Η προσωποποίηση του εχθρού
Σε μια πρόσφατη κουβέντα με μια απογοητευμένη Συριζαία, πιάσαμε το θέμα
ότι ο εχθρός είναι μάλλον απρόσωπος πια και για αυτό είναι πιο δύσκολο
να εντοπιστεί. Θυμάμαι κάποτε να διαβάζω κάτι αντίστοιχο σε κάποιο
λογοτεχνικό έργο που αναφερόταν σε μια επαρχιακή πόλη και την παλιά
εποχή, όταν όλοι γνώριζαν δηλαδή ποιες οικογένειες είναι πλούσιες και
διαθέτουν δύναμη, ποιοι είναι οι προύχοντες και οι ισχυροί άνδρες, οπότε
μπορούσαν να τους πιέσουν, να στραφούν εναντίον τους και τέλος πάντων
ήξεραν ενάντια σε ποιον και γιατί παλεύουν (που είναι και μια βασική
έγνοια του Οβελίξ, που δεν του αρέσει να δίνει μπούφλες αδιακρίτως,
χωρίς να ξέρει το λόγο και από την άλλη δε βρίσκει κανένα λόγο να μην
είναι ευγενικός, με μερικές μπούφλες, προς τους Ρωμαίους).
Σε διάκριση, θεωρητικά, με τα νεότερα χρόνια, που ο εθχρός είναι απρόσωπος: μια τράπεζα, ένα μονοπώλιο, ένας επιχειρηματικός όμιλος που έχει την έδρα του στο εξωτερικό ή ακόμα και μια εθνική κυβέρνηση, που ακολουθεί το διεθνές πλαίσιο κανόνων, τις κοινοτικές οδηγίες, τις επιταγές των εταίρων της, κτλ. Και από μια άποψη το κάνει με τη δική της βούληση, αλλά είναι πάντα βολική η μετατόπιση ευθυνών σε κέντρα αποφάσεων εκτός εμβέλειας και γενικά εκτός ελέγχου. Την ίδια ακριβώς στόχευση που έχει δηλαδή και το κλασικό ιδεολόγημα για κυβερνήσεις τεχνοκρατών, που δεν είναι ακριβώς απρόσωποι, αλλά δεν εκλέγονται από το λαό κι είναι λιγότερο ευεπίφοροι στις πιέσεις.
Αλλά η ουσία στη δική μας συζήτηση ήταν διαφορετική. Η απογοητεύμενη συνομιλήτρια δε συνομιλούσε στην πραγματικότητα, δεν έθετε ερωτήσεις για να πάρει απαντήσεις, αλλά πήγαινε από το ένα στο άλλο, όταν ένιωθε να στριμώχνεται, για να δικαιολογήσει κατά βάθος τον εαυτό της και τη δική της στάση, γιατί τίποτα δε βγαίνει. Μια στάση που υπέκρυπτε ουσιαστικά δύο πράγματα. Ότι ο εχθρός δεν ήταν απρόσωπος, αλλά αποδείχτηκε πως κρύβεται εκεί που η ίδια δεν το περιμένει, γιατί είχε εναποθέσει την ελπίδα της. (Μα όχι, πείτε μου κύριε πρόεδρε: φταίω εγώ μετά να της πω: "σου τα 'λεγα εγώ"; Αφού την είχα προειδοποιήσει). Και ότι αφού δοκιμάσαμε τα πάντα, δημοψήφισμα και αριστερή κυβέρνηση, αλλά δε βγήκε τίποτα, δε μας μένει ελπίδα καμιά.
Κι αυτή βασικά είναι η χειρότερη υπηρεσία που έχει προσφέρει τόσο η ΔΦΑ, όσο και αυτοί που στήριζαν κριτικά την ΠΦΑ και περίμεναν να κερδίσουν τον κόσμο με τη δική τους συνεπή στάση και το "όχι μέχρι το τέλος". Ο απογοητευμένος λαός πέφτει σε βαριά κατάθλιψη αντί να ξεσηκωθεί. Ακόμα και μερικά ξεσπάσματα οργής βασικά περιλαμβάνονται στα στάδια του πένθους, που καταλήγει πάντα στην αποδοχή του γεγονότος. Αλλά στο δρόμο υπάρχει τουλάχιστον η πραγματική ελπίδα να αφυπνιστεί ο λαός και να καταλάβει τη δύναμή του, χωρίς να περιμένει σωτήρες.
Πέραν αυτού πάντως δε νομίζω πως υπήρχε ποτέ πρόβλημα στην Ελλάδα να εντοπιστεί και να προσωποποιηθεί ο εχθρός (ή έστω οι πιο επιθετικές αιχμές του) ή ότι δεν ξέρουμε ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο. Ακόμα κι αστοί πολιτικοί, σαν τους Καραμανλήδες είχαν θέσει αυτό το ερώτημα, με το νεότερο να κατονομάζει ειδικά τους εθνικούς νταβατζήδες, που κάνουν κουμάντο στη χώρα και να αναγκάζεται σε μια εντυπωσιακά αλά Σύριζα στο θέμα του βασικού μετόχου, μολονότι δεν επιχείρησε κάποια ουσιαστική ρήξη με το μιντιακό σύστημα. Κάτι που φαινόταν άλλωστε κι από μικρές λεπτομέρειες, όπως την επιλογή του Ρουσόπουλου ως δεξί του χέρι, που δεν τη λες και επιλογή ρήξης, αλλά μάλλον διαμεσολάβηση για συνεννόηση.
Αυτές τις μέρες είναι η σειρά του Σύριζα (που έχει ανοιχτό δίαυλο και προνομιακές σχέσεις με το καραμανλικό στρατόπεδο) να δοκιμάσει την τύχη του σε μια αντίστοιχη ρύθμιση του τηλεοπτικού πεδίου, με στόχο τον έλεγχό του από την κυβέρνηση, χωρίς να επιδιώκει (ούτε αυτός) κάποια ουσιαστική ρήξη, άλλο αν αυτό επιχειρεί να περάσει επικοινωνιακά προς τα έξω, για να τονώσει το φιλολαϊκό του προφίλ. Κι είναι ζήτημα αν, ακόμα και με αυτό το περιεχόμενο, μπορεί να σταθεί στο υπάρχον νομικό πλαίσιο.
Αναφέρω το Σύριζα, γιατί είναι η κατεξοχήν πολιτική δύναμη που προσωποποίησε τη μνημονιακή στρατηγική της αστικής τάξης στους Σαμαροβενιζέλους και τις χρεοκοπημένες νεοφιλελεύθερες συνταγές, για να έρθει στα πράγματα και να ακολουθήσει την ίδια ακριβώς ρότα με τους προηγούμενους, φλερτάροντας μάλιστα ανοιχτά με το παλιό (με το οποίο ξεμπερδέψαμε), τώρα που απαλλάχτηκε από τα βαρίδιά του (βλέπε πχ το άνοιγμα του Κατρούγκαλου στο ΠαΣοΚ για ένα σχήμα τύπου Πορτογαλίας).
Αν αποδεικνύουν κάτι όλα αυτά δεν είναι το πρόβλημα να προσωποποιήσουμε τον εχθρό, αλλά το ακριβώς αντίθετο, η τάση να ηθικολογούμε για τους διεφθαρμένους, φαύλους πολιτικούς, τα λαμόγια και τη διαφθορά, αντί να εντοπίζουμε τα φαινόμενα και την πολιτική ουσία, που βρίσκει πάντα τα κατάλληλα άτομα, που θα εκφράσουν το πνεύμα της. Το πρόβλημα είναι η τάση να επικεντρώνουμε (εμείς γενικά ως λαός, όχι οι κομμουνιστές) στα πρόσωπα, που θα αντικατασταθούν από άλλα νέα κι άφθαρτα, για να ακολουθήσει ο ίδιος φαύλος κύκλος κι ο επόμενος κρίκος που θα διαιωνίζει την αλυσίδα.
Ζούμε σε μια εποχή που οι αντθέσεις είναι πιο οξυμένες από ποτέ και παρουσιάζονται σχεδόν σε καθαρή μορφή.
Αλλά ο εχθρός είναι δύσκολο να εντοπιστεί όσο κάποιοι θολώνουν το τοπίο και τείνουν να τον περιορίζουν σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή φορείς, χωρίς να σημειώνουν την αιτιώδη σχέση που τους συνδέει, πχ οι τράπεζες χωρίς τις κυβερνήσεις που τους μπουκώνουν με ζεστό κρατικό χρήμα, για τη δική μας υποτίθεται σωτηρία ή το πολιτικό προσωπικό, χωρίς να μπαίνει στο κάδρο το αφεντικό του, η κυρίαρχη τάξη που καθορίζει την κυρίαρχη πολιτική. Ή η νεοφιλελεύθερη δεξιά, οι ξένοι δυνάστες, και πάει λέγοντας.
Κι όσο συμβαίνει αυτό, ο "απρόσωπος" εχθρός πάντα θα βρίσκει τρόπο να ελίσσεται σαν Ιανός και να αποκτά χίλια πρόσωπα, για να ξεγελάσει τα θύματά του, και να τα ρίξει στο βούρκο της απογοήτευσης και της απάθειας, το βασικό εσωτερικό εχθρό, με τον οποίο πρέπει να αναμετρηθούμε, για να μπορέσουμε να νικήσουμε.
Σε διάκριση, θεωρητικά, με τα νεότερα χρόνια, που ο εθχρός είναι απρόσωπος: μια τράπεζα, ένα μονοπώλιο, ένας επιχειρηματικός όμιλος που έχει την έδρα του στο εξωτερικό ή ακόμα και μια εθνική κυβέρνηση, που ακολουθεί το διεθνές πλαίσιο κανόνων, τις κοινοτικές οδηγίες, τις επιταγές των εταίρων της, κτλ. Και από μια άποψη το κάνει με τη δική της βούληση, αλλά είναι πάντα βολική η μετατόπιση ευθυνών σε κέντρα αποφάσεων εκτός εμβέλειας και γενικά εκτός ελέγχου. Την ίδια ακριβώς στόχευση που έχει δηλαδή και το κλασικό ιδεολόγημα για κυβερνήσεις τεχνοκρατών, που δεν είναι ακριβώς απρόσωποι, αλλά δεν εκλέγονται από το λαό κι είναι λιγότερο ευεπίφοροι στις πιέσεις.
Αλλά η ουσία στη δική μας συζήτηση ήταν διαφορετική. Η απογοητεύμενη συνομιλήτρια δε συνομιλούσε στην πραγματικότητα, δεν έθετε ερωτήσεις για να πάρει απαντήσεις, αλλά πήγαινε από το ένα στο άλλο, όταν ένιωθε να στριμώχνεται, για να δικαιολογήσει κατά βάθος τον εαυτό της και τη δική της στάση, γιατί τίποτα δε βγαίνει. Μια στάση που υπέκρυπτε ουσιαστικά δύο πράγματα. Ότι ο εχθρός δεν ήταν απρόσωπος, αλλά αποδείχτηκε πως κρύβεται εκεί που η ίδια δεν το περιμένει, γιατί είχε εναποθέσει την ελπίδα της. (Μα όχι, πείτε μου κύριε πρόεδρε: φταίω εγώ μετά να της πω: "σου τα 'λεγα εγώ"; Αφού την είχα προειδοποιήσει). Και ότι αφού δοκιμάσαμε τα πάντα, δημοψήφισμα και αριστερή κυβέρνηση, αλλά δε βγήκε τίποτα, δε μας μένει ελπίδα καμιά.
Κι αυτή βασικά είναι η χειρότερη υπηρεσία που έχει προσφέρει τόσο η ΔΦΑ, όσο και αυτοί που στήριζαν κριτικά την ΠΦΑ και περίμεναν να κερδίσουν τον κόσμο με τη δική τους συνεπή στάση και το "όχι μέχρι το τέλος". Ο απογοητευμένος λαός πέφτει σε βαριά κατάθλιψη αντί να ξεσηκωθεί. Ακόμα και μερικά ξεσπάσματα οργής βασικά περιλαμβάνονται στα στάδια του πένθους, που καταλήγει πάντα στην αποδοχή του γεγονότος. Αλλά στο δρόμο υπάρχει τουλάχιστον η πραγματική ελπίδα να αφυπνιστεί ο λαός και να καταλάβει τη δύναμή του, χωρίς να περιμένει σωτήρες.
Πέραν αυτού πάντως δε νομίζω πως υπήρχε ποτέ πρόβλημα στην Ελλάδα να εντοπιστεί και να προσωποποιηθεί ο εχθρός (ή έστω οι πιο επιθετικές αιχμές του) ή ότι δεν ξέρουμε ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο. Ακόμα κι αστοί πολιτικοί, σαν τους Καραμανλήδες είχαν θέσει αυτό το ερώτημα, με το νεότερο να κατονομάζει ειδικά τους εθνικούς νταβατζήδες, που κάνουν κουμάντο στη χώρα και να αναγκάζεται σε μια εντυπωσιακά αλά Σύριζα στο θέμα του βασικού μετόχου, μολονότι δεν επιχείρησε κάποια ουσιαστική ρήξη με το μιντιακό σύστημα. Κάτι που φαινόταν άλλωστε κι από μικρές λεπτομέρειες, όπως την επιλογή του Ρουσόπουλου ως δεξί του χέρι, που δεν τη λες και επιλογή ρήξης, αλλά μάλλον διαμεσολάβηση για συνεννόηση.
Αυτές τις μέρες είναι η σειρά του Σύριζα (που έχει ανοιχτό δίαυλο και προνομιακές σχέσεις με το καραμανλικό στρατόπεδο) να δοκιμάσει την τύχη του σε μια αντίστοιχη ρύθμιση του τηλεοπτικού πεδίου, με στόχο τον έλεγχό του από την κυβέρνηση, χωρίς να επιδιώκει (ούτε αυτός) κάποια ουσιαστική ρήξη, άλλο αν αυτό επιχειρεί να περάσει επικοινωνιακά προς τα έξω, για να τονώσει το φιλολαϊκό του προφίλ. Κι είναι ζήτημα αν, ακόμα και με αυτό το περιεχόμενο, μπορεί να σταθεί στο υπάρχον νομικό πλαίσιο.
Αναφέρω το Σύριζα, γιατί είναι η κατεξοχήν πολιτική δύναμη που προσωποποίησε τη μνημονιακή στρατηγική της αστικής τάξης στους Σαμαροβενιζέλους και τις χρεοκοπημένες νεοφιλελεύθερες συνταγές, για να έρθει στα πράγματα και να ακολουθήσει την ίδια ακριβώς ρότα με τους προηγούμενους, φλερτάροντας μάλιστα ανοιχτά με το παλιό (με το οποίο ξεμπερδέψαμε), τώρα που απαλλάχτηκε από τα βαρίδιά του (βλέπε πχ το άνοιγμα του Κατρούγκαλου στο ΠαΣοΚ για ένα σχήμα τύπου Πορτογαλίας).
Αν αποδεικνύουν κάτι όλα αυτά δεν είναι το πρόβλημα να προσωποποιήσουμε τον εχθρό, αλλά το ακριβώς αντίθετο, η τάση να ηθικολογούμε για τους διεφθαρμένους, φαύλους πολιτικούς, τα λαμόγια και τη διαφθορά, αντί να εντοπίζουμε τα φαινόμενα και την πολιτική ουσία, που βρίσκει πάντα τα κατάλληλα άτομα, που θα εκφράσουν το πνεύμα της. Το πρόβλημα είναι η τάση να επικεντρώνουμε (εμείς γενικά ως λαός, όχι οι κομμουνιστές) στα πρόσωπα, που θα αντικατασταθούν από άλλα νέα κι άφθαρτα, για να ακολουθήσει ο ίδιος φαύλος κύκλος κι ο επόμενος κρίκος που θα διαιωνίζει την αλυσίδα.
Ζούμε σε μια εποχή που οι αντθέσεις είναι πιο οξυμένες από ποτέ και παρουσιάζονται σχεδόν σε καθαρή μορφή.
Αλλά ο εχθρός είναι δύσκολο να εντοπιστεί όσο κάποιοι θολώνουν το τοπίο και τείνουν να τον περιορίζουν σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή φορείς, χωρίς να σημειώνουν την αιτιώδη σχέση που τους συνδέει, πχ οι τράπεζες χωρίς τις κυβερνήσεις που τους μπουκώνουν με ζεστό κρατικό χρήμα, για τη δική μας υποτίθεται σωτηρία ή το πολιτικό προσωπικό, χωρίς να μπαίνει στο κάδρο το αφεντικό του, η κυρίαρχη τάξη που καθορίζει την κυρίαρχη πολιτική. Ή η νεοφιλελεύθερη δεξιά, οι ξένοι δυνάστες, και πάει λέγοντας.
Κι όσο συμβαίνει αυτό, ο "απρόσωπος" εχθρός πάντα θα βρίσκει τρόπο να ελίσσεται σαν Ιανός και να αποκτά χίλια πρόσωπα, για να ξεγελάσει τα θύματά του, και να τα ρίξει στο βούρκο της απογοήτευσης και της απάθειας, το βασικό εσωτερικό εχθρό, με τον οποίο πρέπει να αναμετρηθούμε, για να μπορέσουμε να νικήσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου