Το τιμωρό χέρι του λαού
Γράφει η ofisofi //Τον Οκτώβριο του 2012 κυκλοφόρησε από το Θεμέλιο η δεύτερη συμπληρωμένη έκδοση του βιβλίου του Ιάσονα Χανδρινού, Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942 -1944.
Το βιβλίο αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Αθήνα και στον Πειραιά το χρονικό διάστημα 1942 – 1944. Ο Ιάσονας Χανδρινός ερεύνησε και κατέγραψε μια δύσκολη ιστορικά περίοδο καθώς αυτή μελετάται μέσα από τη δράση του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) και της Οργάνωσης Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ).
Ο συγγραφέας του βιβλίου δεν μένει μόνο στην έκθεση και περιγραφή των γεγονότων αλλά θέτει βασικούς προβληματισμούς για την πολιτική του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην Αθήνα από το καλοκαίρι του 1941, εποχή που ανασυγκροτούνται οι κομματικές οργανώσεις μέχρι την Απελευθέρωση.
«Συγκεκριμένα: α) μέσα από ποιες διαδικασίες η κομματική και εαμική ηγεσία οδηγήθηκε στην απόφαση συγκρότησης ένοπλων τμημάτων σε κατεχόμενο αστικό περιβάλλον` β) ποιους στόχους εξυπηρετούσε αρχικά ο ΕΛΑΣ Αθήνας και ποιους στη συνέχεια και ποια η σχέση της ένοπλης δράσης με το συνδικαλιστικό – πολιτικό αγώνα στην κατεχόμενη Αθήνα, και γ) πώς ξεκίνησε και πώς εξελίχθηκε ο ανελέητος πόλεμος με τους κατακτητές, τους ένοπλους συνεργάτες τους και τις αντίπαλες δοσιλογικές ή μη, οργανώσεις και πώς αυτές οι κατευθύνσεις διαφοροποιούνταν ανάλογα με τον αντίπαλο…»
Εκείνο όμως που ξεχωρίζει είναι η δράση της ΟΠΛΑ. Ένα κεφάλαιο της ιστορίας άγνωστο , αλλά που χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς για να κατηγορηθεί η ΕΑΜική αντίσταση και ο ΕΛΑΣ. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι, αν και ελάχιστες, οι πηγές μελετήθηκαν εξαντλητικά. Στις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τη φυσιογνωμία αυτής της οργάνωσης αλλά όχι και τα αποτελέσματα της δράσης της αναλυτικά καθώς δεν επαρκούν τα γεγονότα που μπορούν να διασταυρωθούν.
Δηλώνει όμως ο Ιάσονας Χανδρινός ότι:
«Παρόλα αυτά, είναι δόκιμο να χρησιμοποιήσουμε όσα η έρευνα μας αποκαλύπτει ως υπόθεση εργασίας για μια σειρά καίριων ερωτημάτων: Ποια ήταν η οργανωτική σχέση ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ και ποια τα διακριτά χαρακτηριστικά των δύο οργανώσεων; Ποιο ρόλο διαδραμάτιζε μια οργάνωση «περιφρούρησης» στην Αθήνα του ‘ 44 και ποιο περιεχόμενο αποκτά αυτός ο όρος στις πηγές; Ποιοι στελέχωναν την ΟΠΛΑ και πώς στρατολογούνταν τα μέλη της; Πώς και με ποια κριτήρια επιλέγονταν οι ανθρώπινοι στόχοι ; Λειτουργούσε ως κλειστή κομματική αστυνομία ή αποτελούσε μια ακόμη εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση ευρείας βάσης με «ειδικότερα» καθήκοντα, μυθοποιημένη λόγω των πανίσχυρων κανόνων συνωμοτικότητας που επιβιώνουν στη σημερινή άτυπη omerta των βετεράνων;»
Στη μελέτη επιχειρείται και η προσέγγιση των βασικών αντιπάλων του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στην Αθήνα, όπως τα Τάγματα Ευζώνων, η Ειδική Ασφάλεια, η Χωροφυλακή, το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων. Επίσης δίνονται συνοπτικά οι διάφορες δοσιλογικές οργανώσεις της Αθήνας αλλά και οι άλλες αντιστασιακές οργανώσεις που δρούσαν έξω από το ΕΑΜ και γίνεται προσπάθεια να κατανοηθεί η στάση του ΕΑΜ απέναντί τους.
Ως προς το ερευνητικό πεδίο και τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις ενδιαφέρον παρουσιάζουν η ξεχωριστή περίπτωση της Αθήνας σε σχέση με την κατοχική πραγματικότητα και οι λόγοι που η πρωτεύουσα έγινε κέντρο δραματικών και σημαντικών εξελίξεων ως προς την υποδούλωση της στους κατακτητές αλλά και ως προς την αντίσταση της όχι μόνο σε αυτούς αλλά και τους έλληνες συνεργάτες τους.
Αξίζει να προσέξουμε αυτό που διευκρινίζει ο ιστορικός:
«Στην περίπτωση της κατοχικής Αθήνας του 1943/1944 τα παραδοσιακά ερμηνευτικά σχήματα καταλήγουν να είναι ανεπαρκή ή άχρηστα, καθώς οι όροι Αντίσταση και Δοσιλογισμός αποδεικνύονται ομιχλώδεις μέσα στην πολυσημία τους. Κοιτάζοντας τα γεγονότα, η αντιστασιακή δράση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στο χώρο της πρωτεύουσας ταυτίζεται περισσότερο με τον πόλεμο κατά των συνεργατών του κατακτητή παρά με τον ίδιο τον κατακτητή, ενώ, αντίστοιχα, η συνεργασία με τους Γερμανούς μπορεί να σημαίνει σε πολλές περιπτώσεις συνεργασία με τους συνεργάτες τους. Είναι γεγονός πως η πρωταγωνιστική συμμετοχή δοσιλογικών σωμάτων (Τάγματα Ευζώνων, Ειδική Ασφάλεια) στον πόλεμο κατά του ΕΑΜ προσδίδει στις συγκρούσεις έναν χαρακτήρα εμφυλίου πολέμου που δεν μπορεί να παραγνωριστεί, ενώ η όχι αμελητέας έκτασης φονική δράση του ΕΑΜ – διαμέσου της ΟΠΛΑ – στην πρωτεύουσα μπορεί να οδηγήσει σε ηθελημένες αναγνώσεις και άκριτη προσχώρηση στην ελκυστική θεωρία της “κόκκινης βίας”. Η τιμωρία των προδοτών έλαβε ευρείες διαστάσεις ως κορωνίδα μιας πρακτικής που, για αυτονόητους λόγους, ήταν σύμφυτη με την πολυσυζητημένη διττή φύση του ίδιου του απελευθερωτικού κινήματος, ενώ οι απλές (όσο και αληθείς) διαπιστώσεις ότι ο ΕΛΑΣ Αθήνας σπάνια σκότωνε Γερμανούς ή ότι οι Γερμανοί αποτελούσαν σε πολλές περιπτώσεις απλοί παρατηρητές μιας ενδοελληνικής αιματοχυσίας, μπορεί να λειτουργήσουν παραπλανητικά.
Είναι σκόπιμο να υπογραμμίσουμε τους κινδύνους μιας εκτός πλαισίων θέασης των γεγονότων. Καταρχάς, η ανάδειξη της «βίας» (μαύρης ή κόκκινης) σε βασική αναλυτική κατηγορία της μελέτης μοιάζει εντελώς απρόσφορη, ενώ ανάλογες ενστάσεις εγείρει η αβίαστη ενσωμάτωση της «μαύρης βίας» των Ταγμάτων Ασφαλείας και των λοιπών συνεργατών στο φαινόμενο του κατοχικού εμφυλίου και όχι στη σύγκρουση ανάμεσα σε δυνάμεις Κατοχής και δυνάμεις Κατοχής και δυνάμεις Αντίστασης. Το νόημα των συγκρούσεων στην κατοχική Αθήνα μόνο από μια διεισδυτική ματιά στην κατοχική πραγματικότητα μπορεί να αναδειχθεί, ματιά που πριν από όλα προϋποθέτει σεβασμό στο τρίγωνο πόλεμος – πολιτική βία – κοινωνικός ριζοσπαστισμός. Στην κατοχική Αθήνα, όπως και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, συντελέστηκαν ραγδαίες κοινωνικές μετατοπίσεις. Κάτω από την πίεση της πείνας, της ανέχειας, της ανασφάλειας και της καθημερινότητας των εκτελέσεων σημειώνεται μια μετακίνηση των κοινωνικών στρωμάτων σε ριζοσπαστικότερες θέσεις. Η αδιαπραγμάτευτη αντικατοχική στράτευση , την οποία επιδίωξε με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο το ΕΑΜ/ΚΚΕ, έδωσε μορφή και διέξοδο στο συσσωρευμένο κύμα φτώχειας και οργής, επιφέροντας επιπλέον ρήξεις στον κοινωνικό ιστό και πυροδοτώντας, όπως κάθε γνήσιο επαναστατικό πολιτικό φαινόμενο, μια αλυσίδα βίαιων αντιδράσεων. Το μεγάλο ερώτημα , στο οποίο καλείται να απαντήσει και η παρούσα εργασία, είναι κατά πόσο η βία των αθηναϊκών αντιστασιακών δυνάμεων είναι απαντητική στην κατοχική βία ή πρωτογενής. Εδώ υπεισέρχεται το ακανθώδες ζήτημα της ΟΠΛΑ που, γεννημένη κι ανδρωμένη στις απομακρυσμένες γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, προσωποποιεί την «κόκκινη βία» στον αστικό χώρο της κατεχόμενης πρωτεύουσας και συνεκδοχικά σε ολόκληρη τη χώρα. Ως πρώτη σκέψη, η πολυσυζητημένη θεωρία που προτάσσει τη λογική της μονομερούς πολιτικής βίας από την πλευρά του ΚΚΕ φαίνεται, παρά την όποια επαληθευσιμότητά της, εντελώς ανεπαρκής ως πλαίσιο ερμηνείας. Παρά τις πολυάριθμες δολοφονίες ανθρώπων που εντάσσονταν στη ρευστή κατηγορία των «αντιδραστικών», από πουθενά δεν τεκμηριώνονται σχέδια «γενικών εκκαθαρίσεων» ή «μαζικών σφαγών αμάχων», όπως αυτά που βρέθηκαν στην Αργολίδα του 1944 και καθοδηγούν έκτοτε μια ολόκληρη συλλογιστική. Τα γεγονότα, όπως μας αποκαλύπτονται, συνηγορούν στο ότι η έκρηξη της βίας, και μάλιστα στο λυκόφως της γερμανικής Κατοχής, ήταν απότοκη ενός μαζικού εξοπλισμού κοινωνικών δυνάμεων που διατύπωναν σαφή εθνικοαπελευθερωτικά – κοινωνικά αιτήματα, παρά οργανωμένο σχέδιο δράσης μιας δομικά βίαιης κομματικής ηγεσίας. Την εποχή που η ΟΠΛΑ εγκαινιάζει τον αιματηρό της κατάλογο, τα θύματα των γερμανικών εκτελεστικών αποσπασμάτων, της καταστολής των διαδηλώσεων, των διώξεων από τους μηχανισμούς καταστολής των κυβερνήσεων συνεργατών, της Αστυνομίας, της Χωροφυλακής και της γερμανοκαθοδηγούμενης Ειδικής Ασφάλειας είχαν φτάσει σε τριψήφιο αριθμό. Με άλλα λόγια, και πάντα σε ό,τι αφορά την Αθήνα, η βία των κατοχικών δυνάμεων προϋπήρξε της «κόκκινης βίας», και μάλιστα με τρόπο που δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για την ασυμμετρία ισχύος ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα.
Μια ματιά στο αντίπαλο στρατόπεδο είναι ως προς αυτό διαφωτιστική: Σε αντίθεση με την ύπαιθρο, όπου σε πλείστες περιπτώσεις άνθρωποι ωθήθηκαν στην ένοπλη συνεργασία με τους κατακτητές λόγω οικογενειακών διαφορών, τοπικών διαμαχών ή κομματικών αυθαιρεσιών, ο ένοπλος δοσιλογισμός στην πρωτεύουσα ( και εν γένει στα αστικά κέντρα) υπήρξε θεσμικός. Αποτελούσε ζωτική προϋπόθεση διατήρησης μιας ελληνικής κρατικής φυσιογνωμίας η καρδιά της οποίας χτυπούσε στην Αθήνα, ξεκινώντας και καταλήγοντας ως ειλικρινή συνεργασία ελληνικών και γερμανικών κατοχικών δυνάμεων` ένας «κυβερνητικός» δοσιλογισμός θεμελιωμένος σε μια σειρά νομικών διατάξεων που προσδιόριζαν με ακρίβεια τους κανόνες διεξαγωγής του πολέμου με την « κομμουνιστική απειλή». Κλειδί για την κατανόηση των συσχετισμών στην Αθήνα είναι η πρωταγωνιστική παρουσία των Σωμάτων Ασφαλείας. Εκεί καταγράφονται περιπτώσεις απόλυτης συνεργασίας, όπως της Ειδικής Ασφάλειας, που συνέπραττε με τα Ες – Ες ακόμα και σε διώξεις Εβραίων, και του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων – που έμεινε στο κατοχικό λεξιλόγιο με τον τίτλο «Μπουραντάδες» από το όνομα του διοικητή του, αστυνόμου Νίκου Μπουραντά -, με πρωταγωνιστική συμμετοχή στα μπλόκα και τις συμπλοκές στις συνοικίες της Αθήνας. Αυτά τα σώματα, από κοινού με τα Τάγματα, δεν υπήρχαν παρά για να τροφοδοτούν τις φυλακές της πρωτεύουσας, τα γερμανικά εκτελεστικά αποσπάσματα και τα στρατόπεδα του Γ’ Ράιχ με ομήρους. Η κανονική Χωροφυλακή και η Αστυνομία Πόλεων αποτελούν λιγότερο μονοσήμαντες περιπτώσεις, αν και η λειτουργία τους για την περιφρούρηση του κατοχικού καθεστώτος ήταν δεδομένη…»
Ένα σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπισε ο ιστορικός κατά τη διάρκεια της έρευνας του ήταν η διαθεσιμότητα των πρωτογενών πηγών. Πηγή πληροφοριών για τον ΕΛΑΣ υπήρξαν οι μαρτυρίες και τα απομνημονεύματα που αν και υποκειμενικά, υπήρξαν βασικά βοηθήματά του. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα του ήταν η ανυπαρξία ουσιαστικών πληροφοριών για την ΟΠΛΑ. Έτσι ο ερευνητής δηλώνει ότι εξ αιτίας της τραγικής έλλειψης δευτερογενούς βιβλιογραφίας οδηγήθηκε σε μια “δημιουργική” σύνθεση ετερόκλητων αρχειακών συλλογών, την εξαντλητική αποδελτίωση του παράνομου και κατοχικού Τύπου και σε συστηματική καταγραφή μαρτυριών από μαχητές του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ καθώς και στα σωζόμενα δελτία πληροφοριών της Ειδικής Ασφάλειας αλλά και στα σπαράγματα του αρχείου του 1ου Συντάγματος Ευζώνων. Σημαντική βοήθεια του προσέφεραν τα δικαστικά και τα ληξιαρχικά αρχεία και ειδικά οι ληξιαρχικές πράξεις θανάτου.
Δεν παραλείπει να αναφέρει και τις δυσκολίες της επικοινωνιακής διαδικασίας με όσους ανθρώπους συμμετείχαν κυρίως στην ΟΠΛΑ, μια διαδικασία σύνθετη «που απαιτεί χρόνο, κόπο και κυρίως πείσμα».
Στα πλεονεκτήματα του βιβλίου οι πολλές σημειώσεις που βοηθούν να φωτιστούν ακόμα περισσότερο τα γεγονότα και να διευκρινιστούν ζητήματα και απορίες.
Η εργασία αυτή αποτελεί μια πρώτη καταγραφή κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με την ΟΠΛΑ και προσφέρεται για μελέτη και προβληματισμό σε όποιον θέλει να φωτίσει τα σκοτάδια που δημιουργούνται από την ιστορική παραπληροφόρηση.
Ιάσονας Χανδρινός, Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942 -1944, Θεμέλιο, Αθήνα 2012, 2η έκδοση συμπληρωμένη.
(Τα αποσπάσματα από την εισαγωγή του συγγραφέα στο βιβλίο. Οι φωτογραφίες επίσης από το βιβλίο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου