Bullying: Περί νεανικής "Παραβατικότητας"
Με σοβαρή, ασήμαντη ή και χωρίς αφορμή το θέμα σπρώχνεται κατά καιρούς
στην επικαιρότητα. Ιδιαίτερα μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’90, με τον
ένα ή τον άλλο τρόπο έρχεται και ξανάρχεται όλο και πιο συχνά στα Μέσα
Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ). Ο λόγος για την παιδική-νεανική
εγκληματικότητα ή παραβατικότητα, όπως η σύγχρονη ορολογία επιχειρεί να
επιβάλει.
Ούτε οι ημερομηνίες (τελευταία δεκαετία) που ουσιαστικά πύκνωσε η ανάλογη καμπάνια είναι τυχαίες ούτε η ορολογία που χρησιμοποιείται.
Οι ημερομηνίες δεν είναι άσχετες από μια ιδεολογία και τρόπο ζωής που επιχειρείται να επιβληθεί στη χώρα με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία χρόνια που εφαρμόζονται οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Ο δε όρος «παραβατικότητα» έχει επιλεγεί έτσι που να είναι ολίγον κοινωνιολογικός, ολίγον νομικός, ολίγον απ’ όλα και τίποτα συγκεκριμένο, για να μπορεί με πολύ σχετικότητα και ασάφεια να πιάνει όσο γίνεται περισσότερες περιπτώσεις, να δημιουργεί και να πολλαπλασιάζει ανασφάλειες, φόβους και ενοχές από τη μια, αλλά και να σπρώχνει στη δημιουργία μορφών πραγματικής νεανικής εγκληματικής δραστηριότητας. Μια νεανική εγκληματικότητα που ίσως να αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια με κύρια αιτία τη διάδοση των ναρκωτικών, για την οποία έτσι και αλλιώς δεν είναι καθόλου αθώοι οι μηχανισμοί του συστήματος.
Αλλωστε την «παραβατικότητα» όποιος την ψάχνει τη βρίσκει παντού, αφού όλες οι μελέτες αποδείχνουν πως ο κοινωνικός άνθρωπος δεκάδες φορές καθημερινά πέφτει σε παραπτώματα της λεγόμενης παραβατικότητας, που όμως δεν έχουν καμιά συνέπεια, αφού είτε είναι τόσο ασήμαντα που κανένας δεν ασχολείται μαζί τους είτε δε συμπίπτουν με μια ιδιαίτερη καμπάνια ενάντια σε κάποιο συγκεκριμένο είδος παραβατικότητας. Για παράδειγμα, με πολύ φυσικότητα μπορεί κάποιος που οδηγεί αυτοκίνητο να στρίβει για χρόνια καθημερινά σε ένα δρόμο χωρίς μεγάλη κυκλοφορία και να μην ανάβει φλας. Σε μια ιδιαίτερη περίπτωση ειδικού μπλοκ της τροχαίας σ' αυτή την περιοχή θα πάρει κλήση. Μετά μπορεί για όλη την υπόλοιπη ζωή του να συνεχίσει να στρίβει όπως έχει συνηθίσει, χωρίς να ανάβει το φλας.
Επίσης έχει παρατηρηθεί πως το ίδιο είδος της λεγόμενης παραβατικότητας αντιμετωπίζεται διαφορετικά σε διαφορετικές περιπτώσεις. Για παράδειγμα μια θορυβώδης παρέα νέων ανθρώπων λαϊκής καταγωγής (πολύ περισσότερο αν είναι και αλλοδαποί) στους δρόμους της Φιλοθέης προκαλούν παρενόχληση της κοινής ησυχίας και ίσως συλληφθούν για εξακρίβωση στοιχείων, ενώ μια ανάλογη παρέα αστικής καταγωγής στον Κολωνό ή στο Μπουρνάζι θεωρείται ότι διασκεδάζει...
Χώρια που η παραβατικότητα είναι έννοια που σχετίζεται με το χρόνο. Για παράδειγμα, στο σημερινό Λονδίνο είσαι παραβατικός αν καπνίζεις σε δημόσιο χώρο. Πριν από λίγα χρόνια επιτρεπόταν το κάπνισμα ακόμα και μέσα στα δημόσια μέσα μεταφοράς και επίσης σε πολλές αίθουσες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Στις σημερινές ΗΠΑ οι καπνιστές ταυτίζονται σχεδόν με εγκληματίες.
Στόχος η διαμόρφωση
Ολοι οι τάχα αρμόδιοι με τους τρόπους που φέρνουν το θέμα «νεανικής παραβατικότητας» στην επικαιρότητα ουσιαστικά καταφέρνουν να ενεργοποιήσουν συντηρητικά αντανακλαστικά στην κοινωνία και ταυτόχρονα θεμελιώνουν τη δημιουργία της νεανικής εγκληματικότητας εκεί που δεν υπάρχει. Φυσικά όλοι τους δεν μετέχουν σε κανένα κεντρικό σχεδιασμό διαμόρφωσης συγκεκριμένης κατά παραγγελία κοινωνικής συνείδησης και πράξης, όμως λειτουργούν στον «αυτόματο» που έχει ενεργοποιηθεί έτσι και αλλιώς μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες.
Αν για παράδειγμα το κίνητρο ενός δημοσιογράφου είναι μόνο η θεαματικότητα, δε σημαίνει πως ακόμα και ασυνείδητα δε θα παίξει τον καθορισμένο ρόλο, δηλαδή να σκαλίζει το πιθανό ξερό χώμα της όποιας νεανικής εγκληματικότητας, να προσπαθεί να την κάνει να φυτρώσει και ταυτόχρονα να τρομάζει την κοινωνία για την ύπαρξή της πριν ακόμα υπάρξει. Το ίδιο ισχύει για τον «ειδικό επιστήμονα», που πιθανό κίνητρο έχει την προβολή του και χειρίζεται τις όποιες γνώσεις, στοιχεία αλλά και δυνατότητές του με τον πιο ανεύθυνο τρόπο. Κίνητρα που διαμορφώνονται μέσα στα γρανάζια του εκμεταλλευτικού συστήματος, όταν ενεργοποιούνται από ανθρώπους λειτουργούν σαν το καύσιμο που βάζει σε λειτουργία αυτά τα γρανάζια και επιτρέπει στο εκμεταλλευτικό σύστημα να διατηρείται και να διαιωνίζεται. Με άλλα λόγια τα κίνητρα του εκμεταλλευτικού συστήματος, που ενεργοποιούν τους αυτοματισμούς-ανάσες ζωής του, μετατρέπουν αυτόν που θα τα πάρει στα σοβαρά σε θύμα και συνένοχο ταυτόχρονα. Θύμα του συστήματος που τον εκμεταλλεύεται και ταυτόχρονα τον οδηγεί σε όλο και βαθύτερη αποξένωση, αλλά και παράλληλα συνένοχος, αφού κάνει ότι μπορεί για να συντηρήσει αυτό ακριβώς το σύστημα.
Δεν υπάρχει μυστικό
Φυσικά έτσι και αλλιώς δε ζούμε σε έναν αθώο κόσμο και όλοι όσοι συμμετέχουν στο να ρίχνουν τον προβολέα σε όποια υπαρκτά άλλα κύρια ανύπαρκτα κατασκευασμένα περιστατικά δεν είναι άσχετοι και είναι αρκετοί απ' αυτούς που γνωρίζουν τρόπους και μεθόδους διαμόρφωσης πραγματικού από το πλασματικά πραγματικό ή ολόκληρο από το ελάχιστα πραγματικό.
Αλλωστε δεν υπάρχει κανένα μυστικό. Οι τρόποι είναι πολύ γνωστοί και δοκιμασμένοι από χρόνια. Για παράδειγμα ήδη τη δεκαετία του ‘70 στα βρετανικά πανεπιστήμια διδάσκονταν το πώς δημιουργήθηκε το πρόβλημα των «Μομπς και των Ρόκερς». Επρόκειτο για ομάδες νέων που τη δεκαετία του ‘60 άκουγαν την ίδια ακριβώς μουσική, είχαν ίδιες συνήθειες, πήγαιναν στους ίδιους τόπους διασκέδασης κλπ. Συγκεντρώνονταν κύρια στις παραλίες της Βρετανίας το σαββατοκύριακο. Η μοναδική τους διαφορά ήταν πως οι μεν προτιμούσαν να ντύνονται με ρούχα από ύφασμα και οι άλλοι κύρια με δερμάτινα.
Ηταν φυσικό και μόνο η εμφάνισή τους, πολύ περισσότερο οι χοροί και τα τραγούδια τους, να προκαλούν τις συντηρητικές τότε κοινωνίες του Μπράιτον, του Πόρτσμουθ κ.ά. και ιδιαίτερα τους μεσοαστούς που πήγαιναν σ' αυτά τα μέρη για άλλου τύπου διασκέδαση και παραθερισμό. Πάντως εκτός απ' αυτή την αντικειμενική ως ένα βαθμό πρόκληση τίποτα ουσιαστικά δεν συνέβαινε μεταξύ αυτών των «διαφορετικών» ομάδων των νέων.
Οι εφημερίδες της εποχής άρχισαν να γράφουν για «Μάχες στη παραλία του Μπράιτον» ή για «Αίμα από τις συγκρούσεις των Μομπς και Ρόκερς» και ανάλογα δημοσιεύματα του είδους. Δημοσιεύονταν ταυτόχρονα φωτογραφίες επιλεγμένες έτσι που να δείχνουν τάχα βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των διαφορετικών ομάδων.
Σιγά-σιγά και με την επιμονή των δημοσιευμάτων άρχισε να λειτουργεί ο αυτόματος μηχανισμός. Οι νέοι άρχισαν να βλέπουν τον εαυτό τους όπως τους βλέπουν όλοι οι άλλοι. Πρόκειται για νόμο της κοινωνικής ψυχολογίας, που τον γνωρίζουν καλά όσοι επιχειρούν να στήσουν τέτοια παιχνίδια. Οταν όλοι τούς έβλεπαν να είναι βίαιοι και να συγκρούονται μεταξύ τους, αυτοί με μία κλιμάκωση υιοθετούσαν αυτό που περίμεναν όλοι απ' αυτούς και πλέον προσπαθούσαν να ανταποκριθούν σ' αυτό. Ξεκίνησαν πλέον οι πραγματικές συγκρούσεις, όπου συναντιόνταν μέλη των ουσιαστικά διαφορετικά ντυμένων ομάδων. Δημιουργήθηκαν προηγούμενα και η βία μεταξύ τους κλιμακώνονταν. Τα δημοσιεύματα άλλαξαν τόνο, αλλά στην ίδια κατεύθυνση άρχισαν να γράφουν πως «δεν υπάρχει κράτος», «είναι λειψή η αστυνόμευση» και άλλα του είδους. Στο χορό πλέον των συγκρούσεων μπήκε και η αστυνομία...
Το μάθημα αυτό διδασκόταν στα βρετανικά πανεπιστήμια τη δεκαετία του ‘70. Οι πάλαι ποτέ «Μομπς και Ρόκερς» ήταν ήδη περίπου σαραντάρηδες και όμως συνέχιζαν να συγκρούονται κάθε φορά που οι μεν και οι δε νοσταλγούσαν τη μουσική και τη διασκέδαση των νεανικών τους χρόνων και συναντιόνταν σε κάποια παραλία ή συναυλία. Από την αρχή δεν είχαν να μοιράσουν τίποτα και όμως οι εικονικές διαφορές διαμόρφωσαν «πραγματικές».
Ανάλογες μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν επίσης για να δημιουργηθούν οι κάποτε «σκληροί οπαδοί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ». Επίσης με τον ίδιο τρόπο επιχείρησαν να υπονομεύσουν τις τότε μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Για παράδειγμα, μήνες πριν έγραφαν για αναμενόμενη βία και συγκρούσεις μεταξύ των διαδηλωτών. Οταν έγιναν τελικά οι διαδηλώσεις και δεν υπήρξε η παραμικρή σύγκρουση, κυκλοφόρησαν εφημερίδες που επέμεναν ότι έγιναν επεισόδια και μάλιστα κάποιες πιο ευρηματικές είχαν και στημένες φωτογραφίες...
Οι "δαιμόνιοι ρεπόρτερ" και οι "ειδικοί"
Οταν αυτές οι μέθοδοι διδάσκονταν στα πανεπιστήμια τριάντα τόσα χρόνια πριν, είναι δυνατόν να είναι άγνωστες στην καπιταλιστική Ελλάδα των τόσων ειδικών με την τόση πολυπραγμοσύνη;
Για παράδειγμα, η υπόθεση ξεκίνησε να προβάλλεται με εντατικούς ρυθμούς στα μέσα της δεκαετίας του ‘90. Ηταν τότε που διάφοροι «δαιμόνιοι ρεπόρτερ» ανακάλυψαν εφηβικές συμμορίες κύρια στα δυτικά προάστια της Αθήνας. Ουσιαστικά πρόκειται για πανομοιότυπα ρεπορτάζ που συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Ο λόγος σε μεταφέρει σε μια ατμόσφαιρα «Μπάχια το λιμάνι όλων των αγίων» ή «Πέντρο Μπάλα» (έργα του Χ. Αμάντο για τις παιδικές συμμορίες στη Βραζιλία). Οι εικόνες είναι από κάποιο πάρκο ή γήπεδο ή κάποιο προαύλιο σχολείου. Μάλιστα όπως είναι πολύ φυσικό τα παιδιά με τα σκεπασμένα πρόσωπα παίζουν χειρονομώντας μεταξύ τους με πλασματικές συγκρούσεις, όπως έπαιζαν τα παιδιά όλου του κόσμου σε όλες τις εποχές και σε όλες τις συνθήκες. Και αλίμονο αν το διακόψουν. Θα διακοπεί και η κοινωνικοποίησή τους και θα μπουν τότε στους δοκιμαστικούς σωλήνες του κατά καιρούς «πολιτικά ορθού». Αυτό βέβαια δεν προκαλεί στο «δαιμόνιο ρεπόρτερ» κανένα δισταγμό να μιλάει για βία γενικώς και να ρίχνει μύδρους ενάντιά της.
Τα σκεπασμένα πρόσωπα και οι γυρισμένες πλάτες των «αυτόπτων μαρτύρων», άλλοθι της δεοντολογίας, διευκολύνουν την ασάφεια και κατά συνέπεια την αυθαιρεσία. Αν υπήρχε σεβασμός στη δεοντολογία δε θα έπαιζαν ταυτόχρονα σκηνές από κινηματογραφικές ταινίες για να ενεργοποιήσουν κατάλληλους συνειρμούς. Σε τελευταία ανάλυση η χρήση εικόνων από ταινίες στα ρεπορτάζ απαγορεύεται από τον «κώδικα δεοντολογίας», που έχει ψηφιστεί πλέον και είναι νόμος του αστικού κράτους. Ποιος όμως δίνει σημασία σε τέτοιες ...λεπτομέρειες.
Αν κατά τύχη υπάρχει και κάποιο ίχνος πραγματικότητας στην όλη σκηνοθεσία, δηλαδή κάποιος αληθινός παιδικός καυγάς ή κάποια αρπαγή κινητού ή ποδηλάτου, τότε αυτό το μοναδικό πραγματικό διογκώνεται με λέξεις, όπως «άγριο ξυλοκόπημα», «ληστεία» και άλλα ανάλογα.
Οταν έχει δημιουργηθεί η κατάλληλη ατμόσφαιρα, έρχεται η σειρά των ειδικών, κατά προτίμηση εγκληματολόγων ή και αστυνομικών, έτσι που να φαίνεται πως η υπόθεση «παιδικές συμμορίες» είναι τελειωμένη υπόθεση, υπάρχουν και δρουν και ...κάτι πρέπει να γίνει μ’ αυτές.
Φυσικά παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ΜΜΕ και των άλλων αρμοδίων, στους δρόμους του Περιστερίου, του Αιγάλεω και της Νίκαιας μπορεί να έχεις πρόβλημα πάρκινγκ από τα πολλά αυτοκίνητα αλλά δε θα συναντήσεις «παιδικές συμμορίες». Ακόμα και στους χώρους που μερικά χρόνια νωρίτερα ήταν χώροι συγκέντρωσης και παιχνιδιού της νεολαίας (γήπεδα πέντε επί πέντε, μπάσκετ κλπ.), τώρα, αν υπάρχουν κάποια παιδιά, είναι αυτά που στη πραγματικότητα δεν παίζουν, αλλά είναι σε οργανωμένα αθλητικά σωματεία, όπου τη συμμετοχή τους την πληρώνουν οι γονείς τους αδρά και η εμφάνισή τους έχει για χορηγό τον τοπικό επιχειρηματία. Η δε προπόνηση που δεν είναι παιχνίδι γίνεται υπό το άγρυπνο βλέμμα των γονιών τους που τις περισσότερες φορές τα έχουν συνοδεύσει εκεί με το αυτοκίνητο... Πού βρίσκουν λοιπόν οι «δαιμόνιοι» τα σκηνικά που στήνουν, είναι φαίνεται δική τους δουλειά και του σκηνοθέτη τους...
Όταν κάτι "γίνεται" μπορεί να επαναληφθεί
Παρ’ όλα αυτά όμως η δουλειά των «αρμοδίων» δεν πάει στο βρόντο. Πρώτ’ απ' όλα έχουν δημιουργήσει στερεότυπο που πολλές φορές λειτουργεί πολύ πιο αποτελεσματικά από οτιδήποτε πραγματικό, αφού σημασία δεν έχει τόσο πολύ το πραγματικό, όσο το τι έχει υποβληθεί στο πολύ κόσμο πως είναι πραγματικό. Μάλιστα στο όνομα ενός τέτοιου διαμορφωμένου στερεότυπου ήδη κάποιοι δήμοι διαμορφώνουν «Επιτροπές κατά της νεανικής παραβατικότητας». Παίρνουν δηλαδή πρώτα τη γκλίτσα και περιμένουν το κοπάδι να εμφανιστεί...
Επίσης αντικειμενικά, μετά από τέτοιο κοινωνικοψυχολογικό βομβαρδισμό, ενεργοποιείται σε κάποιους νέους ο μηχανισμός της ταύτισης. Αφού κάτι «γίνεται», αυτό σημαίνει πως μπορεί να γίνει-επαναληφθεί και άρα και εμείς μπορούμε να το κάνουμε. Πώς να τους εξηγήσεις πως ποτέ δεν υπήρξε αυτό το «γίνεται», αλλά κάποιοι τους σπρώχνουν για να γίνει; Για παράδειγμα λίγα χρόνια πριν ανάμεσα σε όλους τους μύθους της αμερικάνικης βιομηχανίας κινηματογράφου είχε κατασκευαστεί το παραμύθι των «συμμοριών με τις μοτοσικλέτες» που ζούσαν ξένοιαστοι στους απέραντους αυτοκινητόδρομους και τρομοκρατούσαν τις μικροαστικές κωμοπόλεις.
Ποτέ δεν υπήρξε τέτοια εποχή και τέτοιες συμμορίες. Ομως στην Ευρώπη χιλιάδες νέοι είχαν πάρει στα σοβαρά τη μυθολογία και προσπαθούσαν να μιμηθούν. Χώρια το στερεότυπο εκείνης της εποχής, που εκείνος που καβαλούσε μοτοσικλέτα ήταν σχεδόν ταυτισμένος με κακοποιό στοιχείο. Μεγαλογιατρός διηγούνταν στο γράφοντα πως τη δεκαετία του ’70 τον είχε κτυπήσει αυτοκίνητο με τη μοτοσικλέτα του ενώ κυκλοφορούσε στην οδό Σόλωνος και οι περαστικοί έλεγαν «καλά να πάθει αφού είναι μηχανόβιος...».
Επίσης, το ότι αυτό που «γίνεται» είναι δυνατόν να γίνει μέσω του μηχανισμού της ταύτισης το έζησε πρόσφατα όλη η Ελλάδα με τα περίφημα βίντεο των κινητών τηλεφώνων. Είχαν προηγηθεί αρκετά χρόνια «διαπαιδαγώγησης» από τα ποικίλα ριάλιτυ σόου.
Αυτό που ενώνει για κάποιο λόγο κάποιους νέους σε ξεχωριστές ομάδες είναι αυτό που τους χωρίζει από κάποιους άλλους. Η αρχική «πρώτη ύλη» μπορεί να είναι το πιο αθώο παιχνίδι ή ακόμα μια ιδιομορφία στο ντύσιμο ή ο τόπος κατοικίας ή η ποδοσφαιρική ομάδα που υποστηρίζουν. Οταν ενεργοποιούνται οι κατάλληλοι κοινωνικοψυχολογικοί μηχανισμοί οι τέτοιες ομαδοποιήσεις, που είναι φυσικές και απαραίτητες ως ένα βαθμό στη κοινωνικοποίηση, μετατρέπονται σε πιθανότητες της λεγόμενης παραβατικής συμπεριφοράς. Οι φίλοι του ποδηλάτου BMX ή του πατινιού με την ξεχωριστή τους εμφάνιση, εκείνοι που χτενίζονται «μόικανς», οι κάτοικοι κάποιου λαϊκού προαστίου που συνορεύει με κάποιο πιο μεσοαστικό, είναι πιθανά μελλοντικά θύματα της πλασματικής πραγματικότητας, αν την πάρουν στα σοβαρά.
Οσοι βιάζονται να πουν πως υπερβάλλουμε, ας θυμηθούν τι μηχανή πήγαινε να στηθεί από τις διαφημιστικές εταιρίες και με συνένοχους τους σχολιαστές των ΜΜΕ με το «Γκούτσι φόρεμα». Ούτε λίγο ούτε πολύ πήγαιναν να πείσουν ένα κοινό πως με αφορμή αυτό το τραγουδάκι συγκρούονταν οι νεολαίοι των δυτικών με τα βόρεια προάστια. Ούτε ένα σοβαρό τέτοιο περιστατικό δεν καταγγέλθηκε ποτέ, αλλά το παραμύθι πήγαινε σύννεφο...
Ακόμα πιο σοβαρά να θυμηθούμε πως ποτέ στα προηγούμενα χρόνια δεν υπήρχε πρόβλημα «μαντίλας» στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες και πολύ περισσότερο στη Γαλλία και ιδιαίτερα στο Παρίσι. Τα παιδιά αυτά είχαν γεννηθεί στη Γαλλία. Δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τη χώρα προέλευσης των γονιών τους, δεν είχαν καμιά σχέση με τη γλώσσα ή την κουλτούρα αυτών των χωρών προέλευσης. Ταυτόχρονα, αν και Γάλλοι πολίτες, ήταν δεύτερης κατηγορίας πολίτες και δεν ένιωθαν ποτέ πραγματικά Γάλλοι, λόγω της κοινωνικοοικονομικής θέσης στην οποία τους είχε καταδικάσει το αστικό κράτος. Αποδείχτηκαν πρόσφορο έδαφος να τους φυτρώσουν οι επιτήδειοι στη συνείδηση από την αρχή την πατρογονική θρησκεία που τους ξεχώριζε από τον εχθρικό κόσμο που βίωναν. Οταν τώρα με νόμο επιχειρήθηκε να τους αφαιρεθεί ακριβώς το σύμβολο που δήλωνε αυτή τη διαφορά, τότε υπήρξε και ο φανατισμός.
Χρειάζονται τα "Μαύρα Προβατα"
Αρα το γεγονός πως δεν έχουν μέχρι σήμερα δημιουργηθεί πραγματικές νεανικές συμμορίες, γεγονός που οφείλεται σε ιστορικούς λόγους ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας και του μέχρι πρότινος τρόπου ζωής, παρά τις προσπάθειες των αρμοδίων για το αντίθετο, δε σημαίνει πως δε θα κατορθώσουν να τις δημιουργήσουν στο μέλλον ή δε θα κατορθώσουν να δημιουργήσουν αληθινή εγκληματικότητα από την όποια ασήμαντη «παραβατικότητα».
Το εγκληματικό σύστημα της εκμετάλλευσης χρειάζεται αντίπαλο δέος για να υπάρχει. Δέος όχι πραγματικό, αλλά φτιαγμένο και αναπτυγμένο από τα σπλάχνα του, έτσι που να είναι του χεριού και του χειρισμού του. Χρειάζεται τα «μαύρα πρόβατα» για να τα δακτυλοδείχνει σαν αιτίες όλων των δεινών που δημιουργεί η εκμετάλλευση, που όμως πρέπει πάντα να καμουφλάρεται και το βάρος να πέφτει στους «άχρηστους, τεμπέληδες που δεν προσπαθούν, δεν πετυχαίνουν και καταντούν εγκληματίες». Ενα ανάλογο καμουφλάρισμα που γίνεται σε άλλη κλίμακα με το «κυνήγι της διαφθοράς» που υποτίθεται κάνουν οι αστοί πολιτικοί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ιμπεριαλιστικού συστήματος, σαν να είναι από την αρχή συνεννοημένοι.
Πρέπει με κάποιο τρόπο να τραβιέται η προσοχή της συνείδησης από τις πραγματικές αιτίες των δεινών, να προσανατολίζεται σε αλλότρια και να εξασφαλίζεται η επιβίωση του συστήματος. Κατά περίπτωση τέτοιο ρόλο μπορεί να παίζει και η λεγόμενη νεανική παραβατικότητα. Για παράδειγμα, αυτή η περίοδος είναι προεκλογική για τη Γαλλία και τόσο ο συντηρητικός Σαρκοζί όσο και η σοσιαλίστρια Σεγκολέν συναγωνίζονται ποιος θα πει τα σκληρότερα λόγια για τους νέους των λαϊκών προαστίων που διαμαρτύρονται και διαδηλώνουν επειδή τους έχουν καταδικάσει στην ανεργία και τη φτώχεια. Ο Σαρκοζί τους αποκάλεσε «αποβράσματα και αλήτες» και η Σεγκολέν είπε να «συλλαμβάνονται και να υπηρετούν σε στρατιωτικές σχολές».
Το πραγματικό πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι τι λένε οι εκπρόσωποι των αστικών κομμάτων, αλλά για να λένε αυτά που λένε και μάλιστα να τα αναβαθμίζουν σε κύριο ζήτημα της προεκλογικής τους καμπάνιας πάει να πει πως έχει διαμορφωθεί ένα κοινό που τους ακούει και τους επιλέγει γι' αυτά που λένε. Δηλαδή με τον αποπροσανατολισμό έχει τόσο πολύ διαστρεβλωθεί η συνείδηση, έχουν ενεργοποιηθεί τόσο πολύ τα συντηρητικά αντανακλαστικά, που οι εργαζόμενοι είναι για άλλη μια φορά έτοιμοι να ψηφίσουν ενάντια στα πραγματικά τους συμφέροντα, για να αντιμετωπιστεί με καταστολή ένας «κίνδυνος» που δεν υπάρχει σαν κίνδυνος, αλλά διατηρείται και πολλαπλασιάζεται σαν κοινωνικό πρόβλημα από τις πολιτικές εκείνων που τάζουν τώρα την καταστολή.
Το κεφάλαιο και οι εκπρόσωποί του ξέρουν πολύ καλά τι κοινωνία έχουν διαμορφώσει και πόσο σκοπεύουν να τη χειροτερεύσουν στο μέλλον. Γνωρίζουν πως η φτώχεια και η ανεργία δημιουργεί σοβαρά κοινωνικά προβλήματα και άρα διεκδικήσεις που αμφισβητούν την εξουσία τους. Συνεπώς χρειάζονται όλο και μεγαλύτερους και σκληρότερους μηχανισμούς καταστολής για να αντιμετωπίσουν τη μελλοντική απειλή. Ενα από τα άλλοθί τους για την ανάπτυξη τέτοιων μηχανισμών είναι και η λεγόμενη νεανική παραβατικότητα. Φανταστική ή πραγματική, όταν έχουν κατορθώσει να την δημιουργήσουν.
Μήπως στις πρόσφατες κινητοποιήσεις των μαθητών δεν επιχείρησαν με ό,τι μέσο διέθεταν να κάνουν παιχνίδι συνειρμών, έτσι που να συγχέονται στη κοινωνική συνείδηση οι διεκδικήσεις των μαθητών με την παραβατικότητα ή ακόμα και με την εγκληματικότητα; Δεν κατασκεύασαν τάχα περιστατικά καταστροφών στα σχολεία; Δεν παρουσίασαν μεμονωμένα περιστατικά εγκληματικότητας που συμβαίνουν σε άσχετους χρόνους για να συνδέσουν τους συνειρμούς με τις καταλήψεις; Δεν πότισαν με φόβο και ανασφάλεια γονείς και κηδεμόνες;
"Να ανταγωνίζεσαι για να επιτύχεις"
Η υπόθεση προβολή έως και δημιουργία της λεγόμενης νεανικής παραβατικότητας δεν είναι καθόλου άσχετη από το τι συμβαίνει στον ελληνικό μονοπωλιακό καπιταλισμό τα τελευταία χρόνια. Οι Μαρξ - Ενγκελς έχουν γράψει: «Αυτός ο τρόπος παραγωγής δεν πρέπει απλώς να θεωρηθεί ότι αποτελεί την αναπαραγωγή της φυσικής ύπαρξης των ατόμων. Είναι μάλλον μια καθορισμένη μορφή δραστηριότητας αυτών των ατόμων, ένας καθορισμένος τρόπος εκδήλωσης της ζωής τους, ένας καθορισμένος τρόπος ζωής (η υπογράμμιση των συγγραφέων) από μέρους τους. Ο τρόπος που τα άτομα εκδηλώνουν τη ζωή τους αντανακλά αυτό ακριβώς που είναι. Αυτό που αυτά είναι, συμπέφτει επομένως με τη παραγωγή τουςκαι με το τιπαράγουν και με το πώςτο παράγουν. Αυτό που είναι τα άτομα εξαρτιέται έτσι από τους υλικούς όρους που καθορίζουν την παραγωγή τους»[1].
Φυσικά είναι πολλά χρόνια πριν που η χώρα είναι αναπτυγμένος κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός και αυτοί οι διαμορφωμένοι υλικοί όροι διαμορφώνουν και τους συγκεκριμένους τρόπους ζωής που αντανακλούν στην κοινωνική συνείδηση. Ομως τα τελευταία χρόνια υπάρχουν εσωτερικές ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές που οξύνουν ακόμα περισσότερο τα φαινόμενα. Η επιβολή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, που βρίσκονται σε εξέλιξη, επιδρούν άμεσα στον τρόπο ζωής και τον διαφοροποιούν με άμεση αντανάκλαση στις συνειδήσεις και ιδιαίτερα εκείνες των νέων ανθρώπων.
Σχεδόν από τη βρεφική ακόμα ηλικία μαθαίνει ότι «για να επιτύχει πρέπει να ανταγωνίζεται». Η έννοια της «επιτυχίας» είναι ταυτισμένη με όλα αυτά που γίνονται αποδεκτά και ποτίζουν τα κλαδιά του συστήματος της εκμετάλλευσης. Οργανα για να γεμίζουν την παιδική συνείδηση με τέτοιες έννοιες είναι όλοι οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του εποικοδομήματος, μαζί με τη λεγόμενη «κοινωνική παρακολούθηση» που σε πολλές περιπτώσεις οι φορείς της βρίσκονται και μέσα στην ίδια του την οικογένεια.
Ετσι αξίες όπως οι «καλοί βαθμοί», «τα πολλά πτυχία» ή «οι καλές αθλητικές επιδόσεις», που κατά περίπτωση οδηγούν σε κάποιου είδους «επιτυχία», αποξενώνονται από το περιεχόμενό τους και μετατρέπονται σε σκοπούς. Το γεγονός πως «αξία έχει το ωραίο ταξίδι...», δηλαδή η μόρφωση και η υγιής κοινωνικοποίηση που αναβαθμίζει την προσωπικότητα, θεωρείται στο σύγχρονο κόσμο το λιγότερο σαν ανευθυνότητα, αφού θεωρείται πως σε παρεκκλίνει από τον δρόμο της «επιτυχίας».
«Επιτυχία» που είναι ταυτισμένη με τη μελλοντική μετατροπή του νέου ανθρώπου σε εκμεταλλευτή ή σε άνθρωπο που να υπηρετεί από τέτοια θέση και με τέτοιο τρόπο τους εκμεταλλευτές, ώστε να βρίσκεται πάντα κοντά στη πιθανότητα να πάρει τη θέση τους. Ανεξάρτητα αν ντύνεται αυτός ο σκοπός με λέξεις διαφορετικές, όπως «επιχειρηματικότητα», που όμως δεν μπορούν να κρύψουν τον έτσι και αλλιώς μελλοντικό νόμιμο εγκληματία. Σε αντίθετη περίπτωση μιλούν για «αποτυχία» με όλες τις συνέπειες στην ψυχοσύνθεση, που σημαίνει ο όρος και στους κοινωνικούς ρόλους που του προετοιμάζουν, έως και το σπρώξιμο στο άλλου -πλέον- είδους έγκλημα. Εκείνο που το δημιουργούν μεν αλλά το καταδιώκουν.
Εκεί είναι που χάνεται η παιδική ηλικία, σβήνουν τα σύνορα της παιδικότητας με την εφηβεία, καταργείται η διαδικασία της αληθινής μόρφωσης, το παιχνίδι, η φυσιολογική σωματική και πνευματική ανάπτυξη.
Εκεί είναι που στο όνομα του «καλού βαθμού» δεν έχει σημασία τι διδασκόμαστε ούτε αν αντιγράφουμε για να τον κερδίσουμε. Ετσι και αλλιώς η καπιταλιστική κοινωνία έχει ανάγκη περισσότερο τον τύπο του «εξυπνάκια» παρά του πραγματικά μορφωμένου. Εκείνου που μπορεί να επιβιώνει σαν νόμιμος εγκληματίας.
Εκεί είναι που στο όνομα της «καλής αθλητικής επίδοσης», που θα δώσει μόρια για την εισαγωγή στις Ανώτατες σχολές και στη συνέχεια μόρια για την εξασφάλιση μιας θέσης στο δημόσιο, το παιχνίδι μετατρέπεται σε «άσκηση αλόγων του τσίρκου» που μαθαίνουν συγκεκριμένα πράγματα μόνο για να κάνουν ...τα νούμερά τους σωστά. Εκεί είναι που δεν πειράζει αν γίνει και κάποια χρήση αναβολικών που θα εξασφαλίσει αλλά και θα προγραμματίσει ακριβώς την περίοδο της επιτυχίας. Εκεί είναι που και πολλοί γονείς ακόμα, όχι μόνο κάνουν τα στραβά μάτια στη χρήση αναβολικών, αλλά προτρέπουν τα παιδιά τους, μην τυχόν και χαθεί ο προγραμματισμός...
Εκεί είναι που το ταπεινωτικό ρουσφέτι στο στρατό αναδείχνεται σε έξυπνη κίνηση για να αφήσει στους ανόητους την πραγματική θητεία. Φυσικά θα ακολουθήσει η επόμενη ταπεινωτική διαδικασία για την εξεύρεση δουλειάς και η ταυτόχρονη αφομοίωση στην υποταγή που απαιτεί το σύστημα.
Εκεί είναι που μια ολόκληρη κοινωνία μετατρέπεται σε «μόνιμα αρχίζοντες», αφού έχουν μπλεχτεί τα μέσα και οι σκοποί. Για παράδειγμα, γράφονται σε όσες γίνεται περισσότερες ξένες γλώσσες, μουσικά όργανα, σχολές χορού, πολεμικών τεχνών, γυμναστήρια, αθλητικές ομάδες κλπ., σαν αντανάκλαση της καταναλωτικής κοινωνίας. Δηλαδή σαν να πρόκειται για καταναλωτικά αγαθά, που αρκεί να τα αγοράσεις για να τα αποκτήσεις. Οταν όμως έρχεται η βαρύτητα της πραγματικότητας και ανακαλύπτουν πως όλα αυτά απαιτούν τους δικούς τους χρόνους και μια δεδομένη προσπάθεια, τα εγκαταλείπουν για να τρέξουν στο αμέσως επόμενο ανάλογο. Μια τέτοια διαδικασία αφήνει ψυχολογικά κενά αποτυχίας και σε πιο ώριμη ηλικία παρατηρείται πως πολλοί επανέρχονται με την ίδια όμως λογική του «Σόπινγκ θέραπι». Αρα με περισσότερα ψυχολογικά κενά.
Τα παραπάνω είναι τα πιο ελάχιστα δείγματα για την πίεση που δέχονται οι νέοι άνθρωποι στο σύγχρονο τρόπο ζωής, έτσι όπως διαμορφώνεται όλο και πιο βάρβαρος στις συνθήκες του εγκληματικού εκμεταλλευτικού συστήματος. Η διέξοδος δεν μπορεί να είναι όμως η γενική και αόριστη απόρριψή του, που θα οδηγήσει σε κάποιο περιθώριο βγαλμένο μέσα από τα σπλάχνα του και που γι’ αυτό το τρέφει και το φουσκώνει.
Η απόρριψη οφείλει να είναι συγκεκριμένη, επιστημονική και γι’ αυτό η μόνη ρεαλιστική. Με την οργανωμένη πάλη, με το κόμμα της εργατικής τάξης να τινάζει όχι μόνο τις αξίες και τα κίνητρα της εκμετάλλευσης, αλλά συθέμελα το σύστημα ολόκληρο, έτσι που να δημιουργηθεί πραγματικά ο άλλος κόσμος, ο σοσιαλισμός και να αρχίζει να διαμορφώνεται ο επόμενος άνθρωπος. Εκείνος που θα βγάζει από πάνω του κλιμακωτά ένα-ένα τα στοιχεία της αποξένωσης και θα αγγίξει τον πραγματικό Ανθρωπο.
Ούτε οι ημερομηνίες (τελευταία δεκαετία) που ουσιαστικά πύκνωσε η ανάλογη καμπάνια είναι τυχαίες ούτε η ορολογία που χρησιμοποιείται.
Οι ημερομηνίες δεν είναι άσχετες από μια ιδεολογία και τρόπο ζωής που επιχειρείται να επιβληθεί στη χώρα με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία χρόνια που εφαρμόζονται οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Ο δε όρος «παραβατικότητα» έχει επιλεγεί έτσι που να είναι ολίγον κοινωνιολογικός, ολίγον νομικός, ολίγον απ’ όλα και τίποτα συγκεκριμένο, για να μπορεί με πολύ σχετικότητα και ασάφεια να πιάνει όσο γίνεται περισσότερες περιπτώσεις, να δημιουργεί και να πολλαπλασιάζει ανασφάλειες, φόβους και ενοχές από τη μια, αλλά και να σπρώχνει στη δημιουργία μορφών πραγματικής νεανικής εγκληματικής δραστηριότητας. Μια νεανική εγκληματικότητα που ίσως να αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια με κύρια αιτία τη διάδοση των ναρκωτικών, για την οποία έτσι και αλλιώς δεν είναι καθόλου αθώοι οι μηχανισμοί του συστήματος.
Αλλωστε την «παραβατικότητα» όποιος την ψάχνει τη βρίσκει παντού, αφού όλες οι μελέτες αποδείχνουν πως ο κοινωνικός άνθρωπος δεκάδες φορές καθημερινά πέφτει σε παραπτώματα της λεγόμενης παραβατικότητας, που όμως δεν έχουν καμιά συνέπεια, αφού είτε είναι τόσο ασήμαντα που κανένας δεν ασχολείται μαζί τους είτε δε συμπίπτουν με μια ιδιαίτερη καμπάνια ενάντια σε κάποιο συγκεκριμένο είδος παραβατικότητας. Για παράδειγμα, με πολύ φυσικότητα μπορεί κάποιος που οδηγεί αυτοκίνητο να στρίβει για χρόνια καθημερινά σε ένα δρόμο χωρίς μεγάλη κυκλοφορία και να μην ανάβει φλας. Σε μια ιδιαίτερη περίπτωση ειδικού μπλοκ της τροχαίας σ' αυτή την περιοχή θα πάρει κλήση. Μετά μπορεί για όλη την υπόλοιπη ζωή του να συνεχίσει να στρίβει όπως έχει συνηθίσει, χωρίς να ανάβει το φλας.
Επίσης έχει παρατηρηθεί πως το ίδιο είδος της λεγόμενης παραβατικότητας αντιμετωπίζεται διαφορετικά σε διαφορετικές περιπτώσεις. Για παράδειγμα μια θορυβώδης παρέα νέων ανθρώπων λαϊκής καταγωγής (πολύ περισσότερο αν είναι και αλλοδαποί) στους δρόμους της Φιλοθέης προκαλούν παρενόχληση της κοινής ησυχίας και ίσως συλληφθούν για εξακρίβωση στοιχείων, ενώ μια ανάλογη παρέα αστικής καταγωγής στον Κολωνό ή στο Μπουρνάζι θεωρείται ότι διασκεδάζει...
Χώρια που η παραβατικότητα είναι έννοια που σχετίζεται με το χρόνο. Για παράδειγμα, στο σημερινό Λονδίνο είσαι παραβατικός αν καπνίζεις σε δημόσιο χώρο. Πριν από λίγα χρόνια επιτρεπόταν το κάπνισμα ακόμα και μέσα στα δημόσια μέσα μεταφοράς και επίσης σε πολλές αίθουσες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Στις σημερινές ΗΠΑ οι καπνιστές ταυτίζονται σχεδόν με εγκληματίες.
Στόχος η διαμόρφωση
Ολοι οι τάχα αρμόδιοι με τους τρόπους που φέρνουν το θέμα «νεανικής παραβατικότητας» στην επικαιρότητα ουσιαστικά καταφέρνουν να ενεργοποιήσουν συντηρητικά αντανακλαστικά στην κοινωνία και ταυτόχρονα θεμελιώνουν τη δημιουργία της νεανικής εγκληματικότητας εκεί που δεν υπάρχει. Φυσικά όλοι τους δεν μετέχουν σε κανένα κεντρικό σχεδιασμό διαμόρφωσης συγκεκριμένης κατά παραγγελία κοινωνικής συνείδησης και πράξης, όμως λειτουργούν στον «αυτόματο» που έχει ενεργοποιηθεί έτσι και αλλιώς μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες.
Αν για παράδειγμα το κίνητρο ενός δημοσιογράφου είναι μόνο η θεαματικότητα, δε σημαίνει πως ακόμα και ασυνείδητα δε θα παίξει τον καθορισμένο ρόλο, δηλαδή να σκαλίζει το πιθανό ξερό χώμα της όποιας νεανικής εγκληματικότητας, να προσπαθεί να την κάνει να φυτρώσει και ταυτόχρονα να τρομάζει την κοινωνία για την ύπαρξή της πριν ακόμα υπάρξει. Το ίδιο ισχύει για τον «ειδικό επιστήμονα», που πιθανό κίνητρο έχει την προβολή του και χειρίζεται τις όποιες γνώσεις, στοιχεία αλλά και δυνατότητές του με τον πιο ανεύθυνο τρόπο. Κίνητρα που διαμορφώνονται μέσα στα γρανάζια του εκμεταλλευτικού συστήματος, όταν ενεργοποιούνται από ανθρώπους λειτουργούν σαν το καύσιμο που βάζει σε λειτουργία αυτά τα γρανάζια και επιτρέπει στο εκμεταλλευτικό σύστημα να διατηρείται και να διαιωνίζεται. Με άλλα λόγια τα κίνητρα του εκμεταλλευτικού συστήματος, που ενεργοποιούν τους αυτοματισμούς-ανάσες ζωής του, μετατρέπουν αυτόν που θα τα πάρει στα σοβαρά σε θύμα και συνένοχο ταυτόχρονα. Θύμα του συστήματος που τον εκμεταλλεύεται και ταυτόχρονα τον οδηγεί σε όλο και βαθύτερη αποξένωση, αλλά και παράλληλα συνένοχος, αφού κάνει ότι μπορεί για να συντηρήσει αυτό ακριβώς το σύστημα.
Δεν υπάρχει μυστικό
Φυσικά έτσι και αλλιώς δε ζούμε σε έναν αθώο κόσμο και όλοι όσοι συμμετέχουν στο να ρίχνουν τον προβολέα σε όποια υπαρκτά άλλα κύρια ανύπαρκτα κατασκευασμένα περιστατικά δεν είναι άσχετοι και είναι αρκετοί απ' αυτούς που γνωρίζουν τρόπους και μεθόδους διαμόρφωσης πραγματικού από το πλασματικά πραγματικό ή ολόκληρο από το ελάχιστα πραγματικό.
Αλλωστε δεν υπάρχει κανένα μυστικό. Οι τρόποι είναι πολύ γνωστοί και δοκιμασμένοι από χρόνια. Για παράδειγμα ήδη τη δεκαετία του ‘70 στα βρετανικά πανεπιστήμια διδάσκονταν το πώς δημιουργήθηκε το πρόβλημα των «Μομπς και των Ρόκερς». Επρόκειτο για ομάδες νέων που τη δεκαετία του ‘60 άκουγαν την ίδια ακριβώς μουσική, είχαν ίδιες συνήθειες, πήγαιναν στους ίδιους τόπους διασκέδασης κλπ. Συγκεντρώνονταν κύρια στις παραλίες της Βρετανίας το σαββατοκύριακο. Η μοναδική τους διαφορά ήταν πως οι μεν προτιμούσαν να ντύνονται με ρούχα από ύφασμα και οι άλλοι κύρια με δερμάτινα.
Ηταν φυσικό και μόνο η εμφάνισή τους, πολύ περισσότερο οι χοροί και τα τραγούδια τους, να προκαλούν τις συντηρητικές τότε κοινωνίες του Μπράιτον, του Πόρτσμουθ κ.ά. και ιδιαίτερα τους μεσοαστούς που πήγαιναν σ' αυτά τα μέρη για άλλου τύπου διασκέδαση και παραθερισμό. Πάντως εκτός απ' αυτή την αντικειμενική ως ένα βαθμό πρόκληση τίποτα ουσιαστικά δεν συνέβαινε μεταξύ αυτών των «διαφορετικών» ομάδων των νέων.
Οι εφημερίδες της εποχής άρχισαν να γράφουν για «Μάχες στη παραλία του Μπράιτον» ή για «Αίμα από τις συγκρούσεις των Μομπς και Ρόκερς» και ανάλογα δημοσιεύματα του είδους. Δημοσιεύονταν ταυτόχρονα φωτογραφίες επιλεγμένες έτσι που να δείχνουν τάχα βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των διαφορετικών ομάδων.
Σιγά-σιγά και με την επιμονή των δημοσιευμάτων άρχισε να λειτουργεί ο αυτόματος μηχανισμός. Οι νέοι άρχισαν να βλέπουν τον εαυτό τους όπως τους βλέπουν όλοι οι άλλοι. Πρόκειται για νόμο της κοινωνικής ψυχολογίας, που τον γνωρίζουν καλά όσοι επιχειρούν να στήσουν τέτοια παιχνίδια. Οταν όλοι τούς έβλεπαν να είναι βίαιοι και να συγκρούονται μεταξύ τους, αυτοί με μία κλιμάκωση υιοθετούσαν αυτό που περίμεναν όλοι απ' αυτούς και πλέον προσπαθούσαν να ανταποκριθούν σ' αυτό. Ξεκίνησαν πλέον οι πραγματικές συγκρούσεις, όπου συναντιόνταν μέλη των ουσιαστικά διαφορετικά ντυμένων ομάδων. Δημιουργήθηκαν προηγούμενα και η βία μεταξύ τους κλιμακώνονταν. Τα δημοσιεύματα άλλαξαν τόνο, αλλά στην ίδια κατεύθυνση άρχισαν να γράφουν πως «δεν υπάρχει κράτος», «είναι λειψή η αστυνόμευση» και άλλα του είδους. Στο χορό πλέον των συγκρούσεων μπήκε και η αστυνομία...
Το μάθημα αυτό διδασκόταν στα βρετανικά πανεπιστήμια τη δεκαετία του ‘70. Οι πάλαι ποτέ «Μομπς και Ρόκερς» ήταν ήδη περίπου σαραντάρηδες και όμως συνέχιζαν να συγκρούονται κάθε φορά που οι μεν και οι δε νοσταλγούσαν τη μουσική και τη διασκέδαση των νεανικών τους χρόνων και συναντιόνταν σε κάποια παραλία ή συναυλία. Από την αρχή δεν είχαν να μοιράσουν τίποτα και όμως οι εικονικές διαφορές διαμόρφωσαν «πραγματικές».
Ανάλογες μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν επίσης για να δημιουργηθούν οι κάποτε «σκληροί οπαδοί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ». Επίσης με τον ίδιο τρόπο επιχείρησαν να υπονομεύσουν τις τότε μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Για παράδειγμα, μήνες πριν έγραφαν για αναμενόμενη βία και συγκρούσεις μεταξύ των διαδηλωτών. Οταν έγιναν τελικά οι διαδηλώσεις και δεν υπήρξε η παραμικρή σύγκρουση, κυκλοφόρησαν εφημερίδες που επέμεναν ότι έγιναν επεισόδια και μάλιστα κάποιες πιο ευρηματικές είχαν και στημένες φωτογραφίες...
Οι "δαιμόνιοι ρεπόρτερ" και οι "ειδικοί"
Οταν αυτές οι μέθοδοι διδάσκονταν στα πανεπιστήμια τριάντα τόσα χρόνια πριν, είναι δυνατόν να είναι άγνωστες στην καπιταλιστική Ελλάδα των τόσων ειδικών με την τόση πολυπραγμοσύνη;
Για παράδειγμα, η υπόθεση ξεκίνησε να προβάλλεται με εντατικούς ρυθμούς στα μέσα της δεκαετίας του ‘90. Ηταν τότε που διάφοροι «δαιμόνιοι ρεπόρτερ» ανακάλυψαν εφηβικές συμμορίες κύρια στα δυτικά προάστια της Αθήνας. Ουσιαστικά πρόκειται για πανομοιότυπα ρεπορτάζ που συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Ο λόγος σε μεταφέρει σε μια ατμόσφαιρα «Μπάχια το λιμάνι όλων των αγίων» ή «Πέντρο Μπάλα» (έργα του Χ. Αμάντο για τις παιδικές συμμορίες στη Βραζιλία). Οι εικόνες είναι από κάποιο πάρκο ή γήπεδο ή κάποιο προαύλιο σχολείου. Μάλιστα όπως είναι πολύ φυσικό τα παιδιά με τα σκεπασμένα πρόσωπα παίζουν χειρονομώντας μεταξύ τους με πλασματικές συγκρούσεις, όπως έπαιζαν τα παιδιά όλου του κόσμου σε όλες τις εποχές και σε όλες τις συνθήκες. Και αλίμονο αν το διακόψουν. Θα διακοπεί και η κοινωνικοποίησή τους και θα μπουν τότε στους δοκιμαστικούς σωλήνες του κατά καιρούς «πολιτικά ορθού». Αυτό βέβαια δεν προκαλεί στο «δαιμόνιο ρεπόρτερ» κανένα δισταγμό να μιλάει για βία γενικώς και να ρίχνει μύδρους ενάντιά της.
Τα σκεπασμένα πρόσωπα και οι γυρισμένες πλάτες των «αυτόπτων μαρτύρων», άλλοθι της δεοντολογίας, διευκολύνουν την ασάφεια και κατά συνέπεια την αυθαιρεσία. Αν υπήρχε σεβασμός στη δεοντολογία δε θα έπαιζαν ταυτόχρονα σκηνές από κινηματογραφικές ταινίες για να ενεργοποιήσουν κατάλληλους συνειρμούς. Σε τελευταία ανάλυση η χρήση εικόνων από ταινίες στα ρεπορτάζ απαγορεύεται από τον «κώδικα δεοντολογίας», που έχει ψηφιστεί πλέον και είναι νόμος του αστικού κράτους. Ποιος όμως δίνει σημασία σε τέτοιες ...λεπτομέρειες.
Αν κατά τύχη υπάρχει και κάποιο ίχνος πραγματικότητας στην όλη σκηνοθεσία, δηλαδή κάποιος αληθινός παιδικός καυγάς ή κάποια αρπαγή κινητού ή ποδηλάτου, τότε αυτό το μοναδικό πραγματικό διογκώνεται με λέξεις, όπως «άγριο ξυλοκόπημα», «ληστεία» και άλλα ανάλογα.
Οταν έχει δημιουργηθεί η κατάλληλη ατμόσφαιρα, έρχεται η σειρά των ειδικών, κατά προτίμηση εγκληματολόγων ή και αστυνομικών, έτσι που να φαίνεται πως η υπόθεση «παιδικές συμμορίες» είναι τελειωμένη υπόθεση, υπάρχουν και δρουν και ...κάτι πρέπει να γίνει μ’ αυτές.
Φυσικά παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ΜΜΕ και των άλλων αρμοδίων, στους δρόμους του Περιστερίου, του Αιγάλεω και της Νίκαιας μπορεί να έχεις πρόβλημα πάρκινγκ από τα πολλά αυτοκίνητα αλλά δε θα συναντήσεις «παιδικές συμμορίες». Ακόμα και στους χώρους που μερικά χρόνια νωρίτερα ήταν χώροι συγκέντρωσης και παιχνιδιού της νεολαίας (γήπεδα πέντε επί πέντε, μπάσκετ κλπ.), τώρα, αν υπάρχουν κάποια παιδιά, είναι αυτά που στη πραγματικότητα δεν παίζουν, αλλά είναι σε οργανωμένα αθλητικά σωματεία, όπου τη συμμετοχή τους την πληρώνουν οι γονείς τους αδρά και η εμφάνισή τους έχει για χορηγό τον τοπικό επιχειρηματία. Η δε προπόνηση που δεν είναι παιχνίδι γίνεται υπό το άγρυπνο βλέμμα των γονιών τους που τις περισσότερες φορές τα έχουν συνοδεύσει εκεί με το αυτοκίνητο... Πού βρίσκουν λοιπόν οι «δαιμόνιοι» τα σκηνικά που στήνουν, είναι φαίνεται δική τους δουλειά και του σκηνοθέτη τους...
Όταν κάτι "γίνεται" μπορεί να επαναληφθεί
Παρ’ όλα αυτά όμως η δουλειά των «αρμοδίων» δεν πάει στο βρόντο. Πρώτ’ απ' όλα έχουν δημιουργήσει στερεότυπο που πολλές φορές λειτουργεί πολύ πιο αποτελεσματικά από οτιδήποτε πραγματικό, αφού σημασία δεν έχει τόσο πολύ το πραγματικό, όσο το τι έχει υποβληθεί στο πολύ κόσμο πως είναι πραγματικό. Μάλιστα στο όνομα ενός τέτοιου διαμορφωμένου στερεότυπου ήδη κάποιοι δήμοι διαμορφώνουν «Επιτροπές κατά της νεανικής παραβατικότητας». Παίρνουν δηλαδή πρώτα τη γκλίτσα και περιμένουν το κοπάδι να εμφανιστεί...
Επίσης αντικειμενικά, μετά από τέτοιο κοινωνικοψυχολογικό βομβαρδισμό, ενεργοποιείται σε κάποιους νέους ο μηχανισμός της ταύτισης. Αφού κάτι «γίνεται», αυτό σημαίνει πως μπορεί να γίνει-επαναληφθεί και άρα και εμείς μπορούμε να το κάνουμε. Πώς να τους εξηγήσεις πως ποτέ δεν υπήρξε αυτό το «γίνεται», αλλά κάποιοι τους σπρώχνουν για να γίνει; Για παράδειγμα λίγα χρόνια πριν ανάμεσα σε όλους τους μύθους της αμερικάνικης βιομηχανίας κινηματογράφου είχε κατασκευαστεί το παραμύθι των «συμμοριών με τις μοτοσικλέτες» που ζούσαν ξένοιαστοι στους απέραντους αυτοκινητόδρομους και τρομοκρατούσαν τις μικροαστικές κωμοπόλεις.
Ποτέ δεν υπήρξε τέτοια εποχή και τέτοιες συμμορίες. Ομως στην Ευρώπη χιλιάδες νέοι είχαν πάρει στα σοβαρά τη μυθολογία και προσπαθούσαν να μιμηθούν. Χώρια το στερεότυπο εκείνης της εποχής, που εκείνος που καβαλούσε μοτοσικλέτα ήταν σχεδόν ταυτισμένος με κακοποιό στοιχείο. Μεγαλογιατρός διηγούνταν στο γράφοντα πως τη δεκαετία του ’70 τον είχε κτυπήσει αυτοκίνητο με τη μοτοσικλέτα του ενώ κυκλοφορούσε στην οδό Σόλωνος και οι περαστικοί έλεγαν «καλά να πάθει αφού είναι μηχανόβιος...».
Επίσης, το ότι αυτό που «γίνεται» είναι δυνατόν να γίνει μέσω του μηχανισμού της ταύτισης το έζησε πρόσφατα όλη η Ελλάδα με τα περίφημα βίντεο των κινητών τηλεφώνων. Είχαν προηγηθεί αρκετά χρόνια «διαπαιδαγώγησης» από τα ποικίλα ριάλιτυ σόου.
Αυτό που ενώνει για κάποιο λόγο κάποιους νέους σε ξεχωριστές ομάδες είναι αυτό που τους χωρίζει από κάποιους άλλους. Η αρχική «πρώτη ύλη» μπορεί να είναι το πιο αθώο παιχνίδι ή ακόμα μια ιδιομορφία στο ντύσιμο ή ο τόπος κατοικίας ή η ποδοσφαιρική ομάδα που υποστηρίζουν. Οταν ενεργοποιούνται οι κατάλληλοι κοινωνικοψυχολογικοί μηχανισμοί οι τέτοιες ομαδοποιήσεις, που είναι φυσικές και απαραίτητες ως ένα βαθμό στη κοινωνικοποίηση, μετατρέπονται σε πιθανότητες της λεγόμενης παραβατικής συμπεριφοράς. Οι φίλοι του ποδηλάτου BMX ή του πατινιού με την ξεχωριστή τους εμφάνιση, εκείνοι που χτενίζονται «μόικανς», οι κάτοικοι κάποιου λαϊκού προαστίου που συνορεύει με κάποιο πιο μεσοαστικό, είναι πιθανά μελλοντικά θύματα της πλασματικής πραγματικότητας, αν την πάρουν στα σοβαρά.
Οσοι βιάζονται να πουν πως υπερβάλλουμε, ας θυμηθούν τι μηχανή πήγαινε να στηθεί από τις διαφημιστικές εταιρίες και με συνένοχους τους σχολιαστές των ΜΜΕ με το «Γκούτσι φόρεμα». Ούτε λίγο ούτε πολύ πήγαιναν να πείσουν ένα κοινό πως με αφορμή αυτό το τραγουδάκι συγκρούονταν οι νεολαίοι των δυτικών με τα βόρεια προάστια. Ούτε ένα σοβαρό τέτοιο περιστατικό δεν καταγγέλθηκε ποτέ, αλλά το παραμύθι πήγαινε σύννεφο...
Ακόμα πιο σοβαρά να θυμηθούμε πως ποτέ στα προηγούμενα χρόνια δεν υπήρχε πρόβλημα «μαντίλας» στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες και πολύ περισσότερο στη Γαλλία και ιδιαίτερα στο Παρίσι. Τα παιδιά αυτά είχαν γεννηθεί στη Γαλλία. Δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τη χώρα προέλευσης των γονιών τους, δεν είχαν καμιά σχέση με τη γλώσσα ή την κουλτούρα αυτών των χωρών προέλευσης. Ταυτόχρονα, αν και Γάλλοι πολίτες, ήταν δεύτερης κατηγορίας πολίτες και δεν ένιωθαν ποτέ πραγματικά Γάλλοι, λόγω της κοινωνικοοικονομικής θέσης στην οποία τους είχε καταδικάσει το αστικό κράτος. Αποδείχτηκαν πρόσφορο έδαφος να τους φυτρώσουν οι επιτήδειοι στη συνείδηση από την αρχή την πατρογονική θρησκεία που τους ξεχώριζε από τον εχθρικό κόσμο που βίωναν. Οταν τώρα με νόμο επιχειρήθηκε να τους αφαιρεθεί ακριβώς το σύμβολο που δήλωνε αυτή τη διαφορά, τότε υπήρξε και ο φανατισμός.
Χρειάζονται τα "Μαύρα Προβατα"
Αρα το γεγονός πως δεν έχουν μέχρι σήμερα δημιουργηθεί πραγματικές νεανικές συμμορίες, γεγονός που οφείλεται σε ιστορικούς λόγους ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας και του μέχρι πρότινος τρόπου ζωής, παρά τις προσπάθειες των αρμοδίων για το αντίθετο, δε σημαίνει πως δε θα κατορθώσουν να τις δημιουργήσουν στο μέλλον ή δε θα κατορθώσουν να δημιουργήσουν αληθινή εγκληματικότητα από την όποια ασήμαντη «παραβατικότητα».
Το εγκληματικό σύστημα της εκμετάλλευσης χρειάζεται αντίπαλο δέος για να υπάρχει. Δέος όχι πραγματικό, αλλά φτιαγμένο και αναπτυγμένο από τα σπλάχνα του, έτσι που να είναι του χεριού και του χειρισμού του. Χρειάζεται τα «μαύρα πρόβατα» για να τα δακτυλοδείχνει σαν αιτίες όλων των δεινών που δημιουργεί η εκμετάλλευση, που όμως πρέπει πάντα να καμουφλάρεται και το βάρος να πέφτει στους «άχρηστους, τεμπέληδες που δεν προσπαθούν, δεν πετυχαίνουν και καταντούν εγκληματίες». Ενα ανάλογο καμουφλάρισμα που γίνεται σε άλλη κλίμακα με το «κυνήγι της διαφθοράς» που υποτίθεται κάνουν οι αστοί πολιτικοί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ιμπεριαλιστικού συστήματος, σαν να είναι από την αρχή συνεννοημένοι.
Πρέπει με κάποιο τρόπο να τραβιέται η προσοχή της συνείδησης από τις πραγματικές αιτίες των δεινών, να προσανατολίζεται σε αλλότρια και να εξασφαλίζεται η επιβίωση του συστήματος. Κατά περίπτωση τέτοιο ρόλο μπορεί να παίζει και η λεγόμενη νεανική παραβατικότητα. Για παράδειγμα, αυτή η περίοδος είναι προεκλογική για τη Γαλλία και τόσο ο συντηρητικός Σαρκοζί όσο και η σοσιαλίστρια Σεγκολέν συναγωνίζονται ποιος θα πει τα σκληρότερα λόγια για τους νέους των λαϊκών προαστίων που διαμαρτύρονται και διαδηλώνουν επειδή τους έχουν καταδικάσει στην ανεργία και τη φτώχεια. Ο Σαρκοζί τους αποκάλεσε «αποβράσματα και αλήτες» και η Σεγκολέν είπε να «συλλαμβάνονται και να υπηρετούν σε στρατιωτικές σχολές».
Το πραγματικό πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι τι λένε οι εκπρόσωποι των αστικών κομμάτων, αλλά για να λένε αυτά που λένε και μάλιστα να τα αναβαθμίζουν σε κύριο ζήτημα της προεκλογικής τους καμπάνιας πάει να πει πως έχει διαμορφωθεί ένα κοινό που τους ακούει και τους επιλέγει γι' αυτά που λένε. Δηλαδή με τον αποπροσανατολισμό έχει τόσο πολύ διαστρεβλωθεί η συνείδηση, έχουν ενεργοποιηθεί τόσο πολύ τα συντηρητικά αντανακλαστικά, που οι εργαζόμενοι είναι για άλλη μια φορά έτοιμοι να ψηφίσουν ενάντια στα πραγματικά τους συμφέροντα, για να αντιμετωπιστεί με καταστολή ένας «κίνδυνος» που δεν υπάρχει σαν κίνδυνος, αλλά διατηρείται και πολλαπλασιάζεται σαν κοινωνικό πρόβλημα από τις πολιτικές εκείνων που τάζουν τώρα την καταστολή.
Το κεφάλαιο και οι εκπρόσωποί του ξέρουν πολύ καλά τι κοινωνία έχουν διαμορφώσει και πόσο σκοπεύουν να τη χειροτερεύσουν στο μέλλον. Γνωρίζουν πως η φτώχεια και η ανεργία δημιουργεί σοβαρά κοινωνικά προβλήματα και άρα διεκδικήσεις που αμφισβητούν την εξουσία τους. Συνεπώς χρειάζονται όλο και μεγαλύτερους και σκληρότερους μηχανισμούς καταστολής για να αντιμετωπίσουν τη μελλοντική απειλή. Ενα από τα άλλοθί τους για την ανάπτυξη τέτοιων μηχανισμών είναι και η λεγόμενη νεανική παραβατικότητα. Φανταστική ή πραγματική, όταν έχουν κατορθώσει να την δημιουργήσουν.
Μήπως στις πρόσφατες κινητοποιήσεις των μαθητών δεν επιχείρησαν με ό,τι μέσο διέθεταν να κάνουν παιχνίδι συνειρμών, έτσι που να συγχέονται στη κοινωνική συνείδηση οι διεκδικήσεις των μαθητών με την παραβατικότητα ή ακόμα και με την εγκληματικότητα; Δεν κατασκεύασαν τάχα περιστατικά καταστροφών στα σχολεία; Δεν παρουσίασαν μεμονωμένα περιστατικά εγκληματικότητας που συμβαίνουν σε άσχετους χρόνους για να συνδέσουν τους συνειρμούς με τις καταλήψεις; Δεν πότισαν με φόβο και ανασφάλεια γονείς και κηδεμόνες;
"Να ανταγωνίζεσαι για να επιτύχεις"
Η υπόθεση προβολή έως και δημιουργία της λεγόμενης νεανικής παραβατικότητας δεν είναι καθόλου άσχετη από το τι συμβαίνει στον ελληνικό μονοπωλιακό καπιταλισμό τα τελευταία χρόνια. Οι Μαρξ - Ενγκελς έχουν γράψει: «Αυτός ο τρόπος παραγωγής δεν πρέπει απλώς να θεωρηθεί ότι αποτελεί την αναπαραγωγή της φυσικής ύπαρξης των ατόμων. Είναι μάλλον μια καθορισμένη μορφή δραστηριότητας αυτών των ατόμων, ένας καθορισμένος τρόπος εκδήλωσης της ζωής τους, ένας καθορισμένος τρόπος ζωής (η υπογράμμιση των συγγραφέων) από μέρους τους. Ο τρόπος που τα άτομα εκδηλώνουν τη ζωή τους αντανακλά αυτό ακριβώς που είναι. Αυτό που αυτά είναι, συμπέφτει επομένως με τη παραγωγή τουςκαι με το τιπαράγουν και με το πώςτο παράγουν. Αυτό που είναι τα άτομα εξαρτιέται έτσι από τους υλικούς όρους που καθορίζουν την παραγωγή τους»[1].
Φυσικά είναι πολλά χρόνια πριν που η χώρα είναι αναπτυγμένος κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός και αυτοί οι διαμορφωμένοι υλικοί όροι διαμορφώνουν και τους συγκεκριμένους τρόπους ζωής που αντανακλούν στην κοινωνική συνείδηση. Ομως τα τελευταία χρόνια υπάρχουν εσωτερικές ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές που οξύνουν ακόμα περισσότερο τα φαινόμενα. Η επιβολή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, που βρίσκονται σε εξέλιξη, επιδρούν άμεσα στον τρόπο ζωής και τον διαφοροποιούν με άμεση αντανάκλαση στις συνειδήσεις και ιδιαίτερα εκείνες των νέων ανθρώπων.
Σχεδόν από τη βρεφική ακόμα ηλικία μαθαίνει ότι «για να επιτύχει πρέπει να ανταγωνίζεται». Η έννοια της «επιτυχίας» είναι ταυτισμένη με όλα αυτά που γίνονται αποδεκτά και ποτίζουν τα κλαδιά του συστήματος της εκμετάλλευσης. Οργανα για να γεμίζουν την παιδική συνείδηση με τέτοιες έννοιες είναι όλοι οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του εποικοδομήματος, μαζί με τη λεγόμενη «κοινωνική παρακολούθηση» που σε πολλές περιπτώσεις οι φορείς της βρίσκονται και μέσα στην ίδια του την οικογένεια.
Ετσι αξίες όπως οι «καλοί βαθμοί», «τα πολλά πτυχία» ή «οι καλές αθλητικές επιδόσεις», που κατά περίπτωση οδηγούν σε κάποιου είδους «επιτυχία», αποξενώνονται από το περιεχόμενό τους και μετατρέπονται σε σκοπούς. Το γεγονός πως «αξία έχει το ωραίο ταξίδι...», δηλαδή η μόρφωση και η υγιής κοινωνικοποίηση που αναβαθμίζει την προσωπικότητα, θεωρείται στο σύγχρονο κόσμο το λιγότερο σαν ανευθυνότητα, αφού θεωρείται πως σε παρεκκλίνει από τον δρόμο της «επιτυχίας».
«Επιτυχία» που είναι ταυτισμένη με τη μελλοντική μετατροπή του νέου ανθρώπου σε εκμεταλλευτή ή σε άνθρωπο που να υπηρετεί από τέτοια θέση και με τέτοιο τρόπο τους εκμεταλλευτές, ώστε να βρίσκεται πάντα κοντά στη πιθανότητα να πάρει τη θέση τους. Ανεξάρτητα αν ντύνεται αυτός ο σκοπός με λέξεις διαφορετικές, όπως «επιχειρηματικότητα», που όμως δεν μπορούν να κρύψουν τον έτσι και αλλιώς μελλοντικό νόμιμο εγκληματία. Σε αντίθετη περίπτωση μιλούν για «αποτυχία» με όλες τις συνέπειες στην ψυχοσύνθεση, που σημαίνει ο όρος και στους κοινωνικούς ρόλους που του προετοιμάζουν, έως και το σπρώξιμο στο άλλου -πλέον- είδους έγκλημα. Εκείνο που το δημιουργούν μεν αλλά το καταδιώκουν.
Εκεί είναι που χάνεται η παιδική ηλικία, σβήνουν τα σύνορα της παιδικότητας με την εφηβεία, καταργείται η διαδικασία της αληθινής μόρφωσης, το παιχνίδι, η φυσιολογική σωματική και πνευματική ανάπτυξη.
Εκεί είναι που στο όνομα του «καλού βαθμού» δεν έχει σημασία τι διδασκόμαστε ούτε αν αντιγράφουμε για να τον κερδίσουμε. Ετσι και αλλιώς η καπιταλιστική κοινωνία έχει ανάγκη περισσότερο τον τύπο του «εξυπνάκια» παρά του πραγματικά μορφωμένου. Εκείνου που μπορεί να επιβιώνει σαν νόμιμος εγκληματίας.
Εκεί είναι που στο όνομα της «καλής αθλητικής επίδοσης», που θα δώσει μόρια για την εισαγωγή στις Ανώτατες σχολές και στη συνέχεια μόρια για την εξασφάλιση μιας θέσης στο δημόσιο, το παιχνίδι μετατρέπεται σε «άσκηση αλόγων του τσίρκου» που μαθαίνουν συγκεκριμένα πράγματα μόνο για να κάνουν ...τα νούμερά τους σωστά. Εκεί είναι που δεν πειράζει αν γίνει και κάποια χρήση αναβολικών που θα εξασφαλίσει αλλά και θα προγραμματίσει ακριβώς την περίοδο της επιτυχίας. Εκεί είναι που και πολλοί γονείς ακόμα, όχι μόνο κάνουν τα στραβά μάτια στη χρήση αναβολικών, αλλά προτρέπουν τα παιδιά τους, μην τυχόν και χαθεί ο προγραμματισμός...
Εκεί είναι που το ταπεινωτικό ρουσφέτι στο στρατό αναδείχνεται σε έξυπνη κίνηση για να αφήσει στους ανόητους την πραγματική θητεία. Φυσικά θα ακολουθήσει η επόμενη ταπεινωτική διαδικασία για την εξεύρεση δουλειάς και η ταυτόχρονη αφομοίωση στην υποταγή που απαιτεί το σύστημα.
Εκεί είναι που μια ολόκληρη κοινωνία μετατρέπεται σε «μόνιμα αρχίζοντες», αφού έχουν μπλεχτεί τα μέσα και οι σκοποί. Για παράδειγμα, γράφονται σε όσες γίνεται περισσότερες ξένες γλώσσες, μουσικά όργανα, σχολές χορού, πολεμικών τεχνών, γυμναστήρια, αθλητικές ομάδες κλπ., σαν αντανάκλαση της καταναλωτικής κοινωνίας. Δηλαδή σαν να πρόκειται για καταναλωτικά αγαθά, που αρκεί να τα αγοράσεις για να τα αποκτήσεις. Οταν όμως έρχεται η βαρύτητα της πραγματικότητας και ανακαλύπτουν πως όλα αυτά απαιτούν τους δικούς τους χρόνους και μια δεδομένη προσπάθεια, τα εγκαταλείπουν για να τρέξουν στο αμέσως επόμενο ανάλογο. Μια τέτοια διαδικασία αφήνει ψυχολογικά κενά αποτυχίας και σε πιο ώριμη ηλικία παρατηρείται πως πολλοί επανέρχονται με την ίδια όμως λογική του «Σόπινγκ θέραπι». Αρα με περισσότερα ψυχολογικά κενά.
Τα παραπάνω είναι τα πιο ελάχιστα δείγματα για την πίεση που δέχονται οι νέοι άνθρωποι στο σύγχρονο τρόπο ζωής, έτσι όπως διαμορφώνεται όλο και πιο βάρβαρος στις συνθήκες του εγκληματικού εκμεταλλευτικού συστήματος. Η διέξοδος δεν μπορεί να είναι όμως η γενική και αόριστη απόρριψή του, που θα οδηγήσει σε κάποιο περιθώριο βγαλμένο μέσα από τα σπλάχνα του και που γι’ αυτό το τρέφει και το φουσκώνει.
Η απόρριψη οφείλει να είναι συγκεκριμένη, επιστημονική και γι’ αυτό η μόνη ρεαλιστική. Με την οργανωμένη πάλη, με το κόμμα της εργατικής τάξης να τινάζει όχι μόνο τις αξίες και τα κίνητρα της εκμετάλλευσης, αλλά συθέμελα το σύστημα ολόκληρο, έτσι που να δημιουργηθεί πραγματικά ο άλλος κόσμος, ο σοσιαλισμός και να αρχίζει να διαμορφώνεται ο επόμενος άνθρωπος. Εκείνος που θα βγάζει από πάνω του κλιμακωτά ένα-ένα τα στοιχεία της αποξένωσης και θα αγγίξει τον πραγματικό Ανθρωπο.
Παύλος Αλέπης
Παραπομπές:
1. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Γερμανική Ιδεολογία», σελ. 61, εκδ. «Γκούντεμπεργκ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου