Σοσιαλισμός και μονοκομματικό σύστημα
Αν
υπάρχει κάτι στην πείρα του υπαρκτού που μπορεί να ξενίζει κάπως το ευρύ κοινό
και να του φαίνεται στρυφνό και μονοκόμματο (στην κυριολεξία, εν προκειμένω),
είναι το μονοκομματικό πολιτικό σύστημα της σοβιετίας. Τα «ελεύθερα πνεύματα»
δύσκολα μπορούν να δεχτούν πχ τη μονοπρόσωπη διεύθυνση στα εργοστάσια, το
σοσιαλισμό σε μία μόνο χώρα, κι αυτή τη «δογματική προσκόλληση» σε μια
φιλοσοφική θεωρία και προτιμούν τους αστικού ευρωμονόδρομους, που του δίνουν
την ψευδαίσθηση της ελευθερίας και της πολυφωνίας. Συνιστά όμως κάποια μορφή
σοσιαλιστικής νομοτέλειας το μονοκομματικό μοντέλο; Και ποια προβλήματα παρουσιάστηκαν
στην πράξη, κατά την εφαρμογή του;
Το
πρώτο σημείο που πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι το μονοκομματικό σύστημα της
σοβιετικής Ρωσίας δεν επιβλήθηκε βάση κάποιας θεωρητικής επεξεργασίας, ενός σχεδίου
ή μιας προειλημμένης απόφασης· προέκυψε ιστορικά από την αντεπαναστατική δράση
των υπόλοιπων κομμάτων, ακόμα κι αυτών που συμμετείχαν στα σοβιέτ και πάλευαν
θεωρητικά για την κατοχύρωση της εξουσίας τους: μενσεβίκοι-εσέροι, ακόμα και το
αριστερό κομμάτι τους, που είχε συμμαχήσει αρχικά με τους μπολσεβίκους. Είναι
αυτονόητο πως αν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν διαφορετικό, οι μπολσεβίκοι
θα είχαν την ίδια ακριβώς (και χειρότερη) αντιμετώπιση από τους αντιπάλους του
και θα έβγαιναν στην παρανομία. Ας έχουμε επίσης υπόψη ότι η αστική πολυφωνία
έδειξε τα δόντια της, πριν καλά-καλά μπει το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της ΕΣΣΔ,
με το Γέλτσιν να θέτει εκτός νόμου το ΚΚ(ΣΕ) στη Ρωσία και να το οδηγεί
αργότερα στα δικαστήρια. Κι αν τελικά οι κομμουνιστές πέτυχαν τη νόμιμη δράση
κι ύπαρξή τους, δεν το οφείλουν στη μεγαλοψυχία της αστικής δημοκρατίας, αλλά
το κατέκτησαν δικαιωματικά.
Το
δεύτερο σημείο, ως συνέχεια του πρώτου: σε αρκετές άλλες ΛΔ του σοσιαλιστικού
μπλοκ και ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες του επαναστατικού περάσματος και το
συσχετισμό δύναμης σε καθεμιά, υπήρχε πολυκομματικό σύστημα. Στη ΛΔ Γερμανίας
πχ το ΕΣΚΓ προέκυψε από τη συγχώνευση του κομμουνιστικού και του
σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, ενώ υπήρχαν άλλοι είκοσι περίπου πολιτικοί
συνδυασμοί –ακόμα και χριστιανοδημοκράτες. Στην Πολωνία, η καθολική εκκλησία
έπαιζε καθοριστικό, αντιπολιτευτικό ρόλο –καθόλου τυχαία δεν ήταν η ανάδειξη
Πολωνού πάπα, με τα Βοϊτίλα. Ενώ στη Ρουμανία, αν δεν κάνω λάθος, δεν είχαν
προχωρήσει καν στην τυπική κατάργηση του θεσμού της βασιλείας.
Γενικά
είναι ζήτημα κατά πόσο μπορούμε να ταυτίσουμε τη Λαϊκή Δημοκρατία ως μορφή με
τη δικτατορία του προλεταριάτου και τη σοβιετική εξουσία, αλλά αυτό δε θα μας απασχολήσει
στο σημερινό κείμενο.
Ίσως
κάποιος αντικρούσει πως τα κόμματα αυτά υπήρχαν τυπικά, χωρίς να μπορούν να
ασκήσουν ουσιαστική αντιπολίτευση. Και σε αυτή τη φράση συμπυκνώνεται ένας πολύ
εύστοχος ορισμός του πολυκομματικού συστήματος στην αστική δημοκρατία. Εφόσον όμως
μας ενδιαφέρει η ουσία κι όχι οι τύποι, πρέπει να μάθουμε να μετράμε τη
δημοκρατία, όχι με το πλήθος των κομμάτων που υπηρετούν την ίδια στρατηγική,
αλλά στους χώρους δουλειάς με την ουσιαστική συμμετοχή των εργαζομένων στην παραγωγική
διαδικασία. Και σε αυτόν τον τομέα, ο υπαρκτός σοσιαλισμός έχει να επιδείξει ως
κεκτημένο αρκετά αξιόλογα επιτεύγματα, παρά τους αντικειμενικούς περιορισμούς
και τα όποια προβληματικά στοιχεία.
Η
ουσία επίσης μας αποκαλύπτει το εξής παράδοξο. Ενώ στην αστική δημοκρατία, οι
διάφοροι πολιτικοί σχηματισμοί δεν είναι παρά οι (πενήντα ή όσες) αποχρώσεις της
αστικής κυριαρχίας, στο σοσιαλισμό η ύπαρξη ενός και μόνο κόμματος στην ΕΣΣΔ πχ
δεν αντιστοιχούσε σε μία και μόνο πολιτική, δε συνεπαγόταν ομόφωνη σιωπή
νεκροταφείου, όπως συχνά νομίζουν οι αστοί αναλυτές (κι όχι μόνο), αλλά
μετατόπιζε πολλές φορές τη διαμάχη στο εσωτερικό του κόμματος, που ήταν η
μοναδική νόμιμη πολιτική έκφραση. Τη σφραγίδα των μπολσεβίκων είχε τόσο η πρώτη
ηρωική περίοδος, η μάχη της κολεκτιβοποίησης, του μεγάλου πατριωτικού πολέμου,
κτλ, όσο και οι μικροαστικές απόψεις του Μπουχάριν για συμβολή των κουλακων στη
σοσιαλιστική οικοδόμηση. Στο ΚΚΣΕ της μεταπολεμικής περιόδου συνυπήρχαν τίμια
στοιχεία, που στελεχώνουν και σήμερα τις γραμμές των κομμουνιστικών κομμάτων,
αλλά και τα πολιτικά τομάρια που ηγήθηκαν της αντεπανάστασης.
Ένα
κόμμα, πολλές πολιτικές, (για να αντιστρέψουμε το γνωστό κομματικό σύνθημα «πέντε
κόμματα, δύο πολιτικές» για την ελληνική πραγματικότητα). Κι εδώ ακριβώς
μπαίνουμε στην ουσία του προβλήματος.
Αν
κάποιο αριβίστικο, αντισοσιαλιστικό στοιχείο ήθελε να ανελιχθεί στον κρατικό
μηχανισμό, φορούσε την προβιά του κομμουνιστή και ξεδίπλωνε υπόγεια από μέσα
την υπονομευτική του δράση. Η ταξική πάλη δεν μπορεί να καταργηθεί με
διατάγματα, αλλά συνεχίζεται και παίρνει άλλες μορφές. Κι αυτό, εκτός από την
ανάγκη διαρκούς επαγρύπνησης, αναδεικνύει και κάτι ακόμα: τους κινδύνους που
υπάρχουν, όταν αυτή η πάλη δε διεξάγεται ανοιχτά και στο προσκήνιο, αλλά «παρασκηνιακά»,
χωρίς τη μαζική συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα. Αν το 91’ η λαϊκή πλειοψηφία
συμπαθούσε μεν το σοσιαλισμό, αλλά έμεινε απαθής μπροστά στο γκρέμισμά του,
αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο παράγοντες: αφενός στο ότι είχε ατροφήσει ο
ενεργός ρόλος της κι είχε συνηθίσει να παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις·
αφετέρου στο ότι οι πρωτεργάτες της παλινόρθωσης ήταν ηγετικά στελέχη του ΚΚΣΕ,
που το περιέβαλαν με εμπιστοσύνη και χρησιμοποίησαν παραπλανητικά συνθήματα για
«περισσότερο σοσιαλισμό».
Μήπως
λοιπόν το μονοκομματικό σύστημα παρουσιάζει σοβαρά αρνητικά στοιχεία, εφόσον
μεταφέρει τη διαπάλη στο εσωτερικό του ΚΚ και μακριά από τη δημοσιότητα; Η
απάντηση δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντα θετική ή αρνητική. Αφενός ο ταξικός
εχθρός χρησιμοποιεί πάντα πλάγια μέσα και υπόγεια, υπονομευτική δράση,
ανεξαρτήτως μοντέλου. Αφετέρου η δομή, το «μοντέλο» πρέπει να υπηρετεί ένα
γενικό σκοπό, το περιεχόμενο, αλλά δεν είναι ποτέ το καθοριστικό στοιχείο, ούτε
μπορεί να διαμορφωθεί εξωιστορικά, βάση αρχών, ως γενική αρχή που ισχύει παντού
και πάντα, σε κάθε περίπτωση.
Υπάρχει
επίσης μια γενικότερη δυσκολία, που καλείται να αντιμετωπίσει ως κράτος η
δικτατορία του προλεταριάτου, που έχει δύο πτυχές: την οργάνωση της οικοδόμησης
και την καταστολή των εκμεταλλευτών και των ταξικών κατάλοιπων του παρελθόντος –τα
οποία όμως δεν καταργούνται με διατάγματα. Αν ο κομμουνισμός δεν είναι μια
ιδεοληψία που έρχεται να επιβληθεί από τα πάνω, αλλά η φυσική ροή των πραγμάτων
(όπως σημειώνουν οι κλασικοί), αυτό δε σημαίνει πως θα εγκαθιδρυθεί από μόνο
του, γιατί τότε δε θα χρειαζόταν να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας, ούτε πως θα
αφήσουμε ελεύθερα όλα τα λουλούδια να ανθίσουν –μαζί με τα ζιζάνια και τους παρασιτικούς
οργανισμούς. Ο σοσιαλισμός είναι μια μορφή καλλιέργειας, που απαιτεί συνεχείς
προσπάθειες, και περιλαμβάνει το ξερίζωμα, αλλά είναι πολύ περισσότερα απ’
αυτό. Κι είναι ζήτημα πότε ο καλλιεργητής επιλέγει συνειδητά τη στιγμή του
ξεριζώματος, της καταστολής και πότε την άλλη, τη δημιουργική. Είναι περίπλοκο
ζήτημα πότε ένας οργανισμός πρέπει να αντιμετωπίζει μόνος του, χωρίς άνωθεν
παρέμβαση, κάποιους ξενιστές-εισβολείς, για να δυναμώσει και να αναπτύξει
αντισώματα και πότε πρέπει να προκρίνεται η προληπτική «κατασταλτική» δράση.
Αλλά
αυτό είναι το θέμα μιας άλλης ανάρτησης.
Κλείνοντας
αυτό το κεφάλαιο, πρέπει να αναφερθούμε, ακροθιγώς έστω, στην αντίληψη πως
μπορούν να υπάρχουν παραπάνω από εργατικά κόμματα που συμφωνούν με το γενικό,
στρατηγικό στόχο της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, αλλά έχουν επιμέρους,
διαφορετικές αντιλήψεις σε άλλα ζητήματα ή εκφράζουν διαφορετικά κοινωνικά
στρώματα (πχ ένα αγροτικό κόμμα, όπως οι εσέροι).
Κανείς
δεν μπορεί να προβλέψει τον πλούτο των μορφών περάσματος, που θα δώσει η
πραγματική ζωή, αλλά είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς με ποιον τρόπο
μπορεί να γίνει αυτό το επαναστατικό πέρασμα, χωρίς ένα συνασπισμό, ένα μέτωπο
τουλάχιστον δυνάμεων, όπου θα ‘χουν ήδη συγχωνευτεί τα πρωτοπόρα συνειδητά
στοιχεία, συνεχίζοντας και μετεπαναστατικά την ενιαία δράση τους.
Πέρα
απ’ αυτό, μπαίνει ένα γενικότερο ζήτημα κατά πόσο τα κόμματα συνεχίζουν και σήμερα
να αντιστοιχούν, όπως παλιότερα, σε συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις ή αν αυτή η
μορφή εκπροσώπησης περνάει κρίση και ανήκει στο παρελθόν, μαζί με τα μαζικά
κόμματα του εικοστού αιώνα. Σε κάθε περίπτωση, αν υποθέσουμε ότι τα αστικά
κόμματα θα τεθούν εκτός νόμου, γιατί υπηρετούν τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών,
τι θα γίνει με όσα έχουν μια εργατική-κομμουνιστική αναφορά ή εκφράζουν μ’ άλλο
τρόπο τα εργατικά συμφέροντα;
Αυτή
η λογική κατά τη γνώμη μου αντανακλά μάλλον την ανάλυση κάποιων οργανώσεων του
εξωκοινοβουλίου και την (κατά βάση μικροαστική) αγωνία τους για το μαγαζάκι τους
και την πολιτική του συνέχεια. Αλλά ένα πραγματικό ΚΚ βλέπει την ενότητα μες
στη διαφορά κι εκφράζει ενιαία την εργατική τάξη ως σύνολο, χωρίς να
απολυτοποιεί τις διαφορές των εργατικών στρωμάτων και να βασίζεται σε αυτές για
την ύπαρξή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου