίτες) φοιτητές με πειθαρχικό, αλλά οι περισσότεροι σύντροφοί τους βρήκαν κάπως βάρβαρο το πρωινό ξύπνημα του σαββάτου και δε μαζεύτηκαν παρά μόνο μερικές δεκάδες έξω από την πρυτανεία, όπου κι έφαγαν πόρτα από τον ιδιωτικό σεκιουριτά, ακριβώς γιατί δεν είχαν προσέλθει μαζικά

Η ουσία είναι ότι η θρασύδειλη κυβέρνηση βρίσκει και κάνει· κι όσο δε συναντά εμπόδια, αποθρασύνεται περισσότερο μιλώντας χουλιγκανίστικα για «θρασίμια χωρίς μόρφωση» –που σ’ άλλη συγκυρία μπορεί να είχε σχολιαστεί αρνητικά κι από τα ίδια τα αστικά κανάλια, που είχαν περιλάβει κάποτε το βουλγαράκη. Αυτή η εικόνα δεν αφορά μόνο τα πανεπιστήμια, αλλά μια σειρά μέτωπα, από την κατάργηση της αργίας της κυριακής –που σταδιακά παγιώνεται και επεκτείνεται- ως τα αντιιμπεριαλιστικά αντανακλαστικά, όχι του λαού γενικά, αλλά και των πιο υποψιασμένων δυνάμεων που δρουν στο μαζικό κίνημα. Και αυτό που προβληματίζει περισσότερο δεν είναι πως δεν αναπτύσσονται γενικά αγώνες –που ποτέ δεν πάνε χαμένοι στην χαμένη μας ζωή, ακόμα και αν δε φέρνουν πάντα άμεσα αποτελέσματα, μικρές ή μεγαλύτερες νίκες. Αλλά ότι μένει πίσω η «καμένη γη» της ηττοπάθειας και της απογοήτευσης, που μας φέρνει ξανά στο ίδιο σημείο, στην αφετηρία από το μηδέν, και με χειρότερους όρους απ’ ό,τι πριν.

Ασφαλώς χρειάζεται αυστηρή κριτική και σκληρή αντιπαράθεση με τις δυνάμεις που βολεύονται με το κινηματικό χυμαδιό, χωρίς να το οργανώνουν και στρέφουν τις αντιδράσεις σε άσφαιρα πυρά (ή μάλλον πυροτεχνήματα) ή σε ακίνδυνα εκλογικά μονοπάτια, που σκορπίζουν φρούδες ελπίδες και μεγαλύτερη απογοήτευση σε βάθος χρόνου. Νομίζω όμως πως το βασικό πρόβλημα, για να πειστεί ο κόσμος, είναι άλλο κι έχει βαθύτερες ρίζες. Αποτυπώνεται στην ιδεολογική ηγεμονία που έχει κατακτήσει σταδιακά ο αντίπαλος, τα τελευταία χρόνια, στη ‘νομιμοποίηση’ και την ευρύτερη (παθητική μεν, ωστόσο) αποδοχή που έχουν ορισμένα δημοφιλή ιδεολογήματά του για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια –και γενικά την ιδιωτική πρωτοβουλία- το «σπάταλο, σοβιετικό κράτος» και τους δημόσιους υπαλλήλους, τις συντεχνίες, κοκ. Δεν εννοώ απλώς τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, που αποστηθίζει συνηθισμένα τηλεοπτικά κλισέ, και τα παπαγαλίζει ασυνείδητα στις δημοσκοπήσεις με τα κατάλληλα διατυπωμένα ερωτήματα –η τηλεόραση εξάλλου παραμένει η βασική πηγή ενημέρωσης για αρκετό κόσμο, παρέχοντας πνευματικό άσυλο σε λοβοτομημένους τηλεθεατές, που πείθονται δια της υπνοπαιδείας για την αναγκαιότητα κατάργησης του παρωχημένου πανεπιστημιακού άσυλου. Αλλά για μια ανώτερη ποιότητα, σε διαφορετικό στάδιο, με τον κόσμο να αναπαράγει «αυθόρμητα» και να θεωρεί κτήμα του αυτά τα ιδεολογήματα.

Το πιο αντιφατικό χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι ίσως ότι αυτό το τηλεοπτικό ποίμνιο, αφενός διδάσκεται συστηματικά από οθόνης το μίσος απέναντι στις κατακτήσεις της μεταπολίτευσης –που βαφτίζονται παθογένειες-, αφετέρου προσανατολίζει τον ορίζοντα της αυθόρμητης πολιτικής του συνείδησης στην αναπόληση αυτού ακριβώς του μεταπολιτευτικού παρελθόντος, ακόμα και στην ύστερη εκδοχή του, ως το 2009. Το «σεμνά και ταπεινά» κι οι μειλίχιοι τόνοι (απέναντι και στην αριστερά) του νεότερου καραμανλή πχ δε θυμίζει σε τίποτα το ακροδεξιό παραληρηματικό πολιτικό λόγο του σαμαρά και των ομοίων του. Κι είμαι πεισμένος πως αν ο καραμανλής δεν προερχόταν από τη νδ αλλά από τους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας, πολλοί εκ των σύγχρονων αντιμνημονιακών θα θυμόντουσαν σχεδόν νοσταλγικά τη δική του περίοδο διακυβέρνησης, ηρωοποιώντας ίσως την πτώση του –επειδή πχ πήγε να τα βάλει με τους εθνικούς νταβατζήδες και να κλείσει συμφωνία με τους ρώσους για το φυσικό αέριο.

Σε κάθε περίπτωση, η περίοδος της μεταπολίτευσης, πρώιμη και ύστερη, ήταν μια προσωρινή εκεχειρία, με εύθραυστες ισορροπίες, που δε θα μπορούσαν να διατηρηθούν εσαεί. Κάτι σαν ιδιότυπη ασυλία –εάν το δούμε από τη σκοπιά των αστών- που αναγκάστηκαν να την παραχωρήσουν εν είδει ελιγμού (μαζί με το πανεπιστημιακό άσυλο), για να αναχαιτίσουν το μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό και την κεκτημένη φόρα από το πολιτικό κλίμα του πολυτεχνείου, αλλά δε θα είχαν κανένα λόγο να το διατηρήσουν σήμερα εν μέσω κρίσης και με τους συσχετισμούς συντριπτικά υπέρ τους.


Αυτό είναι το άσυλο που έχει βάλει στο στόχαστρο η κυρίαρχη τάξη. Και η δική μας απάντηση, δεν μπορεί να αφορά μεμονωμένα το θέμα του πανεπιστημιακού άσυλου ή κάποια άλλη κατάκτηση, ούτε να στοχεύει στην αποκατάσταση της παλιάς χαμένης ισορροπίας, που έσπασε οριστικά. Αλλά να στοχεύσει στο τσάκισμα του ταξικού εχθρού και της εξουσίας του. Που όσο βρίσκει και κάνει, τόσο περισσότερο θα αποθρασύνεται..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ