21 Ιουν 2015

Μαρτυρίες για τη ζωή και το θάνατο του Πάνου Γιαννούλη

Ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Πάνος Γιαννούλης, αποτελεί μια εξέχουσα προσωπικότητα του τοπικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της Λευκάδας, αλλά και ευρύτερα της Αιτωλοακαρνανίας. 

Ο Πάνος Γιαννούλης υπήρξε καπετάνιος του 3ου Τάγματος του 2/39 Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Επέδειξε υποδειγματική δράση στην Λευκάδα και ευρύτερα και έλαβε μέρος και στην Μάχη της Αμφιλοχίας το 1944. Βιογραφικά του στοιχεία έχουμε και παλιότερα δημοσιεύσει, στο σημείο όμως αυτό θα αναφερθούμε σε τρεις μαρτυρίες από ανθρώπους που έζησαν τη ζωή, τη δράση και το θάνατό του. 

Το πρώτο γλυκό

Ήμουν παιδί όταν είχαμε την Κατοχή και ο πατέρας μας είχε ανέβει αντάρτης με τον ΕΛΑΣ. Εμείς μέναμε με τη μάνα μου κανονικά στην Αμφιλοχία αλλά επειδή ο πατέρας μου φοβόταν τα αντίποινα και την πείνα, μας πήρε και πήγαμε να μείνουμε στο πατρικό του σπίτι στο Βούστρι που είναι ορεινό χωριό κι οι Γερμανοί δεν τολμάγαν να πατήσουν. Αργότερα, μετά τον βομβαρδισμό του χωριού κατεβήκαμε ξανά στην Αμφιλοχία. Οι αντάρ


τες είχαν έδρα κοντά και σε ένα άλλο παρακείμενο χωριό. Το Λουτρό. Όχι βέβαια το σημερινό χωριό δίπλα στο δρόμο αλλά το παλιό Λουτρό μέσα στο ποτάμι και τα βουνά. Μια μέρα η μάνα μου μας έφερε στο χωριό να μας δει ο πατέρας μας που είχε κατέβει με το τάγμα του στο Λουτρό. 

Οι αντάρτες είχαν μαζευτεί στο ποτάμι και πότιζαν τα μουλάρια και τα άλογα, ο πατέρας μου κάθονταν με τον Πάνο Γιαννούλη και μερικούς άλλους στο σπίτι του οδοντίατρου Τανταρούδα και έπιναν καφέ. Αφού χαιρέτησα τον πατέρα μου, πήγα με τα άλλα παιδιά και παίζαμε στην πλατειούλα του χωριού. Αργότερα ένας αντάρτης ήρθε και μας μάζεψε όλα τα παιδιά του χωριού στη πλατεία. Εκεί ο Πάνος Γιαννούλης είχε ανοίξει ένα κουτί λουκούμια, δώρο σπάνιο εκείνη την εποχή, και μας έβαλε σε σειρά. Εμείς πηγαίναμε κι ένα ένα ανοίγαμε το στόμα και μας έβαζε ένα λουκούμι μέσα. Ήταν το πρώτο γλυκό που έφαγα στη ζωή μου. Μεγάλος έμαθα ότι τα λουκούμια τα είχαν βρει σε μια επιδρομή κατά των Γερμανών. (Μαρτυρία Π.Δ.) 


Η Μάχη της Αμφιλοχίας 

Όταν τελείωσε η μάχη ετοιμαζόμασταν να φύγουμε πάνω από τον Πεταλά (βουνό της Αμφιλοχίας) με τα λάφυρα που είχαμε πάρει φορτωμένα σε μουλάρια. Τότε βλέπω τον Πάνο Γιαννούλη να κουβαλάει μαζί του δύο Ιταλούς κομισανέρους (camissa nera = μελανοχίτωνες). Του λέω "που τους πας αυτούς;" Εμείς στον ΕΛΑΣ δεν είχαμε εντολές να πάρουμε αιχμαλώτους και ειδικά τώρα που τρέχαμε να προλάβουμε τους Γερμανούς που έρχονταν από το Αγρίνιο. Μου λέει ο Γιαννούλης "Θα τους πάρω μαζί να τους εκτελέσουμε γιατί είναι φασίστες". Του λέω "Δεν θα πάρουμε μαζί μας αιχμαλώτους. Δεν έχουμε τέτοια εντολή και δεν μπορούμε να μας καθυστερούν." Εκείνος επέμενε. Κι ήταν ο Γιαννούλης ξερό κεφάλι. Άμα διαφωνούσες μαζί του έπρεπε να τσακωθείς. 

Του λέω "Κάνε ότι θες Πάνο, δεν μπορώ τώρα να σου βάλω μυαλό εγώ" Εκείνος τότε με κοιτάει και μου λέει "Άκου Βασίλη εμένα μου σκοτώσανε τον αδερφό οι Ιταλοί φασίστες. Ήταν μικρό παιδί. Δεν αφήνω κανέναν Ιταλό φασίστα ζωντανό!" Και κάνει έτσι μια με το πιστόλι του και "μπαμ" "μπαμ" τους ξάπλωσε στο έδαφος. (Μαρτυρία Βασίλη Τσούνη, λοχαγού ΕΛΑΣ, 2011)


Ο θάνατος του Πάνου Γιαννούλη

(Μαρτυρία: Θωμάς Πατρίκιος (Βαλάμης) στο μαγαζί του Αποστόλη Βλασσόπουλου το 1958. Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Λευκαδίτικα Νέα") 

Παρατηρήσεις: Αναφέρεται για την προσπάθεια διαφυγής του Πάνου Γιαννούλη με βάρκα στο αυλάκι της Λευκάδας στη στροφή για τη Γύρα. 


Πω! Πω! Τι παλικάρι ήταν αυτό; Όταν το καΐκι που έσερνε τη βάρκα μας έκανε νόημα, εμείς είμαστε στη στεριά μαζί με την αστυνομία και όλοι οι δεξιοί (Αχειμασταίοι, Μπουρδάρας, Καλατζαίοι, Καραγιανναίοι κλπ). Ο Γιαννούλης τότε κατάλαβε ότι τον είχανε προδώσει γιατί τον περίμεναν στην στεριά. Σηκώθηκε από τη βάρκα που είχε μέσα και δύο αντάρτες συντρόφους του (σ.σ. ήταν οι Αλεξανδρίτες Τάσος και Γιώργος Μανωλίτσης (Τσανάτσος), ο τελευταίος έφυγε από τη ζωή το 2009) και τους φώναξε: «Τι θέλετε ρε; Εγώ είμαι ο Πάνος ο Γιαννούλης γ…ώ την Παναγία σας!!» και έριξε βουτιά στη θάλασσα. Πιάστηκε από τα φύκια και έμεινε στο βυθό. Αυτοί τον έψαχναν για να του πάρουν το κεφάλι για τα λύτρα. Είχε επικηρυχθεί για 1.000.000 δρχ.

Μετά από 10 μέρες τον εξέβρασε η θάλασσα. Τον βρήκανε, πήρανε το κεφάλι του, το πήγανε στον τότε Νομάρχη Μανουσόπουλο ο οποίος τους είπε: «Δεν σας δίνω τίποτα, γιατί εγώ τον ήθελα ζωντανό». Πήρανε λοιπόν το κεφάλι του και το κρεμάσανε στην πλατεία της Λευκάδας. Ας σημειωθεί ότι ο μετέπειτα Υπουργός Δημόσιας Τάξης Καλκάνης Κων/νος τον κορόιδευε ότι θα του δώσει αμνηστία μαζί με τον μπατζανάκη του τον Νομάρχη Μανουσόπουλο ο οποίος είχε στείλει το φιρμάνι στο Σταμάτη Μερκούρη για την επικήρυξη του, είναι υπεύθυνοι για τον θάνατό του και για τον θάνατο πολλών. 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ