Ποδοσφαιρικό ματς
Έχει
μείνει ως ουρά από μια πρόσφατη αθλητική ανάρτηση της κε του μπλοκ, το ζήτημα
σχετικά με την ανάγκη να υπάρχει ή όχι δική μας οργανωμένη παρέμβαση στις
κερκίδες των γηπέδων. Χωρίς να επιχειρώ μια εξαντλητική αναφορά στο θέμα ή να
υπαγορεύσω ένα οριστικό συμπέρασμα, προσπαθώ στο σημερινό κείμενο να
σκιαγραφήσω κάποιες πτυχές του κι ένα γενικό πλαίσιο.
Παλιότερα,
σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, και με το κόμμα σε βαθιά παρανομία, οι
κομμουνιστές εφάρμοζαν σχεδόν κυριολεκτικά ένα τσιτάτο του βλαδίμηρου για την
παρέμβαση ακόμα και στις αντικαπνιστικές λέσχες και σε διάφορους πολιτιστικούς
και τοπικούς συλλόγους, που τους παρείχαν κάλυψη. Στα χρόνια της
μεταπολίτευσης, με την πλατιά στρατολογική ανάπτυξη και κομματική οικοδόμηση, ο
μη αστικός μύθος μας λέει πως υπήρχε οβ θύρας 4 στη νεολαία και κόβα στον
ηρακλή του σάββα κωφίδη και του βάσια χατζηπαναγή από την τασκένδη. Αλλά οι
οργανωτικές συγκρίσεις με εκείνη την εποχή είναι πάντα καταθλιπτικές (χωρίς
πάντως να αποτελούν ασφαλές κριτήριο για τη γενικότερη ποιότητα της δουλειάς
μας): αν κάποιος σφος στη σπουδάζουσα χαρεί σήμερα γιατί έφτιαξε επιτέλους οβ
στη σχολή του, θα μάθει ότι κάποτε είχαμε δυο-τρεις όβες ανά έτος. Αν είχαμε
σήμερα οβ στη θ4 (λέμε τώρα), τότε στη δεκαετία με τις βάτες θα υπήρχε μία
τομεακή οργάνωση στην 4α, στην 4β και την 4γ. Κι αν είχαμε κόβα στον ηρακλή,
τότε θα είχαμε ξέρω ‘γω μία αχτίδα για κάθε γραμμή: άμυνα, κέντρο κι επίθεση.
Σήμερα
οι οπαδικοί σύνδεσμοι είναι στην πλειοψηφία τους άντρα μαστούρας, κανονικής και
πνευματικής. Μπάλα-μπάλα τα μυαλά μας, τζιχάντ στους αλλόθρησκους που δεν είναι
με την ομαδάρα, λατρεία για την προεδράρα που μας χαρτζιλικώνει από δεκάδες
διαύλους, κρυφούς και φανερούς. Κι εκκόλαψη του αυγού του ναζιστικού φιδιού,
που βρήκε προ δεκαετίας πρόσφορο έδαφος για να θεριέψει στους πανηγυρισμούς για
την κατάκτηση του γιούρο, και την αιματηρή εκδίκηση απέναντι στους αλβανούς που
τόλμησαν να νικήσουν την πρωταθλήτρια ευρώπης και να το χαρούν κιόλας στην χώρα
μας –ανήκουστο!
Θα
μου πεις βέβαια πως στα ματς της εθνικής δεν πάνε κυρίως οργανωμένοι οπαδοί και
θα ‘χεις δίκιο. Ίσως κάποιος φέρει ως αντεπιχείρημα κάποιες ανακοινώσεις της
θύρας 4 κατά των νεοναζί της χρυσής αυγής. Αλλά δεν είναι απαραίτητο να
ψηφίζεις/πιστεύεις χρυσή αυγή, για να
είσαι φασίστας –χωρίς να το ξέρεις. Και αν πετύχεις ποτέ το μαύρο
μπούγιο που έρχεται ή φεύγει μεθυσμένο από την τούμπα με τα βυζαντινά σύμβολα,
τα τατουάζ κι άλλα ελπιδοφόρα αξεσουάρ, που «σκότωσε για ένα εισιτήριο», αλλά
μετά δεν έχει ούτε λεφτά για αστικό, και κάνεις μια πρόχειρη κοινωνική
παρατήρηση, θα σου βγει λουμπεναριό με ευρύτατη πλειοψηφία. Λουμπεναριό όχι
γιατί του λείπουν τα χρήματα, αλλά κάθε υποψία ταξικής συνείδησης.
Το
παράδειγμα του εκφυλισμού της ορίτζιναλ, που ήταν από τους πιο ψαγμένους
οπαδικούς συνδέσμους, με ευαισθησίες και πολιτικές τοποθετήσεις, αλλά τώρα έχει
γίνει κάτι σαν ιδιωτικός στρατός του μελισσανίδη, προκειμένου να φτιαχτεί η
αγιά-σοφιά στη νέα φιλαδέλφεια, είναι ενδεικτική των περιθωρίων που υπάρχουν να
ακουστούν κάποιες διαφορετικές φωνές. Ενώ παράλληλα δείχνει πόσο έχουν αλλάξει
κάποιες σταθερές, που θεωρούσαμε δεδομένες. Για παράδειγμα ο ολυμπιακός με τη
λαϊκή βάση εκπροσωπείται σε επίπεδο συνδέσμων σήμερα από το δόγμα «no
politica» της θύρας 7 που δεν τίμησε τη μνήμη του αντι-φασίστα
ολυμπιακού παύλου φύσσα. Ενώ αντίθετα, οι σύνδεσμοι του παο, παρά το αμαρτωλό
παρελθόν της φασιστικής νοπο, έχουν κάνει μια αναρχίζουσα κι αντιμπατσική
στροφή, ιδίως μετά τη δολοφονία του γρηγορόπουλου –που βρισκόταν το ίδιο
απόγευμα σε αγώνα πόλο του παο. Θυμίζω σχετικά και το πανό της θύρας 13 στην
τελευταία επέτειο του πολυτεχνείου: έχουμε πόλεμο με τη δημοκρατία σας.
Αυτό
δείχνει ίσως και τα όρια της πολιτικοποίησης των συνδεσμιτών, που είναι άλλωστε
και το ταβάνι για αρκετό «κόσμο του κινήματος» που έχει γαλουχηθεί στο πνεύμα
του δεκέμβρη, των πλατειών, της 20ής οκτώβρη, κτλ. Κι η αλήθεια είναι πως πέρα
από κάποιους συμβολισμούς (πχ κάποια πανό του τσε κι ακόμα πιο ανοιχτά στην
κερκίδα της λιβόρνο και της ομόνοιας), κάποιες αναλαμπές της λαϊκής μούσας και
κάποια πολιτικά πανό (πχ αντιπολεμικά ή με μηνύματα αλληλεγγύης στην
παλαιστίνη, κτλ) ο ρόλος των οπαδών-φιλάθλων έχει σημαντικούς και καθοριστικούς
περιορισμούς στο ισχύον γενικό πλαίσιο. Οι φίλαθλοι είναι ο πιο σημαντικός
έμψυχος παράγοντας ενός συλλόγου, πάνω από τους παίκτες, προπονητές και
διοικούντες, που έρχονται και παρέρχονται, αλλά δεν μπορούν να επιβάλουν τη
θέλησή τους και να διοικήσουν το σύλλογο –κάθε παρόμοια προσπάθεια συναντά
σύντομα τα όρια αντίστοιχων αυτοδιαχειριστικών εγχειρημάτων στην παραγωγή και
του αμείλικτου καπιταλιστικού περίγυρου που επιβάλλει το πλαίσιο και τα
κριτήρια λειτουργίας τους.
Στον
αντίποδα πάντως πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κάποια σημεία.
Σε
σχέση με τον αθλητή-αθλούμενο, ο φίλαθλος εκπροσωπεί ένα παθητικό είδος ενασχόλησης
με τον αθλητισμό. Αυτό συμπυκνώνεται πολύ εύστοχα σε ένα σχετικό ανέκδοτο με το
στάλιν, όταν του είπαν πως το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι με 22 παίκτες και
χιλιάδες θεατές στην κερκίδα, για να τους απαντήσει: εμείς θέλουμε όμως το ανάποδο. Χιλιάδες να παίζουν στο γήπεδο κι οι 22
να βλέπουν απ’ την κερκίδα. Αυτά τα δύο βέβαια δεν πάνε ακριβώς
αντιπαραθετικά, ούτε χωρίζονται με σινικά τείχη. Εξάλλου δεν είναι τυχαίο πως η
μεγαλύτερη μέση προσέλευση οπαδών στα ελληνικά γήπεδα είναι τη δεκαετία του 80’
που υπάρχει παράλληλα ισχυρό μαζικό κίνημα -κι η σχετικά πιο γεμάτη τσέπη του
έλληνα εργαζόμενου. Η σταδιακή και συνεχιζόμενη παρακμή από τη δεκαετία του 90’
δεν επηρέασε μόνο τους λαϊκούς αγώνες, αλλά και τους ποδοσφαιρικούς, όπως και
κάθε άλλη μαζική εκδήλωση. Ο καναπές, ως ευρύτερη λογική και «κουλτούρα», έχει
φωλιάσει σε πολλούς φιλάθλους και υποκαθιστά την ατμόσφαιρα και την τελετουργία
του γηπέδου. Η φίλαθλη ιδιότητα ως κατηγορία έχει κι αυτή έναν εσωτερικό
διαχωρισμό μεταξύ του παθητικού θεατή του καναπέ και της πιο «ενεργητικής»
ενασχόλησης.
Υπάρχουν
επίσης πολλά ενδιαφέροντα παραδείγματα κι από την πείρα άλλων χωρών. Στη
γερμανία πχ η άγραφη υποχρέωση που νιώθουν οι ποδοσφαιριστές μιας ομάδας να
σταθούν ακίνητοι κι αμίλητοι μπροστά στο πέταλο των οπαδών της ομάδας τους και
να ακούσουν τις παρατηρήσεις και τα παράπονά τους μετά από ένα άσχημο
αποτέλεσμα ή να πανηγυρίσουν μαζί τους μια νίκη, είναι ένας πολύ δυνατός
συμβολισμός για το ρόλο των οπαδών που αποτελούν τη βάση της ομάδας. Εξίσου
συμβολική αλλά κι ουσιαστική ήταν μια άλλη πρωτοβουλία διαμαρτυρίας των οπαδών
της ουνιόν βερολίνου –μπορείτε να διαβάσετε ενδεικτικά σε αυτόν και σε αυτόν το σύνδεσμο.
Όλα
αυτά και πολλά ακόμα παραδείγματα δείχνουν πως η φίλαθλη συνείδηση δεν είναι
ταυτόσημη με την αποχαύνωση του χουλιγκανισμού. Και πρέπει να είναι για όλους
μας σαφές –και ιδιαίτερα για όσους υιοθετούν μια σνομπ, κάπως κομπλεξική ματιά
απέναντι στον αθλητισμό ως σύνολο- πως δεν μπορείς να αλλάξεις κάτι, αν δεν το
αγαπάς και δεν ενδιαφέρεσαι πραγματικά –είτε αυτό αφορά τον αθλητισμό και τη
φυσική αγωγή, είτε τον κόσμο (τους ανθρώπους και την πραγματικότητα) που
καλούμαστε να αλλάξουμε.
Ας
έχουμε επίσης καθαρό πως στο ζήτημα που έχει ανοίξει με τους συνδέσμους, η
ουσία δε βρίσκεται προφανώς στο να βαφτίσουμε το κρέας ψάρι και τους συνδέσμους
λέσχες, ούτε στην οριστική τους διάλυση, αλλά στο κόψιμο του ομφάλιου λώρου
(όπου αυτός υπάρχει) που τους συνδέει με τις διοικήσεις και τους προέδρους που
τους εκτρέφουν και τους χρησιμοποιούν. Κάτι που απαιτεί πρωτίστως σύγκρουση με
τα συμφέροντα και τους επιχειρηματίες που λυμαίνονται τον χώρο, όχι με το
σαμάρι και τους υποτακτικούς τους.
Ας
έχουμε επίσης υπόψη πως η συντριπτική πλειοψηφία των αστικών μέσων που βάζει
στο στόχαστρο τους συνδέσμους έχει κατά βάση ως πρότυπο το αμερικάνικο μοντέλο
του λοβοτομημένου θεατή-καταναλωτή, που τρώει ποπ-κορν, πατατάκι και
αδιαμαρτύρητα στη μάπα ένα σωρό χορηγούς, φωνάζει ρυθμικά ντι-φενς, βγαίνει
φωτό με τη μασκότ και βοηθάει την οικονομία να κινείται και να αναπτύσσεται. Τι
ωραίες εικόνες, ε; Όχι. Είναι αυτό το άοσμο κι άνευρο κοινό, που εκτός από το
παραπάνω κλισέ έχει εμπνεύσει στους παοκτζήδες το κάφρικο αλλά πετυχημένο
σατιρικό: έξω οι οικογένειες από τα γήπεδα.
Το
σημερινό σημείωμα κλείνει με ένα παλιότερο ποίημα του ασημάκη
πανσέληνου, από το οποίο δανείζεται και τον τίτλο της η σημερινή
ανάρτηση.
Εικοσιδυό λεβέντες και
μια μπάλα
τις ώρες της δουλειάς
και της σχολής μας
με ιδανικά τις γέμισαν
μεγάλα,
να φτιάξουν, λέει, το
μέλλον της φυλής μας.
Πόδια στραβά, στραβά
μυαλά και χέρια,
κωλοπηδούν να πιάσουνε
τ’ αστέρια!
Ορμούν, χτυπούν και
κουτουλούν σα βόδια,
να βρουν το νόημα της
ζωής στην πάλη,
όλο τους το μυαλό πήγε
στα πόδια
και λες κλοτσούν πια
τ’ άδειο τους κεφάλι
και ζουν κι αυτοί κι ο
λαός μια καταδίκη
ανάμεσο στην ήττα και
στη νίκη.
Νοικοκυραίοι φτωχοί
μαγαζατόροι
κινούν νωρίς τ’
απόγεμα σα λύκοι,
της ζωής οι νικημένοι
με το ζόρι
της νίκης ν’ απολάψουν
τ’ αλκολίκι
και κλειουν σ’ ενός
μαντράχαλου τα σκέλια
του κόσμου την αρχή
και τη συντέλεια.
Κι ύστερα χουγιαχτό,
βουή και χτύπος
και δεν έχει
προβλήματα η ζωή,
καλά που ’ναι κι
ελεύτερος ο τύπος,
για να μαθαίνει ο
κόσμος το πρωί
πόσο κλοτσάει με νόηση
ένα χαϊβάνι
κι η Λίζα η Τέιλορ
έρωτα πώς κάνει.
Στείρα καρδιά και
δύναμη τυφλή,
παράγουν ήρωες μαζικά
στους τόπους,
ω κι αν βρισκόταν δυο
άνθρωποι δειλοί,
να σώσουν απ’ τους
ήρωες τους ανθρώπους
που ζουν σ’ ενός
πολέμου μες στη δίνη,
για να ξεσυνηθίζουν
την Ειρήνη.
Κι ω να βρισκόταν και
στον κόσμο μια άκρη
που η χλαλοή του ματς
να μην τη σκιάζει
να υπάρχει μια χαρά
και μες στο δάκρυ
κι ένας καημός στων
κοριτσιών το νάζι,
της Κυριακής χρυσή να
πέφτει η εσπέρα
χωρίς κραυγή πολέμου
και φοβέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου