Το
προηγούμενο δίμηνο ξεκίνησε με τη ΔΕΘ και τον κυβερνητικό «οδικό χάρτη»
που συμπύκνωνε τις βασικές αστικές επιδιώξεις στη συγκεκριμένη
συγκυρία. Ανάμεσα σε αυτές, ο πρωθυπουργός ξεχώρισε την αναγκαιότητα
γρήγορου κλεισίματος της δεύτερης αξιολόγησης και την ελάφρυνση του
χρέους, ενώ περιέβαλε αυτές τις επιδιώξεις με το μανδύα της «κοινής
εθνικής προσπάθειας των δημιουργικών δυνάμεων του τόπου». Η ουσία αυτών
των στόχων συνάντησε ευρεία αστική συναίνεση, προκαλώντας τις γνωστές
αναφορές του ΣΕΒ περί σύγκλισης «των πολιτικών αρχηγών των δύο μεγάλων
κομμάτων». Δυο μήνες αργότερα, η κυβέρνηση έχει κάνει μια σειρά βήματα
στην παραπάνω κατεύθυνση, δρώντας μέσα σε ένα σύνθετο διεθνές
περιβάλλον.
Όσον
αφορά, καταρχήν, το ζήτημα των αντεργατικών παρεμβάσεων στα εργασιακά,
που βρίσκεται στον πυρήνα της δεύτερης αξιολόγησης, η κυβέρνηση πρόβαλε
και αξιοποίησε το λεγόμενο «Πόρισμα Σοφών». Πρόκειται για ένα κείμενο
που αναγνωρίζει ανοιχτά ότι το σύνολο των εργασιακών σχέσεων (κατώτατος
μισθός, συλλογικές συμβάσεις, ομαδικές απολύσεις, συνδικαλιστική δράση)
πρέπει να προσαρμόζεται κάθε φορά στις αναγκαιότητες και τα όρια που
θέτει η επιδίωξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Επίσης, υπενθυμίζουμε
ότι η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι αναμένει και ότι θα σεβαστεί την
απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την προσφυγή της Lafarge εναντίον
της ελληνικής νομοθεσίας για τις ομαδικές απολύσεις (σύμφωνα με την
οποία γι’ αυτές απαιτείται έγκριση από τον υπουργό Εργασίας), με τον
Εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου να έχει τοποθετηθεί από την αρχή
υπέρ της προσφυγής. Στην τελευταία συνάντηση με τους θεσμούς ο Γ.
Κατρούγκαλος διείδε «σημεία επαφής» με το κουαρτέτο, στρώνοντας το
έδαφος για τη συνέχεια της διαπραγμάτευσης στις 14 Νοέμβρη.
Εκτός
από τα εργασιακά, στη διαπραγμάτευση περιλαμβάνονται και μια σειρά
δημοσιονομικά ζητήματα ενόψει και της τελικής κατάρτισης του κρατικού
προϋπολογισμού για το 2017. Απ’ ό,τι φαίνεται, η «δημοσιονομικά
ουδέτερη» γενίκευση του κατ’ ευφημισμού αποκαλούμενου Κοινωνικού
Εισοδήματος Αλληλεγγύης το 2017 σε πανελλαδικό επίπεδο θα αποτελέσει το
βασικό όχημα συρρίκνωσης και κατάργησης προνοιακών επιδομάτων,
φοροαπαλλαγών κλπ. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι το Προσχέδιο
Προϋπολογισμού, που έχει κατατεθεί, έχει καταρτιστεί βασιζόμενο στην
πρόβλεψη του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη 2,7% στην
Ελλάδα το 2017. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν και πολύ πιο ήπιες
προβλέψεις για τους ρυθμούς της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα
(βλ. αναλυτικά στο άρθρο αυτού του τεύχους με τίτλο «Εκτιμήσεις για την
πορεία της διεθνούς και εγχώριας οικονομίας»), όλες εκτιμούν ότι το 2017
θα είναι το πρώτο έτος ανάκαμψης από την 8ετή οικονομική κρίση.
Το
γεγονός του συγχρονισμού του περάσματος σε φάση καπιταλιστικής
ανάκαμψης και της διαπραγμάτευσης για τις ανατροπές στα εργασιακά
αποδεικνύει με τον πιο εμφατικό τρόπο πως το πρώτο προϋποθέτει το
δεύτερο. Αυτό άλλωστε φρόντισε να υπενθυμίσει το κουαρτέτο, σημειώνοντας
κατά την πρώτη συνάντηση με την κυβέρνηση στα πλαίσια της δεύτερης
αξιολόγησης ότι τα μέτρα των δύο πρώτων μνημονίων είναι δεδομένα και ότι
το 3ο Μνημόνιο περιέχει ήδη τους κεντρικούς άξονες πάνω στους οποίους
θα κινηθεί η διαπραγμάτευση για τα εργασιακά.
Η
συγκεκριμενοποίηση και ψήφιση των αντιλαϊκών αποφάσεων, που συνεπάγεται
η δεύτερη αξιολόγηση, συνδέεται άμεσα με τις κυβερνητικές επιδιώξεις
για την ελάφρυνση του χρέους. Το ζήτημα της προοπτικής ελάφρυνσης του
ελληνικού κρατικού χρέους συνεχίζει να αποτελεί πεδίο οξυμμένων
αντιθέσεων μεταξύ μίας σειράς αστικών κρατών και διακρατικών οργανισμών.
Αυτό που αποκρύβει η κυβέρνηση είναι ότι κοινός παρονομαστής, τόσο
αυτών που τάσσονται υπέρ όσο και αυτών που τάσσονται κατά της ελάφρυνσης
του χρέους, είναι η άτεγκτη υλοποίηση των αντιλαϊκών παρεμβάσεων.
Χαρακτηριστικές
είναι οι δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ (οι οποίες μαζί με
το ΔΝΤ προβάλλονται από την κυβέρνηση ως οι βασικοί σύμμαχοί της στο
ζήτημα του χρέους): «Εκτός από την τήρηση των δεσμεύσεων από την πλευρά
της Ελλάδας και την εφαρμογή σκληρών μέτρων, υπάρχει επίσης η ανάγκη
μείωσης του χρέους». Στην ίδια δήλωση ο Τζακ Λιου σημείωσε επίσης ότι:
«Είναι μεγάλη πρόοδος ότι η Ελλάδα εφαρμόζει τα μέτρα, κάποια από τα
οποία είναι σκληρά και πρέπει να τα ολοκληρώσουν».
Παραβλέποντας
αυτές και πολλές άλλες παρόμοιες τοποθετήσεις, η κυβέρνηση παρουσιάζει
τον απερχόμενο πρόεδρο της ηγέτιδας δύναμης του παγκόσμιου
ιμπεριαλιστικού συστήματος ως πολέμιο της λιτότητας. Χαρακτηριστικό
είναι το γεγονός ότι η κυβερνητική εφημερίδα «Αυγή» (26 Οκτώβρη 2016)
ενημέρωσε τους αναγνώστες της για την επίσκεψη Ομπάμα στην Αθήνα στα
μέσα Νοέμβρη με πρωτοσέλιδο τίτλο «Στήριξη Ομπάμα». Αντίστοιχου είδους
είναι και η στήριξη που απλόχερα προσφέρει ο Ομπάμα στον Ιταλό
πρωθυπουργό Α. Ρέντσι ενόψει του δημοψηφίσματος της 4ης Δεκέμβρη για τη
συνταγματική αναθεώρηση. Φυσικά, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, η
επίσκεψη Ομπάμα στην Αθήνα δεν αφορά κυρίως το χρέος.
Σε
αυτή τη συγκυρία η επιδίωξη των ΗΠΑ για καταπολέμηση της γερμανικής
ηγεμονίας στην ΕΕ συμπίπτει με τις επιδιώξεις εκείνων των κρατών-μελών
που θίγονται από αυτή την ηγεμονία και την έκφρασή της σε επίπεδο
δημοσιονομικής κυρίως πολιτικής. Σε αυτές τους τις επιδιώξεις οι ΗΠΑ
αξιοποιούν και το γεγονός ότι για πρώτη φορά εμφανίζεται τόσο εύθραυστη η
συνοχή της ΕΕ, στην οποία έχουν δημιουργηθεί ομάδες κρατών με
διαφορετικές επιδιώξεις. Η μία ομάδα αποτελείται από τα κράτη που
στοιχίζονται πίσω από τη Γερμανία (Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο και
Βαλτικές χώρες), τασσόμενα υπέρ της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της
περιφρούρησης της ισχύος του ευρώ. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από τα
κράτη της «ομάδας του Βίσενγκραντ» με ηγέτιδα δύναμη την Πολωνία (και
τις Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία) που ζητούν ενίσχυση της αυτονομίας των
κρατών-μελών έναντι της τάσης εμβάθυνσης της ενοποίησης της ΕΕ. Τέλος,
είναι τα κράτη της λεγόμενης «Συμμαχίας του Νότου» ή του «Κλαμπ της
Μεσογείου», στα οποία ηγεμονεύει η Γαλλία (παρά το γεγονός ότι τη
σχετική πρωτοβουλία για τη συγκρότησή αυτής της συμμαχίας την πήρε η
κυβέρνηση Τσίπρα), ασκώντας πίεση για πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική.
Στις παραπάνω ομάδες πρέπει να προστεθεί και η διακριτή επίδραση που
ασκεί η Βρετανία στις εξελίξεις της ΕΕ, στην πορεία της εξόδου της από
αυτήν.
Η
οξύτητα των αντιθέσεων είναι ακόμα μεγαλύτερη αν συνυπολογιστεί και το
γεγονός ότι αυτές διαπερνούν και το εσωτερικό του καθενός από τα
παραπάνω κράτη-μέλη. Όσο ενιαία είναι (και όσο ενιαία εκφράζονται σε
πολιτικό επίπεδο) τα συμφέροντα της αστικής τάξης όσον αφορά το τσάκισμα
των εργασιακών-λαϊκών δικαιωμάτων, τόσο διαφορετικά μπορεί να είναι
στον ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Οι
αντιθέσεις μεταξύ των κρατών-μελών εκφράζονται και στις σχέσεις τους με
τους θεσμούς της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα
είναι η κόντρα ΕΚΤ, από τη μία, και γερμανικής κυβέρνησης και
Γερμανικής Ένωσης Τραπεζών, από την άλλη, για την ασκούμενη επεκτατική
νομισματική πολιτική. Η κόντρα αυτή, η οποία κρατά αρκετό καιρό, πέρασε
σε νέα φάση μετά την πρόσφατη επίσκεψη Ντράγκι στο Βερολίνο και την
ανοιχτή αμοιβαία ανταλλαγή κατηγοριών και απειλών.
Ο
πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζ. Κ. Γιούνκερ περιέγραψε την
παραπάνω κατάσταση, στη χαρακτηριστική για τον τίτλο της «Ομιλία για την
κατάσταση της Ένωσης»: «Η Ευρωπαϊκή μας Ένωση βρίσκεται, τουλάχιστον εν
μέρει, σε υπαρξιακή κρίση […] Ποτέ στο παρελθόν δεν είχα δει τόσο μικρό
κοινό έδαφος μεταξύ των κρατών-μελών μας, τόσο λίγους τομείς στους
οποίους συμφωνούν να δουλέψουν μαζί». Στην ίδια ομιλία ανακοίνωσε
(προκαλώντας την έντονη αντίδραση του αντιπροέδρου της Κομισιόν
Ντομπρόβσκις) το διπλασιασμό του λεγόμενου «πακέτου Γιούνκερ» και την
«ευφυή ευελιξία» στην εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας προς όφελος της
μεγαλύτερης στήριξης της (καπιταλιστικής) ανάπτυξης. Πρόκειται για
μέτρα που κινούνται σαφώς στην κατεύθυνση των κελευσμάτων της τελευταίας
συνόδου των G20 περί της αναγκαιότητας πιο επεκτατικής δημοσιονομικής
πολιτικής. Όπως είναι αναμενόμενο, αυτά τα μέτρα προκαλούν αμηχανία στη
Γερμανία, η οποία, μετά τις διαφωνίες της με την ασκούμενη νομισματική
πολιτική, φαίνεται να πιέζεται και στο πεδίο της δημοσιονομικής
πολιτικής.
Χαρακτηριστική
είναι όμως η αντίδραση στις δηλώσεις Γιούνκερ από μεριάς της ελληνικής
κυβέρνησης, η οποία βρήκε «εξαιρετικά θετικά σημεία» στην ομιλία
Γιούνκερ (υπενθυμίζουμε ότι ο Γιούνκερ ανήκει μαζί με τον Κ. Μητσοτάκη
στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα). Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Παπαδημούλης
από την πλευρά του δήλωσε ότι «αν συγκρίνει κανείς την ομιλία Γιούνκερ
με την κοινή διακήρυξη της Αθήνας, θα βρει κοινά σημεία».
Παράλληλα
με την ενίσχυση της τάσης δημοσιονομικής στήριξης της καπιταλιστικής
κερδοφορίας σε μια σειρά χώρες, έδαφος κερδίζει και η υπεράσπιση της
ανάγκης ενίσχυσης του προστατευτισμού σε ορισμένες από αυτές, ως
αποτέλεσμα των δυσκολιών γρήγορης καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά και της
ανταγωνιστικής πίεσης από άλλες χώρες. Εδώ ξεχωρίζουν οι αποφάσεις των
Αρχών σε Γερμανία, Αυστραλία, ΗΠΑ και Ολλανδία να βάλουν εμπόδια στην
κινεζική επέλαση εξαγορών επιχειρήσεων στις χώρες τους, προκαλώντας την
αντίδραση της Κίνας που τις κατηγορεί για προστατευτισμό. Ιδιαίτερα
έντονα εκφράστηκαν οι τάσεις προστατευτισμού και στην προεκλογική
καμπάνια του Ντ. Τραμπ στις ΗΠΑ.
Η
ενίσχυση των προστατευτικών τάσεων δεν τις καθιστά –τουλάχιστον προς το
παρόν– κυρίαρχες ούτε καν στις ΗΠΑ, οι οποίες συνεχίζουν να ιεραρχούν
την ανάγκη σύναψης της Διατλαντικής Συμφωνίας Εμπορίου και Επενδύσεων
(TTIP), προσκρούοντας στη σθεναρή αντίδραση της Γερμανίας και της
Γαλλίας όσον αφορά τους όρους της Συμφωνίας. Αντίθετα με τo «πάγωμα» των
διαπραγματεύσεων για την TTIP, πριν λίγες μέρες υπογράφτηκε τελικά
–μετά από τα σχετικά παζάρια με το κοινοβούλιο της βελγικής Βαλονίας– η
εμπορική συμφωνία ΕΕ-Καναδά (CETA), ενώ συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις
για τη διεθνή Συμφωνία Εμπορίου Υπηρεσιών (TiSA) που περιλαμβάνει χώρες
από όλες τις ηπείρους (εκτός από την Αφρική) και προβλέπει την άρση των
όποιων εμποδίων παραμένουν στην κίνηση κεφαλαίων και στο εμπόριο στους
τομείς των υπηρεσιών. Η παραπάνω κινητικότητα στον τομέα των εμπορικών
συμφωνιών γίνεται σε μία περίοδο όπου με μία φωνή όλοι οι διεθνείς
διακρατικοί οργανισμοί (ΕΚΤ, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ) ξεχωρίζουν ως βασικό κίνδυνο για
την παγκόσμια ανάπτυξη την επιβράδυνση των ρυθμών επέκτασης του
διεθνούς εμπορίου.
Η όξυνση
των αντιθέσεων ανάμεσα στα διάφορα κράτη και κέντρα του ιμπεριαλιστικού
συστήματος εκφράζεται και σε στρατιωτικό επίπεδο. Οι αποφάσεις της
πρόσφατης Συνόδου υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες αποτυπώνουν
την κλιμάκωση της επιθετικότητας εναντίον της Ρωσίας σε όλα τα μέτωπα,
από τη Συρία μέχρι τη Βαλτική, μέσα από την ανάπτυξη ΝΑΤΟϊκών
στρατιωτικών δυνάμεων σε Λετονία, Εσθονία, Πολωνία, Ρουμανία, καθώς και
ναυτικών δυνάμεων στη Μαύρη Θάλασσα. Όσον αφορά τη Συρία, η όξυνση αυτή
αποτυπώνεται ήδη στην εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων σε Συρία και
Ιράκ και ιδιαίτερα στις πόλεις Χαλέπι, Μοσούλη και Ράκα.
Ιδιαίτερα
στοιχεία της τελευταίας περιόδου είναι η προσπάθεια διακριτού
στρατιωτικού και διπλωματικού ρόλου της Τουρκίας σε συνδυασμό με τη
μερική προσέγγισή της με τη Ρωσία και η ύφεση των ρωσικών-συριακών
επιχειρήσεων στο Χαλέπι μετά τις πιέσεις των ΗΠΑ - ΕΕ - ΝΑΤΟ. Με τους
ευρύτερους σχεδιασμούς της Τουρκίας στην περιοχή συνδέονται και οι
πρόσφατες δηλώσεις Ερντογάν, με τις οποίες αμφισβήτησε τη Συνθήκη της
Λωζάνης που καθόρισε τα σημερινά σύνορα του τουρκικού κράτους, αλλά και
οι δηλώσεις του περί ευθύνης και δικαιώματος αυτοδίκαιης παρέμβασης της
Τουρκίας σε μια περιοχή που εκτείνεται από την Ανατολική Ευρώπη ως τη
Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική και περιλαμβάνει μέχρι και τη
…Θεσσαλονίκη.
Σε
επίπεδο ΕΕ, ο Γιούνκερ ανακοίνωσε τη δημιουργία Ενιαίου Ανώτατου
Στρατηγείου της ΕΕ με μόνιμες στρατιωτικές δομές. Αξίζει να σημειωθεί
ότι η ενίσχυση της αυτόνομης στρατιωτικής παρουσίας της ΕΕ αποτελεί ίσως
το μοναδικό πεδίο στο οποίο συνεχίζει να δρα ενιαία ο λεγόμενος άξονας
Βερολίνου-Παρισιού κόντρα στη Βρετανία και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης
που δε στηρίζουν αυτή την προοπτική, θεωρώντας την ανταγωνιστική και
υπονομευτική προς το ΝΑΤΟ.
Η
ελληνική κυβέρνηση από την πλευρά της προσπαθεί να αναβαθμίσει τη
συμβολή της στα πλαίσια της δράσης του ΝΑΤΟ, όπως φάνηκε και από την
υπογραφή της στην πρόσφατη Σύνοδο των υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ στις
Βρυξέλλες, ενώ σε περιφερειακό επίπεδο συνεχίζει να ιεραρχεί τη
συνεργασία με την Κύπρο και την Αίγυπτο, όπως έδειξε και η 4η Τριμερής
Σύνοδος των χωρών αυτών που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβρη στο Κάιρο. Η
κυβέρνηση σκοπεύει να αξιοποιήσει την επίσκεψη Ομπάμα –πέρα από το
ζήτημα του κρατικού χρέους– και για την ανάδειξη της Ελλάδας σε κομβική
χώρα για τις εξελίξεις στην περιοχή της Ν/Α Μεσογείου. Από την πλευρά
του ο Ομπάμα επιδιώκει με τη συγκεκριμένη επίσκεψη την προώθηση των
αμερικανικών συμφερόντων σε μια σειρά ζητήματα (Κυπριακό, αξιοποίηση
ενεργειακών κοιτασμάτων, κυριαρχικά δικαιώματα ΑΟΖ των κρατών της
περιοχής, αναβάθμιση των ελληνικών βάσεων σε συνδυασμό με τη σχετική
επιδείνωση των σχέσεων τους με την Τουρκία κλπ.). Όσον αφορά
συγκεκριμένα το Κυπριακό, αυξάνουν οι πιέσεις για λύση τύπου «Σχεδίου
Ανάν», κάτι που αναδεικνύει και την επικαιρότητα της θέσης του ΚΚΕ για
Κύπρο ενιαία, ανεξάρτητη, με μία και μόνη κυριαρχία, μία ιθαγένεια και
διεθνή προσωπικότητα, χωρίς ξένες βάσεις και στρατεύματα, χωρίς ξένους
εγγυητές και προστάτες.
Στο
πεδίο της οικονομικής διπλωματίας, στα τέλη Σεπτέμβρη δημοσιεύτηκαν από
τον υφυπουργό Εξωτερικών οι «Δράσεις Οικονομικής Διπλωματίας του
υπουργείου Εξωτερικών για το 2017», με διακηρυγμένο στόχο τη
«διευκόλυνση της ελληνικής επιχειρηματικής εξωστρέφειας». Σε αυτό το
κείμενο ανακοινώθηκε η σύσταση διυπουργικών επιτροπών με 12 χώρες και 22
επιχειρηματικών αποστολών σε 22 χώρες. Με αντίστοιχους στόχους βρέθηκε
το Σεπτέμβρη στον Καναδά (μετά τις Βρετανία και ΗΠΑ) ο Ν. Παππάς,
αναζητώντας επενδυτές για την Ελλάδα.
Ενώ
η κυβέρνηση δρα στο εσωτερικό και το εξωτερικό προς όφελος της
εξυπηρέτησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας και ανάπτυξης, στο λαό
πουλάει «φούμαρα για μεταξωτές κορδέλες». Οι κυβερνητικοί μηχανισμοί
λειτουργούν στο φουλ, «ντύνοντας» κάθε κυβερνητική πρωτοβουλία με τον
αντίστοιχο προπαγανδιστικό μανδύα. Έτσι, ο πρωθυπουργός τόλμησε να
οργανώσει και πάλι κυβερνητική φιέστα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής,
ενώ η ιδιωτικοποίηση του Ελληνικού από «ξεπούλημα» μετατράπηκε σε
«αξιοποίηση», με τον Αρ. Μπαλτά να παρουσιάζει μάλιστα αυτή την
ιδιωτικοποίηση ως «υποχρεωτικό συμβιβασμό στο δημοκρατικό δρόμο του
σοσιαλισμού»…
Χαρακτηριστικά
για τον τρόπο με τον οποίο αποκτούν ψευδή περιεχόμενο οι διαχωριστικές
γραμμές μεταξύ των αστικών κομμάτων είναι τα όσα ακολούθησαν την απόφαση
του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματικός ο
λεγόμενος νόμος Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες. Η αντιπαράθεση μεταξύ
των αστικών κομμάτων για το καθεστώς λειτουργίας και τον αριθμό των
καναλιών, η οποία εκφράζει τις προσπάθειές τους να φέρουν το τηλεοπτικό
πεδίο «στα μέτρα τους», κρύβει την από κοινού αποδοχή της καπιταλιστικής
ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης. Η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει
ως σύγκρουση με τη διαπλοκή την προσπάθεια αναδιανομής της τηλεοπτικής
πίτας και δημιουργίας πιο ευνοϊκού προς αυτήν τηλεοπτικού τοπίου.
Απέναντι
σε όλα αυτά οι εργαζόμενοι πρέπει να προτάξουν το δικό τους ανάστημα.
Ιδιαίτερο σταθμό αποτέλεσε το προηγούμενο διάστημα η διοργάνωση
συλλαλητηρίου και η παράδοση σε όλα τα κόμματα (πλην της Χρυσής Αυγής)
της πρότασης νόμου που στήριξαν πάνω από 530 συνδικάτα σε όλη τη χώρα,
διεκδικώντας αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, κατάργηση των
αντεργατικών νόμων, κανένας εργαζόμενος κάτω από 751 ευρώ, δικαιώματα με
βάση τις σύγχρονες ανάγκες. Επόμενο σημαντικό βήμα είναι η απεργία στις
24 Νοέμβρη, μετά από πρόταση του ΠΑΜΕ, η οποία πρέπει να πάρει
πανελλαδικά, πανεργατικά χαρακτηριστικά. Παράλληλα με την απεργία, οι
δυνάμεις του ταξικού πόλου στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα
προετοιμάζουν την 4η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΠΑΜΕ που θα
πραγματοποιηθεί στις 19-20 Νοέμβρη στο ΣΕΦ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου