Χριστουγεννιάτικο παραμύθι
Από τη στήλη, ΔΙΗΓΗΜΑ, του ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΥ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ.
Είναι παραμονή Χριστουγέννων. Αλλά, όπως και να το κάνουμε, τρεις γκαμήλες με τους αναβάτες τους στην
καρδιά της πόλης, ανάμεσα σε γιωταχί, μηχανάκια, λεωφορεία και τρόλεϊ, είναι
θέαμα απροσδόκητο. Στους αμμόλοφους της ερήμου, ή μπροστά σε κάποια όαση, ναι,
εκεί, αυτοί οι τρεις καμηλιέρηδες θα κόλλαγαν καλύτερα. Εδώ είναι ολότελα
παράταιροι κι, όμως, κανείς δεν τους προσέχει. Ούτε τα παιδιά των φαναριών τους
είδαν, λες κι είναι αόρατοι. Αυτό που όλοι βλέπουν είναι οι γιορτινές
διακοσμήσεις, κι ας είναι οι περσινές: Αγγελούδια από νέον στις κολόνες να
φιγουράρουν αντικριστά μες στη νύχτα. Λαμπιόνια πολύχρωμα, που αναβοσβήνουν
όπου βιτρίνα και παράθυρο. Περιδέραια από γλόμπους, κρεμασμένα πάνω απ' τους
δρόμους. Το μόνο καινούριο - η φετινή ατραξιόν - δέντρο χριστουγεννιάτικο
τεράστιο, που ορθώνεται στην κεντρική πλατεία, το μεγαλύτερο της Ευρώπης!
Στολισμένο με χιλιάδες λαμπάκια κι ένα αστέρι πελώριο στην κορφή, να φαίνεται
από μίλια μακριά.
Στις
λεωφόρους μποτιλιάρισμα. Κόρνες, κάλαντα, κρότοι από εξατμίσεις, και το
μικρό καραβάνι πελαγωμένο μέσα κει. Τα ζώα αδύνατα, δείχνουν
κουρασμένα, βαδίζουν αργά στη δεξιά λουρίδα. Οι ταξιδιώτες υπέργηροι,
σαν να πέρασαν αιώνες από πάνω τους. Ανατολίτες μοιάζουνε. Τα ρούχα τους
παλαιικά: Κελεμπίες, αρχοντικές βέβαια, λιωμένες, όμως, απ' τα χρόνια,
που κατάντησαν σταχτιές, όπως και τα πρόσωπά τους. Πάνε σιγά, τους
σταματάνε κάθε λίγο οι τροχονόμοι και τα φανάρια. Και τι σόι τουρίστες
είναι αυτοί - αν είναι - ούτε φωτογραφικές μηχανές έχουνε, ούτε χάρτες
βαστάνε. Και γιατί όλο κοιτάνε ψηλά, λες κι έχουνε για οδηγό τους τ'
άστρα; Ομως, τα φώτα τους θαμπώνουν κι ο ουρανός έχει πολλή θολούρα απ'
το νέφος. Δε λαμπυρίζει τίποτα. Το μόνο που φαίνεται για την ώρα είναι
τ' αστέρι της πλατείας, κι ο δρόμος τους πάει κατά κει. Φτάνοντας,
βλέπουν πολύ κόσμο μαζεμένο. Ολοι ξελαιμιάζονται να θαυμάζουνε το δέντρο
που είναι σιδερένιο. Μασουλάνε στραγάλια, πασατέμπο, μέχρι και μαλλί
της γριάς. Μουσικές πολλές ακούγονται. Ο δήμαρχος, βλέπεις, είπε φέτος
να οργανώσει ρεβεγιόν στην πλατεία. Οι δημότες βαρέθηκαν ν' ακούνε
συνέχεια την Αγια Νύχτα, ωστόσο μερικά ζευγάρια επιμένουν να τη
χορεύουνε σαν αργό βαλς. Οι ξένοι έριξαν μια ματιά περνώντας, κάτι
είπανε μεταξύ τους και κούνησαν τα κεφάλια. Προσπέρασαν και τράβηξαν
δυτικά.
Προχωρώντας,
πέσανε σ' ένα δρόμο όλο πάγκους, γεμάτους πραμάτειες λογής λογής. Εδώ
πουλητάδες, ντόπιοι και αλλοδαποί, άσπροι και μελαμψοί, διαλαλούνε δώρα
για τη φτωχολογιά, απλωμένα φύρδην μίγδην: Μπάλες, βάζα, αυτοκινητάκια,
εργαλεία, κρύσταλλα, κιλότες, σιντί, λέιζερ, κολιέ, σκουλαρίκια,
εικόνες, κασέτες, κηροπήγια, βιβλία, πιστόλια, πολυβόλα κι ό,τι άλλο
βάζει ο νους. Κι από κούκλες, γεμάτος ο τόπος: Κυριλέ, λαϊκές, σέξι,
νεγρούλες, όλες όμορφες, οι πιο πολλές φτηνές, να ψωνίσουν κι οι φτωχοί.
Ο κόσμος τα ψαχουλεύει όλ' αυτά, ρωτάει τις τιμές, μα δύσκολα αγοράζει.
Ενας
γέρος διαλέγει μια κούκλα ολόξανθη, την πιο όμορφη στον πάγκο. Ρωτάει
πόσο κάνει, μα την αφήνει μόλις ακούσει την τιμή. Πιάνει μια μικρότερη.
- Παρ' τη, φωνάζει και μαμά, μόνο με δέκα χιλιάδες, του λέει ο έμπορας.
Ο
άνθρωπος βγάζει με τρόπο τα λεφτά του, μετράει, και την αφήνει κι αυτή
κάτω. Οι παράξενοι ταξιδιώτες τα βλέπουν όλ' αυτά. Θέλουν πολύ να
βοηθήσουν το γεράκο να πάρει την κούκλα για την εγγονούλα του.
Συνεννοούνται με τα μάτια, κάνουν να βγάλουν τα πουγκιά, μα το
μετανιώνουν. Τα λεφτά τους είναι μονέδες μιας άλλης εποχής. Κι αυτός
ψωνίζει την πιο μικρή κουκλίτσα και φεύγει. Οι άνθρωποι με τις γκαμήλες
αφήνουν το παζάρι, μα, πράμα περίεργο, ούτε κι εδώ τους είδε κανένας.
Πιο
κάτω, είναι μια πλατεία σκοτεινή. Εκεί σκιές ανθρώπων προσπαθούν να
βρουν απάγκιο σε πρόχειρα τσαρδιά από νάιλον και κουρελούδες.
Ξεριζωμένοι; Μπορεί και κυνηγημένοι. Μερικοί κάθονται ξάγρυπνοι με τα
σαγόνια στις παλάμες. Οι υπόλοιποι κοιμούνται στα τσαρδάκια, σε κούτες
και δυο τρεις σε παγκάκια, σκεπασμένοι με εφημερίδες. Σ' αυτούς ρίξανε
οι ταξιδιώτες από μια μπατανία, που τη δέχτηκαν στον ύπνο τους σαν δώρο
θεϊκό. Εκεί γονάτισαν τις γκαμήλες κι έστρωσαν τα χράμια τους να
περάσουνε τη νύχτα.
Τους ξύπνησαν οι καμπάνες για τη λειτουργία των Χριστουγέννων.
Ακολούθησαν τον κόσμο που έβγαινε απ' τα σπίτια και βρέθηκαν μπροστά
στη μητρόπολη. Μπήκανε μέσα, όπως ήτανε, με τις γκαμήλες, μα και πάλι
δεν τους πρόσεξε κανένας. Ούτε και ο μέγας ιεράρχης, που χοροστατούσε,
ντυμένος στα ολόχρυσα, τους πήρε χαμπάρι.
- Αυτοί δεν είναι που «καταπίνουν την κάμηλον», εμάς πώς να μας δούνε; αστειεύτηκαν μεταξύ τους οι ξένοι.
Ο
αρχιερέας - ύφος μειλίχιο, χειρονομίες πλατιές - μιλά στο εκκλησίασμα
για το θείο βρέφος, που γεννήθηκε μια νύχτα σαν κι αυτή, αλλά και για
τους σεισμούς που γίνανε τελευταία:
-
Η Εκκλησία, αγαπητοί μου αδελφοί, θα ελεήσει τους πληγέντας... Είμαστε
ανίσχυροι εμπρός σε τέτοια φαινόμενα γιατί, ξέρετε, ο Κύριος κάνει τη γη
και τρέμει.
- Μα, τι λέει ο άνθρωπος, σε τι θεό πιστεύει; αναρωτήθηκαν μεταξύ τους οι ξένοι.
«Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί Γης ειρήνη», ακούγεται ύμνος υπερκόσμιος από δροσερές παιδικές φωνές.
«Και επί Γης ειρήνη!...», τα στόματα σαλεύουν, όλοι σταυροκοπιούνται.
Αλλά σε λίγο:
«Νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος...».
Οταν
άρχισαν να κυκλοφορούν οι δίσκοι, κι ακούστηκε ο γλυκούλης ήχος των
νομισμάτων, έριξαν κι οι ξένοι από τα χρήματα, βέβαια, που είχανε.
Ετούτα όμως, ήτανε το μόνο του είδανε απ' αυτούς οι κύριοι της
εκκλησίας.
- Μα ποιος τα 'ριξε αυτά, δεν περνάνε! φώναξαν.
Κι εκείνοι γυρίσανε τις γκαμήλες τους και φύγανε.
Ο
δρόμος τους έβγαλε σ' ένα ποτάμι. Το περνάνε και, προχωρώντας,
βρίσκονται σε γειτονιές, που λες και ήτανε αλλουνού τόπου και χρόνου.
Σπίτια γκρεμισμένα, άλλα λαβωμένα, ετοιμόρροπα, με κόκκινους και
κίτρινους σταυρούς απάνω και τσαντίρια ανάμεσα στημένα. Εδώ δεν έχει
φωταψίες, η Νύχτα δεν είναι Αγια, ούτε και αγγελάκια κρέμονται στις
κολόνες. Σε μια σκηνή μοναχά, κάτι αχνοφέγγει.
Η πρώτη γκαμήλα σταματά.
- Τι είναι, Βαλτάσαρ;
- Κουράστηκε το ζώο, Μελχιόρ.
- Ολοι κουραστήκαμε, λέει κι ο τρίτος.
-
Δεν είναι μόνο αυτό, Γκασπάρ. Απελπιστήκαμε! λέει πάλι ο Βαλτάσαρ. Κάθε
χρόνο Τον περιμένουμε. Τον ψάχνουμε σ' όλα της Γης τα πλάτια. Δε φάνηκε
ούτε και φέτος. Και τ' αστέρι του χάθηκε απ' τα μάτια μας... Δε θα
ξανάρθει πια, θαρρώ... Κι εδώ που τα λέμε, γιατί να κατεβεί και πάλι; Δε
θα τραβήξει τα ίδια; Και το αποτέλεσμα; Αλλαξε τίποτα;
- Μπορεί, Βαλτάσαρ, να κάνουμε λάθος. Κι αν ήρθε κιόλας μ' άλλη μορφή, που εμείς δε φανταζόμαστε;
Ο Βαλτάσαρ έμεινε για λίγο σκεφτικός.
- Λες; Και δε σταυρώσανε λίγους ετούτο τον αιώνα...
Πολύ κοντά τους, ακούστηκε κλάμα μωρού. Κοιταχτήκανε.
Κατεβαίνει
απ' την γκαμήλα ο Βαλτάσαρ και πάει αλαφροπατώντας στο τσαντίρι, όπου
κάτι φωτάει μέσα. Τραβά λίγο το παραπέτο. Μια γυναίκα, καθισμένη σε
καρέκλα του γύφτου, ντυμένη καλοκαιρινά και με σαγιονάρες στα πόδια,
νανουρίζει ένα μωράκι τοσοδούλι - νεογέννητο πρέπει να 'ναι. Δίπλα ο
άντρας προσπαθεί ν' ακομπανιάρει το σκοπό μ' ένα μπαγλαμαδάκι.
- Για κοπιάστε κοντά, ψιθυρίζει ο Βαλτάσαρ, σας λέει τίποτα αυτό;
Σκύβουν,
κοιτάζουν, κι η ιλαρότητα γλύκανε τις μορφές τους. Τρέχουν στις
γκαμήλες, ξεκρεμάνε τους ντορβάδες τους. Και, πολύ διακριτικά, όσο
μπορούνε πιο αθόρυβα, αφήνουν απ' έξω τα δώρα τους: Μια κούτα με γάλατα
εβαπορέ, την πιο ζεστή κουβερτούλα που είχανε, και, βέβαια, βιβλία με
παραμύθια.
Παίρνει και ξημερώνει.
Κι
όπως ξεμάκραιναν αργά αργά, αυτοί κι οι γκαμήλες τους, ένας αχνός
γίνανε, που διαλύθηκε και χάθηκε, καθώς τη σκόρπισαν οι παγωμένες πνοές
του πρωινού.
Του
Γιάννη ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου