22 Νοε 2015

Η χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η αδύναμη ανάκαμψη και οι κόντρες στην Ευρωζώνη

Η χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η αδύναμη ανάκαμψη και οι κόντρες στην Ευρωζώνη




Associated Press
Σε ρεπορτάζ της «Καθημερινής» στις 15/11/2015, ανάμεσα σε άλλα, γράφονται και τα εξής: «Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι έτοιμη να τυπώσει περισσότερο χρήμα. Ο Μ. Ντράγκι, μιλώντας σε επιτροπή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, είπε ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να πάρει και νέα μέτρα για να ενισχύσει τον πληθωρισμό στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς κρατικών και εταιρικών ομολόγων που εφαρμόζει από τον Μάρτιο. Τα σχόλια του Ντράγκι όσον αφορά τις απειλές προς την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό υποδηλώνουν με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια ότι η ΕΚΤ πιθανότατα θα αναλάβει δράση τον Δεκέμβριο». Και το ρεπορτάζ συνεχίζει λέγοντας ότι ή θα συνεχιστεί - επεκταθεί η αγορά ομολόγων ή θα μειωθούν κι άλλο τα επιτόκια καταθέσεων, ή και τα δύο μαζί.
Τι δείχνουν οι δηλώσεις Ντράγκι; Οτι η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη είναι εύθραυστη. Το γεγονός ότι είναι έτοιμη η ΕΚΤ να τυπώσει κι άλλο χρήμα σημαίνει ότι δεν δανειοδοτούνται οι επιχειρηματικοί όμιλοι για επενδύσεις. Αυτό υποδηλώνει και ο χαμηλός πληθωρισμός, που σημαίνει χαμηλές τιμές εμπορευμάτων και υπηρεσιών, άρα χαμηλή εσωτερική ζήτηση, μειωμένες εξαγωγές. Δύο εκδοχές υπάρχουν ως προς αυτό. Είτε οι τράπεζες δεν μπορούν να δανείσουν παρότι έχουν πουλήσει ομόλογα στην ΕΚΤ, που σημαίνει ότι δεν έχουν επάρκεια κεφαλαίων για δανεισμό, ή οι επιχειρηματικοί όμιλοι δε ρισκάρουν να δανειστούν για επενδύσεις. Υπάρχει βεβαίως και ο κίνδυνος «κόκκινων» δανείων, άρα οι τράπεζες είναι φειδωλές στο δανεισμό. Με δεδομένη δε την παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση έχουμε ανασταλτική διαδικασία στην οικονομική εξέλιξη της Ευρωζώνης. Φαίνεται λοιπόν ότι ισχύουν όλοι αυτοί οι παράγοντες μαζί.
Υπάρχουν όμως εδώ δύο ζητήματα. Η στρατηγική των αντεργατικών αναδιαρθρώσεων αυξάνει το κέρδος αφού μειώνει τους μισθούς, αλλά μειώνει και τη ζήτηση, άρα δυσκολεύει τη διευρυμένη αναπαραγωγή κερδών και κεφαλαίου, άρα δυσκολεύει τις επενδύσεις. Είναι αξεπέραστη αντίφαση του καπιταλισμού. Επίσης, η τάση για στήριξη στις εξαγωγές, όταν η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνει, πάλι εμποδίζει τις επενδύσεις.
Φαίνεται λοιπόν ότι η δημοσιονομική πολιτική της ΕΚΤ, με τα πάμφθηνα επιτόκια και το πρόγραμμα ευρείας αγοράς ομολόγων προκειμένου να υπάρξει φτηνό χρήμα για δανεισμό επιχειρηματικών ομίλων για επενδύσεις, δεν έφερε έως τώρα τα επιθυμητά αποτελέσματα ανάκαμψης της Ευρωζώνης. Αλλωστε, ο Μ. Ντράγκι είχε πει ότι η πολιτική της ΕΚΤ πρέπει να συνοδευτεί με αναδιαρθρώσεις. Οπως έδειξε όμως η τριμηνιαία έκθεση της Κομισιόν με τις προβλέψεις για την οικονομία της Ευρωζώνης, ούτε με αυτές έρχονται επιθυμητά αποτελέσματα ανάκαμψης.
Υπάρχει επίσης η αρνητική εμπειρία της Ιαπωνίας. Σε πρόσφατο άρθρο του «Ρόιτερς» με τίτλο «Φθάνει στα όριά της η πολιτική της Τράπεζας της Ιαπωνίας» αναφερόταν: «Το πρόβλημα για την Τράπεζα της Ιαπωνίας είναι πως δεν μπορεί να αγοράσει άλλα ομόλογα. Εχει ήδη στην κατοχή της περίπου το μισό όλων των ιαπωνικών ομολόγων που λήγουν το 2018.
Σε ύφεση με αρνητικούς ρυθμούς στο ΑΕΠ για δύο συνεχόμενα τρίμηνα βρέθηκε η Ιαπωνία για τέταρτη φορά την τελευταία πενταετία. Τα "Abenomics", δηλαδή ο συνδυασμός επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που προωθεί η κυβέρνηση του Σίνζο Αμπε σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ιαπωνίας δεν έχουν κατορθώσει να βγάλουν τη χώρα από τη στασιμότητα. Την περίοδο Ιούνη - Σεπτέμβρη, η οικονομία της Ιαπωνίας συρρικνώθηκε κατά 0,8% σε ετήσια βάση, μετά από μείωση του ΑΕΠ κατά 0,7% το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο».
Αυτή η εξέλιξη φανερώνει και το τι πιθανόν να προμηνύεται και για την Ευρωζώνη. Αλλωστε, έως τώρα δεν υπάρχει δυναμική ανάκαμψη.
Ασταθείς οι παράγοντες ανάκαμψης
Η έκθεση της Κομισιόν με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της καταγράφει ουσιαστικά ανησυχίες ως προς την πορεία της οικονομίας τόσο της Ευρωζώνης, όσο και της ΕΕ. Για την Ευρωζώνη, προβλέπει ασθενικούς ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ, για το 2015 στο 1,6%, για το 2016 στο 1,8% και για το 2017 στο 1,9%.
Για την ΕΕ προβλέπει ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ 1,9% το 2015, 2% το 2016, 2,1% το 2017.
Ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Β. Ντομπρόβσκις, επισήμανε ότι η ανάκαμψη ευνοείται από «προσωρινούς παράγοντες» (χαμηλές τιμές πετρελαίου, πτώση συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ, χαλάρωση νομισματικής πολιτικής). Αυτά σημαίνουν ότι οι παράγοντες που συμβάλλουν σ' αυτούς τους ρυθμούς ανάπτυξης δεν είναι σταθεροί. Αρα, μια αρνητική μεταβολή τους, π.χ. αύξηση της τιμής του πετρελαίου, αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ, θα επιδράσει αρνητικά μειώνοντας παραπέρα την εσωτερική ζήτηση αφού θα αυξηθούν οι τιμές εμπορευμάτων και υπηρεσιών, αλλά θα μειώσει και τις εξαγωγές. Υπάρχει επίσης ένας παράγοντας που επισημαίνεται συνεχώς το τελευταίο χρονικό διάστημα, ο οποίος επιδρά αρνητικά στην καπιταλιστική ανάπτυξη της Ευρωζώνης: Η επιβράδυνση της οικονομίας της Κίνας και άλλων, των λεγόμενων αναδυόμενων καπιταλιστικών οικονομιών, όπως της Ασίας, αλλά και της Βραζιλίας, της Ρωσίας κ.λπ.
Να θυμίσουμε ότι πρόσφατα τόσο ο ΟΟΣΑ όσο και το ΔΝΤ αναθεώρησαν προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Ο ΟΟΣΑ στην τελευταία έκθεσή του, στις 9/11/2015, εκτιμά ότι η μεγέθυνση του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2015 θα διαμορφωθεί σε 2,9%, από 3% που εκτιμούσε το Σεπτέμβρη. Για το 2016 το εκτιμά στο 3,3% από 3,6% προηγουμένως. Εκτιμά επίσης ότι οι ροές του παγκόσμιου εμπορίου έχουν μειωθεί επικίνδυνα, κοντά σε επίπεδα που συνήθως συνδέονται με την εμφάνιση παγκόσμιας ύφεσης. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, επίσης, στην έκθεσή του για την Παγκόσμια Οικονομική Προοπτική, αναθεώρησε τις εκτιμήσεις του για την ανάπτυξη το 2015 στο 3,1%, κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από την πρόβλεψη που είχε κάνει τον Ιούλη. Για το 2016 προβλέπει ανάπτυξη στο 3,6%. Ωστόσο, σημειώνει ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε ένα περιβάλλον χαμηλότερων προοπτικών ανάπτυξης, ως συνέπεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Μετά και απ' αυτές τις επισημάνσεις δεν είναι τυχαίες οι δηλώσεις του αντιπροέδρου της Κομισιόν, Β. Ντομπρόβσκις, ότι πρέπει να προχωρήσουν «η υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική, η τόνωση των επενδύσεων, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», ιδιαίτερα εν μέσω της «επιβράδυνσης στην παγκόσμια οικονομία, των συνεχιζόμενων εντάσεων στις γειτονικές χώρες και της ανάγκης διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης».
Η «υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική, η τόνωση των επενδύσεων, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», δηλαδή, προώθηση της πολιτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, σημαίνουν μέτρα για μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, απελευθερώσεις τομέων οικονομίας, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ., για να τονωθούν οι επενδύσεις. Αλλά στην υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική πρέπει να συνυπολογίζουμε και ολοένα και περισσότερα αντιλαϊκά μέτρα για την εξοικονόμηση κρατικού χρήματος για επενδύσεις, που σημαίνουν περικοπές κρατικών παροχών σε βάρος της κάλυψης λαϊκών αναγκών.
Κόντρες και μεταξύ ΕΚΤ - SSM
Πρόσφατα επίσης προέκυψε ένα ακόμη πρόβλημα στην ΕΚΤ. Παρουσιάστηκαν αντιθέσεις μεταξύ του ΔΣ της ΕΚΤ και του Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ SSM για τον έλεγχο τραπεζών της Ευρωζώνης. Αφορμή είναι οι εκτιμήσεις και η σκληρή στάση του SSM για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι τράπεζες της Ευρωζώνης και την ανάγκη αύξησης της κεφαλαιακής επάρκειας, ώστε να είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν σε μια νέα κρίση. Πίσω απ' αυτό βρίσκονται η απροθυμία των κρατών - μελών να παραχωρήσουν εξουσίες σε κεντρικό επίπεδο και η προσπάθεια της ΕΚΤ να συμβιβάσει την επεκτατική της νομισματική πολιτική με τις απαιτήσεις του SSM για περιορισμό των κρατικών ομολόγων που θα μπορεί να κατέχει κάθε τράπεζα. Αυτό πράγματι εμποδίζει την πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ αφού μειώνονται τα ομόλογα που θα μπορούσαν να πουλήσουν οι τράπεζες, άρα και η ρευστότητα που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν, άρα κοντράρεται η πολιτική της ΕΚΤ, που προσδοκά, με αυτήν την πολιτική, να συμβάλει στην ανάκαμψη της οικονομίας της Ευρωζώνης. Βεβαίως, ο αντίλογος του SSM είναι οι ισχυρές τράπεζες. Οι αντιθέσεις αυτές δείχνουν ότι αφενός προσπαθούν να θωρακίσουν το τραπεζικό σύστημα από νέα οικονομική κρίση, άρα χρειάζονται πιο αυστηρά κριτήρια στα τεστ δοκιμασίας σε ό,τι έχει σχέση με τα κεφάλαιά τους, αφετέρου πασχίζουν να αμβλύνουν αντιθέσεις για τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος κάθε κράτους - μέλους της Ευρωζώνης, πιο σωστά, για την ολοκλήρωση της συγκρότησης της Τραπεζικής Ενωσης (βλέπε «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη», 15/11/2015), αλλά και αντιθέσεις στην πολιτική χαλάρωσης. Η Γερμανία ήδη αντιδρά και για το ποιος ελέγχει το τραπεζικό της σύστημα (ψήφισε νόμο με τον οποίο το θεωρεί δικό της ζήτημα και όχι της ΕΚΤ και του SSM), αλλά και για το ταμείο διάσωσης των τραπεζών και ποιος πληρώνει, όπως και για την προστασία «κουρέματος» των καταθέσεων. Σε ομιλία του στη Φρανκφούρτη, ο Μ. Ντράγκι, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τότε που η ΕΚΤ ανέλαβε την εποπτεία των τραπεζών της Ευρωζώνης, μίλησε ξανά για ενιαίο μηχανισμό ασφάλισης καταθέσεων ασκώντας πίεση στη Γερμανία, που επιδιώκει να αποφύγει οποιαδήποτε ευθύνη για ζημίες τραπεζών άλλων χωρών και έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο τις σχετικές συνομιλίες. Προειδοποίησε μάλιστα πως αν δεν θεσπισθεί ενιαίο σύστημα ασφάλισης καταθέσεων, θα πρόκειται για επανάληψη του λάθους που έγινε κατά τη γέννηση του ευρώ και το κατέστησε ευάλωτο, όπως φάνηκε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Βεβαίως, η γερμανική κυβέρνηση διαμέσου του υπουργού Οικονομικών, Β. Σόιμπλε, αντιδρά και στην πολιτική χαλάρωσης της ΕΚΤ, προβάλλοντας την άποψη ότι υπονομεύει το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης και την ίδια την ΕΚΤ. Πρόσφατα επίσης οι πέντε ανεξάρτητοι οικονομικοί εμπειρογνώμονες της γερμανικής κυβέρνησης εκτίμησαν ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να διακόψει το συντομότερο δυνατόν το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, χτυπώντας την επεκτατική νομισματική πολιτική της και ιδιαίτερα το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Τι λένε; «Τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού αποτελούν απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και μεσοπρόθεσμα υπονομεύουν το επιχειρηματικό μοντέλο τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών» και οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να αντισταθμίσουν από μόνες τους αυτή την απειλή. Τι εκτιμούν; Οτι τα χαμηλά επιτόκια δεν αφήνουν περιθώρια κέρδους. Επίσης, τα ομόλογα δεν είναι σίγουρο ότι θα αποπληρωθούν όταν λήξουν. Βεβαίως, πίσω απ' αυτές τις κόντρες και με δεδομένο ότι η οικονομία της Γερμανίας έχει πλεονάσματα, διακρίνεται η προσπάθεια παρεμπόδισης κυκλοφορίας φτηνού χρήματος για επενδύσεις στις άλλες, ιδιαίτερα τις ισχυρές οικονομίες της Ευρωζώνης αφού είναι ανταγωνίστριες.
Να σηκώσουν κεφάλι οι εργαζόμενοι
Βεβαίως με όλ' αυτά επανέρχεται η εκτίμηση περί αμφιβολιών για ξεπέρασμα της κρίσης οριστικά και δυναμικής ανάπτυξης, τόσο της Ευρωζώνης όσο και της ΕΕ. Την ίδια ώρα οι αντεργατικές, αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις συνεχίζουν να εφαρμόζονται αμείωτες, τσακίζοντας μισθούς, συντάξεις, τα συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης, όλα τα δικαιώματα της εργατικής τάξης, των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων, η ζωή των οποίων γίνεται κόλαση. «Να σηκώσουν κεφάλι», λοιπόν, με οργανωμένο ταξικό, αντικαπιταλιστικό - αντιμονοπωλιακό αγώνα. Μονόδρομος είναι η πάλη για διεκδίκηση ικανοποίησης όλων των αναγκών τους σε σύγκρουση και ρήξη με το κεφάλαιο, την ΕΕ, την εξουσία τους, για την εργατική, λαϊκή εξουσία, που θα κοινωνικοποιήσει τα μονοπώλια και θα βάλει την οικονομία στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ